steni.gr
Το σπίτι που περιγράφεται πάρα-κάτω είναι το σπίτι δίπλα στης Σταματάρας το μύλο:
---
Το σπίτι ήταν δίπατο, κτισμένο με πέτρες και μεγάλα αγκωνάρια, αρκετά μεγάλο και ευρύχωρο για τα δεδομένα της εποχής. Στο ισόγειο, το κατώι. Εκεί υπήρχε το βαρέλι με το κρασί, το αμπάρι για το σιτάρι και το κριθάρι, η σεντούκα για το καλαμπόκι, τη φάβα, τα διάφορα όσπρια (φάβα, φακές, κουκιά, γυφτοφάσουλα, ρεβίθια και φασόλια), ο ντάλαρος για το αλεύρι, η π’νιότα για τις ελιές, το πιθάρι για το λάδι, τα τουλούμια για το τυρί, τα πιθάρια για τον πασπαλά. Στην άλλη πλευρά οι ζωοτροφές, ο καρπός για τα ζώα και ο μπλέχτης με το σανό.
Το κατώι επικοινωνούσε απευθείας με το πάνω σπίτι μέσω του καταρράχτη. Μια τετράγωνη τρύπα, που έκλεινε και άνοιγε με μια μικρή πόρτα και μια σκάλα ξύλινη, στημένη μόνιμα για να ανεβοκατεβαίνει η οικογένεια. Χρήσιμος ο καταρράχτης για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως για τους βαρείς χειμώνες που δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν το χαγιάτι και τις σκάλες λόγω του πολύ χιονιού. Με αυτόν τον τρόπο είχαν πάντα πρόσβαση στις αποθήκες και στα ζώα τους. Ο πάνω όροφος ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο χωρισμένο στα δυο με καλαμωτή. Στον ένα χώρο ήταν η κρεβατοκάμαρα, τα σεντούκια και ο γιούκος. Τα κρεβάτια είχαν σανίδες πάνω σε σιδερένια πόδια και στρώματα από βρωμαριά. Στο άλλο δωμάτιο το τζάκι, ο σοφράς, τα καρεκλάκια, η κοφνίδα για το ψωμί, ο αργαλειός. Τα μαγειρικά σκεύη ήταν κρεμασμένα στον τοίχο, στο παλιθούρ’. Άλλα χρήσιμα πράγματα της κουζίνας αυτά που αγόραζαν συνήθως αλάτι, πιπέρι, ζάχαρη και διάφορα μπαχαρικά όπως κανέλα, γαρύφαλλο, μοσχοκάρυδο για τα γλυκά των Χριστουγέννων κ.λπ.
Έξω από το πάνω δωμάτιο ήταν το χαγιάτι όπου εκεί έβρισκες κρεμασμένο ό,τι μπορείς να φανταστείς: τσάι, ρίγανη, θρούμπι, θυμάρι, σπόρους για τα περιβολικά της άλλης χρονιάς, ρόδια, κρεμμύδια, σκόρδα, κυδώνια, μελιτζάνες σε πλεξάνες (αρμάθες), λουκάνικα το χειμώνα, σουτζούκια από μούστο κ.λπ.
Στην γωνιά υπήρχε ο περιστερώνας. Τα πιτσούνια ήταν ξεχωριστή λιχουδιά. Τα έκαναν βραστά πάντα με κάτι άλλο, συνήθως μακαρόνια. Στη μέση ή στην άκρη του χαγιατιού ήταν η πέτρινη σκάλα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΑΚΗΣ
Το τζάκι ήταν το σημαντικότερο σημείο του σπιτιού. Από το τζάκι είχαν ζέστη, φωτισμό, μαγείρευαν, ζέσταιναν νερό, έπαιρναν κάρβουνα για το σίδερο. Μπροστά στο τζάκι (παραγώνι) μαζευόταν η οικογένεια τις κρύες νύχτες του χειμώνα και οι γυναίκες έκαναν τα νυχτέρια τους, γνέθοντας με το λιγοστό φως που τους έδιναν τα κούτσουρα που καίγονταν. Επίσης για τους μοναχικούς, η φωτιά και τα παιχνίδια που έκαναν οι φλόγες ήταν η μοναδική και καλύτερη παρέα.
Μπροστά στο τζάκι υπήρχε ο σοφράς με τα σκαμνιά που έτρωγε η οικογένεια. Σε κάποιες περιπτώσεις όταν δεν υπήρχαν σκαμνιά κάθονταν «οκλαδόν». Η φωτιά συντηρείται την νύχτα με την χόβολη, στάχτη με την οποία σκεπάζουν τα κάρβουνα. Στη χόβολη έβαζαν και το μπρίκι για ψήσουν τσάι η ρεβιθένιο καφέ. Επίσης στη χόβολη έψηναν και τα αυγά. Τα τρύπαγαν με ένα ξυλάκι το οποίο δεν μετακινούσαν για να μην χυθεί το αυγό και το έκαναν ψητό. Την τρύπα την άνοιγαν για να μη σκάσει. Στο γείσωμα του τζακιού οι νοικοκυρές έβαζαν αλάτι, πιπέρι, και όποιο άλλο καρύκευμα είχαν. Τα τηγάνια τα κρεμούσαν συνήθως μέσα από τζάκι, ενώ μπρίκια, κατσαρόλες ήταν κρεμασμένα σε καρφιά. Στην παλιθούρα, μεγάλο άνοιγμα στο τοίχο σαν παράθυρο έβαζαν τα πήλινα πιάτα, τα ξύλινα κουταλοπήρουνα και ότι άλλο είχε το νοικοκυριό. Την παλιθούρα την σκέπαζαν με ένα πανί. Αν δεν υπήρχε παλιθούρα στέριωναν απλώς μια σανίδα. Κι επειδή κάθε τζάκι μπορεί να κάνει την καλύτερη θράκα οπότε και το καλύτερο φαΐ, με τα κάρβουνα τηγάνιζαν, έψηναν, μαγείρευαν.
Σημαντικότερα σκεύη του τζακιού είναι:
Η τζιροστιά: Σιδερένιο τρίποδo (ή τετράποδo) που εκεί πάνω βάζουν το τηγάνι, τον τέντζερη κ.λπ.
Τσιμπίδα: Για να πιάνουν τα κάρβουνα
Ζντράφτος: Σιδερένιο εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για να ανακατεύουν τα κάρβουνα και τη φωτιά.
Γάστρα: Σιδερένιο σκέπασμα που αντικαθιστούσε σε πολλές περιπτώσεις το φούρνο. Εύκολη η γάστρα στη μεταφορά, έλυνε πολλά προβλήματα στα κονάκια και στους πρόχειρους χαμόφουρνους. Οι νοικοκυρές καθάριζαν μια γωνιά και έβαζαν το ταψί. Η γάστρα είχε πυρώσει εν τω μεταξύ και την τοποθετούσαν πάνω από ταψί. Πάνω από την γάστρα και γύρω γύρω έβαζαν κάρβουνα. Συνήθως έψηναν ψωμί, μπομπότα και πίτες. Πολλές νοικοκυρές όμως μαγείρευαν και φαγητό και έψηναν μπακλαβά. Σε κάποιες περιπτώσεις οι νοικοκυρές δεν έβαζαν ταψί, καθάριζαν απλώς μια γωνιά έβαζαν τα ψωμιά και τα σκέπαζαν με τη γάστρα.
Γιάννης Μητάκης
Μόλις τέλειωνε ο θέρος, άρχιζε το αλώνισμα. Τοποθετούσαν τα δεμάτια σε στρογγυλό σχήμα, με ένα αφαλό (κενό) στη μέση, για να ανοίξουν τους κύκλους που έκαναν τα ζώα και να μην ζαλίζονται. Κάποιοι λίγοι νοικοκυραίοι, που είχαν πάρα πάνω δεμάτια, έκαναν κι άλλες θημωνιές. Υπήρχαν και δυο τρεις Στενιώτες νοικοκυραίοι, που είχαν και τρεις θημωνιές.
Στη Στενή υπήρχαν δύο αλώνια, τα πέρα και τα δώθε και ο καθένας πήγαινε, ανάλογα, σε ποιο ήταν το χωράφι του κοντά Τα παλαιότερα αλώνια της Στενής ήταν τα Παλιάλωνα, λίγο πιο κάτω από τα σημερινά, στο δρόμο για τα θυμάρια. Στο αλώνισμα ήταν η σειρά των βαλμάδων. Βαλμάς είναι ο τεχνίτης του αλωνίσματος, το ζώο και το ντουέν.
Στο αλώνισμα έμπαινε και το πνεύμα της αλληλοβοήθειας «τα δανεικά». Ο ένας βοήθαγε τον άλλον. Για 300 δεμάτια χρειάζονταν πέντε βαλμάδες. Εξήντα δεμάτια ο βαλμάς. Κάποιοι έφτιαχναν και θημωνιές με 500 δεμάτια και τα ανέβαζαν όσο πιο ψηλά μπορούσαν, ίσως και για φιγούρα. Τότε οι βαλμάδες εργάζονταν σε δύο βάρδιες. Φοράδα, γαϊδούρι, μουλάρι και λίγο παλαιότερα και βόδια, ήταν τα ζώα που τραβούσαν το ντουέν για το αλώνισμα. Μόλις έμπαιναν τα δεμάτια στη σειρά ξεκίναγαν οι βαλμάδες. Γύρω-γύρω συνέχεια χωρίς σταματημό, ενώ κάποιος έσπρωχνε τα δεμάτια να είναι μέσα στη στρογγυλή περίμετρο των βαλμάδων. Όσοι προσλαμβάνανε βαλμάδες επί πληρωμή και όχι «δανεικά», τους πλήρωναν με ένα ή δυο ξάγια σιτάρι την ημέρα. Αφού γύριζαν τα δεμάτια με το δικούλι και έφερναν τα πάνω κάτω, ξεκίναγαν και πάλι για να τελειώσουν κι αυτά που δεν είχαν γίνει. Σταδιακά ξεχώριζε το σιτάρι από το άχυρο.
Περισσότερα: ΑλωνισμόςΟι εργασίες ξεκινούσαν από τον Οκτώβριο, που γινόταν το όργωμα και η σπορά για τη φάβα, τις φακές, το βίκο και τη ρόβη, καθώς και της σίκαλης (βρίζας), που χρησιμοποιούσαν τις ίνες της για να τυλίγουν τα δεμάτια στο θέρο.
Παράλληλα ξεκινούσε και το μάζεμα της ελιάς, είτε στις μέρες που δεν είχε όργωμα ή χωριζόταν η οικογένεια σε δύο ομάδες. Το μάζεμα των ελιών κρατούσε μέχρι και Δεκέμβριο-Γενάρη.
Το δίμηνο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου γινόταν το όργωμα και η σπορά του σιταριού, του κριθαριού και της βρώμης (βρωμάρι) και στη συνέχεια γινόταν το όργωμα, μόνο για να είναι έτοιμο για τη σπορά του καλαμποκιού. και των ρεβιθιών.
Το Γενάρη-Φλεβάρη είχαμε τα «ψιμοκρίθια», δηλαδή τη σπορά κριθαριού και βρώμης αποκλειστικά για την τροφή των ζώων.
Το Μάη σπέρνανε τα ρεβίθια, αφού το χώμα ξαναοργωνόταν και τον Απρίλη σπέρνανε τα καλαμπόκια.
Συγκομιδή: Το Μάη μάζευαν τις φακές, τη φάβα, το βίκο και τη ρόβη.
Τον Ιούνιο το σιτάρι, το κριθάρι και τη βρώμη. Το ξεκίνημα γινόταν πάντα με το κριθάρι.
Περισσότερα: Δημητριακά, όσπρια και ζωοτροφές.Από τα παλιά χρόνια η μελισσοκομία, υπήρχε σαν απασχόληση, με μικρή παραγωγή πάντα στη Στενή.
Δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί επάγγελμα, λόγω του μικρού αριθμού των μελισσιών. Αλλά μάλλον σαν γεωργική απασχόληση.
Φιλοδοξία τους ήταν να βγάλουν το μέλι της χρονιάς και αν περίσσευε, να το πουλήσουν ή να το ανταλλάξουν με άλλα προϊόντα.
Ο λόγος ήταν η έλλειψη μεταφορικών μέσων, αλλά και η έλλειψη διευκολύνσεων που παρέχει σήμερα η τεχνολογία στον μελισσοκόμο.
Τα μελίσσια δεν ήταν όπως οι σημερινές κυψέλες, αλλά τα κουβέλια τα οποία τα έφτιαχναν μόνοι τους.
Αυτοί που κυρίως είχαν μελίσσια, ήταν όσοι ασχολούνταν με τη γεωργία, επειδή είχαν κατά διαστήματα χρόνο να ασχοληθούν με το αντικείμενο ή μπορούσαν να αναβάλουν για λίγο μια γεωργική δουλειά, προκειμένου να ασχοληθούν με τα μελίσσια.
Αντίθετα οι κτηνοτρόφοι, που είχαν να κάνουν με ζωντανά πλάσματα, δεν είχαν ελεύθερο χρόνο. Τα πρόβατα ήθελαν κάθε μέρα βόσκημα, άρμεγμα, αλλά και στη συνέχεια η παρασκευή των γαλακτοκομικών προϊόντων, δεν τους άφηνε περίσσιο χρόνο.
Οι περισσότεροι είχαν 20 με 30 κουβέλια. Ελάχιστοι είχαν περισσότερα.
Περισσότερα: Η Μελισσοκομία στη Στενή