steni.gr
Όλοι οι παλαιότεροι Στενιώτες, αλλά και οι κάτοικοι των χωριών του Δήμου Διρφύων, ήξεραν το καφενείο του Γιώργου Σιμιτζή που ήταν επί της οδού Γαζέπη στη Χαλκίδα.
Εκεί καθόντουσαν για τον καφέ τους όταν κατέβαιναν στη Χαλκίδα για τα ψώνια τους ή για άλλες δουλειές, εκεί άφηναν τα πράγματά τους για να τους τα φυλάει για να μην κυκλοφορούν φορτωμένοι στη Χαλκίδα, μιας και σπάνια κατέβαιναν και είχαν πάρα πολλές δουλειές να κάνουν και πολλά πράγματα να ψωνίσουν και εκεί έπιναν τον καφέ τους ή το ουζάκι τους περιμένοντας την αναχώρηση του λεωφορείου που θα τους ξανάφερνε στα χωριά τους.
Ο Γιώργος Σιμιτζής ήταν από το Μίστρο Ευβοίας και ήταν συγγενής μου από το γένος της Μάνας μου.
Στη Στενή πριν πολλά χρόνια είχε έρθει ένα παλικάρι από το κλιμάκι του Μίστρου, που λεγόταν Καρλατήρας. Παντρεύτηκε και έκανε πολλά παιδιά και εγγόνια.
Ένας από τους απογόνους του Καρλατήρα, ήταν ο Κώστας Καρλατήρας (Καστάνας),. ο οποίος διακρινόταν για τα καλαμπούρια τα αστεία και τις φάρσες που σκάρωνε στους φίλους του. Όμως και ο Γιώργος Σιμιτζής δεν πήγαινε πίσω στον τομέα αυτό.
Το επάγγελμα του Κώστα ήταν χασάπης, που όμως δεν είχε κρεοπωλείο, αλλά το λειτουργούσε στο ύπαιθρο, κυρίως τα Σαββατοκύριακα, απ΄ ότι θυμάμαι, κάτω από τη μουριά του Κατού στη Στενή και μιας και δεν υπήρχαν ψυγεία έβαζε το κρέας σε ένα κουτί που γύρω γύρω ήταν τυλιγμένο με ψιλή σήτα για να μην πάνε οι μύγες.
Διαλαλούσε λοιπόν το εμπόρευμά του και έλεγε «Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο και εγώ ανάλαβα την τροφοδοσία του. Άλλος του κρέας!!!»
Αυτό γινόταν κατά τα χρόνια της κατοχής και έως το 1948 περίπου. Μετά ο Κώστας Καρλατήρας κατέβηκε στη Χαλκίδα και εργαζόταν ως κρεοπώλης.
Εκεί γνώρισε και τον Γιώργο Σιμιτζή και απέκτησαν πολλές φιλίες και νταλαβέρια.
Ο Κώστας Καρλατήρας (Καστάνας), αφού εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα, κάθε πρωί πηγαίνοντας στην αγορά στο κρεοπωλείο που εργαζόταν έπρεπε να περάσει από το καφενείο του Γιώργου Σιμιτζή για να πιει τον καφέ του και να συζητήσει μαζί του τα προβλήματα της καθημερινότητας και να πουν τα καλαμπούρια τους.
Κάθε τόσο ο Σιμιτζής έλεγε στον Καστάνα να του φέρει πότε μία οκά κρέας και πότε λιγότερο. Απ΄ τις πολλές φορές λοιπόν, μία μέρα, εκεί που έπιναν τον καφέ τους, του έπιασε την κουβέντα ο Κώστας και του είπε. Φίλε μου σήμερα έχω καλό κρέας, μοσχαρίσιο, θα πάρεις; Ναι του λέει ο Σιμιτζής. Φίλε Κώστα να στείλεις μία οκά κρέας στο σπίτι μου. Αλλά ο Κώστας ο Καστάνας του πήγε δύο οκάδες.
Όταν πήγε στο σπίτι ο Σιμιτζής η γυναίκα του άρχισε την γκρίνια. Τι έχεις και γκρινιάζεις; Τις λέει ο Σιμιτζής. Και αυτή του απαντάει. Γιατί αυτός ο προκομμένος ο φίλος σου μας έστειλε δύο οκάδες κρέας. Τι να το κάνουμε τόσο κρέας, δύο άτομα είμαστε.
Στενοχωρέθηκε λίγο ο Μπαρμπαγιώργος(το Μπαρμπαγιώργος το γράφω γιατί ήταν και της μάνας μου ξάδελφος, της Δέσπως του Λαδά) και λέει στη γυναίκα του: άστον θα στον φτιάξω εγώ αυτόν αύριο που θα έρθει από το καφενείο.
Την άλλη μέρα το πρωί που πήγε ο Καστάνας για να πιει καφέ ήταν λίγο επιφυλακτικός γιατί ο Σιμιτζής ο ξάδερφος του ήταν πανέξυπνος. Λέει λοιπόν ο Καστάνας. «Φίλε μου καλημέρα, φτιάξε μου έναν καφέ» και ο Σιμιτζής του λέει «κάτσε Κώστα και θάρθουν οι καφέδες.
Ψήνει λοιπόν δύο καφέδες και τους πάει και τους δύο στο τραπέζι του Καστάνα. Εγώ έναν παρήγγειλα λέει ο Κώστας. Και γω ρε Καστάνα μία οκά κρέας παράγειλα και εσύ μου έστειλες δύο στο σπίτι. Θα τους πιεις και τους δύο.
Ο Καστάνας τα βρήκε σκούρα λοιπόν, τους ήπιε και τους πλήρωσε και παρέμειναν αγαπημένοι όλα αυτά τα χρόνια έως τα βαθιά γεράματα.
Περισσότερα: Ο Γιώργος Σιμιτζής και ο Κώστας Καρλατήρας (Καστάνας)Ο Κωνσταντίνος Γιαννούκος (Μπαμπαχούσος), είχε επιτύχει στη Νομική Σχολή Αθηνών και μετά από δύο έτη σπουδών, τα παράτησε γιατί παντρεύτηκε εξ έρωτος με την Παναγιού Λέων.
Λόγω όμως των γνώσεων που είχε αποκτήσει από τις σπουδές του, διορίστηκε δικαστικός κλητήρας, αλλά παράλληλα ασχολείτο και με τα χωράφια.
Ήταν λιγομίλητος, αλλά θυμόσοφος και οι ατάκες που έλεγε ήταν πάντα επιτυχημένες. Είχε ιεραρχήσει τις προτεραιότητες του και δεν παρέκλινε ούτε «κατά κεραίαν» από το στόχο του.
Πηγαίνοντας μια μέρα στο χωράφι, συναντιέται με τον Γιώργο Βλάχο.(Ζορμπαλή).
Ο Ζορμπαλής είχε καμίνι δίπλα στο δρόμο που πήγαινε για τα «Αλώνια» και όποιος πήγαινε για τα χωράφια, περνούσε υποχρεωτικά από εκεί.
Καλημέρα κυρ Κώστα, λέει ο Βλάχος.
Ο Κυρ Κώστας δεν του απάντησε και προχώρησε.
Μετά από λίγες μέρες, ξανασυναντήθηκαν.
Ξανά τον καλημέρισε ο Ζορμπαλής, αλλά ο Κυρ Κώστας πάλι δεν του απάντησε.
Ο Βλάχος συμπέρανε, ότι κάτι έχει μαζί του και δεν του μιλάει.
Την επόμενη φορά που συναντήθηκαν και ενώ τον καλημέρισε ο Βλάχος και ο Κυρ Κώστας δεν του μίλησε, τον πιάνει από το χέρι για να τον σταματήσει και του λέει.
Κυρ Κώστα, έχεις τίποτα μαζί μου;
Όχι ρε Βλάχο, τι να έχω;
Τότε γιατί δεν μου μιλάς; Λέει ο Βλάχος.
Άκου ρε Βλάχο.
Μου είπες καλημέρα.
Ε λοιπόν θα σου πω και εγώ καλημέρα.
Αλλά μήπως θα μείνουμε εκεί;
Μετά θα με ρωτήσεις που πάω.
Θα σου πω, στο χωράφι.
Θα μου πεις, τι θα κάνεις στο χωράφι;
Θα σου πω, ότι πάω για να σπείρω.
Θα μου πεις . Τι θα σπείρεις;
Θα σου πω, καλαμπόκι.
Θα μου πεις, γιατί καλαμπόκι και όχι ρεβίθια και θα αρχίσεις να μου λες γιατί θα ήταν καλύτερα τα ρεβίθια από το καλαμπόκι
Και μετά θα σου πω εγώ γιατί πρέπει να σπείρω καλαμπόκι και σταματημό δεν θα έχουμε.
Κι αν συναντήσω κι άλλον πιο κάτω και μου πει κι αυτός καλημέρα, θα έχουμε κι άλλη κουβέντα και έτσι που θα πάει η δουλειά, θα βραδιάσει και δεν θα έχω φτάσει στο χωράφι.
Αν θέλεις κουβέντα, έλα το βράδυ στο καφενείο να μιλάμε με τι ώρες.
Γιάννης Γιαννούκος
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας οι τούρκοι αγάδες είχαν μεγάλη δύναμη και οι αυθαιρεσίες τους ήταν πολλές. Ο τούρκος αγάς που ήταν στο Σκουντέρι, κάποτε άρπαξε τη γυναίκα ενός κατοίκου της περιοχής που λεγόταν Μεταξάς. Εδώ πρέπει να πούμε ότι το επίθετο Μεταξάς είναι πολύ συνηθισμένο στη Στενή ακόμα και σήμερα. Ο Μεταξάς λοιπόν πήγε στο Σκουντέρι να βρει τον τούρκο αγά και να ζητήσει πίσω τη γυναίκα του. Με πολύ υπομονή έπεισε το φρουρό να τον αφήσει να περάσει. Μπήκε στον πύργο την ώρα που οι τούρκοι έτρωγαν.
Είπε στον αγά τι ήθελε, αυτός γέλασε και σκεφτόταν τρόπους για να διασκεδάσει την παρέα του.
-Θα στη δώσω πίσω του είπε αλλά μόνο αν καταφέρεις να πιείς όλο το κρασί που έχει αυτή τσότρα.
Μεγάλη η τσότρα και αυτό έμοιαζε αδύνατον.
Αλλά τι να κάνει ο Μεταξάς, δεν είχε άλλη επιλογή και άρχισε να πίνει. Οι τούρκοι διασκέδαζαν κοιτάζοντάς τον και συνέχιζαν το φαγητό τους. Στη μέση περίπου της τσότρας ο Μεταξάς άρχισε να δυσκολεύεται. Είδε ότι στο τραπέζι τους οι τούρκοι είχαν ρέγγες.
-Εμένα όταν έρχεται άνθρωπος στο σπίτι μου, τους είπε, του βάζω να φάει και να πιεί. Εσείς εδώ με έχετε ξεροσφύρι και δεν μου έχετε δώσει ούτε ένα ρεγγοκέφαλο.
Του έδωσαν τα ρεγγοκέφαλα οι Τούρκοι και ο Μεταξάς από την δίψα που του έφερε η ρέγγα ήπιε όλο το κρασί. Θαύμασαν οι τούρκοι και όπως είχε δώσει το λόγο του ο αγάς δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο από να του δώσει τη γυναίκα πίσω.
Σαράπ τον φώναζαν οι τούρκοι από την τούρκικη λέξη şarap που σημαίνει κρασί οπότε σιγά σιγά το παρατσούκλι έγινε και επίθετο.
-Η ιστορία σώθηκε από καταγραφή της εφημερίδας "Σήμαντρο" του Θεολόγου.
Πριν πολλά χρόνια, κυρίως την εποχή των δημοτικών εκλογών, αλλά και τα πρώτα χρόνια των κοινοτήτων, οι εκλογικές αναμετρήσεις ήταν αρκετά φανατισμένες και η δημιουργία επεισοδίων ήταν συχνή.
Η δύναμη των δημάρχων ήταν μεγάλη γιατί ο δήμαρχος είχε πολλές και ουσιαστικές αρμοδιότητες και έτσι οι «χαμένοι» των εκλογών «την είχαν άσχημα» όταν διοικούσε ο αντίπαλος συνδυασμός.
Πολλοί λοιπόν προσπαθούσαν να τα έχουν καλά με τους εκάστοτε εκλεγμένους για να έχουν «το κεφάλι τους ήσυχο».
Εκείνη την εποχή λοιπόν, υπήρχε ένα αυλάκι στην Άνω Στενή που ξεκινούσε από τη βρύση «Μεσοχώρι» περνούσε από την πλατεία του χωριού και κατέληγε στο ποτάμι, όπου και χύνονταν τα νερά της βρύσης.
Κατά τη διάρκεια της καταμέτρησης των ψηφοδελτίων, οι ψηφοφόροι - οπαδοί των δύο συνδυασμών περίμεναν στην πλατεία οι μεν από τη μία μεριά του αυλακιού και οι άλλοι από την απέναντι μεριά, έτοιμοι να πανηγυρίσουν, ανάλογα με την έκβαση των αποτελεσμάτων, τα οποία (αποτελέσματα) ανακοινώνονταν σταδιακώς, γιατί όλο και κάποιος έβγαινε από την καταμέτρηση και ενημέρωνε τους αδημονούντες οπαδούς για την πορεία της καταμέτρησης.
Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι κάθε φορά που γινόταν ενημέρωση οι εκδηλώσεις στα δύο στρατόπεδα ήταν ανάλογες.
Κάποιοι λοιπόν που ήθελαν να είναι με το νικητή, είχαν λάβει θέση κοντά στο αυλάκι και όταν βάσει των ανακοινώσεων έβλεπαν ότι προηγείται ο αντίπαλος συνδυασμός πηδούσαν από την άλλη μεριά του αυλακιού και πανηγύριζαν, για να δείξουν ότι είναι με το μέρος του συνδυασμού που εκλέχτηκε και συνεπώς να έχουν την ανάλογη μεταχείριση στα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Αυτούς λοιπόν τους ονόμαζαν... Αυλακάδες.
Σήμερα δεν συμβαίνει αυτό, γιατί τα ήθη είναι πιο ήρεμα, δεν γίνονται ταραχές, ούτε και ο δήμος έχει τόσο μεγάλες εξουσίες για να εμπνεύσει το φόβο. Όμως πολλοί είναι αυτοί που θέλουν να τα έχουν καλά με το νικητή.
Γι' αυτό οι σημερινοί «Αυλακάδες» δεν περιμένουν τα αποτελέσματα για να πανηγυρίσουν, όμως «μυρίζονται» από νωρίς ποιος μπορεί να είναι ο νικητής και πηγαίνουν μαζί του είτε σαν υποψήφιοι είτε σαν ψηφοφόροι. Ασχέτως με το ποια ήταν η στάση τους όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Γιάννης Γιαννούκος
Την περίοδο της Γερμανικής κατοχής, οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες. οι Γερμανοί, οι Ιταλοί, τα τάγματα ασφαλείας, οι αντάρτες. Κινδύνευες ανά πάσα στιγμή να θεωρηθείς φιλικός ή εχθρικός προς τη μία ή την άλλη πλευρά και να εκτελεστείς με συνοπτικές διαδικασίες.
Οι γερμανοί είχαν πληροφορίες, πως οι κάτοικοι την Καμπιών (τα Καμπιά απέχουν 4,5 περίπου χιλιόμετρα από τη Στενή), τροφοδοτούσαν με τρόφιμα τους αντάρτες.
Μια μέρα λοιπόν οι Καμπιώτες ακούν από τα μεγάφωνα να τους καλούν στην πλατεία για να τους μιλήσει ένας Γερμανός αξιωματικός οποίος είχε έρθει επικεφαλής αποσπάσματος.
Ο Γερμανός αξιωματικός άρχισε να απειλεί και να απαιτεί να του κατονομάσουν αυτούς που ήταν συνεργάτες των ανταρτών και τους τροφοδοτούσαν.
Φυσικά, οι Καμπιώτες αρνήθηκαν τα πάντα, λέγοντος ότι ουδέποτε έχουν βοηθήσει τους αντάρτες, ότι είναι φιλήσυχοι οικογενειάρχες κ.λ.π.
Αλλά ο Γερμανός συνέχισε να απειλεί πως θα προβεί σε συλλήψεις και εκτελέσεις, αν δε μάθει ποιοι τροφοδοτούν τους αντάρτες.
Ξαφνικά βγαίνει μπροστά από το πλήθος ο ιερέας του χωριού, Παπαθανάσης Παλαιολόγος (Παπακατσαφούτης), που καταγόταν από τη Στενή.
Κύριε αξιωματικέ του λέει (μέσω διερμηνέως). Δεν πρόκειται να βρεις άκρη, εδώ κανείς δεν έχει δώσει ψωμί σε αντάρτη, κι αν είναι κάποιος δεν πρόκειται να σου το πει και έτσι μπορεί να πάρεις άδικα στο λαιμό σου αθώους ανθρώπους.
Για να καταλάβεις λοιπόν πως είναι η κατάσταση εδώ στο χωριό μας αλλά και σε όλα τα χωριά, θα σου προτείνω, να μείνεις απόψε μαζί μας και θα σε φιλοξενήσω εγώ.
Όμως θα διώξεις τους στρατιώτες σου, θα τους δώσεις και το πιστόλι σου.
Εκεί λοιπόν που θα κοιμάσαι χωρίς όπλο και χωρίς τους στρατιώτες σου κι έρθουν οι αντάρτες να σου γυρέψουνε ψωμί, τότε… εσύ μην τους δίνεις.
Γιάννης Γιαννούκος