Σταγόνα νερού
➖
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το 1906
➖➖➖
Τη μετατροπή του κειμένου στην
καθομιλουμένη δημοτική
έκανε ο
Ιωάννης Δ. Γιαννούκος
⭐⭐⭐
Από το ύψος του μεγάλου βραχώδους λόφου, ανάμεσα στο Σιδερόκαστρο της ακρογιαλιάς και στη Μεγάλη Σάρα, το γυμνό κατάλευκο βουνό της ακτής, απλώνεται αχανής η θέα.
Εκεί ψηλά βρισκόταν ο ναΐσκος του Προδρόμου.
Όλη η πολίχνη και τα χωριά τ᾿ αντικρινά συνέρρεαν στη σεμνή πανήγυρη.
Ξημέρωνε η 29η Αυγούστου.
Καθ΄ όλη την παραμονή, προσκυνητές, διερχόμενη σαν λιτανεία από μακριά, κατέβαιναν από το βουνό και μαύριζε απὸ ανθρώπους σαν μυρμήγκια όλος ο δρόμος και τα μονοπάτια.
Άλλοι πάλι έρχονταν με βάρκες, με φελούκες, με σκαμπαβίες, απὸ το νότιο χωριό, πλέοντες με κουπιά και με ιστία, κατεπάνω τον άνεμο, στο πέλαγος του Βορρά.
Τα μελτέμια ήταν πολὺ δυνατά, φρέσκα.
Οι φιλόθρησκες γυναίκες, όσες είχαν ήδη φθάσει από την ξηρά, από το ύψος του βραχώδους λόφου, με τους βαθυπράσινους θυσάνους των θάμνων στην κορυφή, αγνάντευαν τις λέμβους όσες έρχονταν πλησιάζουσες να φθάσουν κάτω στον επισφαλή βορεινό όρμο.
Κι έβλεπαν το δροσερό καταγάλανο πόντο, βουνά τα κύματα και αναμετρούσαν την αγωνία των ναυβατών.
― Να, χριστιανές! Δεν βλέπετε, πως σκαμπανεβάζει;
Κοιτάξετε, τρομάρα! Αχ! ιδέτε, τι λαχτάρα!
Παναϊά μ᾿ στο πέλαγο!
Άι μ᾿ Γιάννη μ᾿! Κηριά, κηριὰ κολλάτε. Ψάλατε παράκληση!
Και κολλούσαν κεριά κι έψαλλαν παράκληση, εμπρός στην παλαιὰ μεγάλη εικόνα του Αγίου.
Μετά λίγα λεπτά, οι λέμβοι, οι οποίες είχαν κινδυνεύσει, κατὰ το φαινόμενο, κατέπλεαν στον ανοικτό άγριο γιαλό, τον σπαρμένο με τεράστιους βράχους τον αντηχούντα απὸ τους κρωγμούς των λευκόφτερων μεγάλων όρνιων.
Τα μικρά σκάφη σύρονταν στην άμμο, και οι πανηγυριστές ανέβαιναν στο λόφο του Αγίου.
* * *
Τη νύκτα, στις ώρες τις βαθιές του μυστηρίου, όταν είχε ανατείλει η φθίνουσα σελήνη, είχα βγει προς στιγμή από την ολόφωτη παννυχίδα του ναΐσκου και κάθισα κοντά στους θάμνους που ήταν προς το χείλος του βράχου, για να απολαύσω τη μεγάλη μαγεία της σελήνης, τις αργυρές επὶ των βράχων, τις μαργαρώδεις ανά τα φωσφορίζοντα κύματα, την άπειρη σκιαυγή θέα, με τον ψίθυρο της αύρας πάνω στους θάμνους και τις αγριελιές, τους μακρυσμένους φλοίσβους των κυμάτων κάτω, τους γδούπους του ρέματος στη χαράδρα της βαθιάς κοιλάδας και τους μυστηριώδεις θρους, ήχους, μουρμούρες της κοιμώμενης φύσης, σαν σε όνειρο λικνιζόμενης και αναφρίσσουσας.
Εκεί γύρω από τους θάμνους - επειδή όλοι οι πανηγυριστές δεν είχαν ασκήσει την εγκράτεια - δύο ή τρεις νέοι κοιμόνταν μετά από φαγητό και διασκέδαση. Ο ένας απ΄ αυτούς ψιθύριζε ακόμη, μισοκοιμισμένος, την επωδό άσματος:
"Το γιαλό-γιαλό
ψαράκια κυνηγώ."
Αυτός ήταν ο Γιώργης τ᾿ Αγγελή. Με είδε και αφού σηκώθηκε, ανέσυρε απὸ τους θάμνους όπου ήταν κρυμμένο ένα κανάτι, ταπωμένο με σκίνο ευώδη και μου πρόσφερε νερό.
Ένας άλλος νέος, ο Γιάννης του Μανώλα, που καθόταν πιο πέρα και κάπνιζε, με είδε να πίνω και πλησίασε.
―Έχετε νερό παιδιά; ρώτησε.
Εντωμεταξύ, ο Γιώργης τ᾿ Αγγελή είχε πάρει το κανάτι απὸ τα χέρια μου και το έκρυψε πάλι στους σκίνους.
Έκαμε τον κουφό και δεν έδωκε νερό στο Γιάννη.
Τούτο με πείραξε κάπως.
Από το τραγικό συμβάν το οποίο πρόκειται να διηγηθώ, θα δείτε, ότι περισσότερο το αισθάνθηκα αργότερα, την ίδια μέρα, γιατί να μην αναλάβω εγώ τολμηρά την πρωτοβουλία να δώσω νερό στο διψασμένο;
Δεν λέγει: «ος αν ποτίσει ποτήριον ψυχρού, εκατονταπλασίονα λήψεται»;
Κι έπειτα στον άλλο κόσμο… ω! εις τον Άδη, εκεί ακούεται εις μάτην η ικεσία «ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον».
Αλλά το κανάτι δεν ήταν δικό μου και ήταν μόνο μισογεμάτο κι έπειτα, ήξερα ότι απείχε μακριά η βρύση, απ΄ όπου έφερναν το νερό και ο δρόμος τη νύκτα, με όλη τη φθίνουσα σελήνη, ήταν δύσβατος, ανάμεσα στους κρημνούς και τους βράχους.
* * *
Σε μία μικρή φελούκα ανέβηκαν το πρωί, πριν την ανατολή του ήλιου ακόμη, ο Κωσταντὴς το Τσαμασφυρόπουλο κι ο Γιάννης του Μανώλα.
Άλλοι είχαν μεγάλες λέμβους, οι δύο αυτοί, τη μικρή βαρκούλα τους.
Ο Κωστάκης το Τσαμασφυρόπουλο ήταν μόνο 15 ετών έφηβος, μονογενής του πατρός του, και είχε μεγάλη περιουσία.
Ο Γιάννης ο Μανώλας ήταν πάνω από είκοσι χρονών, νοικοκυρόπουλο, ναύτης από τα μικρά του χρόνια.
Αλίμονο! στο δρόμο τους κατέλαβε η τρικυμία. Ο ναΐσκος του Αγίου δεν ήταν πλέον εκεί κοντά κι οι φιλόθρησκες γυναίκες είχαν φύγει - κι οι παπάδες επίσης - και ποιος να κολλήσει κεριά; και ποιος να ψάλει παράκληση;
Γι΄ αυτό οι παλαιότεροι έγραφαν σε πινάκιο καλλιτεχνικό όλο το ακροτελεύτιο τροπάριο της Ακολουθίας του Αγίου, «Φρίττουμε πάθη των βροτών…» και το αφιέρωμα τούτο ανέθεταν ισοβίως, προς ίαση απὸ τους πυρετούς.
Οι άλλες λέμβοι προηγήθηκαν τόσο, ώστε να μη βλέπουν πλέον πίσω τους τη βαρκούλα που ακολουθούσε ή έμειναν τόσο πίσω, ώστε να μη μπορούν να τη φθάσουν, όσο και αν ήταν γρήγοροι.
Η βαρκούλα, φλοιός καρυδιού ή ας ήταν και άντλημα δεν αρκούσε να μετρήσει το υπέραντλο πέλαγος, άρχισε να βυθίζεται. Απὸ ακτή σε ακτή και από γιαλό σε γιαλό, μόνο δύο βοσκοὶ είδαν την αγωνία τους, βόσκοντας εκεί σιμά στις κρημνώδεις ακτές τα κοπάδια τους.
Κοίταζαν ανώφελα και κινούνταν άτακτα, εκβάλλοντας έξαλλες φωνές για να τους ενθαρρύνουν, με τις οποίες απαντούσαν στις απὸ τον άνεμο φερόμενες και μη ακουόμενες κραυγές της αγωνίας των δύο ναυβατών.
Η βαρκούλα βούλιαζε, βούλιαζε…
Τέλος, μετά μακρά και φρικώδη βάσανο, όταν η βαρκούλα εξόκειλε κοντά σε ένα γιαλό, ο Κωστάκης του Τσαμασφύρου σώθηκε με ασθενὲς κολύμβημα.
Ο Γιάννης του Μανώλα, αν και κολυμπούσε πολὺ καλύτερα, είτε βυθίστηκε μαζί με τη μικρή σκάφη, είτε πλακώθηκε απ᾿ αυτήν, πνίγηκε.
* * *
Την άλλη μέρα βρέθηκε το πτώμα και τον έθαψαν εκεί σιμά στην άμμο.
Αισθάνθηκα βαθιά τη θλιβερή εντύπωση. Εκείνος που προ λίγων ωρών ζητούσε μία σταγόνα νερού, την οποία θα ευχόμουν αντὶ πάσης θυσίας να του είχα δώσει, ας μην ήμουν και ο άγνωστος κύριος, εκείνος, ως να διψούσε - αλίμονο! Ποιος ξέρει, αν διψούσε ακόμη πολύ; - ήπιε αμέτρητους κοτύλες και πίθους όλους αλμυρού νάματος, στις ψυχρές αγκάλες της πικρής μητρυιάς του, της θάλασσας.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης