Χιόνια στη Στενή
Τούτη η χρονιά είναι βαρυχειμωνιά. Τα χιόνια έχουνε σηκωθεί πιο ψηλά από τις πατωμασιές των σπιτιών. Και οι χωριανοί, αντί να κατεβαίνουν από τα σπίτια τους, ανεβαίνουνε με σκαλοπάτια σκαμμένα μέσα στο χιόνι. Κι όλο ρίχνει καινούργιο! Οι άντρες σμίγουνε συντροφιές και ξεχιονίζουνε με τη σειρά τα σπίτια. Ανοίγουν έπειτα δρόμο ως τις βρύσες, τις ξεχώνουν από το χιόνι, κουβαλούνε νερό, για να πιεί η οικογένεια και τα ζωντανά. Που να βγούνε οι γυναίκες! Έπειτα πελεκούνε ζυγούς, τους τρυπάνε, περνούνε ζεύλες, φτιάνουν αλέτρια, δίκρανα, βαρέλες για νερό Κι άμα ζαλίζονται, όλοι μέσα, πηγαίνουνε κι ως το μαγαζί να μάθουνε, τι γίνεται και πως πορεύει το χωριό.
Γιατί άλλο θα κουβεντιάζουν εκεί που μαζεύονται, παρά για χιόνι!
«Πολύ χιόνι ρίχνει φέτος», είπε ένας νέος κυνηγός.
-«Που είδες εσύ παιδί μου το χιόνι;» τον αντίκοψε ο μπάρμπα-Μιχάλης ο Γιαλός. «Του Τέλια το σπίτι, το ανώγι το είχανε κουκουλώσει και ξεχιονίζοντας τη σκεπή, ανεβάζαμε το χιόνι με τα τρυγοκόφινα και τα σωριάζαμε πιο πέρα».
Αυτή τη στιγμή ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Γιάννης, δεμένο το λαιμό με την πετσέτα. Του κάνουνε τόπο, να καθήσει στη φωτιά, αλλά αυτός δεν πλησιάζει. Φοβάται μη συνηθίσει στη φωτιά και τουρτουρίζει μακριά από αυτή. Πιάνει λοιπόν τόπο σε έναν πάγκο, σύρριζα στον τοίχο και δίνει προσοχή να κατατοπιστεί τι λένε.
Γιώργου Ντεγιάννη
«Μέσα στους λόγγους»
1939