steni.gr
Με πολύ λίγα εργαλεία και μια φουφού με κάρβουνα για να ζεσταίνουν τα ειδικά εργαλεία τους και κύρια υλικά τον τενεκέ και το καλάι, οι τενεκετζήδες έφτιαχναν λυχνάρια, φανάρια φωτισμού, φανάρια για αποθήκευση τροφίμων, ντεπόζιτα, ροϊά, δοχεία για ρετσίνι. Τενεκετζίδικο μαζί με καφενείο και μπακάλικο είχαν στην Κάτω Στενή τα αδέρφια Μιχάλης και Λάμπρος Κατσανάς. Στην Πάνω Στενή ο Γιάννης Κυράνας (Αναμήτρος ή Κολτσίδας).
Γιάννης Μητάκης
Τα επίσημα παπούτσια ήταν τα τσαρούχια. Τα φορούσαν μόνο σε γάμους, γιορτές και πανηγύρια. Δεν τα είχαν όλοι μιας κι ήταν αγοραστά. Στο Χρονικό της Στενής αναφέρεται, ότι υπήρχε τσαρουχοποιός μετά την απελευθέρωση, χωρίς όμως να αναφέρεται το όνομα του. Πρόχειρα αλλά συνάμα και επίσημα για κάποιους, ήταν τα γουρν(ο)τσάρ(ου)χα.
Εύκολα στην κατασκευή και τσάμπα. Όταν έσφαζαν το γουρούνι τα Χριστούγεννα, έπαιρναν το δέρμα του, το αλάτιζαν καλά και το κρατούσαν τεντωμένο για είκοσι ημέρες, προσέχοντας να μην έχει πουθενά ζάρα. Αφού το στέγνωναν καλά, έπαιρνε ο καθένας το κομμάτι του, το δοκίμαζε και έκοβε τις διαστάσεις που ήθελε. Με ένα σουβλί άνοιγαν τρύπες, αφού το μούσκευαν πρώτα για να μαλακώσει και με την τσαρουχοβελόνα πέρναγαν τα παλαιότερα χρόνια, λεπτά κομμάτια από το δέρμα του γουρουνιού και μεταγενέστερα το σχοινί. Κάποιοι άλλοι επειδή είχαν ανάγκη τα φορούσαν χωρίς προεργασία, νωπά όπως ήταν, με αποτέλεσμα να μυρίζουν πολύ. Με παρόμοια προεργασία έφτιαχναν και τα βοϊδοτσάρουχα.
Περισσότερα: ΤσαγκάρηδεςΜερικές από τις ασχολίες που χάνονται με την επικράτηση του σημερινού τρόπου ζωής. Η παρακμή των ζωοπανηγύρεων, η αντικατάσταση των υποζυγίων από τα αυτοκίνητα, η μαζική παραγωγή κρέατος, ήταν μερικοί από τους παράγοντες που συντέλεσαν ώστε να χαθεί κι αυτή η ασχολία, από τα χωριά μας τουλάχιστον. Οι τσαμπάσηδες, ένας τίτλος που τον έφεραν με τιμή, ήταν οι ζωέμποροι της εποχής που έκαναν τις αγοραπωλησίες ειδικά των υποζυγίων.
Οι υπόλοιποι λέγονταν απλώς ζωέμποροι. Γύριζαν τα χωριά, αγόραζαν ή πούλαγαν, αλλά εκεί που ήταν ο παράδεισός τους ήταν τα ζωοπάζαρα. Εκεί γύριζαν με ύφος άρχοντα έβλεπαν, παζάρευαν και έκλειναν τις συμφωνίες τους. Κάποτε τα ζωοπάζαρα αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος ενός παζαριού, αφού κάλυπτε τεράστια έκταση, ενώ οι παράγκες ήταν πολύ λίγες. Φημισμένα και μεγαλύτερα ζωοπάζαρα (γαϊδροπάζαρα) ήταν στη Χαλκίδα, συγκεκριμένα στου Μπαταργιά, δυο παζάρια ένα στη γιορτή της Αγίας Τριάδας (αποκλειστικά ζωοπάζαρο) και ένα στη γιορτή της Αγίας Παρασκευής.
Επίσης στη γιορτή της Αγίας Θέκλης στο Αυλωνάρι και το δικό μας παζάρι στην Κάτω Στενή. Στα δυο τελευταία οι παλαιότεροι θυμούνται εκατοντάδες κόσμο με υποζύγια, να πηγαινοέρχεται στη σειρά έως το Σεττιανό, που έφτανε το μάτι τους. Το ζωοπάζαρο της Κάτω Στενής γινόταν στα αλώνια του Αγίου Ταξιάρχη. Όποιος ήθελε να αγοράσει ή να πουλήσει ζώα από όλη την κεντρική Εύβοια, τα αρβανιτοχώρια, τη βόρεια Εύβοια και αλλού, ερχόταν στο παζάρι της Κάτω Στενής. «Φασαριόζικο» όπως όλα τα παζάρια από τις έντονες συζητήσεις πωλητών και αγοραστών, τα βελάσματα των αρνιών, τα χλιμιντρίσματα των αλόγων και τα σκουξίματα των γουρουνιών. Οι τσοπάνηδες πουλούσαν αρνιά, κατσίκια, μαλλί και τυρί. Τα γουρούνια τα εμπορεύονταν πάντα οι γύφτοι. Αρχές Σεπτέμβρη ήταν πάντα καλή εποχή να αγοράσει κάποιος χοιρινό, μιας και προλάβαινε να μεγαλώσει έως τα Χριστούγεννα.
Περισσότερα: Τσαμπάσηδες, ζωέμποροιΤου Αγίου Δημητρίου ήταν η ημερομηνία ορόσημο για την κάθοδο των τσοπάνηδων στα χειμαδιά. Αφού είχαν μαζέψει τις ελιές, έκαναν το τελευταίο τους γλέντι στο σπίτι τους.
Μελιτζάνα, μελιτζάνα
Αϊβαλιώτικη γιορντάνα…
Αυτό το τραγούδι είχε καθιερωθεί ειδικά από τους γιδάρηδες.
«Τα τούμπανα βάραγαν ούλ΄ νύχτα κι αυτοί έπναν κι χόρευαν σα τ’ αρκούδια».
Αυτή ήταν η αυθεντική μαρτυρία ηλικιωμένου όπως την είχε ακούσει από τον παππού του. Το μόνο που εξέταζαν δεν έφευγαν ποτέ Τρίτη.
Τα μέρη που πήγαιναν να ξεχειμωνιάσουν ήταν τα γύρω από την Χαλκίδα, Αμπέλια, Δοκός, Ριτσώνα, Χάλια, λίγο πιο μακριά Οινόφυτα, Δράμεσι και αρκετά μακρύτερα, Λαύριο και Μαραθώνα. Στο Μαραθώνα έχει διασωθεί η αποτυχημένη απόπειρα που έκανε Στενιώτης βοσκός, άγνωστο ποιος, να κλέψει τη δημαρχοπούλα που ήταν ερωτευμένος. Μαζί του ήταν ο γνωστός παλικαράς της εποχής Πέτρος Καρκαλής από τον Πισσώνα
Γιάννης Μητάκης
«Όποιος μπει μέσα χάνει κι όποιος δεν μπει χάνει», θυμοσοφική άποψη που προσπαθεί να εξηγήσει την ονομασία, εννοώντας ότι όποιος μπει χάνει τα λεφτά του, κι όποιος δεν μπει χάνει το φαγοπότι. Δεν ξέρουμε πως επικράτησε αυτή η άποψη μιας και οι πατριώτες μας που έμπαιναν στα χάνια, μάλλον κουβάλαγαν το φαγητό που έτρωγαν στο ταγάρι τους λόγω έλλειψης χρημάτων.
Κατάκοποι έφταναν στα Χάνια μετά από πολύ ώρα ποδαρόδρομο. Πεζοί, ας είχαν και το ζώο γιατί όλο και με κάτι θα ήταν φορτωμένο. «Αρκάτος», δηλαδή χωρίς βάρος με ελεύθερα τα χέρια πεζοπόρος, δεν υπήρχε εκείνα τα χρόνια. Το πρώτο χάνι που εξυπηρετούσε βασικά τους Κουμιώτες ήταν στο Μίστρο, εκεί που σήμερα είναι το χωριό. Οι Μιστριώτες έμεναν τότε στον Πάνω Μίστρο και λίγο πιο παλιά στον Παλιόμιστρο.
Περισσότερα: Χανιτζήδες