steni.gr
Πουκαμίσα:. Βαμβακερό, υφαντό, παλαιότερα άσπρο και μεταγενέστερα συνήθως μπλε με λίγο κόκκινο, από το λουλάκι που το έβαφαν.
Στενό επάνω στο στήθος, άνοιγε προς τα κάτω και γινότανε φουστανέλα. Έφτανε έως τα γόνατα. Γύρω από το άνοιγμα του στήθους, που έφτανε ως τη μέση, έβαζαν πολλά γαζιά για να το στενέψουν. Στο λαιμό δεν είχε γιακά αλλά γουρζέρα (φάσα). Τα μανίκια ήταν φαρδιά ή στενά και κούμπωναν.
Πανοκόρμι:. Υφαντό, περίπου σαν την πουκαμίσα, αλλά λίγο κοντύτερο με κουμπιά μέχρι τη μέση του στήθους, σε χρώμα λευκό με μπλε και σπανίως με κόκκινες ρίγες.
Το σταυρωτό:. Το βάζανε πάνω από την πουκαμίσα. Από ψιλό μάλλινο ύφασμα για να μην είναι πολύ βαρύ. Δεν είχε μανίκια και κούμπωνε μπροστά με κουμπιά.
Πατατούκα:. Βαρύ μάλλινο πανωφόρι για τα βαριά κρύα του χειμώνα. Μάλλινο προβατίσιο ή τραγίσιο ύφασμα, το οποίο είχε περαστεί από το μαντάνι για να πυκνώσει.
Βρακί:. Το εσώρουχο για το κάτω μέρος του σώματος. Μακρύ έως τον αστράγαλο με κορδόνια στον πάτο. Βαμβακερό άσπρο ύφασμα.
Φανέλα:. Μάλλινο εσώρουχο για το επάνω μέρος του σώματος, το οποίο ήταν συνήθως πλεκτό, αλλά υπήρχαν και υφαντά.
Κοντοτσούραπα:. Κάλτσες μάλλινες πλεγμένες στο χέρι.
Γιάννης Μητάκης
Η φωτογραφία έχει τραβηχτεί τη δεκαετία του 1920 και εικονίζεται ο Αθανάσιος Βαρτζής και η σύζυγός του Παρασκευή, το γένος Τζίνη.
Η φωτογραφία βρίσκεται στο σπίτι του εγγονού του Θανάση Βαρτζή.
Κάτοχος πουκαμίσας ο Δημήτριος Βαρτζής, εγγονός του εικονιζόμενου.
Η πουκαμίσα θεωρείται καθημερινό ένδυμα, αλλά η συγκεκριμένη της φωτογραφίας είναι επίσημη, γαμπριάτικη. Το ύφασμα που είναι φτιαγμένη, είναι από λοξωτό διαγώνιο πανί. Βαρύ και σκληρό ύφασμα. Τα μανίκια είναι φαρδιά καταλήγουν σε μανσέτα και κουμπώνουν στον καρπό. Έχει άνοιγμα μέχρι τη μέση και κουμπώνει με κουμπιά . Έχει λαιμόκοψη με μικρό όρθιο γιακά. Φτάνει έως λίγο πάνω από τα γόνατα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΑΚΗΣ
Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ
Φστανέλα (Φουστανέλα).
Επίσημη φορεσιά. Φτιαγμένη με χασέ αγοραστό ύφασμα. Αποτελείται από σαράντα (40) έως και τετρακόσια (400) κομμάτια τριγωνικό ύφασμα (φύλλα) και ήταν όλη ραμμένη στο χέρι. Μια συνηθισμένη φουστανέλα είχε από 40-45 φύλλα. Τα τριγωνικά κομμάτια υφάσματος είχαν πλάτος 15 εκατοστά κάτω και 3-4 εκατοστά πάνω. Όσο πιο στενά ήταν πάνω στο μέρος που έπιανε η φακαρόλα, τόσο πιο φουντωτή ήτανε.
Ανάλογα με τον αριθμό των κομματιών του υφάσματος που είχε επάνω, ήταν και το βάρος της. Ανάλογα με την ηλικία ήταν και το ύψος της φουστανέλας. Οι νέοι φόραγαν την κοντή και οι ηλικιωμένοι τη μακρύτερη.
Πουκαμίσα (Π΄καμίσα)
Η πιο συνηθισμένη αντρική φορεσιά αποτελείται από την πουκαμίσα, ένα απλό ρούχο με μανίκια που φοριέται πάνω από το εσωτερικό πουκάμισο, κουμπώνει μπροστά, και μπορεί να φτάνει μέχρι τα γόνατα.
Καθώς η μέση σφίγγεται με το ζωνάρι, η πουκαμίσα ανοίγει προς τα κάτω και σχηματίζει δίπλες στον ποδόγυρο. Οι δίπλες αυτές είναι ένδειξη πολυτέλειας και στην προσπάθεια να γίνουν όσο το δυνατόν περισσότερες δημιουργήθηκε η φουστανέλα.
Περισσότερα: Επίσημη ανδρική φορεσιάΓκιργκιφίσια
Στη Στενή λέγοντας κιργκιφίσια ή γκιργκιφίσια, κατά άλλους εννοούσαν τον οπλισμό της νύφης, δηλαδή τα στολίδια που είχε η επίσημη γυναικεία φορεσιά. Από ένα σημείο και μετά, στη Στενιώτικη ντοπιολαλιά λέγοντας κιργκιφίσα, εννοούν ολόκληρη την παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά όπως σε άλλα μέρη της Ελλάδας καθιερώθηκε η λέξη τα σεγκούνια από ένα και μόνο ρούχο.
Η σεγκούνα αποτελείται από ένα μονοκόμματο φύλλο στην πλάτη τη μάνα, από ένα φύλλο μπροστά-δεξιά και αριστερά- τα μπροστάρια και από δύο πλαϊνά, που αποτελούνται από τρία κομμάτια το καθένα, που χαμηλά στο πίσω μέρος του επενδύτη συμπληρώνονται με δύο μικρά τριγωνικά κομμάτια τα λαγκιόλια. Είναι κατακόρυφα ανοιχτός μπροστά, ρελιασμένος με βαμβακερό γαϊτάνι. Με το ίδιο γαϊτάνι γίνεται και το ρέλιασμα στο άνοιγμα της μασχάλης. Φαρδιές διακοσμητικές ταινίες από βαμβακερό νήμα στριμμένο σαν κορδονάκι και ραμμένο το ένα δίπλα στο άλλο, διακοσμούν τα δύο μπροστινά φύλλα, την περιφέρεια και την πλάτη, που είναι σχεδόν ολόγιομη. Στα μπροστινά φύλλα, το κενό που δημιουργείται ανάμεσα στις διακοσμητικές ταινίες, καλύπτεται με δύο σχηματοποιημένα φυτικά μοτίβα, καμωμένα και αυτά από βαμβακερό νήμα. Στη μεσαία σεγκούνα, το κενό δεν καλύπτεται και διακρίνουμε το υπόλευκο χρώμα της σεγκούνας.
Μαύρη σεγκούνα
Οι μαύρες σεγκούνες είναι κατασκευασμένες από λευκό χοντρό μάλλινο ύφασμα με κεντημένα μαύρα βελούδινα σχέδια. Κύριο σχέδιο οι δυο μαργαρίτες στο στήθος, σε κάποιες περιπτώσεις κεντούσαν και τα τα αρχικά η το μονόγραμμα της ιδιοκτήτριας. Στο πίσω μέρος τα πολλά σειράδια κατέληγαν σε πολλά μαύρα κρόσσια.
Πουκάμισο
Μικρό πουκάμισο: Το φόραγαν πάνω από το μισοφόρι και μέσα από το κανονικό πουκάμισο. Κοντό με μακριά και στενά μανίκια. Το φόραγαν για να φαίνονται τα μανίκια όταν το εξωτερικό πουκάμισο ήταν αμάνικο.
Συγκεκριμένα το πουκάμισο, που στο Βυζάντιο λεγόταν “καμίσιον”, κατάγεται από το χιτώνα, για τούτο και στην αρχική του μορφή έλειπαν τα μανίκια. Ο τζάκος κατάγεται από το βυζαντινό “τζιτζάκιον”. Το καπιτσάλι (καμτσέλι), υποσιαγώνια λουρίδα, που συγκρατεί το σκούφο, αναφέρεται επίσης στα βυζαντινά κείμενα, το ίδιο και η σκέπη. Το συγκούνι είναι η εξέλιξη από το βυζαντινό “σαγίον”, ρούχο υφαντό από γιδόμαλλο, που χρησίμευε για προφύλαξη από το κρύο.
Έξω από το μεσοφόρι φόραγαν το πουκάμισο. Βαμβακερό ύφασμα κάτασπρο, μακρύ σαν ράσο, έφτανε έως τον αστράγαλο. Και αμάνικο και με μανίκια. Θεωρείται η εξέλιξη του αρχαίου χιτώνα, της ρωμαϊκής tunica και της βυζαντινής δαλματικής. Ήταν ανοιχτό στο στήθος μέσα από το οποίο έμπαινε η τραχλιά (τραχηλιά). Το κεντούσαν στο χέρι με μαύρη κλωστή. Τα συνήθη σχέδια ήταν το πεταλάκι και το μαυρομάτι (φαρδύ τετράγωνο κέντημα που κατέληγε σε τρίγωνο στην κορυφή του). Τα σχέδια που είχαν στα μανίκια τα ίδια είχαν και στον ποδόγυρο. Τα θέματα είναι γεωμετρικά. Στο μανίκι το κέντημα είναι από 3 έως 5 πόντους και κάτω στον ποδόγυρο το κέντημα είναι 5 πόντοι και έχει και άλλους 4 πόντους στην άκρη, μαύρο. Στα πουκάμισα με μανίκια κεντούν ολόγυρα στον καρπό τα σχέδια που έχει και ο ποδόγυρος.
Τραχηλιά
Κομμάτι ύφασμα που το πέρναγαν στο λαιμό και σκέπαζε μόνο το στήθος.
Κοντοτσίπουνο
Γιλέκο. Μαύρο βελούδο ύφασμα με πολύχρωμα κεντήματα. Δεν είχε κουμπιά και ήταν ανοιχτή στο μπροστινό μέρος.
Ποδιά
Τετράγωνη από κάτω, ολοκέντητη με μεγάλη τέχνη και γύρω-γύρω κίτρινα κρόσσια. Η ποδιά αποτελούσε μέσο εντυπωσιασμού και κοινωνικής προβολής και αντικατόπτριζε το γούστο, τη δεξιοτεχνία και τη φινέτσα της κοπέλας, οπότε δίνονταν ιδιαίτερη προσοχή στη διακόσμησή της. Είχε πάντα τα χρώματα και τα σχέδια που είχε το κοντοτσίπουνο. Τα χρώματα που προτιμούνταν για το κοντοτσίπουνο και την ποδιά ήταν το μαύρο, το βαθύ κόκκινο, βυσσινί ο φυτικός διάκοσμός και σχέδια με πουλιά. Η Στενιώτικη ποδιά είναι σε μαύρο καμβά.
Κάλυμμα κεφαλής
Μπόλια. Μακρύ και φαρδύ ύφασμα φτιαγμένο στον αργαλειό. Βαμβακερή υπόλευκη λόγω της πολυκαιρίας, με πολύχρωμη κροσσωτή απόληξη. Με αυτό τύλιγαν το κεφάλι και το υπόλοιπο έπεφτε στον ώμο. Στις άκρες είχε κεντήματα και κρόσσια. Το μήκος της μπόλιας της φωτογραφίας είναι περίπου 1,80 το πλάτος 0,45 και το κέντημα
Μπόλια. Μακρύ και φαρδύ ύφασμα με το οποίο τύλιγαν το κεφάλι και το υπόλοιπο έπεφτε στον ώμο. Στις άκρες είχε κεντήματα και κρόσσια.
Σάλπα. Μετάξινο σαν σημερινό κασκόλ. Ήταν πανάκριβο, γι' αυτό και το φόραγαν πολύ λίγες
Σαλβάρ (Σαλβάρι). Κόκκινο τσεμπέρι. Υφασμάτινη λουρίδα η οποία κάλυπτε τα μαλλιά, λίγο πάνω από την χωρίστρα και φοριόταν πρώτο στο κεφάλι.
Από το 1910 έως και τον μεσοπόλεμο η υφαντή μπόλια αντικαταστάθηκε από την αγοραστή μεταξωτή μπόλια που φτιαχνόταν στην Κύμη (Κύμη και Κούλουρη είχαν τον τρόπο κατασκευής τους). Ολόλευκη μεταξωτή, αραχνοΰφαντη, που καλύπτει ολόκληρο τον κεφαλόδεσμο. Έχει μήκος 3,25 μέτρα περίπου και στις άκρες αραχνοΰφαντες ταινίες.
Τα μαντήλια
Τα άσπρα μαντήλια ήταν για τις νέες και τις νιόπαντρες, τα κίτρινα για τις παντρεμένες και τα σκούρα για τις ηλικιωμένες.
Στη Χαλκίδα, τα σταμπωτά υφάσματα για τα τσεμπέρια τα έφτιαχναν οι Εβραίες που έμεναν δίπλα στην Αγία Παρασκευή
Τα γκιργκιφίσα. Ο οπλισμός της νύφης
Προπόδια. Άσπρες κεντητές κάλτσες χωρίς πατούσα, σκέπαζαν μόνο το πάνω μέρος του ποδιού, με γλώσσα και λουρίδα στην καμπύλη για να στεργιώνουν.
Ζγατσούδ' ή κόπτσα
Μια αγκράφα με πέντε αλυσίδες, που κουμπώνουν εμπρός στο κέντρο του στήθους. Οι αλυσίδες φτάνουν και κλειδώνουν στο πλάι ή πίσω.
Κούμπωναν και αυτά την σεγκούνα και έμπαιναν πάνω από τα τοκάρια.
Τοκάρια.
Έπιαναν τη σεγκούνα με τα τοκάρια στη μέση για να μην ανοίγει. Τα κάλυπταν τα ζγατζούδια. Μερικοί τα τοκάρια τα λέγανε και κλειδωτήρια. Δύο κομμάτια που κούμπωναν εκεί που υπήρχε μπλε πέτρα.
Ασημογιόρντανο (ασημογιόρντανο).
Ασημένιο γιορντάνι στο λαιμό.
Μασαλάς.
Κάτω από τον λαιμό έβαζαν το μασαλά. Μια κόκκινη κορδέλα, που πέρναγαν στο λαιμό και περνούσαν σε αυτή τρύπια νομίσματα Αργότερα ο μασαλάς έγινε ασημένιος.
Σταυραετός
Έξι αλυσίδες η μια άκρη γαντζώνεται μπροστά στο στήθος και η άλλη πίσω στην πλάτη. Ασημένιο. Μια κόκκινη χάντρα στον αετό.
Φλουριά
Αρκετά μεταγενέστερα.
Σκουλαρίκια
Ασημένια αρκετά μεγάλα.
Εσώρουχα
Μσοφόρ (μεσοφόρι). Από άσπρο λεπτό, βαμβακερό (μίλινο) ύφασμα, το οποίο φορούσαν κατάσαρκα. Ήταν μακρύ και έφτανε έως τον αστράγαλο. Είχε το ίδιο σχήμα με το πουκάμισο και ήταν αμάνικο.
Ο στηθόδεσμος: Σαν την τραχιλιά και την έδεναν πίσω
Και οι γυναίκες φορούσαν τα γουρουνοτσάρουχα. Αργότερα τα επίσημα γυναικεία ήταν από βιδέλο δηλαδή δέρμα βοδιού. Τα τελευταία χρόνια ένα μαύρο παπούτσι με λίγο τακούνι που κούμπωνε με λουράκι και κουμπί.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΑΚΗΣ
Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ
Κατά την διάρκεια της εξέλιξης της φορεσιάς θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει μια μεικτή περίοδος που τα μάλλινα συνυπάρχουν με τα βελούδινα.
Πριν από 110 περίπου χρόνια.
Από αριστερά, η Μαρία Λέων (Μαρία της Βούλας) η λεγόμενη και Αμερικάνα γιατί η μάννα της είχε πάει στην Αμερική, η Μαρία Μακρή του Ιωάννη, η Γιαννούλα Μαστρογιάννη και η Ρίνα Γκούστρα (Λάραινα).
(αρχείο Γιούλας Κόρου - Γκούστρα)
Στην φωτογραφία βλέπουμε την νεότερη, Μαρία Λέων, να φοράει μαύρη σεγκούνα ενώ οι τρείς μεγαλύτερες σε ηλικία φοράνε την παλιά κόκκινη σεγκούνα
Στη φωτογραφία βλέπουμε την εξέλιξη της φορεσιάς σε τρείς διαφορετικές φάσεις.
Πρώτη φάση
Η Μαρία Μακρή, δεύτερη από αριστερά όπως κοιτάζουμε καθιστή, φοράει μπόλια με άσπρα κρόσια και όχι την μεταγενέστερη πολύχρωμη. Έχει ρίξει την μπόλια πάνω από το μαντήλι σαν πετσέτα μάλλον για να προβάλλει το δώρο της νύφης της. Κατά τα άλλα φοράει ρούχα της ηλικίας της.
Η μπόλια χρονολογείται γύρω στο 1850.
Δεξιά καθιστή, η Ρίνα Γκούστρα (Λάραινα) φοράει υφαντή μπόλια. Το κοντοτσίπουνο είναι κεντητό με μαύρη κλωστή όπως το πουκάμισο. Τα σχήματα είναι γεωμετρικά τόσο στην ποδιά όσο και στο κοντοτσίπουνο. Η φορεσιά είναι αρκετά πριν από το 1900.
Δεύτερη φάση
Στη μέση η όρθια η Γιαννούλα Μαστρογιάννη. Το κοντοτσίπουνο που φοράει είναι υφαντό που είναι η μεσαία φάση λίγο πριν το 1900. Τα σχέδια στην ποδιά και στο κοντοτσίπουνο παραμένουν γεωμετρικά αλλά εντελώς διαφορετικά.
Η νεότερη αριστερά η Μαρία Λέων φοράει τα ρούχα που επικράτησαν μετά το 1900-1910. Το κοντοτσίπουνο είναι βελούδινο με κεντήματα, όπως και η ποδιά βελούδινη. Μόδα που επικράτησε μετά το 1900 έως το 1920 Το κοντοτσίπουνο έχει λουλούδια όπως και η ποδιά. Τα σχέδια στην ποδιά είναι λίγα στις άκρες ενώ στο μεταγενέστερο στάδιο η ποδιά φορτώνεται με πολλά σχέδια και γεμίζει.
Μεταγενέστερα
Η Παναγιώτα Βασιλείου- Μπαρμπούρη, σύζυγος του Παπαβαγγέλη Μπαρμπούρη, φοράει μπόλκα, μισοφόρι και ποδιά. Η μπόλκα αυτή λέγεται μπούστο.
(αρχείο Ειρήνης Μ παρμπούρη)
Η Ελένη Μπεληγιάννη-Γκούστρα, φοράει μπόλκα από αργαλίσιο ύφασμα κεντημένη στο χέρι. Στη φωτογραφία με τον αδελφό της Δημήτριο Γκούστρα.
(αρχείο Γιούλας Κόρου-Γκούστρα)
Oι αλλαγές στη μόδα
Το 1830, 1880, 1912, 1940 είναι οι κομβικές χρονιές για τις φορεσιές. Αυτές που συμπίπτουν με πολιτειακές αλλαγές και πολέμους
Οι χρονολογίες είναι σχετικές καθώς χρησιμοποιούνται για να μπει μια χρονολογική ταξινόμηση.
Έως το 1880 έχουμε μακριά κόκκινη σεγκούνα. Οι ποδιές είναι με γεωμετρικά αργαλίσια σχέδια όπως και τα κοντοτσίπουνα. Σαν κάλυμμα κεφαλής χρησιμοποιείται η μπόλια που σε πολλές περιπτώσεις διατηρήθηκε έως το 1930. Από το 1880 κονταίνει η σεγκούνα και φτάνει στη μέση. Μετά το 1900 φοριέται κα η μαύρη σεγκούνα Συνδυάζεται με ποδιά και κοντοτσίπουνο, κεντητά από αγοραστό βαμβακερό ύφασμα. Τα σχέδια είναι από πουλιά και λουλούδια πάνω σε μαύρο καμβά. Η ποδιά φορτώνεται όσο περνάνε τα χρόνια με περισσότερα κεντίδια και σιγά σιγά γεμίζει. Εμφανίζονται σταδιακά τα κουμιώτικα μαντήλια και μεταγενέστερα τα σταμπωτά από Χαλκίδα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΑΚΗΣ
Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ