steni.gr
Πολλές οι δουλειές που έκαναν οι παλιοί ξυλουργοί. Έφτιαχναν ότι ήταν χρήσιμο για τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους.
Ξύλινα αλέτρια, στιβάρια για τους γεωργούς, καρδάρες, κάδες για το χτύπημα του βουτύρου, ενώ κάποιοι από αυτούς ήταν και βαρελάδες.
Πλάνη Πριόνι
Έφτιαχναν και όλα τα οικιακά έπιπλα όπως σκαμνάκια, σοφράδες, αμπάρια. Επίσης γαβάθες, κούπες, κουτάλες. Πόρτες, παράθυρα, νταβανώματα.
Στην Κάτω Στενή μαραγκοί ήταν
Ταξιάρχης Μυλωνάς, ο Δημήτρης Λουπάκης,
Στην Πάνω Στενή ο Γιώργος Μπεληγιάννης
Γιάννης Μητάκης
Ο αγροτικός τρόπος ζωής είχε πολλούς καθημερινούς κινδύνους. Άλλοι έπεφταν από τα ζώα, άλλοι από τα δένδρα.
Τα σπασίματα και τα βγαλσίματα ήταν καθημερινό φαινόμενο. Οι πρακτικοί που υπήρχαν στα χωριά, γιάτρευαν όλα αυτά πολύ αποτελεσματικά και χωρίς να αφήνουν κουσούρια. Για τα σπασίματα και ραΐσματα αντί για γύψο χρησιμοποιούσαν στηρίγματα με καλάμια. Έδεναν τα τεμαχισμένα καλάμια και ακινητοποιούσαν το σπασμένο μέρος. Για βγαλσίματα «τράβαγαν» το σημείο που υπήρχε πρόβλημα και το έδεναν με μαντήλι σφιχτά.Πρακτικοί στη Στενή ήταν ο Πέτρος Πισινάρας (Κουμπούρας) και ο αδερφός του Μήτσος ο οποίος έμαθε και τη νύφη του Ρίνα. Επίσης η Παναγιού Γιαλού (Ταμία).
Ο Ιωάννης Καρλατήρας (γέρο-Τίλιας) ο οποίος έβγαζε δόντια και καθάριζε αυτιά. Με μια τσιμπίδα, την δοντάγρα, έσφιγγε το δόντι και το αφαιρούσε. Μετά έβαζε αλάτι στο στόμα για να ψηθεί η πληγή ή έδινε ούζο για τον πόνο.
Γιάννης Μητάκης
ΤΑ ΥΠΟΖYΓΙΑ
Για μια και μόνο φορά στη ζωή της, όπως διηγείται η κυρά-Λένη σήμερα, της είχε μιλήσει άσχημα ο άνδρας της σε όλη τους την κοινή ζωή. Όταν είχε μουσκέψει πολύ το μουλάρι τους από ιδρώτα κι αυτή το άφησε χωρίς να το περιποιηθεί. Ο λόγος που μπορούσε σίγουρα να κάνει έναν συμπατριώτη μας να θυμώσει ήταν να κακομεταχειριστεί κάποιος το ζώο του. Τα ζώα ήταν απαραίτητα για τους ανθρώπους τότε. Ήταν τα τακίμια τους και η επιβίωση τους. Ένα μουλάρι ή ένα άλογο ήταν ολόκληρη περιουσία. Γνωστές είναι οι ιστορίες για ανθρώπους που ξαναπήγαν στο στρατό από μόνοι τους, επειδή τους είχαν επιτάξει το ζώο και δεν ήθελαν να το χάσουν από τα μάτια τους. Πήγαιναν μαζί για να το φροντίσουν προσωπικά και φυσικά να το πάρουν πίσω στο τέλος της επίταξής του. Τα υποζύγια μετέφεραν τους ίδιους, καθώς και οτιδήποτε χρειαζόταν να κουβαληθεί σε μεγάλες ποσότητες κι επίσης ήταν η βασική βοήθεια στις αγροτικές δουλειές. Για αυτό το λόγο τα πρόσεχαν, τα είχαν μέσα στα σπίτια τους ή στα κατώγια και τα πρώτα σπαρτά που μάζευαν και έβαζαν στον πλέχτη ήταν τα σανά, δηλαδή οι ζωοτροφές. Πολλά επαγγέλματα είχαν σαν αντικείμενο τα υποζύγια. Οι σαμαράδες, για παράδειγμα, φρόντιζαν για το «ρούχο» του ζώου, το σαμάρι και οι καλιγωτές τους έβαζαν «παπούτσια», δηλαδή τα πετάλωναν. Επίσης οι σιδεράδες έφτιαχναν τα πέταλα, τα κολτσάκια και τα άλλα σιδερένια αντικείμενα για το όργωμα και τις άλλες αγροτικές δουλειές. Οι χαμουτζήδες έφτιαχναν τα δερμάτινα κι οι τσαμπάσηδες τα εμπορεύονταν.
Ο Κώστας Μακρής στο εργαστήριό του
Ο Κώστας Μακρής απεβίωσε στις 3-3-2006. Το σαμαράδικο του κύρ-Κώστα το είχαμε επισκεφθεί λίγες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα. Ο ίδιος μας είχε αποκαλύψει τα μυστικά της δουλειάς του. Έφτιαχνε και επιδιόρθωνε σαμάρια, καθώς και όμορφες διακοσμητικές κατασκευές. Το επάγγελμα, όπως μας είχε πει, περνούσε από πατέρα σε γιό. Αυτός είχε μάθει τη δουλειά από τον πατέρα του. Τόσο η κατασκευή όσο και οι επιδιορθώσεις είναι τέχνη δύσκολη. Το σαμάρι είναι όπως ένα ρούχο και πρέπει να εφαρμόζει τέλεια πάνω στο ζώο. Ένα καλό σαμάρι μπορεί να κρατήσει και πάνω από 15 χρόνια.
Περισσότερα: ΣαμαράδεςΜε μια αστοφιά ή θυμάρι και ένα στειλιάρι με φούρκα από πλατάνα ή καστανιά ήταν φτιαγμένες οι παλιές σκούπες, τα σαρώματα. Ακόμα και σήμερα, αρκετοί που έχουν ζώα και χρειάζονται γερές σκούπες που να αντέχουν τα ίδια σαρώματα χρησιμοποιούν.
Τα σαρώματα πολλοί τα έφτιαχναν μόνοι τους, άλλοι πάλι τα αγόραζαν. Έφτιαχναν το στειλιάρι το οποίο έπρεπε να καταλήγει σε φούρκα.
Έκοβαν την αστοφιά ή το θυμάρι, τα οποία τα πλάκωναν με πέτρες για να γίνουν «πλακαρά» και τα έδεναν σε φούρκα. Τα έκοβαν γύρω γύρω για να τα περιποιηθούν και να τα κάνουν ωραία. Ένα τέτοιο σάρωμα πουλιόταν 1,5 δρχ. ή δυο ζευγάρια αυγά. Σαρωματάδες στη Στενή ήταν ο Χρήστος Βλάχος (Γεννάδιος), ο Δημήτρης Κυράνας (Αναμήτρος) και ο Χαρίλαος Νάτσης ο οποίος ήταν και στειλιαράς. Διαφήμιζε τα προϊόντα του με ιδιαίτερο τρόπο φωνάζοντας «έχου» κι στλιάρια για τα στλιάρια», εννοώντας προφανώς τους πελάτες του που ήταν ανίκανοι να φτιάξουν μόνοι τους τα προϊόντα που έφτιαχνε
Γιάννης Μητάκης
Αυτοί που ξεκίνησαν πρώτοι να κάνουν αυτή τη δουλειά στα χωριά μας ήταν γύφτοι. Οι επόμενοι μπορεί να μην ήταν όλοι, αλλά εφόσον ήταν όλη την ημέρα μαύροι από την μουτζούρα το όνομα τους έμεινε.
Σμίλευαν το σίδερο σαν τους γλύπτες και του έδιναν τη μορφή που ήθελαν. Το φυσερό, το σφυρί και το αμόνι ήταν τα βασικά και απαραίτητα εργαλεία ενός σιδερά. Το φυσερό ήταν από δέρμα, ένα ή δύο ασκιά ανάλογα, το οποίο μάζευε αέρα και τραβώντας τη χειρολαβή από πάνω τον έβγαζε, θέριευε τη φωτιά σε πολύ υψηλή θερμοκρασία κι εκεί μέσα πύρωνε το σίδερο, δηλαδή το μαλάκωνε, κάνοντας πιο εύκολη την επεξεργασία του. Επίπονη εργασία ήταν το τρύπημα του σίδερου. Με την πόντα (πονταρισιά) σημάδευαν το σημείο που ήθελαν να τρυπήσουν και με το δράπανο, χειροκίνητα και για πολλές ώρες, άνοιγαν την τρύπα στο σίδερο.
Για να βοηθηθεί το ματικάπι (τριβέλι) που κατέληγε ο μηχανισμός του δράπανου έβαζαν συνεχώς λάδι. Έφτιαχναν τσαπιά, σκαλιστήρια, δικούλια, υνιά, πέταλα, τσεκούρια, αλέτρια και ότι άλλο χρειαζόταν ο γεωργός, ο υλοτόμος, και όλοι οι χωριάτες. Κάποιοι σιδεράδες ήταν και καλιγωτές, αλλά όχι όλοι. Τη Μεγάλη Πέμπτη όλοι οι σιδεράδες γυρίζουν το αμόνι ανάποδα γιατί πάνω σε αυτό έφτιαξαν τα καρφιά που σταύρωσαν το Χριστό.
Περισσότερα: Σιδεράδες ή τσιλιγγίριδες ή γύφτοι