steni.gr
Η επικοινωνία Χαλκίδας και χωριών γινόταν με τα υποζύγια ή τα πόδια. Για να φτάσει ο κάτοικος ενός απομακρυσμένου χωριού στη Χαλκίδα μπορεί να έκανε και πάνω από 15 ώρες με το υποζύγιο του ή και πολλές φορές με τα πόδια φορτωμένος ο ίδιος σαν υποζύγιο. Πόσες ιστορίες δεν έχουμε ακούσει από τους παλαιότερους που φόρτωναν το γαϊδουράκι τους ξύλα ή άλλα πράγματα και τα γύριζαν πίσω από την Χαλκίδα επειδή δεν έβρισκαν να τα πουλήσουν.
Σπάνιο πράγμα για τα ορεινά χωριά τα κάρα και οι σούστες λόγω της έλλειψης αμαξωτών δρόμων.
Το αυτοκίνητο του Χαράλαμπου Κυράνα, που μετάφερε εμπορεύματα και επιβάτες.
Στη Στενή υπήρχε το κάρο του Ιωάννη Γιαννούκου (Γιαννακίτσας). Είχε την ευχέρεια να μεταφέρει μεγάλα βάρη, αλλά μόνο στο δρόμο Στενής- Βούνοι-Γίδες-Πολυτήρα και Χάνια. Δεν είχε τη δυνατότητα να προσφέρει τις υπηρεσίες του στις αγροτικές δουλειές, μιας και δεν υπήρχαν πουθενά δρόμοι, παρά μόνο μονοπάτια που ήταν μόνο για ζώα. Η απόσταση έως τη Χαλκίδα με το κάρο ήταν πάνω από 6 ώρες, μιας και ήταν αργό μεταφορικό μέσον. Την ίδια απόσταση με τα πόδια την έκαναν γύρω στις οχτώ ώρες. Στα υπόλοιπα ορεινά χωριά δεν υπήρχαν κάρα. Στα πεδινά χωριά όμως υπήρχαν αρκετά και εξυπηρετούσαν τους κατοίκους. Το μόνο που χρειαζόταν κάποιος για να κάνει τον αγωγιάτη ήταν ένα υποζύγιο και γερά πόδια. Αυτά τα είχαν όλοι.
Περισσότερα: ΜεταφορείςΣτα μεγάλα πανηγύρια, στις γιορτές, στους γάμους, τα χωριά είχαν τους δικούς τους οργανοπαίχτες. Χρήματα πετούσε πάντα αυτός που χόρευε πρώτος ή πετούσε για τη γυναίκα που συνόδευε όταν έσερνε το χορό. Τα μεγάλα πανηγύρια είχαν διάρκεια έως και τρεις ημέρες. Σταματούσαν μόνο κάθε πρωί για να ξεκινήσουν πάλι πριν το μεσημέρι.
Κλαρίνο ο Θανάσης Λάππας, βιολί Γιάννης Κανατσέλος, τραγούδι και λαούτο ο Χρήστος Λάππας. Οι Λαππαίοι από τους Βούνους ήταν οι καλύτεροι μουσικοί της περιοχής.
Στους Βούνους, ο πρώτος οργανοπαίχτης ήταν ο Νίκος Λάππας ο οποίος είχε έρθει από την περιοχή του Σουλίου. Ακολούθησαν τα παιδιά του, Χρήστος Λάππας λαούτο, ο Θανάσης Λάππας κλαρίνο που ήταν ένας από τους καλύτερους μουσικούς που έχει βγάλει η Εύβοια. Μαζί τους έπαιζε βιολί ο Δημήτρης Κορώνης από τη Λούτσα. Στη Στενή ο Ανέστης Καραγιάννης (Γκανέστας) έπαιζε λαούτο, ο Γιάννης Κατσαρής (Γκούμας) κλαρίνο, ο Αθανάσιος Χουλιάρας λαγούτο και ο Νικόλαος Κατσαρής (Κολόκας) βιολί.
Περισσότερα: ΜουσικοίΧτισμένοι μέσα σε ειδυλλιακά τοπία, που μόνο σε περιγραφές παραμυθιών μπορείς να συναντήσεις ήταν χτισμένοι οι νερόμυλοι. Βαθύσκιωτα πλατάνια, εύφορα περιβόλια, έδιναν την όψη ενός επίγειου παράδεισου. Η βοή του νερού και ο ήχος που έβγαζε το βογκητό των μυλόπετρων γέμιζαν το ρέμα του Λήλα. Οι άκρες των ποταμιών είναι γεμάτες από υπολείμματα νερόμυλων.
Η προσφορά τους ήταν τεράστια για αρκετές εκατοντάδες χρόνια στην διατροφή των κατοίκων, όσο και στην κοινωνική ζωή. Στους νερόμυλους όσοι πήγαιναν να αλέσουν έμεναν εκεί ώσπου να πάρουν σειρά και να τελειώσουν το άλεσμα. Φιλοξενούνταν αρκετές ημέρες κι έτσι οι μύλοι ήταν τόποι κοινωνικής συναναστροφής. Φιλόξενοι οι μυλωνάδες, ένα επάγγελμα που χάνεται στην παραδοσιακή του μορφή, ήταν σημαντικά πρόσωπα στην εποχή τους και ο κινητήριος μοχλός της αγροτικής οικονομίας.
Στο βάθος διακρίνεται το σπίτι και ο μύλος της Σταματάρας
Το χειμώνα πολλοί μύλοι που δεν είχε δίπλα την κατοικία του ο μυλωνάς ερήμωναν, μιας και οι ιδιοκτήτες πήγαιναν σπίτι τους στο χωριό, οπότε στη φαντασία των κατοίκων γινόταν τόπος κατοικίας για τα σκαρκατζούλια. Οι μύλοι των χωριών της Δίρφης είναι όλοι ελληνικού (ανατολικού) τύπου, με την οριζόντια φτερωτή η οποία χρειάζεται πολύ λιγότερο νερό από τους μύλους ρωμαϊκού τύπου, με την κάθετη φτερωτή και τα ενσωματωμένα κουβαδάκια που έπρεπε να βυθιστεί μέσα στο νερό.
Περισσότερα: ΜυλωνάδεςΑπό τους πιο γραφικούς τύπους του χωριού ο νεροκράτης. Μέρα νύχτα φρόντιζε για τη σωστή διανομή του νερού στα περιβόλια.Με το τσαπί του καθάριζε τα αυλάκια, έλεγχε τις κόφτρες αν είναι καλά κλεισμένες και μέσα σε όλα έπρεπε να τρέξει στο χωριό και να ειδοποιήσει ποιος είχε σειρά για πότισμα. Συνήθως νεροκράτης γινόταν κάποιος που δεν είχε περιβόλια δικά του. Η πληρωμή του κάποια εποχή ήταν μια δραχμή την ώρα.
Νεροκράτες ήταν ο Μήτσος Εμμανουήλ, ο Ανέστης Ντούρμας, ο Γιώργος Ντουμάνης, ο Βασιλείου
Γιάννης Μητάκης
Τα ξυλοκάρβουνα, πηγή εσόδων για την περιοχή που ανέκαθεν έβριθε ξυλείας, παρασκευάζονται στα ξυλοκάμινα. Είναι από τις ελάχιστες ασχολίες η οποία διαχρονικά δεν έχει αλλάξει στο παραμικρό. Όπως έστηναν ένα καμίνι πριν από πολλά χρόνια το στήνουν και σήμερα. Απλώς σήμερα αυτή τη δουλειά την κάνουν πολύ λιγότεροι. Στη Γλυφάδα, στον Άγιο Αθανάσιο, στη Λούτσα και στα άλλα χωριά καμίνια έκαναν σχεδόν οι πάντες.
Η εποχή που προτιμούσαν να στήνουν τα καμίνια, ήταν οι χειμερινοί μήνες που δεν ασχολούνταν με τις αγροτικές δουλειές και δεν κινδύνευαν να προκαλέσουν πυρκαγιά. Ιδανικό σημείο είναι δίπλα σε ποτάμια, για να υπάρχει νερό
Αν το έκαναν μακριά από νερό, αναγκάζονταν να το κουβαλήσουν με τα μουλάρια. Μάζευαν ξύλα, ελιές, αγκορτζές, σχίνα και τα έχτιζαν σε κωνικό σχήμα. Κι εδώ έμπαινε η τέχνη του μάστορα. Το ξύλο όταν αρχίσει να κτίζεται πρέπει το κεντρικό στόμιο να μείνει ανοιχτό έως κάτω, όπου μπαίνουν τα χοντρά ξύλα και πιο πάνω στο εξωτερικό τα ψιλά. Έξω από τα ξύλα, μπαίνει φυλλωσιά από αριά και πάνω στα φύλλα μπαίνει το καμένο χώμα από προηγούμενα καμίνια, ανακατεμένο με το φρέσκο. Τελικό στάδιο του στησίματος είναι τα ζώματα, που μπαίνουν απ΄ έξω για να συγκρατούν το χώμα, όμως θέλουν και συνεχή επιτήρηση μέρα νύχτα, γιατί αν φύγει το χώμα το καμίνι γίνεται στάχτη. Έπειτα το καμίνιαζαν, δηλαδή τα άναβαν. Το κάψιμο του καμινιού κρατάει από μια εβδομάδα έως και ένα μήνα, ανάλογα με το μέγεθός του. Περιμετρικά σε όλο το καμίνι υπάρχουν μικρά στόμια τα οποία ανοίγονται και κλείνουν ανάλογα με το που θέλει ο καμινιέρης να πάει τη φωτιά. Όταν το καμίνι πλησιάζει προς το τέλος, κατεβαίνει πιο χαμηλά, «κάθεται». Τα «γυφτοκάρβουνα» ήταν κάρβουνα που γίνονταν πιο εύκολα και σε ανοιχτό χώρο. Άναβαν τη φωτιά κοντά στο ποτάμι, για να έχουν νερό, και έκαιγαν λίγα-λίγα τα ξύλα για να τα προλαβαίνουν. Μόλις άρχιζαν να γίνονται κάρβουνο τα έσβηναν με νερό. Έμποροι ανέβαιναν να αγοράσουν τα κάρβουνα ή τα κατέβαζαν μόνοι τους στη Χαλκίδα. Για κάποια περίοδο στη Γλυφάδα έρχονταν καΐκια και φόρτωναν τα κάρβουνα.
Γιάννης Μητάκης