Π. Παλιές λέξεις της Στενής
Παγάδα:. Ηρεμία. Δε φυσάει, δε βρέχει και ο καιρός είναι μαλακός.
Παγαδεύω:. Ηρεμώ σωματικά. Ξεκουράζομαι. Ηρεμώ ψυχικά, δεν έχω άγχος. Είμαι νηφάλιος, ανακουφίζομαι.
Παγκιάνεμο:. Μέρος που δεν το πιάνει ο άνεμος.
Παγκράκι:. Ορειχάλκινο, μικρό σκεύος, με χερούλι όπως της χύτρας, που έβαζαν το φαγητό οι γεωργοί, για να το παίρνουν στο χωράφι.
Παΐδες:. Σανίδες τοποθετημένες ανά δύο, στα δύο πλάγια του σαμαριού, ενώνοντας το μπροστινάρι με το πισινάρι (θηλυκωτά).
Παλαγός:. Παλαγό λέγανε το μαλακό, αφράτο, φρέσκο ψωμί, αλλά επίσης και το καρβέλι εκείνο, που δεν είχε πάρει το κατάλληλο σχήμα, επειδή στο ζύμωμα είχε προστεθεί πολύ νερό και δεν είχε ζυμωθεί καλά.
Παλαμονίδα:. Ζιζάνιο των σπαρτών 50-60 εκατοστά ύψος, με φύλλα ψιλά και βελονωτά.
Παλιουρός–ό:. Χορταρικό και περιβολικό, που έχει χάσει τη φρεσκάδα του, λόγω εποχής,.(τα χόρτα που μάζεψες είναι παλιουρά).
Παλυθούρα:. Εσοχή στον τοίχο, διαστάσεων 20Χ30 περίπου εκατοστά. Χρησίμευε σαν μικρό ντουλαπάκι.
Παν και ξαπάν:. Όταν κάποιος έχει μεγάλη εκτίμηση για κάποιον άλλον, που τον εκτιμά, τον αγαπά, τον σέβεται, τον θαυμάζει και του προσφέρει ευχαρίστως ότι μπορεί, τότε λέμε ότι τον έχει παν και ξαπάν.
Πάνα:. Μακρύ ξύλο, που στην άκρη του ήταν εφαρμοσμένα πανιά (σαν μια μεγάλη σφουγγαρίστρα). Με την πάνα καθάριζαν το φούρνο από τις στάχτες, για να «φουρνίσουν» στη συνέχεια τα καρβέλια.
Παναΐτσα:. Με τη λέξη αυτή εννοούσαμε όλες τις μικρές εικονίτσες, που αναπαριστούσαν Αγίους και Αγίες. Χαρακτηριστικός μπορεί να θεωρηθεί ο παρακάτω διάλογος.(Αγόρασα δύο Παναΐτσες. Ποιες; Τον Άγιο Δημήτρη και τον Άγιο Σπυρίδωνα).
Πανταγούδι:. Το πολύ κρύο νερό. Και πανταγούδιασα, το υπερβολικό κρύωμα από βροχή ή τσουχτερό κρύο.
Παντοχή:. Συναισθηματική κατάσταση που προέρχεται από τη γνώση ότι κάποιο γεγονός πρόκειται να συμβεί. Προσμονή, αναμονή, προσδοκία.
Πανωβράκι:. Φτιαγμένο από υφαντό μάλλινο ύφασμα μαύρου χρώματος, ήταν στενό, αλλά κάτω από τα σκέλια σχημάτιζε τη σέλα για να μη δυσκολεύονται στο περπάτημα. Τα έδεναν στη μέση με ένα κομμάτι σκοινί, την βρακοζώνα, την οποία περνούσαν μέσα από τη φακαρόλα, στο κενό δηλαδή που δημιουργείται στο πάνω μέρος του πανωβρακιού, όταν δίπλωναν το ύφασμα προς τα κάτω και το έραβαν.
Πανωκάβαλα:. Δύο δερμάτινες λουρίδες. Η μία ξεκινούσε από το κέντρο του πισιναριού στο σαμάρι, διέσχιζε τα καπούλια του ζώου και ενωνόταν με την άλλη (σταυροειδώς), η οποία ξεκίναγε από πάνω απ΄ την ουρά του ζώου και κατέληγε στις πιστιές.
Πανωκάπουλα:. Καβάλα πάνω στα καπούλια του ζώου.
Πανωκόρμι:. Υφαντό, περίπου σαν την πουκαμίσα, αλλά λίγο κοντύτερο με κουμπιά μέχρι τη μέση του στήθους, σε χρώμα λευκό με μπλε και σπανίως με κόκκινες ρίγες.
Πανωλαδιά:. Λάδι που μαζεύεται στην επιφάνεια. Μεταφορικά, γι αυτόν που μπόρεσε να ξεφύγει τις συνέπειες από κάποια ύποπτη δουλειά, (βγήκε πανωλαδιά).
Πανωπάιδα:. Οριζόντιες παΐδες στο πάνω μέρος του σαμαριού, και στο σημείο όπου κάθεται ο αναβάτης. Τα πανωπάιδα έχουν μια σχετική καμπή και κατασκευάζονται σε σχήμα οβάλ.
Πανωπροίκι:. Προίκα που έπαιρνε ο γαμπρός, πέρα και πάνω από εκείνη που αναφερόταν στο προικοσύμφωνο και μεταφορικά, κάθε τι που δίνεται επιπλέον, σε κάθε περίπτωση.
Πανώστρατα:. Προσδιορισμός τοποθεσίας σε επικλινές έδαφος. Όταν είναι πάνω από το δρόμο, πανώστρατα, όταν είναι κάτω από το δρόμο κατώστρατα.
Πανωτίμι:. Όταν μετά το γάμο ο άνδρας διαπίστωνε ότι η γυναίκα που παντρεύτηκε δεν ήταν «εντάξει», την έστελνε πίσω στον πατέρα της και της «έγραφε» κάποιο περιουσιακό στοιχείο (συνήθως κάποιο χωράφι). Αυτή η χειρονομία λεγόταν πανωτίμι.
Παπαδέλες:. Βάζαμε το τηγάνι στη φωτιά και ρίχναμε σπόρους καλαμποκιού. Από τη ζέστη οι σπόροι άνοιγαν (έσκαζαν) και τους τρώγαμε(σαν τα σημερινά ποπ-κορν) Αυτά τα λέγαμε παπαδέλες ή σκασμούτρες.
Παπάρα:. Όταν βάζαμε ψωμί μέσα στο γάλα ή στο τσάι και γενικά σε φαγητά με πολύ ζουμί, όπως φασολάδα και άλλα όσπρια. Παπάρα επίσης λέγανε και όταν λιώνανε το φαγητό, κυρίως κρέας, για να μπορούν να το φάνε ευκολότερα κυρίως ασθενείς. Το λιωμένο φαγητό το λέγανε και τριμντάνα.
Παπί:. Έγινα παπί, λέγαμε όταν μουσκευόμασταν από τη βροχή ή πέφταμε στο ποτάμι με τα ρούχα ή βρεχόμασταν για οποιονδήποτε λόγο.
Παράβολα:. Το υνί έσκιζε το χώμα κατά το όργωμα και πίσω απ΄ το υνί ήταν τα παράβολα σε σχήμα (Λ), που άνοιγαν το χώμα προκειμένου να δημιουργηθεί το αυλάκι Στα σιδερένια αλέτρια τα λέγανε φτερά, ενώ στα ξύλινα τα λέγανε παράβολα.
Παρακράτημα:. Προπολεμικά, για κάποια χρόνια, είχε επιβληθεί φόρος στο λάδι. Πήγαιναν λοιπόν ελεγκτές στα λιοτρίβια και αναλόγως την ποσότητα του λαδιού που είχε βγάλει κανείς, του έπαιρναν το ανάλογο ποσοστό. Αυτή η διαδικασία λεγόταν παρακράτημα.
Παραμάσχαλα:. Κάτω από τη μασχάλη (υπό μάλης).
Παραμάζωμα:. Η εκκίνηση, η προετοιμασία για τρέξιμο, αλλά και για επίθεση, καθώς και το ξεκίνημα για δουλειά.(Κάτσε καλά να μην πάρω παραμάζωμα και σου δείξω εγώ), (ελάτε παιδιά, παραμαζευτείτε να τελειώσουμε το σκάψιμο).
Παρανόμι:. Το επώνυμο.
Παραστιά:. Το μέρος του τζακιού γύρω από το οποίο καθόμαστε το χειμώνα για να ζεσταθούμε, αλλά εννοούμε και το σημείο που ανάβουμε τη φωτιά.
Παραστόλιασμα ή παραντόλιασμα:. Η ανορεξία, η κακομοιριά, η κούραση.
Παραστώματα:. Ξύλα από καστανιά κυρίως, που τα τοποθετούσαν κατά το χτίσιμο, πάνω και γύρω απ΄ το τζάκι, πάνω και κάτω από πόρτες και παράθυρα κ.λπ.. Κάτι σαν τα σημερινά «σενάζ».
Παρατσούκλι:. Ειρωνικό ή σκωπτικό παρωνύμιο. Και σήμερα ακόμη το παρατσούκλι χρησιμοποιείται για να ξεχωρίζουν ανθρώπους, ιδίως σε συνωνυμίες.
Παραφάι:. Το συμπλήρωμα του φαγητού, Ότι φαγητό έμπαινε στο τραπέζι, εκτός απ΄ το κυρίως πιάτο.
Παρδάλες:. Κοκκινίλες στα πόδια, ιδίως των μικρών παιδιών, που φορούσαν κοντά παντελόνια. Οι παρδάλες δημιουργούνταν από την πολύ ζέστη, επειδή το χειμώνα καθόντουσαν πολύ κοντά στη φωτιά.
Παρδαλή:. Γίδα με διάφορα ανακατεμένα χρώματα.
Παρδάσκελα:. Το κάθισμα στο σαμάρι του γαϊδουριού ή του μουλαριού, με το ένα πόδι απ΄ τη μία και το άλλο απ΄ την άλλη μεριά. Έτσι καβαλούσαν μόνο οι άνδρες.
Παρίπ΄:. Αυτός που δεν βλέπει καλά, αλλά και αυτός που δεν είναι προσεκτικός, ώστε να αντιληφθεί πράγματα που γίνονται γύρω του (μήπως πήρε το μάτι σας το Θανάση; Να βρε παρίπ΄ μπροστά σου είναι δεν τον βλέπεις;).
Πασπαλάς:. Κομμάτια από χοιρινό κρέας, που περιείχαν πολύ λίπος. Τα έβραζαν και έβγαινε το λίπος τους. Ύστερα τα έβαζαν σε δοχείο και έριχναν από πάνω το λιωμένο λίπος, το οποίο πάγωνε, τα σκέπαζε και έτσι μπορούσαν να συντηρηθούν πολύ καιρό. Πολλές φορές βάζανε και κομμάτια από λουκάνικο μέσα. Τα συνηθισμένα καρυκεύματα που έβαζαν ήταν, κανέλα, γαρύφαλλο, θρούμπι, πιπέρι, αλάτι κ.λπ.,. Ήταν ένα πρόχειρο φαγητό με πολλές θερμίδες.
Πασπάλι:. Όταν αλέθανε στο «χειρόμπλου» το σιτάρι ή τη φάβα, από την άκρη της στρογγυλής πέτρας, ξεκολλούσαν μικρά κομματάκια, που μετά τα ξεχώριζαν. Επειδή όμως είχε κολλήσει επάνω αρκετό από το άλεσμα, το χρησιμοποιούσαν για τροφή των ζώων, ύστερα από κάποια επεξεργασία. Στις μεγάλες πείνες (κατοχή) το χρησιμοποιούσαν και για τροφή των ανθρώπων.
Πάστρα:. Η καθαριότητα.
Παστρικός-παστρικιά:. Ο άνθρωπος (άντρας ή γυναίκα) ο οποίος φρόντιζε να είναι πάντα καθαρός και εμφανίσιμος, αλλά και στο σπίτι του και στη δουλειά του να έχει καθαριότητα και τάξη. Όμως εκτός αυτού, ειδικά για τις γυναίκες η λέξη αυτή δεν είχε καλή σημασία, δεδομένου ότι, παστρικές λέγανε τις γυναίκες που δεν ήταν τίμιες και γενικά διήγαν έκλυτο βίο.
Πατατούκα:. Χοντρό μάλλινο σακάκι, χρώματος μαύρου, βαμμένου με σκούρο λουλάκι, από τραγίσια ή γίδινη τρίχα. Τη φορούσαν αγρότες και κτηνοτρόφοι.
Πατερό:. Ξύλινο μεγάλο δοκάρι. Τα πατερά τα έβαζαν όταν τελείωνε το χτίσιμο, μέχρι το ύψος του ισογείου και εκεί επάνω κάρφωναν τις σανίδες για το πάτωμα.
Πατήθρες:. Δύο ξύλινα μακρόστενα κομμάτια ξύλου (περίπου 50–60 εκατοστά), τα οποία πατάει η υφάντρα (πότε το ένα και πότε το άλλο), όταν πρέπει να ανεβάσει ή να κατεβάσει τις κλωστές του στημονιού ή να τους δώσει τη θέση που πρέπει, ώστε να βγει το σχέδιο στο πανί.
Πατιρντί:. Θόρυβος ακαθόριστος, συγκεχυμένος και συνεχής, από συγκέντρωση ομάδας ανθρώπων. Αναστάτωση, φασαρία, σαματάς, βουητό κ.λπ.(έγινε μεγάλο πατιρντί). Επίσης η λέξη χρησιμοποιείται και για γλέντια, διασκεδάσεις πολυθόρυβες, με όργανα, χορούς και γενικά υψηλό δείκτη κεφιού (στο γάμο του Θανάση, έγινε μεγάλο πατιρντί).
Πατλιά:. Χαμηλός θάμνος. Γυναίκα κοντή, μικροκαμωμένη.
Πατσαβούρα:. Κουρέλι για τον καθαρισμό βρώμικων επιφανειών. Αλλά και η παλιογυναίκα, η βρωμογυναίκα, η πρόστυχη.
Πατωμένο:. Μεγάλο ξύλινο πατάρι, πιο ψηλά από την επιφάνεια του δαπέδου του κατωγιού, όπου τοποθετούσαν γεωργικά εργαλεία, τρόφιμα κ.α.
Παυτώνω, (απαυτώνω):. Κάνω κάτι επί συγκεκριμένου αντικειμένου, χωρίς να εξηγώ τι ακριβώς κάνω. (Παύτωσα την αυλή. Την έπλυνα; Την σκούπισα; Την άσπρισα;), (Παύτωσα τα πρόβατα. Τα βόσκησα; Τα σκάρισα; Τα άρμεξα; Τα κούρεψα;). Επίσης σημαίνει και τη σεξουαλική πράξη, (παυτώνω, παύτωσα, παυτώθηκα, παυτωθήκαμε, με παύτωσε κ.λπ.)
Παχνί:. Μεγάλο τετράγωνο ή παραλληλόγραμμο ξύλινο κουτί, ανοιχτό από πάνω και στηριγμένο σε τέσσερα ξύλινα πόδια, στο οποίο τοποθετούσαν τις ζωοτροφές, για να φάει το γαϊδούρι ή το μουλάρι.
Πεζούλι:. Λιθόκτιστο παγκάκι, έξω από σπίτια, εκκλησίες ή και σε μέρη που γινόντουσαν οι «συνάξεις» των γυναικών, τα απογεύματα και βράδια του καλοκαιριού.
Πεζούλα:. Μικρός τοίχος που συγκρατεί το χώμα σε κατηφορικό έδαφος.
Πεντοβόλημα:. Ευχάριστη μυρωδιά, μοσκοβολιά και πεντοβολώ ή πεντοβολάω, να εκπέμπω ευχάριστη μυρωδιά να μοσχοβολάω.
Περδίκλωμα:. Σκόνταμα. Όταν χτυπάω κάπου με το πόδι μου κατά το βάδισμα και πέφτω κάτω.
Περιδρομιάζω:. Τρώω υπερβολικά, περισσότερο απ΄ όσο χρειάζομαι (τρώω τον περίδρομο), (έφαγαν τον περίδρομο), και περιδρόμιασα, όταν τρώω μέχρι σκασμού, (περιδρόμιασα σήμερα για μια βδομάδα).
Περπάσης–περπάσα-περπάσικο:. Άνθρωπος περπατημένος, ολίγον μάγκας, έξυπνος. Άνθρωπος της πιάτσας, τις βόλτας και του γλεντιού. Αυτό ισχύει και για τις γυναίκες, που είναι πολύ της εξόδου, της βόλτας και της ζωής εκτός σπιτιού. Πάντως η συμπεριφορά του περπάση δεν προκαλεί το κοινό αίσθημα. Απόδειξη, ότι για τα ζωηρά παιδιά οι μεγάλοι, μεταξύ σοβαρού και αστείου, τα αποκαλούν περπάσικα. (Για κοιτάτε ρε, πως κάνει το περπάσικο).
Πεσκέσι:. Δώρο που συνήθως συνίσταται σε τρόφιμα ή τυχαίο απόχτημα, που έρχεται ξαφνικά χωρίς προσπάθεια ή αντάλλαγμα. Κέρασμα, μπαξίσι, φίλεμα, προσφορά, δωρεά.
Πεσκίρι:. Υφαντή πετσέτα.
Πέταβρο:. Μακρύ και λεπτό σανίδι για τις σκαλωσιές ή τις στέγες των σπιτιών.
Πέτσωμα:. Το να παραχορτάσει κάποιος από το πολύ φαγητό, (την πέτσωσα για τα καλά σήμερα).
Πευκί:. Μικρή φλοκάτη, με πιο μικρούς φλόκους, πιο πυκνό νήμα και μονόχρωμη.
Πέφτη:. Η ημέρα της εβδομάδας Πέμπτη.
Πηδούλι (πδούλ’-πδούλια):. Μικρά σκουληκάκια που αναπτύσσονται στο τυρί και που μπορούν και αναπηδούν. Προτιμούν το παλαιωμένο τυρί από το φρέσκο και ευδοκιμούν σε συνθήκες ζέστης και υγρασίας. Τα πηδούλια αναπτύσσονταν περισσότερο όταν αποθήκευαν το τυρί στον ντάλαρο ή στον τενεκέ αργότερα, γιατί είχε μεγαλύτερη επαφή με το περιβάλλον, γι αυτό η αποθήκευση του τυριού σε δερμάτι παρείχε περισσότερη ασφάλεια.
Πηχτή:. Φαγητό από βρασμένο κεφάλι γουρουνιού, με πηχτό ζουμί, που περιέχει και διάφορα καρυκεύματα. Γουρνοπηχτή.
Πήχυς:. Μονάδα μέτρησης, ίση με 64 εκατοστά (εμπορικός πήχυς). Μονάδα μέτρησης ίση με 75 εκατοστά (τεκτονικός πήχυς), για μέτρηση εκτάσεων γης. Τα μέτρα αυτά καταργήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας ταυ 1950, που καθιερώθηκε το μέτρο.
Πιθάρι:. Μεγάλο πήλινο δοχείο. Συνήθως αποθήκευαν λάδι και είχε χωρητικότητα 70–80 οκάδες.
Πινακωτή–πνακουτή-πλακουτή:. Ξύλινο σκεύος με χωρίσματα, μέσα στα οποία τοποθετούνται τα άψητα ψωμιά που μεταφέρονται στο φούρνο για να ψηθούν.
Πισινάρι:. Αποτελείται από δύο ξύλα σε σχήμα (Χ) στο πίσω μέρος του σαμαριού. Το πάνω μέρος του (Χ) ήταν μικρό, ενώ το κάτω μεγάλο και οι πλευρές του κατέβαιναν σε καμπύλη κατεύθυνση, δημιουργώντας άνοιγμα όσο το κορμί του ζώου.
Πίσπλα:. Γεμάτο δοχείο, μέχρι σημείου υπερχείλισης. Πιθάρι με λάδι, πιάτο με φαγητό, καρδάρα με γάλα κ.ο.κ. (Σταμάτα, μη βάζεις άλλο λάδι, δεν βλέπεις; Το πιθάρι που είναι πίσπλα).
Πιστιά:. Χοντρή δερμάτινη λουρίδα. Περνούσε μέσα απ΄ το σαμάρι, ξεκινώντας από το μπροστινάρι, στο ύψος της κάτω παΐδας, περνούσε από το πισινάρι και τύλιγε το ζώο στο πίσω μέρος, κάτω από την ουρά.
Πιστρόφια.(επιστρόφια):. Η πρώτη επίσκεψη του ζευγαριού των νεόνυμφων, στο σπίτι των γονιών της νύφης (συνήθως μετά από μια βδομάδα), όπου επακολουθούσε φαγητό και γλέντι. Ο αριθμός των επισκεπτών, (γαμπρός, νύφη, συγγενείς κ.λπ.), έπρεπε να είναι μονός. Τρεις ή πέντε ή επτά κ.λπ.
Πιστρώνω-Πιστρώνομαι:. Τα παλιά χρόνια, τα σπίτια δεν είχαν την απαιτούμενη θέρμανση. Μόνο το τζάκι άναβε, ενώ στα άλλα δωμάτια το κρύο ήταν πολύ. Το βαρύ χειμώνα κοιμόντουσαν όλοι στο δωμάτιο που ήταν το τζάκι «στρωματσάδα». Όποιος κοιμόταν δίπλα στο τζάκι ήταν ο τυχερός. Ο τελευταίος, που συνήθως ήταν ένα από τα παιδιά, η μητέρα του τον «πίστρωνε». Έστρωνε το κλινοσκέπασμα και αφού έπεφτε να κοιμηθεί, τον σκέπαζε με το ίδιο, το οποίο συνέχιζε και σκέπαζε και τους άλλους.
Πλακαρός–πλακαρό:. Οτιδήποτε λείο και γυαλιστερό, από τη μια μεριά τουλάχιστον.
Πλάνταγμα:. Υπερβολική στεναχώρια, από οργή, αγανάκτηση, ταραχή, παράπονο και έρωτα.
Πλαστάρια:. Όλα τα πλαστά που γίνονταν στο τηγάνι. Τηγανόψωμο, πταλιά κ.α.
Πλαστήρι:. Επίπεδο ξύλο με χερούλι συνήθως, που πάνω του πλάθανε τα πρόσφορα για να τα πάνε στο φούρνο, αλλά και οτιδήποτε ήθελαν να ζυμώσουν σε μικρή ποσότητα.
Πλεξάνα:. Το δέσιμο που έκαναν στα κρεμμύδια, τα σκόρδα, τα ρόδια κ.λπ. για να μπορούν να τα κρεμούν, ώστε να αερίζονται και να μην σαπίζουν.
Πλουμίδια:. Τα στολίδια.
Πλουμιστός:. Αυτός που είναι στολισμένος, με ωραία ρούχα, χρυσαφικα, κ.λπ.
Πλύμα:. Μετά το ζύμωμα, ρίχνανε χλιαρό νερό στο σκαφίδι, για να το καθαρίσουν από τη ζύμη, που είχε κολλήσει σε διάφορα σημεία. Το νερό αυτό μαζί με τη ζύμη που είχε απομείνει, το έλεγαν πλύμα και πολλές φορές το δίνανε στα ζώα για να το πιουν. Επίσης πλύμα αποκαλούσαν και το βρώμικο νερό μπουγάδας, το νερό που προέρχεται από ξέπλυμα μαγειρικών σκευών και μεταφορικά το άνοστο και νερουλό φαγητό.
Πνιότα:. Μικρό πήλινο δοχείο για ελιές και ξυδερά. Ήταν σαν στάμνα, αλλά με μεγάλο στόμιο, για να μπορεί να χωράει το χέρι μας.
Πντέλι:. Ξύλινο υποστύλωμα, για να στηρίζονται παλιά πατώματα. Η σχετική εργασία ενίσχυσης των πατωμάτων με πντέλια, λεγότανε πντέλιασμα.
Ποδάρωσα, ποδάρωσε:. Όταν το μικρό παιδί αρχίζει να περπατάει. Αλλά και μεταφορικά η λέξη σημαίνει τον άνθρωπο εκείνον, ο ποίος μπόρεσε να πετύχει σε κάποια επαγγελματική του προσπάθεια και αρχίζει να αποκομίζει κέρδη.
Ποδεμή:. Το να φορέσει κάποιος τα παπούτσια του. Περισσότερο το λέγανε όταν επρόκειτο για τσαρούχια, (ντύθηκα, ποδέθηκα και είμαι έτοιμος για το πανηγύρι).
Ποήλα:. Η δροσιά που έρχεται όταν φεύγει ο ήλιος, τις ζεστές καλοκαιρινές μέρες. Ήταν πολύ επικίνδυνο, γιατί τις περισσότερες φορές προλάβαινε τους γεωργούς στο χωράφι ή στο δρόμο της επιστροφής και όπως ήταν ιδρωμένοι, υπήρχε κίνδυνος να αρρωστήσουν. (Φόρα το σακάκι σου, έχει ποήλα σήμερα).
Πόηο:. Τα καλοκαίρια με τις μεγάλες ζέστες, μετά τη δύση του ήλιου, μερικές φορές έπιανε ένα ελαφρύ δροσερό αεράκι, που συνήθως κρατούσε και όλη τη νύχτα. Το αεράκι αυτό εκτός από τη δροσιά που πρόσφερε, είχε και άλλες ευεργετικές ιδιότητες, όπως ήταν το ξανέμισμα που γινόταν μετά το αλώνισμα και ήθελε αέρα για να ξεχωρίσει ο καρπός από το άχυρο. Αυτό το ελαφρύ δροσερό αεράκι το λέγανε πόηο. (από+ήλιος).
Πομόναχος, πουμόναχος, πουμόναχους:. Αυτός που έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά συμπεριφοράς, σε σχέση, με τον κοινωνικό του περίγυρο είτε πολύ καλά ή πολύ άσχημα. Είναι δηλαδή μοναδικός, δεν μοιάζει με τους άλλους. ( άφησέ τον να λέει ότι θέλει, μη δίνεις σημασία, αφού είναι πομόναχος), (η καλοσύνη του δεν περιγράφεται, είναι πομόναχος).
Πόρμα:. Κοροϊδευτική έκφραση, για τους ανθρώπους που δεν έχουν τις κατάλληλες σωματικές διαστάσεις για την ηλικία τους.
Πόρξει. (απόρριξε):. Η πρόωρη γέννα, συνήθως στα ζώα αλλά και στους ανθρώπους, που τις πιο πολλές φορές το νεογέννητο δεν ζει. (Το πόρξει το παιδί).
Πορτογαλιά:. Το πρώτο γάλα της κατσίκας ή της προβατίνας μετά τη γέννα, (μάλλον πρέπει να είναι πρωτογαλιά, δηλαδή πρώτο γάλα), αλλά είχε συνηθιστεί και το έλεγαν έτσι.
Πουκαμίσα (π΄καμίσα):. Βαμβακερό, υφαντό, παλαιότερα άσπρο και μεταγενέστερα συνήθως μπλε με λίγο κόκκινο, από το λουλάκι που το έβαφαν. Στενό επάνω στο στήθος, άνοιγε προς τα κάτω και γινόταν σαν φουστανέλα. Έφτανε έως τα γόνατα. Γύρω από το άνοιγμα του στήθους, που έφτανε ως τη μέση, έβαζαν πολλά γαζιά για να το στενέψουν. Στο λαιμό δεν είχε γιακά αλλά γουρζέρα (φάσα). Τα μανίκια ήταν φαρδιά ή στενά και κούμπωναν.
Πούντα:. Κρυολόγημα.
Πουρνό:. Το πρωί.
Πούσι:. Οι ψιλές πευκοβελόνες και ελατοβελόνες, που έπεφταν κάτω απ΄ το δέντρο, αλλά και γενικά όλα τα ψιλά φυλλαράκια και ξυλαράκια και ότι άλλο δημιουργούσε κάτω απ΄ το δέντρο ένα στρώμα σαν «άγανο-αγανούδα».
Πουτσούλας:. Αυτός που δεν το βάζει κάτω. Ο καταφερτζής που διακρίνεται από υπομονή και επιμονή και καταφέρνει πράγματα που είναι ανώτερα των δυνάμεών του (σωματικών και πνευματικών) και που πάντα κερδίζει τη συμπάθεια των υπολοίπων, (απάνω του ρε πουτσούλα), (ίσα ρε πουτσούλα). Δινόταν και σαν όνομα σε ζώα, συνήθως στα γαϊδούρια.
Πραγά–πραγά:. Αυτός που περπατάει αργά και αθόρυβα, που συμπεριφέρεται απλά και ντροπαλά και που δεν έχει στομφώδη συμπεριφορά. Ο ήρεμος, ο καλοκάγαθος (ήρθε κι έφυγε πραγά – πραγά, δεν τον πήρε χαμπάρι κανένας). Ίσως προέρχεται από τη λέξη πράος.
Πράπας:. Ο αμάζευτος, ο ανοικοκύρευτος, ο ζβαρνιάρης.
Πράτα:. Τα πρόβατα.
Πρατίνα:. Η προβατίνα.
Πρατοψάλιδο:. Μεγάλο ψαλίδι που χρησιμοποιούσαν οι τσοπάνηδες για να κουρεύουν τα πρόβατα (πράτα). Οι μύτες του πρατοψάλιδου ήταν πολύ μυτερές, για να μπορεί να εισχωρεί το ψαλίδι στο τρίχωμα του προβάτου.
Πρατσλιά:. Τα κόπρανα των προβάτων.
Προβαταραίοι ή προβατάρηδες:. Οι κτηνοτρόφοι, που εξέτρεφαν μόνο πρόβατα.
Προβιά:. Το ακατέργαστο δέρμα του προβάτου.
Προγκίδες (προυγκίδις):. Εξαρτήματα του αργαλειού Είναι δύο σιδερένιες λάμες ως 60 εκατοστόμετρα μήκος και 15-20 πλάτος, ενωμένες με τέτοιον τρόπο, ώστε το μήκος τους να μπορεί να αυξομειώνεται. Η μία λάμα στη μια πλευρά της έχει 5-6 τρύπες, ενώ η άλλη ένα δόντι χοντρό που εξέχει και μπαίνει σε μια από τις τρύπες, ανάλογα με το πλάτος του πανιού για το οποίο προορίζεται. Ένα κινητό περαστό δαχτυλίδι βοηθάει να μη μετακινιούνται οι λάμες όταν είναι ενωμένες σε μία. Στα ελεύθερα άκρα τους έχουν δόντια, για να συγκρατούνται στην ούγια του πανιού. Τοποθετούνται στο υφασμένο πανί για να το κρατούν καλά τεντωμένο, λίγο πριν τυλιχτεί στο μπροστινό αντί.
Προγούλι:. Δίπλες που κάνει το δέρμα κάτω από το πηγούνι.
Προζμάς:. Πήλινο δοχείο με πήλινο επίσης καπάκι, όπου έβαζαν το προζύμι για να «γίνει». Για ανθρώπους λέμε τους χοντρούς και μικρόσωμους.
Προπόδια:. Άσπρες κεντητές κάλτσες χωρίς πατούσα, σκέπαζαν μόνο το πάνω μέρος του ποδιού, με γλώσσα και λουρίδα στην καμπύλη για να στεργιώνουν.
Προσαμμούρα:. Συσσώρευση άμμου στο βυθό και στις όχθες ποταμών και λιμνών. Όταν κατεβάζει το ποτάμι άμμο, ύστερα από κατακλυσμιαίες βροχές, (έφερε προσαμμούρα το ποτάμι σήμερα).
Πρόσβαρο:. Οτιδήποτε είναι λίγο πιο πάνω από το βάρος του. (ο μπακάλης μου το ζύγιασε πρόσβαρα).
Προσηλιακό:. Το μέρος που το χτυπάει ο ήλιος. Το ευήλιο μέρος (το ξενοδοχείο έχει προσηλιακά δωμάτια), (σαν να κάνει κρύο εδώ, δεν πάμε απέναντι που είναι προσλιακό;).Το λέμε και προσήλιο.
Πρωτινός:. Αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παλιά εποχή, (αμ΄ πιδάκιμ΄ οι προυτνοί ήταν σουφοί ανθρώπ΄).
Πστουμίθκα:. Σκόνταψα και έπεσα με το πρόσωπο προς τα κάτω, μπρούμυτα (πού τάχ΄ς τα μάτια΄ς κι πστουμίθκεις μέσα στου ίσουμα;)
Πταλιά:. Πλαστό στο τηγάνι, χωρίς τυρί.
Πυρήνα:. Καύσιμη ύλη, που προερχόταν από τα κουκούτσια συνθλιμμένων καρπών ελιάς, μετά την εξαγωγή του λαδιού, ύστερα από επεξεργασία. Τη χρησιμοποιούσαν σε μαγκάλια ή φουφούδες.
Πυτιά:. Ένζυμο (υγρό), που εκκρίνεται από το στομάχι νεογνών των μηρυκαστικών ζώων και που οι τυροκόμοι αλλά και οι κτηνοτρόφοι, το χρησιμοποιούν για την παρασκευή τυριού.
Πυτιάζω:. Βάζω την πυτιά στο γάλα για να φτιάξω τυρί. Διαλύω την πυτιά σε λίγο νερό με προσοχή για να μην έχει «χουρμπούλια», τη σουρώνω και τη ρίχνω μέσα στο γάλα. Από κει και πέρα αρχίζει η διαδικασία του πηξίματος.
Πχέρισμα:. Το τελευταίο στάδιο του ζυμώματος, όταν η νοικοκυρά προσπαθούσε να δώσει στο ζυμάρι σχήμα καρβελιού.
Γιάννης Γιαννούκος