steni.gr
Η Στενή δημιουργήθηκε από το νερό και το νερό είναι αυτό που τη διατηρεί. Το νερό δημιουργεί αυτό το υπέροχο φυσικό περιβάλλον. Στο διάβα των αιώνων, οι καταστροφές που γνώρισε αυτό το υπέροχο φυσικό περιβάλλον ήταν πολλές. Η φύση όμως έχει τον τρόπο να επουλώνει τα τραύματά της και να επανέρχεται, όσο βέβαια δεν επεμβαίνει ο άνθρωπος.
Ο Γ.Ντεγιάννης αναφερόταν σε «χαλαστήδες» και «πλάστηδες». Χαλαστήδες είναι οι άνθρωποι κυρίως ή κάποια μεγάλη πυρκαγιά από κεραυνό και «πλάστηδες» όλα όσα βοηθούν στην επαναφορά της φύσης δηλαδή το νερό, τα πουλιά, ο αέρας κ.λπ.
Οι μεγάλες καταστροφές του δάσους της Στενής που μας είναι γνωστές, είναι η μεγάλη πυρκαγιά που έκαιγε στην Εύβοια για έξη μήνες στα μέσα χρόνια της τουρκοκρατίας, η υπερβολική υλοτόμηση μετά την απελευθέρωση και πριν εκατό περίπου χρόνια, η φωτιά που ξεκίνησε από τον Απόγκρεμνο πέρασε τις Αλαταρές (έξη ώρες δρόμο) που έσβησε χάρις στις υπεράνθρωπες προσπάθειες των κατοίκων.
Οι καταστροφές που προκλήθηκαν από τις πλημμύρες και τις κατολισθήσεις ήταν μεγάλες και υπήρξαν και ανθρώπινα θύματα. Σπίτια παρασύρθηκαν, νοικοκυριά χάθηκαν.
Πολλές από τις επουλώσεις που δοκίμασε η φύση άργησαν πολύ και αιτία ήταν ο άνθρωπος. Μετά την πρώτη καταστροφή, ακολούθησε και η δεύτερη από τα κοπάδια που μπήκαν στην περιοχή και δεν άφηναν φυτό να φυτρώσει.
Σε κάθε τέτοια καταστροφή που δημιουργεί ο άνθρωπος είναι και αυτός που καταστρέφεται στο τέλος.
«Εγώ τους είδα όλους πως πέθαναν. Όλο ξαπλωμένοι ήτανε. Πρησμένοι και τουμπανιασμένοι τρέμανε και βογκούσαν. Λίγες στιγμές τους άφηνε η τρεμούλα. Κατόπι τους έπιανε πάλι και πάλι ώσπου να βγει η ψυχή τους. Πολύ τυραγνισμένος θάνατος!»
Το κοπάδι του Μανίκα στάλιζε πιο ψηλά. Η Μαρία, η δωδεκάχρονη παιδούλα του, το φύλαε αυτό το κοπάδι. Ακολούθησε κι αυτή στη σπηλιά να ανασάνει στον ήσκιο. Κάθησε κι έβγανε από μια πάνινη σακουλίτσα που κρατούσε το κέντημά της. Ως τώρα φορούσε «άσπρο» πουκάμισο, αλλά η μάνα της είπε: «Τώρα μεγαλώνεις, θέλεις κεντητό. Να μάθεις μόνη σου να κεντάς». Και της έδειξε να αρχίσει το γύρο. Ύστερα θα κεντούσε την τραχηλιά. Τα μανίκια θα τα άφηνε τελευταία.
Πιο κάτω έπιασε στάλο το κοπάδι του Σαμιώτη. Από κοντά και το τσοπανόπουλο με τα σκυλιά. Το αγόρι στρώθηκε στη γης σταυροπόδι και πελεκούσε με το μαχαιράκι του, να φτιάξει μια αγκλίτσα. Τα σκυλιά πιστομήθηκαν. Κρατούσαν ανασηκωτά τα κεφάλια τους και κοιτάζανε κατάματα το αγόρι, έχοντας κρεμασμένες τις γλώσσες των μια πιθαμή έξω από το στόμα.
Τα γίδια είχανε βολευτεί και δεν άκουες κουδούνι. Θυμίζανε στόλισμα του παλιού καιρού Τότε, που τα κοπάδια ησυχάζανε, για να μην ταράζουνε το μεσημεριάτικο ύπνο του Πάνα.
Μέσα σε αυτή τη σιγαλιά, σαν κάποιος μακρινός αχός, μια βουή μουγγή, συρτή, φτάνει ως τα τσοπανόπουλα. Αυτιάζονται στη στιγμή. Πετιούνται απάνω να ιδούν τι είναι, από πούθε έρχεται. Δεν προφταίνουν όμως, να γυρίσουνε να ιδούν. Ο αχητός κατέβηκε τον κατήφορο, τη ρεματιά, σέρνοντας αεροφύσημα από κοντά. Τα ζωντανά αναταράζονται στη στιγμή. Το ένστιχτο τα σπρώχνει στα μονοπάτια, να σκαρφαλώσουνε, να βγουν απάνω. Αλλά που καιρός και που τόπος! Ο χείμαρρος έφτασε παντοδύναμος. Είχε βρέξει ψηλά στα βουνά. Βήμα δεν προλαβαίνουνε τα γίδια να κάμουν. Τα παίρνει σύξυλα το ποτάμι. Μαζί και την άμοιρη Μαρία, προτού προλάβει, να νιώσει τι ήτανε το κακό.
Πιο κάτω σαρώνει το άλλο κοπάδι και το αγόρι και τα σκυλιά.
Γίδια, παιδιά, σκυλιά ανάκατα τον κατήφορο!
Τους μπάζει νερό από ρουθούνια και στόμα. Τα γκρεμίζει από καταρράχτες σε λάκκους βαθείς. Τα ανεβάζει στον αφρό και τα στριφογυρίζει. Ως να γεμίσει το λάκκο. Τα παίρνει κατόπι τον κατήφορο, να τα πνίξει, να τα σκοτώσει, να τα αποτελειώσει, να τα πετάξει από πέρα κι από δώθε, να σπείρει κουφάρια την ακροποταμιά και του γιαλού την άμμο.
Η μαυρόμοιρη η παιδούλα βρέθηκε πνιγμένη διακόσα-τρακόσα μέτρα κάτω, στην ακροποταμιά."
Γιώργου Ντεγιάννη
Μέσα στους λόγγους
Καταχώνιασε δάσος οχτώ ώρες μάκρος κι έξι πλάτος! Κι όμως τόνε βασανίζει αχορτασιά και πέφτει στη γης να ψοφήσει από την πείνα!
Όταν τόνε βλέπει ο άνεμος, να παραδέρνει, συμμαζεύει όλη του τη δύναμη, ξεσηκώνει αναμμένα κλαριά και τα σπρώχνει να προσπεράσουνε την αντιπυρική ζώνη για να σύρουν από κοντά το δράκο, να βάνει δόντι στον καστανιά.
Αλλά σκοντάφτει σ’ αξεπέραστα εμπόδια. Οι φίλοι του πράσινου, κρατούνε διχαλωτά κοντάρια, μακριά σα φουρνόξυλα. Χτυπούνε μ’ αυτά τα αναμμένα κλαριά τα κατεβάζουν από τον αέρα και τα κολλούνε στη γης. Τα ξαναχτυπούν εκεί, τα πατούνε, ρίχνουν απάνω τους φτυαριές χώμα κι έτσι το σβήνουνε.
Πολλοί έχουνε τσουρουφλιστεί από τη φωτιά.
Ο Γιάννης μάλιστα έχει και καψίματα. Κάποια στιγμή, που όρμησε να γυρίσει πίσω τα αναμμένα κλαριά, τόνε τύλιξε η φωτιά, του άγλειψε το πρόσωπο, του έκαψε τα μουστάκια και τα φρύδια και φούντωσε η φουστανέλα του. Σώθηκε γιατί είχε την ψυχραιμία να κυλιστεί στο χώμα και βοηθήσανε κι οι άλλοι να τόνε σβήσουνε.
Όλη τη νύχτα ξαγρυπνήσανε στο πόδι οι χωριανοί.
Η φωτιά σαν αποκαρωμένος βόας έτρωε τα αποκαΐδια της πυρκαϊάς.
Πρωί, την άλλη ημέρα ήτανε φανερό πια, πως δε χρειαζόταν τόσος κόσμος στη γραμμή. Η μάχη είχε τελειώσει. Συνταχτήκανε τότε σ’ ένα μέρος, για να αποφασίσει ο αρχηγός-ο δασοκόμος-τι θα γίνει.
«Όλα τα σημάδια δείχνουν πως κόπηκε, αλλά δεν είμαι κι εκατό τοις εκατό βέβαιος. Στη φωτιά δε βάνω μπιστοσύνη. Το καλύτερο είναι, να μείνω εγώ και μερικοί από σας. Οι άλλοι να κατεβείτε στο χωριό. Δε χρειάζεται εδώ τόσος κόσμος», είπε ο δασοκόμος.
«Όπως διατάζεις», απάντησαν όλοι με μια γνώμη, με μια φωνή.
Ο Γιάννης θέλει κι αυτός να μείνει. Με μεγάλη επιμονή τον καταφέρνουνε να φύγει για το χωριό. Είναι ανάγκη να τόνε φροντίσει γιατρός, γιατί το πρόσωπο του έχει σηκώσει φουσκάλες. Είναι φανερό, πως θα υποφέρει ημέρες.
Ευχαριστημένος φεύγει, σα να μη του συμβήκε αυτό το δυσάρεστο.
«Πόλεμο είχαμε παιδιά! Που ακούστηκε μάχη χωρίς πληγωμένους! Το καλό είναι πως νικήσαμε. Τα άλλα όλα γιατρεύονται. Φυλάχτε καλά λεβέντες! Γεια σας!» είπε αποχαιρετώντας το δασοκόμο και τους φίλους του πράσινου. Και κατηφόρισε.
Ήρθε η στερνή μας ώρα;
Είναι απομεσήμερο, η ώρα δυο. Δεν υποφέρνεται η κάψα! Τι κάημα, τι λιοπύρι! Θαρρείς, καίγεται ο τόπος. Στην Κλεισούρα που ξέρουνε-το καλοκαίρι-τι θα πει κάψα, σήμερα νιώθουνε τον αέρα ζεστό και τους πιάνεται ο ανασασμός! Δεν θυμούνται άλλη τέτοια κουφόβραση. Τα ζωντανά στους ήσκιους λαχοδέρνουνε κι οι άνθρωποι έχουνε καρώσει.
«Τι λίβας είναι Παναγία μου! Αν δεν μας λυπηθεί ο Θεός να δροσίσει θα σκάσουμε!» Έτσι είπε μία γριά.
Δεν είχε προλάβει, να τελειώσει καλά-καλά το λόγο της και να, ένας τσοπάνος αγναντεύει το καταρράχι, χουγιάζει και τρέχει κιόλας τον κατήφορο κατά το χωριό φωνάζοντας άπαυα.
«Τι φωνάζει αυτός; Κάτι τρέχει!» λέει ο κάθε χωριανός και πετιούνται από τον ήσκιο τους
Ακροάζονται, βάνουνε τις παλάμες τους, για να μεγαλώσουνε τα αυτιά τους. Και κάποια στιγμή πρώτος ο δασοκόμος ξεχωρίζει τη φωνή:
«Φωτιά! Φωτιά!»
Τρέχει μόνος του και κρεμιέται από το σκοινί της καμπάνας.
Στο άκουσμα αλλάλαξε το χωριό. Αυτοί που φαινόντανε, πως είχανε παραλύσει από τη ζέστη, τιναχτήκανε, σα να πέρασε ηλεκτρισμός από το κορμί τους. «Πυρκαϊά !» βαρεί η καμπάνα. Δεν είναι μικρό!
Φροντίδες, κόποι και όνειρα τόσων χρόνων σβήνουνε τούτη την ώρα! Πυρκαιά στο λόγγο! Κι όταν θα γίνει το δάσος στάχτη, θα πάνε κατανέμου μαζί με αυτή κι οι ελπίδες των χωριανών. Και θα κατέβει κατόπι στο ποτάμι….
«Ήρθε η στερνή μας ημέρα;» « Ως τα τώρα ήμαστε;» αναρωτήθηκε καθένας μέσα του.
Περισσότερα: ΠυρκαιάΑφού φύτρωσε πρώτα χλωρίδα και γίναν έπειτα τα ζώα-τον καιρό της δημιουργίας-άρχισε ανάμεσά τους αγώνας για τη ζωή. Τα φυτοφάγα τρώγανε τους καρπούς, ροκανίζανε τα βλαστάρια, ξεχώνανε τη ρίζα των φυτών και τήνε τρώγανε.
Και τούτα κρατούσαν άμυνα γερή. Το κάθε δένδρο, ο θάμνος, ως και το χορτάρι ήταν οπλισμένο με αγκάθι, με ρετσίνι, με χυμό φαρμάκι. Κι όταν τους λείπαν όλα αυτά τα όπλα, με σπόρους άπειρους και με ικανότητα να ξεπετιούνται σε λίγα χρόνια πιο ψηλά από το ανάστημα του ζώου. Έτσι μπορέσανε να αντέξουνε στον αγώνα και να κρατήσουνε στην κατοχή τους το μεγαλύτερο μέρος της γης. Και όπου χάσανε τον τόπο, πιο πολύ το χρωστούνε στην αναβροχιά και στο κρύο, παρά στον πόλεμο των ζώων.
Άλλωστε και στο βασίλειο των ζώων ανάμεσα, δημιουργήθηκε αντίπαλος στα φυτοφάγα. Αιώνιο πόλεμο τους έχουνε κηρύξει τα σαρκοφάγα, ο τίγρης το λιοντάρι, ο λιόπαρδος, ο λύκος, η αλεπού, το τσακάλι….Κι όταν ο άνθρωπος ανέβηκε κάπως στον πολιτισμό και γίνηκε κυνηγός, άσκοπα έδωσε κι αυτός χέρι στο δάσος, σκοτώνοντας το αλάφι, τον ταύρο, το ζαρκάδι, το αγριογούρουνο, τη γίδα, το λαγό….Στο κυνήγι τόνε βοηθούσε και το δάσος,
*Ο Γιώργος Ντεγιάννης ήρθε δάσκαλος στη Στενή λίγο μετά το 1900 και έμεινε πολλά χρόνια. Από το βιβλίο του «Μέσα στους λόγγους» το οποίο εκδόθηκε το 1939 είναι το απόσπασμα που προηγείται.
Τα πουλιά ξυπνούνε με τα βαθιά χαράματα. Τινάζουνε τις φτερούγες τους και τονίζουν τον πρωινό ύμνο στον Πλάστη. Γεμίζει ο αέρας κελαηδισμούς κι αντίλαλους.
Πέρα πιο ψηλά, κατά την ανατολή, σε άλλη ράχη που σταυρώνεται με τούτο το σύρραχο γραμμή, μαύρες σιλουέτες αρχίζουνε και ξεχωρίζουν. Όλοι αυτοί οι ίσκιοι πατούνε σε εκείνο το καταρράχι κι υψώνουνε το ανάστημά τους κατά τον ουρανό. Πίσω από τη ράχη σα να πέφτει απάνω στο φως θαμπό από κάποιο μακρινό προβολέα. Να είναι νυχτοσκοποί αυτοί οι ίσκιοι; Φρουροί μη διασελώσει κανείς το βουνό;
Από στιγμή σε στιγμή, το φως τους έρχεται πιο δυνατό. Ροδίζει ο ουρανός στο βάθος κι απλώνεται έτσι πίσω τους ένα τριανταφυλλί φόντο, που γίνεται κατόπι χρυσαφί κι αυτό το φως περνάει και στη ράχη-το από μέσα μέρος, αυτό που δε φαίνεται από τη στάνη-μια χρυσαφιά κορδέλα, που εξέχει από τη ζυγρά και λάμπει ως τη στάνη και πιο πέρα, όσο φαίνεται. Και τη χιονισμένη κορφή του αντικρινού βουνού –δυτικά από τη στάνη-τήνε σκεπάζει κι αυτή με ένα ανάερο τούλι χρυσοβαμμένο.
Τώρα το βλέπει κανείς πιο καθαρά πως σκοποί είναι τα έλατα.
Ο ήλιος ψηλώνει να φτάσει τη ράχη, ενώ το φως του κατεβαίνει τις απέναντι πλαγιές. Τέλος ανεβαίνει στο ύψος της και προβάλλει ολόφωτος να καλημερίσει τα τσοπανόπουλα στη στάνη. Αλλά δεν τα βρίσκει εκεί. Έχουνε ξυπνήσει με τα πουλιά και φύγανε με το κοπάδι.
Ανάβει τότε κι αυτός τους πολυέλαιους των ελάτων. Τα κουκουνάρια στητά απάνω στα ελατοκλώναρα, με κόμπους κόμπους ελατόπισσα σπιθοβολούνε, λαμπαδιάζουν.
Το χρυσαφένιο φως, περνάει ύστερα γοργά μέσα από το σύμπλεγμα των κορμών και πέφτει απάνω σε ένα φτεριαρό μέρος. Από την άνοιξη που προβάλλανε από τη γης σα ραβδάκια τα τρυφερά βλαστάρια της φτέρης, ως ύστερα που ψηλώσανε, ψωμώσανε και λούρωσαν. Τις είδε τις φτέρες και προχτές και χτες. Σήμερα όμως του φαίνεται του ήλιου, πως πήρανε πια πλέρια την ανάπτυξη τους. Η φούντα της κάθε μιας, τι ψιλοδουλεμένη φυλλωσιά! Θαρρείς τήνε πλέξανε με τα κοπανέλια κοπέλες χρυσοχέρες. Κι όλες μαζί οι φυλλωσιές μπαίνοντας η μια στις ασοχές της άλλης ανταμώνουνε και γίνονται ένα μονοκόμματο πέπλο βαθυπράσινο. Φρεσκοπλυμένο από τη χτεσινή βροχή και τη δροσιά της νύχτας. Ο ήλιος δε χορταίνει να το κοιτάζει το φτεριαρό. Κι αυτό από τη χαρά του λαμποκοπάει και σκορπάει γύρω όλα τα χρώματα της ίριδας.
Κάτω από τα έλατα, την ασημόψαρη στρώση του δασότοπου, τη βάφει ο ήλιος κοραλλένια. Από φυλλωσιές, από κλαδιά, από κορμούς, από χορτάρι σταλάζει χρυσή δροσιά. Τη γης τήνε πνίγει πλημμύρα φως.
Στον αέρα έχει χυθεί φρεσκάδα που πηγαίνει ως τα βάθη της καρδιάς.