steni.gr
Σε παλιές φωτογραφίες που κάποιες από αυτές τραβήχτηκαν και πριν εκατό χρόνια και τέλος σε μαρτυρίες που έχουν διασωθεί. Έγινε προσπάθεια να φωτογραφηθούν όσο περισσότερες φορεσιές γίνεται και να χρονολογηθούν όσο πιο σωστά γίνεται ούτως ώστε ένα μεγάλο ποσοτικό δείγμα να ελαχιστοποιήσει το λάθος.
Οι παραδοσιακές φορεσιές που διασώζονται στην Στενή πριν από το 1900 είναι λίγες. Οι λόγοι είναι πολλοί και εύλογοι.
Πρώτα από όλα η φθορά του χρόνου και η κακή συντήρηση. Κατά δεύτερο λόγο η άγνοια της σπουδαιότητας και σε αρκετές περιπτώσεις η αδιαφορία. Για πολλά χρόνια έμποροι γύριζαν στα χωριά και έπαιρναν αυθεντικές φορεσιές δίνοντας σεντόνια. Κατά τρίτο λόγο η συνήθεια να θάβονται με την επίσημη φορεσιά. Τη σημερινή εποχή σε όσους έχουν μείνει παραδοσιακές φορεσιές επικρατεί καχυποψία να ανοίξουν το μπαούλο τους μιας και σε πολλές περιπτώσεις που δάνεισαν ρούχα για τις εθνικές επετείους δεν τα πήραν ποτέ πίσω.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΑΚΗΣ
Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ
Η σεγκούνα ήταν γυναικείο πανωφόρι χωρίς μανίκια, που ανάλογα με τη διακόσμηση φοριόταν τις καθημερινές, τις γιορτές, νυφιάτικη. Πιο απλή μορφή σεγκούνας είναι η σουκάρδα που φοριόταν τις καθημερινές.
Η σεγκούνα αποτελείται από ένα μονοκόμματο φύλλο στην πλάτη, την μάνα, από ένα φύλλο μπροστά -δεξιά και αριστερά- τα μπροστάρια και από δύο πλαϊνά, που χαμηλά στο πίσω μέρος του επενδύτη συμπληρώνονται με δύο μικρά τριγωνικά κομμάτια τα λαγκιόλια.
Είναι κατακόρυφα ανοιχτός μπροστά, ρελιασμένος με βαμβακερό γαϊτάνι. Με το ίδιο γαϊτάνι γίνεται και το ρέλιασμα στο άνοιγμα της μασχάλης. Φαρδιές διακοσμητικές ταινίες από βαμβακερό νήμα στριμμένο σαν κορδονάκι και ραμμένο το ένα δίπλα στο άλλο διακοσμούν τα δύο μπροστινά φύλλα, την περιφέρεια και την πλάτη, που είναι σχεδόν ολόγιομη.
Στα μπροστινά φύλλα, το κενό που δημιουργείται ανάμεσα στις διακοσμητικές ταινίες καλύπτεται με δύο σχηματοποιημένα φυτικά μοτίβα, καμωμένα και αυτά από βαμβακερό νήμα.
Στο χωριό μας το κάθε σπίτι είχε πάνω από είκοσι τόπια ύφασμα που τα είχαν υφάνει στον αργαλειό, τις τρούμπες όπως τις έλεγαν και κάποιες από αυτές ήταν ειδικό πανί για σεγκούνες, το σαγιάκι (« σαγίον»).
Για να κατασκευάσουν το σαγιάκι διάλεγαν το καλύτερο άσπρο μαλλί του προβάτου φροντίζοντας να μην υπάρχει ίχνος μαύρης τρίχας. Μετά τον αργαλειό για να γίνει χοντρό και πυκνό το ύφασμα το πήγαιναν σε μαντάνι η το έτριβαν για πολλές ώρες σε χλιαρό νερό ώσπου να μπάσει. Οι εύπορες γλύτωναν όλη αυτή την ταλαιπωρία αγοράζοντας έτοιμο ύφασμα το οποίο λεγόταν σαάκ.
Για την κατασκευή μιας σεγκούνας χρειάζονταν έξι έως οχτώ πήχες πανί. Για την κατασκευή της σεγκούνας υπήρχαν στο χωριό οι μαστόροι. Έκοβαν το ύφασμα σε κομμάτια, τη μάννα (το μονοκόμματο κομμάτι της πλάτης), τα μπροστάρια και με την βοήθεια άλλου ατόμου ή του «δούλου» έφερναν τα κομμάτια ίσα και τα έραβαν. Ο δούλος ήταν μια ταινία από στέρεο ύφασμα με ένα αγκίστρι στην άκρη. Καθισμένος σταυροπόδι ο ράφτης περνά το δούλο κάτω από το γόνατο γαντζώνοντας καλά ένα φύλλο σεγκούνας. Απέναντι έβαζε το άλλο κομμάτι και άρχιζε να ράβει. Το κέντημα που ακολουθούσε ήταν πολύ χρονοβόρο και στις περισσότερες περιπτώσεις το έκαναν μόνες τους και από ένα σημείο και μετά με αγοραστές κλωστές.
Γιάννης Μητάκης
Μια μπόλκα ή κάποιες φορές μια κόκκινη σεγκούνα και μια ποδιά χωρίς κανένα σχέδιο επάνω.
Πουκάμισο: Μακρυμάνικο συνήθως με απλά σχέδια η χωρίς σχέδια. Πρακτικό για να μην τους εμποδιζει στις δουλειές που έκαναν. Μεταγενέστερα ένα φουστάνι με φραμπαλά.
Μπόλκα: Μπλούζα με κεντήματα στο γιακά και στα μπελετζίκια (μανσέτες)
Πανωφόρι το οποίο έφτανε λίγο κάτω από τη μέση.
Σουρκάδα (σουρουκάδα): Σεγκούνα χωρίς ιδιαίτερη διακόσμηση και χωρίς την ίδια φροντίδα. Καθημερινό πανωφόρι πιο μακρύ από την σεγκούνα Από μέσα ή κάποιες φορές κι απ’ έξω είχε φλόκια για να κρατάει το κρύο. Κατασκευαζόταν από σαγιάκι όπως και η σεγκούνα.
Κόκκινη καθημερινή σεγκούνα: Μαύρη σεγκούνα με κόκκινα κεντίδια.
Η καθημερινή ποδιά: Είναι ένα εξάρτημα με τη σαφή πρακτική χρησιμότητα να προφυλάσσει το μπροστινό κάτω τμήμα της φορεσιάς, που είναι περισσότερο εκτεθειμένο στο λέρωμα και την φθορά. Αυτές οι ποδιές φτιάχνονται από ένα απλό κομμάτι ύφασμα, μπαμπακερό ή μάλλινο, συνήθως με λίγα ή καθόλου στολίδια.
Γιάννης Μητάκης
Οι μάστορες
Στη Στενή, αρκετοί ήταν οι ράφτες που ήρθαν και από άλλα μέρη της Ελλάδας, όταν αυτά τα μέρη ήταν ακόμα υποδουλωμένα στους Τούρκους.
Ο Αθανάσιος Κορώνης (απλή συνωνυμία με τον Κορώνη που ήρθε από την Κορώνη της Πελοποννήσου) έφτιαχνε φουστανέλες.
Ξεκίνησε από το Βουνέσι της Καρδίτσας κυνηγημένος από τους τούρκους, πέρασε με βάρκα από τη Γλύφα και ήρθε και εγκαταστάθηκε στη Στενή με το όνομα Κορώνης (πιθανώς σαν όλους τους φυγάδες να άλλαξε επίθετο) . Ο Τζώλης (Ραφτογιάννης) ήταν ράφτης στα Γιάννενα, σκότωσε δύο τούρκους στρατιώτες οι οποίοι πήγαν να κλέψουν την αδερφή του για λογαριασμό του Πασά και μόλις που πρόλαβε να σωθεί από τους τούρκους, ώσπου να εγκατασταθεί στη Στενή. Απέκτησε δυο κόρες την Ελένη (Ραφτοπούλα) και την Παρασκευή (Μαστόρα).
Από τις οικογένειες που ήρθαν στη Στενή, πολλοί διέσωσαν τη φορεσιά που έφεραν από τον τόπο τους. Έτσι π.χ. σε οικογένεια των Κατσανάδων, οι οποίοι ήρθαν στη Στενή, διασώζεται ακόμα και σήμερα η παραδοσιακή φορεσιά των Σαρακατσάνων.
Στενιώτες ράφτες
Δεν έχει διασωθεί ποιοι ήταν οι Στενιώτες ράφτες τα μεταεπαναστατικά χρόνια και αν γύριζαν τα χωριά όπως οι τερζήδες. Όπως δε διασώθηκαν τα ονόματα του τσαρουχοποιού και των χρυσικών. Τα ονόματα του Τζώλη και του Κορώνη διασώθηκαν μόνο και μόνο επειδή σώθηκε το ιστορικό της εγκατάστασης τους.
Λίγο πριν το 1900, ονομαστός ράφτης ειδικά στις πατατούκες, ο Αθανάσιος Ντούρμας (Μανταλός). Με το άλογό του, φορτωμένο με το κασελάκι που είχε τα εργαλεία του, γύρναγε τα χωριά της περιφέρειας και έφτιαχνε ρούχα. Στα σπίτια των πελατών του έμενε, ώσπου να τελειώσει τη δουλειά.
Ο θρύλος λέει ότι η περιοχή μέσα στο λόγγο της Στενής ήταν το άντρο των αδούλωτων Κλαριτών, οι οποίοι δεν προσκύνησαν ποτέ τους τούρκους. Την περιοχή τότε την έλεγαν Κλεισούρα. Αυτά τα λέει ο μύθος. Η ιστορία μιλάει για τα Καλύβια και είναι καταγραμμένα στο Χρονικό της Στενής του Δημήτρη Γιαννούκου. Ο μύθος και η ιστορία ίσως δεν έχουν μεγάλη διαφορά. Υπάρχουν και οι θέσεις των Καλυβιών μέσα στο απροσπέλαστο δάσος της Στενής καθώς και τα ονόματα αυτών που έμεναν εκεί. Πέτρινες κατασκευές καλυμμένες με χοντρούς κορμούς δένδρων, ενώ η στέγη τους ήταν με ξύλα, χώμα και κλαριά. Ακόμα κι αν έβρισκαν οι τούρκοι τα δυσδιάκριτα μονοπάτια κι έφταναν κοντά τους, ήταν πολύ δύσκολο να τα ξεχωρίσουν μέσα στην πυκνή βλάστηση. Δεν ξέρουμε από πότε οι διωκόμενοι Έλληνες έβρισκαν καταφύγιο μέσα στον λόγγο της Στενής. Η καταγραφή του Χρονικού αφορά τις τελευταίες δεκαετίες των προεπαναστατικών χρόνων. Οι θέσεις των Καλυβιών όμως, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι παλαιότερα από την εποχή που περιγράφεται στο Χρονικό αυτοί που έμεναν εκεί ίσως να διέμεναν μόνιμα. Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι σε όλες τις τοποθεσίες που υπήρχαν Καλύβια υπήρχε κοντά πηγαίο νερό. Το δάσος τους παρείχε τροφή όπως κάστανα, μανιτάρια, χόρτα όπως και κυνήγι. Παράλληλα σε πολλά σημεία του δάσους έσπερναν σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι. Βέβαια όπως μπορεί να αντιληφθεί κάποιος η διαμονή και η διαβίωση ήταν διαρκής αγώνας επιβίωσης ειδικά την εποχή του χειμώνα.
Περισσότερα: Παραδοσιακή φορεσιά της Στενής. Ιστορική αναδρομή