steni.gr
Η σπαρμουδιά είναι ένας από τους τέσσερις κύριους σταθμούς της γεωργικής ζωής (σπορά, θέρος, αλωνισμός και τρύγος).Διαρκεί περισσότερο και δεν έχει σχεδόν χαρές όπως οι άλλοι. Η μόνη χαρά είναι η μυρωδιά του σκαμμένου χώματος και η όψη της οργωμένης γης, που καμαρώνει ο γεωργός κάθε βράδυ μετά τη δουλειά του, νιώθοντας την πραγματική χαρά που φέρνει αυτή η Θεία εργασία.
Προετοιμασία των χωραφιών για τη σπορά δε γινόταν, παρά μόνο σε λίγα χωράφια που θέλουν ένα ή δύο οργώματα, αν ήταν «μπαΐρια» (χωράφια ακαλλιέργητα την προηγούμενη ή τις προηγούμενες χρονιές, σκληρά, βαριά απ΄την υγρασία και γεμάτα αγριάδα). Τότε, μετά το πρώτο όργωμα, σπάζουν τις «μπλάνες» (σκληρά κομμάτια από χώμα).
Οι γεωργοί προετοιμάζονταν για τη σπορά μερικές μέρες πριν από τα πρωτοβρόχια. Ετοίμαζαν τα σύνεργα και το σπόρο.
Στη σπορά παίρνει μέρος όλη σχεδόν η οικογένεια, μικροί και μεγάλοι. Ζευγολάτης και σποριάς, είναι συνήθως ο άνδρας. Οι υπόλοιποι είναι σκαλιστάδες. Ακολουθούν δηλαδή το ζευγολάτη και σπάζουν τα «ζβόλια», καθώς επίσης αποψιλώνουν το οργωμένη χωράφι από διάφορα χόρτα κ.λπ.
Περισσότερα: Η ΣπαρμουδιάΟ θερισμός ξεκίναγε περί τα μέσα με τέλη Ιουνίου.
Η δουλειά αρχίζει τα χαράματα κάθε μέρα και τελειώνει αργά το βράδυ. Το θερισμό τον έχουν αναλάβει οι γυναίκες, ενώ οι άντρες θα δέσουν και θα μεταφέρουν τα δεμάτια, θα φτιάξουν τις θημωνιές κλπ. Στο πρώτο ξεκίνημα του θερισμού, κάνουν το σταυρό τους και ανταλλάσσουν ευχές. Καλοφάγωτα. Με χαρές. Καλά μπερκέτια κ.α.. Οι εργαζόμενοι, εκτός από θεριστές και θερίστριες, αποκαλούνται αργάτες και αργάτισσες, επειδή θεριζόταν τμηματικά και κάθε τμήμα του χωραφιού το αποκαλούσαν «έργος».
Ξεκινώντας, φτιάχνουν το πρώτο χερόβολο, που είναι στάχια όσο χωράει η χούφτα. Έξι χεριές κάνουν ένα λημμάρι (η λέξη ίσως γίνεται από το λαμβάνω, λήμμα - λήμματος). τρία λημμάρια κάνουν ένα δεμάτι, το οποίο το τυλίγουν με βρίζα (σίκαλη). Τέσσερα δεμάτια μας κάνουν ένα φόρτωμα και πεντακόσια δεμάτια, μία θημωνιά.
Τρεις ήταν οι καλλιέργειες των γεωργών.
Η πρώιμη (Φθινοπωρινή).
Η όψιμη (ανοιξιάτικη).
Και η αμπελουργία.
Συμπληρωματική είναι η κηπευτική και η δενδροκαλλιέργεια.
Και καλλιεργούνται δημητριακά, όσπρια καθώς και φυτά για ζωοτροφές.
Από τις ποικιλίες του σταριού, πολύ στην περιοχή μας καλλιεργείται το «σκυλόπετρο» και σε μικρές ποσότητες το «μαυραγάνικο» ή «σανατόρι»,
που ήταν και το ποιοτικά πιο καλό σιτάρι. Επίσης καλλιεργείται και η ποικιλία «σούτο», που ήταν ποιοτικώς κατώτερο απ΄όλα τα άλλα.
Και όλα αυτά βεβαίως ανάλογα με τις δυνατότητες του χωραφιού (καμπίσιο, πλάι κ.λ.π.).
Μία άλλη ποικιλία ήταν η «ζλίτσα», που την καλλιεργούσαν σε μεγάλο υψόμετρο. Ήταν σκληρό σιτάρι και δεν φούσκωνε στο ψήσιμο και κατά συνέπεια το ψωμί που έδινε ήταν λιγότερο σε όγκο.
Το καλαμπόκι είχε ψιλό σπόρο, γιατί πολλά χωράφια ήταν «ξηριακά».
Η σίκαλη (βρίζα) καλλιεργείτο σε ποσότητες ανάλογα με τις ανάγκες που είχαν οι γεωργοί για τα «δεματικά» τους, γιατί με το μακρύ βλαστό τους έδεναν τα δεμάτια στο θέρο. Από τα όσπρια, κυρίως καλλιεργούσαν τη φάβα και τα ρεβίθια και απ΄τα κτηνοτροφικά τη ρόβη, το βίκο και τη βρώμη.
Από τα λιπάσματα ελάχιστα χρησιμοποιούσαν. Κυρίως είχαν την κοπριά από τα ζώα.
Για αμειψισπορά και αγρανάπαυση ούτε λόγος να γίνεται, γιατί ήταν τόσο λίγη η γη και τόσο μικρά τα χωράφια, που δεν επέτρεπε σε κανέναν να την αφήσει ανεκμετάλλευτη.
Κίνδυνοι που απειλούσαν τις καλλιέργειες, εκτός από τις καιρικές συνθήκες, ήταν και οι συνηθισμένες αρρώστιες των δημητριακών και των αμπελιών. Αναφέρουμε ενδεικτικά τον περονόσπορο για τα αμπέλια και τον σταρόλυκο για τα σιτάρια. Ο σταρόλυκος ήταν ένα χόρτο (ζιζάνιο) που φύτρωνε ανάμεσα στα στάρια, όταν έβρεχε την άνοιξη και δεν άφηνε το σιτάρι να αναπτυχθεί, γιατί έπαιρνε όλες τις θρεπτικές ουσίες απ΄τη γη.
Μεγάλη καταστροφή στη σοδειά προκαλούσαν και οι διάφοροι άνεμοι, οι οποίοι ξέραιναν τα σπαρτά και έριχναν κάτω τους σπόρους. Οι πιο συνηθισμένοι ήταν ο βοριάς και ο δυτικός (Θρασκιάς).
Γιάννης Γιαννούκος
Οι Στενιώτες τα αμπέλια τους τα φύτευαν σε περιοχές που τα χώματα ήταν «τραγανά», που δεν κρατούσαν δηλαδή νερό, δεν ήτανε «βαρκά» κατά τη συνηθισμένη έκφραση.
Τέτοιες περιοχές που ανταποκρίνονταν κάπως σ’ αυτές τις προδιαγραφές, ήταν οι περιοχές, όπου βρίσκονται οι τοποθεσίες Αι-Γιώργης, Λιβάδι, Μουρές, Καλουρκό (Καλογερικό), στου Μπακαρώζου, στις ρίζες κ.α.
Το φύτεμα του αμπελιού γίνεται από τα μέσα του Μάρτη, μέχρι τα μέσα του Απρίλη.
Απ’ το Φλεβάρη, που γίνεται το κλάδεμα, μαζεύουν κληματόβεργες από καινούρια αμπέλια και από καλές ποικιλίες σταφυλιών, τις οποίες «παραχώνουν» στη γη όλες μαζί, για να διατηρηθούν και να είναι έτοιμες για το φύτεμα.
Στο μεταξύ ετοιμάζουν τον αμπελότοπο με πολλά οργώματα και καθάρισμα απ’ την αγριάδα, τις πέτρες κ.α.
Το μέρος που θα επιλέξουν να φυτέψουν το αμπέλι δεν πρέπει να κρατά υγρασία ή αν τελικά δεν μπορούν να βρουν τέτοιο μέρος, προχωρούν σε διάφορες προετοιμασίες με αυλάκια και άλλους τρόπους, ώστε να φεύγει το νερό της βροχής και να μη «στερνιάζει».
Το φύτεμα γίνεται με την «τριβέλα», που είναι ένα σιδερένιο λοστάρι με ξύλινη λαβή, με το οποίο ανοίγουν βαθιές τρύπες και φυτεύουν τις κληματόβεργες.
Το νέο αμπέλι λέγεται φτειά (φυτεία) και κρατάει τούτο το όνομα για τέσσερα-πέντε χρόνια, μέχρι δηλαδή να δώσει την πρώτη του καλή παραγωγή.
Το κλάδεμα γίνεται άλλοτε πρώιμο, στο τέλος του φθινοπώρου και άλλοτε όψιμο, στο τέλος του χειμώνα. Αφήνουν σε κάθε κλήμα δύο και τρία «κεφαλάρια» (καλές βέργες).
Το κλάδεμα είναι τέχνη. Πρέπει να είναι γλυκό το κόψιμο και να μην αφήνει υπολείμματα, γιατί ξεραίνεται το κλήμα. Στα παλιά αμπέλια, αφήνουν μεγάλες και γερές κληματόβεργες, τις καταβολάδες, για να μπολιάσουν το αμπέλι, όπου τα κλήματα έχουν γεράσει. Έτσι το αμπέλι «ξανανεώνεται» σιγά - σιγά.
Το σκάψιμο του αμπελιού γίνεται με τσαπιά και ποτέ με αλέτρι. Όσοι προσπαθούσαν να χρησιμοποιήσουν αλέτρι δημιουργούσαν καταστροφές στα κλήματα.
Όταν η εργατιά μπαίνει στον «έργο», αρχίζει για πρώτος ο καλύτερος σκαφτιάς, ο πιο πεπειραμένος, παίρνοντας μια σειρά κλήματα για να τα σκάψει ως την άκρη. Η σειρά αυτή είναι ο «έργος». Προχωρώντας και σκάβοντας κοντά στη ρίζα του κλήματος, δημιουργεί ανάμεσα στα κλήματα ένα σωρό από χώμα, την «αράδα». Όταν ο πρώτος σκαφτιάς προχωρήσει τρία ή τέσσερα κλήματα, μπαίνει ο δεύτερος σκαφτιάς στον επόμενο έργο, φτιάχνοντας «αράδα» και ούτω καθεξής.
Όταν ο πρώτος φτάσει στην άκρη, ξεκουράζεται, ώσπου να φτάσει ο δεύτερος, οπότε μπαίνει στον επόμενο «έργο», για να φτιάξει νέα αράδα.
Το σκάψιμο είναι πολύ κουραστικό και προπαντός όταν δεν «αποδίνει» (αποδίδει), είτε γιατί είναι ξερό και σκληρό το χώμα, είτε γιατί είναι πολύ υγρό και βαρύ. Μερικοί που δεν τα έχουν σε εκτίμηση τα αμπέλια τους, επειδή δεν αποδίδουν, αντί για σκάψιμο, κάνουν το σκαλοσκάψιμο (σκάψιμο χωρίς αράδα), το οποίο βεβαίως γίνεται μετά τα τέσσερα-πέντε χρόνια.
Περισσότερα: Τα αμπέλια και ο τρύγοςΟ γεωργός είχε αρκετά σύνεργα, που τα έφτιαχνε μόνος του από ξύλα της περιοχής, εκτός από τα σιδερένια, που κατέφευγε στο σιδερά του χωριού. Τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν ήταν συνήθως από πλατάνα.
Θα αναφέρουμε μερικά, τα πιο απαραίτητα ανάλογα με τη χρήση τους.
Σύνεργα της σποράς είναι τα παρακάτω:
Το αλέτρι. Το πατροπαράδοτο ξύλινο, που μας περιγράφει ο Ησίοδος. Τα κάμποσα κομμάτια του παίρνουν διάφορα ονόματα. Το κάτω χοντρό ξύλο συνήθως λέγεται "κουντούρι". Μπροστά του στηρίζεται το "υνί". Πίσω από το "υνί" είναι το "παράβολο" για να στρώνει το χώμα και στη μέση είναι η "σπάθα".Πιο πίσω, προς το τέλος είναι το "σταβάρι". μακρύ ξύλο καμπυλωτό που περνάει απ' τη "σπάθα", όπου μπορεί να ανεβοκατεβαίνει, στηριζόμενο στο "κουντούρι" με "σφήνα". Το πίσω μέρος είναι η "κοντονουρά" (η χειρολαβή). Το αλέτρι όλο στηρίζεται στο ζυγό, που στα βόδια ήταν μπροστά στο λαιμό στηριγμένος με τις «ζεύλες», ενώ στα μουλάρια, κάτω απ' το στήθος. Στο αλέτρι για μουλάρια υπάρχουν και οι παλάντζες, απ' όπου σέρνεται το αλέτρι. Στηρίζονται αυτές στη μέση στο αλέτρι και τραβιούνται με τις λαιμαριές απ' το λαιμό των ζώων, ενώ στα βόδια δεν υπάρχουν παλάντζες και λαιμαργιές και το αλέτρι σέρνει ο ζυγός.
Περισσότερα: Τα σύνεργα του γεωργού