steni.gr
Νερόμυλοι, μαντάνια, νεροτριβές, νεροπρίονα, όλα αυτά δίπλα-δίπλα δημιουργούν τον πολιτισμό του νερού
Νεροτριβές
Η νεροτριβή ήταν κάποτε ένας ξύλινος βαθύς κάδος, που το περισσότερο μέρος του ήταν χωμένο μέσα στο έδαφος, για να μην ανοίξουν τα τοιχώματα.
Τα ξύλα που χρησιμοποιούνταν ήταν σφηνωμένες σανίδες δεμένες περιφερειακά με σιδερένια τσέρκια. Από ψηλά έπεφτε το νερό από βαρέλια ή σαν καταρράχτης, δημιουργούσε στροβίλους, με τη δύναμη που έπεφτε καθάριζε τα ρούχα ή ακόμα και έκλεινε τα κενά που υπήρχαν ανάμεσα στα στημόνια και τα υφάδια, τα αναμάλλιαζε και τα έκανε αφράτα.
Σε κάποια χωριά όπου υπήρχαν καταρράχτες, η νεροτριβή ήταν φυσική. Στην Κάτω Στενή π.χ. χρησιμοποιούσαν σαν νεροτριβή τους καταρράχτες του Αγίου Στεφάνου.
Τη σημερινή εποχή οι νεροτριβές, όπου κατασκευάζονται γίνονται από μπετόν και ο σωλήνας που οδηγεί το νερό στη νεροτριβή είναι πλαστικός όπως στη νεοκατασκευασμένη νεροτριβή των Στροπώνων.
Τις περισσότερες φορές χρησιμοποιείται για καθαρισμό των ρούχων σαν ένα μεγάλο πλυντήριο. Στους Στρόπωνες όχι μόνο λειτουργούν οι παλιές νεροτριβές, αλλά φτιάχνονται και καινούργιες. Παλιά νεροτριβή είχε ο Νίκος Μπαλάκας (Γκρέντης) δίπλα στο μύλο του, ο οποίος τα πούλησε στον Αθανάσιο Ντεγιάννη. Νεροτριβή υπήρχε επίσης στη θέση Πλύστρα.
Μαντάνια
Τοποθετημένα σε χώρους με κλίση, για να δημιουργηθεί υδρόπτωση, ήταν τα μαντάνια. Δυο ή τέσσερα γερά ξύλα (κοπανάρια) για να αντέχουν στην υγρασία και τα χτυπήματα, χτυπούσαν σαν σφυριά τα υφάσματα και τους έδιναν πυκνότητα. Πολλές φορές δίπλα σε μύλους και κάποιες φορές και μόνα τους, ακούγονταν από πολύ μακριά με τον ξερό και δυνατό κρότο που έκαναν μέρα νύχτα. Από 12 έως 24 ώρες κράταγε το χτύπημα του κάθε ρούχου για να έχει το αποτέλεσμα που ήθελαν.
Η τριβή και η χαμηλή θερμότητα που αναπτυσσόταν έκανε τα υφάσματα πυκνά, γερά, σφιχτοδεμένα και συγχρόνως απαλά και αδιάβροχα. Πολύ χρήσιμα υφάσματα για τις πατατούκες και τις κάπες των τσοπάνηδων. Επίσης για τα βαριά κλινοσκεπάσματα, όπως ήταν οι τσέργες και οι βελέτζες. Το νερό έπεφτε με δύναμη στην φτερωτή η οποία κινούσε τα κοπανάρια.
Στην Αγία Κυριακή διατηρείται ακόμα το κτίριο μισοερειπωμένο, πολύ κοντά στην εκκλησία της Αγίας Κυριακής, που ήταν τα μαντάνια του Κατσή. Κοντά στους Βούνους του Θανάση Καμαριώτη (Παρέα). Η αμπολή από της Σταματάρας το μύλο συνέχιζε την πορεία της έδινε κίνηση στο μαντάνι και από εκεί συνέχιζε στο ποτάμι. Μετά τους Βούνους του Ντώλη το μαντάνι, λίγο πιο πάνω από τον ομώνυμο μύλο.
Νεροπρίονο
Χρήσιμο εργαλείο για την επεξεργασία ξυλείας μεγάλων δένδρων.
Οι μηχανισμοί του ήταν δυο. Ο κινητικός του πριονιού και ο προωθητικός του κορμού που θα σκιζόταν.
Το συναρμολογούσαν στο ύπαιθρο, κοντά στο σημείο όπου υλοτομούσαν κάθε φορά, μεταφέροντας τα εξαρτήματά του: φτερωτή, πριόνι, στρόφαλο, βαγένια κ.λπ. κατασκευάζοντας κάθε φορά νέα ντάνα.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
ΓΙΑΝΝΗ ΜΗΤΑΚΗ
Ο μυλωνάς σπάνια ήταν ιδιοκτήτης του μύλου. Συνήθως ήταν ενοικιαστής και πλήρωνε τον ιδιοκτήτη σε είδος (το ενοίκιο λεγόταν πάκτος, από το αρχαίο ρήμα πακτόω-πακτώ που σημαίνει δένω, καθιστώ κάτι σταθερό).
Η αμοιβή των μυλωνάδων για την άλεση μετριόταν σε ξάι (από τη λατινική λέξη exagium που σημαίνει δικαίωμα) λεγόταν αλεστικό και ήταν ποσοστό που ποίκιλε από 5 έως 12 τοις εκατό.
Από το αλεύρι που έπαιρναν από τα ποσοστά οι μυλωνάδες κάλυπταν τις οικογενειακές ανάγκες τους και πουλούσαν ό,τι περίσσευε. Τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο μετά το αλώνισμα, οι μύλοι είχαν την περισσότερη δουλειά. Μπορεί να δούλευαν ακόμα και όλο το εικοσιτετράωρο. Οι μυλωνάδες πολλές φορές κοιμόντουσαν όσο διαρκούσε το άλεσμα και ξυπνούσαν μόλις έφτανε στο τέλος του. Αντιλαμβάνονταν μάλιστα ότι πλησίαζε το τέλος επειδή αραίωνε το σιτάρι και άλλαζε ο ήχος. Ο καλός ο μυλωνάς ήταν και επισκευαστής του μύλου του. Ο μυλωνάς έπρεπε να ξέρει να επισκευάζει ή να αντικαθιστά συνεχώς τα ξύλινα εξαρτήματα και τα εργαλεία. Βασική εργασία ήταν το χάραγμα των μυλόπετρων. Οι καλύτερες μυλόπετρες ήταν από τη Μήλο και την Κίμωλο.
Μεγάλη γιορτή για τους μυλωνάδες της Κρήτης είναι στις 2 Φεβρουαρίου, της Υπαπαντής, ημέρα κατά την οποία γιορτάζει η Παναγία η «Μυλιαργούσα». Όπως έφεραν το Χριστό τρείς φορές οι ιερείς μέσα στο ιερό, όπως γίνεται και σήμερα για τα αγόρια, έτσι να γυρίζει και η μυλόπετρα. Εκείνη την ημέρα δεν δούλευαν και, όπως έλεγαν ακόμα κι ο μυλωνάς να ήθελε να δουλέψει, δεν θα δούλευαν οι μύλοι από μόνοι τους. Κατ’ επέκταση αφού δεν υπήρχε δουλειά και για το μεταφορικό μέσο, βγήκε και η παροιμία, «όταν οι μύλοι αργούν κι οι γάιδαροι σκόλην έχουν ». Η προσφορά των μυλωνάδων ήταν τεράστια για αρκετές εκατοντάδες χρόνια στη διατροφή των κατοίκων και στην κοινωνική ζωή. Όσοι πήγαιναν να αλέσουν στους νερόμυλους έμεναν εκεί ώσπου να πάρουν σειρά και να τελειώσουν το άλεσμα. Φιλοξενούνταν ακόμα και διανυκτέρευαν κι έτσι οι μύλοι ήταν επίσης τόποι κοινωνικής συναναστροφής. Φιλόξενοι οι μυλωνάδες, ένα επάγγελμα που χάνεται στην παραδοσιακή του μορφή, ήταν σημαντικά πρόσωπα στην εποχή τους και ο κινητήριος μοχλός της αγροτικής οικονομίας. «Στο μύλο και στο καφενέ μην το πεις» λέει μια παλιά παροιμία, πράγμα που δείχνει και ποια ήταν τα κοινωνικά κέντρα της εποχής. Οι μύλοι ήταν τόποι συγκέντρωσης για όλους τους κατοίκους των χωριών. Οι ζευγολάτες, οι κυνηγοί, οι περιβολάρηδες, οι περαστικοί όλοι σταματούσαν στο μύλο για να κουβεντιάσουν και να μάθουν τα νέα. Οι μυλωνάδες είχαν έντονη κοινωνική ζωή και είχαν και τη φήμη «μπερμπάντηδων», καλαμπουρτζήδων και καταφερτζήδων.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
ΓΙΑΝΝΗ ΜΗΤΑΚΗ
Τα χωριά της Δίρφης.
Στους πρόποδες της Δίρφης και γύρω από αυτήν, υπάρχουν δεκατέσσερα χωριά που μαζί με τους οικισμούς τους, αποτελούν τις παραδίρφυες κοινότητες. Άγιος Αθανάσιος, Αμφιθέα, Βούνοι, Γλυφάδα, Θεολόγος, Καθενοί, Καμπιά, Λούτσα, Μίστρος και Μαυρόπουλο, Πάλιουρας, Πισσώνας, Πούρνος, Στενή, Στρόπωνες και Λάμαρη. Όλα τα χωριά είναι γραφικά και πνιγμένα στο πράσινο. Έχουν πολλά κοινά πολιτισμικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά μιας και υπήρχε επικοινωνία μεταξύ τους και κοινή καταγωγή σε πολλά από αυτά. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας υπήρχαν οικισμοί που δεν υπάρχουν σήμερα. Τα Βάβουλα πάνω από την Μακρυκάπα και οι οικισμοί της περιοχής Σκουντέρι. Αυτοί οι οικισμοί τροφοδότησαν με κατοίκους τα νέα χωριά που δημιουργήθηκαν. Μετά την απελευθέρωση από τους τούρκους οι Βαβουλιώτες κατέβηκαν από το βουνό και δημιούργησαν την Μακρυκάπα, τον Άγιο Αθανάσιο, τον Πάλιουρα, τον Πισσώνα, τις Τσέργες. Οι Σκουντεριώτες ανέβηκαν στη Στενή το 1790 και την ίδια εποχή πρέπει να έγινε και η οίκηση των Καμπιών από το Σκουντέρι. Το 1837 τα χωριά αυτά μοιράζονταν σε δυο δήμους: Ληλαντίων με πρωτεύουσα τη Στενή και Διρφύων με πρωτεύουσα τις Στρόπωνες. Το1841 συγχωνεύτηκαν σε ένα δήμο, το Δήμο Ληλαντίων με πρωτεύουσα τη Στενή. Ακολούθησαν πολλές αλλαγές και συγχωνεύσεις έως το 1912 που τα χωριά αυτά έγιναν αυτόνομες κοινότητες. Το 1995 τα δεκατέσσερα αυτά χωριά απετέλεσαν το Δήμο Διρφύων σύμφωνα με το σχέδιο Καποδίστριας, με έδρα την Στενή. Το 2009 συγχωνεύτηκαν με το Δήμο Μεσσαπίων και αποτελούν πλέον το νέο Δήμο Διρφύων–Μεσσαπίων με πρωτεύουσα τα Ψαχνά.
Οι νερόμυλοι στα παραδίρφυα χωριά
Οι άκρες των ποταμιών είναι γεμάτες από υπολείμματα νερόμυλων. Οι μύλοι των χωριών της Δίρφης είναι όλοι ελληνικού (ανατολικού) τύπου με την οριζόντια φτερωτή, η οποία χρειάζεται πολύ λιγότερο νερό από τους μύλους ρωμαϊκού τύπου με την κάθετη φτερωτή. Όσο κι αν ψάξαμε στη περιοχή δεν βρήκαμε μύλο ρωμαϊκού τύπου. Ο πιο κοντινός βρίσκεται στα Ψαχνά, ο μύλος του Καϊάφα. Άγνωστο μας είναι από ποια περίοδο προέρχονται οι μύλοι στην περιοχή και ποιο ήταν το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Αν κρίνουμε από κάποιες αγορές που έγιναν μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, το πιθανότερο από όλα είναι κάποιοι μύλοι να ανήκαν σε μοναστήρια και κάποιοι σε Τούρκους. Δυο μύλοι της Στενής ανήκαν σίγουρα στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου. Ο μύλος του Θανασά που βρισκόταν στην γέφυρα της Κάτω Στενής και ο μύλος του Καλορ(γ)ού (Καλογερικού) κάτω από του Βουτανιού ο οποίος είχε καταστραφεί πολύ παλαιότερα. Το 1926 με το νόμο «περί αποκαταστάσεως ακτημόνων καλλιεργητών» παραχωρήθηκαν 1.000 στρέμματα του μοναστηριού στο «Συνεταιρισμό Αποκαταστάσεως Ακτημόνων Καλλιεργητών Αγίου Δημητρίου (ΣΑΑΚΑΔ)» και το 1936 έγινε η οριστική διανομή. Ο νόμος δεν αφορούσε κτίσματα και ο τρόπος που περιήλθε ο μύλος της γέφυρας στην κατοχή των νέων ιδιοκτητών είναι μάλλον αθέμιτος, αν αληθεύουν οι διηγήσεις για τον τρόπο που έφυγε ο καλόγερος που ήρθε να τον διεκδικήσει.
Παλιοί μύλοι της περιοχής που λειτουργούσαν επί τουρκοκρατίας, γνωστοί από την παράδοση, είναι ο μύλος του Πάνω Πισσώνα μέσα στο τσιφλίκι του Μόστρα που δούλευε με νερό από τα Έρια, ο μύλος της Σταματάρας που επί τουρκοκρατίας λεγόταν μύλος του Μπολολιά , ο μύλος του Λωτού που πιθανόν να ήταν ο μύλος που χρησιμοποιούσαν οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής Σκουντέρι. Στον Πούρνο υπήρχαν οι μύλοι του τούρκου πασά, που αργότερα πέρασαν στο τσιφλίκι του Βαρατάσου. Επίσης, έχουμε και μια περίπτωση που σε ένα χωριό ενώ δεν υπήρξε ποτέ μύλος δημιουργήθηκε όμως από την φαντασία των παραμυθάδων για τις ανάγκες των παραμυθιών: στα Θεολογίτικα παραμύθια μιλούν για μύλο στο Βύδιζμα τοποθετημένο στο ρέμα που περνάει ο δρόμος για τον Γέροντα.
Οι μύλοι έπαιρναν συνήθως τις ονομασίες τους από τα παρατσούκλια των ιδιοκτητών. Το παρατσούκλι του καθενός ήταν και κληρονομικό. Στο κείμενο που ακολουθεί αναφέρονται οι τελευταίοι που ήταν ιδιοκτήτες αλλά και μυλωνάδες.
Στην Πάνω Στενή οι μύλοι ήταν χειμωνιάτικοι. Άλεθαν μόνο το χειμώνα και για λίγο όσο είχε αρκετό νερό. Οι μύλοι ξεκινούσαν από το δάσος και ακολουθούσαν την πορεία του παραπόταμου του Λήλα. Για τους Στενιώτες ο παραπόταμος δεν είχε κάποιο όνομα. Το έλεγαν απλώς το Ποτάμ’ ή το Ρέμα ή ο Ρέμας.
Ο μύλος του Τόμπλα: Ιδιοκτήτης o Γιώργος Κυράνας (Τόμπλας). Ο μύλος βρισκόταν λίγο πιο κάτω από την πηγή Αρματσανή. Ο Γεώργιος Κυράνας έφτιαχνε επίσης και ξύλινους ντάλαρους διαφόρων μεγεθών για αλεύρι, τυρί, ελιές, πασπαλά κ.λπ.
Ο μύλος της Μαυροπλιάς: Πήρε το όνομά από την Αικατερίνη Μπασινά (Μαυροπλιά). Ιδιοκτησία Καλλιόπης Μπασινά. Βρισκόταν δε εκεί που είναι σήμερα η καφετέρια «Μύλος».
Ο Κωνσταντίνος Τσουτσαίος (Ντάρας) και ο Ιωάννης Ζέρβας (Μπάλιος), είχαν συνεταιρικά το μύλο που ήταν απέναντι από το ποτάμι στο ύψος περίπου της οικίας της Αναστασίας Κυράνα.
Ο Χαράλαμπος Παπακηρύκος είχε μύλο στη Βρυσίτσα απέναντι από το ποτάμι και λίγο πιο πάνω από το σπίτι του Αθανάσιου Βασιλείου.
Στη Κάτω Στενή στη γέφυρα ήταν του Θανασά ο μύλος, συνεταιρικός των Θανάση Γάτου και Θανάση Γιαλού. Χειμωνιάτικος μύλος και αυτός.
Από τον Άγιο Στέφανο και κάτω οι μύλοι δούλευαν χειμώνα καλοκαίρι, μιας και οι πηγές του Αγίου Στεφάνου είχαν συνέχεια πολύ νερό.
Κάτω από του Βουτανιού βρισκόταν ο παλιός μύλος του Καλουργού (Καλογερικού), ιδιοκτησίας του μοναστηριού του Αγίου Δημητρίου. Πολύ γνωστή στους παλαιότερους η ιστορία για τον Άγιο Δημήτριο, που όπως έλεγαν είχαν δει στη μεγάλη πλημμύρα να καθαρίζει το ποτάμι με το κοντάρι του για να μην καταστραφεί ο μύλος.
Πιο κάτω βρισκόταν ο μύλος του Τσιγκαράκη, ιδιοκτησίας Γιώργου Καμαριώτη και μετά Αργύρη και Μήτσου Καμαριώτη και του Αγγελή Βασιλείου.
Λίγο πιο κάτω ήταν του Κυράνα ο μύλος, ιδιοκτησίας Χαράλαμπου Κυράνα και Νίκου Κυράνα (Τόμπλας) και ακόμα πιο κάτω της Σταματάρας ο μύλος και μάλιστα από την ίδια αμπολή τροφοδοτούνταν με νερό το μαντάνι του Παρέα (Καμαριώτης) .
Kοντά στις Γίδες ήταν ο μύλος του Ντόλια ή Ντόλη, ο οποίος είχε και το σπίτι του δίπλα καθώς και την νεροτριβή.
Μετά από αυτόν ήταν ο μύλος των Καλαμπάκα-Τζιγιάννη, στη θέση Μπαλατσή πού ανήκε στους Κωνσταντίνο Τζιγιάννη κατά 2/4, Ευάγγελο Αρβανίτη ή Αντωνίου και Χαράλαμπο Μπασούκο (ιερέα) κατά ¼ έκαστος (προίκα από τις γυναίκες τους, Βασιλική και Αικατερίνη, το γένος Νικολάου Κουτσούκου ιερέα στην Πάνω Στενή). Οι δυο μύλοι έπαιρναν νερό από την ίδια δέση και με την ίδια αμπολή. Το νερό ακολουθούσε διαδρομή μέσα από του Ντόλη τα μαντάνια και το μύλο, με την ίδια αμπολή έφτανε το μύλο του Τζιγιάννη και μετά επέστρεφε πάλι στο ποτάμι.
Πιο κάτω ο μύλος του Σταχτά (γριάς-Σταχτούς) Αθ. Ηλία στη θέση Φραγγαλίνα κοντά στον Αϊ-Νικόλα και μετά ο μύλος του «Τσατσέλη», Ηλία Ηλία κάτω από τη θέση Καμινάκια.
Οι μύλοι του Πούρνου ανήκαν αρχικά στον τούρκο πασά, από τον οποίο αγόρασε το τσιφλίκι ο Βαρατάσος. Με τον νόμο «περί αποκαταστάσεως ακτημόνων καλλιεργητών» δημιουργήθηκε ο «Συνεταιρισμός Αποκαταστάσεως Ακτημόνων Καλλιεργητών Πούρνου (ΣΑΑΚΠ)». Στο συνεταιρισμό παραχωρήθηκαν κτήματα από το εν λόγω τσιφλίκι ενώ η οριστική διανομή έγινε το 1931. Έτσι και οι μύλοι πέρασαν στο συνεταιρισμό. Στον Πούρνο τελευταίος μύλος σε λειτουργία έως το 1963 ήταν αυτός που έλεγαν οι Πουρνιώτες «σχολικός κλήρος» επειδή ανήκε στο σχολείο. Ο μύλος άλλαζε συνεχώς ενοικιαστές και τους αναφέρουμε κατά σειρά: Αθανάσιος Αγγελής συνεταιρικά με τον Ηλία Καμαριώτη, Ιωάννης Καμαριώτης, Ρήγας Βαρτζής, Ανδρέας Ηλίας, που άφησε το μύλο για να φύγει στο αντάρτικο, Σπύρος Καμαριώτης, ο μπάρμπα-Νίκος (Τσαγκρανέλης) και από το 1946 έως το 1948 ο Μήτσος Κατσαράνης, ο Αντώνης Βαρτζής, ο Γιάννης Κοντάκης και τελευταίος μυλωνάς ο Βασίλης Ντούρμας.
Λίγο πιο κάτω ο Καινούργιος Μύλος που κάηκε το 1927 από κουκρούτζ, κοινώς κουκουνάρι από μια μεγάλη φωτιά που είχε ξεκινήσει από την Καμαρίτσα και σταμάτησε στον Όλυμπο του Θεολόγου. Πιο κάτω υπήρχαν άλλοι τρείς μύλοι που ήταν και οι πιο παλιοί.
Μύλοι υπήρχαν επίσης: στη θέση Κρεμάλα που όπως αναφέρει η παράδοση μια αλέστρια είχε σκοτώσει τον μυλωνά όταν προσπάθησε να την βιάσει, στη θέση Καϊλα σημερινή ιδιοκτησία Βασίλη Καμινιάρη και ο Παλιόμυλος σε χωράφι ιδιοκτησίας σήμερα Γιάννη Γιαλού.
Στο Μίστρο, ο μύλος του Γιώργου Τσώκου και της Βαγγέλως ο μύλος, ιδιοκτησία Βαγγελιώς Νίκου.
Στο Μαυρόπουλο ο μύλος του Μαστορόλια, ενώ υπάρχει και τοπωνύμιο «στου Μπασινά τον μύλο» χωρίς να διασώζονται ούτε καν ερείπια.
Στα Καμπιά ακόμα και σήμερα διασώζονται τα μαντάνια του Κατσή σε ερειπωμένο κτίριο στην Αγία Κυριακή.
Οι μύλοι στους Στρόπωνες ήταν δίπλα στο ποτάμι στο δρόμο για το Μετόχι. Μύλο είχαν ο Νίκος Μπαλάκας (Γκρέντης), η Ζωή Κουτσαυλή και ο Γιάννης Κατσής κοντά στο σημερινό βαρελάδικο. Μύλο επίσης είχε και ο Καρλατήρας ο οποίος πολύ νωρίς έφερε ηλεκτρισμό στους Στρόπωνες. Από το μύλο τον μετέφερε στο καφενείο του.
Στη Λάμαρη μύλος υπήρχε έως το 1920 στην περιοχή του Αγίου Γεωργίου στη θέση Ψηλές Μουριές. Τον είχε ο Γιάννης Μπαλάκας (Μπαταριάς).
Στις Τσέργες ο παλιός νερόμυλος, με δεξαμενή λόγω έλλειψης νερού, σταμάτησε τη λειτουργία του όταν ανατίναξαν το υδραγωγείο στην περίοδο του εμφυλίου και κατόπιν έφεραν μύλο με μηχανή πετρελαίου που τον είχε ο Αντώνης Φραντζής.
Στον Πάλιουρα ο μύλος ήταν δίπλα στο μοναστήρι της Παναγίας και τον είχε ο Βαγγέλης Αγουρίδας (Κανάτας).
Στους Καθενούς υπήρχαν 2 μύλοι. Ο ένας μύλος ήταν στην Καλογριά του Κώστα Ακριώτη (Κοτσιφάς), ο οποίος αργότερα έφτιαξε άλλο μύλο δίπλα στα καμίνια του Καβαθά. Ο άλλος μύλος ήταν στα Έρια στη θέση Σφακλή. Πρώτος ιδιοκτήτης ο Παναγιώτης Ακριώτης (Καπράλος) που τον πούλησε στον Πράππα από την Άτταλη και αυτός με τη σειρά του στο Γιάννη Φραντζή (Τσόπελα). Ακόμα και σήμερα παλιές Βατωντέισες διηγούνται το δρομολόγιο για το μύλο. Ξεκινούσαν από την προηγούμενη και διανυκτέρευαν στο μύλο για να πιάσουν το πρωί σειρά για άλεσμα.
Νεροκράτες
Από τους πιο γραφικούς τύπους του χωριού ήταν ο νεροκράτης. Μέρα νύχτα φρόντιζε για τη σωστή διανομή του νερού. Με το τσαπί του καθάριζε τα αυλάκια, έλεγχε τις κόφτρες αν είναι καλά κλεισμένες και μέσα σε όλα έπρεπε να τρέξει στο χωριό και να ειδοποιήσει ποιος είχε σειρά για πότισμα. Συνήθως νεροκράτης γινόταν κάποιος που δεν είχε δικά του περιβόλια. Η πληρωμή του κάποια εποχή ήταν μια δραχμή την ώρα.
Στους Στρόπωνες νεροκράτης για πολλά χρόνια ήταν ο Σταμάτης Ντεγιάννης (Μπακακάς). Στη Στενή ο Μήτσος Εμμανουήλ, ο Ανέστης Ντούρμας, ο Γιώργος Ντουμάνης, ο Βασιλείου. Στον Άγιο Αθανάσιο ο αγροφύλακας Χαράλαμπος Σμπρίνης. Στα Καμπιά ο Κώστας Ρούσσος. Στον Πάλιουρα ο Νίκος Τσαρούχας, ο Γιώργος Οικονόμου και ο αγροφύλακας Δήμος Λούκας. Στον Πισσώνα ο Αθανάσιος Σαλλής που ήταν επίσης και φύλακας στις θημωνιές για τη φωτιά.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
ΓΙΑΝΝΗ ΜΗΤΑΚΗ
Έως και πριν πενήντα χρόνια η Ελλάδα ήταν γεμάτη από νερόμυλους. Μετά την επανάσταση του 1821 και την απελευθέρωση από τους Τούρκους, στα όρια του τότε ελληνικού κράτους καταγράφηκαν 6.000 νερόμυλοι. Από αυτούς οι 5.500 περίπου ήταν τούρκικοι και οι περισσότεροι ήταν κατεστραμμένοι. Περιήλθαν στο ελληνικό κράτος, το οποίο νοίκιαζε όσους ήταν λειτουργικοί.
Σήμερα σε όλο τον ελλαδικό χώρο υπάρχουν ίχνη 20.000 νερόμυλων περίπου.
Η ονομασία των μύλων έχει σχέση με την τοποθεσία που βρίσκονταν ή με το όνομα του πρώτου κτήτορα. Οι νερόμυλοι άρχισαν να υπολειτουργούν από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Η εγκατάλειψη της υπαίθρου και η αλλαγή της τεχνολογίας που έφερε ο εξηλεκτρισμός, ήταν οι λόγοι που έφεραν το τέλος των νερόμυλων. Το μόνο που έχει απομείνει είναι τα ερείπια και οι θρύλοι που πλάστηκαν γύρω από αυτούς, όλους τους προηγούμενους αιώνες.
Οι νερόμυλοι κτίζονταν κοντά σε ποτάμια, προσεκτικά πάντα σε σημείο που να μην τους επηρεάζουν οι πλημμύρες του ποταμού. Συνήθως δεν ενδιέφερε η απόσταση από τα χωριά, αλλά έδιναν προτεραιότητα στο σημείο που τους βόλευε η ροή του νερού που ερχόταν από τη δέση. Φρόντιζαν να έχουν τη μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα και το μεγαλύτερο δυνατό ύψος πτώσης του νερού.
Η αρχιτεκτονική.
Η κατασκευή των νερόμυλων ήταν απλή και βασιζόταν στην τοπική αρχιτεκτονική και παράδοση. Οι περισσότεροι ήταν λιθόκτιστοι με ορθογώνιο σχήμα και σκεπή καλυμμένη από κεραμίδια ή σχιστόλιθους.
Τα χτίσματα ήσαν πέτρινα και συνήθως με πέτρα όχι τόσο καλή, αφού την έπαιρναν από το ποτάμι και είχε λειανθεί από το νερό. Ο μύλος ήταν συνήθως μονό κτίσμα με ένα μικρό δωματιάκι δίπλα, για να μένει ο κόσμος που περίμενε τη σειρά του ή ακόμα και ο μυλωνάς τη νύχτα για να προσέχει το μύλο όταν δούλευε. Λιτός ο εξοπλισμός του, συνήθως: ένα αχυρένιο στρώμα, ένα τζάκι και ίσως κάποια σκεύη μαγειρικής.
Σε πολλές περιπτώσεις ο μυλωνάς είχε δίπλα και το σπίτι του, το φούρνο και τα περιβόλια του, μιας και νερό υπήρχε άφθονο.
Το χτίσιμο του νερόμυλου ήταν κοπιαστική εργασία, ειδικά όταν αποφάσιζαν να μην χρησιμοποιήσουν πέτρες από το ποτάμι και η απόσταση της μεταφοράς της πέτρας ήταν μεγάλη. Τα υποζύγια κουβαλούσαν συνεχώς πέτρες, ενώ αρκετά κοντά έστηναν το ασβεστοκάμινο για το συνδετικό υλικό. Συγγενείς, φίλοι, αλλά και όλο το χωριό, όπως συνηθιζόταν τότε, δούλευαν για να κτιστεί ο μύλος.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
ΓΙΑΝΝΗ ΜΗΤΑΚΗ
Γύρνα φτερωτή του μύλου να περάσει το νερό,
μέριασε θολό ποτάμι να 'ρθει το συμπεθεριό,
έβγα στ' άσπρο σου μπαλκόνι φεγγαράκι μου χρυσό.
Τραγουδάνε τα νιογάμπρια και περνάν τον ποταμό,
λάμπει στο χορτάρι η πάχνη, φτάνει το συμπεθεριό.
Μέλι θα γιομίσει τώρα κάθε μύγδαλο πικρό.
Γύρνα φτερωτή του μύλου να περάσει το νεράκι
απ' τον ποταμό που λάμπει να 'ρθει το συμπεθεριό,
έβγα στ' άσπρο σου μπαλκόνι φεγγαράκι μου χρυσό
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ
Από τότε που οι άνθρωποι δημιούργησαν τις πρώτες οργανωμένες κοινωνίες και άρχισαν να καλλιεργούν την γη, πολύ γρήγορα κατάλαβαν την ανάγκη επεξεργασίας των σιτηρών και έψαχναν τρόπους να τα καταφέρουν. Η λέξη ψωμί ετυμολογικά προέρχεται από το ρήμα ψώω δηλαδή τρίβω, αλέθω.
Πρώτο εργαλείο άλεσης ήταν μια κοίλη επιφάνεια, όπου τοποθετούσαν τους σπόρους και τους κτυπούσαν με μια πέτρα.
Εξέλιξη του συστήματος αυτού υπήρξαν τα πρώτα γουδιά.
Επόμενο βήμα ο χειρόμυλος: δυο πέτρες σε σχήμα κύκλου η μια πάνω στην άλλη. Η κάτω πέτρα έμενε σταθερή. Η επάνω πέτρα είχε ξύλινο χερούλι για να μπορεί να στριφογυρίζει και στο κέντρο της μια τρύπα για να ρίχνουν τους σπόρους.
Σταδιακά χρησιμοποίησαν μεγαλύτερες πέτρες οριζόντιες και κάθετες και με χειρωνακτική δύναμη ή την δύναμη των ζώων άλεθαν τα σιτηρά (η ανακάλυψη του τροχού άλλαξε την ιστορία της ανθρωπότητας).
Η χρησιμοποίηση αργότερα της δύναμης του νερού ή του ανέμου στους μύλους, αποτελεί μια τεχνολογική επανάσταση, γιατί πρώτη φορά ο άνθρωπος εκμεταλλεύεται άλλη δύναμη πλην της δικής του ή των ζώων.
Υδραλέτης
Η ιστορία του νερόμυλου αρχίζει με την νερομηχανή που αναφέρεται χωρίς λεπτομέρειες σε επιγραφές των Σουμερίων. Στην Ελλάδα οι νερόμυλοι λειτούργησαν από πολύ νωρίς.
Ο Στράβωνας περιγράφει τον υδραλέτη, υδροκίνητο μύλο άλεσης δημητριακών που πρωτοχρησιμοποιήθηκε στα Κάβειρα, από τον ελληνομαθή βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ΄ τον Ευπάτορα. Σύμφωνα με την περιγραφή ο ίδιος τύπος μύλου χρησιμοποιείται απαράλλαχτος έως σήμερα: «Αποτελούνταν από μια οριζόντια πτερωτή, έναν κατακόρυφο άξονα και δύο οριζόντιες μυλόπετρες. Ο άξονας διαπερνούσε την κάτω μυλόπετρα και συνδεόταν μέσω μεταλλικών συνδέσεων με τη διάτρητη στο κέντρο της πάνω μυλόπετρας. Το νερό κινούσε την πτερωτή και ο άξονας μετέδιδε την περιστροφή στην πάνω μυλόπετρα. Ο καρπός από τη χοάνη έπεφτε στο άνοιγμα της περιστρεφόμενης μυλόπετρας, αλεθόταν ανάμεσα στις δύο μυλόπετρες και εξερχόταν περιφερειακά με τη βοήθεια της φυγόκεντρης δύναμης. Η χοάνη ήταν εφοδιασμένη με ρυθμιστή παροχής καρπού, που προωθούσε τον καρπό ανάλογα με την ταχύτητα περιστροφής».
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
ΓΙΑΝΝΗ ΜΗΤΑΚΗ