steni.gr
Μεταγενέστερη τέχνη και αυτή για τα χωριά μας, αν σκεφτεί κανείς ότι τα πρώτα χρόνια του προηγούμενου αιώνα, ελάχιστα σπίτια είχαν ψάθινες καρέκλες. Κάθονταν κατάχαμα ή στα ξύλινα σκαμνάκια, που τις περισσότερες φορές τα έφτιαχναν και μόνοι τους.
Εύκολη και πρακτική λύση ήταν τα «κωλοκάθια» (ξύλινα στρογγυλά κούτσουρα).
Στη Στενή καρεκλάς ήταν ο Μήτσος Θεοδώρου. Πάρα πολλοί ήταν και οι περιφερόμενοι που γύριζαν τα χωριά. Οι συγκεκριμένοι έρχονταν μετά την άνοιξη, σε περιόδους καλοκαιρίας γιατί δούλευαν συνήθως έξω. Με πολύ λίγα εργαλεία, λίγο σύρμα και μακρύ ψαθί, δούλευαν έξω από τα σπίτια που τους έδιναν δουλειά. Έντυναν το σκελετό της φθαρμένης καρέκλας, στήριζαν και σταθεροποιούσαν τα πόδια με χοντρό σύρμα. Όλη αυτή η διαδικασία τραβούσε το ενδιαφέρον των παιδιών, τα οποία εντυπωσιάζονταν με την μαεστρία και την ταχύτητα που ο καρεκλάς έκανε τη δουλειά του.
Γιάννης Μητάκης
Το κόκκινο χώμα που υπάρχει παντού στην περιοχή, έδωσε τη δυνατότητα να φτιάχνονται σε όλες τις εποχές πράγματα, τα οποία διευκόλυναν τη ζωή των κατοίκων. Δεν είναι τυχαίο ότι παντού βρίσκονται υπολείμματα από κεραμίδια και άλλα πήλινα αντικείμενα όλων των ιστορικών περιόδων. Τα καμίνια, εκτός από κεραμίδια, έφτιαχναν πλίθες και αρκετά οικιακά σκεύη, όπως κανάτες, κούπες, στάμνες, γαβάθες, λεκάνες, πιθάρια.
Όσον αφορά τα πήλινα οικιακά σκεύη, ήταν δύσκολα στην κατασκευή τους μιας και κάποια από αυτά απαιτούσαν την τεχνική ενός γλύπτη. Για τη δημιουργία τους, τοποθετούσαν χώμα και νερό σε ένα λάκκο και τα ανακάτευαν καλά ώσπου να μην σβολιάζει η λάσπη.
Περισσότερα: ΚεραμοποιοίΌταν το δέρμα του κουναβιού είχε μεγάλη αξία, αρκετοί από την περιοχή μας έκαναν αυτή τη δουλειά για να έχουν ένα πρόσθετο εισόδημα. Ειδικά τη δεκαετία του 1950 στη μεγάλη ζήτηση, ένα δέρμα κουναβιού πουλιόταν 700 δρχ. όταν το μεροκάματο δεν ξεπερνούσε τις 30-40 δρχ. Στα περισσότερα χωριά της περιοχής εκμεταλλεύονταν την εποχή που είχε χιόνι και τα κουνάβια τα εύρισκαν πολύ εύκολα γιατί άφηναν ίχνη πάνω σ’ αυτό.
Οι κουναβάδες γύριζαν στα χιόνια με ένα τσουβάλι γεμάτο άχυρο. Εύρισκαν τις κουφάλες από τα δέντρα που κρυβόντουσαν τα κουνάβια συνήθως από τις πατημασιές, έβαζαν φωτιά μπροστά στην κουφάλα ή έριχναν θειάφι. Τα παγιδευμένα ζώα έβγαιναν και ήταν πολύ εύκολος στόχος γι αυτούς, που περίμεναν γύρω-γύρω με τα όπλο ή με το τσουβάλι, το οποίο εφάρμοζαν στην είσοδο της κουφάλας του δέντρου. Χρήστος Μπέκος.
Αυτό γινόταν στα περισσότερα χωριά και πιο πολύ στις Τσέργες. Κυνήγαγαν τσοπάνηδες, υλοτόμοι κ.τ.λ.Στη Στενή το κυνήγι γινόταν και το άλλο διάστημα μιας και είχαν εκπαιδευμένα σκυλιά (κουναβόσκυλα) και καλή οργάνωση. Τα σκυλιά κυνηγούσαν τα κουνάβια, τα ανάγκαζαν να ανέβουν στα δέντρα, όπου γίνονταν εύκολος στόχος για τα όπλα των κυνηγών. Για να μην καταστραφεί το δέρμα του κουναβιού έφτιαχναν ειδικά φυσίγγια με λίγα σκάγια μέσα. Κυνηγοί κουναβιών με εκπαιδευμένα σκυλιά στη Στενή ήταν ο Τάσος Μαστρογιάννης (Μάλιος), ο Χρήστος Μπέκος, ο Παναγιώτης και ο Γιώργος Ζέρβας (Μπάληδες) και οι Ντουρμαίοι (Γκεκάκηδες), ο Αντώνης και τα παιδιά του Χρήστος και Μήτσος.
Σε κάποια χωριά κυνηγούσαν κουνάβια με τον «Ιταλικό» τρόπο. Μια ρέγκα σε έναν μεγάλο σωλήνα. Τα κουνάβια τρελαίνονται από την μυρωδιά της ρέγκας και μπαίνουν στο σωλήνα, από τον οποίο δεν μπορούν να βγουν επειδή έχουν γαμψά νύχια Μεγάλο ρόλο στην τιμή του δέρματος είχε η κατάστασή του. Το πρώτο στάδιο της επεξεργασίας του δέρματος το έκαναν τις περισσότερες φορές οι ίδιοι οι κυνηγοί. Μετά το γδάρσιμο έβαζαν το δέρμα στη στάχτη και μετά στις τσίτες, κατάλληλα διαμορφωμένες τάβλες. Το κρέμαγαν μέχρι να στεγνώσει. Στο τέλος το δέρμα δεν ζύγιζε ούτε 25 γραμμάρια. Έμποροι από την Αθήνα έρχονταν στη Χαλκίδα για να αγοράσουν τα δέρματα, τα οποία κατέβαζαν οι ίδιοι οι κυνηγοί ή ένας δυο ντόπιοι που τα εμπορεύονταν.
Γιάννης Μητάκης
Φωτογηραφία.
Ο Χρήστος Μπέκος, Ήταν κουναβάς.
Μόνο καναπίτσες, καλάμια και επιδέξια χέρια χρειάζονται για να φτιαχτεί ένα όμορφο και χρήσιμο καλάθι. Από τα κανάλια και τα ρέματα μάζευαν καναπίτσες (λυγαριές) και έφτιαχναν κοφίνια, πανέρια, ταρπιά, κοφινίδες, κόφες. Τα μούσκευαν για να είναι ευέλικτα. Καλάμια επίσης υπάρχουν παντού.
Το καλάμι φύεται πολύ εύκολα, ακόμα και ένα καλάμι να εμφανιστεί γεμίζει ο τόπος. Τα μάζευαν το καλοκαίρι που είχαν ψωμώσει.
Πρώτα έφτιαχναν τον πάτο. Ο πάτος του κοφινιού πρέπει να είναι πολύ γερός για να αντέχει στα μεγάλα βάρη. Με τη λυγαριά έφτιαχναν τον πάτο και ειδικά το σταυρό. Έβαζαν τα κάθετα (στημόνια) που πάνω τους έπλεκαν με τα καλάμια το κοφίνι. Εάν ήθελαν γερή κατασκευή έβαζαν μόνο λυγαριά.
Στη Στενή κοφινάς ήταν ο Σπύρος Ντουμάνης (Καρκαβέλας) και ο Δημήτριος Γερακίνης (Καμπάνης).
Κοφίνι: Το πιο μικρό σε μέγεθος. Το χρησιμοποιούσαν για όλες τις δουλειές. Είχε χερούλι για να είναι εύκολο στη χρήση.
Κόφα: Μεγάλο κοφίνι, με χερούλια.
Ταρπί: Ενισχυμένη κόφα για μεγάλα βάρη χωρίς χερούλια. Το χρησιμοποιούσαν για βαριές δουλειές όπως το κουβάλημα των σταφυλιών, ελιών κλπ.
Κοφινίδα: Κόφα με σκέπαστρο όπου έβαζαν το ψωμί.
Πανέρι: Φαρδύ και κοντό κοφίνι με δυο χερούλια για ελαφριές δουλειές.
Γιάννης Μητάκης
Η ελιά.
Από την αρχαιότητα η καλλιέργεια της ελιάς, ήταν η πιο διαδεδομένη καλλιέργεια δένδρου στη χώρα μας. Ιερό δένδρο από τότε που η θεά Αθηνά τη φύτεψε στην Ακρόπολη, αρχέγονο σύμβολο ειρήνης, γονιμότητας, ευφορίας και ευημερίας, η δόξα των Ολυμπιονικών ,συνεχίζει ακόμα και σήμερα να είναι απόλυτα συνδεδεμένη με την λαϊκή λατρεία. Με το λάδι της φωτίζει τους Αγίους μέρα νύχτα, βαφτίζει τα νεογέννητα, ξεματιάζει.
Η ανάγκη για υπερκαλλιέργεια των δημητριακών τις δύσκολες εποχές έκανε τους κατοίκους της Δίρφης να παραμελήσουν τις ελαιοκαλλιέργειες.
Υπήρχε εποχή που οι κάτοικοι των χωριών της περιοχής καλλιεργούσαν φάβα, ρεβίθια και στην πιο απότομη πλαγιά με την τσάπα, μιας κι εκεί δεν μπορούσαν να ζευγαρίσουν, για να επιβιώσουν. Το λάδι ήταν πολύ λίγο κι έτσι αναγκάζονταν να χρησιμοποιούν και το λίπος του χοιρινού για να αντικαταστήσουν το λάδι. Λίγο και πολύτιμο προϊόν εκείνη την εποχή. Ξεχωριστή και σημαντική αναφορά στις προίκες τα λιόδεντρα, όπως επίσης και σε κάθε είδους μοιρασιά. Άλλος έπαιρνε το χωράφι και άλλοι μοιράζονταν τις ελιές που υπήρχαν μέσα σε αυτό. Σύστημα ακατανόητο την σημερινή εποχή αλλά χρήσιμο και συνηθισμένο κάποτε. Μετά τις δύσκολες εποχές οι κάτοικοι των χωριών εντατικοποίησαν την καλλιέργεια της ελιάς. Γνωστές είναι οι ιστορίες για το πώς έφερναν οι Στενιώτες τις αγριελιές από τα Βίλια ή το μίσθωμα καϊκιού από τους Καθενιώτες για να φέρουν ελιές από τη Λίμνη. Έφερναν τις αγριελιές και μετά αναλάμβαναν οι ειδικοί να τις μπολιάσουν. Τη σημερινή περίοδο, όπου κι αν στρέψεις τα μάτια σου σε όλα τα χωριά αυτό που αντικρίζεις είναι μια ατέλειωτη «θάλασσα» από λιοστάσια.
Περισσότερα: Λιοτρίβια