steni.gr
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς και είχε μια πολύ όμορφη κόρη.
Έρχονταν οι γαμπροί και τη ζητούσαν, αλλά ο βασιλιάς ήταν στριμμένος και δεν ήθελε κανέναν.
Λέει λοιπόν μια μέρα ο βασιλιάς.
Όποιος την καταφέρει να τον παντρευτεί, να την πάρει να ησυχάσουμε, αλλά όποιος θέλει να την παντρευτεί και δεν τα καταφέρει θα τον σκοτώσω.
Αλλά αυτός είχε πει της βασιλοπούλας κρυφά. «όταν έρχονται γαμπροί και σε ρωτάνε εσύ θα λες πάντα όχι».
Πήγε λοιπόν ένας πλούσιος γαμπρός και της λέει. Θέλεις να με παντρευτείς; Όχι, έλεγε αυτή.
Με αγαπάς; Όχι.
Θες να κοιμηθούμε μαζί; Όχι.
Όχι το ένα, όχι το άλλο, στο τέλος τον σκότωσαν το γαμπρό.
Πάει άλλο βασιλόπουλο.
Θα με παντρευτείς; Όχι.
Μ΄ αγαπάς; Όχι
Όχι, όχι, όχι…
Στο τέλος τον σκότωσαν κι αυτόν.
Πήγαν κι άλλοι πολλοί, αλλά κανένας δεν την κατάφερε να πει «Ναι» και όλους τους σκότωσαν.
Μέχρι που ήρθε ένας κουρελής, φτωχός, με βρώμικα ρούχα.
Βρε παιδί μου, τόσοι και τόσοι πήγανε με λεφτά και χρυσάφια και δεν τα κατάφεραν που πας εσύ; Θα σε σκοτώσουνε, του έλεγαν όσοι μάθαιναν τους σκοπούς που είχε.
Εγώ θα πάω κι ας με σκοτώσουνε. Πάει λοιπόν και της λέει.
Βασιλοπούλα μ΄αγαπάς Όχι.
Θα σε πείραζε να παντρευτούμε; Όχι.
Θα σε πείραζε να κοιμηθούμε μαζί; Όχι.
Κι έτσι ο βασιλιάς αναγκάστηκε να του τη δώσει, γιατί το είχε υποσχεθεί.
Διήγηση Μαρία Ντούρμα-Μητάκη
---
Όχι – Το παραμύθι της παντρειάς
Το παραμύθι αυτό είναι μια αρκετά σαφής αναπαράσταση της πολιτικής του φλερτ, πριν τον απαραίτητο γάμο, κατά την οποία μια καθώς πρέπει κοπέλα της παντρειάς οφείλει να δείχνει ακατάδεχτη, ώστε να θεωρηθεί φρόνιμη. Ο πατέρας που διστάζει να παντρέψει την κόρη του, είναι πασίγνωστο και πολύ διαδεδομένο μοτίβο σε πολλές παραδόσεις. Οι λόγοι ποικίλουν από μύθευμα σε μύθευμα. Άλλοτε ο πατέρας έχει αδυναμία στην κόρη του ή κάποιες φορές είναι κι ερωτευμένος μαζί της (Γκριμ). Άλλες φορές ζητάει σε αντάλλαγμα κάτι που δεν μπόρεσε να βρει για να τη δώσει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο βασιλιάς είναι απλώς «στριμμένος» και οι ζωές των γαμπρών δε σημαίνουν τίποτα γι’ αυτόν. Η επιθυμία της κόρης δεν είναι ξεκάθαρη. Δεν καταλαβαίνουμε αν εκτελώντας την επιθυμία του πατέρα της πέφτει θύμα της εξυπνάδας του τελευταίου γαμπρού ή γίνεται συνένοχός του, πάντα κατά τις διαταγές του βασιλιά. Είναι πολύ πιθανό ο διακανονισμός εκείνη την εποχή να μη συμπεριλάμβανε την ενδιαφερόμενη. Η συμφωνία τελούταν μεταξύ των οικογενειών. Αυτός ο τρόπος, αν και όχι τόσο αξιοκρατικός ή δίκαιος, ήταν αρκετά βολικός, εφ’ όσον ο προορισμός της γυναίκας ήταν να παντρευτεί όσο πιο καλά γίνεται και να κάνει οικογένεια. Το φλερτ πριν το γάμο, θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν μπόνους για τους μελλοντικούς συζύγους. Η δεξιότητα του γαμπρού έγκειται στο να βρει το αδύναμο σημείο στον εξωφρενικό όρο του δύσκολου πατέρα. Συνήθως η λύση στο αίνιγμα είναι τόσο απλή όσο και έξυπνη, όμως ο γαμπρός είναι κατά κανόνα φτωχός. Μια ενδιαφέρουσα εκδοχή του ίδιου παραμυθιού από την Ιταλία, αναφέρεται σε έναν βασιλιά, που ήθελε ο γαμπρός του να του δώσει κάτι που δεν του έχουν δώσει ποτέ. Αφού συσσωρεύτηκαν στο παλάτι του όλα τα πλούτη του κόσμου κι εκείνος δεν έβρισκε κάτι που να μην το είχε ξαναπάρει, ήρθε ένας ζητιάνος και του έδωσε ένα χαστούκι.
Γεωργία Καρδιόλακα
Ήταν μια καλικαντζαρού γκαστρωμένη κι ήταν έτοιμη να γεννήσει στο μύλο της Μαυροπλιάς.
Πήγανε τα σκαρκατζούλια στη μαμή Σοφίτσα. Αυτή βγήκε έξω με το δαυλί γιατί φοβόταν. «Αν βγαίν’ς με δαυλί τα σκαρκαντζούλια φοβούντι».
Μπροστά η μαμίτσα με το δαυλί με τσ’ καλικατζάρους από πίσω, φτάσανε στο μύλο. Η μαμίτσα τσ’ έβγαλ’ όξω και μπήκε να ξεγεννήσει την καλικαντζαρού.
Οι καλικάντζαροι φώναζαν απ’ όξω «Άμα κάν’ αγόρι, λίρες και φλουριά, άμα κάν’ κουρίτσι, κάρβουνο τα φλουριά».
Η καλικαντζαρού γέννησε κορίτσι.
Η μαμίτσα φοβήθηκε κι έβαλε στο νεογέννητο ένα τσουτσούνι κέρινο. Και το τύλιξε καλά το μωρό να μη φαίνεται.
Άνοιξε στα σκαρκαντζούλια και τους λέει «αγόρι είναι» και τους λέει να μην ανοίξουν τα φασκιά ως να πάει σπίτι.
Πήρε τα φλουριά κι έφυγε. Οι καλικάντζαροι δεν κρατηθήκαν από τη χαρά τους κι ανοίξαν τις πάνες.
Έλα που το κερί είχε παγώσει!
Ξεκόλλησε, το κερί και πάει το τσουτσούνι.
Οι καλικάντζαροι λυσσάξαν τώρα. Κάνουν κατά το σπίτι της
μαμίτσας και φωνάζαν: «Μαμίκο, μαμίκο, κερένια τα ψωλιά, κάρβουνο τα φλουριά.»
Η μαμίτσα βγαίνει όξω με ένα δαυλί και χαθήκαν τα σκαρκαντζούλια.
Διήγηση Μαρία Ντούρμα-Μητάκη
---
Τα Σκαρκαντζούλια κι η Μαμή
Το αθυρόστομο παραμύθι
Ο μύθος με την πραγματικότητα είναι γερά πλεγμένα σ’ αυτό το παραμύθι.
Η μαμή Σοφίτσα (Σοφία Παπαναστασίου), ήταν υπαρκτό πρόσωπο και ο μύλος της Μαυροπλιάς είναι η σημερινή καφετέρια «Μύλος».
Τα σκαρκαντζούλια είναι οι καλικάντζαροι που βγαίνουν τα Χριστούγεννα. Είναι πλάσματα που φοβούνται το φως και τη φωτιά. Περιγράφονται άσχημα, ζημιάρικα, κατεργάρικα και ανόητα, γι’ αυτό μπορεί κανείς εύκολα να τα ξεγελάσει. Εντούτοις, παιδεύουν όσο μπορούν τις νοικοκυρές, όταν δεν είναι απασχολημένα, κόβοντας το δέντρο που κρατάει τη γη. Οι νοικοκυρές πρέπει να σταματήσουν να πλέκουν την Πρωτοχρονιά, πριν έρθουν τα σκαρκαντζούλια, γιατί αν αυτά βρουν βελόνα τους τρυπάνε τον πισινό.
Για να αποφευχθούν τέτοια δεινά, οι συνετοί ρίχνουν στο τζάκι αλάτι και πιπέρι, ώστε όταν κατέβουν αυτά από την καμινάδα να καθυστερήσουν ξεχωρίζοντας τους κόκκους κι έτσι να τα προλάβει το ξημέρωμα και να εξαφανιστούν. Το ότι η μαμή κλήθηκε να παραβρεθεί στο μύλο είναι απολύτως συμβατό με τα παραδοσιακά δεδομένα, που θέλει τα δαιμόνια και τα τελώνια να εμφανίζονται κοντά σε νερό. Η αθυροστομία του συγκεκριμένου παραμυθιού αποτελεί παράδοση. Η διασκέδαση τη νύχτα μετά τον κάματο δεν νοείται να είναι ηθικά εμπεριστατωμένη. Συνεπώς τα προστυχόλογα που λέγονταν στην παρέα, σκόπευαν σε τρανταχτά γέλια και οι παραμυθάδες συναγωνίζονταν στην τέχνη της αθυροστομίας. Όσο πιο πρόστυχα είναι τα λόγια, τόσο πιο πολύ κέφι κάνει η παρέα. Πέρα απ’ αυτό όμως, υπάρχει και η έννοια του εξορκισμού όντων όπως τα σκαρκαντζούλια. Τα πλάσματα αυτά συμβολίζουν τα δαιμόνια του παλιού χρόνου, τα οποία θα εξαφανιστούν με την ευλογία του
καινούριου. Επομένως, οι πρόστυχοι στίχοι των σκαρκαντζουλίων που απαγγέλλονται από τον παραμυθά – εκτός του ότι διασκεδάζουν την παρέα – αποτελούν ένα είδος ξορκίσματος κι εξαγνισμού που αναμένεται να φέρει η καινούρια χρονιά. Παρόμοιες δοξασίες παρατηρούμε σε άλλες παραδόσεις που αφορούν προφορικά δρώμενα. Για παράδειγμα, υπάρχει η θεωρία ότι τα ψέματα της Πρωταπριλιάς είναι έθιμο που αποσκοπεί στην εξαπάτηση των δαιμονίων που έρχονται στη γη για να καταστρέψουν τα σπαρτά πριν δώσουν καρπό.
Γεωργία Καρδιόλακα
«Τώρα κι αν τα μεσάνυχτα πάνε στο μύλο τα ξωτικά κι οι νεράιδες, ποιόνε να βρούνε και ποιος να τις δει;»…
Το χειμώνα πολλοί μύλοι που δεν είχε δίπλα την κατοικία του ο μυλωνάς, ερήμωναν τα βράδια μιας και οι ιδιοκτήτες πήγαιναν σπίτι τους στο χωριό, οπότε στη φαντασία των κατοίκων γινόταν τόπος κατοικίας για τους καλικαντζάρους ή τις νεράιδες.
Οι καλικάντζαροι εμφανίζονταν το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων στους νερόμυλους και εκεί παρέμεναν μέχρι την ημέρα των Φώτων που αγιάζονταν τα νερά και τους έδιωχναν οι παπάδες με την αγιαστούρα. Ζαβολιάρικα πλάσματα οι καλικάντζαροι. Όλο ζαβολιές και καμώματα. Πότε άνοιγαν τα σακιά με τα γεννήματα και σκορπούσαν κάτω το αλεύρι, πότε σταματούσαν τη μυλόπετρα και πότε έπαιζαν παιγνίδια με το μυλωνά. Πρωί-πρωί, πριν από το χάραμα, με το λάλημα του πετεινού αποσύρονταν στο υπόγειο της φτερωτής. Το βράδυ άφηναν το καταφύγιο τους και άρχιζαν πάλι τα παιγνίδια.
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
Στη Στενή υπάρχουν αφηγήσεις και για τα τρία μοτίβα των παραμυθιών με καλικαντζάρους, που κυκλοφορούν σε όλη την Ελλάδα. Και τα τρία έχουν σχέση με μύλους. Το πρώτο είναι το κοριτσάκι που στέλνεται στο μύλο από την κακιά μητριά, το δεύτερο αφορά τη γέννα της καλικαντζαρούς και τη μαμή και τρίτο και τελευταίο αφορά τον έξυπνο μυλωνά και τον καλικάντζαρο. Στις αφηγήσεις αυτές οι ήρωες σώζονται είτε από φωτιά είτε από το λάλημα του κόκορα. Στην ιστορία με το μυλωνά σχεδόν λυπάσαι τον αγαθιάρη καλικάντζαρο ο οποίος ήταν πολύ φιλικός με το μυλωνά. Ακόμα και στο χωριό μας οι διαφορές των αφηγήσεων στο ίδιο παραμύθι είναι αρκετές μιας και ο κάθε αφηγητής προσθέτει ή αφαιρεί κατά το δοκούν. Τα παραμύθια που ακολουθούν μας τα διηγήθηκε η Μαρία Ντούρμα-Μητάκη.
Περισσότερα: Τα σκαρκατζούλιαΉταν ένας βασιλιάς κι έχτισε μια εκκλησία. Τούτος είχε πολλά παιδιά – είχαν πολλά παιδιά τότε, ακόμα και τώρα μερικές κάνουν τόσα – κι ένα παιδί καταμικρό.
Τους λέει λοιπόν ο βασιλιάς. «Πηγαίντε εσείς», λέει, «ποιος θα φέρει το κατακαλό δώρο να κρεμάσω στην εκκλησία». Έφυγαν τα παιδιά και πήγαιναν να φέρουν δώρο του πατέρα τους. Αλλά ο ένας, ο καταμικρός, πήγαινε σε μια που ήταν μάγισσα, νεράιδα. «Τι θες να σου κάνω;» λέει αυτή. «Να μου δώσεις το κατακαλό δώρο να το πάω του βασιλιά».
Του δίνει, αυτή, ένα αηδόνι που κελαηδούσε και σου ’κανε ό,τι ήθελες. Ας πούμε, του δινες μύδγαλο και του ’λεγες, κι αυτό κελαηδούσε και το έκανε χρυσή κορδελίτσα. Κι αυτό – γιατί να ήταν το κατακαλό δώρο; – δεν τον θέλαν τα αδέρφια του. Αυτό κελαηδούσε κι ότι έλεγε γινόταν, ενώ αυτοί δεν ήξεραν τι να του πάνε του βασιλιά.
Κι επειδής πήγαινε το πιο καλό, δεν τον θέλαν τα παιδιά, τον ζηλεύανε. Και τον πιάσανε, πήγαν σ’ ένα μέρος εκεί σ’ ένα πηγάδι και λέει, «να κατεβούμε να πιούμε νερό με τη σειρά». Κατεβαίνει ο ένας, τον βγάλανε. Κατεβαίνει ο άλλος, τον βγάλανε. Κατεβαίνει κι ο μικρός και πάει, τον αφήσανε εκεί. Και πήραν το δώρο και το πήγαν στο βασιλιά, στον πατέρα τους. Αλλά αυτό το πουλί που είχαν για να κελαηδάει δε μίλαγε καθόλου στους αλλουνούς.
Το παιδί από το πηγάδι φώναζε. Πήγε ένας τσοπάνος από πάνω και άκουσε το παιδί που φώναζε «βοήθεια, βοήθεια, βοήθεια!». «Τι θες, βρε παιδί μου;» λέει ο τσοπάνος. Λέει, «βγάνε με από δω, με έχουν ρίξει τ’ αδέρφια μου». «Δε σε βγάζω», λέει ο βοσκός, «γιατί θα με φας».
Νόμιζε ότι ήταν τέρας μέσα στο πηγάδι. «Βγάνε με δε θα σε φάω». Τον βγάζει ο τσοπάνος, του λέει, «τι θα μου δώσεις;». «Θα σου δώσω τα ρούχα τα βασιλικά κι εσύ να μου δώσεις τα κουρέλια». Πήρε λοιπόν τα ρούχα, ο βοσκός κι εκείνος έβαλε τα κουρέλια. Όταν πήγε εκεί στην εκκλησία που τα είχαν κρεμάσει όλα τα δώρα και τον είδε το πουλί, τ’ αηδόνι κελαηδούσε «Κλι, κλι, κλι – κλι, κλι, κλι». Τ’ αδέρφια του θύμωσαν. «Πιάστε αυτόν τον παλιόγυφτο», λένε, «και πετάχτε τον έξω, που γι’ αυτόν κελαηδάει και για μας τίποτα. Τον πιάνουν, να τον πετάξουν έξω, αλλά τον γνώρισε ο πατέρας του και τον πήρε πίσω.
Διήγηση Μαρία Ντούρμα-Μητάκη
---
Αηδόνι – Το παραμύθι του ήρωα
Το πρώτο παραμύθι αυτής της συλλογής, Το Αηδόνι, αναφέρεται στην αποστολή του στερεότυπου «κατακαλού» ήρωα, από την οποία εξαρτάται η μελλοντική του αποκατάσταση. Ο κύριος χαρακτήρας συνήθως έχει σπάνια χαρίσματα, τα οποία απαραίτητα λείπουν από τους ανταγωνιστές του. Από την αρχή της διήγησης γίνεται ξεκάθαρο ότι ο ήρωας υπερέχει, εφ’ όσον γίνεται συγκεκριμένη αναφορά σ’ εκείνον: «είχε πολλά παιδιά κι ένα παιδί καταμικρό.»
Παρόμοιο μοτίβο σύστασης του ήρωα, συναντάται και σε δημοτικά ποιήματα, όπως στο Μικρό Βλαχόπουλο: «Ο Κωνσταντίνος ο μικρός κι ο Αλέξης ο αντρειωμένος Και το μικρό Βλαχόπουλο ο καστροπολεμίτης…» Είναι φανερό ότι οι πληροφορίες που δίνονται για κάθε χαρακτήρα και στις δύο περιπτώσεις είναι ποσοτικά δυσανάλογες. Η μοναδικότητα του ήρωα δεν επισημαίνεται άμεσα, αλλά μέσα από τον περιττό χώρο που αφιερώνεται για να γνωστοποιηθεί η ύπαρξή του. Στην περίπτωση του δημοτικού, οι φιγούρες του Κωνσταντίνου και του Αλέξη χωρούν μαζί σε ένα στίχο, ενώ το μικρό Βλαχόπουλο απολαμβάνει την αποκλειστικότητα του στίχου του, μαζί με την άμεση συμπάθεια του αναγνώστη. Με τον ίδιο καλλιτεχνικό τρόπο συστήνεται και ο ήρωας του παραμυθιού, για τον οποίον μας δίνονται δύο σημαντικά εναύσματα προσοχής:
Πρώτον, υπάρχει ένα παιδί που δεν αρκεί να αναφερθεί ως ένα από τα πολλά παιδιά του βασιλιά. Δεύτερον, το παιδί είναι «καταμικρό», χαρακτηρισμός που εξάπτει συναισθήματα τρυφερότητας στον ακροατή. Επιπλέον, στην ορολογία των παραμυθιών, είναι κοινώς αποδεκτό ότι το στερνοπαίδι – είτε αρσενικό είτε θηλυκό – συγκεντρώνει τις αρετές που λείπουν από τα υπόλοιπα αδέρφια, και μάλιστα σε βάρος του, εφ’ όσον εξαιτίας τους υφίσταται τον φθόνο και πολλές φορές την κακομεταχείριση των άλλων. Επομένως, στην λιτή αφήγηση του παραμυθιού, η αμυδρά χρονοβόρα αναφορά, που ίσως με την πρώτη ματιά θεωρείται ως αφελώς πλεονάζουσα, είναι στρατηγικά τοποθετημένη προς προσανατολισμό του κοινού.
Πέρα από τα δομικά γνωρίσματα, Το Αηδόνι παρουσιάζει ένα είδος κατάρτισης που δεν πηγάζει από σχολική εκπαίδευση, αλλά προφανώς από μια μακρά προφορική παράδοση – ίσως πολύ μακρότερη απ’ όσο φανταζόμαστε. Αξιοσημείωτη είναι η ομοιότητα του παραμυθιού με τη βιβλική ιστορία του Ιωσήφ, αγαπημένο στερνοπαίδι του πατέρα του, τον οποίο οι φθονεροί αδερφοί του έριξαν σε πηγάδι για να πατάξουν την εύνοια αυτή. Εδώ θα ήθελα να σημειώσω το αποτέλεσμα ενός αυτοσχέδιου πειράματος, τη διήγηση του παραμυθιού σε μία κυρία από άλλο χωριό, που τώρα είναι 74 χρόνων. Όταν αναφέρθηκε η εξαπάτηση του μικρού αδερφού και η πτώση του στο πηγάδι, έγινε το εξής σχόλιο: «Τα αδέρφια να σκοτώσουν τον αδερφό! Είδες; Έτσι ’κάναν εκείνα τα χρόνια». Το παραμύθι δεν αναφέρεται άμεσα σε συγκεκριμένα χρονικά. Όμως η αναφορά στον αδικημένο αδερφό, άγγιξε μια ευαίσθητη χορδή, για βαρβαρότητες που ήταν όμως αληθινές και μάλιστα όχι μόνο κατά αημνήστους χρόνους. Όταν η ακροατής λέει «εκείνα τα χρόνια», δεν αναφέρεται στον φανταστικό χρόνο του παραμυθιού, αλλά σε χρόνια που και η ίδια θυμάται κι έχει ζήσει.
Διακρίνουμε, λοιπόν, ένα στοιχείο που ενσταλαγμένο σε παραμυθικά μοτίβα, αποτελεί μια κοινώς αποδεκτή πραγματικότητα, και μάλιστα σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Πέρα από τους βιβλικούς παραλληλισμούς, υπάρχουν διακριτικά που παραπέμπουν σε πιο σύγχρονες λαϊκές πεποιθήσεις. Αναφέρομαι στο πηγάδι και συγκεκριμένα το νερό, σε συνάρτηση με τον φόβο του τσοπάνου να βγάλει έξω το παιδί, γιατί τον περνάει για τέρας. Δεν είναι τυχαίο ότι τα παγανά και τα ξωτικά πιστευόταν ότι εδρεύουν σε περιοχές που υπάρχει νερό, εξ’ ου και κοντά στους μύλους. Το νερό θεωρείται φορέας μεταμόρφωσης κι εξαγνισμού, πράγμα που συναντάται ακόμα σε χριστιανικές δοξασίες, όπως η βάφτιση. Αν λάβουμε υπ’ όψη μια πιο επιστημονική ερμηνεία, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι το νερό είναι ένας αρχέγονος συμβολισμός, ενσταλαγμένος στο υποσυνείδητο, ή στο συλλογικό ασυνείδητο αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την επιστημονική ορολογία του Γιούνγκ. Επίσης, θα ήταν ενδιαφέρον να αναλογιστούμε εικονικά την σύντομη παραμονή του ήρωα μέσα στο πηγάδι. Ο αφελής μικρός αδερφός βρίσκεται μέσα σε ένα σκοτεινό, υγρό τούνελ, ενώ ψηλά πάνω από το κεφάλι του βρίσκεται η μόνη πηγή φωτός και η μοναδική διέξοδός του στη ζωή. Η ομοιότητα του πηγαδιού με τη μήτρα, είτε λογοτεχνικά είτε παραστατικά, είναι έντονη. Το γεγονός ότι ο ήρωας βγαίνει από το πηγάδι ωριμότερος και σοφότερος ενισχύει την εικόνα της γέννησης – ή έστω της αναγέννησης. Σε αυτό το σημείο θα τολμούσα να επιχειρήσω έναν παραλληλισμό του μικρού αδερφού με τον πολύτροπο Οδυσσέα. Ο ήρωας του Ομηρικού έπους, όπως και ο μικρός αδερφός του παραμυθιού, βιώνει μια σύντομη εμπειρία θανάτου με τη μεταφορά του – μέσω νερού – στον κόσμο των ψυχών. Ο Οδυσσέας μετά από το ταξίδι του στον άλλον κόσμο, επιστρέφει στη ζωή καλά πληροφορημένος και σοφότερος από πριν.
Ομοιότητες φέρει και η επαναφορά τους στην εξουσία. Ένα στοιχείο είναι η μεταμφίεσή τους σε φτωχό και το σύντομο θέατρο στους γνωστούς, μέχρι να γίνει η αναγνώριση – σκηνή που συναντάται και στη δημοτική ποίηση («’Γω είμαι, κυρά, ο άντρας σου, εγώ και ο καλός σου»). Δεύτερο, είναι η πρώτη αναγνώριση από το πιστό ζώο, στην Οδύσσεια ο γέρικος Άργος, κι εδώ το αηδόνι που για πρώτη φορά κελαηδεί μετά την μεταφορά του στην εκκλησία. Τέλος, παρατηρείται η δοκιμασία του ήρωα για να πιστοποιηθεί η ταυτότητά του. Στην περίπτωση του Οδυσσέα δοκιμάζεται η δεξιότητα με το ίδιο του το τόξο και βέλος, ενώ στην περίπτωση του μικρού αδερφού η ικανότητα να κάνει το αηδόνι να κελαηδήσει. Κι οι δύο ήρωες είναι εκείνοι που παίρνουν την πρωτοβουλία να δοκιμάσουν το ακατόρθωτο, με το όπλο της δοκιμασίας να καθίσταται άξιο από τον άξιο, ενώ στα χέρια των άλλων αχρηστεύεται. Οι διαστάσεις της δοκιμασίας επιβάλλεται να είναι σχεδόν μαγικές, έτσι ώστε η διάκριση ανάμεσα στον ήρωα και τους κοινούς θνητούς να είναι καθαρή. Δεν επιχειρώ να αποδείξω ότι εκείνοι που έπλεξαν το συγκεκριμένο παραμύθι είχαν στο μυαλό τους την Οδύσσεια. Είναι αμφίβολο αν είχαν καν ακούσει για το συγκεκριμένο έργο.
Είναι, βέβαια, πολύ πιθανό να μεταφέρθηκαν ψήγματα του έπους μέσω προφορικής παράδοσης. Δεν εννοώ τη μεταφορά μιας εκδοχής της Οδύσσειας, μα την κοινή νοοτροπία και τους φόβους που διδάσκεται από γενιά σε γενιά, είτε με τα λόγια είτε με την ατμόσφαιρα στην οποία κινείται το έπος. Εντούτοις, ίσως τα στοιχεία που σχετίζονται με αυτά της Οδύσσειας είναι στην πραγματικότητα πολύ αρχαιότερα του έπους. Ας μην ξεχνάμε ότι μια από τις πιο δημοφιλείς θεωρίες για τη συγγραφή των ομηρικών επών είναι ότι γεννήθηκαν και τροποποιήθηκαν μέσω προφορικής παράδοσης, την οποία ο Όμηρος ανέλαβε να συνθέσει με άρτιο τρόπο. Δε θα ήταν έγκυρο να πούμε ότι τα παραμύθια προήλθαν από τα έπη. Πιθανό να είναι σωστότερο να πούμε ότι γεννήθηκαν από την ίδια παράδοση από την οποία προήλθαν
Γεωργία Καρδιόλακα
Οι μύλοι και οι ιστορίες τους άφησαν πίσω τους και πολλές παροιμίεςwς.
«Αν είσαι και παπάς με την αράδα σου θα πας». Η αράδα στο μύλο ήταν νόμος απαράβατος. Εξαίρεση για αλλαγή σειράς αποτελούσε μόνο όταν επρόκειτο να αλεστεί σιτάρι για ψωμιά του γάμου.
«Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δίνετε».
«Στο μύλο και στον καφενέ μην το πεις» εννοώντας πως ό,τι λέγεται στον μύλο δεν μένει ποτέ μυστικό.
«Όλοι κλαίνε τα χάλια τους κι ο μυλωνάς τη δέση». Συνήθως δυο φορές την εβδομάδα ο μυλωνάς έκανε συντήρηση του μυλαύλακα.
«Με κουβαλητό νερό μύλος δεν αλέθει».
«Αυτά να τα λες εκεί που γυρνάει ο μύλος» εκεί δηλαδή που από τον θόρυβο δεν σε ακούει κανένας.
«Τα βάσανά μου είναι πολλά, τρεις μύλοι δεν τ’ αλέθουν».
«Χαλασμένοι μύλοι, σβησμένοι φούρνοι».
«Ζυμοφούρνιζε Διαμάντω-φέρε αλεύρι κασιδιάρη, απάντηση γυναίκας στον τεμπέλη άντρα της που είχε την αξίωση να τον τρέφει αυτή.
«Στο τέλος παίρνει ο μυλωνάς το ξάϊ».
«Όποιος έχει αλέσει χαίρεται, που αλέθει τραγουδάει, κι όποιος να αλέσει καρτερεί του κώλου του τραβάει». Αναφέρεται στην χαρά κάποιου που έχει τελειώσει ένα δύσκολο έργο, στην χαρά αυτού που προχωράει το έργο και στην αγωνία αυτού που δεν έχει ξεκινήσει ακόμα.
«Η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες». Αφορά αυτούς που θέλουν να φανούν ανώτεροι από ό,τι πραγματικά είναι.
«Γίνεται μύλος». Λέγεται όταν σε ένα μέρος χαλάει ο κόσμος από τη φοβερή φασαρία σαν το θόρυβο του μύλου από το γύρισμα της μυλόπετρας, τον κρότο του νερού, τις συζητήσεις των πελατών και το αδιάκοπο χτύπο του βαρδαριού.
«Θεωρία επισκόπου και καρδιά μυλωνά». Λέγεται για τους ανθρώπους που στην εμφάνιση είναι καλοί αλλά κατά βάθος κακοί.
«Όποιος αέρας κι αν φυσά ο μύλος πάντα αλέθει». Οι επιτήδειοι που είναι κερδισμένοι σε κάθε κατάσταση.
« Σαν την κάτω πέτρα του μύλου». Τεμπέλης όπως η κάτω πέτρα που δεν κουνιέται.
«Της μυλωνούς είν’ ο καημός να βάλει μαύρο ρούχο». Λέγεται για να εκφραστεί ο καημός του καθενός για τις συνθήκες εργασίας του.
«Πολλή βουή στο μύλο μας και το αλεύρι λίγο». Πολλή φασαρία για το τίποτα.
«Η ζυμώτρια επαινιόταν και ο μύλος εκαυχιόταν». Λέγεται για αυτούς που εκμεταλλεύονται άλλων επιτυχίες.
«Αλλού χτυπάει το νερό κι αλλού βροντάει ο μύλος». Παραπλανητικά φαινόμενα.
«Των μυλωνάδων τα παιδιά πεθαίνουν από δίψα». Το νερό άφθονο, η δουλειά πολλή, αδιαφορία για τα παιδιά.
«Ας αλέθει ο μύλος κι ας μουγκρίζει ο χοίρος» ή «ο μύλος να γυρίζει κι ο σκύλος ας γαυγίζει». Κάνε την δουλειά σου κι άστους να λένε.
«Έβαλε το νερό στ’ αυλάκι». Λέγεται για εκείνους τους ανθρώπους που έβαλαν στη ζωή τους κάποια τάξη, σειρά και βρήκαν κάποια αποκατάσταση.
«Πάει το στόμα του σαν βαρδάρ’». Λέγεται για κείνους που συνεχώς ομιλούν και ασταμάτητα φλυαρούν όπως ακούγεται το βαρδάρ’ να χτυπάει πάνω στην μυλόπετρα.
Αινίγματα
Δύο βουβάλια μουγκρίζουνε να βγάλουν άσπρο χώμα. Τι είναι; (ο αλευρόμυλος)
Γύρω-γύρω κάγκελα και στη μέση αλέθει ο μύλος. Τι είναι; (το στόμα με τα δόντια)
Χίλιοι πάνε κι έρχονται και συναπαντιούνται. Τους λιώνουν τα κορμιά τους και τους αλλάζουν το όνομά τους. (Το σιτάρι που αλέθεται και γίνεται αλεύρι).