steni.gr
Οι φορεσιές, εκτός από τον πρακτικό σκοπό της χρήσης τους, όπως η προφύλαξη του σώματος από το ψύχος κ.λπ., χρησιμοποιούντο και ως διακριτικό γνώρισμα του φύλλου, (άνδρας, γυναίκα) της ηλικίας, (παιδί, ενήλικος, γέροντας,(ηλικιωμένη) της κοινωνικής τάξης, (πλούσιοι, φτωχοί) του επαγγέλματος (κληρικού, γεωργού, κτηνοτρόφου) της ελεύθερης η της παντρεμένης.
Η δε ποικιλία της φορεσιάς εξαρτιόταν από την υπάρχουσα οικονομική κατάσταση κατά τόπο και κατά άτομο, τα διάφορα είδη υφασμάτων που παράγονταν στην περιοχή (μάλλινα, λινά, βαμβακερά, μεταξωτά κ.λπ.) αλλά και την επικοινωνία, εμπορική ως και πολιτιστική που υπήρχε με άλλους τόπους.
Στην περιοχή μας όμως, κυρίως στηριζόταν στην τοπική οικονομία και για την κατασκευή και διακόσμηση του ενδύματος, γινόταν χρήση εγχωρίων υφαντικών υλών για την κατασκευή από κάθε οικογένεια του αναγκαίου υφάσματος.
Το νησί της Εύβοιας χαρακτηρίζεται από την ποικιλομορφία του και από τις μεγάλες αποστάσεις. Αυτό λοιπόν εξηγεί πως στο ίδιο νησί έχουμε τόσους πολλούς τύπους φορεσιών που διαφέρουν μεταξύ τους. Έτσι λοιπόν στο ίδιο νησί βρίσκουμε την νησιώτικη βράκα, άλλα και την φουστανέλα.
Περισσότερα: Πρόλογος για παραδοσιακή φορεσιάΗ ποικιλία της φορεσιάς εξαρτιόταν από το φύλο, την ηλικία, την οικονομική κατάσταση, το επάγγελμα, αν η γυναίκα ήταν ελεύθερη ή παντρεμένη. Στο χωριό μας στις περισσότερες περιπτώσεις λόγω της οικονομικής δυσκολίας που υπήρχε στους περισσότερους, βασιζόντουσαν περισσότερο σε υφαντικές ύλες τις οποίες έφτιαχναν μόνοι τους.
Άλλωστε σε αρκετές περιπτώσεις, αν και το μαλλί που παρήγαγε το χωριό ήταν σε μεγάλη ποσότητα, κάποιοι που δεν είχαν παραγωγή δική τους η την ευχέρεια να αγοράσουν, έφτιαχναν ρούχα ακόμα και από σπάρτα. Όσον αφορά την κατασκευή των ρούχων ακόμα και οι πιο πλούσιες έπρεπε να φτιάχνουν πολλά πράγματα μόνες τους μιας και ήταν πολύ υποτιμητικό.
Οι οικονομικές διαφορές ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς ήταν σε πολλές περιπτώσεις τεράστιες όπως και σήμερα. Έτσι έχουμε ανθρώπους που έφτιαχναν ρούχα από σπάρτα, αλλά και γκιργκιφίσια από ατόφιο χρυσάφι μεγάλης οικονομικής αξίας.
Πρώτες ύλες
Η Στενή ήταν κυρίως αγροτοκτηνοτροφικός οικισμός με πληθώρα κοπαδιών αλλά και οικόσιτων που έδιναν άφθονη πρώτη ύλη για ρούχα. Τα γιδοπρόβατα της Στενής ήταν πάντα πάνω από δέκα χιλιάδες χωρίς να υπολογίσουμε τα οικόσιτα. Πολύτιμο κι απαραίτητο το μαλλί των προβάτων, ενώ για κάποια βαριά ρούχα όπως οι πατατούκες, οι καπότες κ.λπ. χρήσιμη ήταν η γίδινη ή η τραγίσια τρίχα.
Περισσότερα: Πρώτες ύλες και επεξεργασίαΜπουντούρι: Κοντό παντελόνι το οποίο φόραγαν μαζί με κάλτσες. Πρωτοεμφανίστηκε στην περιοχή μας μετά το 1880.
Πανωβράκ', (Πανωβράκι): Το πανωβράκι ήρθε να αντικαταστήσει το μπουντούρι. Τα πανωβράκια φτιάχνονταν από υφαντό μάλλινο ύφασμα μαύρου χρώματος. Ήταν στενά αλλά κάτω από τα σκέλια σχημάτιζαν την σέλα για να μη δυσκολεύονται στο περπάτημα. Τα έδεναν στη μέση με ένα κομμάτι σχοινί τη βρακοζώνα, την οποία περνούσαν μέσα από την φακαρόλα, στο κενό δηλαδή που δημιουργείται στο πάνω μέρος του πανωβρακιού όταν δίπλωναν το ύφασμα προς τα κάτω και το έραβαν.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΑΚΗΣ
Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ
Τελευταίοι ράφτες
Τελευταίοι ράφτες παραδοσιακών ρούχων που ήταν στο διάστημα του μεσοπολέμου ήταν, ο Ντούρμας Αριστείδης (Αριστδάνας), ο οποίος έραβε πατατούκες, καπότες, πανωβράκια, ο Ζέρβας Ιωάννης (Μπάλιος) ο οποίος εκτός των άλλων έφτιαχνε και σεγκούνες και ο Δημήτρη Καλαμάρας στην Κάτω Στενή. Τελευταίες μοδίστρες που έραβαν υφαντά όπως φορέματα, μπόλκες, πουκαμίσες κ.λπ, στην Πάνω Στενή στο διάστημα του μεσοπολέμου ήταν η Ευανθία Τσουτσαίου, η Στέλλα Γιαμά-Μπεληγιάννη, η Ουρανία Παπαγεωργίου-Μπεληγιάννη, η Σταυρούλα Καράγκου. Στην Κάτω Στενή η Ελένη Καλαμάρα και η Στέλλα Αγγελάκη. Η πληρωμή αυτών των μαστόρων, συνήθως ήταν σε είδος. Για μια γυναικεία πουκαμίσα, η τιμή ήταν 25 οκάδες τυρί. Μαλλιά, σταφύλια, σιτάρι και κάποιες άλλες φορές χρήματα ήταν η πληρωμή για τη δουλειά που έκαναν οι ράφτες και οι μαστόρες.
Τέλος εποχής
Από το μεσοπόλεμο και μετά άρχισαν να καθιερώνονται οι φραγκοράφτες. Δηλαδή αυτοί που έφτιαχναν τα φράγκικα ρούχα. Πρώτος φραγκοράφτης στη Στενή ήταν ο Δημήτριος Κυράνας, στην Κάτω Στενή. Στην Πάνω Στενή ο Δημήτριος Λέων(Κακαράς) ο Κωνσταντίνος Γιαννούκος(Κωτσαρίγκος).
Σε πολύ μικρή ηλικία κατά τη διάρκεια της κατοχής άρχισε να ράβει, όχι υφαντά η Μαρία Κουτσούκου-Παντιέρα. (Τσαγκαρέλα).
Πλεκτομηχανές
Στον μεσοπόλεμο επίσης παρουσιάστηκαν και οι πρώτες πλεκτομηχανές, που έπλεκαν κυρίως φανέλες μάλλινες. Στην Κάτω Στενή πλεκτομηχανές είχαν η Σωτήρω Κυράνα-Γιαμά, η Μαρία Αγγελάκη και η Αθηνά Άγα.
Στην Πάνω Στενή η Ντούρμα Κατερίνα και η Κουτσούκου Ελένη.
Τελευταίες κεντήστρες στα κοφτά η Γιαννούλα Κοντούλα, η Κατίνα Πισινάρα του Θοδωρή του Γιαννιού, η Ελένη Κατσανά.
Γιάννης Μητάκης
Φορεί άσπρο πουκάμισο από χοντρό υφαντό πανί κι από τη μέση του γύρω, κατεβαίνει στο γόνατο φουστανελίτσα με λίγες λόξες. Λίγο είναι πιο ανοιχτή από το πουκάμισο που το φορούν οι γυναίκες ως τον αστράγαλο, οι γέροι –εκατό χρονών- ως κάτω στο γόνατο.
Φορεί ακόμη «σταυρωτό» μάλλινο. Και κάλτσες μάλλινες του σκεπάζουνε το πόδι ως πάνω από το γόνατο. Ποδένει πέδιλα από αργασμένο δέρμα βοδιού.
Στο κεφάλι του φορεί μαντήλι «καλαμάτα», κομποδεμένο πίσω.
Γιώργου Ντεγιάννη
Μέσα στους λόγγους.1939