steni.gr
Η δέση: Ήταν το σημείο του ποταμού όπου οι μυλωνάδες έφτιαχναν φράγμα για να συγκεντρώσουν το νερό.
Η δέση μπορεί να απείχε από το μύλο από 200 έως και 500 μέτρα και ακόμα περισσότερο αν υπήρχε ανάγκη. Πέτρες, ξύλα, χώμα, κλαδιά ήταν τα υλικά που χρησιμοποιούσαν οι μυλωνάδες για να κατασκευάσουν τη δέση, ώστε να συγκεντρώσουν το νερό του ποταμού.
Η αμπολή (υδραύλακας, μυλαύλακας): Οι μυλωνάδες άνοιγαν αυλάκια με τα οποία οδηγούσαν το νερό από το σημείο που συγκεντρωνόταν (τη δέση) έως το μύλο.
Συνηθισμένη εικόνα ο μυλωνάς ή η γυναίκα του με την τσάπα να καθαρίζουν την αμπολή για να μη βρίσκει το νερό εμπόδια και ανακόπτεται η ορμή.
Το βράδυ, μετά τη δύση του ήλιου, ο μυλωνάς μάζευε το νερό κλείνοντας όσους καταπότες των περιβολιών δεν είχαν κλειστεί καλά. Το νερό με φυσική ροή έφτανε πάνω από το μύλο πέρναγε τον κάναλο και έπεφτε με δύναμη στα βαρέλια.
Κάναλος: Ξύλινο λούκι ή κάποιες φορές και πέτρινο, που οδηγούσε το νερό στα βαρέλια (χοάνη). Πριν από τον κάναλο υπήρχε συνήθως μια ξύλινη σίτα για να κρατάει τα περιττά πράγματα που μετέφερε το ποτάμι.
Χοάνη ή βαρέλα: Μέσα από ξύλινα βαρέλια ή χτιστό με πέτρες τοίχο από 7 έως και 15 μέτρα ύψος (κρέμαση) πέρναγε το νερό και σαν καταρράχτης έπεφτε με δύναμη στο σιφούνι. Όσο μεγαλύτερη ήταν η κρέμαση τόσο πιο ορμητικά ήταν τα νερά και τόσο πιο γρήγορα δούλευε ο μύλος. Τα ξύλινα βαρέλια τα έφτιαχναν συνήθως οι βαρελάδες, ενώ τα τελευταία χρόνια αντικαταστάθηκαν με φθηνά μεταλλικά βαρέλια που ποτέ δεν ευχαρίστησαν απόλυτα τους μυλωνάδες, επειδή πίστευαν ότι έχαναν σε πίεση. Τα βαρέλια κατέληγαν στο σιφούνι. Από ένα μικρό άνοιγμα από 5 έως και 10 πόντους πέρναγε το νερό και εκτινασσόταν με δύναμη πάνω στη φτερωτή.
Το ζουριό: Το μέρος όπου γύριζε η φτερωτή και έκανε παφλασμό το νερό λεγόταν ζουριό.
Φτερωτή
Οι μικρές οριζόντιες φτερωτές αρχικά ήταν κατασκευασμένες από ξύλο και αποτελούνταν από ένα σταυροειδή σκελετό και την περιφερειακή ρόδα, όπου ήταν στερεωμένα τα φτερά (κουταλάκια) στα οποία κτυπούσε το νερό. Αργότερα προστέθηκαν στις φτερωτές μεταλλικά στοιχεία (τσέρκια κ.ά.), ώστε να γίνουν πιο γερές, για να καταλήξουν τελικά σε πολλών μορφών μεγέθη σιδερένιες που κατασκευάζονταν σε μηχανουργεία και έρχονταν έτοιμες στο μύλο.
Άξονας
Ο άξονας ήταν ένα σίδερο (παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ξύλο καστανιάς για τον άξονα) ενάμιση μέτρο περίπου σαν αδράχτι που έμπαινε κατακόρυφα και μετέφερε την κίνηση από τη φτερωτή στην πάνω μυλόπετρα.
Το κάτω μέρος του άξονα ήταν αιχμηρό και πατούσε στην μπίλια. Λίγο πιο πάνω κούμπωνε η φτερωτή που ουσιαστικά ζύγιζε το βάρος της πάνω του. Ο άξονας περνούσε από μια τρύπα που υπήρχε στην κάτω ακίνητη μυλόπετρα και κατέληγε στην χελιδόνα, ένα πλατύ σίδερο με δυο πτερύγια που εφάρμοζαν σε δυο εγκοπές χαραγμένες στο κάτω μέρος της πάνω μυλόπετρας.
Η τρύπα της κάτω μυλόπετρας που περνούσε ο άξονας σφραγιζόταν με ένα ξύλινο δακτύλιο το λεγόμενο αβρόχι. Το αβρόχι λειτουργούσε κατ’ αρχήν σαν ρουλεμάν και κατά δεύτερο λόγο εμπόδιζε τις σταγόνες της φτερωτής να περάσουν στο αλεύρι αλλά και το αλεύρι να χυθεί στο ζουριό.
Μυλόπετρες
Οι μυλόπετρες ήταν δυο, η μια σταθερή από κάτω και η άλλη η από πάνω ήταν αυτή που κινούσε η φτερωτή. Είχαν το σχήμα τροχού. Η μια μυλόπετρα τριβόταν πάνω στην άλλη και στη μέση (αφαλός) έριχναν οι μυλωνάδες τον καρπό για να αλεστεί. Οι μυλωνάδες με το μυλoκόπι, ένα ειδικό εργαλείο χάραζαν τις μυλόπετρες για να τις κάνουν τραχιές και να κόβεται πιο εύκολα το άλεσμα. Τις χάραζαν ακόμα και μια φορά την ημέρα όταν ο μύλος είχε πολλδουλειά. Σε περιπτώσεις που οι μυλωνάδες ήθελαν
να κάνουν εργασίες στις πέτρες και επειδή το βάρος τους ήταν ασήκωτο, ζητούσαν την βοήθεια άλλων δυο ή τριών ατόμων. Είχαν ένα μεγάλο κούτσουρο στην άκρη και εκεί γύριζαν την πέτρα και τη χάραζαν.
Όσο πιο συχνά χάραζαν τις πέτρες, τόσο πιο γρήγορα χρειάζονταν αντικατάσταση γιατί όπως έλεγαν «έλιωναν». Οι μυλόπετρες που δούλευαν συνεχώς δεν άντεχαν πάνω από πέντε χρόνια. Αγόραζαν τις πέτρες τις κουβάλαγαν στο μύλο και αναλάμβαναν μόνοι τους να τους δώσουν το στρογγυλό σχήμα που χρειάζονταν. Τις παλιές άχρηστες για το μύλο πέτρες τις πετούσαν. Εξηγούσαν μάλιστα ότι ενώ για να τοποθετήσουν τις καινούργιες, άφθαρτες ακόμα πέτρες χρειάζονταν τρία ή τέσσερα άτομα για να κουβαλήσουν τις λιωμένες αρκούσε και ένα άτομο.
Γύρω από τις μυλόπετρες προεξείχε λεπτή ξύλινη κατασκευή για να μη διαφεύγει το άλεσμα.
Καλαχίδα
Τα γεννήματα έπεφταν από μια μεγάλη σκάφη, την καλαχίδα, κρεμασμένη με τέσσερα χερούλια που ήταν πολύ φαρδιά στην κορυφή και στένευε προς τα κάτω. Το σημείο που έβγαινε ο καρπός το έλεγαν γλώσσα λόγω του σχήματος που είχε. Τη γλώσσα κράταγε το βαρδάρι, ένα ξύλο σαν αδράχτι που ακουμπούσε στον αφαλό στο κέντρο της μυλόπετρας. Φρόντιζε μάλιστα να πέφτει το σιτάρι σε σταθερή ποσότητα. To βαρδάρι ακουμπούσε στην πέτρα και έκανε αρκετό θόρυβο, εξ ου και η γνωστή παροιμία για τους πολυλογάδες «Ο στόμας τ’ κάν’ σα του βαρδάρ’». Αφού αλεθόταν ο καρπός έπεφτε αλεύρι πια σε ένα κάδι, την αλευροθήκη ή γούρνα ή κουρίτα και από εκεί οι μυλωνάδες το μάζευαν με ένα ξύλινο φτυάρι.
Το τιμόνι
Ανάλογα με τον καρπό αλλά και με το αν ήθελαν χοντρό ή ψιλό άλεσμα ανέβαζαν ή κατέβαζαν με το τιμόνι την πάνω μυλόπετρα για να αυξήσουν ή να μειώσουν την τριβή. Για το σιτάρι κατέβαζαν τη μυλόπετρα, για τη φάβα τα ρεβίθια και τις ζωοτροφές την ανέβαζαν. Συνήθιζαν να συγκεντρώνουν και να αλέθουν τα όσπρια και τις ζωοτροφές μια φορά το μήνα επειδή μύριζαν.
Σε δύσκολες περιόδους και ειδικά στην περίοδο της Κατοχής που δεν έφτανε το σιτάρι, άλεθαν όλα τα δημητριακά, τα ανακάτευαν και έκαναν το σμιγάδι από το οποίο έφτιαχναν ψωμί. Επίσης, για μεγάλα χρονικά διαστήματα συνηθισμένο συμπλήρωμα της διατροφής ήταν η μπομπότα, ψωμί από καλαμποκάλευρο.
Η σταματούρα (σταματήρα)
Όταν δεν ήθελαν να κινείται η φτερωτή χρησιμοποιούσαν τη σταματούρα που λειτουργούσε σαν «φρένο» του μύλου. Ήταν ένα ξύλο κάθετο που το γύριζαν, διασκόρπιζε το νερό και έτσι δεν έφερνε γύρω η φτερωτή.
Το νερό έφευγε από τη φτερωτή μέσα από μια έξοδο και έπαιρνε μέσα από την αμπολή το δρόμο του πάλι για το ποτάμι.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
ΓΙΑΝΝΗ ΜΗΤΑΚΗ
«Όλο εσύ στο μύλο, καλά σ’ έκανε κι ο μυλωνάς»….
Οι μυλωνάδες είχαν τη φήμη μπερμπάντηδων και γυναικάδων και για αυτό το λόγο πολλές γυναίκες αποφεύγανε να πάνε μόνες τους στο μύλο. Έχουν διασωθεί πολλές ιστορίες όπως η πάρα κάτω με τη σκανταλιάρα αλέστρα:
-Μύρισέ με μυλωνά.
-Δεν θέλεις.
Μετά από λίγες ημέρες
-Μύρισέ με μυλωνά.
-Θέλεις.
-Αμ’ και πριν ήθελα αλλά ήσουν συναχωμένος.
Ο μυλωνάς και ο ληστής
Οι μυλωνάδες φημίζονταν επίσης για την εξυπνάδα τους. Ο παππούς μου ο μυλωνάς διηγούνταν την πάρα κάτω ιστορία.
Μια φορά κι έναν καιρό ένας άγριος ληστής πήγε να ληστέψει ένα μυλωνά νομίζοντας ότι είναι μόνος του στο μύλο. Χτύπησε την αμπαρωμένη πόρτα φωνάζοντας «Ποιος είναι εδώ;». Ο έξυπνος μυλωνάς κατάλαβε για ποιο πράγμα πρόκειται και ετοιμόλογα απάντησε: «Ο Πάνος, ο Πανούλιας, τα δυο παιδιά του Πάνου, εγώ κι ο μυλωνάς». Ο ληστής νομίζοντας ότι έχει να κάνει με έξι άτομα φοβήθηκε και έφυγε.
Ο μυλωνάς κι ο διάολος.
Για τους μυλωνάδες τα μυστικά του επαγγέλματος ήταν ιερά και δεν τα έλεγαν σε κανέναν παρά μόνο στα παιδιά τους. Ο κόσμος ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει πώς κάνουν τα φράγματα στο ποτάμι ή πώς συνταιριάζουν τους μηχανισμούς του μύλου. Τους θεωρούσαν μάγους ή συνεταίρους του διαβόλου.
Κάποτε ένας μυλωνάς προσπαθούσε να συνταιριάξει καινούρια λιθάρια για το μύλο του, αλλά δεν τα κατάφερνε. Φώναξε 2-3 μυλωνάδες από τα γύρω χωριά, αλλά και πάλι οι μυλόπετρες δεν ταίριαζαν. Τελικά απογοητευμένος είπε:
-Όλους τους φωνάξαμε δεν φωνάζουμε και το διάολο;
-Πηγαίνω να τον φέρω και έφυγε. Κάπου συνάντησε το διάολο, του εξήγησε τι τον ήθελε και εκείνος του απάντησε:
-Πήγαινε και έρχομαι.
Ο μυλωνάς επέστρεψε στο μύλο, ενημέρωσε τους άλλους και περίμεναν. Με αρκετή καθυστέρηση φάνηκε ο διάολος καβάλα σε έναν κόκορα στον οποίο είχε φορέσει γκέμια σαν να ήταν άλογο. Μόλις τον είδαν οι μυλωνάδες άρχισαν να γελάνε βροντερά. Ο διάολος θύμωσε, γύρισε και έφυγε. Ο ιδιοκτήτης του μύλου πήρε κρυφά το διάολο από πίσω και περίμενε. Σε λίγο τον άκουσε να μονολογεί και να φωνάζει όλος νεύρα: «Δεν νογάνε οι κερατάδες να βάλουν πέτρα και σφήνα, πέτρα και σφήνα και μετά να δέσουν τα λιθάρια και κορόιδευαν εμένα»! Αφού άκουσε ο μυλωνάς, χωρίς να μιλήσει, επέστρεψε στο μύλο, ενημέρωσε και τους άλλους και έδεσαν τις πέτρες με τον τρόπο που έλεγε ο διάβολος και ο μύλος λειτούργησε. Την άλλη μέρα ο διάβολος πήγε στο μύλο και μεταξύ αυτού και του μυλωνά, σύμφωνα με τον μύθο, διεξήχθη ο κατωτέρω διάλογος:
Διάβολος: Ήρθα να πάρω το μερτικό μου.
Μυλωνάς: Και ποιος είσαι εσύ που μου γυρεύεις μερτικό;
Διάβολος: Χθες με κρυφάκουσες όταν έλεγα «πέτρα και σφήνα, πέτρα και σφήνα» και έτσι έφτιαξες το μύλο.
Το τι έγινε παρακάτω κι αν πλήρωσε μόνο ο μυλωνάς κι ο διάολος ξέρουνε. Εμείς δεν θα μάθουμε ποτέ.
---
Μια ιστορία με πολλές ομοιότητες έχει διασωθεί στη Βόρειο Εύβοια. Σύμφωνα με αυτή την ιστορία, το μύλο τον έφτιαξε ο Χριστός και οι μαθητές του. Τα έφτιαξαν όλα τέλεια, το μόνο που δεν μπόρεσαν να καταφέρουν ήταν να πέφτει μόνο του το σιτάρι στις μυλόπετρες. Επισκέφτηκε το μύλο ο διάολος, καθισμένος ανάποδα σε ένα γάιδαρο και μόλις μπήκε μέσα είδε τους μαθητές να ρίχνουν με τις χούφτες το σιτάρι στις μυλόπετρες. Ο διάολος έσκασε στα γέλια και έφυγε κρατώντας την κοιλιά του. Ο Χριστός έστειλε τους μαθητές του να ακολουθήσουν το διάβολο που γέλαγε και έλεγε: «Ρίχνουν το σιτάρι με τα χέρια, δεν νογάνε να βάλουν ένα ξύλο να σβαρνάει και να πέφτει το σιτάρι μόνο του». Για αυτό στη βόρεια Εύβοια πίστευαν ότι τον μύλο μπορεί να τον έφτιαξε ο Χριστός, αλλά έβαλε την ουρά του και ο διάολος. Γι’ αυτό έλεγαν «Όσες βόλτες φέρνει το λιθάρι, τόσα διαόλια έχει μέσα ο μύλος».
Της μυλωνούς ο κώλος
Ένα καλοκαίρι πήγε να αλέσει σε κάποιο μύλο ένας δάσκαλος. Κάθισε στο πεζούλι που ήταν πασπαλισμένο με αλεύρι και περίμενε την σειρά του για να αλέσει. Δίπλα του είδε κάτι σημάδια σαν γράμματα και προσπαθώντας να τα διαβάσει συλλάβισε δυνατά:
-Αυτό πρέπει να είναι Θ (θήτα), το άλλο πρέπει να είναι Ο (όμικρον), αλλά αν ήθελε να γράψει Θωμάς το Θω δεν γράφεται με όμικρον.
Ο μυλωνάς τον άκουσε που μονολογούσε και του είπε:
-Δάσκαλε, καλά πρέπει να τα λες του λόγου σου, αλλά μη γυρεύεις ορθογραφία από της μυλωνούς τον κώλο, επειδή γνώριζε ότι η μυλωνού του κυκλοφορούσε χωρίς βρακί και είχε καθίσει νωρίτερα στο πεζούλι που ο δάσκαλος προσπαθούσε να διαβάσει τα σχήματα!
Γιάννης Μητάκης
«Τώρα κι αν τα μεσάνυχτα πάνε στο μύλο τα ξωτικά κι οι νεράιδες, ποιόνε να βρούνε και ποιος να τις δει;».
Το χειμώνα πολλοί μύλοι που δεν είχε δίπλα την κατοικία του ο μυλωνάς ερήμωναν τα βράδια μιας και οι ιδιοκτήτες πήγαιναν σπίτι τους στο χωριό, οπότε στη φαντασία των κατοίκων γινόταν τόπος κατοικίας για τους καλικαντζάρους ή τις νεράιδες.
Όποιος πιει και ξεδιψάσει
απ’ της νύμφης το νερό
λύπη δεν τον ξαναγγίζει
στη ζωή ποτέ ξανά
Όποιος αν την κρυφακούσει
γίνεται ξανά παιδί
Όποιος ξόρκια αν της κλέψει
γίνεται ο πιο σοφός
Όπως κι αν την ονομάσεις
είναι η καλή κυρά
Η νεράιδα που δεν πήρα
το μαντήλι μια φορά
Ήθελα να με αγαπήσει
και μου πήρε τη λαλιά
Πανάρχαιες δοξασίες από την εποχή των μύθων. Πράγματι πίστευαν ότι όποιος ξεδιψάσει από τις πηγές που κατοικούν οι νύμφες δεν τον αγγίζει ποτέ ξανά η λύπη. Όποιος μάθει τα μυστικά από τις καλές κυράδες γίνεται πάλι παιδί. Όποιος κλέψει τα ξόρκια από τις νεράιδες γίνεται σοφός.
Οι καλικάντζαροι εμφανίζονταν το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων στους νερόμυλους και εκεί παρέμεναν μέχρι την ημέρα των Φώτων που αγιάζονταν τα νερά και τους έδιωχναν οι παπάδες με την αγιαστούρα. Ζαβολιάρικα πλάσματα οι καλικάντζαροι. Όλο ζαβολιές και καμώματα. Πότε άνοιγαν τα σακιά με τα γεννήματα και σκορπούσαν κάτω το αλεύρι, πότε σταματούσαν τη μυλόπετρα και πότε έπαιζαν παιγνίδια με το μυλωνά. Πρωί-πρωί, πριν από το χάραμα, με το λάλημα του πετεινού αποσύρονταν στο υπόγειο της φτερωτής. Το βράδυ άφηναν το καταφύγιο τους και άρχιζαν πάλι τα παιγνίδια.
Ιστορίες με μυλωνάδες
«Όλο εσύ στο μύλο, καλά σ’ έκανε κι ο μυλωνάς»….
Οι μυλωνάδες είχαν τη φήμη μπερμπάντηδων και γυναικάδων και για αυτό το λόγο πολλές γυναίκες αποφεύγανε να πάνε μόνες τους στο μύλο. Έχουν διασωθεί πολλές ιστορίες όπως η πάρα κάτω με τη σκανταλιάρα αλέστρα:
-Μύρισέ με μυλωνά.
-Δεν θέλεις.
Μετά από λίγες ημέρες
-Μύρισέ με μυλωνά.
-Θέλεις.
-Αμ’ και πριν ήθελα αλλά ήσουν συναχωμένος.
Ο μυλωνάς και ο ληστής
Οι μυλωνάδες φημίζονταν επίσης για την εξυπνάδα τους. Ο παππούς μου ο μυλωνάς διηγούνταν την πάρα κάτω ιστορία.
Μια φορά κι έναν καιρό ένας άγριος ληστής πήγε να ληστέψει ένα μυλωνά νομίζοντας ότι είναι μόνος του στο μύλο. Χτύπησε την αμπαρωμένη πόρτα φωνάζοντας «Ποιος είναι εδώ;». Ο έξυπνος μυλωνάς κατάλαβε για ποιο πράγμα πρόκειται και ετοιμόλογα απάντησε: «Ο Πάνος, ο Πανούλιας, τα δυο παιδιά του Πάνου, εγώ κι ο μυλωνάς». Ο ληστής νομίζοντας ότι έχει να κάνει με έξι άτομα φοβήθηκε και έφυγε.
Ο μυλωνάς κι ο διάολος.
Για τους μυλωνάδες τα μυστικά του επαγγέλματος ήταν ιερά και δεν τα έλεγαν σε κανέναν παρά μόνο στα παιδιά τους. Ο κόσμος ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει πώς κάνουν τα φράγματα στο ποτάμι ή πώς συνταιριάζουν τους μηχανισμούς του μύλου. Τους θεωρούσαν μάγους ή συνεταίρους του διαβόλου.
Κάποτε ένας μυλωνάς προσπαθούσε να συνταιριάξει καινούρια λιθάρια για το μύλο του, αλλά δεν τα κατάφερνε. Φώναξε 2-3 μυλωνάδες από τα γύρω χωριά, αλλά και πάλι οι μυλόπετρες δεν ταίριαζαν. Τελικά απογοητευμένος είπε:
-Όλους τους φωνάξαμε δεν φωνάζουμε και το διάολο;
-Πηγαίνω να τον φέρω και έφυγε. Κάπου συνάντησε το διάολο, του εξήγησε τι τον ήθελε και εκείνος του απάντησε:
-Πήγαινε και έρχομαι.
Ο μυλωνάς επέστρεψε στο μύλο, ενημέρωσε τους άλλους και περίμεναν. Με αρκετή καθυστέρηση φάνηκε ο διάολος καβάλα σε έναν κόκορα στον οποίο είχε φορέσει γκέμια σαν να ήταν άλογο. Μόλις τον είδαν οι μυλωνάδες άρχισαν να γελάνε βροντερά. Ο διάολος θύμωσε, γύρισε και έφυγε. Ο ιδιοκτήτης του μύλου πήρε κρυφά το διάολο από πίσω και περίμενε. Σε λίγο τον άκουσε να μονολογεί και να φωνάζει όλος νεύρα: «Δεν νογάνε οι κερατάδες να βάλουν πέτρα και σφήνα, πέτρα και σφήνα και μετά να δέσουν τα λιθάρια και κορόιδευαν εμένα»! Αφού άκουσε ο μυλωνάς, χωρίς να μιλήσει, επέστρεψε στο μύλο, ενημέρωσε και τους άλλους και έδεσαν τις πέτρες με τον τρόπο που έλεγε ο διάβολος και ο μύλος λειτούργησε. Την άλλη μέρα ο διάβολος πήγε στο μύλο και μεταξύ αυτού και του μυλωνά, σύμφωνα με τον μύθο, διεξήχθη ο κατωτέρω διάλογος:
Διάβολος: Ήρθα να πάρω το μερτικό μου.
Μυλωνάς: Και ποιος είσαι εσύ που μου γυρεύεις μερτικό;
Διάβολος: Χθες με κρυφάκουσες όταν έλεγα «πέτρα και σφήνα, πέτρα και σφήνα» και έτσι έφτιαξες το μύλο.
Το τι έγινε παρακάτω κι αν πλήρωσε, μόνο ο μυλωνάς κι ο διάολος ξέρουνε. Εμείς δεν θα μάθουμε ποτέ.
---
Μια ιστορία με πολλές ομοιότητες έχει διασωθεί στη Βόρειο Εύβοια. Σύμφωνα με αυτή την ιστορία, το μύλο τον έφτιαξε ο Χριστός και οι μαθητές του. Τα έφτιαξαν όλα τέλεια, το μόνο που δεν μπόρεσαν να καταφέρουν ήταν να πέφτει μόνο του το σιτάρι στις μυλόπετρες. Επισκέφτηκε το μύλο ο διάολος, καθισμένος ανάποδα σε ένα γάιδαρο και μόλις μπήκε μέσα είδε τους μαθητές να ρίχνουν με τις χούφτες το σιτάρι στις μυλόπετρες. Ο διάολος έσκασε στα γέλια και έφυγε κρατώντας την κοιλιά του. Ο Χριστός έστειλε τους μαθητές του να ακολουθήσουν το διάβολο που γέλαγε και έλεγε: «Ρίχνουν το σιτάρι με τα χέρια, δεν νογάνε να βάλουν ένα ξύλο να σβαρνάει και να πέφτει το σιτάρι μόνο του». Για αυτό στη βόρεια Εύβοια πίστευαν ότι τον μύλο μπορεί να τον έφτιαξε ο Χριστός, αλλά έβαλε την ουρά του και ο διάολος. Γι’ αυτό έλεγαν «Όσες βόλτες φέρνει το λιθάρι, τόσα διαόλια έχει μέσα ο μύλος».
Της μυλωνούς ο κώλος
Ένα καλοκαίρι πήγε να αλέσει σε κάποιο μύλο ένας δάσκαλος. Κάθισε στο πεζούλι που ήταν πασπαλισμένο με αλεύρι και περίμενε την σειρά του για να αλέσει. Δίπλα του είδε κάτι σημάδια σαν γράμματα και προσπαθώντας να τα διαβάσει συλλάβισε δυνατά:
-Αυτό πρέπει να είναι Θ (θήτα), το άλλο πρέπει να είναι Ο (όμικρον), αλλά αν ήθελε να γράψει Θωμάς το Θω δεν γράφεται με όμικρον.
Ο μυλωνάς τον άκουσε που μονολογούσε και του είπε:
-Δάσκαλε, καλά πρέπει να τα λες του λόγου σου, αλλά μη γυρεύεις ορθογραφία από της μυλωνούς τον κώλο, επειδή γνώριζε ότι η μυλωνού του κυκλοφορούσε χωρίς βρακί και είχε καθίσει νωρίτερα στο πεζούλι που ο δάσκαλος προσπαθούσε να διαβάσει τα σχήματα!
Παραμύθια
Στη Στενή υπάρχουν αφηγήσεις και για τα τρία μοτίβα των παραμυθιών με καλικαντζάρους, που κυκλοφορούν σε όλη την Ελλάδα. Και τα τρία έχουν σχέση με μύλους. Το πρώτο είναι το κοριτσάκι που στέλνεται στο μύλο από την κακιά μητριά, το δεύτερο αφορά τη γέννα της καλικαντζαρούς και τη μαμή και τρίτο και τελευταίο αφορά τον έξυπνο μυλωνά και τον καλικάντζαρο. Στις αφηγήσεις αυτές οι ήρωες σώζονται είτε από φωτιά είτε από το λάλημα του κόκορα. Στην ιστορία με το μυλωνά σχεδόν λυπάσαι τον αγαθιάρη καλικάντζαρο ο οποίος ήταν πολύ φιλικός με το μυλωνά. Ακόμα και στο χωριό μας οι διαφορές των αφηγήσεων στο ίδιο παραμύθι είναι αρκετές μιας και ο κάθε αφηγητής προσθέτει ή αφαιρεί κατά το δοκούν. Τα παραμύθια που ακολουθούν μας τα διηγήθηκε η Μαρία Ντούρμα-Μητάκη
Η Μάρω, η Μάμπω, η Πλούμπω και η Σαρτζαμέγκλα
Η Μάρω είναι μια παραλλαγή του παραμυθιού της Μάμπως και της Κάλως, της Πλούμπως κ.λπ. που έχουν διασωθεί στην υπόλοιπη Ελλάδα. Μια πολύ ωραία αφήγηση έχει διασωθεί και στον γειτονικό μας Θεολόγο. Το παραμύθι λέγεται «Η Σαρτζαμέγκλα» και όπως έλεγαν οι παραμυθάδες του χωριού, σημαίνει μάλλον κοπέλα ή κορίτσι στην γλώσσα των καλικαντζάρων. Επίσης ένα άλλο στοιχείο που προστίθεται σε κάποιες τοπικές αφηγήσεις είναι το λάλημα του κόκορα. Το πρώτο λάλημα είναι από άσπρο κόκορα και δεν το φοβούνται οι καλικάντζαροι, το δεύτερο από μαύρο κόκορα που επίσης δεν φοβούνται και το τρίτο από κόκκινο κόκορα που το φοβούνται και εξαφανίζονται.
Η ΜΑΡΩ
Μια φορά κι έναν καιρό
πίναν οι γάιδαροι νιρό
πάω κι εγώ εκεί κουντά
για να πιώ καμιά χουφτιά
κι αρχινίσαν την κλωτσιά!
Δρόμο παίρνω, δρομ’ αφήνου
διψασμένος θ’ απομείνου.
Αρχή του παραμυθιού: καλησπέρα στην αφεντιά σας
Πριν πολλά χρόνια σε ένα χωριουδάκι ζούσε μια μάνα με την κόρη της, την όμορφη και καλόκαρδη Μάρω. Μέρες γιορτών και στο σπίτι είχαν μείνει από αλεύρι και έπρεπε να φτιάξουν τα γλυκά. Νωρίς έφτασε η Μάρω στο μύλο, αλλά η αράδα ήταν μεγάλη. Ώσπου να φτάσει η σειρά της είχε πια βραδιάσει. Αφού άλεσε φόρτωσε το γαϊδουράκι της και πήρε τον δρόμο για το χωριό. Μόλις απομακρύνθηκε λίγο από τον μύλο πετάχτηκαν μπροστά της τα σκαρκατζούλια και την περικύκλωσαν απειλητικά.
-Πες μας ποιους αγαπάς από μας και ποιανούς θέλεις: τους ξουρισμένους ή τους αξούριγους;
Η Μάρω φοβήθηκε, αλλά κράτησε την ψυχραιμία της.
-Όλους σας θέλω και όλους σας αγαπάω.
-Τι θέλεις να σου δώσουμε; Πες μας Μάρω, πες μας!
-Θέλω μίρτζα νόρτζα.
- Μίρτζα νόρτζα. Μίρτζα νόρτζα. Μίρτζα νόρτζα…. φώναζαν τα σκαρκατζούλια για να μην ξεχάσουν τι τους είχε ζητήσει!
Επέστρεψαν και της γέμισαν με φλουριά το μισοάδειο τσουβάλι με το αλεύρι.
-Τι άλλο θέλεις; Πες μας Μάρω, πες μας!
Πες μας Μάρω, τι θέλεις να σου φέρουμε;
Η Μάρω φοβήθηκε και πάλι αλλά κράτησε την ψυχραιμία της.
-Θέλω μια βελόνα με δυο κώλους.
-Μια βελόνα με δυο κώλους, μια βελόνα με δυο κώλους, μια βελόνα με δυο κώλους…..
Φυσικά και δεν υπήρχε τέτοια βελόνα! Έψαχναν και έψαχναν και τότε η Μάρω βρήκε ευκαιρία να φύγει. Δεξιά το ένα σακί αριστερά το άλλο και αυτή στη μέση σκεπασμένη με ένα σεντόνι.
Όταν κατάλαβαν τα σκαρκατζούλια ότι τους κορόιδεψε και ξέφυγε έτρεξαν να την προφτάσουν.
-Από τη μια είναι το ένα σακί από την άλλη το άλλο σακί και στη μέση το πανωγόμαρο. Η Μάρω που είναι; Πού’ναι η Μάρω; Πού είναι;
Τότε λάλησε ο πετεινός και εξαφανίστηκαν.
Η Μάρω έφτασε σπίτι και εξιστόρησε τα πάντα στη μητέρα της.
Η μητέρα της Μάρως για να ξεχωρίσει τα φλουριά από το αλεύρι ζήτησε από την κακιά και κουτσομπόλα γειτόνισσα το κόσκινο. Η πονηρή γειτόνισσα σκέφτηκε ότι για να θέλει το κόσκινο τέτοια ώρα η γειτόνισσα κάτι συμβαίνει. Άλειψε το κόσκινο με μέλι και όταν της το επέστρεψε βρήκε κολλημένο ένα χρυσό φλουρί. Πίεσε την γειτόνισσα να της πει πού βρήκε το φλουρί και αυτή αναγκάστηκε να πει την αλήθεια. Την άλλη νύχτα η γειτόνισσα έστειλε στο μύλο τη δική της κόρη, που ήταν πιο κακιά κι από την ίδια. Πήγε λοιπόν στο μύλο και στο γυρισμό την περικύκλωσαν τα σκαρκατζούλια.
-Πες μας ποιανούς από μας θέλεις και ποιανούς αγαπάς;
Τους ξουρισμένους ή τους αξούριστους;
-Κανέναν σας δεν θέλω και κανέναν δεν αγαπάω. Είσαστε όλοι άσχημοι και σιχαμένοι! Φέρτε μου μίρτζα νόρτζα!
Τα σκαρκατζούλια τότε θύμωσαν, της έσφαξαν το γαϊδούρι και της τύλιξαν τον λαιμό με τα άντερά του. Κι όσο αλεύρι είχε το σακί της το έριξαν πάνω της. Έτσι γύρισε η κακιά γειτονοπούλα σπίτι της κι έτσι απότομα τελειώνει και το παραμύθι μας!
Ακριβής καταγραφή ντοπιολαλιάς.
Η ΜΑΡΟΥ
Πριν πουλλά χρόνια σένα χωριουδάκ’ έζγι μια μάννα μι τ’κόρητς. Όμουρφ’ κι καλή κουπέλα. Η κατακαλή τ’ χουριού. Τσ’γιουρτάδις είχαν ξιμίν’π αλεύρι.
-Αι Μάρου σίρι στου μύλου ν’άλέισς. Νουρίς ιν’κομα, θα προυλάβς προυτού νυχτώσ΄.
Φόρτουσ’ του γαιδούρ’ η Μάρου δυό σακιά μσογιμάτα και κίνσι κατά του μύλου. Νουρίς έφτασ’ αλλά η αράδα ήταν μιγάλ’. Ως νάρθ’ η σειράτς είχι βραδιάσ’.
-Κάτσι Μάρω φέις του προυί, να σ’στρώσου δα, τσούπι η μυλουνού.
Η Μάρου σκέφτιταν τ’μάνατς. Τι θα σκέφτιταν ούτ’ έπαθ’.
Φουρτών’ του γαιδούρ κι κίνσε κατά του σπίτ’.
Κ’ δά σαπέρα, πιτάγντι τα σκαρκατζούλια. Ήταν πουλλά κι χοροπήδ’γαν γύρου γύρου απ’του γαιδούρ’. Η Μάρου τρόμαξ’ αλλά άρχσ’ να σκέφτιτ.
Τα σκαρκατζούλια λύσαξαν γύρου γύρου.-Πες μας, Μάρου πές μας, ποιανούς από μας αγαπάς, τσ ξουριζμένς ή τσ αξούργους. Ποιοί ίνε οι πιο όμορφ’ που μας οι ξουρζμέν ή οι αξούργ’;
Ουλνούς σας αγαπάου κι ουλνούς σας θέλου, είστι ουλ καλοί κι όμορφ’.
Φχαριστήθκαν τα ξοποδώ.-Τι θέλς να σ’δώσουμι.-Μίρτζα νόρτζα, μίρτζα νόρτζα θέλου να μ’δώσιτι. Μίρτζα νόρτζα λεν τα σκαρκατζούλια τα φλουριά. Ίδις έξυπν’ η Μάρου;
-Μίρτζα νόρτζα, Μίρτζα νόρτζα, Μίρτζα νόρτζα, έλιγαν τα σκαρκατζούλια για να μη ξεχάσνε. Άκσε να δεις! Ινώ ίνε μουρλά κι βλαμένα κι ξεχνάνι εύκουλα, γιαυτό λεν του ίδιο πράμα πολλές φορές κι όταν ιν να βρούν κατ’του βρίσκνε. Πως γίνιτ’ αυτό κανένας δεν μπουρεί να του καταλάβ’. Η Μάρου προυχόραε με το γαιδράκ’ μπας κι γλιτώσ αλλά αυτοί την πρόκαμαν όξω που το χουριό. Τς γέμσαν του ένα μισουγιουμάτου τσβάλ μι φλουριά.
Τα σκαλικάτζούρια άρχσαν πάλι.
-Πες μας Μάρου, πες μας τι άλλου θέλς; Η Μάρου σκέφτκι τι να ζητήσ’π΄ να μη μπουρούν να του βρούνι για να προυφτάς να πάει στου χουριό.
-Θέλου μια βελόνα με δυο κώλς.
-Μια βιλόνα με δυο κώλς, μια βιλόνα με δυο κώλς, άρχισαν πάλι τα σκαρκατζούλια για μη του ξεχάσνι. Που να τ’ βρούνι, σάμπουτς υπάρχνι;
Όσου έψαχναν η Μάρου έβαλ΄ πάνουτς ένα σιντόνι για να μη φαίνιτ’. Τα σκαρκατζούλια μιτά απού πουλύ ώρα κατάλαβαν ότι η Μάρω τα κουρόιδευ.
Τόφτασαν του γαιδούρ λίγου όξου π’ του χουριό.
Απ’τ΄ μια μιριά του ένα σακί, απ’ τ΄ν άλλ΄τ’άλλο σακί. Που παν’ του παναγώμαρου. Η Μάρου που ίνι;
Τότες λάλσι ου πετνός κι έγιναν άμουρα.
Η Μάρου έφτασ’ σπίτ κι τα ξήγσι ούλα στ’ μάνα τς.
Η μάνα τς για να ξιχουρίς τα φλουριά π’ τ’αλεύρ’ πήγι στ γειτόνσα κι ζήτσι του κόσκνου. Η γειτόνσα ήταν κι κακιά και πουνηρή. Σκέφτκε ότ’ για να ζτάει τέτοια ώρα του κόσκνο η γειτόνσα κάτ’τρέχ’. Άλειψ’του κόσκνου μι μελ’κι μόλις του πήρε πίσου βρίκι ένα φλουρί κουλμένο πάν’.
Πίγι στ γτόνσα, τν έπριξ’ κι αυτή αναγκάστκι να τα’ τα πει ούλα. Τν άλλ’ μέρα η γτόνσα έστλι τν κόρη τς στου μύλου ν’αλέσ’ για να πάρ’ κι αυτή φλουριά. Η κόρτς ήταν πιο κακιά κι απ’ την ίδια. Πίγι, άλισ’ κε γύρναϊ σπίτ’. Νας πάλι τα σκαρκατζούρια να χοροπδάν γύρου γύρου.
-Ποιοι από μας σ΄αρέσνε; Οι ξουρζμένοι ή οι αξούργ’, τ’ρώτσαν τα σκαρκατζούλια.
-Ποιανούς από μας αγαπάς;
-Κανένα σας δεν αγαπάου κι είστι ούλ’ άσχημ’κι σχαμένοι! Φέρτεμ μίρτζα νόρτζα!
Ρε ντιπ μυαλό στου κεφάλι’ τ’ δεν είχι αυτό του κουρίτσι.
Τότες τα σκαρκατζούλια τσούσφαξαν του γαιδούρ’ κι τα πέρασαν τα άντιρα τ’ γαϊδάρ’ στου λιμό. Τσούρξαν κι τάλεύρ’ που πάν και έτσ’ τν έστλαν στ’ μάννατς.
Τα σκαρκατζούλια και η μαμή Σοφίτσα
Ήταν μια καλικαντζαρού έτοιμη να γεννήσει στο μύλο της Μαυροπλιάς (εκεί που είναι σήμερα η καφετέρια Μύλος στην Πάνω Στενή). Πήγανε τα σκαρκατζούλια στη μαμή Σοφίτσα (Σοφία Παπαναστασίου-Νικολάου 1866-1962, πρακτική μαία). Αυτή βγήκε έξω με ένα δαδί γιατί φοβόταν. Τα σκαρκατζούλια φοβούνται τη φωτιά. Μπροστά η μαμή με το δαυλί και πίσω τα σκαρκατζούλια που δεν ζύγωναν και πολύ έφτασαν στο μύλο. Η μαμή τους έβγαλε έξω για να την ξεγεννήσει. Τα σκαρκατζούλια φώναζαν απ’έξω. «Άμα κάνει αγόρι λίρες και φλουριά, άμα κάνει κορίτσι άντερα και κοιλιές». Η καλικαντζαρού γέννησε κορίτσι. Η μαμή φοβήθηκε και έβαλε ένα κέρινο τσουτσούνι. Τύλιξε καλά το μωρό για να μην φαίνεται. Άνοιξε την πόρτα, τους είπε ότι είναι αγόρι και να μην ανοίξουν τις φασκιές. Πήρε τα φλουριά και έφυγε. Από τη χαρά τους τα σκαρκατζούλια δεν κρατήθηκαν και άνοιξαν τις πάνες. Το κερί είχε παγώσει και ξεκόλλησε. Τα σκαρκατζούλια πήγαν τότε έξω από το σπίτι της μαμής και φώναζαν. «Ψεύτικα τα ψωλιά, κάρβουνο τα φλουριά». Η μαμή πήρε ένα δαυλί βγήκε έξω και τα σκαρκατζούλια εξαφανίστηκαν.
Ακριβής καταγραφή ντοπιολαλιάς
Τα σκαρκαντζούλια κι η μαμή Σουφίτσα
Ήταν μια καλικαντζαρού γκαστρουμένη κι ήταν έτοιμ’ να γιννήσ’ στου μύλου τσ Μαυρουπλιάς. Πήγαν’ τα σκαρκατζούλια στ’ μαμή Σουφίτσα λέει, αυτή βγήκε όξου με το δαυλί γιατί φουβόταν. Αν βγαίν’ς μι δαυλί τα σκαρκαντζούλια φοβούντι. Μπρουστά η μαμίτσα με το δαυλί με πίσω τσ’ καλικατζάρους, δε ζυγώναν πουλύ αυτοί, φτάσαν’ στο μύλου. Η μαμίτσα τσ’ έβγαλ’ όξου κι μπήκι να ξιγηννήσ’. Τα σκαρκατζούλια φώναζαν απ’ όξου «Άμα κάν’ αγόρι, λίρις και φλουριά, άμα κάν’ κουρίτσι, άντιρα κι κλιές». Η καλικαντζαρού γέννσι κουρίτσι. Η μαμίτσα φουβήθκε κι έβαλ’ ένα τσουτσούν’ που’ κιρί. Τύλξε καλά του μουρό να μη φαίνετ’. Άνξι στα σκαρκαντζούλια, τσ’ λέει «αγόρ’ είνι» και τσ’ λέει να μην ανοίξνε τα φασκιά ως να πάει σπίτ’. Πήρι τα φλουριά κι έφγε. Τα σκαρκατζούλια δεν κρατήθκαν απ’ τ’ χαρά τσ’ κι αν’ξαν τς΄πάνες. Έλα π’ το κηρί είχι παγώσ’! Ξικόλσε, του κηρί, πάει. Τα σκαρκατζούλια λύσσαξαν τώρα. Κάν’νε στου σπίτ’ τσ μαμίτσας κι έσκουζαν: «Μαμίκο, μαμίκο, κιρένια τα ψουλιά, κάρβνο τα φλουριά.» Η μαμίτσα βγαίνει όξου μ’ ένα δαυλί και χάθκαν τα σκαρκαντζούλια
Ου έξυπνους μυλουνάς
Ήταν ένας μυλουνάς π΄ δε φουβόταν τα σκαρκατζούλια. Άκ΄γε αλλά δε πίστιυι. Αυτός δεν είχι δει ποτέτ. Μια χρουνιά είπι να ψησ’ του γρούν και νάρθνε τν άλλ’ μέρα του σόι κι οι φίλοι τ’ να φάνι. Ήταν Χριστούγινα. Άναψι φουτιά, έβαλ’ του γρούν στ’ σούβλα κι άρχισ’ να του γυρνάει. Ως τν άλλ’ μέρα θα ΄χε ψθεί. Όπως γύρναε τ’ σούβλα γυρνάει του κιφάλι’τ κι τι να δει; Ένα σκαρκατζούλ’ είχι πιράς΄ ένα βατράχ’σε ένα καλάμ’ και κάθιταν δίπλα τ’.
-Να ψήσου κι εγώ το βατραχάκιμ’. Χουρίς να τουν ρουτίσ’ έβαλ’ του βατράχ’ στου λίπους τ’ γρουνιού κι άρχσ’ να του ψήν’. Λιγουρέυιταν όμους του γρούν τ’ μυλουνά. Του κριάς τ’γρουνιού αρέσ΄στα σκαρκατζούλια. Τούπιφταν τα σάλια. Ου μυλουνάς τουν τήραϊ και σκέφτιταν τι να κάν’. Του σκαρκατζούλ’ ήθιλ΄κι κβέντα.
-Πως σι λένε; ρώτσι του μυλουνά; Ου μυλουνάς ήταν έξυπνους.-Ου ιαυτός μου μι λένι.
-Ουραίου όνουμα ίπι του σκαρκατζούλ. Ου μυλουνάς όσου τουν τήραϊ να μαγαρίζ’ του γρουν τόσου θύμουν’. Βτάει απ’τα νεύρατ’τ’σούβλά και τ΄τρυπάει του πουδάρι. Ως να καταλάβ’ του έξουπουδω τι έγιν΄, φόρτουσ΄του μλάρ΄ δυο σακιά αλεύρ’ ανέβκι κι αυτός έβαλ’ ένα σιντόν’ πάνου τ’ κι λάκσε κατά του χουριό ου μυλουνάς.
Ο σκαλκάτζαρος έβαλ΄τς φουνές.-Τριχάτι αδέρφια, τριχάτι μι μσέρεψαν.
–Ποιος στου έκαν’άυτό;
-Ου ιαυτός μ’.
Γέλαγαν κι κουρόιδιυαν τ΄αλλα σκαρκατζούλια. Ώς να καταλάβνι τι ίχι γίν’ πέρασ’η ώρα. Έτριξαν κι πρόλαβαν’ του μυλουνά έξου π’ του χουριό.
-Διξά σακί, ζιρβά σακί, πανουγώμαρ’ του σιντόν’, ου μυλουνάς που ίνι; Χουρουπήδαγαν γύρου γύρου τα σκαρκατζούλια ώς να σκόσνι του σιντόν’. Του μ’λάρ ίχι μπει στου χουριό. Άρχσι τα ρεκατά ου μυλουνάς. -Βγικάτι όξου χουριανοί μι κνηγάν τα σκαρκατζούλια. Βγήκαν ούλ’ οι χουριανοί μι δαυλιά, λάλσι κι ου πιτνός και τα σκαρκατζούλια έγναν άμουρα. Που να ξανακαθήσ’ νύχτα στου μύλου!
Ο έξυπνος μυλωνάς
Ήταν ένας μυλωνάς που δεν φοβόταν τα σκαρκατζούλια. Άκουγε πολλά, αλλά δεν πίστευε τίποτα από αυτά. Αυτός δεν είχε δει ποτέ του. Μια χρονιά είπε να ψήσει το γουρούνι και να έρθουνε την άλλη μέρα το σόϊ και οι φίλοι του να φάνε. Ήταν Χριστούγεννα. Άναψε φωτιά, έβαλε το γουρούνι στη σούβλα και άρχισε να το γυρνάει. Έως την άλλη ημέρα θα είχε ψηθεί. Εκεί που έφερνε γυροβολιά το χοιρινό στη σούβλα, γυρνάει το κεφάλι του και τι να δει; Ένας καλικάντζαρος που κρατούσε στο χέρι του ένα βάτραχο καρφωμένο σε μια βέργα και καθόταν δίπλα του.
-Δεν σε πειράζει να ψήσω κι εγώ βάτραχό μου; Και χωρίς να περιμένει απάντηση έβαλε τον βάτραχο στο λίπος του γουρουνιού και άρχισε να τον ψήνει. Λιγουρευόταν όμως και το γουρούνι του μυλωνά. Στα σκαρκατζούλια αρέσει το κρέας του γουρουνιού. Του έπεφταν τα σάλια.
Ο μυλωνάς κοιτούσε αποσβολωμένος τον καλικάντζαρο να λιπαίνει το βάτραχο με το κρέας του χοιρινού του που ψηνόταν και να το μαγαρίζει. Σκεφτόταν πώς να αντιδράσει, ενώ ο καλικάντζαρος γλυκοκοίταζε το χοιρινό, μιας και ήταν πιο νόστιμο από το βάτραχό του και είχε όρεξη για κουβέντα.
-Πώς σε λένε;
Ο μυλωνάς ήταν έξυπνος
-Με λένε ο εαυτός μου!
-Ωραίο όνομα, λέει ο καλικάντζαρος. Ο μυλωνάς όσο τον έβλεπε να μαγαρίζει το γουρούνι τόσο θύμωνε. Βουτάει από τα νεύρα του την σούβλα και του τρυπάει το ποδάρι. Ώσπου να καταλάβει το έξω από δω τι έγινε, φόρτωσε το μουλάρι δυο σακιά αλεύρι, καβάλησε το μουλάρι έριξε κι ένα σεντόνι πάνω του και έφυγε για το χωριό.
Ο καλικάτζαρος μόλις συνήρθε έβαλε τις φωνές: «Αδέλφια τρέχτε να με σώσετε»!
Έτρεξαν οι καλικάτζαροι…
-Τι έγινε ποιος σε πείραξε;
-Ο εαυτός μου!
Βάλανε τα γέλια οι υπόλοιποι και ώσπου να καταλάβουν τι είχε γίνει είχε περάσει ή ώρα. Κυνήγησαν το μυλωνά και τον πρόλαβαν κοντά στο χωριό.
-Από δεξιά σακί, από αριστερά σακί και πανωγόμαρα σεντόνι, ο μυλωνάς πού είναι;
Χοροπηδούσαν γύρω γύρω οι καλικάντζαροι ώσπου σήκωσαν το σεντόνι.
Το μουλάρι εν τω μεταξύ είχε μπει στο χωριό. Βάζει τις φωνές ο μυλωνάς: «Βγαικάτε έξω χωριανοί! Με κυνηγάνε τα σκαρκατζούλια»!
Τότε βγήκαν έξω από τα σπίτια όλοι οι χωριανοί με δαυλιά λάλησε κι ο πετεινός και οι καλικάντζαροι εξαφανίστηκαν. Που να ξαναμείνει ο μυλωνάς νύχτα στον μύλο!
Αποφθέγματα
Οι μύλοι και οι ιστορίες τους άφησαν πίσω τους και πολλές παροιμίες…
«Αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πας». Η αράδα στο μύλο ήταν νόμος απαράβατος. Εξαίρεση για αλλαγή σειράς αποτελούσε μόνο όταν επρόκειτο να αλεστεί σιτάρι για ψωμιά του γάμου.
«Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δίνετε».
«Στο μύλο και στον καφενέ μην το πεις» εννοώντας πως ό,τι λέγεται στον μύλο δεν μένει ποτέ μυστικό.
«Όλοι κλαίνε τα χάλια τους κι ο μυλωνάς τη δέση». Συνήθως δυο φορές την εβδομάδα ο μυλωνάς έκανε συντήρηση του μυλαύλακα.
«Με κουβαλητό νερό μύλος δεν αλέθει».
«Αυτά να τα λες εκεί που γυρνάει ο μύλος». …εκεί δηλαδή που από τον θόρυβο δεν σε ακούει κανένας.
«Τα βάσανά μου είναι πολλά, τρεις μύλοι δεν τ’ αλέθουν».
«Χαλασμένοι μύλοι, σβησμένοι φούρνοι».
«Ζυμοφούρνιζε Διαμάντω - φέρε αλεύρι κασιδιάρη (απάντηση γυναίκας στον τεμπέλη άντρα της που είχε την αξίωση να τον τρέφει αυτή).
«Στο τέλος παίρνει ο μυλωνάς το ξάϊ».
«Όποιος έχει αλέσει χαίρεται, που αλέθει τραγουδάει, κι όποιος να αλέσει καρτερεί του κώλου του τραβάει». Αναφέρεται στην χαρά κάποιου που έχει τελειώσει ένα δύσκολο έργο, στην χαρά αυτού που προχωράει το έργο και στην αγωνία αυτού που δεν έχει ξεκινήσει ακόμα.
«Η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες». Αφορά αυτούς που θέλουν να φανούν ανώτεροι από ό,τι πραγματικά είναι.
«Γίνεται μύλος». Λέγεται όταν σε ένα μέρος χαλάει ο κόσμος από τη φοβερή φασαρία σαν το θόρυβο του μύλου από το γύρισμα της μυλόπετρας, τον κρότο του νερού, τις συζητήσεις των πελατών και το αδιάκοπο χτύπο του βαρδαριού.
«Θεωρία επισκόπου και καρδιά μυλωνά». Λέγεται για τους ανθρώπους που στην εμφάνιση είναι καλοί αλλά κατά βάθος κακοί.
«Όποιος αέρας κι αν φυσά ο μύλος πάντα αλέθει». Οι επιτήδειοι που είναι κερδισμένοι σε κάθε κατάσταση.
« Σαν την κάτω πέτρα του μύλου». Τεμπέλης όπως η κάτω πέτρα που δεν κουνιέται.
«Της μυλωνούς είν’ ο καημός να βάλει μαύρο ρούχο». Λέγεται για να εκφραστεί ο καημός του καθενός για τις συνθήκες εργασίας του.
«Πολλή βουή στο μύλο μας και το αλεύρι λίγο». Πολλή φασαρία για το τίποτα.
«Η ζυμώτρια επαινιόταν και ο μύλος εκαυχιόταν». Λέγεται για αυτούς που εκμεταλλεύονται άλλων επιτυχίες.
«Αλλού χτυπάει το νερό κι αλλού βροντάει ο μύλος». Παραπλανητικά φαινόμενα.
«Των μυλωνάδων τα παιδιά πεθαίνουν από δίψα». Το νερό άφθονο, η δουλειά πολλή, αδιαφορία για τα παιδιά.
«Ας αλέθει ο μύλος κι ας μουγκρίζει ο χοίρος» ή «ο μύλος να γυρίζει κι ο σκύλος ας γαυγίζει». Κάνε την δουλειά σου κι άσ’ τους να λένε.
«Έβαλε το νερό στ’ αυλάκι». Λέγεται για εκείνους τους ανθρώπους που έβαλαν στη ζωή τους κάποια τάξη, σειρά και βρήκαν κάποια αποκατάσταση.
«Πάει το στόμα του σαν βαρδάρ’». Λέγεται για κείνους που συνεχώς ομιλούν και ασταμάτητα φλυαρούν όπως ακούγεται το βαρδάρ’ να χτυπάει πάνω στην μυλόπετρα.
Αινίγματα Δύο βουβάλια μουγκρίζουνε να βγάλουν άσπρο χώμα. Τι είναι; (ο αλευρόμυλος)
Γύρω-γύρω κάγκελα και στη μέση αλέθει ο μύλος. Τι είναι; (το στόμα με τα δόντια)
Χίλιοι πάνε κι έρχονται και συναπαντιούνται. Τους λιώνουν τα κορμιά τους και τους αλλάζουν το όνομά τους. (Το σιτάρι που αλέθεται και γίνεται αλεύρι).
Δημοτικά τραγούδια
Μαριωρή του Μυλωνά
χάλασ’ο μύλος δε γυρνά
ένα δόντι όλο σπάει
και το άλεσμα χαλάει
Μαριωρή, βρε Μαριωρή
χάλασ’ ο μύλος, δεν μπορεί
ούτε στρίβει ούτε αλέθει
κι όλο μας χαλάει το κέφι
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
ΓΙΑΝΝΗ ΜΗΤΑΚΗ
Η συγγραφή του βιβλίου έχει βασιστεί σε αφηγήσεις της Μαρίας Ντούρμα-Μητάκη τόσο στο ιστορικό του μύλου όσο και στα τεχνικά χαρακτηριστικά και την λειτουργία του νερόμυλου. Γεννήθηκε το 1937 και μεγάλωσε στο μύλο κι έμεινε εκεί έως το 1961. Στο μόνο που δεν μας ικανοποίησε ήταν σε αφηγήσεις για νεράιδες, ξωτικά και άλλα … μεταφυσικά φαινόμενα. Όπως μας είπε αν και μεγάλωσε στον μύλο ποτέ δεν είδε κάτι από αυτά.
ΠΗΓΕΣ
Δημήτρη Σέττα Οι νερόμυλοι Α.Ε.Μ
Γιάννη Γιαννούκου Το ξεχειμώνιασμα στη Στενή Διρφυακά
Γιάννη Γιαννούκου Επαγγέλματα στη Στενή Διρφυακά Νέα
Γεωργία Καρδιόλακα Τα παραμύθια της Στενής Διρφυακά
Δημήτρης Γιαννούκος Το Χρονικό της Στενής
Δεν λαλείς καημένο αηδόνι
Τα λόγια ενός ευρωπαίου περιηγητή της Ελλάδας τον 19ο αιώνα, χαρακτηριστικά για τον υδάτινο πλούτο των ορεινών περιοχών παραμένουν διαχρονικοί εκφραστές μιας ξεχασμένης αλήθειας“...μας μίλησαν για μεγάλα κοπάδια προβάτων, για δάση από βελανιδιές και έλατα, αλλά και για αμέτρητα βουνίσια ρέματα που ποτέ δεν στερεύουν το καλοκαίρι και το νερό τους είναι πολύ κρύο δεν μπορείς να το πιείς”.
Οι πηγές του δάσους της Στενής, του Αγίου Στεφάνου και οι Καμπιώτικες πηγές, δημιουργούν τους δυο κύριους παραποτάμους του Λήλα. Στο διάβα τους παρασέρνουν γόνιμο υλικό, την αλίπασα που δημιούργησε και τη μεγάλη γονιμότητα του Ληλάντιου Πεδίου.
Για αυτή την ευλογημένη γη, οι δυο μεγάλες δυνάμεις της αρχαίας εποχής πολέμησαν και καταστράφηκαν κι οι δυο. Για την Χαλκίδα και την Ερέτρια αυτός ο πόλεμος ήταν μοιραίος. Είχαν προλάβει όμως να μεταφέρουν τον ευβοϊκό πολιτισμό σε όλη τη Μεσόγειο και το Κυμαϊκό αλφάβητο στη Δυτική Ευρώπη.
Στενή και Βούνοι
Ο μύλος της Σταματάρας είναι κτισμένος ανάμεσα στην Κάτω Στενή και πολύ κοντά στους Βούνους στη δεξιά κοίτη του παραπόταμου του Λήλα, του ποταμού της Στενής. Κι ενώ η Στενή είναι καινούργιο χωριό, το 1790 όπως λέει η παράδοση οι κάτοικοι της περιοχής Σκουντέρι μετοίκησαν 7 χιλιόμετρα βορειότερα και έκτισαν τη Στενή, οι Βούνοι είναι αρχαίος οικισμός όπως μαρτυρούν τα ευρήματα και τα μνημεία που διασώζονται έως σήμερα. Ρωμαϊκά λουτρά, βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες, υπολείμματα πύργου και άλλα ευρήματα μαρτυρούν ίσως και συνεχόμενη οίκηση από τα βάθη των αιώνων.
Είναι πολύ δύσκολο να χρονολογήσουμε από πότε υπάρχει ο μύλος στο συγκεκριμένο σημείο. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι επί τουρκοκρατίας λεγόταν «του Μπολολιά ο μύλος».
Η παραγωγή της Στενής σε σιτηρά και δημητριακά
Μονάδα μέτρησης σιτηρών της εποχής ήταν η Τάλια. 1 Τάλια αντιστοιχούσε σε 9-12 οκάδες αναλόγως τον καρπό. Μια οκά είναι 1288 γραμμάρια. Από το 1860 έως το 1900, όπως έχει καταγραφεί στο «Χρονικό της Στενής», ένας καλός παραγωγός και με ιδανικές συνθήκες παρήγαγε κάθε χρόνο 50 τάλιες σιτάρι, 20 τάλιες κριθάρι, 20 τάλιες καλαμπόκι, 20 τάλιες φάβα, 25 τάλιες ρεβίθια. Και μην ξεχνάμε ότι από αυτή την παραγωγή, έπρεπε να κρατήσουν το σπόρο και για την επόμενη χρονιά, που σε μερικά είδη μπορεί να χρειαζόταν κι ο μισός. Οι αποδόσεις εκείνη την περίοδο δεν ήταν πολύ υψηλές μιας κι ο μόνος τρόπος για να αυξηθεί η παραγωγή ήταν η αμειψισπορά, ένα σύστημα που ακολουθούσαν όλα τα χρόνια. Διάλεγαν περιοχές και έβαζαν την ίδια καλλιέργεια. Την επόμενη χρονιά άλλαζαν περιοχή και σε αυτό συμμετείχαν όλοι. Στις περιοχές που τα χώματα ήταν φτωχά έβαζαν τα «ψιμοκρίθια» τα οποία χρησιμοποιούσαν οι πιο πολλοί για ζωοτροφή. Καλλιεργούσαν ακόμα και στις πιο απότομες πλαγιές που είχαν χώμα. Αν δεν μπορούσαν να πάνε τα ζώα, το σκάψιμο γινόταν με την τσάπα. Οι ανάγκες τούς υποχρέωναν να μην αφήνουν πιθαμή γης ακαλλιέργητη. Ακόμα και τα μανάρια που έπαιρναν μαζί τους στο θέρο τα έδεναν με κοντό σκοινί, έκοβαν χόρτα και τα τάιζαν, επειδή δεν υπήρχε χέρσο χωράφι για να βοσκήσουν.
Τέλη Μάη ξεκινούσαν τα καρποθέρια. Η συγκομιδή δηλαδή των οσπρίων και των δημητριακών. Ακολουθούσε ο θέρος και τον Ιούλιο σειρά έπαιρναν οι βαλμάδες για το αλώνισμα. Ο καρπός έμπαινε στο αμπάρι και ήταν έτοιμος για το μύλο.
Το ψωμί
Όταν ήμουν μικρός, πάντα μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που αντιμετώπιζαν το ψωμί οι ηλικιωμένοι συμπατριώτες μου. Όταν ένα κομμάτι ψωμί έπεφτε κάτω, το έπιαναν με πολλή προσοχή, το φιλούσαν και έκαναν το σταυρό τους. Ήμουν πολύ μικρός και κάθε φορά που γινόταν αυτό το αντιμετώπιζα με ένα συγκαταβατικό χαμόγελο προς τους συνομήλικούς μου. Χρειάστηκε να με πάρει μια φορά ο παππούς μου αρχικά στο όργωμα, που μάλιστα γινόταν πια με τον ξεκούραστο τρόπο, δηλαδή άλογο και σιδερένιο αλέτρι και κατόπιν το καλοκαίρι στο αλώνισμα για να καταλάβω πόσο δύσκολα έβγαινε το ψωμί. Φανταστείτε να είχα πάει και στο θέρο! Βέβαια ο κόπος συνεχιζόταν σε όλα τα στάδια, ώσπου να βγει το καρβέλι από το φούρνο. Η προετοιμασία για το ζύμωμα ξεκινούσε από το προηγούμενο βράδυ. Έπαιρναν το ζυμάρι που είχαν κρατήσει από προηγούμενο ζύμωμα, έβαζαν λίγο χλιαρό νερό και λίγο αλεύρι. Αυτό ήταν το λεγόμενο «ανάπιασμα». Ως το πρωί αυτό είχε φουσκώσει, «αναβατίσει» όπως το έλεγαν. Το ανακάτευαν στη σκάφη με αλεύρι, νερό και λίγο αλάτι, ζύμωναν και έδιναν το σχήμα του καρβελιού το λεγόμενο «πχέρσμα». Τοποθετούσαν τα καρβέλια στην πινακωτή, τα σκέπαζαν να είναι ζεστά και περίμεναν να φουσκώσουν οπότε και ήταν έτοιμα για φούρνισμα.
Στην Πάνω Στενή η κάθε γειτονιά είχε το φούρνο της. Αυτός ήταν ιδιοκτησία κάποιου, αλλά τον χρησιμοποιούσε και όλη η γειτονιά. Στην Κάτω Στενή που υπήρχε περισσότερος χώρος, το κάθε σπίτι είχε το δικό του φούρνο. Έως δώδεκα καρβέλια χώραγαν οι κανονικοί φούρνοι, ενώ οι μικροί τέσσερα με πέντε. Οι χαμόφουρνοι ήταν πρόχειρες κατασκευές που έφτιαχναν συνήθως στα κονάκια τους και σε λίγες περιπτώσεις στο χωριό.
Από το αλεύρι
Από το αλεύρι που προερχόταν από την άλεση του σιταριού, οι Στενιώτες έφτιαχναν ψωμί, φύλλο (χυλοπίτες), τραχανά γλυκό, τραχανά ξινό, μπουλουγούρι, ενώ αν υπήρχε το αλεύρι στον ντάλαρο μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να φτιάξουν τηγανόψωμα, καλαπόδια, σταχτοκουλούρες, π’ταλιές, κουρκούτι, κουρκόπιτα και φτιαχτά μακαρόνια, αλλά και γλυκά, όπως τηγανίτες (λουκουμάδες), μπακλαβά, μελομακάρονα και δίπλες.
Από το κριθάρι έφτιαχναν το κριθαρένιο ψωμί και το πολύσπορο (σμιγάδι).
Από το καλαμπόκι την μπομπότα και την κατσαμάγκα.
Το καλαπόδι είναι το πιο γευστικό τυροπιτάρι της Στενής. Ανοίγουν φύλλο, ανακατεύουν ξινοτύρι (στη σημερινή εποχή φέτα) με αυγά και γεμίζουν το φύλο με αυτό το μείγμα και δίνοντάς του σχήμα φακέλου. Σε όλη τη διάρκεια του τηγανίσματος η νοικοκυρά πατάει με το πιρούνι της το καλαπόδι για να τηγανιστεί καλύτερα. Για τα τηγανοψώματα (τηγανόψωμα) φτιάχνουν ζυμάρι το πλάθουν και στη μέση βάζουν το τυρί ή κάποιες φορές και χόρτα, ειδικά στις νηστείες. Του δίνουν το στρογγυλό σχήμα μέσα στο τηγάνι. Η π’ταλιά είναι επίσης τηγανόψωμο αλλά χωρίς τυρί. Τρώγεται σκέτη ή με μέλι πάνω της.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
ΓΙΑΝΝΗ ΜΗΤΑΚΗ
Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
…..Μήτε κι η σιωπή είναι πια δική σου
εδώ που σταμάτησαν οι μυλόπετρες…….
Γ. Σεφέρης
Μέσα σε ειδυλλιακό τοπίο που μόνο σε περιγραφές παραμυθιών μπορείς να συναντήσεις, ήταν χτισμένος ο νερόμυλος. Βαθύσκιωτα πλατάνια και εύφορα περιβόλια έδιναν την όψη ενός επίγειου παράδεισου. Η βοή του νερού και ο ήχος που έβγαζε το βογκητό των μυλόπετρων γέμιζαν το ρέμα του Λήλα.
Ο μύλος της Σταματάρας, είναι ο πιο γνωστός και πιο παλιός από όλους τους μύλους της περιοχής. Όλα τα γύρω χωριά, αλλά ακόμα και τα πιο απομακρυσμένα τον προτιμούσαν. Στενιώτες, Βουναΐτες, Γιδιώτες, Καθενιώτες, Παλιουραίοι, Λουτσαΐτες, Αϊθανασώτες, Πουρνιώτες, Θεολογίτες, Μακρυκαπιώτες μαζεύονταν και έμπαιναν στην αράδα προκειμένου να αλέσουν.
Σταμάτησε τη λειτουργία του το 1968 όταν συγκεντρώθηκε το νερό του Αγίου Στεφάνου και πουλήθηκε στην Αρτάκη (η συμφωνία είχε υπογραφεί πέντε-έξι χρόνια πριν). Βέβαια αυτό δεν έγινε αναίμακτα μιας και οι κάτοικοι του χωριού αντιστάθηκαν στην πώληση με καυγάδες, πετροπόλεμο και συγκρούσεις με την αστυνομία. Χωρίς το νερό των πηγών του Αγίου Στεφάνου το ποτάμι της Στενής έχει επαρκές νερό μόνο το χειμώνα.
Αυτό ήταν το τέλος εποχής για τον μοναδικό σε λειτουργία νερόμυλο τότε, όσο και για τα πιο εύφορα περιβόλια της Στενής. Η αλλαγή αυτή αφορούσε όλο το χωριό, μιας και όλοι οι κάτοικοι είχαν ένα κομμάτι σε αυτή την ευλογημένη γη και έβγαζαν περιβολικά και προμήθειες για όλο το χρόνο, όπως πελτέ ντομάτας, φασόλια ξερά, κουκιά, αποξηραμένες μελιτζάνες, κρεμμύδια, σκόρδα. Έως το 1978 τόσο το σπίτι όσο και ο μύλος ήταν σε καλή κατάσταση. Μια φωτιά όμως που έβαλε κτηνοτρόφος και ξέφυγε από τον έλεγχό του ήταν ο λόγος που κάηκαν τα ξύλινα μέρη του ταβανιού με αποτέλεσμα να προκληθούν ζημιές μη αναστρέψιμες.
Η καθημερινότητα στο μύλο πριν από 80 χρόνια
Ιδιοκτήτες του μύλου
Πέντε άτομα ήταν στο μύλο το 1938. Ο Κωνσταντής Ντούρμας, η γυναίκα του Ελένη και αδερφή της Τασά. Καθώς κι οι κόρες τους, Σταμάτω και Μαρία. Ο Κωσταντής πήγε γαμπρός στο μύλο και ήταν από τους Ντουρμαίους. Η γυναίκα του και η αδερφή της είχαν κληρονομήσει το 1933 το μύλο από τη μάνα τους Σταμάτω (Σταματάρα). Άνδρας της Σταματάρας ήταν ο Χρήστος Παπαναστασίου από τους Καλαματαίους. Από αυτό το σόι προερχόταν και ο θρυλικός καπετάνιος της Στενής στα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Η περιγραφή είναι από αφηγήσεις της Μαρίας Ντούρμα –Μητάκη, που μεγάλωσε στο μύλο, έτσι όπως τα έζησε και έτσι όπως της τα είπαν. Περιγράφεται με λεπτομέρειες το σπίτι, ο τρόπος ζωής και η καθημερινότητα. Στο τεχνικό μέρος της λειτουργίας των νερόμυλων αναφερθήκαμε παραπάνω. Η τεχνική λειτουργία των νερόμυλων είναι ίδια οπότε δεν χρειάζεται επιπλέον αναφορά. Στα κείμενα που ακολουθούν δίνουμε βάση στην καθημερινότητα. Η αναφορά ξεκινά από τα τέλη της δεκαετίας του 1930. Ο Κώστας Ντούρμας αν και ήταν μυλωνάς καλλιεργούσε μόνος του και τα δικά του σιτηρά και δημητριακά. Όπως αναφέρεται πάρα κάτω, η ιδιαιτερότητα του μύλου σε σχέση με άλλους μύλους, είναι η πολύ μεγάλη παραγωγή περιβολικών, αλλά και όλων των προϊόντων πρωτογενούς παραγωγής. Τώρα η απάντηση στο ερώτημα «τι γινόταν όλος αυτός ο πλούτος;» είναι απλή. Απλώς τα μοιράζονταν με τον κόσμο χωρίς ανταλλάγματα.
Το σπίτι
Το σπίτι ήταν δίπατο κτισμένο με πέτρες και μεγάλα αγκωνάρια, αρκετά μεγάλο και ευρύχωρο για τα δεδομένα της εποχής. Στο ισόγειο, το κατώι. Εκεί υπήρχε το βαρέλι με το κρασί, το αμπάρι για το σιτάρι και το κριθάρι, η σεντούκα για το καλαμπόκι, τη φάβα, τα διάφορα όσπρια (φάβα, φακές, κουκιά, γυφτοφάσουλα, ρεβίθια και φασόλια), ο ντάλαρος για το αλεύρι, η π’νιότα για τις ελιές, το πιθάρι για το λάδι, τα τουλούμια για το τυρί, τα πιθάρια για τον πασπαλά. Στην άλλη πλευρά οι ζωοτροφές, ο καρπός για τα ζώα και ο μπλέχτης με το σανό.
Το κατώι επικοινωνούσε απευθείας με το πάνω σπίτι μέσω του καταρράχτη. Μια τετράγωνη τρύπα, που έκλεινε και άνοιγε με μια μικρή πόρτα και μια σκάλα ξύλινη στημένη μόνιμα για να ανεβοκατεβαίνει η οικογένεια. Χρήσιμος ο καταρράχτης για πολλούς λόγους αλλά κυρίως για τους βαρείς χειμώνες που δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το χαγιάτι και τις σκάλες λόγω του πολύ χιονιού. Με αυτόν τον τρόπο είχαν πάντα πρόσβαση στις αποθήκες και στα ζώα τους. Ο πάνω όροφος ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο χωρισμένο στα δυο με καλαμωτή.
Στον ένα χώρο ήταν η κρεβατοκάμαρα, τα σεντούκια και ο γιούκος. Τα κρεβάτια είχαν σανίδες πάνω σε σιδερένια πόδια και στρώματα από βρωμαριά. Στο άλλο δωμάτιο το τζάκι, ο σοφράς, τα καρεκλάκια, η κοφινίδα για το ψωμί, ο αργαλειός. Τα μαγειρικά σκεύη ήταν κρεμασμένα στον τοίχο, στο παλιθούρ’. Άλλα χρήσιμα πράγματα της κουζίνας αυτά που αγόραζαν συνήθως αλάτι, πιπέρι, ζάχαρη και διάφορα μπαχαρικά όπως κανέλα, γαρύφαλλο, μοσχοκάρυδο για τα γλυκά των Χριστουγέννων κ.λπ.
Έξω από το πάνω δωμάτιο ήταν το χαγιάτι όπου εκεί έβρισκες κρεμασμένο ό,τι μπορείς να φανταστείς: τσάι, ρίγανη, θρούμπι, θυμάρι, σπόρους για τα περιβολικά της άλλης χρονιάς, ρόδια, κρεμμύδια, σκόρδα, κυδώνια, μελιτζάνες σε πλεξάνες (αρμάθες), λουκάνικα το χειμώνα, σουτζούκια από μούστο κ.λπ.
Στη γωνιά υπήρχε ο περιστερώνας. Τα πιτσούνια ήταν ξεχωριστή λιχουδιά. Τα έκαναν βραστά πάντα με κάτι άλλο, συνήθως μακαρόνια. Στη μέση του χαγιατιού ήταν η πέτρινη σκάλα.
Αριστερά του μύλου ο φούρνος. Είχε αλλάξει θέση μιας και πιο παλιά βρισκόταν στα δεξιά του μύλου. Συνηθισμένο κέρασμα από τις μυλωνούδες η προπύρα: μικρά ψωμάκια που κάποιες φορές τα γέμιζαν με τυρί.
Τα ξύλα για το φούρνο και τα τζάκια τα κουβαλούσαν από το λόγγο. Όλα τα νοικοκυριά είχαν τη μερίδα τους στο δάσος της Στενής και από εκεί έπαιρναν τα ξύλα τους. Για το μύλο που είχε δυο τζάκια και το φούρνο οι ανάγκες ήταν πάνω από εκατό φορτώματα ξύλα το χρόνο. Και λέγοντας φόρτωμα εννοούμε ένα καλά φορτωμένο υποζύγιο. Ήταν η εποχή που στο δάσος είχε πολλούς ανθρώπους που δούλευαν μέσα σε αυτό όπως και πολλούς γιδάρηδες. Πολλοί είχαν μπολιάσει τις καστανιές και μάζευαν ήμερα κάστανα, κάποιοι άλλοι είχαν φυτέψει μηλιές και κερασιές.
Την αφθονία αγαθών του μύλου τη συμπλήρωναν τα ζώα: γίδες, κότες, πάπιες και τα υποζύγια. Το κοτέτσι ήταν κολλητά στο σπίτι. Μετά το αλώνισμα ανέβαζαν τις κότες και τα κοτόπουλα στα αλώνια, αφ’ ενός για να φάνε τα σκύβαλα και αφετέρου να τα απομακρύνουν από τα περιβόλια που είχαν ξεκινήσει να παράγουν. Τα έβαζαν σε μεγάλες κασόνες και τα φόρτωναν στα υποζύγια. Στα αλώνια έφτιαχναν ένα πρόχειρο κοτέτσι. Φύλακες άγρυπνοι για τα πουλερικά του μύλου τα σκυλιά, δεν άφηναν αλεπού ή κουνάβι να ζυγώσει. Η κυρία Μαρία θυμάται ακόμα τα ονόματα των σκυλιών του μύλου γύρω στα 1950. Ο Βέλιος και ο Παγώνης. Ο Παγώνης είχε κενό από τρίχες στο κεφάλι του μιας και τον είχε δαγκώσει οχιά και χρειάστηκε επέμβαση για να βγει το δηλητήριο. Χειρουργικό εργαλείο τα αγκάθια της αγκορτζάς. Τη φοράδα την έλεγαν Κούλα, το γαϊδούρι Μπρίκι και το μουλάρι Μαρίκα (!). Η Μαρίκα είχε την ιδιαιτερότητα ότι δεν περνούσε ποτέ κάτω από το χωριό Γίδες. Μόλις ζύγωνε σε αυτό το χωριό «μουλάρωνε» ανεξήγητα και γύριζε μόνο του πίσω στο μύλο.
Πόσιμο νερό
Πενήντα μέτρα δεξιά του μύλου υπήρχε μια πηγή που την έλεγαν του Αϊ- Γιάννη, άγνωστο γιατί ονομαζόταν έτσι. Από εκεί έφερναν νερό με τις στάμνες για πόσιμο.
Με το νερό της αμπολής έπλεναν ρούχα και έκαναν κι άλλες δουλειές, αλλά δεν το χρησιμοποιούσαν ποτέ για πόσιμο γιατί ήταν «ξεσκέπαστο». Δίπλα στο ποτάμι έβγαινε νερό σε πολλά σημεία που τα έλεγαν «βρύσες», έκαναν γούρνα και έπιναν νερό και από εκεί. Το νερό αυτό ανήκε στο ποτάμι, απλώς σε κάποιο σημείο έφευγε ακολουθούσε άλλη διαδρομή φιλτραριζόταν από το χώμα και έβγαινε αλλού.
Ο μύλος
Κολλημένος στο δίπατο σπίτι ο μύλος ήταν χαμηλοτάβανος. Δίπλα στο μύλο υπήρχε μια μικρή κάμαρα. Μέσα σε αυτή την κάμαρα υπήρχε τζάκι, μιας και εκεί κοιμόταν όποιος είχε βάρδια στο μύλο, οι αλεστές κυρίως αυτοί που ήταν από μακριά και γενικά τις κρύες ημέρες ήταν το μέρος που γίνονταν όλες οι κοινωνικές συναναστροφές.
H δέση ήταν γύρω στα τετρακόσια μέτρα πιο ψηλά στο ποτάμι. Το χτίσιμο της δέσης γινόταν πάντα μετά το χειμώνα που είχε υποστεί φθορές που κάποιες φορές ήταν και ολικές και είχε σαν βάση πασσάλους τους οποίους κάρφωναν μέσα στο ποτάμι κάθετα. Πάνω σε αυτούς τους πασσάλους κάρφωναν οριζόντια ξύλα. Κατόπιν έκαναν ένα στρώμα με αστοφιές και σπάρτα. Η αστοφιά είναι ένας θάμνος που υπάρχει παντού στην περιοχή μας. Από την αστοφιά άλλωστε έφτιαχναν και τα σαρώματα (σκούπες). Τα σπάρτα είναι επίσης παντού και από αυτά με την κατάλληλη επεξεργασία έφτιαχναν ρούχα, τσουβάλια κ.λπ. Αυτούς τους θάμνους λοιπόν τους έδεναν και τους έσφιγγαν. Ακολουθούσε το τρίτο στρώμα το οποίο ήταν το χώμα. Έβαζαν λίγο-λίγο και το πάταγαν ώστε να γίνει συμπαγές. Η υπόλοιπη δέση συμπληρωνόταν με αυτά που κατέβαζε το ποτάμι. Η δέση ήθελε συντήρηση και πολλές φορές ανακατασκευή από την αρχή, αν τα νερά του ποταμού ήταν πολύ ορμητικά το χειμώνα.
Το νερό ερχόταν στο μύλο από την αμπολή που ήταν χωμάτινη και ήθελε συντήρηση τουλάχιστον δυο φορές την εβδομάδα.
Αριστερά του μύλου έβαζαν περιβόλια και αυτά ποτιστικά από το νερό της δέσης. Ήσαν ίσως τα πιο εύφορα περιβόλια της Στενής. Κλαρωτά φασόλια, ψαχνιώτικα χαμοφάσουλα, ντομάτες, μελιτζάνες, κολοκυθάκια, λύρες, κρεμμύδια, καρπούζια, πεπόνια κ.λπ. Στις άκρες καρυδιές και ροδιές.
Μπροστά από το μύλο και έως το ποτάμι μετά το μονοπάτι (το σημερινό αγροτόδρομο) εκμεταλλεύονταν το νερό που έφευγε από το ζουριό και έβαζαν κι εκεί περιβόλι. Στις άκρες συκιές, ροδιές, καρυδιές, μουριές και μια κυδωνιά.
Ο μύλος και τα περιβόλια της αμπολής δεν είχαν νεροκράτη. Απλώς δυο φορές την εβδομάδα ο μύλος δεν λειτουργούσε για να ποτίζουν και οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού τα περιβόλια τους Πέμπτη και Κυριακή από ήλιο σε ήλιο.
Η παραγωγή του μύλου εξαρτιόταν από το πόσο μεγάλο ήταν το σιφούνι, το ύψος της κρέμασης και το μέγεθος που είχαν οι μυλόπετρες. Όταν ρωτήσαμε την κυρία Μαρία για την απόδοση του μύλου ανά ώρα μας είπε:
«Σαματ’ είχαμ’ ώρα τότε. Βάζαμ’ δυο τσουβάλια μαζί γύρου στα 100 κ’λά και έκαναν μ’ση και μπουρεί και μια ώρα για να αλέσνε». Το σιφούνι που έπαιζε μεγάλο ρόλο στην αποδοτικότητα του μύλου ήταν τρία με τέσσερα δάχτυλα (έτσι το μέτραγαν τότε την τρύπα, με τα δάχτυλά τους) μπροστά και δυο δάχτυλα πίσω.
Για να φανεί η διαφορά αρκεί να αναφέρουμε ότι σιφούνι με δυο δάχτυλα έκανε τετραπλάσιο χρόνο να αλέσει την ίδια ποσότητα. Επίσης μας είπε ότι το χάραγμα της πέτρας με το μυλοκόπι ήταν καθημερινή δουλειά μιας και αυτός ο μύλος δούλευε συνεχώς. Το πρώτο σιτάρι που έβαζαν μετά από κάθε χάραγμα ήταν μια μικρή ποσότητα δική τους. Το αλεύρι που έβγαινε από εκεί το κοσκίνιζαν πολύ καλά για να ξεχωρίσουν τα υπολείμματα της μυλόπετρας.
Τα αλεστικά που έπαιρναν ήταν το 5% και για μέτρημα είχαν ένα μεταλλικό δοχείο το οποίο στην μια πλευρά είχε μια οκά και στην άλλη πλευρά μισή οκά.
Φύρα δεν υπήρχε στο άλεσμα μιας και οι μύλοι δεν διαχώριζαν το πίτουρο από το αλεύρι. Το έκαναν στο σπίτι οι νοικοκυρές με το κοσκίνισμα. Ήταν ο μοναδικός μύλος που δεν έβγαζε καθόλου φύρα, ένας επιπλέον λόγος για να τον προτιμήσουν. Οι παρεμβάσεις που έγιναν στο μύλο τα τελευταία χρόνια φαίνονται μιας και η δέση ήταν τσιμεντένια και τα βαρέλια του καταρράχτη μεταλλικά.
Εποχές του χρόνου
Η ζωή στο μύλο ξεκίναγε νωρίς από τις πέντε και το βράδυ πήγαιναν για ύπνο με τις κότες όπως έλεγαν. Όλες οι ασχολίες αφορούσαν στην εξασφάλιση και επεξεργασία του φαγητού της χρονιάς και κατά δεύτερο λόγο στην ένδυση. Είχες μόνο ό,τι μπορούσες να παράγεις ή να κατασκευάσεις μόνος σου. Είναι η εποχή που στα χωριά δεν υπήρχαν χρήματα και λειτουργούσε ακόμα η ανταλλακτική οικονομία με τα πλεονάσματα της παραγωγής τους. Για τους μυλωνάδες της εποχής απαραίτητο προϊόν ήταν το πετρέλαιο. Η λειτουργία του μύλου απαιτούσε δυνατό φωτισμό τα βράδια που μόνο οι λάμπες πετρελαίου προσέφεραν. Ο λύχνος που έκαιγε λάδι προσφερόταν μόνο για το σπίτι. Συνηθισμένο μέσο ανταλλαγής τα αυγά. Έψαχναν, κάποιες φορές και σε άλλο χωριό, ποιος μπακάλης χρειαζόταν τα αυγά για να σου τα αλλάξει με πετρέλαιο.
Τα σύνορα της Στενής και των Βούνων είναι είκοσι μέτρα περίπου από το σημείο που είναι χτισμένος ο μύλος και το χωριό απέχει 300 μέτρα. Οπότε οι κοινωνικές σχέσεις ήταν πιο συχνές με τους κατοίκους του χωριού Βούνοι λόγω απόστασης. Εκεί γιόρταζαν κάποιες γιορτές όταν δεν μαζεύονταν στο μύλο, όπως π.χ. τις Απόκριες μαζί με οικογένειες φίλων. Όπως σε όλες τις γιορτές χόρευαν με τραγούδια των καλλίφωνων της παρέας.
Οι ιδιοκτήτες του μύλου έβαζαν τα δικά τους δημητριακά και σιτηρά. Όργωμα στο σποριά και θέρος και αλώνισμα το καλοκαίρι. Καλλιεργούσαν πατάτες στο βουνό. Μάζευαν χόρτα, βρούβες, ζουγκιά, ραδίκια και από μανιτάρια, σαλιάρες και γαλαυτάκια. Περιποιούνταν το αμπέλι τους στον Αι-Νικόλα. Στην περιοχή, όταν ο χειμώνας ήταν βαρύς, υπήρχαν ημέρες που δεν μπορούσαν να ξεμυτίσουν από το σπίτι τους. Το χιόνι έφτανε ως το χαγιάτι και η μόνη πρόσβαση στα ζώα και τις αποθήκες ήταν από τον καταρράχτη. Τα ζώα ήταν μέσα στο κατώι και αυτά που δεν κρύωναν, όπως τα πρόβατα με το πυκνό τρίχωμα, ήταν κάτω από το χαγιάτι που δεν τα έπιανε βροχή.
Μια μέρα της άνοιξης
Από τις πέντε το πρωί ήταν όλοι στο πόδι. Πάντα είχαν εργάτη μιας και τρία παραγωγικά άτομα στο μύλο δεν ήταν αρκετά.
Το πρωινό ήταν συνήθως ένα από τα παρακάτω: γάλα από τα μανάρια που μόλις τα είχαν αρμέξει, τραχανάς, κουρκούτι, τηγανοψώματα, π’ταλιές. Για τα παιδιά αγαπημένο πρωινό η «μπουκουβάλα», ψιλοτριμμένο ψωμί και τυρί που το έσφιγγαν μέσα σε ένα μαντήλι πολύ δυνατά ώστε να βγει σε σχήμα μεγάλης στρογγυλής σφαίρας. Βασική δουλειά ο μύλος και ο καθένας είχε τη βάρδια του. Μαζεύονταν όλοι μόνο όταν ήθελαν να χαράξουν την πέτρα με το μυλοκόπι, πράγμα που σχεδόν γινόταν κάθε μέρα όταν είχε συνεχόμενη δουλειά. Παράλληλα κάποιος φρόντιζε τα ζώα: να τα αρμέξει, να τα βγάλει για βοσκή, να αμολήσει τις κότες, τις πάπιες. Μετά πήγαιναν στα περιβόλια για σκάλισμα, πότισμα ή ό,τι άλλο χρειαζόταν. Παράλληλα όμως γίνονταν και οι δουλειές του σπιτιού, μαγείρεμα, πλύσιμο, λάτρα, σίδερο.
Της Αγιά-Σωτήρος
Της Αγιά-Σωτήρος ήταν και είναι το μεγάλο πανηγύρι των Βούνων. Ήταν η μόνη ημέρα που οι άγραφοι νόμοι επέτρεπαν το ψάρεμα. Άγραφοι νόμοι, σεβαστοί όμως από όλους. Μια φορά μόνο το χρόνο ψάρεμα στο ποτάμι για να έχουν ψάρια και του χρόνου. Αυτό που επιτρεπόταν συνεχώς να πιάνουν ήταν τα καβούρια που τα έκαναν τηγανιτά. Τα χέλια ,τουλάχιστον στο μύλο, δεν τα έτρωγαν επειδή έμοιαζαν με φίδια. Το ψάρεμα ήταν πολύ εύκολο μιας και το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να βάλουν ένα κοφίνι στο τέλος της αμπολής και να κόψουν το νερό για να μην μπορούν τα ψάρια να γυρίσουν. Το κοφίνι γέμιζε πολύ γρήγορα ψάρια.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΑΚΗΣ