Ο Πανταρώτας
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1891
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Ο μπάρμπ'- Αλέξης ο Καλοσκαιρής, δεν είχε ανάγκη το πορθμείο του Χάροντα για να πηδήσει στον άλλο κόσμο, είχε το δικό του.
Καλά που βρέθηκε κι αυτό το μισοσάπιο πλοιάριο, κυριολεκτικά σκυλοπνίχτης, φελούκα παμπάλαια, για να θαλασσοπνίγεται και να πορίζεται τα προς το ζην ο μπάρμπ' - Αλέξης.
Ήταν πτωχός, πάμπτωχος.
Τόσα χρόνια που γύριζε στην ξενιτειά και ταξίδευε με ξένα καράβια, κατάλαβες, καμία προκοπή δεν είχε δει.
Παραπάνω από λοστρόμος, δεν κατόρθωσε να φθάσει.
Άλλοι σύντροφοί του, κατάλαβες, απόκτησαν σκούνες και βρίκια και δυο-τρεις μάλιστα βρίσκονταν το σήμερο, με μπάρκα. Κι αυτός δεν είχε το σήμερο, ούτε ένα κότερο, μόνο ήταν αναγκασμένος μ' αυτήν την παλιόβαρκα, να αγωνίζεται να εξασφαλίσει το ψωμί της οικογένειάς του. Και είχε στο σπίτι δύο «αδύνατα μέρη», εν ώρα γάμου και οι γαμπροί, κατάλαβες, το σήμερο, γυρεύουν πολλά. Σπίτι, αμπέλι, ελαιώνα, παλιοχώραφα, τα χρειαζούμενα του σπιτιού όλα και το «μέτρημα» χωριστά.
Μήπως είχε τουλάχιστον βοήθεια από κανένα;
Απ΄τους δύο γιους του, ο νεότερος ο Δημήτρης, καλή του ώρα, υπηρετούσε, ας είχε ζωή, στο Βασιλικό Ναυτικό. Καλά ναυτικά ήθελε μάθει! Ο άλλος, ο Αποστόλης ο μεγαλύτερος, έλειπε χρόνια στους ωκεανούς.
«Ούτε γράμμα ούτε απηλογιά». Προ τριών ετών είχε μάθει, ότι ήταν με ένα αγγλικό ατμόπλοιο ναύτης και ότι περνούσε για Ιταλός.
Ας πα’ να περνούσε και για Σκλαβούνος!
Αυτός διάφορο δεν είχε.
Σαν κατάδικος στο ικρίωμά του, σαν κοχλίας στο κέλυφός του, ο μπάρμπ' Αλέξης, ήταν προσηλωμένος στη λέμβο του.
Ταξίδευε μεταξύ Μιτζέλας, Στυλίδας, Λιχάδας, Ωρεών και Αιδηψού.
Μετέφερε κάτι μικρά εμπορεύματα, σπάνια επιβάτες.
Μία φορά το μήνα κατέπλεε στο χαμηλό ευλίμενο νησί του, για να φέρει εξοικονόμηση στη γριά και στις δύο κόρες του.
Παλαιότερα, είχε σύντροφο στη λέμβο το γέρο-Σαλαμάστρα (καλά που βρήκε συμπλωτήρα αρκετά ριψοκίνδυνο), αλλά ο γέρο-Σαλαμάστρας, δεν ήταν ευχαριστημένος από το μερδικό, γόγγυζε ακατάπαυστα και ένα πρωί του έφυγε και τον άφησε «μες στη μέση».
Ύστερα, «από φεγγάρι σε φεγγάρι» είχε ενίοτε το μπαρμπα-Γιάννη το Λαλούμενο. Αλλά ο μπαρμπα-Γιάννης ο Λαλούμενος, συνήθεια είχε, την ημέρα του απόπλου, να πίνει με τους φίλους και όχι σπάνια, το ταξίδι αναβαλλόταν εξ αιτίας του ή ο ναύλος ναυαγούσε εξ ολοκλήρου.
Ο μπάρμπ’- Αλέξης αναγκάσθηκε να τον διώξει.
***
Τελευταίο και μόνιμο σύντροφο προσέλαβε το Γιάννη τον Πανταρώτα.
Τι περίφημος άνθρωπος αυτός ο Γιάννης ο Πανταρώτας!
Μπορούσε κανείς να τον ονομάσει και Γιάννη Άπιαστο!
Ο μπάρμπ'- Αλέξης μάλιστα, τον ναυτολογούσε με το όνομα «Ιωαννίδης».
Υπολόγιζε ότι, αν υπάρχουν ανά τον ελληνικό κόσμο εκατό χιλιάδες έγγαμοι Γιάννηδες και Γιάνναινες χήρες, θα είναι, κατά μέσον όρο, διακόσιες πενήντα ή τριακόσιες χιλιάδες Ιωαννίδαι. Και μετά τρεις γενεές, όταν (αν περισωθεί το ελληνικό γένος) τα εις -ίδης και -άδης θα απαντώνται μόνο στα ηρωικοκωμικά επικά ποιήματα, ποιος θα βρεθεί να ανησυχήσει αν οι ζήσαντες Ιωαννίδαι ήταν σωστοί τριακόσιες χιλιάδες ή τριακόσιες χιλιάδες και ένας;
Η αλήθεια είναι, ότι ο μπάρμπ'-Αλέξης ο Καλοσκαιρής, έτρεφε μεγάλη στοργή προς τον συμπλωτήρα του, τον Πανταρώτα.
Δεν φρόντιζε τόσο για τον εαυτό του, αν θα αξιωθεί να λάβει σύνταξη από το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο, όσο για το σύντροφό του.
Εκεί που έπλεε από κάβο σε κάβο, από γιαλό σε γιαλό, στεκόταν μία στιγμή, άφηνε το κουπί, έφερε το χέρι στο μέτωπο κι έλεγε·
- Το ελάχιστο, αυτός ο Ιωαννίδης δε θα πάρει τίποτε σύνταξη;
Τον ναυτολογώ ταχτικά! Τίποτε δεν του λείπει. Τα χαρτιά του είναι σωστά. Εγώ, ας κουρεύομαι!
Και στρεφόμενος προς τα νότια, έκανε μία πολύ εκφραστική χειρονομία, με τον αντίχειρα και με το δείκτη, λέγοντας
- Όρσε, κουβέρνο!
Και εντούτοις, υπέφερε πολλά για να «τον περάσει στα χαρτιά» αυτόν το Γιάννη τον Πανταρώτα.
Οι λιμενικοί υπάλληλοι μάλιστα «του έψηναν το ψάρι στα χείλη».
Είναι αλήθεια ότι ο ξακουσμένος σύντροφός του, ήταν σε συνεχή απουσία.
Οι αλιείς, που συναντούσαν τον μπάρμπ' - Αλέξη να παραπλέει τις ακτές, ενίοτε και οι βοσκοί, που οδηγούσαν τις κατσίκες τους στο γιαλό, «για να αρμυρίσουν», τον ρωτούσαν.
- Που είν’ ο σύντροφός σου; Μοναχός σου αρμενίζεις;
- Πάει ν’ αγοράσει ψωμιά, απαντούσε ο μπάρμπ' - Αλέξης.
Τώρα τον περιμένω να γυρίσει.
Κι ενώ έλεγε ότι τον περιμένει, εξακολουθούσε παρόλα αυτά να πλέει.
Οι επιστάτες των λιμανιών, οι υγειονομικοί φύλακες και οι τελωνοσταθμάρχες ήταν τα φόβητρα του μπάρμπ' - Αλέξη.
Παρουσιαζόταν πάντα μόνος του, στον υγειονομικό ή λιμενικό σταθμό, για «να βγάλει τα χαρτιά».
- Ποιος είν’ ο σύντροφός σου;
- Ο Γιάννης ο Πανταρώτας. (αλλού έλεγε ο Ιωαννίδης.)
- Και πού είν' αυτός ο Γιάννης ο Πανταρώτας;
- Με καρτερεί στη βάρκα.
- Πώς δεν τον παρουσιάζεις ποτέ;
- Ολημέρα στην πιάτσα βρίσκεται, αδειάζει απ’ το μεθύσι;
- Κι εμπιστεύεσαι συ να ταξιδεύεις με μέθυσον.
- Τον έχω δια τον τύπο, επειδή έτσι το θέλει ο νόμος.
Εγώ αξίζω για δύο.
Και ο λιμενικός υπάλληλος φορούσε τα γυαλιά του και του έδινε «τα χαρτιά».
Ένας όμως υπάλληλος, ήταν πολύ πονηρός και τον είχε καταλάβει.
Φαίνεται να ήταν Μωραΐτης. Αλλά ο μπάρμπ'-Αλέξης αμέσως τον αφόπλισε.
Κάτω από την πρώρα της βάρκας, έκρυβε πάντοτε μία τσότρα γεμάτη ή και νταμιζάνα ολόκληρη, του βρίσκονταν δε και κάτι ορεκτικά εδέσματα της πατρίδας του.
Ένας άλλος όμως ήταν σκληρός. Ήταν λιγότερο ευμετάβλητος από τους αρχαίους θεούς και ας τους είχε σχεδόν πατριώτες. Ήταν «Αυστριακός, χειρότερος από Τούρκον» κι έτυχε να γίνει υπάλληλος στην ελεύθερη Ελλάδα. Ο μπάρμπ' - Αλέξης δεν μπόρεσε να τον καταφέρει.
Αναγκάσθηκε να πάψει να πλησιάζει στο σταθμό εκείνο της Στερεάς.
Μία φορά όμως «τα έφερε σκούρα». Βρέθηκε στο πέλαγος, στη μέση του Ευβοϊκού στενού, σε ίση από τη Στερεά και από τη νήσο απόσταση.
Ερχόταν από τους Ωρεούς κι έπλεε για το Θρόνιον. Είχε μικρό φορτίο από στάμνες και κανάτια και μισή δωδεκάδα ντόπια μικρά βαρέλια.
Ο μπάρμπ' - Αλέξης ήταν αμέριμνος όπως πάντοτε και καθόταν στην πρύμνη κυβερνώντας το σκάφος και κατευθύνοντας το ιστίο.
Δεν ήταν ανάγκη τώρα, να κάμει την τέχνη την οποία συνήθιζε άλλοτε.
Να καθίσει δηλαδή στο κύτος της λέμβου, παρά τον ιστό, να προσδέσει τη σκότα και τον οίακα με διπλά σχοινιά και να χειρίζεται αόρατος, από το κύτος, φλόκο, ιστίο και πηδάλιο, με μία χεριά.
Ενίοτε μάλιστα συνήθιζε να το κάνει, οσάκις είχε, πράγμα σπάνιο, κανένα χερσαίο επιβάτη, τον οποίο υποχρέωνε να καθίσει κοντά στο πηδάλιο, όταν διέρχονταν κοντά από κάποιο παραθαλάσσιο χωριό.
Και από την ξηρά έβλεπαν τότε πράγμα απίστευτο, φουστανελά να κυβερνά τη λέμβο.
Τη φορά όμως αυτή δεν είχε επιβάτη κανένα χερσαίο.
Αίφνης βλέπει βασιλικό πλοίο που ερχόταν αντίπρωρα αυτού.
Ήταν η «Σαλαμινία» πιθανώς. Ίσως να ήταν και η «Πληξαύρα» ή η «Αφρόεσσα».
Αν είχε κανένα επιβάτη, ας ήταν και φουστανελάς, θα τον υποχρέωνε να μεταμφιεσθεί σε ναύτη, να φορέσει τα παλιά αμπαδίτικα του μπάρμπ' - Αλέξη, τα οποία βρίσκονταν κάτω από την πρώρα για κάθε ενδεχόμενο.
Αλλά επιβάτη, είπαμε, δεν είχε. Τι να κάμει;
Σηκώνεται, παίρνει το ένα των ζυγών, επί των οποίων κάθονται οι κωπηλάτες, το ανορθώνει, βγάζει ένα σκαλμό, τον προσδένει με τον τροπωτήρα σταυροειδώς επί του ζυγού. Σκύβει κάτω από την πρώρα, αναζητεί τα παλιά ρούχα του, ντύνει το διπλό ξύλο με μία κάπα, της οποίας τα μανίκια κρέμονταν σπαρακτικά περί τις δύο άκρες του σκαλμού.Στην κορυφή του ορθού ξύλου τοποθετεί έναν ναυτικό κούκο, τον οποίον είχε απ΄ τα χρόνια που ταξίδευε με τα ξένα πλοία στην Ιταλία και στην Αδριατική. Για να σταθεί τελικά ο κούκος, τον περιδένει ολόγυρα με το κίτρινο ζωνάρι του, ως σαρίκι.
- Είναι σωστό σκιάζουρο, ψιθύρισε ο μπάρμπ' - Αλέξης.
Και έστησε το αυτοσχέδιο τούτο ανδρείκελο στο θριγκό της πρώρας, με τη βάση κάτω στο κύτος, εκείθεν του κολπούμενου ιστίου.
Έβαλε και το ένα κουπί εγκάρσιο, κατά κάποιον τρόπο σε ανάπαυση στα γόνατα του ανδρείκελου, με το πτερύγιο πάνω προς τον ουρανό!
Λίγα λεπτά ακόμη και τα δύο αντίπρωρα πλοία συναντήθηκαν.
Ο μπάρμπ'- Αλέξης ύψωσε τη σημαία, μετρίασε το δρόμο και απέδωσε τις τιμές.
Ο κελευστής του βασιλικού πλοίου, που γνώριζε τον μπάρμπ' - Αλέξη από πολλά χρόνια, δεν μπόρεσε να μη θαυμάσει την άνεση και την ηρεμία, με την οποία έπλεε.
- Μπράβο καπετάν Αλέξη, του φώναξε, είσαι πολύ σβέλτος.
- Αλήθεια, απάντησε ο μπάρμπ' - Αλέξης... και μάλιστα ο σύντροφός μου.
Ένεκα τούτων, αφορμή μεγάλης χαράς ήταν για τον μπάρμπ' - Αλέξη, όταν κατόρθωνε «στη χάση και στη φέξη» να έχει κανένα επιβάτη, τον οποίο, εν ανάγκη, να περάσει, σαν τον περίφημο Γιάννη τον Πανταρώτα.
Αλλά που επιβάτης; Ποιος τολμούσε να πατήσει το πόδι του στην παλιόβαρκα;
Μία φορά ευτύχησε να επιβιβάσει από μία ακρογιαλιά της Λοκρίδας έναν κάποιον ορεινό, ο οποίος ήθελε να περάσει αντίκρυ, στην Εύβοια.
Αλλά ίσως ήταν η πρώτη φορά, κατά την οποία πάτησε το πόδι του σε πλοίο εν γένει.
Μόλις κάθισε στην πρύμνη, με τη σκούφια του ίσα με το αυτί, με το στριμμένο μουστάκι του, με τα τουζλούκια του, σε μέρος, όπου διαναστούσε η βάρκα και όπου ο μπάρμπ’ - Αλέξης είχε διπλαρώσει τη βάρκα επίτηδες, για να τον παραλάβει και αμέσως, πριν λύσει ο ναύτης τα απόγεια, πριν η λέμβος σαλέψει ακόμη, γιατί ήταν γαλήνη, ο επιβάτης άρχισε να πιάνεται από τον σκαλμό, από την κουπαστή, από τον ώμο του μπάρμπ' -Αλέξη, από ότι εύρισκε.
- Τι έχεις; είπε ο κυβερνήτης, κάμε ήσυχα, μη φοβάσαι.
Και άρχισε ν' ανασπά την άγκυρα.
Αλλά ο επιβάτης δεν ήταν καλά! Είχε σκύψει στο κύτος και ζητούσε να κρατηθεί από τις εξοχές των στραβόξυλων, από τα εσωτερικά φατνώματα.
Η λέμβος κινήθηκε.
- Έχε έννοια, είπε ο μπάρμπ’- Αλέξης, τώρα θα λύσω το πανί.
Το σκάφος σάλεψε λίγο. Ο επιβάτης κυρτώθηκε, έγινε κουβάρι. Κρατιόταν σπασμωδικά από τον πρυμναίο ζυγό, από το θριγκό της πρύμνης.
- Βγάλε με! Βγάλε με! κραύγασε.
- Τι έπαθες βρε άνθρωπε, σε καλό σου!
- Βγάλε με όξου, δεν μπορού. Δεν μπορού την φευγάλα τσ’ βάρκας.
- Μη φοβάσαι, δεν είναι φουρτούνα. Μπονάτσα, κάλμα.
- Βγάλε με όξου, σ’ λένε. Τι μ’ κρένεις αυτού;
- Τώρα λιγάκι κι εφθάσαμε. Κάμε το σταυρό σου. Τράβα μια ρακιά.
- Χοντρές καληόρις μ' κρένεις, βλέπου;
Και με τη μία γροθιά φοβέριζε τον μπάρμπ' - Αλέξη, ενώ με το άλλο χέρι κρατιόταν σπασμωδικά από την κουπαστή.
Ο γηραιός ναυτικός έδωκε τόπο τη οργή. Αναγκάσθηκε να προσεγγίσει πίσω στην ξηρά και να τον αποβιβάσει.
Μόλις πάτησε στα άγια χώματα ο ορεινός, απομακρύνθηκε λίγα βήματα και στραφείς κατά το γιαλό, στάθηκε μεταξύ ενός βράχου κι ενός θάμνου και κοιτάζοντας βλοσυρά προς τον μπάρμπ' - Αλέξη, ο οποίος απομακρυνόταν σιγά-σιγά από την ακτή, πρότεινε και τις δύο γροθιές του τη φορά αυτή, σείοντας απειλητικά το κεφάλι και φωνάζοντας.
- Αχ! καραβά. Αχ! βρε καραβά. Αχ! μωρέ καραβά.
***
Αν και συνήθως έπαιρνε τους επιβάτες όπου τους εύρισκε, ο μπάρμπ' – Αλέξης, μια φορά βρέθηκε στην ανάγκη να αποποιηθεί να παραλάβει επιβάτη στη μικρή μισοσάπια σκάφη του.
Και να, πως:
Ήταν κατά τις τελευταίες ημέρες του έτους 1870.
Ο μπάρμπ' - Αλέξης ετοιμαζόταν να αποπλεύσει από μία έρημη ακτή της Φωκίδας, μελετώντας, αν δε βρει εντωμεταξύ κανένα ναύλο, να φύγει για το μικρό νησί του.
- Χειμώνα, καλοκαίρι, ως τόσο δε θα ξαποστάσω μια φορά κι εγώ!
Καλότυχοι είναι ο Καπετάν Φραγκούλης, ο Γιαλόξυλος, ο καπετάν Θανασός, ο Ζευγαρωμένος, ο καπετάν Γιαννάκος, ο Έρωτας!
Άμα μεσάσει ο Τρυγητής ο μήνας, έρχονται και δένουν τα καραβάκια τους από την Κολώνα της πιάτσας και τραβούν φαΐ και ύπνο που πάει αντάρα και καπνός!
Ήταν περί το εσπερινό σύθαμπο, είχε αρχίσει να νυχτώνει.
Δεν φοβόταν να πλέει και τη νύκτα σε τόσο γνωστά πελάγη.
Καυχιόταν ότι «κι οι ξέρες και τα γκρίφια τον γνώριζαν».
Ετοιμαζόταν να σηκώσει την άγκυρα.
Τα νερά στον όρμο εκείνον ήταν ρηχά, «δεν εδιαναστούσε η βάρκα».
Ήταν αραγμένος μέχρι βολής τουφεκιού από την ξηρά.
Εκεί βλέπει κάτι που έλαμψε έξω από ένα βράχο της παραλίας.
Αυτό δε που έλαμψε, έλαμψε πάνω σε κάποιο μαύρο, πολύ θαμπό.
Με όλο το επικρεμάμενο ήδη σκοτάδι, η αμαυρότητα φαινόταν να δεσπόζει του σκοταδιού.
Ακούει μία φωνή, φωνή πολύ επιτακτική και τραχεία.
- Βρε, καραβά!
Προσήλωσε τα μάτια, διαστέλλοντάς τα υπερβολικά, για να διακρίνει εν μέσω του λυκόφωτος.
Μεταξύ δύο βράχων, σε μέρος, όπου άρχιζε ένα μονοπάτι, γνωστό σε αυτόν, μέσω του οποίου ανέβαινε κάποιος στη γυμνή και απόκρημνη ακτή, βλέπει δύο άντρες να στέκονται.
Ήταν ένοπλοι και τα τουφέκια και τα πιστόλια τους γυάλιζαν πάνω στη λερή περιβολή τους.
Ο μπάρμπ' - Αλέξης φοβήθηκε πολύ. Ούτε για μια στιγμή αμφέβαλλε ότι ήταν ληστές.
Ακούει δεύτερη φωνή:
- Ε! καραβά! έλα γλήγορα να μας πάρεις.
- Τώρα, τώρα! απάντησε μηχανικά ο μπάρμπ' -Αλέξης.
Και αφού ανέσυρε την άγκυρα, πήρε τα κουπιά.
Αλλά αντί να κωπηλατεί προς την ξηρά, χαμήλωσε τη ράχη του, έκρυψε το κεφάλι του εντός του κύτους, γενόμενος αόρατος από την ακτή και με τα χέρια ή με τα πόδια, όπως μπορούσε, άρχισε να κωπηλατεί προς το πέλαγος.
Οι δύο από την ξηρά βλέποντες το δόλο, άρχισαν να τον καταριόνται και να τον βρίζουν με τα φαυλότατα των επιθέτων.
Αλλά ο μπάρμπ' - Αλέξης αδιαφορούσε. Φοβόταν να έλθει σε επαφή με τέτοιους φοβερούς την όψη ανθρώπους. Και πλούσια αμοιβή αν του έταζαν, δεν θα τους δεχόταν ποτέ στη λέμβο.
Ακούσθηκε μία τουφεκιά. Η βολή συρίζοντας κτύπησε στο πηδάλιο της λέμβου.
Δεύτερη τουφεκιά βροντώδης αντήχησε. Το βόλι αυλάκωσε το κύμα, και βυθίστηκε, χάθηκε στη μαύρη θάλασσα.
Ο μπάρμπ' - Αλέξης, εξακολουθώντας να κωπηλατεί, ήταν εκτός βολής ήδη.
Όταν απομακρύνθηκε αρκετά από την ξηρά, ανασηκώθηκε, περίτρομος ακόμη και άρχισε να ψηλαφίζει τα μέλη του.
- Ω! διάβολε! άλτρος κάβος κονταρέμους.
Και πρόσθεσε
- Ωστόσο, καλά που τη γλύτωσα. Πως θα χαρεί η καημένη η γριά!
Είτε φανταστικός ήταν ο κίνδυνος είτε πραγματικός, του μπάρμπ’ - Αλέξη του φάνηκε ότι «εξαναγεννήθη».
Εν τούτοις, δεν ήταν απίθανο να ήταν και ληστές εκείνοι οι δύο άνθρωποι. Κατά την εποχή εκείνη, είχε γίνει στην Ελλάδα σπουδαία και αποτελεσματική εργασία προς εξάλειψη της ληστείας, επομένως οι τρεις ή τέσσερις αρχηγοί των τότε ισάριθμων κομμάτων, συνασπισθέντες, σαν να ήταν εκδικητές των προγεγραμμένων, γκρέμισαν παταγωδώς από της αρχής το έκφυλο Υπουργείο.
Ίσως οι δύο αυτοί φυγάδες, αν ήταν πράγματι ληστές, να ήταν τα τελευταία λείψανα κάποιας καταστραφείσης συμμορίας.
Και όμως, ο γηραιός ναύτης, αν σώθηκε από αληθινούς ληστές, δεν φυλάχθηκε όμως και από κοινούς κλέφτες.
Σε μία άλλη ακρογιαλιά είχε προσορμισθεί μία μέρα.
Ο σταθμός ο λιμενικός, όπου όφειλε «ν' αλλάξει τα χαρτιά του», απείχε απ΄εκεί μισή ώρα δρόμο.
Τώρα, εάν είχε σύντροφο κάποιον άλλον παρά τον Πανταρώτα, ο οποίος βρισκόταν σε διαρκή απουσία, θα τον άφηνε να φυλάγει τη βάρκα και δεν θα την άφηνε έρημη και ορφανή.
Και αν δεν την άφηνε έρημη και ορφανή, δεν θα έρχονταν εν τη απουσία του κλέφτες, να του πάρουν ότι είχε και ότι δεν είχε.
Τούτο δε ακριβώς συνέβη.
Οι κλέφτες μπήκαν μέσα σαν καλοί νοικοκυραίοι. Του αφήρεσαν τα πάντα, ενδύματα, τρόφιμα, κοντάρια, ιστία, ως και τα κουπιά.
Του άφησαν μόνο τους τροπωτήρες και τους σκαλμούς.
Και τους μεν σκαλμούς ίσως δεν μπόρεσαν να τους βγάλουν από τις σκαλμότρυπες, οι δε τροπωτήρες θα τους έπεσαν, λόγω αδεξιότητας, από τα κουπιά.
Τι να τους κάμει τους τροπωτήρες και τους σκαλμούς!
Πώς να ταξιδέψει χωρίς κουπιά, χωρίς ιστία;
Και έκτοτε ο μπάρμπ'- Αλέξης ο Καλοσκαιρής, ορκίσθηκε να μην παραβεί σε όλη τη ζωή του τους περί ναυτιλίας νόμους και να μη συνταξιδέψει πλέον με το Γιάννη τον Πανταρώτα.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης