steni.gr
Ένα από τα πλέον δημοφιλή πανηγύρια, που το περίμεναν όχι μόνο οι Στενιώτες, αλλά και οι κάτοικοι όλων των χωριών της παραδίρφυας περιοχής, είναι το πανηγύρι της Αναστασάς, που γίνεται στην τοποθεσία Πύργος (Σκουντέρι), στο εξωκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής.
Στην περιοχή αυτή, σύμφωνα με την παράδοση αλλά και ιστορικές έρευνες, υπήρχε το Παλιοχώρι. Το ονόμαζαν έτσι οι Στενιώτες γιατί από εκεί είχαν έρθει οι πρώτοι κάτοικοι για να εγκατασταθούν στο σημερινό χωριό
Από αριστερά. Ο Δάσκαλος, Δημήτριος Γιαννούκος. Νικόλαος Παπαϊωάννου. Αγγελική Γιαννούκου. Παναγιούλα Παπαϊωάννου. Παναγιώτα Γιαννούκου. Αικατερίνη Παπαϊωάννου.
Καθιστοί από αριστερά. Ιωάννης Γιαννούκος. Γεώργιος Γιαννούκος
Το πανηγύρι το ονόμαζαν (και το ονομάζουν ακόμα) Αναστασά, γιατί το θεωρούσαν σαν συνέχεια της Ανάστασης και μάλιστα τόσο, πού είχε καθιερωθεί η ονομασία αυτή στη συνείδηση των παλαιοτέρων, ώστε πολλοί που τους έλεγαν Αναστάση ή Αναστασία, νόμιζαν ότι γιορτάζουν αυτή τη μέρα.
Περισσότερα: Το πανηγύρι της Ζωοδόχου Πηγής, στον Πύργο, στην Αναστασά.Να βάνης σκοπό στη δουλειά, αυτό θεωρούσε ο γέρο-Φαλαγγίτης για πρώτο. Και τό λεγε και το ξανάλεγε στο γιό του, όσο ζούσε, και τόνε συμβούλευε: «Να προβλέπεις, να παιδεύεις το νου σου, να καταστρώνεις το σκέδιο της δουλειάς πρώτα κι ύστερα να κανονίζεις και πρόγραμμα: από πού να αρχίσεις και που να τελειώσεις». Ο Δήμος ήταν άξιος δουλευτής, κατάλυνε βουνό. Αλλά νόμιζε, πως τίποτε πέρα από τη δουλειά δε χρειάζεται.
Η σκέψη είναι για αυτούς, που δεν έχουνε να κάμουν δουλειά. Για τους χασομέρηδες».
Δεν τόλεγε του πατέρα του, αλλά φαινότανε πως αυτό ήθελε να πει. Για αυτό τον έβοσκε έγνοια το γέρο: «Όσο είμαι ζωντανός κι ορμηνεύω κάτι πάει κι έρχεται. Τι θα γίνει άμα κλείσω τα μάτια;»
Άμα έλειψε ο πατέρας και πήρε ο Δήμος το κοπάδι, πολλές φορές του ήρθανε στο νου τα στερνά λόγια του πατέρα του. Όχι όμως για να κάμει καταπώς είπε ο γέρος, παρά να το πεί και να το ξαναπεί το λάθος που είχε ο συχωρεμένος. «Ο μακαρίτης ήτανε καλός με το πάρα πάνω, αλλά γινότανε βαρετός με τις ορμήνειες του. Οι γέροι άμα δε μπορούνε να εργαστούνε πια, άλλη δουλειά δεν έχουνε από το να δίνουνε συμβουλές. Το είπε ένας μια φορά: Πιο πολύ να σκοπεύεις και πιο λίγο να δουλεύεις», το πήρανε τώρα σκοινί γαϊτάνι από πατέρα σε παιδί. Πιο λίγο να δουλεύεις! Εδώ που χρειάζεται να περπατείς τη νύχτα ψαχτά! Να πολεμάς το λύκο με το ραβδί! Να φυτρώνεις κάθε δυο-τρία δράσκελα μέσα στο χιόνι…Θεέ μου συγχωρεσέ με μεγάλο λόγο λέω, πατέρας μου ήτανε….»
Στο βουνό φύλαε τα πρόβατα ο Δήμος, όταν ήρθανε τα «χινοπώρια». Ζύγωσαν οι αποκριές για το Σαρανταήμερο. Εποχή που ξεκινούνε τα κοπάδια από τα βουνά για τα χειμαδιά.
Από δυο τρείς ημέρες ο καιρός είχε αγριέψει κι ο Δήμος τα χαμήλωσε τα πρόβατα στα βόρεια της Κλεισούρας. Το χειμαδιό όμως δεν ήταν από κει. Περίμενε να αναπάρει ο καιρός και τότε τα ανέβαζε πάλι, θα διασελώνανε το βουνό και θα κατηφορίζανε για την ακρογιαλιά.
Ανήμερα τις απόκριες ο καιρός γυαλόκοψε. Ο άνεμος ανέβασε τα σύγνεφα απάνω κι από τις ψηλές κορφές.
Ύστερα κόπηκαν αυτά τόπους, τόπους και πρόβαλε το γαλάζιο. Πεντακάθαρος ουρανός, λαμπερός σα γυαλί.
Έκοψε ο καιρός είπε ο Δήμος και γύρισε τα πρόβατα στη στιγμή τον ανήφορο.
Δεν τραβούν άλλο τα ζωντανά» είπε μέσα του. «Περπάτησαν αρκετά. Πηγαίνουνε βόσκοντας. Δεν είναι γελάδια να τα βάνεις μπροστά, το δρόμο. Ο φτωχός ο Φίλιππας όλη τη μέρα ζευγάριζε και το βράδυ, σα δεν είχε τι να αποκρέψει, έσφαζε το βόδι του. Το πρωί το βρήκε πάλι ζωντανό στο παχνί. Δεν είναι καλό να λείψω τέτοια μέρα από το σπίτι μου».
Άφησε τα πρόβατα και κατέβηκε στο χωριό. Αλλά κατά το σούρουπο ξανάρχισε η βροχή.
Τώρα ο καιρός πήγαινε στο χειρότερο. Έφερε νερόχιονο και κατόπι γύρισε στο χιονιά. Όλη τη νύχτα δε σταμάτησε και συνέχισε και την άλλη μέρα. Έχτισε πύργους γυάλινους και σκέπασε και τα έλατα.
Οι τρείς «πρατάρες», με τις πρώτες σταλαματιές αρχίσανε τα βελάσματα, ξεκόψανε, πήρανε δρόμο και χωθήκανε στη σπηλιά, που ξέρανε πάρα κάτω.
Να τις ακολουθούσουν και τα πρόβατα! Τα χωρούσε όλα αυτή η σπηλιά. Αλλά που! Καρφωθήκανε στον τόπο. Στριφογυρίζανε το πρόσωπό τους στο ανεμόδερμα, μα δε νοιώθανε να κάμουνε βήμα. Περιμένανε να ξεκόψει πρώτα, αλλά δε φτάσανε να το ιδούν! Τα σκέπασε το χιόνι. Τι θα τα έκανε! Εδώ κρύφτηκαν έλατα και θα αφήνανε τα πρόβατα.
Αυτό δε γίνεται τώρα πρώτη φορά. Πολλές βολές τσοπάνηδες του τα παραδώσανε του χιονιά τα πρόβατα- το χινόπωρο- να τα φυλάξει και πήγαιναν-την άνοιξη-να τα ξαναπάρουν. Αλλά αυτός, αντί να τους τα ξαναγυρίσει, τους έδωσε πίσω μόνο τα μαλλιά από τα πρόβατα. Αυτό το διαλαλήσανε με το θρήνο τους οι γυναίκες των τσοπάνηδων. Και οι άντρες καταπίνοντας την πίκρα: «Αυτά τα γυαλοκόμματα μας κάμαν χωρίς πρόβατα», λέγανε και κουνούσαν αργά το κεφάλι από την απελπισία τους.
Από στόμα σε στόμα έφτανε κάθε χινόπωρο ως τα αυτιά του Δήμου αυτός ο λόγος, σα μακρινός αντίλαλος από περασμένες συμφορές. Αλλά «….τα ιστορούν οι γέροι το χειμώνα στο παραγώνι….Τέτοια έχω ακούσει….Άλλο τίποτε! Αυτό γένηκε μια φορά κι έναν καιρό…Παραμύθια». Έτσι έλεγε και δε ρώτησε και δεν πρόσεξε ποτέ να μάθει, τι σημασία έχουνε τα γυαλοκόμματα.
Τώρα τόνε ζώνουνε τα φίδια στο χωριό και τόπο δεν έχει να σταθεί. Τι μπορεί όμως να κάμει;
Οι χωριανοί τον κλαίνε τον κακομοίρη το Δήμο κι ετοιμάζουνε τα «κύκλα» τους. Μόλις έκοψε τόνε πήρανε και τραβήξαν ίσα στον τόπο που τα είχε παρατήσει. Πηγαίνουν όμως με κρύα καρδιά. Αδύνατον να τα βρουν! Καμιά ελπίδα δεν έχουν. Που ξέρουν σε πιο μέρος σταθήκανε. Δεμένα δεν τάχε ο Δήμος;
Ας αφήσουμε τι περάσανε στο δρόμο. Ποιο δρόμο; Βουλιάζανε και σταματούσανε στις κορφές των ελάτων. Τέλος φτάσανε στο καταρράχι. Ένα άσπρο χνουδωτό σεντόνι έχει απλωθεί σε ράχες, κορφές και πλαγιές. Κυματιστό, φουσκωτό, τεντωμένο, στρωτό, αναρριχτό, κάθε λογιού σκέδια. «Ας φτυαρίσουμε εκειδά», είπαν όσοι πιο δοκιμάζανε τον τόπο. Γιατί όλα είχανε γίνει αγνώριστα. «Απάγγειο είναι. Μπορεί να πήγανε να ριζώσουνε στο απάγγειο…Αλλά δεν αφήνεις, το πρόβατο είναι στραβό ζωντανό. Όπου το πάρει η ψυχάλα, ξυλοσταλιάζει».
Για τη σπηλιά ούτε λόγος. Πως θα πήγαιναν από μόνα των! Για τις γίδες όμως είχανε πεποίθηση, πως εκεί έχουνε καταφύγει.
Πριν αρχίσουνε, δυο χωριανοί κατεβήκανε στη σπηλιά και τις βρήκαν. Τα ζωντανά, μόλις τους αντικρίσανε, σιγοβελάξανε και τους κοιτάζανε, σαν να τους έλεγαν: «Σας καρτερούσαμε» Τους δώσανε τότε οι χωριανοί, να φάνε καλαμπόκι από τα ταγάρια των και γυρίσανε, να τα πούνε στους άλλους.
Όλοι μαζί αρχίσανε αμέσως τον αγώνα με το χιόνι. Φτυαρίσανε, πνιγήκανε στο χιόνι. Κόλλησε στα γένια τους και τα μουστάκια . Ξυλιάσανε τα χέρια τους, αλλά καταφέρανε τέλος να βρούνε «μαύρη» γης.
Χαμένος κόπος κι ούτε έχουνε δύναμη να καταπιαστούνε πάλι από την αρχή! Πήρανε τότε στον ώμο τις τρείς γίδες και κατηφορίσανε για το χωριό. Τα αδύνατα δυνατά κάμανε, για να παρηγορήσουνε το Δήμο. Τίποτε όμως δεν κατάφεραν. Του ήρθε καημός άσβηστος: Τι είναι το κακό που με βρήκε! Εγώ να το πάθω αυτό! Τάχα αν άκουα τους γέρους…..Αλλά τώρα είναι αργά πιά». Που ο Γιάννος ! Θα ξανακάμω πρόβατα».
Ο Δήμος έπεσε άρρωστος βαριά. Πέρασε ο χειμώνας κι η άνοιξη τόνε βρήκε στο στρώμα. Το καλοκαίρι δεν πήγε καλύτερα. Κι όταν ήρθε το χινόπωρο κι αρχίσανε να κιτρινοφυλλιάζουνε τα κλαριά, παράδωσε το πνεύμα του στον Κύριο κι άφησε την οικογένειά του έρμη και σκοτεινή, να παραδέρνει στη φτώχεια και την ορφάνια.
Γιώργου Ντεγιάννη
Μέσα στους λόγγους
«Τα κατσίκια πρέπει να χωριστούν από τις γίδες για να μη βυζαίνουνε. Τρόπος άλλος δε γινόταν. Οι γίδες έχουνε μνημονικό. Δεν ξεχνούνε τα σημάδια του κατσικιού των, ούτε και τη φωνή του. Κι αν ακόμη τους κλείσεις μάτια κι αυτιά, πάλι το ξεχωρίζουνε το δικό τους κατσίκι ανάμεσα σε χίλια, από τη μυρουδιά. Δεν είναι σαν τις προβατίνες. Τούτες οι τελευταίες, άμα τους κουρέψεις το αρνί και το μουτζουρώσεις με το καζάνι, δεν το πλησιάζουνε πια. Βελάζει αυτό, δέρνεται, σκοτώνεται, ρίχνεται στη μάνα του. Που αυτές! Ανασηκώνουνε τα πισινά τους πόδια για να του τραβήξουνε το μαστάρι από το στόμα, αν πετύχει να πιάσει ράγα, και γυρίζοντας του δίνουνε κουτουλιές και το ξαπλώνουνε στη γης.
Τίποτα δεν μπορεί να κάνει τη γίδα, να ξεχάσει το κατσίκι της και τούτο να λησμονήσει τη μητέρα του.
Μήνες χωρισμένα τα κατσίκια από τη μάννα τους, μόλις σμίξουνε, στη στιγμή τήνε γνωρίζουνε κι εκείνη τα ίδια. Κι αυτό δε γίνεται μόνο για όσο καιρό βυζαίνει το κατσίκι, παρά και τον άλλον χρόνο και τον παραπάνω. Βλέπετε μέσα στο κοπάδι οικογένειες γιδιών: τη γιαγιά, τη μάνα, την αγγόνα να περπατούνε μαζί και να αλληλοφωνάζονται με βελάσματα, μόλις χάσει η μια την άλλη μέσα στο πλήθος.
Οι τσοπάνηδες δεν καταφέρνουνε με άλλο τρόπο να γλυτώσουνε το γάλα από τα κατσίκια, παρά χωρίζοντάς τα στο στερφοκόπαδο. Αυτά όμως, μόλις αγναντέψουν οι μάνες τους-τα γαλάρια- όχι μονάχα τα βελάσματα των γνωρίζουνε, παρά και τα κουδούνια του κοπαδιού. Τα κατσίκια δίνουνε πρώτα το σύνθημα. Μόλις ακούνε
τα κουδούνια: «εκεί είναι οι μάνες μας», λένε το ένα στο άλλο.
Κι αμέσως από εκατό, διακόσια στόματα ασυγκράτητο βέλασμα. Που ξεχωρίζει η κάθε γίδα το βέλασμα του κατσικιού της; Μια μυριόστομη απάντηση στέλνουν από κει και τους φωνάζουν: «Ελάτε εμείς είμαστε». Και τότε αυτά χυμούν από όλες τις γιδόστρατες, να προσπεράσουνε το στερφάρη και να φτάσουν εκεί, που είναι οι μάνες τους. Αυτός παλεύει με κάθε τρόπο να τα στομώσει. Όμως πάντα του ξεφεύγουνε τα πιο σβέλτα. Ένα δεύτερο εμπόδιο συναντούνε στον άλλον τσοπάνη, που φυλάει τα γαλάρια. Άλλα σκορπάνε, ανοίγουνε και άλλο ψηλά άλλο χαμηλά καταφέρνουνε τέλος λίγα, να φτάσουνε στα γαλάρια και να σμίξουνε τις μάνες τους.
Για αυτό δεν είναι αρκετό νάχουνε χώρια τα στέρφα από τα γαλάρια, παρά χρειάζεται να βόσκουνε τα δυο κοπάδια μακριά κι απόμερα το ένα από το άλλο».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΓΙΑΝΝΗΣ
ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥ
1939
Ζούμε στην εποχή της ταχύτητας, της ύλης και της εργασιακής εξειδίκευσης. Η νέα τάξη πραγμάτων απειλεί τις παλιές συνήθειες καθώς και πολλά στοιχεία του παρελθόντος. Αν και σώζονται κράματα από τον παλιό τρόπο ζωής, υπάρχουν στοιχεία που αφανίστηκαν με το πέρασμα του χρόνου και την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Η τυποποίηση έγινε πια απαραίτητη σε βάρος της αυθεντικότητας.
Εμείς θα αναφερθούμε σε παλιά επαγγέλματα και ασχολίες στην παραδοσιακή τους μορφή. Οι ανάγκες των ανθρώπων της εποχής εκείνης, δημιούργησαν μια σειρά από επαγγέλματα τα οποία αντικαταστάθηκαν από άλλα που καλύπτουν τις καινούριες ανάγκες του ανθρώπου.
Οι αγροτικές δουλειές δεν βασίζονται πια τόσο σε χειρονακτική εργασία, όσο στην αυτόματη βοήθεια του τροχοφόρου οχήματος. Με τον ίδιο τρόπο, ακόμα κι η κτηνοτροφία αλλάζει μορφή. Όμως αυτά που οι άνθρωποι βρίσκουν πλέον στα ράφια των πολυκαταστημάτων, τα παρήγαγαν κάποτε με κόπο οι ίδιοι για δική τους κατανάλωση. Ειδικά στην ορεινή περιοχή μας, λόγω της απομόνωσης και της στέρησης ορισμένων προϊόντων, ανάγκαζαν τους κατοίκους να επιδιώκουν την αυτάρκεια. Οι οικογένειες τρέφονταν μόνο με ότι παρήγαγαν μόνοι τους, φορούσαν ότι έφτιαχναν και ότι τους έλειπε το κάλυπταν μέσω των ανταλλαγών.
Περισσότερα: .Παραδοσιακά επαγγέλματα και ασχολίες των κατοίκωνΤον 19ο αιώνα και στις αρχές 20ου, η κατασκευή των σπιτιών δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή. Υλικά για να φτιάξει κάποιος το σπίτι του, το μαντρί του, την αποθήκη του κι όλα τα άλλα πρόσφερε άφθονα ο τόπος. Ξύλα υπήρχαν πολλά στο δάσος και από πέτρες άλλο τίποτα. Παντού στο βουνό, στα ποτάμια αλλά και στα νταμάρια. Αυτό που τους έλειπε ήταν το συνδετικό υλικό.
Ο ασβέστης. Χρήσιμος και για πολλές άλλες δουλειές. Μαζεύονταν λοιπόν αυτοί που χρειάζονταν ασβέστη και έκαναν ομάδες. Ιδανικό μέρος για να στήσουν το καμίνι τους ήταν αυτό που είχε από μια ή δυο μεριές βράχο για να στηρίζεται το καμίνι, καλύτερα και με λιγότερο κόπο.
Επίσης, έπρεπε να έχει η περιοχή αρκετές πέτρες, κατά προτίμηση μαύρες, όπως επίσης σπολάρθια και σπάρτα για τη φωτιά. Όσο πιο πολλά από αυτά υπήρχαν τόσο το καλύτερο, γιατί δεν αναγκάζονταν να τα κουβαλήσουν από μακριά. Έσκαβαν ένα λάκκο από ενάμιση έως και τρία μέτρα και έκτιζαν πέτρες σε σχήμα θολωτό. Μεγάλες πέτρες τις οποίες ονόμαζαν «κλειδιά».
Περισσότερα: Ασβεστοκάμινα