steni.gr
Ήταν μια γριά, πολύ γριά ήταν αυτή, κι ήταν με το γιό της, που την κούναγε σε κούνια για να κοιμηθεί. Τόσο πολύ τη φρόντιζε.
Μια φορά περνά ένας πραματευτής. Ήταν αυτοί που πουλούσαν διάφορα πράγματα, κουβαρίστρες, βελόνες, υφάσματα κλπ κι έπαιρναν αυγά, καρπούς κ.α.
Μια φορά πέρασε κάτω απ’ το μπαλκόνι της γριάς. Την τήραγε που την είχαν σε κούνια και λέει: «Καλά είσαι ρε γριά, αλλά να ’χες κι ένα γέρο, ακόμα καλύτερα.» Πάει η γριά στο γιο τσ’ και τ’ λέει: «Γιέ μου, καλά μ’ έχεις ιδώ, θέλω κι ένα γέρο.» «Τι λες, ρε μάνα, που σ’ έχω δω και σ’ έχω καλά κι σε φρουντίζω κι εσύ θες και γέρο να μας κάν’ς ριζίλι;» «Ιγώ θέλου γέρου να μου βρεις».
Με τα πολλά της λέει ο γιος της: «Θα σου βρω του γέρου, αν κάνεις αυτό. Να πας και να κάτσεις στην ταράτσα ούλη νύχτα κι αν κρατήσεις θα σου βρω γέρου.» Πηγαίνει κι η γριά στην ταράτσα και κάθισε κι έκανε ένα κρύο. Που να κρατήσ’ η γριά η κακουμοίρα.
Κι έλεγε: «’Ποψι με τουν άνιμου. Αύριου με τον άντρα μου.»
Αλλά, ήταν και ξαστεριά. Που να ζήσει η γριά η καημένη, κοκάλωσε κι έλεγε: «ποπ’, ποπ’»
Δε μπορούσε να του πει η καψόγρια «’ποψι με τουν άνιμου», κι έλεγε «ποπ’, ποπ’» απ’ το κρύο.
Διήγηση Μαρία Ντούρμα-Μυτάκη.
---
Ανάλυση
Η Γριά που Ήθελε να Παντρευτεί.
Η κοινωνική σάτιρα
Εδώ έχουμε μια άλλη όψη του γάμου, εκείνη που κατακρίνεται από τον κοινωνικό περίγυρο. Το παραμύθι είναι φτιαγμένο να σατιρίσει τη γριά που θέλει να παντρευτεί. Έχουμε κι εδώ τον εθιμοτυπικό, ακατόρθωτο
όρο, μόνο που εδώ αναθέτεται στη νύφη αντί για τον γαμπρό. Κι έτσι έχουμε στην ταράτσα την γκροτέσκα φιγούρα της γριάς-νύφης που παίρνει από μόνη της την πρωτοβουλία να παντρευτεί, η οποία κάθεται μες στο κρύο με συντροφιά τις φρούδες ελπίδες της και το μόνο που μπορεί να αρθρώσει είναι «ποπ’, ποπ’».
Η τραγελαφική αυτή εικόνα έρχεται σε χτυπητή αντίθεση με την κοινωνικά αποδεκτή, υγιή και νέα νύφη που δεν καταδέχεται το φλερτ και απολαμβάνει τη χαρά να απορρίπτει τον αντρικό πληθυσμό με ένα απόλυτο «όχι».
Γεωργία Καρδιόλακα
Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας πατέρας κι είχε δυο παιδιά, ένα κορίτσι ένα αγόρι. Το κορίτσι δε το θέλανε και το είχαν βάλει μέσα σε ένα αμπάρι και το θρέφαν να το φάνε το Πάσχα. Το αγόρι, όμως, το αγαπούσε πολύ το κορίτσι.
Και λέει, αδερφούλα μου σ’ έχουν βάλει εδώ, αυτό κι αυτό, δε σε θέλουν λέει, θέλουν να σε σκοτώσουν.
Και τι να κάνουμε, βρε αδερφέ. Άσε, θα κανονίσω εγώ, να σε πάρω να φύγουμε και να πάμε όπου μας βγάνει η άκρη.
Φύγανε μια μέρα, πήραν ένα μπουκάλι λάδι, μια τσατσάρα κι ένα χτένι και το πήρε το κορίτσι για να φύγουνε.
Όταν πάει να τη σφάξει ο πατέρας αμολάνε την τσατσάρα και γίνεται δάσος. Ήταν μαγεμένα αυτά και έτσι δε μπορούσε να περάσει ο πατέρας.
Πάει να τα κυνηγήσει ο πατέρας πάλι, προχωράνε προχωράνε, τώρα αμολάει το χτένι. Άλλο δάσος, το πέρασε κι αυτό. Προχώρησαν προχώρησαν και ύστερα άντε να τους φτάσει ο πατέρας πάλι, ρίξαν το λάδι κι έγινε ένας ποταμός και δε μπορούσε ο πατέρας να τα πιάσει τα παιδιά. Προχωράνε προχωράνε, πήγαν σε ένα μέρος χωρίς να το ξέρουν. Στο δρόμο που πηγαίναν δίψασε το παιδί.
Βλέπει μια πατησιά (χνάρι) από άλογο κι είχε νερό μέσα. Πήγε το αγόρι να το πιεί το νερό. Λέει το κορίτσι. «Μην πίνεις, αδερφέ μου νερό από κει γιατί θα γίνεις άλογο». Δεν ήπιε, αλλά το αγόρι διψούσε τώρα.
Προχωράνε πάρα κάτω, βλέπουν μια πατησιά από αρνί. Λέει, «μην πίνεις αδερφούλη μου γιατί θα γίνεις αρνί». «Δε βαστάω», λέει αυτό και πίνει. Εκεί που ήπιε έγινε αρνί.
Προχώρησαν, προχώρησαν, και ανεβαίνει πάνω σε ένα δέντρο, το κορίτσι. Περνάει από εκεί ένα βασιλόπουλο την είδε, την αγάπησε και ήθελε να την παντρευτεί. Ο αδερφός που είχε γίνει αρνάκι, ήταν από κάτω. «Κατέβα κάτω», της λέει. Αυτή δεν κατέβαινε.
Ήταν μια γριά, εκεί και λέει. Κάτσε λέει, θα στην κατεβάσω εγώ κάτω την κοπέλα.
Η γριά είχε βάλει κάτω ανάποδα τη σκάφη και πάει και κοσκίναε ανάποδα για να κατεβεί κάτω το κορίτσι να της πει πως είναι. Φώναζε το κοριτσάκι από πάνω. «Αλλιώς, γιαγιά, το κόσκινο, αλλιώς και το σκαφίδι.» Είχαμε τότε τα ξύλινα τα σκαφίδια εκεί που ζυμώναμε που είχαν και σίτες μεγάλες και κοσκινάγαμε.
Κι η γριά το ’χε βάλει ανάποδα και κοσκίναε να δούμε τι θα πει το κορίτσι, για να την κατεβάσει κάτω να την πάρει το βασιλόπουλο. Κι έλεγε αυτό, «αλλιώς γιαγιά, το κόσκινο, αλλιώς και το σκαφίδι». Κι έλεγε η γιαγιά από κάτω, «τι λες παιδάκι μου, δεν ακούω, είμαι κουφή!» Αλλιώς, γιαγιά, το κόσκινο αλλιώς και το σκαφίδι αυτή, δεν ακούω η άλλη! Πήγε, κατέβηκε η έρμη να της δείξει πώς είναι, την πήρε το βασιλόπουλο την κοπέλα και την παντρεύτηκε. Το αρνάκι πήγαινε από κοντά. «Αυτό το αρνάκι μην το σφάξετε,» λέει, «είναι ο αδερφός μου». Ύστερα όλοι εκεί λένε, να το σφάξουμε αυτό το αρνί. Λέει το κορίτσι.
Δε θα το σφάξετε, γιατί είναι αυτό κι αυτό, λέει. Πάνε μια μέρα, που δεν ήταν εκεί η κοπέλα και το πιάσαν και το σφάξανε το αρνί, το κακόμοιρο. Πάει αυτή, της λένε, έλα να φας. Τι να φάω; Το αρνί. Λέει, δε σαν είπα να μην το σφάξετε; Μαζεύει τα κοκαλάκια, ότι είχε το αρνάκι και πήγε και τα μούλωσε σε ένα μέρος εκεί, τα έθαψε. Όταν πέρναγε αυτή από κει, έσκυβαν τα δέντρα και τη χαϊδεύαν την αδερφή. Όταν πήγαινε αυτός (ο βασιλιάς), έκαναν πίσω και δεν τον ακουμπούσαν, αυτόνε που το ’χε σφάξει. Κι εκεί βγαίνει μια μηλιά και πάει η κοπέλα να κόψει το μήλο κι ανοίγει ο ουρανός και τους παίρνει μέσα. Κι έγινε αυτή η Πούλια που βγαίνει το βράδυ κι ο αδερφός της ο Αυγερινός που βγαίνει το πρωί.
Διήγηση: Μαρία Ντούρμα-Μυτάκη
---
Ανάλυση
Η Πούλια κι ο Αυγερινός
Το παραμύθι της μεταμόρφωσης
Αρκετά διαδεδομένο παραμύθι στην Ελληνική παράδοση, περιέχει κράματα από διάφορους θρύλους. Ξεκινάει με την πρόθεση των γονιών να φάνε το παιδί και την απελπισμένη προσπάθεια ενός αδερφού ή αδερφής να το σώσει. Το μοτίβο αυτό είναι γνωστό στα παραμύθια των Γκριμ.
Ο Αγριόκεδρος είναι αντιπροσωπευτικό παράδειγμα. Εντούτοις, δεν είναι καθόλου άγνωστο προς την Ελληνική παράδοση.
Δείγματα κανιβαλισμού από γονιό συναντώνται στον αρχαίο μύθο της Φιλομέλας, και στις Βάκχες του Ευριπίδη. Μάλιστα, ο μύθος της Φιλομέλας περιέχει μοτίβα μεταμόρφωσης, όπως και στο παραμύθι της Πούλιας και του Αυγερινού, που αντιπροσωπεύουν την κατάσταση των προταγωνιστών εν ζωή.
Η Πρόκλη μεταμορφώθηκε σε χελιδόνι που πετάει από στέγη σε στέγη, ψάχνοντας για οικογενειακή αρτιότητα εις μάτην, ενώ η Φιλομέλα έγινε αηδόνι, που κρύβεται από ντροπή και θρηνεί την αγνότητά της. Παρομοίως, η Πούλια κι ο Αυγερινός αντιπροσωπεύουν την αποτυχία των δυο αδερφιών να συναντηθούν, στην αρχή λόγω της διαφορετικής υπόστασής τους ως άνθρωπος και ζώο και ύστερα ως ζωντανή αδερφή και νεκρός αδερφός. Πέρα από τα κοσμικά στοιχεία της μεταμόρφωσης,
έχουμε την παράδοση της πηγής της μεταμόρφωσης που είναι η πατημασιά ενός ζώου.
Το ίδιο μοτίβο καταγράφεται από τους αδερφούς Γκριμ, στο Δυο Αδέρφια.
Παρατηρείται κι εδώ ο φόβος της μεταμόρφωσης σε κάτι κατώτερο από τον πολιτισμένο άνθρωπο, όταν αποτυγχάνει να πειθαρχήσει στα βασικά του ένστικτα, στη συγκεκριμένη περίπτωση τη δίψα του μικρού αγοριού για νερό. Η παρουσία της γριάς, ως από μηχανής θεού, καθώς και τα ρυθμικά λόγια του κοριτσιού, εντάσσονται στην Ελληνική παράδοση. Η γριά (ή γέρος) στα παραμύθια, που συνήθως έχει πολλά χρόνια στην πλάτη της, προσφέρει τη λύση όταν οι ήρωες βρίσκονται σε αδιέξοδο.
Βοηθάει πάντα τον πρωταγωνιστή και ξέρει τί βοήθεια να δώσει για να έχει η ιστορία αίσιο τέλος.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ρόλος της γριά δεν είναι ενσυνείδητος. Δε βοηθάει την ηρωίδα, αλλά τον συμπρωταγωνιστή και μάλιστα η βοήθειά της αποδεικνύεται μοιραία για τα δυο αδέρφια. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι Η Πούλια κι ο Αυγερινός δεν είναι αυτούσιο παραμύθι, αλλά μία σύνθεση πολλών παραδόσεων.
Γεωργία Καρδιόλακα
Μια φορά ήταν ένας βοσκός. Εκεί που πήγαινε είδε μια φωτιά κι εκεί άπου κάτου ήταν παγιδευμένο ένα φίδι. «Βόηθα με να βγω», λέει το φίδι. Το βγάζει κι ο βοσκός. «Τι καλό να σου κάμω;» λέει το φίδι. «Θέλω να καταλαβαίνω όλα τα ζώα», λέει αυτός.
Τον παίρνει το φίδι, πάνε στην κορυφή του βουνού, όπου είχαν σύναξη τα φίδια.
Βάλανε το βοσκό στη μέση και περνούσαν όλα ένα ένα και τον έφτυναν κι έτσι κατάλαβε τη γλώσσα όλων των ζώων. Όταν τον έφτυσαν όλα, το φίδι που είχε σώσει τον πήρε κατά κει και τ’ λέει: «Μην πεις απ΄αυτά που είδες, τίποτα, αλλιώς θα πεθάνεις». Ο βοσκός σηκώθηκε και πήγε σπίτι του. Την άλλη μέρα πήγε με τη γυναίκα του στο χουράφι μαζί με τη φοράδα που ήταν γκαστρουμένη και το πουλάρι της. Η γυναίκα του ήταν κι αυτή γκαστρωμένη και είχε κι ένα μωρό στην αγκαλιά και καθόταν πάνω στη φοράδα. Πίσω ερχόταν το πουλάρι κι αυτό γκρίνιαζε στη μάνα του και της λέει, «χι, χι, μάνα, δε μπορώ άλλο, κουράστηκα».
«Βρε,» του ’λεγε η φοράδα, «εγώ κουβαλάω την κυρά που ’ναι γκαστρωμένη δυο και το μωρό στην αγκαλιά τρεις, και το πουλάρι στην κοιλιά μου τέσσερις και μια εγώ πέντε, κι εσύ παραπονιέσαι που ’σαι μονάχος και μια σταλιά;» Τους άκουσε ο βοσκός και λέει στη γυναίκα του, «κατέβα γυναίκα γιατί η φοράδα είναι γκαστρουμέν’ και δε μπορεί». «Κι εσύ πού το ξέρεις;» λέει αυτή. «Δε μπορώ να πω πού το ξέρω, γιατί θα πεθάνω!» της λέει αυτός.
Έπειτα ήταν να σφάξουν ένα μανάρι. «Μπε, μπε» φώναζε αυτό, «μάνα με σφάζουνε». «Για κοίτα», έλεγε κι η προβατίνα, «δώδεκα θηλυκές τους έκανα τις έχουν και βουσκάνε, και τώρα που έκανα κριό, θέλουν να μου το σφάξουν.»
Τ’ ακούει ο βοσκός, λέει στη γυναίκα τ’, «γυναίκα, να μην το σφάξουμε αυτό, άλλο να σφάξουμε». «Τι λες, βρε άντρα, τώρα που το έχουμε έτοιμο γιατί να μην το σφάξουμε;» «Δε μπορώ να σου πω το μυστικό γιατ’ θα πεθάνω!»
Το βράδυ ουρλιάζαν οι λύκοι κι ο βοσκός ξύπνησε. Είχε κάτι νέα, δυνατά σκυλιά κι έλεγαν μεταξύ τους: «Να κατεβάσουμε τους λύκους, να φάμε κι εμείς κοντά κι ύστερα τα ρίχνουμε στους λύκους». Είχε ο βοσκός κι ένα γέρικο σκυλί κι ένα κουτάβι. Το γέρικο σκυλί έλεγε: «Πίσω, κιαρατάδες. Δυο δόντια έχω, πάνω σας θα τα βγάλω.» Κι έλεγε και το κουτάβι: « Κι εγώ στον παππούλη κοντά». Το πρωί σηκώνεται ο βοσκός και λέει στη γυναίκα του.
«Να σκοτώσουμ’ τα καλά σκυλιά και να κρατήσουμε το γέρικο και το κουτάβι».
«Τρελάθηκες, άντρα;» «Να τα σκοτώσουμ’ αλλά δε μπορώ να σου πω το μυστικό γιατί θα πεθάνω.» «Ε, πες το κι ας πεθάν’ς!» του λέει αυτή. «Δεν το λέω!» Πες το –δεν το λέω – πες το – δεν το λέω, τον έσκασε το βοσκό. «Άντε να σου πω!» της λέει.
«Φτιάξε τα κόλλυβα και ρούχα να μ’ ετοιμάσεις να πιθάνω».
Άρχισε αυτή να ετοιμάζει. Απ’ έξω ήταν οι κότες κι έλεγαν, «βρε το καημένο το αφεντικό, θα πεθάνει ’πόψε που θα πει το μυστικό της γυναίκας του». Τ’ ακούει ο κόκορας και λέει: «Εγώ τις έχω τόσες και τις έχω προσοχή κι αυτός μία έχει και τον κάνει ότι θέλει». «Ε, και τι να κάμει;» ρωτάνε οι κότες. «Να πάρ’ ένα πουρναρίσι, να κρυφτεί πίσω απ’ την πόρτα κι όταν μπει αυτή να την αρχίσ’ και θα δεις εσύ!»
Τ’ ακούει κι ο βοσκός, παίρνει ένα πουρναρίσι και κρύβεται πίσω απ’ την πόρτα. Σε λίγο μπαίνει η γυναίκα του και λέει: «Έλα άντρα και σ’ ετοίμασα!» Την αρχίζει αυτός στις ξυλιές και την κάνει μαύρη. Στο τέλος άρχισε να φωνάζει αυτή: «Άσε με αντρούλη μου, και μη μ’ το λες.» Κι έτσι, ησύχασε αυτός, ησύχασε κι αυτή, κι ησυχάσαμε όλοι.
Διήγηση: Μαρία Ντούρμα-Μητάκη
---
Ο Βοσκός και το Φίδι – Το παραμύθι του μυστικού
Εδώ εξυμνούνται δύο πράγματα: η σοφία των ζώων και η θρυλική, γυναικεία περιέργεια. Η γνώση των ζώων είναι ένα μοτίβο γνωστό σε κάθε μυθολογία και κάθε φυλή της γης. Κάθε παράδοση έχει συμβολισμούς που αντιστοιχούν σε ζώα και υπάρχουν πολλές θρησκείες που τους ασπάζονται. Οι Σαμάν στην Αφρική, οι Ινδιάνοι στην Αμερική, οι Βουδιστές και άλλοι θρησκευτικοί κύκλοι περιλάμβαναν – ή περιλαμβάνουν ακόμα – τις συμβολικές δυνάμεις των ζώων στις δοξασίες τους. Στην Ελληνική παράδοση, τα ζώα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με χαρακτηρισμούς που τα περιγράφουν, για παράδειγμα πονηρή αλεπού, κακός λύκος, σοφή κουκουβάγια κλπ.
Το φίδι έχει αποκτήσει διφορούμενο συμβολισμό εφ’ όσον αντιπροσωπεύει την ενέργεια και τη γνώση, που όμως συνεπάγονται την καταστροφή. Στο συγκεκριμένο παραμύθι, το φίδι είναι φορέας υπερφυσικής γνώσης, η οποία μεταδίδεται μέσω υγρού στον άνθρωπο (σάλιο), πράγμα που θυμίζει τους θρύλους της Γερμανικής μυθολογίας . Με το τελετουργικό φτύσιμο των φιδιών, σφραγίζεται μια μυστική
συμφωνία που επιβάλλεται να κρατηθεί μυστική, αλλιώς θα επέλθει η πτώση. Αυτό θα μπορούσε να παραλληλιστεί με την ιστορία του προπατορικού αμαρτήματος, μόνο που εδώ δεν είναι το φίδι που βάζει σε πειρασμό την Εύα. Είναι η ίδια η Εύα – στο πρόσωπο της γυναίκας του βοσκού – που αγωνιά να επιβεβαιώσει τη φήμη της ως αγιάτρευτα περίεργη, κάνοντας τον άντρα της να προτιμά το θάνατο από τη γκρίνια της.
Γεωργία Καρδιόλακα
Ήταν ένας πατέρας λέει, και μια μάνα, κι είχανε κάνει δώδεκα παιδιά. Δώδεκα είχαν κάνει, υπάρχουνε και τώρα που κάνουνε. Και το τελευταίο που κάνανε δεν είχανε όνομα να το βγάλουνε και το βγάλανε Δεκατρή. Το όνομά του ήταν Δεκατρής.
Ύστερα, λέει, αυτό, ήταν πολύ έξυπνο το παιδί. Ας πούμε, έκανε τα πάντα, τις δουλειές, όλα, όλα, όλα. Πόσες κατεργαριές είχε κάνει, λέει! Ύστερα, λέει, πήγαινε στο δράκο, ήταν ένας δράκος, λέει, και πήγαινε να τόνε κλέψει τον δράκο κι ο δράκος είχε ένα άλογο με άμαξα. Το άλογο ήταν από κάτω. Πήγαινε λέει να του το πάρει ο Δεκατρής. Το άλογο φώναζε «αφεντικό με παίρνουνε, αφεντικό με παίρνουνε». Αυτός ήταν μικρός και κρυβόταν μέσα στο άχερο. Κατέβηκε, ξανακατέβηκε ο δράκος, δεν τον έβλεπε. Το περιλαβαίνει το άλογο στο ξύλο γιατί φώναζε, «αφεντικό, με παίρνουνε». Ύστερα το άλογο δεν ξαναφώναξε. Το παίρνει ύστερα αυτός ο Δεκατρής και το πάει στον πατέρα του.
Το πήγε στον πατέρα του, λέει, το άλογο. Ύστερα στο τέλος-τέλος, ο δράκος τον είχε φοβηθεί τον Δεκατρή γιατί έκανε πολλά πράγματα και τον είχε για μεγάλο. Λέει αυτός μπορεί να μας φέρει και τον δράκο ζωντανόνε εδώ.
Παίρνει μια μέρα ο Δεκατρής τη χρυσή άμαξα που είχε ο δράκος. Πάει εκεί, λέει, και παίρνει ένα κασόνι μεγάλο. Και πάει εκεί στον δράκο και παίρνει ένα σκεπάρνι Λέει στο δράκο, «κοίτα», λέει, «κοίτα θα έρθει ο Δεκατρής. Να σε βάλω μέσα στο κασόνι εσένα, κι ύστερα, την ώρα που θα έρθει ο Δεκατρής, να δώσεις μια σπρωξιά και να σηκωθείς να τόνε φας τον Δεκατρή γιατί είναι πολύ πονηρός», λέει.
Πήγε, λέει, βάζει τον δράκο μέσα, αρχίζει, λέει, και τον κάρφωνε ο Δεκατρής τον δράκο. Λέει (ο δράκος), «ρε κιαρατά, γιατί με καρφώνεις;». «Εγώ είμαι ο Δεκατρής» λέει. Τον βγάζει όξω (το δράκο), τον βάζει στη χρυσή άμαξα και τον πήγε εκεί που είχαν πει.
Διήγηση: Μαρία Ντούρμα-Μητάκη
---
Ο Δεκατρής–Ο Έξυπνος Ήρωας
Το παραμύθι αυτό αποτελεί ένα απόσπασμα από όλα τα κατορθώματα του θρυλικού Δεκατρή.
Ο Δεκατρής λεγόταν είτε ως ένα μεγάλο παραμύθι, είτε σε μικρές αυτόνομες συνέχειες, στις οποίες ο μικρούλης ήρωας καταφέρνει να ξεγελάσει κάποιον μεγάλο και δυνατό αντίπαλο. Οι ιστορίες του θυμίζουν τον Κοντορεβιθούλη και τον Παπουτσωμένο Γάτο. Ο κεντρικός ήρωας εδώ, δεν είναι γενναίος ή δυνατός. Αντίθετα είναι μικροκαμωμένος και ασήμαντος. Τόσο ασήμαντος, που δεν έχει καν ένα κανονικό όνομα. Το δυνατό του σημείο είναι η εξυπνάδα και η τόλμη. Προφανώς, σε μία κοινωνία στην οποία η δύναμη ήταν απαραίτητη για τις δουλειές, ένας μικρόσωμος άντρας ήταν πολύ εύκολο να βρεθεί στο περιθώριο. Επομένως, ο Δεκατρής ήταν η ηρωική μορφή που αποδείκνυε ότι υπάρχουν αρετές που μετράνε περισσότερο απ’ τη δύναμη. Μάλιστα, το μικρό του μέγεθος είναι σύμμαχος στις κατεργαριές, καθώς του επιτρέπει να τρυπώνει και να κρύβεται από την απειλητική, ανδροπρεπή φιγούρα του μεγαλόσωμου δράκου. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο δράκος δεν είναι η ιπτάμενη δεινοσαυροειδής φιγούρα που έχει επικρατήσει να θεωρείται σήμερα. Στην πραγματικότητα, όταν λέγονταν ακόμα για διασκέδαση αυτά τα παραμύθια στη Στενή, οι παραμυθάδες δεν ήξεραν καν γι’ αυτό το είδος δράκου. Ο δράκος εδώ είναι ένα είδος ανθρωπόμορφου γίγαντα, που μερικές φορές έχει μαγικές ικανότητες, βγάζει φωτιά απ’ το στόμα και είναι λάτρης του ανθρώπινου κρέατος.
Πολλές φορές σε παραμύθια, τον συναντάμε να απαγγέλει την αγαπημένη του φράση:
«Μμμμ! Ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει!» Η υπόσταση του δράκου εδώ είναι πρωτόγονη, και εμπνέει ένα συναίσθημα αρχέγονου τρόμου, εφ’ όσον υπάρχει η υπόνοια κανιβαλισμού στο πρόσωπό του. Στα παραμύθια συνήθως δεν τον βλέπουμε εν δράσει. Όμως η ικανότητά του να μυρίζει το ανθρώπινο κρέας, καθιστά τον δράκο ον του ζωικού βασιλείου και τοποθετεί τον άνθρωπο σε χαμηλότερα στάδια της τροφικής αλυσίδας. Και τα δύο μειώνουν την εξυψωμένη, ευφυή φύση του ανθρώπου.
Ο δράκος είναι το αρσενικό που χρησιμοποιεί τη δύναμή του ως μέσο τρομοκρατίας για τους πιο αδύναμους. Είναι λαίμαργος, άπληστος, απολίτιστος και αντιπροσωπεύει τα ζωώδη ένστικτα. Είναι ενδιαφέρον ότι σε πολλές μυθολογίες, οι γίγαντες πρεσβεύουν τις πρωτόγονες δυνάμεις του χάους και της στειρότητας . Τη χειραγώγηση του ανθρώπου από τις δυνάμεις του χάους, έρχεται να σταματήσει ο πολιτισμένος, τετραπέρατος Δεκατρής, που χρησιμοποιεί την ευφυΐα ενάντια στα πρωτόγονα ένστικτα και τα καταφέρνει πάντα να μας βγάζει ασπροπρόσωπους.
Γεωργία Καρδιόλακα
Ήταν 40 δράκοι που ζούσαν σε μια σπηλιά.
Και πήγαινες εκεί κι έλεγες, «άνοιξε, σπηλιά» κι άνοιγε η σπηλιά. Έπαιρνες μέσα το χρυσό, ας πούμε, που είχαν μέσα οι δράκοι. Αλλά όταν έμπαινες μέσα κι έλεγες κλείσε σπηλιά, δεν άνοιγε η σπηλιά από μέσα.
Κι όταν είχε πάει, λέει, εκεί ένας που ήταν ο πιο φτωχός, είπε «άνοιξε σπηλιά», άνοιξε η σπηλιά και πήρε μέσα το χρυσό που είχαν εκεί. Δεν ήταν εκεί οι δράκοι, είχαν πάει να δουλέψουν γιατί δουλεύουν και οι δράκοι.
Κι ήρθε ένας γείτονας που τον είδε και του λέει, «που τα βρήκες αυτά;». «Αυτό κι αυτό», λέει, «και πήγα σε μια σπηλιά που ήτανε οι δράκοι και πήρα το χρυσό.» «Θα πάω κι εγώ», λέει αυτός. Πήγε αλλά δεν μπορούσε να βγει από τη σπηλιά και τον βρήκαν οι δράκοι και τον σκοτώσανε, γιατί όταν πήγε μέσα είπε «κλείσε, σπηλιά», ενώ ο άλλος δεν είπε, κι η σπηλιά δεν άνοιγε από μέσα. Θα πήγαινες εκεί θα έλεγες, «άνοιξε σπηλιά», θα άνοιγε, αλλά όταν έχεις μπει να μην έχεις κλείσει τη σπηλιά από μέσα. Ενώ ο άλλος πήγε μέσα, «άνοιξε σπηλιά», άνοιξε η σπηλιά. Πήγε μέσα, «κλείσε, σπηλιά, τώρα». Έκλεισε η σπηλιά, έμεινε μέσα αυτός. Έπρεπε να ’ναι όξω άλλος να του ανοίξει μετά. Πήγε λοιπόν και πήγε κρύφτηκε μες στο χρυσό, αυτός και λέγαν οι δράκοι, «ανθρώπινο κρέας μυρίζει εδώ» και έψαξαν και τον βρήκαν. Τον έφαγαν, έφαγαν και το γαϊδούρι που είχε φέρει να φορτώσει.
Διήγηση
Μαρία Ντούρμα-Μυτάκη
---
Ανάλυση
Οι 40 Δράκοι.
Το παραμύθι του άπληστου.
Αυτό το παραμύθι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ύμνος ενάντια στην απληστία, τη ζήλια και την απροσεξία. Είναι φανερό ότι πρόκειται για μια παραλλαγή του Αραβικού παραμυθιού, ο Αλή-Μπαμπά κι οι 40 κλέφτες. Παρόμοιες διηγήσεις όμως υπάρχουν και στην Ελληνική παράδοση, όπως Οι Δώδεκα Μήνες. Η Στενιώτικη, σατιρική προσθήκη της κατανάλωσης και του δύστυχου, αθώου γαϊδουριού στο τέλος είναι χαρακτηριστικό δείγμα αυτοσχεδιασμού για να κερδηθούν οι εντυπώσεις και να γίνει πιο ελαφρύ το κλίμα.
Γεωργία Καρδιόλακα