steni.gr
Κάθε νοικοκυριό είχε το βαρέλι του για το κρασί της χρονιάς.
Οι βαρελάδες φρόντιζαν για την κατασκευή αλλά και επισκευή των βαρελιών. Τα βαρέλια τα έφτιαχναν από δυο ειδών ξύλα. Στα χωριά μας υπερτερούν δύο είδη ξύλινων βαρελιών, κυρίως από καστανιά και πολύ λιγότερα από μουριά. Πιο συγκεκριμένα, το ξύλο της καστανιάς είναι το πιο ανθεκτικό αλλά έχει το μειονέκτημα ότι κρατάει τη μυρωδιά της.
Για αυτό το λόγο πριν βάλουν για πρώτη φορά κρασί, γέμιζαν το βαρέλι με νερό και το άφηναν για μεγάλο χρονικό διάστημα ώσπου να ξεμυρίσει. Τα ξύλα τα έκοβαν μια συγκεκριμένη εποχή του χρόνου και με το κατάλληλο φεγγάρι. Για τις δρούγες ή ντρούγες, τις πλαϊνές τάβλες, χρειαζόταν ειδική προεργασία για να πάρουν το συγκεκριμένο κυρτό σχήμα. Όσα ήταν μισοέτοιμα, κοντά στο σχήμα που ήθελαν, απλώς τα πελέκαγαν με το σΤα ίσια για να τα φέρουν στο σχήμα που ήθελαν τα έκαιγαν στη φωτιά. Τα βντώματα (φουντώματα), τα δυο πλαϊνά, είναι από ίσα ξύλα. Τα κολλούσαν το ένα δίπλα στο άλλο και τα έκοβαν στρογγυλά στο μέγεθος που ήθελαν. Έβαζαν μια πατούρα στη ντούγα και πέρναγαν τα βντώματα Σφήνωναν τα βντώματα μέσα στις ντούγες, έβαζαν και τα στεφάνια και με αυτό τον τρόπο το βαρέλι ήταν έτοιμο. Στο ένα βντώμα άφηναν μια τρύπα για την κάνουλα, ενώ με το σουβλί έκαναν άλλη μια μικρή τρύπα, τον τύλο (πύλο) για να παίρνει αέρα και να αδειάζει το βαρέλι. Στο πάνω μέρος του βαρελιού υπήρχε η «όκνα», αρκετά μεγάλη τρύπα για να βάζουν από εκεί το μούστο. Οι βαρελάδες έφτιαχναν επίσης και άλλα πράγματα, όπως τάλαρους, αλλά και βαρέλια για τους νερόμυλους. Μονάδα μέτρησης του κρασιού ήταν η «μπότσα». Μια «μπότσα» 2 οκάδες. Γύρω στις 100 μπότσες ήταν η παραγωγή από ένα στρέμμα αμπελιού. Βαρελάς στη Στενή ήταν ο Γιάννης Γερακίνης και ο Κώστας Καρλατήρας ( Μοναχογιός).
Γιάννης Μητάκης
Από τις 25 Μαρτίου έως τις 14 Σεπτεμβρίου τα βόδια μαζεύονταν από κάποιους, οι οποίοι τα βοσκούσαν στα βοϊδολίβαδα και τα φύλαγαν μέρα νύχτα, ακόμα και όταν αυτά πήγαιναν για ύπνο. Τα βόδια κοιμόντουσαν πάντα στις ράχες και κοντά τους κοιμόντουσαν πάντα οι βουκόλοι.
Τα βοσκούσαν αρχικά στα χέρσα χωράφια, όπου εκεί απαγορεύονταν τα πρόβατα. Τον Ιούνιο τα πήγαιναν στα θερισμένα χωράφια και έτρωγαν καλαμιές. Η πληρωμή για το βουκόλο ήταν πάντα σε είδος και τις περισσότερες φορές σιτάρι. Ένα ξάι σιτάρι και ένα καλαμπόκι για όλη την περίοδο. Τα χωράφια που έβγαζαν χορτάρι, το οποίο ήταν και μπόλικο αλλά άρεσε και στα βόδια, το έλεγαν βοΐδοστάτη γιατί τα βόδια δεν έφευγαν. Ευσυνείδητοι οι βουκόλοι φρόντιζαν να μην αφήνουν τα βόδια ποτέ νηστικά και φρόντιζαν πάντα να τα πηγαίνουν στα χωράφια με το περισσότερο χορτάρι. Οι βουκόλοι προκειμένου να τα κρατήσουν μακριά από ζημιές έπαιρναν μαζί και όλη την οικογένεια. Τα βόδια τα παρέδιδαν στους ιδιοκτήτες τέλη Σεπτέμβρη με τις πρώτες κακοκαιρίες, μιας και δεν διέθεταν χώρους στεγασμένους για να τα βάλουν αλλά και επειδή ξεκίναγαν και το όργωμα. Βουκόλοι στη Στενή ήταν ο Τάσος Κρητικός και ο Βαγγέλης Βλάχος (Ανθυβάγγελος).
Γιάννης Μητάκης
Ήταν κι αυτό ένα από τα περιφερόμενα επαγγέλματα, το οποίο ασκούσανε συνήθως γύφτοι ή για ένα διάστημα και κάποιοι περιφερόμενοι Γιαννιώτες. Έρχονταν στα χωριά με τις πρώτες καλοκαιρίες της άνοιξης. Αφού μάζευαν τα σκεύη από τα σπίτια, όλοι τους θυμόμαστε κάτω από μια μουριά ή κάποιο άλλο δένδρο για σκιά, σκυφτοί να δουλεύουν και να μην τους αποσπά τίποτα την προσοχή. Μάζευαν τα μαγειρικά και άλλα χάλκινα σκεύη και τους έκαναν επικασσιτεροποίηση.
Το γάνωμα προφύλασσε τα σκεύη από την σκουριά του χαλκού και τους ανθρώπους από δηλητηρίαση, αφού η οξείδωση του χαλκού είναι δηλητηριώδης εάν ανακατευτεί με το φαγητό. Πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να πλύνουν το σκεύος με άμμο. Το έτριβαν στη συνέχεια με σπίρτο του άλατος, ζέσταιναν στη φωτιά που είχαν ανάψει το μπακίρι και με ένα βαμβάκι άπλωναν το καλάι για να κάνει τη γυαλάδα. Στη Στενή για μικρό διάστημα αυτή την δουλειά την έκανε ο Τάσος Κορώνης (Μαμάκας). Έμαθε τη δουλειά μένοντας για δυο χρόνια στο Άγιο Όρος. Εκεί είχε πάει με το Γιάννη Καλαμάρα ο οποίος έμαθε την τέχνη του βαρελά.
Γιάννης Μητάκης
Η σπορά
Τον Οκτώβριο (Αγιοδημητρήτης) αρχίζουν τα πρωτοβρόχια. Μαλακώνει η γης και γίνεται έτοιμη για όργωμα. Το φθινόπωρο έχουμε την πρώιμη σπορά. Σιτάρι, κριθάρι, ρόβη, σίκαλη, βρωμάρι, φακή, φάβα. Σε μια άκρη του χωραφιού έσπερναν τη βρίζα για να κάνουν τα δεμάτια. Το Γενάρη-Φλεβάρη, είχαμε τα "ψιμοκρίθια". Δηλαδή τη σπορά κριθαριού και βρόμης για την τροφή των ζώων. Την άνοιξη είχαμε την όψιμη σπορά. Καλαμπόκι, ρεβίθια. Έως και την δεκαετία του 1960 πολλοί, ζευγάριζαν ακόμα με τα βόδια και τον παλιό τρόπο. Από βραδύς ο γεωργός ετοίμαζε το σπόρο και τα εργαλεία του. Πριν το χάραμα ξεκίναγαν για το χωράφι που ήταν για όργωμα.
Τα βόδια που όργωναν ήταν τις περισσότερες φορές δυο, γι αυτό και το όργωμα λεγόταν και ζευγάρι (Έις ζιβγάρισμα αύριου;) και ο γεωργός και ζευγάς. Συνήθως αν είχε μόνο ένα έκανε κολιγιά με κάποιον άλλον και ζευγάριζαν μαζί αλλά υπήρχαν και οι περιπτώσεις που ο γεωργός όργωνε και με ένα βόδι.
Πρώτη δουλειά του ζευγολάτη ήταν να ζέψει τα βόδια του στο ζυγό.
Ο ζυγός ήταν ένα μια κατασκευή από δυο ξύλα τα οποία εφάρμοζαν στο λαιμό των ζώων. Το πάνω ξύλο είναι οριζόντιο και το κάτω με δυο καμπύλες για να εφαρμόζουν. Δεξιά και αριστερά από το λαιμό κάθε ζώου ήταν σφηνωμένες δυο βέργες, οι ζεύλες, οι οποίες ήταν δεμένες στο κάτω μέρος με σχοινί για να κρατάει τα ζώα στο ζυγό. Με το ένα χέρι κρατούσε τα γκέμια και με το άλλο το αλέτρι.
Το ξύλινο αλέτρι αποτελείται από πολλά κομμάτια που το καθένα έχει το όνομα του. Το κάτω χοντρό ξύλο συνήθως λέγεται "κουντούρι". Μπροστά του στηρίζεται το "υνί". Πίσω από το "υνί" είναι το "παράβολο" για να στρώνει το χώμα και στη μέση είναι η "σπάθα".
Περισσότερα: ΓεωργοίΈνα ακόμα επάγγελμα το οποίο αφορά τα υποζύγια. Λεπτή και δύσκολη δουλειά μιας και αφορούσε την οπλή του ζώου, η οποία αν καταστρεφόταν το καθιστούσε άχρηστο. Από ατζαμήδες πεταλωτές ή πεταλωτές που έκαναν και τους κτηνίατρους, βγήκε και η λέξη για όλους τους αδέξιους τεχνίτες ο υποτιμητικός χαρακτηρισμός του αλμπάνη και η γνωστή παροιμία «μια στο καρφί και μια στο πέταλο». Επίσης όσο μεγάλωναν τα νύχια του ζώου, τόσο πιο κουραστικό γινόταν το περπάτημα. Το ζώο με τα πέταλα ήταν προστατευμένο. Χωρίς τα πέταλα σωνόταν η οπλή, το ζώο αρρώσταινε, έβγαζε αίμα και στο τέλος ψοφούσε.
Πιο ευαίσθητα ζώα στο περπάτημα ήταν τα άλογα, γι αυτό
από πολύ παλιά φρόντιζαν να τα πεταλώνουν όλα. Τα μουλάρια και τα γαϊδούρια δεν τα καλίγωναν πάντα γιατί δεν το θεωρούσαν απαραίτητο ή καλίγωναν μόνο τα μπροστινά πόδια. Ο ιδιοκτήτης σήκωνε το πόδι του ζώου και το δίπλωνε για να δουλέψει πιο εύκολα ο τεχνίτης. Σε ατίθασα ζώα, όπως για παράδειγμα στα μουλάρια, τους έβαζαν τη «διαβασά», το ειδικό φίμωτρο για να μη δαγκώνουν. Αρχικά, ο πεταλωτής ξεστράβωνε από το πάνω μέρος τα καρφιά, τραβούσε με δύναμη και τα έβγαζε. Με αυτόν τον τρόπο αφαιρούσε το παλιό λειωμένο πέταλο. Ακολούθως, με το ειδικό κλαδευτήρι, το σατράνι ή κόφτρα ή καγιάρα έκοβε και περιποιούταν τα νύχια (καγιάρισμα) του ζώου, με τη ράσπα λιμάριζε την οπλή για να εφαρμόσει πιο καλά το πέταλο, με την ξύστρα ένα κοφτερό εργαλείο καθάριζε τις οπλές από τα κατάλοιπα.
Ο καλιγωτής έπρεπε να γνωρίζει σε πόσο βάθος στην οπλή του ζώου κυκλοφορεί το αίμα. Το σημείο που τελειώνει το κόκαλο και αρχίζουν τα νύχια λέγεται πουλάκι. Έπαιρνε το κατάλληλο πέταλο, ατσαλωμένο σίδερο με έξι τρύπες στις άκρες, κι επειδή στις άκρες το ζώο έχει περισσότερη κεράτινη πλάκα, το εφάρμοζε και το κάρφωνε με τα καρφιά. Τα καρφιά έβγαιναν από την άλλη μεριά της οπλής επάνω. Ο καλιγωτής με την τανάλια γύριζε και έκοβε το καρφί που προεξείχε (λόθρα). Αυτοί που καλίγωναν μόνοι τους δεν είχαν όλα αυτά τα εργαλεία. Συνήθως χρησιμοποιούσαν ένα σφυρί, μια τανάλια, και κάτι που να μπορούσε να κάνει τη δουλειά που έκανε το σατράνι, μάλλον κοσόρα (εργαλείο που καθάριζαν τα ξύλα) και γλύτωναν το δίδραχμο που ήταν η αμοιβή του καλιγωτή. Καλιγωτές στην Κάτω Στενή ήταν ο Νικόλαος Κρητικός (Βασιλιάς), ο Χαράλαμπος Καλαμάρας και στην Πάνω Στενή ο Σπύρος Βασιλείου (Μομότας), ο γαμπρός του Γρηγόρης Παπαγεωργίου, ο Γιώργος Μαστρογιάννης (Φούτρας) και ο Γεώργιος Γερακίνης (Γεωργιάδης).
Γιάννης Μητάκης