steni.gr
Οι ίδιοι αποκαλούσαν τους εαυτούς τους ελατόμους. Εμείς επιμείναμε ότι δεν λέγονται έτσι αλλά υλοτόμοι ή λοτόμοι, αλλά εκείνοι υποστήριζαν το αντίθετο κι έτσι το αφήσαμε.
Με τσεκούρι ή με κόφτη έριχναν κάτω τα έλατα, τα τεμάχιζαν από ενάμιση μέτρο έως όσο ήταν απαραίτητο. Βγάζανε την έξω φλούδα, κι έφταναν στο ασπράδι του ξύλου.
Ακολούθως έβαζαν δυο ξύλα (τάκους) γύρω στους δεκαπέντε πόντους και από πάνω έβαζαν το κούτσουρο.
Τα ραμματίζανε με σχοινί και τα σημείωναν με κόκκινη μπογιά ή ώχρα (κίτρινη μπογιά), για να μη φύγουν από την ευθεία. Έδεναν το ξύλο με σκοινί, έβαζαν πέτρες από πίσω για να μην έχει μπαλάντζο και ξεκινούσαν το πριόνισμα. Το πριόνι δούλευε με δυο άτομα, ένας από πάνω και ο μάστορας από κάτω. Ένα άλλο χρήσιμο εργαλείο για τους υλοτόμους ήταν και οι σιδερένιες σφήνες. Οι υλοτόμοι παρήγαγαν τάβλες, πέταβρα, ψαλίδια ξύλα για βαρέλια, τάλαρους, κ.τ.λ. Δύσκολο πράγμα η μεταφορά ειδικά των μεγάλων ξύλων με αποτέλεσμα να μη μπορούν να φορτωθούν στα υποζύγια. Κάρφωναν μια σφήνα με γάντζο στο ξύλο και τα πήγαιναν σέρνοντας έως το χωριό. Κι επειδή δεν μπορούσαν να τα μεταφέρουν τα ζώα τους, εκεί που δεν υπήρχαν μονοπάτια τα έσερναν μόνοι τους. Φορούσαν χοντρό ύφασμα για να μην πληγώνεται ο ώμος, συνήθως πατατούκα και τραβούσαν. Πολλοί ήταν οι υλοτόμοι σε όλα τα χωριά και κάποιες φορές όσοι ήθελαν δικά τους ξύλα, ειδικά για το χτίσιμο των σπιτιών τους, τα «έκαμαν» μόνοι τους. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και μετά το αλώνισμα, όσον ελεύθερο χρόνο είχαν οι κάτοικοι των χωριών, τον εκμεταλλεύονταν για να κουβαλήσουν τα καυσόξυλα για το χειμώνα. Βαριοί οι χειμώνες και το τζάκι έπρεπε να καίει μέρα νύχτα. Πάνω από εξήντα φορτώματα ξύλα χρειαζόταν το κάθε νοικοκυριό για να βγάλει τα μεγάλα κρύα. Το κάθε φόρτωμα είναι ένα καλά φορτωμένο ζώο με ξύλα.
Γιάννης Μητάκης
Είναι κι αυτή μια πρόσφατη σχετικά ασχολία για τα χωριά μας, μιας που τα παλαιότερα υποδήματα δηλαδή τα τσαρούχια και τα γουρνοτσάρουχα δεν χρειάζονταν βάψιμο. Εμφανίστηκαν από το διάστημα του μεσοπολέμου και διατηρήθηκαν και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ως την εμφάνιση των βιομηχανικών χρωμάτων.
Κάθε Κυριακή μετά την εκκλησία γέμιζε η πλατεία της Στενής από νεαρούς, που με τα κασελάκια τους περίμεναν τον κόσμο για να τους βάψουν τα παπούτσια.
Πήγαιναν και σε όλα τα πανηγύρια που γίνονταν στην περιοχή, ακόμα και στα εξωκλήσια. Φτωχόπαιδα συνήθως, είχαν βρει έναν καλό τρόπο να συμπληρώνουν το εισόδημα τους. Τα χρώματα τα έφτιαχναν μόνοι τους χρησιμοποιώντας συνήθως βαφή ρούχων, την οποία ανακάτευαν με αλεύρι και νερό. Το μόνο που αγόραζαν από τη Χαλκίδα ήταν το γυαλιστικό που έβαζαν στο τελικό στάδιο βαψίματος. Το κασελάκι είχε στη μέση ένα ξύλινο υποπόδιο πάνω στο οποίο ο πελάτης έβαζε το πόδι του. Χαρίλαος Νάτσης. Στις άκρες ήταν τα μπουκαλάκια με τα χρώματα. Δυο βούρτσες , ένα πανί, το γυαλιστικό, και ένα σπασμένο πιρούνι ήταν όλα τα εργαλεία τους.
Για να μη λερώσουν τις κάλτσες των πελατών, έβαζαν γύρω γύρω χαρτόνια από πακέτα τσιγάρων. Με το σπασμένο πιρούνι καθάριζαν τα παπούτσια από τις λάσπες, έβαζαν το χρώμα και με τη βούρτσα το άπλωναν παντού. Τελικό στάδιο το γυαλιστικό και το πέρασμα των παπουτσιών με το μάλλινο ύφασμα. Μια δραχμούλα ήταν η αμοιβή, ποσό αρκετά καλό για τα δεδομένα της εποχής.
Στους Βούνους λούστροι ήταν ο Γιάννης και ο Βαγγέλης Στεφανής.
Στη Στενή ο Δημήτριος Ντούρμας (Μαντάς), ο Κώστας Μακρής (Μπαΐρας), ο Χαρίλαος Νάτσης, ο Σταύρος Πισινάρας (Σταυρέτσας) και ο Κωνσταντίνος Τζίνης (Καλλίας).
Γιάννης Μητάκης
Φωτογραφία.
Ο Χαρίλαος Νάτσης.
Ήταν λούστρος, σαρωματάς και άριστος περιβολάρης.
Η μαμή ήταν πρόσωπο σεβαστό κι έχαιρε γενικής εκτίμησης στο χωριό σε αναγνώριση της προσφοράς της. Αιώνες ολόκληρους προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, με την εμπειρική και πολύτιμη γνώση τους. Οι γυναίκες που γεννούσαν σπίτι τους με μαμή ήταν τυχερές, αν ληφθεί υπ' όψιν ότι πολλές ήταν εκείνες που γεννούσαν μόνες τους στα χωράφια και φρόντιζαν μόνες τους το νεογέννητο. Πέντε ήταν τα βασικά στάδια που τελούσε η μαμή: ξεγεννούσε τη γυναίκα, αφαλόκοβε το νεογέννητο, το αλάτιζε, το σπαργάνιαζε και φρόντιζε τη λεχώνα.
Όταν λοιπόν ερχόταν η ώρα της γέννας, φώναζαν τη μαμή. Αν η μαμή διαπίστωνε ότι πράγματι «ήρθε η ώρα», άναβε φωτιά στη μέση του δωματίου σε μαγκάλι και έριχνε λιβάνι. Έφερνε γύρω γύρω από τη φωτιά την έγκυο ενώ κάθε τόσο της σήκωνε τη φούστα για να ζεσταθεί. Κατόπιν έβαζε τη γυναίκα να γονατίσει με τα πόδια ανοιχτά. Μόλις γεννιόταν το παιδί, του έκοβε τον ομφάλιο λώρο. Έπαιρνε το ύστερο (πλακούντας), τον οποίο και έθαβε. Μαρία Γ. Παπακωνσταντίνου
Έπαιρνε τα ρούχα, πήγαινε στο ποτάμι και τα έπλενε. Το νερό που είχε πλύνει το μωρό το έχυνε σε απόμερο σημείο. Κατόπιν αλάτιζε το μωρό παντού, εκτός από τα μάτια - σχεδόν το πάστωνε - το τύλιγε με τα σπάργανα και τις φασκιές. Πατούσε το κεφάλι του μωρού και το έδενε σφιχτά, για να μη γίνει μακρόστενο.
Περισσότερα: ΜαμέςΝεροτριβιές
Η νεροτριβή ήταν κάποτε ένας ξύλινος βαθύς κάδος, που το περισσότερο μέρος του ήταν χωμένο μέσα στο έδαφος για να μην ανοίξουν τα τοιχώματα. Τα ξύλα που χρησιμοποιούνταν ήταν σφηνωμένες σανίδες δεμένες περιφερειακά με σιδερένια τσέρκια.
Από ψηλά έπεφτε το νερό από βαρέλια ή σαν καταρράχτης, δημιουργούσε στροβίλους με τη δύναμη που έπεφτε, καθάριζε τα ρούχα ή ακόμα και έκλεινε τα κενά που υπήρχαν ανάμεσα στα στημόνια και τα υφάδια, τα αναμάλλιαζε και τα έκανε αφράτα. Σε κάποια χωριά όπου υπήρχαν καταρράχτες η νεροτριβή ήταν φυσική. Στην Κάτω Στενή π.χ. χρησιμοποιούσαν σα νεροτριβή τους καταρράχτες του Αγίου Στεφάνου.
Τη σημερινή εποχή οι νεροτριβές όπου κατασκευάζονται, γίνονται από μπετόν και ο σωλήνας που οδηγεί το νερό στη νεροτριβή είναι πλαστικός, όπως στη νεοκατασκευασμένη νεροτριβή της φωτογραφίας. Τις περισσότερες φορές χρησιμοποιείται για καθαρισμό των ρούχων σαν ένα μεγάλο πλυντήριο.
Μαντάνια
Τοποθετημένα σε χώρους με κλίση για να δημιουργηθεί υδρόπτωση, ήταν τα μαντάνια. Δυο ή τέσσερα γερά ξύλα (κοπανάρια) για να αντέχουν στην υγρασία και τα χτυπήματα, χτυπούσαν σα σφυριά τα υφάσματα και τους έδιναν πυκνότητα. Πολλές φορές δίπλα σε μύλους και κάποιες φορές και μόνα τους, ακούγονταν από πολύ μακριά με τον ξερό και δυνατό κρότο που έκαναν μέρα νύχτα. Από 12 έως 24 ώρες κράταγε το χτύπημα του κάθε ρούχου για να έχει το αποτέλεσμα που ήθελαν. Η τριβή, και η χαμηλή θερμότητα που αναπτυσσόταν έκανε τα υφάσματα πυκνά, γερά, σφιχτοδεμένα και συγχρόνως απαλά και αδιάβροχα. Πολύ χρήσιμα υφάσματα για τις πατατούκες και τις κάπες των τσοπάνηδων. Επίσης για τα βαριά κλινοσκεπάσματα όπως ήταν οι τσέργες και οι βελέντζες. Το νερό έπεφτε με δύναμη στη φτερωτή η οποία κινούσε τα κοπανάρια. Στα Καμπιά του Κατσή. Το κτίριο διατηρείται μισοερειπωμένο πολύ κοντά στην εκκλησία της Αγίας Κυριακής. Κοντά στους Βούνους του Θανάση Καμαριώτη (Παρέα). Η αμπολή από της Σταματάρας το μύλο συνέχιζε την πορεία της, έδινε κίνηση στο μαντάνι και από εκεί συνέχιζε στο ποτάμι. Μετά τους Βούνους του Ντώλη το μαντάνι, λίγο πιο πάνω από τον ομώνυμο μύλο.
Γιάννης Μητάκης
Η μελισσοκομία είναι πολύ παλιά απασχόληση για αρκετούς κατοίκους της περιοχής και ειδικά για τους Στενιώτες. Ακόμα και εναντίον των Τούρκων είχε κερδηθεί μάχη, όπως αναφέρει η παράδοση, όταν έριξαν πάνω τους τα μελίσσια. Τα αυτοκίνητα και οι νέες κυψέλες έδωσαν τη δυνατότητα σε πολλούς μελισσοκόμους, να αποκτήσουν μεγάλα μελισσοκομεία, που ούτε να τα φανταστούν δε μπορούσαν οι παλιοί μελισσοκόμοι.
Έβγαζαν το μέλι για το σπίτι τους και το λίγο που περίσσευε το πουλούσαν. Οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν στην κατοχή τους δέκα με είκοσι πέντε κουβέλια. Πενήντα κουβέλια είχαν ελάχιστοι μελισσοκόμοι. Τα κουβέλια τα μετέφεραν με τα υποζύγια.
Δυο ή τέσσερα κουβέλια κάθε φορά, ανάλογα με το μέγεθος του ζώου.
Οι αποστάσεις που τα μετέφεραν κουβαλώντας τα ήταν μεγάλες. Ο τρόπος ήταν ο εξής. Τα κουβέλια στο ζώο και αυτοί πεζοί. Η μεταφορά γινόταν πάντα νύχτα, φροντίζοντας το πρωί να έχουν φθάσει στον προορισμό τους. Οι παλιοί μελισσοκόμοι περπατούσαν όλη νύχτα για να φτάσουν στο Μαντούδι για το πεύκο ή στην Ερέτρια για ξεχειμώνιασμα. Ασφάλιζαν τους δυο πάτους πάνω και κάτω με πανί, το οποίο έδεναν γύρω γύρω με σχοινί. Από τις δυο πλευρές του σαμαριού έβαζαν δυο σανίδες κι εκεί πάνω ακουμπούσαν και έδεναν τα κουβέλια.
Περισσότερα: Μελισσοκόμοι