steni.gr
Η Λαμπρή είναι η μεγαλύτερη γιορτή για τον έλληνα, που πραγματικά χαίρεται, επειδή αναστήθηκε ο Χριστός. Η εκκλησία, με την υμνογραφία και τις τελετές της, πρώτη έδωσε το σύνθημα για τον ενθουσιασμό και τη χαρά που κυριεύει τα πλήθη, μπροστά στο γεγονός της αναστάσεως του Χριστού.
«Αύτη η κλητή και αγία ημέρα».
«Εορτών εορτή και πανήγυρις πανηγύρεων».
«Λαμπρυνθώμεν τη πανηγύρει και αλλήλους περιπτυξώμεθα».
«Τέρπου, χόρευε και αγάλλου, Ιερουσαλήμ».
Η διάθεση και η παράδοση για μία μεγάλη ανοιξιάτικη γιορτή, υπήρχε πάντοτε στην Ελλάδα, αλλά η Ανάσταση του Χριστού, ήταν ότι συμβολικότερο μπορούσε να συνοδεύσει τη χαρά των ανθρώπων.
Η ψυχική και πνευματική χαρά, από το γεγονός της Αναστάσεως, συναντήθηκε με τη φυσική αγαλλίαση της εποχής και δημιούργησαν το Ελληνικό Πάσχα.
Ένας ακόμη λόγος έκανε την Ανάσταση την πανηγυρικότερη γιορτή του Ελληνισμού. Στα 400 χρόνια της δουλείας του Έθνους, η Ανάσταση του Χριστού, έδινε κάθε χρόνο την ελπίδα για απελευθέρωση και συμβόλιζε την απολύτρωση της φυλής από τον τουρκικό ζυγό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο όταν ήλθε η ελευθερία, οι επαναστατημένοι Έλληνες γιόρτασαν το Πάσχα σαν να ήταν οι ίδιοι, «οι απ΄ αιώνος δέσμιοι», που ο Χριστός έβγαλε από τον Άδη.
-Οι προετοιμασίες και οι άλλες εκδηλώσεις για το Πάσχα στη Στενή, αρχίζουν απ΄ το Σάββατο του Λαζάρου. Από την προηγούμενη μέρα τα κορίτσια του σχολείου, έχουν ετοιμάσει το καλαθάκι τους με λουλούδια για να πουν το Λάζαρο
«Δύο μέρες τον φυλούσαν
κι άλλη μια τον προσκυνούσαν,
την ημέρα την Τετάρτη,
κίνησε ο Χριστός για να ΄ρθει
και εβγήκε η Μαρία,
έξω από τη Βηθανία.
Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου,
δε θα πέθαιν ο αδελφός μου
Άντε πίστευε Μαρία
κι έλα πάμε στα μνημεία.
Εκεί ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει
Σήκω πάνω Λάζαρέ μου,
φίλε και αγαπητέ μου.
Τότε ο Λάζαρος σηκώθει
αναντρώθει ΄πολυτρώθει.
Λάζαρος λαζαρωμένος
και με το κερί ζωσμένος.
Πες μας Λάζαρε τι είδες,
εις τον Άδη όπου πήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι,
να ξεπλύνω το φαρμάκι,
της καρδιάς και των χειλέων
και μη με ρωτάτε πλέον.
Οι νοικοκυρές δωρίζουν στα κορίτσια, αυγά ή χρήματα.
Η Κυριακή των Βαΐων γιορτάζεται με μεγαλοπρέπεια. Τα βάγια τα φέρνουν από πολύ μακριά, το ποιο γνωστό σημείο ήταν η τοποθεσία Μαράτζαινες (απού τς Μαράτζινις), στης Δέλφης το κανάλι.
Τ΄ αγιασμένο κλωνάρι που παίρνουν από την εκκλησία, το βάζουν στο εικονοστάσι (στα ΄κονίσματα) και μένει εκεί όλο το χρόνο.
Τη Μεγάλη Εβδομάδα, όλες οι δουλειές γίνονται μέχρι να χτυπήσει η καμπάνα, γιατί μετά έπρεπε να πάνε στη εκκλησία.
Τη Μεγάλη Πέμπτη, αρχίζει η προετοιμασία της Λαμπρής.
Εκτός από το άσπρισμα και την άλλη περιποίηση του σπιτιού που κάνουν οι γυναίκες, ζυμώνουν τα κουλουράκια και της κουλούρες με το αυγό στη μέση (Λαμπροκουλούρες) και βάφουν τα απαραίτητα αυγά. Για τα κόκκινα αυγά πιστεύουν, ότι δεν χαλάνε γιατί είναι λαμπριάτικα.
Δε βάφουν αυγά όσοι έχουν πένθος.
Απ΄ το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, αρχίζει η γενική συμμετοχή στον εκκλησιασμό, που διαβάζονται τα 12 ευαγγέλια.
Τη Μεγάλη Παρασκευή νηστεύουν όλοι και συνήθιζαν να τρώνε ψωμί με ξύδι, σε ανάμνηση του μαρτυρίου του Κυρίου.
Απ΄ το μεσημέρι, αρχίζουν να καταφθάνουν στην εκκλησία οι κοπέλες και τα αγόρια, με λουλούδια από τις γύρω πλαγιές κι απ΄ τους κήπους, για να στολίσουν οι γυναίκες τον επιτάφιο.
Το πιο περιζήτητο λουλούδι ήταν οι Μουτζούρες, που έβγαιναν κατά το Δυσκό (στου Ρόκη το Ρέμα).
Το απόγευμα, που είχε τελειώσει ο στολισμός του Επιτάφιου, οι γυναίκες και τα παιδιά, πήγαιναν για να προσκυνήσουν τον Επιτάφιο και να περάσουν κάτω απ΄ αυτόν, ενώ έψαλαν και το Μοιρολόι της Παναγίας.
Το βράδυ στην περιφορά η χαρά των παιδιών ήταν τα «κλεφτοφαναράκια» όπως τα έλεγαν που τα έφτιαχναν μόνα τους.
Στην περιφορά του Επιταφίου στους δρόμους του χωριού, κάποιος που είχε μείνει στο σπίτι ή έτρεξε πριν περάσει από κει η πομπή, υποδέχεται τον Επιτάφιο, βγάζοντας αναμμένα κεριά και λιβάνι στα μπαλκόνια ή στα παράθυρα ή στην πόρτα του σπιτιού.
Αξίζει να σημειώσουμε, πως όταν βγαίνουν οι εκκλησιαζόμενοι από την εκκλησία, περνούσαν κάτω από τον Επιτάφιο, ο οποίος έβγαινε πρώτος και τον κρατούσαν τέσσερις άνδρες ελεύθεροι (ανύπαντροι) και που η πράξη τους αυτή, θα τους βοηθούσε να παντρευτούν εκείνη τη χρονιά (έθιμο που ισχύει και σήμερα).
Στην επιστροφή δε από την περιφορά του Επιταφίου στους δρόμους του χωριού, πάλι περνούσαν κάτω από τον Επιτάφιο για να μπουν στην εκκλησία και να συνεχιστεί η ακολουθία.
Το Μεγάλο Σάββατο τελειώνουν οι προετοιμασίες και προμηθεύονται το απαραίτητο αρνί, όσοι δεν το προμηθεύτηκαν νωρίτερα ή δεν έθρεψαν δικό τους.
Στέλνονται οι κουλούρες στα βαφτιστήρια. Οι τσοπάνηδες στέλνουν γάλα, φρέσκο τυρί και γιαούρτι στους συγγενείς και φίλους γεωργούς, που κι αυτοί με τη σειρά τους, τους στέλνουν κρασί, λάδι ή οτιδήποτε άλλο από την παραγωγή τους. Το αρνί το σφάζουν το Μεγάλο Σάββατο, αλλά οι τσοπαναίοι συνηθίζουν να το σφάζουν ανήμερα το Πάσχα, πολύ πρωί.
Τα μεσάνυχτα πήγαιναν όλοι στην Ανάσταση και συνήθως η Ανάσταση γινόταν δυο τρεις ώρες αργότερα, ώστε όταν σχολνούσε η εκκλησία να κοντεύει να «χαράξει».
Στο «Δεύτε λάβετε φως», ο χώρος της εκκλησίας μετατρεπόταν σε ένα μικρό πεδίο μάχης και το όνομα αυτού που πήρε πρώτος το φως, έκανε το γύρο του χωριού, ήταν ο πρωταγωνιστής της βραδιάς. Έπρεπε κανείς να καταφύγει σε πονηρά μέσα, για να πάρει το Άγιο Φως ή να έχει μεγάλη λαμπάδα ή να βάζει κοντά στο φυτίλι σπίρτα ή άλλες εύφλεκτες ουσίες, για να «εκβιάσει» τη λήψη του φωτός.
Με το «Χριστός Ανέστη» του παπά, έξω από την εκκλησία, οι κρότοι απ΄ τους πυροβολισμούς και τα βαρελότα «χαλούσαν τον κόσμο».
Με τη λέξη βαρελότα, εννοούμε όλους τους αυτοσχέδιους μηχανισμούς, όπως εκρηκτικές ύλες σφιχτοδεμένες μαζί με χαλίκια, μέσα σε χαρτιά που έσκαζαν χτυπώντας τα στον τοίχο.
Άλλες μορφές βαρελότου ήταν τα «θηλυκά» κλειδιά που τα γέμιζαν με τρίμματα από κεφαλές σπίρτων ή θειάφι και χρησιμοποιώντας ένα κατάλληλο σίδερο για επικρουστήρα, δεμένο με σχοινί ή σύρμα από το κλειδί, τα χτυπούσαν στον τοίχο κι έκαναν παταγώδη κρότο.
Στο σπίτι μετά την Ανάσταση, έτρωγαν μαγειρίτσα, γαρδούμπες, αυγά, τυρί, γιαούρτι κ.α., αφού προηγουμένως σχημάτιζαν με την κάπνα του κεριού με το Άγιο Φως στο ανώφλι της πόρτας, το σημείο του σταυρού και άναβαν το καντήλι, αλλά και τις λάμπες (γιατί τότε δεν υπήρχε ηλεκτρικό) με το Άγιο Φως
Ανήμερα το Πάσχα, αφού έχουν συνεννοηθεί 3-4 ή και περισσότερες οικογένειες, πάνε τα αρνιά στην αυλή του ενός, βάζουν τις σούφλες πάνω στις «φούρκες» και το γυρίζουν, ενώ η «θράκα» που έχει ετοιμαστεί από κληματόβεργες και ξύλα ελιάς επιτελεί το δικό της έργο, ροδοκοκκινίζοντας αργά-αργά τον οβελία, γεμίζοντας τον αέρα με την μυρωδιά του ψητού που γαργαλάει τα ρουθούνια, αναστατώνει το στομάχι και προκαλεί επιπλέον «εκκρίσεις σιέλου».
Οι γυναίκες πηγαινοέρχονται, φτιάχνοντας και σερβίροντας συκωτάκια τηγανητά, αυγά, τυριά και η «χιλιάρα» «πλήρης οίνου» σαν άλλη κλώσα που καλεί τους νεοσσούς της κάτω από τα φτερά της, φαίνεται να καλεί τους «ομοτράπεζους» σε ευωχία, κάτω από τους ατμούς της, έτοιμη να «ενδώσει» στην ελάχιστη επαφή του χεριού και να προσφέρει τα χείλη της «αβίαστα» σ΄ όλους τους συνδαιτυμόνες, βοηθώντας έτσι στην αισθησιακή τέρψη και ευδαιμονική ζάλη του μυαλού και της ψυχής.
Το απόγευμα πάνε όλοι με τις άσπρες λαμπάδες στην «Αγάπη».
Εκεί ο κατηχητικός λόγος του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, κατευνάζει τα πάθη, μαλακώνει την ψυχή, γλυκαίνει τις καρδιές και φέρνει δάκρυα στα μάτια η αίσθηση, για το πόσο καλός θα μπορούσε να είναι αυτός ο κόσμος
«Πλούσιοι και πένητες, μετ΄ αλλήλων χορεύσατε.
Εγκρατείς και ράθυμοι, την ημέραν τιμήσατε.
Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες, ευράνθητε σήμερον.
Η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες.
Ο μόσχος πολύς, μηδής εξέλθει πεινών.»
Μετά την Αγάπη γινόταν χορός στην πλατεία στην Άνω Στενή και στην Κάτω Στενή ο χορός γινόταν στο προαύλιο της Αγίας Τριάδας.
Γιάννης Γιαννούκος
Από τις παραμονές αρχίζουν οι προετοιμασίες για την καθαριότητα και τον στολισμό του σπιτιού.
Από τη Χαλκίδα καταφθάνουν τα «Γυμνασιόπαιδα», αλλά και πολλοί ξενιτεμένοι σε άλλες περιοχές της πατρίδας μας.
Σφαζόταν το γουρούνι κάθε οικογένειας. Επειδή όμως η δουλειά αυτή είχε αρκετή δυσκολία, βοηθούσε ο ένας τον άλλον, αλλά μαζεύονταν γύρω και πολλοί περίεργοι, για να παρακολουθήσου και να δώσουν και συμβουλές, για το πώς πρέπει να γίνει το σφάξιμο.
Όπου ακούγονταν τα διαπεραστικά μουγκρητά απ΄τα σφαζόμενα γουρούνια, έτρεχαν και τα παιδιά για να πάρουν τη φούσκα του γουρουνιού, να την καθαρίσουν και να την κάνουν μπαλόνι για τα παιχνίδια τους.
Αφού έγδερναν το γουρούνι και ξεχώριζαν όλα εκείνα με τα οποία θα έφτιαχναν τα λουκάνικα, τις οματιές, τον πασπαλά και την πηχτή, το υπόλοιπο το κρεμούσαν από το τσιγκέλι, σε κάποιο χώρο του σπιτιού, αφού προηγουμένως το αλάτιζαν καλά..
Την παραμονή των Χριστουγέννων, γυρίζουν στα σπίτια συντροφιές από αγόρια και λένε τα κάλαντα. Ξεκινούσαν χαράματα το πρωί, για να προφτάσουν τα σπίτια που είχαν στο πρόγραμμά τους, προτού περάσουν απ΄αυτά τα άλλα παιδιά.
Σήμερα στα κάλαντα τραγουδάνε το:
«Καλήν ημέρα άρχοντες κι αν είναι ο ορισμός σας.
Χριστού τη Θεία γέννηση να πω στ΄ αρχοντικό σας…..»
Παλιότερα τα περισσότερα παιδιά, ειδικά τα μικρότερα, που δεν είχαν μάθει ακόμα τα επίσημα κάλαντα, έλεγαν το:
«Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου.
Για βγάτε για να μάθετε πόψε Χριστός γεννάτε »
Όμως στη Στενή το λέγανε με το δικό τους ιδιόμορφο τρόπο:
«Προυτουγιννού, προυτουχριτού, πρώτη γιουρτή του χρόνου
Βγηκάτι δέτι μάθητι, πόψι Χριστός γιννιέτι
Γιννιέτι κι ανατρέφιτι, στου μέλι κι στου γάλα.
Του μέλ΄ του τρώνι οι Άρχοντις, του γάλα οι αφιντάδις
Κι όσα καρφιά κι πέταλα, στους Τούρκους τα κιφάλια
Κι όσις λαμπάδις κι κυριά στις Παναγιάς τα χέρια.
…….κι απού τ΄ χρόν΄»
Περισσότερα: Τα Χριστούγεννα στη Στενή και στη γύρω περιοχή, στα παλιά χρόνια της αθωότητας και της νοσταλγίας.Μία από τις γλυκύτερες εορτές του Χριστιανικού κόσμου, είναι η Κοίμησις της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Η Παναγία υπέφερε, όχι ως θεάνθρωπος και Αγία αλλά ως θνητή και κυρίως ως μάνα. Γι αυτό είναι πιο κοντά στους ανθρώπους, γιατί έζησε και υπέφερε πράγματα που συχνά συμβαίνουν σε όλους, γι αυτό έρχεται ως παρηγορήτρα και διαμεσολαβητής των ανθρώπων προς το Θεό.
Στη Στενή η Κοίμηση της Θεοτόκου είναι η εορτή των εορτών.
Σπάνια υπάρχει Στενιώτης ή Στενιώτισσα που θα λείπει από τη Χάρη της.
Μέρες πριν το πανηγύρι οι νοικοκυρές καθαρίζουν τα σπίτια τους, τα ασβεστώνουν και ετοιμάζουν φαγητά και γλυκά για να μην λείψει τίποτα από τους επισκέπτες. Και οι επισκέπτες είναι πολλοί, αλλά είναι όλοι δικοί μας άνθρωποι. Αδέλφια, ξαδέλφια, ανίψια, θείοι κ.α. που για διάφορους λόγους βρίσκονται σε ξένα μέρη, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή.
Όπου όμως κι αν βρίσκονται θα κάνουν τα πάντα για να βρεθούν στο χωριό για μία-δύο μέρες.
Γεμίζει το χωριό από κόσμο, ίσως αυτές τις μέρες να βρίσκονται περισσότεροι από κάθε άλλη φορά.
Όμως δεν έχει σημασία ο αριθμός, σημασία έχει ότι ανάμεσα σ΄ αυτούς είναι ο αδελφός ο Κώστας, ο θείος ο Δημήτρης, ο γείτονας ο Βαγγέλης, ο παλιός συμμαθητής ο Γιώργος, το παιδικό φλερτ η Κατερίνα ο ανιψιός ο Παναγιώτης. Αλλά και για όλους τους υπόλοιπους συγχωριανούς, θα μάθουμε τι κάνουν, που βρίσκονται, αν είναι παντρεμένοι, αν έχουν παιδιά κλπ.
Βλέπουμε κάθε χρόνο καινούρια πρόσωπα, νεαρά κυρίως και στο τέλος μαθαίνουμε ότι είναι ο γιος του Θανάση, η κόρη του Χρήστου, ο γαμπρός της Μαρίας, η νύφη του Γιάννη, το εγγόνι της Ελένης.
Το πανηγύρι της Παναγίας, είναι ένα συμπύκνωμα από μνήμες, νοσταλγίες, φιλίες, όμορφες στιγμές συνάντησης αλλά και αναπόλησης, γι αυτά που μέρα με τη μέρα χάνονται, μέσα στην αδηφάγο κοινωνία της κατανάλωσης, του ωχαδερφισμού και της μετριότητας, που όλα στροβιλίζονται στο αδράχτι της ύλης, χωρίς «σφοντύλι» αρμονίας, ισορροπίας, προορισμού.
-Τα πιο παλιά χρόνια το πανηγύρι κρατούσε τρεις-τέσσερις μέρες και τα πιο πολλά μαγαζιά έφερναν «όργανα» για να χορέψουν οι παρέες, γιατί εκτός από τα θρησκευτικά καθήκοντα, τα πανηγύρια εξυπηρετούσαν και κοινωνικούς σκοπούς. Έβλεπαν τους συγγενείς, τους φίλους και τους γνωστούς και δημιουργούσαν νέες γνωριμίες. Οι μεγαλύτεροι έκλειναν συμφωνίες για ανταλλαγές προϊόντων, για κολιγιές κ.λπ.. Επίσης για κουμπαριές και συμπεθεριές, ακόμα δε και για να παντρέψουν τα παιδιά τους χωρίς να τα ρωτήσουν. Και όταν άρχιζε γενικός χορός, χόρευαν οι νέοι με την περίσσεια λεβεντιά που τους χάριζε η φουστανέλα και η φέρμελη και ήταν μεγάλη η προσβολή και είχε δυσάρεστες συνέπειες, αν κάποιος τολμούσε να τους διακόψει.
Και όταν έμπαιναν στο χορό οι κοπέλες και κυρίως οι πιο πλούσιες, οι αρχοντοπούλες, με τις χρυσοκεντημένες γκιργκιφίσιες φορεσιές, με τα φλουριά και τα πολλά στολίδια, όλο το σόι, οι συγγενείς, πλήρωναν στα όργανα, τα οποία ενθουσιασμένα από τις εισπράξεις, σηκώνονταν και έπαιζαν όρθια και πολλές φορές συνόδευαν την κοπέλα στο χορό.
-Έχουμε πει και σε άλλες αναφορές μας, ότι το Θρησκευτικό συναίσθημα ήταν πολύ ανεπτυγμένο. Για κανένα λόγο και έναντι οποιουδήποτε τιμήματος δεν επέτρεπαν στους Τούρκους να πατήσουν τα όσια και τα ιερά τους.
Τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, μπορεί να κρύβονταν στα «καλύβια» κάθε φορά που οι Τούρκοι έκαναν επιδρομές στο χωριό και όταν γύριζαν να εύρισκαν τα σπίτια τους λεηλατημένα και τα γεννήματά τους εξαφανισμένα, αλλά δεν διανοήθηκαν ποτέ να διακόψουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, έστω κι αν αυτό τους στοίχιζε την ίδια τη ζωή τους.
Πάντα στο «Βράχο» που δεσπόζει του χωριού, υπήρχε άνθρωπος που παρατηρούσε τον κάμπο για πιθανή προσέλευση τούρκικων αποσπασμάτων και όταν εμφανίζονταν φώναζε.
«Φευγάτε, έρντ΄ οι Τούρκ’». Και όλοι ανέβαιναν στα καλύβια.
Εκείνη όμως τη χρονιά στις 15 Αυγούστου 1821 και ενώ ήταν σε εξέλιξη η Θεία Λειτουργία, ιερουργούντος του Παπαγιώργη Παπαγεωργίου, ακούστηκε η στεντόρεια φωνή του Αντώνη Καμαριώτη (Κάτζιου) από το βράχο.
Δεν έλεγε όμως «φευγάτε έρντ΄οι Τούρκ΄», αλλά «Τούρκοι. Τούρκοι, στα όπλα».
Ήταν αποφασισμένοι να υπερασπίσουν τα Όσια και τα Ιερά τους και να μην αφήσουν τους Τούρκους να μολύνουν τη γιορτή της Παναγίας. Αμέσως οι άνδρες πήραν τα όπλα με επικεφαλής τον Δημογέροντα Κωνσταντίνο Γιαννούκο (Κωνσταντάρα) και τα υπόλοιπα μέλη της Δημογεροντίας και έπιασαν το στενό, όπου σήμερα η τοποθεσία «στου Χότζα» και μετά από πολύωρη μάχη απώθησαν τους Τούρκους.
«Και ούτω, οι πανηγυρισταί της Στενής, λαμπρώς επανηγύρισαν τη Θεοτόκο», γράφει ο Ναθαναήλ Ιωάννου στο βιβλίο του «Ευβοϊκά», που αναγράφονται τα συμβάντα στην Εύβοια κατά τους χρόνους της Ελληνικής Επανάστασης.
Γιάννης Γιαννούκος
Πάνε πολλά χρόνια, που κάθε Μεγάλη Παρασκευή, όλα τα παιδιά εκστρατεύαμε στις κοντινές πλαγιές, αλλά και μακρύτερα ακόμα, για να μαζέψουμε λουλούδια για τον Επιτάφιο.
Αγόρια και κορίτσια, χωρισμένα σε παρέες, προσπαθούσαμε να βρούμε όσο γίνεται περισσότερα και σπανιότερα λουλούδια, για να στολίσουν μ’ αυτά οι γυναίκες τον Επιτάφιο.
Έπρεπε να πάμε νωρίς, για να προλάβουμε να γυρίσουμε στην ώρα μας.
Τα λουλούδια που μαζεύαμε, ήταν στην πλειονότητα τους αγριολούλουδα. Παπαρούνες, μαργαρίτες, μουτζούρες, κεφαλάδες, δεντρολίβανο, σκυλάκια, ανεμώνες διαφόρων χρωμάτων και άλλα. Αν η εποχή ήταν τέτοια, που να είχαν «σκάσει» οι τριανταφυλλιές, μαζεύαμε και τριαντάφυλλα.
Όταν γυρίζαμε, φορτωμένοι αγκαλιές λουλούδια, άρχιζαν τα σχόλια και οι αντεγκλήσεις, για το ποιος έφερε τα περισσότερα, τα καλύτερα και τα σπανιότερα.
Τα κορίτσια, που από εκείνη την εποχή ακόμα, ωρίμαζαν πολύ νωρίτερα από εμάς τα αγόρια, απαλλαγμένα από τέτοιου είδους συμπλέγματα, κάθονταν και βοηθούσαν τις γυναίκες στο στόλισμα του Επιτάφιου.
Εμείς, στην αυλή της εκκλησίας, αρχίζαμε το παιχνίδι. Παίζαμε αμπάριζα (αμπάρτζα) ή το τόπι. Ήταν μεγάλη τύχη να είχε κανείς δικό του τόπι, γιατί ήταν ο γενικός κουμανταδόρος του παιχνιδιού. Μπορούσε να μοιράσει τις ομάδες όπως ήθελε, μπορούσε να αποβάλλει όποιον αυτός θεωρούσε αίτιο μιας οποιασδήποτε παρατυπίας στο παιχνίδι και μπορούσε μόνο αυτός, να κρίνει πια ενέργεια ήταν φάουλ, πιο γκολ ήταν κανονικό και πιο όχι. Όλα αυτά βέβαια με την απειλή ότι θα πάρει το τόπι του και θα φύγει. Άλλες φορές παίζαμε τις καβάλες (πρωτελιά) ή μακριά γαϊδούρα, όπως τη λένε σήμερα, όπου ο ένας έσκυβε και οι άλλοι πηδούσαμε από πάνω του εναλλάξ, ανάλογα με τους κανόνες του παιχνιδιού. Ήταν μόνο στο παιχνίδι αυτό, που επιτρεπόταν να περάσει κάποιος από πάνω μας. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση απαγορευόταν, γιατί αν ήμασταν καθιστοί ή ξαπλωμένοι και κάποιος περνούσε από πάνω μας, τότε «δεν θα μεγαλώναμε». Γι’ αυτό, όποιος κατά λάθος περνούσε από πάνω μας, έπρεπε να ξαναπεράσει με την αντίθετη φορά για να «λυθούν τα μάγια».
Ήταν όμορφα. Το ξεφάντωμα, ακουγόταν σε όλο το χωριό. Οι φωνές μας ανακατεμένες με το κελάηδισμα των χελιδονιών που παρεπιδημούσαν κατά χιλιάδες τότε στο χωριό, διάχεε μια ακουστική πανδαισία, αλλά και ενόχληση κάποιες φορές στις γυναίκες που στόλιζαν τον επιτάφιο, οι οποίες έβγαιναν συχνά για να μας επαναφέρουν στην τάξη και στην ηρεμία.
Κάποιες φορές, κάποια γυναίκα έβγαινε και έλεγε. «Πιδιά, δε θα μας φτάσνει τα λουλούδια, ποιος θα πάει να μαζέψ' καμπόσα;» και τότε ως δια μαγείας, το προαύλιο της εκκλησίας άδειαζε, όλοι τρέχαμε να εκτελέσουμε την εντολή και σε ελάχιστη ώρα ήμασταν πίσω, να φέρουμε τα λουλούδια και να συνεχίσουμε το παιχνίδι, το ξεφωνητό, τους τσακωμούς μας, τα πειράγματά μας
Κατακόκκινοι από τον ήλιο, ιδρωμένοι από το τρέξιμο, αλλά χαρούμενοι και με διάθεση να τρέχουμε και να παίζουμε για ώρες ολόκληρες ακόμα. Άλλωστε δεν ήταν μια τυχαία μέρα. Όλη αυτή η κινητοποίηση των μεγάλων, οι γυναίκες μέσα στην εκκλησία, που έφτιαχναν τον επιτάφιο, μας ενίσχυε την αίσθηση ότι αυτή η μέρα ήταν διαφορετική και αυτό ενστικτωδώς μας έκανε να χαιρόμαστε ακόμα περισσότερο.
Κάποια στιγμή μέσα από την εκκλησία, έφτανε στ’ αυτιά μας ένα τραγούδι αλλιώτικο, βγαλμένο από πολλά χείλη. Ένα τραγούδι που δεν έμοιαζε με τα άλλα. Είχε ένα ρυθμό λυπητερό, στενάχωρο και οι γυναικείες και κοριτσίστικες φωνές, είχαν μια σοβαρότητα, μια σεμνότητα, μια αξιοπρέπεια. Δεν ήταν τραγούδι για χορό, για γλέντι, για χαρά.
«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται».
Ξαφνικά το παιχνίδι σταματάει. Σαν τα πρόβατα που άκουσαν το σφύριγμα του τσοπάνη, μπαίνουμε σιγά σιγά στην εκκλησία. Εκεί που πριν από λίγο μπαίναμε και βγαίναμε φωνάζοντας και γελώντας, τώρα μπαίνουμε και κάνουμε το σταυρό μας. Ξαφνικά αισθανόμαστε την ιερότητα του χώρου. Οι γυναίκες καθισμένες γύρω από τον επιτάφιο, που έχουν τελειώσει το στόλισμά του, συνεχίζουν το μοιρολόι.
«Σήμερα έβαλαν βουλή, οι άνομοι Εβραίοι.
Οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι».
Καθόμαστε και ακούμε το μοιρολόι, ακούμε στίχο προς στίχο τα πάθη του Χριστού, η ευαίσθητη παιδική καρδούλα μας συγκινείται.
Αισθανόμαστε το Χριστό σαν να είναι ο μεγάλος αδελφός μας, σαν να είναι ο πατέρας μας ή ακόμα σαν να ήμασταν εμείς οι ίδιοι και με την ιδέα του πόνου που θα ένιωθε η μανούλα μας από τα πάθη μας, δυο μαργαριταρένια δάκρυα πάνε να κάνουν την εμφάνιση τους στα αγνά, αθώα ματάκια μας.
---
Για να θυμηθούν οι παλιοί και να μάθουν οι νεότεροι, δημοσιεύουμε το Μοιρολόι της Παναγίας, έτσι όπως το έλεγαν οι Στενιώτισσες
«Το μοιρολόι της Παναγίας»
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα έβαλαν βουλή, οι άνομοι Εβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρισκαταραμένοι.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι,
να λάβει δείπνο μυστικό, για να τον λάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα, καθόταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε, για το μονογενή της.
Φωνή εξήλθ' εξ ουρανού κι απ’ αρχαγγέλου στόμα.
Σώνουν Κυρά μου οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
και τον υιό σου πιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς, εκεί τον τυραννάνε.
Η Παναγιά σαν τ' άκουσε, έπεσε και λιγώθη.
Σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
και τρία νεροδόσταμα, για να της έρθει ο νους της.
Και σαν της ήρθ’ ο λογισμός και σαν της ήρθε ο νους της,
ζητάει μαχαίρι να σφαγεί, γκρεμό να πάει να πέσει,
ζητάει τ’ αργυροψάλιδο, να κόψει τα μαλλιά της.
Η Μάρθα κι η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδελφή κι οι τέσσερις αντάμα,
πήραν το δρόμο, το στρατί, στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τ’ς έβγαλε μες στου ληστού την πόρτα
κι η πόρτα από το φόβο της, ανοίγει μοναχή της,
τηράει ζερβά, τηράει δεξιά, κανέναν δεν γνωρίζει
τηράει και δεξιότερα, βλέπει τον Άι-Γιάννη.
Αφέντη Αγιάννη Πρόδρομε και βαπτιστά του γιου μου,
μην’ είδες τον υιόκα μου και το διδάσκαλο σου;
Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χειροπάλαμο, για να σου τον(ε) δείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό, τον παραπονεμένο,
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
όπου φορεί στην κεφαλή ακάνθινο στεφάνι;
Εκείνος είν’ο Γιόκας σου και με διδάσκαλος μου.
Η Παναγιά πλησίασε, γλυκά τον ερωτάει:
Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
Τι να σου πω, μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις.
Σύρε μάνα μ’ στο σπίτι σου, κάμε την προσευχή σου
βάλε τραπέζι θλιβερό κι αφράτο παξιμάδι
και δώσε την παρηγοριά, να την(ε) λάβουν όλοι.
Μόνο το Μέγα Σάββατο, κοντά το μεσονύχτι
που θα λαλήσ’ ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες
Σημαίν’ ο θεός, σημαίν’ η γη, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά-Σοφιά με τις χρυσές καμπάνες.
Όποιος τ’ ακούει σώζεται κι όποιος το λέει αγιάζει.
Κι όποιος το καλοφουγκραστεί παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο Τάφο.
Γιάννης Γιαννούκος
Πριν από 150 περίπου χρόνια, η επικοινωνία μεταξύ των χωριών ήταν δύσκολη, λόγω έλλειψης δρόμων και μέσων συγκοινωνίας. Οι επικοινωνία και το εμπόριο γινόταν μέσα από κακοτράχαλα μονοπάτια με τα μουλάρια και τα γαϊδούρια.
Για την ανάγκη λοιπόν μεγαλύτερης και πιο ευρύτερης διακίνησης και ανταλλαγής προϊόντων, καθιερώθηκε και λειτούργησε με νόμο του κράτους, ετήσια εμποροπανήγυρη και ζωοπανήγυρη (παζάρι), τα πιο παλιά χρόνια στις 2 Μαΐου στη θέση Άγιος Αθανάσιος και μετά την 1η Σεπτεμβρίου στη θέση Άγιοι Ταξιάρχες που λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Ας δούμε περιληπτικά τις ενέργειες που έκαναν οι τοπικοί άρχοντες εκείνης της εποχής, που ήταν άνθρωποι που έβλεπαν εκατό χρόνια μπροστά και κάθε τους ενέργεια δεν είχε ως στόχο τον εντυπωσιασμό, αλλά την αντιμετώπιση πραγματικών αναγκών που είχαν οι πολίτες.
-Επί Δημάρχου Ληλαντίων Δ. Θωμά και ενεργειών του Δημοτικού Συμβουλίου, εκδόθηκε το παρακάτω Βασιλικό διάταγμα.
«Περί κατ΄έτος τελέσεως εμπορικής πανηγύρεως, εν τω Δήμω Ληλαντίων του Νομού Ευβοίας».
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Προτάσει του ημετέρου υπουργού των Εσωτερικών, εγκρίνομεν να τελείται εμπορική πανήγυρις την 2αν Μάιου εκάστου έτους, κατά την θέσιν Αγίου Αθανασίου του Δήμου Ληλαντίων της Εύβοιας.
Εν Αθήναις τη 14 Μαρτίου 1873
ΓΕΩΡΓΙΟς Α΄
Φ.Ε.Κ. 14/4-5-1873
Επί Δημάρχου Ληλαντίων Δ. Σιμιτζή, μεταφέρθηκε ο τόπος αλλά και ο χρόνος τέλεσης του παζαριού.
«Περί της εμπορικής Πανηγύρεως εν τω Δήμω Ληλαντίων».
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α΄ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Έχοντες υπ΄όψιν την υπό στοιχ. Γ από 11 Απριλίου 1882 πράξιν του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Ληλαντίων, δι ης προτείνει την σύστασιν εμπορικής πανηγύρεως, εν τω αρτισυστάτω χωρίο Ταξιαρχών αντί του χωρίου Στενής, ένθα μέχρι τούδε ετελείτο, δυνάμει του από 14 Μαρτίου 1873 Ημετέρου Διατάγματος, προτάσει του Ημετέρου επί των Εσωτερικών Υπουργού, εγκρίνομεν την σύστασιν εμπορικής πανηγύρεως εν τω αρτισυστάτω χωρίω Ταξιαρχών του Δήμου Ληλαντίων, ορίζοντας ημέρας προς τελεσιν ταύτης την 29ην Αυγούστου μέχρι 1ης Σεπτεμβρίου εκάστου έτους.
Ο αυτός Υπουργός θέλει δημοσιεύσει και εκτελέσει το παρόν διάταγμα.
Εν Αθήναις τη 24 Σεπτεμβρίου 1882
Εν ονόματι του Βασιλέως
Το Υπουργικόν Συμβούλιον
Χ. Τρικούπης, Δ. Ράλλης, Γ. Ρούσσος, Π. Καλλιγάς
Ο Υπουργός Εσωτερικών
Χ. Τρικούπης.
Φ.Ε.Κ. 121/29-9-1882
Περισσότερα: Το Παζάρι της Κάτω Στενής