steni.gr
Το εκκλησάκι Άγιος Γεώργιος, που βρίσκεται στην Στενή στην περιοχή Σκουντέρι, στη θέση Σόια υπήρχε επί τουρκοκρατίας, αλλά είχε εγκαταλειφθεί και ανακατασκευάστηκε πριν από 95 χρόνια (1922-1923) από τον Κώστα Μαστρογιάννη και τη γυναίκα του Λευκάδα.
Το έκτισαν τάμα στο Θεό και την Παναγία για να γυρίσει ο γιος τους Γιώργος Μαστρογιάννης, που ήταν αιχμάλωτος στην Τουρκία το 1922.
Το 1922 ήταν στη Στενή ένας Έλληνας Μικρασιάτης με τη γυναίκα του και είχαν γνωρίσει τον Μπάρμπα Κώστα Μαστρογιάννη και τη γυναίκα του Λευκάδα και τους έλεγαν να μη φοβούνται και ότι ο γιος τους θα γυρίσει και δεν θα πάθει τίποτα, μόνο να παρακαλάνε το Θεό και όλα θα πάνε καλά, αλλά οι άνθρωποι αυτοί είχαν την αγωνία τους και κλαίγανε για το παιδί τους.
Αποφάσισαν λοιπόν να κτίσουν το εκκλησάκι Άγιος Γεώργιος στην θέση Σόια και το λειτουργούσαν στις 24 Αυγούστου γιατί στην Στενή υπήρχε και άλλο εκκλησάκι στη μνήμη του Αγίου Γεωργίου, όπου γίνεται κανονικά η λειτουργία στις 23 Απριλίου ή τη δεύτερη ημέρα του Πάσχα, όταν η ημερομηνία 23 Απριλίου τυχαίνει να συμπίπτει πριν το Πάσχα.
Έτσι λοιπόν, ο Μπάρμπα Κώστας Μαστρογιάννης μάζεψε τους συγγενείς του που το κύριο επάγγελμά τους ήταν χτιστάδες και έφτιαξαν το εκκλησάκι.
Σε λίγο καιρό επέστρεψε από την αιχμαλωσία του ο Γιώργος Μαστρογιάννης.
Αυτά μου τα διηγήθηκε η αδελφή του Γιώργου, η οποία ζει μέχρι σήμερα.
Στην Τουρκία αιχμάλωτοι ήταν τρεις από το χωριό μας. Ο Γιώργος Μαστρογιάννης (Φούτρας), ο Δημήτριος Ντουμάνης (του Τσαφίλη) και ο Ευάγγελος Γιαλός (Ταμίας). Ο Γιώργος και ο Δημήτρης, όταν ήρθαν στο χωριό, όπως μου διηγείται η Παρασκευή Βασιλείου (Τσιλή), είχαν λιώσει τα ρούχα τους που είχαν στο στρατό και είχαν φορέσει λινάτσες σαν κελεμπίες και είχαν περάσει βάσανα και πείνα.
Με τις λινάτσες είχαν έρθει ο Γιώργος Μαστρογιάννης (Φούτρας) και ο Δημήτρης Ντουμάνης (του Τσαφίλη), ο δε Ευάγγελος Γιαλός(Ταμίας) είχε έρθει με κανονικά ρούχα.
Από τις πληροφορίες που έχω, τον Γιαλό τον πήρε από την αιχμαλωσία κάποιος τούρκος αγρότης, ο οποίος είχε πολλά κτήματα κάνοντας διάφορες αγροτικές δουλειές και έτσι πέρασε καλά όπως λένε.
Το εκκλησάκι Άγιος Γεώργιος έμεινε ασυντήρητο και ύστερα από χρόνια (1954-1955) το επισκεύασε η Κατερίνα Μπαρμπούρη (του Κοϊάρη).
Μετά από πολλά χρόνια και ενώ το εκκλησάκι έμενε ασυντήρητο μιας και δεν λειτουργείτο, έρχεται το 1980 ο Παναγιώτης Ντουμάνης (Κατσαμπέκης) με τη γυναίκα του Φανή που το επισκεύασαν με δικά τους χρήματα και διάφορες χορηγίες ο οποίος και το λειτουργεί κάθε χρόνο στις 24 Αυγούστου.
Μαστρογιάννης Γεώργιος (Λαδάς)
Το εξωκλήσι του Αγίου Δημητρίου, που βρίσκεται μεταξύ Στενής και Λούτσας και ανήκει στην Ενορία Λούτσας, υπήρξε Ιερά Μονή στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, με μεγάλη ιστορία και δράση.
Μάλιστα λειτούργησε και σαν «κρυφό σχολειό» στα χαλεπά χρόνια της σκλαβιάς, γι αυτό και αμέσως μετά την απελευθέρωση υπήρξαν άνθρωποι με γραμματικές γνώσεις επαρκείς, για να επανδρώσουν διάφορες υπηρεσίες και να εξυπηρετήσουν άλλες ανάγκες που ήταν απαραίτητες για το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος.
Παραθέτουμε ένα απόσπασμα απ΄το βιβλίο του Δημητρίου Γιαννούκου «Το Χρονικόν της Στενής» που αναφέρεται στην Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου.
Ο σταυρεπίστεγος ναός της Παλαιοπαναγιάς σε απόμερη θέση ανάμεσα στα χωριά Λούτσα και Στενή Ευβοίας, διασώζει πλούσιο μνημειακό διάκοσμο υψηλής καλλιτεχνικής ποιότητας, που μπορεί να χρονολογηθεί στο β′ μισό του 16ου αιώνα.
Το μνημείο έχει υποστεί μεταγενέστερες επεμβάσεις, που αλλοίωσαν την αρχιτεκτονική του μορφή, ενώ αλλεπάλληλες αρχαιοκαπηλικές δράσεις επέφεραν εκτεταμένες φθορές στον τοιχογραφικό του διάκοσμο. Από τις βίαια αποσπασμένες τοιχογραφίες, τέσσερις εντοπίστηκαν στην Ελβετία και τρεις στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, όπου και συντηρήθηκαν.
Παραθέτουμε απόσπασμα από το βιβλίο του Δημητρίου Γιαννούκου
«Το Χρονικόν της Στενής» που αναφέρεται στην Παναγία (Παλαιοπαναγιά)
Να θυμίσουμε, ότι Παλαιοπαναγιά την αποκαλούν λόγω της παλαιότητάς της ( Ναός του 16ου αιώνα).
Το έτος 1928, αποφασίστηκε η κατεδάφιση και η ανέγερση νέου Ιερού Ναού στην Κάτω Στενή, γιατί ο πληθυσμός αυξανόταν με την πάροδο του χρόνου. Τέσσερα περίπου χρόνια διήρκεσαν οι εργασίες για την αποπεράτωσή του και ανεγέρθη στο ίδιο οικόπεδο που υπήρχε ο προηγούμενος Ναός και ήταν μικρών διαστάσεων. Άρχισε δε να λειτουργεί από το 1932.
Εφημέριος ήταν τότε ο Παπαγεώργης Σιμιτζής (Παπατσιρώνης) και η ενοριακή επιτροπή αποτελείτο από τους: Δημήτριο Καλαμάρα, Δημήτριο Γερακίνη (Κέφαλο), Ιωάννη Σιμιτζή (Γιαννιό) και Γεώργιο Κρητικό.
Τα μέλη τη ενοριακής επιτροπής, όλοι μαζί ή εκ περιτροπής, εκτός από τη Στενή γυρνούσαν σε όλη την Εύβοια, όπου διενεργούσαν έρανο για να εξοικονομήσουν χρήματα για το σκοπό αυτό.
Η μεταφορά γινόταν με τα μουλάρια και εκτός από χρήματα συγκέντρωναν και διάφορα γεννήματα (καρπούς), αλλά και άλλα αντικείμενα που μπορούσαν να εκποιηθούν, ώστε να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα χρήματα.
Περισσότερα: Το «Θαύμα» της Αγίας ΤριάδαςΤα επίσημα ανδρικά παπούτσια ήταν τα τσαρούχια. Τα φορούσαν μόνο σε γάμους, γιορτές και πανηγύρια. Δεν τα είχαν όλοι μιας και ήταν αγοραστά. Στο «Χρονικό της Στενής», αναφέρεται ότι υπήρχε τσαρουχοποιός στο χωριό, από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης. Τα ανδρικά τσαρούχια ήταν μαύρα με πεταλάκια από κάτω που βροντάγανε και όχι πολύ μεγάλη μαύρη φούντα
Πρόχειρα αλλά και επίσημα για κάποιους άλλους, ήταν τα γουρουνοτσάρουχα. Όταν έσφαζαν το γουρούνι για τα Χριστούγεννα, έπαιρναν το δέρμα, το αλάτιζαν και το κρατούσαν τεντωμένο για είκοσι ημέρες. Αφού στέγνωνε καλά έκοβαν κομμάτια, το δοκίμαζαν και έκοβαν τις διαστάσεις που ήθελαν. Να σημειωθεί ότι για να γίνει ένα γουρουνοτσάρουχο χρειάζονται α) μια λωρίδα 25 με 30 πόντους μήκος και β) 17 με 18 πόντους φάρδος (πλάτος) ανάλογα και για ποιόν ήταν. Βάζανε το τομάρι στο πάτωμα παίρνανε μια πήχη ή μια τάβλα ίσια, μετρούσανε τους 17 ή 18 πόντους πλάτος. Το χαράζανε και με ένα κοφτερό μαχαίρι το κόβανε από τη μια άκρη στην άλλη. Το μήκος της λωρίδας ήταν ανάλογα με το γουρούνι, αν ήταν μεγάλο έβγαζε μακριά λωρίδα αν ήταν μικρό έβγαζε μικρή. Από μια λωρίδα μπορούσαν να βγάλουν δύο ζευγάρια γουρουνοτσάρουχα. Με το σουβλί άνοιγαν τρύπες αφού το μούσκευαν πρώτα για να μαλακώσει και με την τσαρουχοβελόνα πέρναγαν, τα πρώτα χρόνια λεπτά κομμάτια από το δέρμα του γουρουνιού και αργότερα σχοινί. Σε κάποιες περιπτώσεις που ήθελαν καλύτερη ποιότητα, η προεργασία αυτή μπορούσε να κρατήσει και ένα χρόνο. Τα κρέμαγαν, τα καθάριζαν με στάχτη τα έπλεναν με σταχτόνερο και πάλι από την αρχή. Σε άλλες περιπτώσεις που κάποιοι βιάζονταν και δεν περίμεναν να στεγνώσει το δέρμα, τα γουρνοστάρουχα μύριζαν πολύ.
Με παρόμοια διαδικασία έφτιαχναν τα βοϊδοτσάρουχα τα οποία ήταν καλύτερο δέρμα χωρίς καθόλου λίπος. Μετά το 1920 άρχισαν να εμφανίζονται τα καουτσούκια και οι τσαγκάρηδες. Τα καουτσούκια ήταν τα πιο συνηθισμένα παπούτσια. Τα πρώτα ήταν ακατέργαστη ρόδα και οι πιο πολλοί τα έφτιαχναν μόνοι τους. Όπως ήταν η ρόδα καμπυλωτή, έβαζαν μπροστά στα δάχτυλα ένα δέρμα που έφτανε έως τη μέση του ποδιού. Στο πίσω μέρος έβαζαν μια λουρίδα και την κάρφωναν στις δυο άκρες. Ήταν κάτι σαν τα σημερινά πέδιλα με την διαφορά ότι στα σημερινά το κενό ξεκινάει κάτω από το πέλμα. Τα επόμενα καουτσούκια τα έφτιαχναν μόνο επαγγελματίες. Έπαιρναν κομμάτι ρόδας, έβγαζαν από μέσα τη λινάτσα για να είναι ελαφρύ και το καθάριζαν με την φαλτσέτα για να είναι σουλουπωμένο. Το καουτσούκ, που ήταν για το πέλμα, ενωνόταν «ραφτά» με το δέρμα που έμπαινε από πάνω με τα βάρδουλα, μια λεπτή δερμάτινη ζώνη.
Άλλο ένα είδος παπουτσιού ήταν τα στιβάλια, παπούτσια όλο δέρμα. Τα καλά παπούτσια. Μπρος, πίσω έβαζαν σιδερένια πεταλάκια για αντοχή. Όπως έλεγαν με τα στιβάλια «ντύνεσαι γαμπρός».
Για τις σκληρές δουλειές και για να μη γλιστράνε έφτιαχναν τα αρβύλια, τα οποία τα έφτιαχναν από βακετόδερμα (τραγίσιο) και από κάτω έβαζαν πετσί βοδινό, το οποίο ήταν έτοιμο και κατεργασμένο από βυρσοδεψείο. Εάν ήθελαν περισσότερη ενίσχυση στα παπούτσια έβαζαν και καρφιά.
Γιάννης Μητάκης