steni.gr
Η Αρματσανή είναι η τοποθεσία που βρίσκεται η δεξαμενή που υδρεύει την Άνω Στενή, τροφοδοτώντας τις βρύσες που βρίσκονται στους δρόμους του χωριού.
Εκεί έπλεναν τα ρούχα τους οι Πανωστενιώτισσες, όταν άρχιζε να φτιάχνει ο καιρός από Μάιο και μετά, ενώ οι Κατωστενιώτισσες στον Άγιο Στέφανο.
Με το τέλος του χειμώνα έπρεπε να μαζευτούν τα χαλιά, οι φλοκάτες, τα χοντρά κλινοσκεπάσματα, αλλά και χοντρά ρούχα, όπως πατατούκες, καπότες κ.α που ήταν δύσκολο να πλυθούν στη σκάφη, στην αυλή του σπιτιού, που συνήθως γινόταν το πλύσιμο, αφού κουβαλούσαν προηγουμένως με τις χύτρες, πολλές «στράτες» νερό από την κοντινότερη βρύση.
Με την ευκαιρία όμως αυτή συγκέντρωναν και άλλα ρούχα και αφού τα έδεναν μπόγους, τα έβαζαν στην πλάτη και τα πήγαιναν στην Αρματσανή.
Αν όμως ήταν πολλά έπρεπε να επιστρατεύσουν και τα ζώα. Κυρίως τα γαϊδουράκια για την μεταφορά τους.
Άλλωστε δεν ήταν μόνο τα ρούχα που έπρεπε να μεταφερθούν. Ήταν το καζάνι, η σκάφη, ο κόπανος, το μπουγαδοκόφινο και άλλα χρειαζούμενα για το πλύσιμο
Για σαπούνι είχαν δικό τους που το έφτιαχναν μόνοι τους από τη μούργα του λαδιού και αργότερο το πράσινο σαπούνι, που το προμηθεύονταν από τα μπακάλικα, αλλά σημαντικό ρόλο έπαιζε η αλισίβα.
Όταν έφταναν, διάλεγαν ένα μέρος να είναι καθαρό και απάνεμο (παγκιάνεμο), βρίσκανε διάφορες μεγάλες πέτρες (κακαβολίθαρα), για να τοποθετήσουν επάνω το καζάνι και αφού έβαζαν φωτιά, έβραζαν το νερό.
Μπροστά από ένα μικρό βράχο που έπεφτε το νερό, είχαν διαμορφώσει έναν χώρο που μαζευόταν το νερό, αφού είχαν βάλει πέτρες και κλαριά για εμπόδιο και έτσι είχε σχηματιστεί μια μεγάλη σε έκταση και σε βάθος γούρνα. (αβρός)
Σε αυτή τη γούρνα ρίχνανε τα χοντρά ρούχα για να μουλιάσουν.
Αν υπήρχε υποψία ότι μπορεί να είχαν εγκατασταθεί ψήλοι, ψείρες ή οτιδήποτε άλλο πάνω στο ρούχο, το βάζανε στο καζάνι και το ζεματάγανε, πριν το ρίξουν στο νερό.
Τα χοντρά ρούχα τα έριχναν στον αβρό να μουλιάσουν για 2-3 ώρες περίπου και όταν τα έβγαζαν, τα τοποθετούσαν σε μια πέτρα όσο γινόταν πιο επίπεδη και τα χτυπάγανε με τον κόπανο, για να φύγει μεγάλη ποσότητα νερού, μιας και μετά το πλύσιμο αυτά ήταν ασήκωτα και μετά τα απλώνανε πάνω στις πέτρες και στα γύρω δέντρα για να στεγνώσουν.
Τα υπόλοιπα ρούχα που ήταν ελαφρότερα, τα έπλεναν στη σκάφη και μετά τα έριχναν στον αβρό για να ξεβγαλθούν και στη συνέχεια να απλωθούν για στέγνωμα.
Για τα ασπρόρουχα υπήρχε η αλισίβα
Η αλισίβα είναι ένα αλκαλικό διάλυμα που παρασκευάζεται με το βράσιμο του νερού μαζί με στάχτη από καμένα ξύλα. Συνίσταται δε να χρησιμοποιείται βρόχινο νερό
Με την αλισίβα γινόταν η «μπουγάδα». Δηλαδή αφού τα ασπρόρουχα πλενόντουσαν καλά, τοποθετούνταν σε ένα ψηλό καλάθι (ταρπί), το οποίο όμως καλυπτόταν προηγουμένως εσωτερικά με ένα μεγάλο άσπρο χοντρό ύφασμα το λεγόμενο «σταχτόπανο» και που τα άκρα του έβγαιναν έξω από το κοφίνι. Στη συνέχεια διπλώνονταν τα πλυμένα ασπρόρουχα και στοιβάζονταν μέσα στο ταρπί και στο τέλος σκεπάζονταν αυτά από τις άκρες του σταχτόπανου. Πάνω λοιπόν από το σταχτόπανο άρχιζαν και έριχναν αργά-αργά και κατά διαστήματα την αλισίβα. Το υγρό αυτό διάλυμα σιγά - σιγά διαπερνούσε τα ρούχα και εξερχόταν από το κάτω μέρος του κοφινιού, παρασύροντας τα υπολείμματα από τους λεκέδες που υπήρχαν στα ρούχα.
Στο τέλος αφού ξεπλένονταν, απλώνονταν σε δένδρα και θάμνους.
Ήταν μια οπτική απόλαυση, να βλέπεις δεξιά και αριστερά του ποταμιού απλωμένα ρούχα. Μια πανδαισία χρωμάτων, κόκκινα, μαύρα, άσπρα κ.α πάνω σε φόντο πράσινο που έφτιαχναν τα πυκνά πλατάνια και οι θάμνοι της ακροποταμιάς.
Ενώ ολόκληρη η ποταμιά αντιλαλούσε από τις φωνές και τα τραγούδια των γυναικών. Εκεί που τα παιδιά ζούσαν τις καλύτερες στιγμές τους μέσα στο νερό, με τα διάφορα παιχνίδια τους, με το μάζεμα των καβουριών και τα παιχνίδια με τις «καλογρίτσες» του ποταμιού και αλίμονο στα περιβόλια που τύχαινε να ήταν εκεί κοντά Εκεί που η επικοινωνία ζωντάνευε και έβγαιναν στη φόρα όλες οι τοπικές «ειδήσεις».
Όταν ερχόταν το δειλινό και άρχιζε ο ήλιος να πέφτει και τελείωνε η διαδικασία του στεγνώματος, έπρεπε να επιστρέψουν στο χωριό.
Εκεί βοηθούσαν και οι άντρες και τα παιδιά και άμα χρειαζόταν και τα γαϊδουράκια.
Γιάννης Γιαννούκος
Μετά τον τρύγο και το πάτημα των σταφυλιών, πολλοί κρατούσαν μούστο για να φτιάξουν μ΄ αυτόν μουστοκούλουρα, μουσταλευριά, μουστόπιτες, σουτζούκια ή ακόμα και πετιμέζι.
Το μούστο όμως που κρατάνε, πρέπει πρώτα να τον «χωρίσουν».
Για να γίνει αυτό χρειάζεται η παρακάτω διαδικασία.
Βράζουν το μούστο μέσα στο καζάνι ή σε μικρότερο δοχείο, ανάλογα με την ποσότητα του μούστου που θα χρειαστούν. Μέσα στο καζάνι με το μούστο, ρίχνουν λίγη μαρμαρόσκονη. Παλιότερα στη Στενή έριχναν μέσα ένα ασπρόχωμα, που υπήρχε στην τοποθεσία «Κούκος», ανάμεσα στα σπίτια σήμερα του Δικηγόρου Θανάση Σπύρου (πρώην Χουλιάρα) και της οικίας της Σταμάτως Σπυριδάκη, αλλά και στη θέση «Ανήλιος». Στην Κάτω Στενή το ασπρόχωμα αυτό, το προμηθεύονταν από την θέση «στου Ανδρίτσα το κοτρόνι», που είναι στην περιοχή προς τη διασταύρωση των Καμπιών. Σαφώς όμως υπήρχαν και άλλα μέρη που έβγαινε το ασπρόχωμα. Μερικοί επίσης χρησιμοποιούσαν και στάχτη.
Αφού βράσει ο μούστος, κατεβάζουν το καζάνι από τη φωτιά να κρυώσει λίγο και εκεί γίνεται και το «χώρισμα», δηλαδή κατακάθεται στον πάτο του δοχείου όλη η «λάσπη» που έχει δημιουργηθεί και πάνω μένει ο καθαρός μούστος.
Αφού πάρουν τον καθαρό μούστο και πετάξουνε τα κατακάθια, τον ξαναβράζουνε, γιατί έτσι–λένε–ο μούστος συντηρείται περισσότερο καιρό.
Αν πάλι θέλουν, αφήνουν ένα μέρος του μούστου να βράσει για πάρα πολύ ώρα, μέχρι που να αρχίσει να γίνεται παχύρρευστος–να μελώνει – και να γίνει πετιμέζι.
Η Γιούλα Μπεληγιάννη του Νικολάου (Κάκη), «χωρίζει» το μούστο, πάνω σε φωτιά από ξύλα, μέσα στο καζάνι (κακάβι), που στηρίζεται πάνω στην τζιροστιά.
Μουσταλευριά, μουστόπιτα, σουτζούκι.
Μουσταλευριά.
Έβαζαν στην κατσαρόλα το μούστο για να βράσει. Στη συνέχεια έπαιρναν λίγο από τον βρασμένο μούστο, τον έβαζαν σε ένα άλλο δοχείο και εκεί έριχναν λίγο-λίγο αλεύρι και το ανακάτευαν, ώστε να γίνει ένας παχύρρευστος χυλός.
Ύστερα τον χυλό αυτό τον έριχναν στην κατσαρόλα, όπου συνέχιζε να βράζει ο μούστος, το ανακάτευαν συνέχεια και όταν έβλεπαν ότι είχε αρχίσει να πήζει, έσβηναν τη φωτιά και έριχναν τη μουσταλευριά σε πιάτα ή μπολ διάφορα, την άφηναν λίγο να κρυώσει και ήταν έτοιμη να φαγωθεί.
Μουστόπιτα.
Έφτιαχναν τη μουσταλευριά με τον τρόπο που προαναφέραμε και την έβαζαν μέσα σε ένα ταψί. Το ταψί αυτό το άφηναν για αρκετές μέρες έξω στον ήλιο, μέχρι που η μουσταλευριά ξεραινόταν.
Την έβγαζαν τότε από το ταψί και την έκοβαν σε κομμάτια. Τα κομμάτια αυτά τα άφηναν στον ήλιο 2-3 μέρες ακόμα και το γλυκό ήταν έτοιμο. Μπορούσαν να τρώνε όλο το χειμώνα και ήταν από τα πιο περιζήτητα γλυκά, ειδικά από τα νεαρά μέλη της οικογένειας.
Σουτζούκι.
Έσπαζαν τα καρύδια (κοκόσες) και στην ψίχα (σουμπράδες), πέρναγαν με το βελόνι κλωστή, που έπρεπε να ήταν γερή, γιαυτό την έκαναν διπλή και τριπλή, ίσως και περισσότερο και με ένα χοντρό βελόνι τις έκαναν αρμαθιά.
Προηγουμένως όμως, την ψίχα του καρυδιού την είχαν βάλει στο νερό, για να μαλακώσει και να μην διαλύεται από το πέρασμα του βελονιού. Να σημειώσουμε ότι κάθε κομμάτι ψίχας, το διαπερνούσαν δύο φορές με το βελόνι για να μην χαλάει η σειρά των καρυδιών, έτσι όπως τα είχανε τοποθετήσει.
Φτιάχνανε τη μουσταλευριά και εμβαπτίζανε την αρμαθιά με τα καρύδια. Η μουσταλευριά κολλούσε πάνω στα καρύδια και τότε κρεμούσαν την αρμαθιά για να στεγνώσει. Τις πρώτες εμβαπτίσεις τις κάνανε σε πιο αραιή μουσταλευριά, μετά τα εμβαπτίζανε σε πιο πηκτή. Την άλλη μέρα γινόταν το ίδιο και το σουτζούκι όλο και χόντρυνε. Όταν έβλεπαν ότι είχε πάρει το επιθυμητό πάχος, σταματούσαν τη διαδικασία, το κρεμούσαν για πολλές μέρες έξω στο χαγιάτι εκτεθειμένο στον αέρα και στον ήλιο και το σουτζούκι μας ήταν έτοιμο.
Ένα υπέροχο χειμωνιάτικο γλυκό.
Γιάννης Γιαννούκος
Κατά τη διάρκεια της συγκομιδής του ελαιοκάρπου, ξεχώριζαν τις ελιές που είχαν πέσει κάτω πριν από το τίναγμα και δεν ήταν «χτυπημένες» ή «σκουληκιασμένες», για να τις φτιάξουν φαγώσιμες.
Αυτό ήταν ένδειξη ότι η ελιά ήταν ώριμη «κρεατωμένη».
Όταν τις πήγαιναν στο σπίτι, τις έπλεναν πολλές φορές μέσα σε ένα καζάνι ή σκάφη, τέσσερις, πέντε και έξιφορές, μέχρι να διαπιστώσουν πως ήταν πεντακάθαρες.
Τις άφηναν λίγο διάστημα να στραγγίσουν και μετά τις έβαζαν σε ένα τσουβάλι ή σε μια μαξιλαροθήκη αν ήταν λιγότερες, ή οποιοδήποτε σακούλι, που ταίριαζε με την ποσότητα των ελιών. Μαζί με τις ελιές έβαζαν και αλάτι χοντρό, το οποίο το είχαν χτυπήσει με το στούμπο για να γίνει μικρότερα κομμάτια και να καλύπτει, όσο το δυνατόν περισσότερες ελιές.
Εντωμεταξύ φτιάχνανε μια πρόχειρη κατασκευή με ξύλα (κάτι σαν τη σημερινή παλέτα) και έβαζαν επάνω το τσουβάλι στο πλάι.
Κάθε μέρα σηκώνανε το τσουβάλι, το ανακινούσαν για να πάει παντού το αλάτι και το ξαναβάζανε στη θέση του, από την ανάποδη μεριά.
Αυτό γινόταν για πολλές μέρες, μέχρι να βγάλει η ελιά τα υγρά που είχε, τα οποία χυνόντουσαν κάτω, γι αυτό η ξύλινη βάση που έμπαινε το τσουβάλι ήταν υπερυψωμένη- και όταν βλέπανε ότι οι ελιές είχαν «σταφιδιάσει», ήταν έτοιμες για φαγητό.
Τις έβγαζαν από το τσουβάλι και τις βάζανε στην πηνιότα (πνιότα).
Η πνιότα ήταν ένα πήλινο δοχείο, σαν μεγάλη στάμνα, αλλά με μεγάλο στόμιο, για να χωράνε άνετα τα χέρια, ώστε να τα βάζουν μέσα για να παίρνουν τις ελιές.
Γιάννης Γιαννούκος
Μικρός χειροκίνητος μύλος, που τον είχαν οι περισσότερες οικογένειες στα σπίτια τους.
Αποτελείτο από δύο στρογγυλές επίπεδες πέτρες, η μία πάνω στην άλλη.
Η κάτω πέτρα είχε στη μέση ένα σίδερο και στο από πάνω μέρος της είχε γρέζια. Η πάνω πέτρα είχε μία τρύπα στη μέση, από την οποία περνούσε το σίδερο της κάτω πέτρας, ενώ στην άκρη της είχε μια ξύλινη χειρολαβή την οποία κρατούσε η νοικοκυρά, για να την φέρνει γύρω- γύρω και να αλέθει τα διάφορα όσπρια που χρειαζόταν. Η πάνω πέτρα είχε τα γρέζια στην κάτω της μεριά.
Είναι φανερό πως οι ποσότητες που άλεθαν ήταν μικρές και απαιτείτο πολύς χρόνος και κόπος.
Οι καρποί που έτριβαν με το χειρόμυλο ήταν η φάβα, η οποία θρυμματιζόταν σε μικρότερα κομμάτια και ήταν έτοιμη για το μαγείρεμα. Επίσης έτριβαν και το σιτάρι φτιάχνοντας το πλιγούρι (μπουλουγούρι), το οποίο το χρειάζονταν για να φτιάχνουν το γλυκό τραχανά, για να κάνουν τις οματιές τα Χριστούγεννα κ.λ.π.
Πολλοί έτριβαν και το χοντρό αλάτι που αγόραζαν τότε χονδρικά για να γίνει σκόνη και να το ρίχνουν στο φαγητό.
Από την τρύπα που είχε η πάνω πέτρα, έριχναν λίγο-λίγο τον καρπό και συγχρόνως έφερναν γύρω-γύρω την πάνω πέτρα, έτσι που ο καρπός συνθλιβόταν και προχωρούσε προς τις άκρες των πετρών μέχρι που έπεφτε έξω απ’ αυτές τριμμένος.
Κατά διαστήματα και ανάλογα με τη χρήση, τα γρέζια που υπήρχαν στις πέτρες λειαίνονταν και έπρεπε να γίνει το λεγόμενο χάραγμα. Το χάραγμα ήταν μια εργασία που γινόταν με ένα μικρό μυτερό σφυράκι, με το οποίο χτυπούσαν τις πέτρες από τη μεριά που ήτανε τα γρέζια, ώστε να ξαναδημιουργηθούν και να μπορούν να τρίβουν καλύτερα.
Δεν είχαν όλα τα σπίτια χειρόμυλο, που πολλοί τον έλεγαν και χειρόβολο και οι περισσότεροι ακόμα τον αποκαλούσαν «χειρόμπλου», γι αυτό όσοι δεν είχαν δανείζονταν από τους γειτόνους, οι οποίοι ευχαρίστως τον παραχωρούσαν όταν επρόκειτο για να τρίψουν φάβα ή σιτάρι, σπανίως όμως τον έδιναν όταν επρόκειτο για το αλάτι, γιατί κόλλαγε ανάμεσα στα γρέζια και δημιουργούσε με τον καιρό μια υγρασία «νοτίλα» και έτσι περιορίζονταν να τρίβουν το δικό τους αλάτι, όταν θέλανε να τρίψουν μεγάλες ποσότητες, επειδή για μικρές ποσότητες υπήρχε ο «στούμπος» και να αποφεύγουν να τον δίνουν γι αυτό το σκοπό σε άλλους.
Το να έχει κανείς χειρόμπλου στο σπίτι του ήταν δείγμα νοικοκυροσύνης και αρχοντιάς.
«Αυτή τα έχ’ ούλα» έλεγαν για τη νοικοκυρά που στο σπίτι της είχε τον αργαλειό της, την ανέμη και το μαγκάνι που έφτιαχναν τα μασούρια, τα λανάρια της για το ξάσιμο του μαλλιού, το φούρνο της στην αυλή, το χειρόμπλου της, το κακαβοστάσι της, το καβουρντιστήρι, το ξύλινο πατητήρι για το πάτημα των σταφυλιών, το μύλο του καφέ, τη σφραγίδα για το πρόσφορο (σουφραΐδα) κ.λ.π., και τα πιο μετέπειτα χρόνια την ραπτομηχανή της.
Γιάννης Γιαννούκος
Σύμφωνα με την παράδοση, οι κάτοικοι των οικισμών της περιοχής Σκουντέρι μετοίκησαν 7 χιλιόμετρα προς τα βόρεια στην σημερινή θέση της Στενής. Οι Σκουντεριώτες μαζί με τους φυγάδες που έβρισκαν καταφύγιο στο πυκνό λόγγο της Στενής δημιούργησαν το Χωριό.
Οι οικισμοί βρίσκονταν στις θέσεις Παλιοχώρι, στον Άγιο Νικόλαο, στον Άγιο Δημήτριο και αναφέρεται επίσης και η θέση Αγία-Τρίτη όπου διασώζεται και εκκλησία. Από το 1750 όταν χτύπησε η πανούκλα την Εύβοια οι πληθυσμοί των χωριών αυτών αποδεκατίστηκαν και κατέφυγαν στο δάσος της Στενής γιατί πίστευαν ότι το δάσος καταπολεμάει τις μολυσματικές ασθένειες.
Υπολείμματα σπιτιών δεν υπάρχουν, ούτε καν λιθοσωροί που να πιστοποιούν την ύπαρξη κατοικιών, πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτά τα σπίτια ήταν πλίνθινα από το κόκκινο χώμα που υπάρχει στην περιοχή το οποίο είναι και σήμερα περιζήτητο από τις βιομηχανίες κεραμικών. Στην μόνη περιοχή που διασώζονται πολλά σπασμένα κεραμίδια είναι η περιοχή «Κεραμιδαριό». Μπορούμε να κάνουμε μόνο υποθέσεις και να πούμε ότι στην περιοχή υπήρξε οικισμός ή μεταγενέστερο κεραμοποιείο.
Στο ύψωμα της περιοχής, που διασώζονται και σήμερα ερείπια του ενετικού πύργου ήταν η έδρα του τούρκου μπέη που διαφέντευε την περιοχή. Την περιοχή αγόρασαν οι Στενιώτες μετά την απελευθέρωση από τους τούρκους και έχτισαν εκεί τις αγροικίες τους κατ’ αρχάς για να είναι κοντά στις καλλιέργειές τους και κατά δεύτερο λόγο να το χρησιμοποιούν σαν χειμαδιό οι τσοπάνηδες που δεν μετέφεραν τα κοπάδια τους στα χειμαδιά της Δροσιάς, του Δηλεσίου, των Οινοφύτων κ.λπ. Τα σπίτια που διασώζονται είναι μονόπατα αλλά και δίπατα.
Χαμώι στο Σκουντέρι με δίρριχτη σκεπή
Η έκφραση όμως που έχει μείνει ακόμα στους παλαιότερους τα «βενετσάνικα σπίτια» μας οδηγεί στο συμπέρασμα κάποια από τα σπίτια αυτά ίσως προϋπήρχαν και δεν τα έχτισαν οι Στενιώτες. Επίσης όπως λένε, τα σπίτια αυτά αν και είναι χτισμένα μόνο με λάσπη χωρίς ασβέστη παρά τα χρόνια που έχουν περάσει δεν έχουν πέσει ενώ πολλά μεταγενέστερα που έχτισαν οι Στενιώτες (και με ασβέστη) μετά την απελευθέρωση είναι πλέον ερείπια.
Τα χαμώια
Τα σπίτια πριν την περίοδο της απελευθέρωσης ήταν φτιαγμένα έτσι ώστε να εξυπηρετούν τις άμεσες ανάγκες της οικογένειας. Βέβαια η άνεση ήταν κάτι εντελώς άγνωστο στα σπίτια αυτά, καθώς σε ένα μικρό δωμάτιο κοιμόταν όλη η οικογένεια που σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να έφταναν και τα είκοσι άτομα. Στον ίδιο χώρο, σε μια άκρη, έβαζαν τα ζώα, ενώ η φωτιά που ζέσταινε το σπίτι και που μαγείρευαν οι νοικοκυρές ήταν χωρίς καπνοδόχο και ο καπνός έφευγε απλώς από την οροφή. Το σχήμα τους ήταν μακρινάρι, ένα παραλληλόγραμμο με μεγάλο μήκος και μικρό πλάτος.
Το πάτωμα ήταν χωμάτινο και η καθαριότητα γινόταν με σαρώματα από αστοφιές. Οι στέγες ήταν από κεραμίδια ή χώμα. Οι χωμάτινες στέγες ήταν μια τεχνική που χρησιμοποιούσαν στους Στρόπωνες έως και πριν 70 χρόνια. Το μειονέκτημα που έχει αυτή η μέθοδος είναι ότι απαιτείται συνεχής συντήρηση. Το λιγότερο μια φορά το χρόνο έπρεπε να τοποθετηθεί νέο χώμα και να «πατηθεί».
Η εξέλιξη
Πάνω στο μονόσπιτο εξελίχθηκαν τα επόμενα σπίτια. Ανάλογα με τις ανάγκες του ο καθένας τα έκανε δίπατα και έβαλε στο ισόγειο (κατώι) τα ζώα του και την αποθήκη, προστέθηκε το χαγιάτι κ.λπ.
Η περιοχή μας από πολύ παλιά ήταν καταφύγιο Ηπειρωτών. Πολλά Ηπειρώτικα σόγια είχαν έρθει πολύ πριν την απελευθέρωση και είχαν την τεχνογνωσία των πέτρινων σπιτιών. Οι Γιαλοί π.χ. που είναι πολύ προγενέστεροι της απελευθέρωσης σύμφωνα με την παράδοση που έχει διασωθεί είχαν στο σόι τους χτιστάδες.
Ώθηση στην αρχιτεκτονική της περιοχής έδωσε η έλευση των Μαστρογιανναίων και των Χαλκιάδων από την Ήπειρο στη Στενή. Οι Μαστρογιανναίοι ήταν ονομαστοί χτίστες που έπαιρναν δουλειές σε όλη την Εύβοια. Οι νοικοκυραίοι πλέον δεν αρκούνταν στη απλή κάλυψη των αναγκών τους αλλά έδιναν σημασία και στην εμφάνιση του σπιτιού και το σπίτι πλέον από τους εύπορους θεωρείται και σαν τρόπος κοινωνικής προβολής.
Τα δίπατα σπίτια
Το βασικό σχήμα των σπιτιών της Στενής είναι δίπατα σπίτια παραλληλόγραμμα ή τετράγωνα που οι μορφή που έπαιρναν εξαρτιόταν από το οικόπεδο του καθενός. Το μέρος είναι στενό και πλαγιαστό και ο χώρος ελάχιστος για την κάθε οικογένεια. Τα σπίτια της Πάνω Στενής είναι κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο και οι μεγάλες αυλές είναι πράγμα σπάνιο. Πολλοί Στενιώτες εξαιτίας έλλειψης χώρου αρκετά χρόνια μετά την απελευθέρωση εγκαταστάθηκαν στη Κάτω Στενή.
Ένας άλλος λόγος που έκανε επιτακτική την ανάγκη κτισίματος δίπατων σπιτιών ήταν και τα χιόνια. «Μπόια» χιόνια κάθε χρόνο στη Στενή και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ακόμα και τα δίπατα σπίτια πολλές φορές σκεπάζονταν από τα χιόνια. Ο καταρράχτης, μια τετράγωνη τρύπα που ένωνε το ανώι με το κατώι ήταν ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας τις δύσκολες αυτές ημέρες για τους κατοίκους του σπιτιού με την αποθήκη και τα ζώα τους.
Η κατασκευή των σπιτιών ξεκίναγε από την ώρα που ήταν διαθέσιμο το συνεργείο που είχε κλείσει συμφωνία ο ιδιοκτήτης. Την συμφωνία για το συνεργείο την έκλεινε ο πρωτομάστορας. Πρώτη φροντίδα τα θεμέλια.
Τα υλικά
Πέτρες από τα νταμάρια, άμμο από το ποτάμι, κοκκινόχωμα όλη η περιοχή από τα Παλιάλωνα έως τις Μπαχούνες, ασβέστη τον οποίο έφτιαχναν μόνοι τους, ήταν τα υλικά που χρειαζόταν το κάθε κτίσμα.
Οι κασόνες
Τα υλικά τα κουβαλούσαν με τα υποζύγια. Εφάρμοζαν στο σαμάρι και από τις δυο πλευρές για να μοιράζεται το βάρος, σανίδες σε σχήμα κασονιού κι εκεί φόρτωναν την άμμο. Για να κουβαλήσουν πέτρες αρκούσαν δυο φαρδιές σανίδες και δέσιμο με τριχιές.
Τα νταμάρια
Αν και η περιοχή είναι γεμάτη πέτρες, οι κτιστάδες προτιμούσαν τις εσωτερικές πέτρες από τα νταμάρια. Οι πέτρες που ήταν εκτεθειμένες στις καιρικές συνθήκες είχαν διαβρωθεί.
Θεμέλια
Γέμιζαν τα χαντάκια που είχαν σκάψει με πέτρες. Αν το έδαφος ήταν βραχώδες ήταν πολύ καλύτερα γιατί δεν ήθελε καν σκάψιμο απλώς μια απλή διαμόρφωση. Το τελετουργικό απαιτούσε τη σφαγή ενός κόκορα με του οποίου το αίμα ράντιζαν τα θεμέλια. Ήταν το μεσημεριανό των κτιστάδων την πρώτη ημέρα.
Τοιχοποιία
Η τοιχοποιία των σπιτιών της Στενής είναι αποκλειστικά από πέτρα λόγω των βαριών καιρικών συνθηκών και του πολύ χιονιού.
Πελεκάνος, ο αρχιμάστορας
Αφού μεταφέρονταν οι πέτρες από το νταμάρι, ο αρχιμάστορας έκανε την επιλογή και πελεκούσε τις καλύτερες πέτρες (αγκωνάρια) για να μπουν στις γωνίες και τα κουφώματα. Τα αγκωνάρια έμπαιναν όρθια και πλαγιαστά εναλλάξ προκειμένου να δέσουν με τον υπόλοιπο τοίχο. Το μέγεθος της πέτρας έπρεπε να είναι διαχειρίσιμο από τους μαστόρους και για την υπόλοιπη τοιχοποιία χρησιμοποιούσαν ημιλαξευμένες πέτρες.
Το χτίσιμο των τοίχων
Το χτίσιμο ξεκινάει πάντα από τις γωνίες, οι μάστοροι φροντίζουν οι επιφάνειες επαφής μεταξύ των πετρών να είναι όσο μεγαλύτερες γίνεται και να διακόπτονται εναλλάξ, ούτως ώστε να μην δημιουργείται μονοκόμματη επιφάνεια. Η τοποθέτηση των πετρών γίνεται πάντα προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που δέχεται η τοιχοποιία δυνάμεις. Όσο περισσότερο δουλεύεται και ταιριάζει η πέτρα τόσο λιγότερο συνδετικό υλικό χρειάζεται.
Στην τοιχοποιία βλέπουμε δυο ειδών χτισίματα:
Μεγάλες πέτρες οι οποίες εφάπτονται η όταν οι πέτρες των δυο πλευρών αφήνουν κενό στη μέση, τότε μπαίνουν μικρότερες πέτρες στο κενό και αρκετό συνδετικό υλικό.
Ξυλοδεσιές
Για να είναι ανθεκτικό το σπίτι χρησιμοποιούν στο χτίσιμο σε αρκετές περιπτώσεις ξυλοδεσιές (ζωνάρια).
Τα ξύλα τοποθετούνται συνήθως στο ύψος του πατώματος ,της στέγης η στο ύψος του πρεκιού της πόρτας η του παραθύρου/ Τα ξύλα μπαίνουν στην εσωτερική και στην εξωτερική πλευρά του τοίχου και ενώνονται με κλάπες. Σε μερικές περιπτώσεις είναι εμφανή και σε άλλες καλύπτονται είτε με σειρά από πέτρες είτε με σοβά.
Το πάτωμα του ανωγιού
Ξύλινο πάτωμα με σανίδες .Στο μέσο τοποθετούσαν ένα μεγάλο ξύλινο δοκάρι. Κάθε μισό μέτρο τοποθετούσαν τα πατερά φωλιασμένα στον τοίχο.
Όπως βλέπουμε κι στην φωτογραφία από σπίτι στο Σκουντέρι στην στενή πλευρά έχει τοποθετηθεί χοντρό δοκάρι το οποίο ακουμπάει στους τοίχους και πάω σε αυτό στηρίζεται η κόντρα.
Υποστυλώματα
Τα υποστυλώματα χρησιμοποιούνταν για την στήριξη πατωμάτων στα δίπατα σπίτια, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις στην στήριξη της σκεπής όπως στην φωτογραφία που είναι από χαμώι στο Σκουντέρι. Στηρίζουν το κεντρικό δοκάρι έχουν λίγο όγκο και χρησιμοποιούνται και σε κατοικήσιμους χώρους. Το σημείο στήριξης είναι σε σχήμα "Τ" η "Υ".
Μονόρριχτα
Σε πολλά χαμώια η κατασκευή της στέγης ήταν πολύ απλή. Για να γίνει η στέγη επικλινής φροντίζουν ο τοίχος της πίσω πλευράς να είναι ψηλότερος από τον άλλον της πρόσοψης. Πάνω στους τοίχους τοποθετούσαν χοντρά δοκάρια τα πατερά και παράλληλα πλέον κάρφωναν τις σανίδες.
Δίρριχτα
Απλή και αυτή κατασκευή η οποία έδινε και ύψος στην κατασκευή κάτι που δε γινόταν με το μονόρριχτο. Δυο επικλινή επίπεδα που στηρίζονταν σε όλο το μήκος των μακριών πλευρών του τοίχου.
Οι παλιθούρες
Μέσα στο πάχος των τοίχων δημιουργούνται κενά που χρησιμοποιούνταν για αποθήκευση.
Το θολωτό
Τεχνική που χρησιμοποιούν και σήμερα στους μικρούς στάβλους. Τα χοντρά δοκάρια τοποθετούνται κάθε μισό ή ένα μέτρο ανάλογα, πάνω στους τοίχους και στις δυο πλευρές. Πάνω στα ξύλα καρφώνονται οι τσίγκοι
Γιάννης Μητάκης