steni.gr
Σαν την παλίρροια της θάλασσας έχει πολλές φορές μετατοπίσει το έθνος μας μέσα σε τούτη τη χώρα, που μας ανήκει από χιλιάδες χρόνια: μέσα στην Ελλάδα μας.
Σαν πλημμύρα ξαναγυρίζουν οι Έλληνες στον καιρό της ελευθερίας από τα βουνά στους κάμπους. Γεμίζει ο τόπος χωριά. Και στις πολιτείες μαζεύονται πιο πολλοί παρά όσοι χωρούν εκεί να ζήσουν.
Στο Καταφύγι τα παρατήσανε τα σπίτια και κατεβήκανε στα χαμηλώματα. Ακάπνιστα όπως μείνανε σωριάσανε με τον καιρό. Ίδια ρημάξανε και τα Φύλλα. Κι άλλα κι άλλα χωριά.
Μόνο η Κλεισούρα δεν το αποφασίζει να κουνηθεί.
«Πώς να αφήσουμε τη βρύση που παίρνουμε νερό;» «Και που θα βρούμε ποτάμι να πλύνουμε;» «Πώς να τραβούμε νερό με το σκοινί;» «Απέξω από το σπίτι μας περνάει το αυλάκι και κατασβήνουμε την πάνα!» «Στον κάμπο θα κιτρινίσουμε σαν τις γουστέρες!» «Στον κάμπο θα προσκομελιάσουμε σαν τις μπράσκες!» Τέτοιες αντιρρήσεις αραδιάζουν οι γυναίκες.
«Στον κάμπο θα πίνουμε χοχλαστό νερό». «Στον κάμπο άμα βαρέσει ο ήλιος, δεν σηκώνεις κεφάλι πια!» «Εδώ περπατείς πέτρα σε πέτρα!». «Στον κάμπο δε βρίσκεις πέτρα να καθίσεις». «Στον κάμπο δεν τραβάει ξαέρι. Εδώ ανοίγεις το βορεινό παράθυρο και σου έρχεται η παντοβολιά από την καστανιά». «Στον κάμπο σε πιρουνιάζει η παγωνιά, το χειμώνα». «Στον κάμπο κάνουνε τα μάτια σου κλωστές από το λιοπύρι!»
Αυτά λένε οι άνδρες.
Έρχονται κατόπι οι γέροι.
«Δεν αφήνω εγώ την αγκωνή μου. Εγώ θέλω να μου κλείσουνε τα μάτια στο σπιτάκι μου, εδώ που γεννήθηκα. Και να με θάψουν εδώ που θάψανε τον πατέρα μου και τον παππού μου. Κι όλοι μαζί: «Που θα βρούμε νά ναι τα πεύκα μέσα στο χωριό;
Έχουν δίκιο. Τα πεύκα είναι κατεβασμένα ως την άκρη του χωριού κι απλώνουν απάνω από τις σκεπές των σπιτιών. Και τι πεύκα! Ψηλά σαν πολυκατοικίες και με πατώματα το καθένα. Το πρώτο πάτωμα με πιο χοντρά κλωνάρια. Όσο όμως ανεβαίνουμε, αλαφρώνουν, ώσπου στο τέλος η σκεπή γίνεται ανάερη.
Στο κάθε πάτωμα κουρνιάζουνε διαφορετικά πουλιά. Κάτω ο κούκος, στο δεύτερο οι κουρούνες, στο τρίτο και στο τέταρτο άλλα. Οι σπουργίτες έχουνε πιάσει τα μπαλκόνια.
Που τέτοιο κλαρί στον κάμπο! Θέλει να δέσεις μάτσο είκοσι κορμιά, να κάμεις ένα σαν τα πεύκα της Κλεισούρας. Κάθε πεύκο από τούτα είναι μια ξεχωριστή, μια σπουδαία προσωπικότητα. Αξίζει να περάσεις ώρα πολύ μαζί της. Ξέρουν να μιλούν αυτά τα πεύκα. Σε προσανατολίζουν όταν είναι συγνεφιές. Και σε πληροφορούνε ποιος άνεμος το πιάνει πιο πολύ το μέρος τους.
Σου ιστορούνε και την ατομική τους ζωή. Τα βάσανα και τα κιντέρια, που έχουνε περάσει. Γιατί γέρνει το ένα. Γιατί το άλλο σκύβει. Πως εκείνο κατάντησε σακάτικο. Τι έγινε το κλωνάρι, που λείπει από τη θέση του.
Κι οι φυλλωσιές οι βαθυπράσινες διηγιώνται τις χαρές. Γιατί έχουνε περάσει και καλά τα πεύκα.
Σου σιγομιλούν. Αλλά κατεβαίνει συχνά το αγέρι κι αρχίζει το σούσουρο, που δυναμώνει σε βούισμα, που γίνεται συναυλία στο τέλος, σε συνεπαίρνει και δεν προσέχεις το κρυφομίλημα των πεύκων.
Κι όταν πέσει το αγέρι, τα πουλιά-που δε βγάναν άχνα ως τώρα-το παίρνουν αυτό το τραγούδι. Έτσι σπάνια βρίσκεις ευκαιρία να ακούσεις τα πεύκα. Οι χωριανοί όμως βρίσκουνε καιρό να τα ακούνε. Αυτό γίνεται τα μεσημέρια του καλοκαιριού. Έχουνε συνηθίσει οι χωριανοί τη μιλιά των πεύκων και καταλαβαίνουνε καλά τους καημούς των. Και τώρα, που γίνεται λόγος, να ξαναγυρίσουν οι χωριανοί στους κάμπους, τους φαίνεται σα να τους έρχεται από τα πεύκα το σιγορώτημα. «Γιατί φεύγετε, γιατί μας αρνιέστε; Που θα βρείτε καλύτερα;»
«Πουθενά δεν πηγαίνουμε!» απαντούνε μέσα τους . «Δεν αφήνομε το χωριό μας. Αλλού δεν είναι σαν τον τόπο μας! Γλυκό μας χωριό!»
Γιώργου Ντεγιάννη
Μέσα στους λόγγους.
Στη γιορτή ενός φίλου, έτυχε να πιάσω κουβέντα με κάποιον από την ομήγυρη, του οποίου ο πατέρας, όπως δήλωσε, ήταν από τη Στενή.
Εμμέσως ξεκαθάρισε, ότι ο ίδιος δεν θεωρούσε τον εαυτό του Στενιώτη, έστω και κατά το ήμισυ (ξηγιόμαστε για να μην παραξηγιόμαστε).
Με ρώτησε αν επισκέπτομαι το χωριό τώρα το καλοκαίρι.
Όταν του είπα, ναι, σχεδόν καθημερινά, με κοίταξε με συγκατάβαση και μ΄ ένα πονηρό πρωτευουσιάνικο χαμόγελο, με ρώτησε γιατί.
«Έχει δροσό» του είπα, αρνούμενος να κομπλεξαριστώ και να απαντήσω με τις καθιερωμένες κοινοτυπίες, ότι εκεί έχω τα πράγματά μου, ότι αναγκάζομαι να πάω κλπ.
«Το περίμενα» απάντησε. Το ίδιο έλεγε κι ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου. Έχει δροσό. Ρε μπας κι είναι δικαιολογία για να πηγαίνετε στο παλιοχώρι σας;
Χαμογέλασα με κατανόηση.
Θα στο κάνω πιο λιανά, γιατί είσαι και πρωτευουσιάνος και στερείσαι σημαντικές σημασιολογικές γνώσεις.
Που λες φίλε μου, δροσό δεν είναι απλώς η έλλειψη ζέστης. Δροσό σημαίνει φίλοι κι αναμνήσεις των δικών σου. Είναι τα μέρη που μας έθρεψαν, το δάσος που περπατούσαμε, οι αυλές που πρωτοπαίξαμε, τα μονοπάτια, οι πηγές, τα απόμερα σημεία, τα πρώτα φιλιά, οι στέρνες που βουτήξαμε, η θύμηση της σκληρής δουλειάς των δικών μας στα χωράφια απ΄ το πρωί ως το βράδυ για να μας αναστήσουν. Η καρδιά του χωριού. Εκεί και έτσι έχει δροσό.
Δε συγκινήθηκε. Με κοίταξε με βλέμμα απλανές και προσπάθησε να βρει κάτι να πει για να αλλάξει θέμα.
Και εδώ θέλω να εκφράσω την εξής απορία.
Όλοι μας, ενώ με το ένα χέρι προσπαθούμε να πιάσουμε και να κερδίσουμε το μέλλον, με το άλλο χέρι κρατιόμαστε από το παρελθόν για να μην «γκρεμοτσακιστούμε».
Το παρόν μας και τώρα και πάντα θα είναι το αιώνιο «μετέωρο βήμα μας» μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος.
Αν δεν υπάρχει παρελθόν, θα μπορέσουμε να κερδίσουμε το μέλλον μας;
Γιάννης Μητάκης
Ο Γιώργος Ντεγιάννης, ήρθε δάσκαλος στη Στενή λίγο μετά το 1900 και έμεινε πολλά χρόνια. Από το βιβλίο του «Μέσα στους λόγγους» το οποίο εκδόθηκε το 1939 είναι το απόσπασμα που ακολουθεί.
Το πλύσιμο και το άσπρισμα των ρούχων γινόταν στο ρέμα της Στενής και μας το παρουσιάζει με μια καταπληκτική περιγραφή:
Οι κοπέλες όμως-από το κάθε σπίτι-κουβαλούνε τα ρούχα στο ποτάμι.
Η ημέρα είναι απανεμιά κι ο ουρανός γυαλί. Έχουνε και πανιά να λευκάνουν. Πηγαίνουνε και γυρίζουνε και πάλι πηγαίνουνε. Κουβαλούνε τα ρούχα, το πανί, τα ξύλα, το καζάνι, την κουρίτα.
Ξεφορτώνονται στην ακροποταμιά δίπλα σ’ αβρούς.
Ξαρίζουνε τα κακκαβοστάσια, βάνουν απάνω το καζάνι, το γεμίζουνε γάργαρο νερό κι ανάβουν από κάτω φωτιά. Βλέπεις τον καπνό ν’ανεβαίνει δίπλα στα ολόισα πλατάνια, σαν καλόδεχτη θυσία του παλιού καιρού. Βαθυγάλανος, πιο γαλάζιος κι από τον ουρανό, φαίνεται ο καπνός.
Ύστερα στεριώνουνε τις κουρίτες στα βράχια δεξιά κι αριστερά, δίπλα στους αβρούς. Έχουνε διαλέξει μεγάλους αβρούς. Τις γούρνες δεν τις λογαριάζουν για τίποτε. Στις άκρες είναι βαλμένες από άλλες φορές πέτρες με πλακαρό το απάνω μέρος. Αυτό το επίπεδο γέρνει αλαφρά κατά το νερό. Τα κορίτσια διαλέγουνε το καθένα την πέτρα του, την «πλύστρα» και πετούνε τα ρούχα και τα πανιά μέσα στον αβρό. Στην κάτω μεριά έχουνε βάλει λιθάρια. Ανάμεσά των φεύγει το νερό, αλλά τα ρούχα δεν χωρούν.
Δίπλα της η κάθε κόρη έχει τον κόπανο. Αφήνουμε τα ρούχα να μουσκέψουνε κι αρχίζουνε το λεύκαμα των πανιών. Μονοκόμματα όπως είναι, είκοσι και τριάντα οργιές, τα πιάνουν από τη μια άκρη και τα τραβούν-η κάθε μια το δικό της-απάνω στην πλάκα. Τοποθετούνε τεντωμένη την άκρη στην «πλύστρα» κι ύστερα με τα δυο τους χέρια, πιάνοντας από τα πλάγια το πανί, το τεντώνουνε και το σέρνουν δίπλες-δίπλες απάνω στην πέτρα. Βλέπεις κατόπι, να πέφτει και να σηκώνετε ο κόπανος κι ακούς τον κρότο, που σου τόνε ξαναφέρνει σε λίγο η ρεματιά μουσικό αρμονικό ήχο. Τόνε δούλεψε η ρεματιά και τον απάλυνε.
Τώρα το παίρνουν οι κόρες το πανί στο μπράτσο τους και πηγαίνουνε να το απλώσουν στην ακροποταμιά. Το αφήνουνε κάτω. Πιάνουνε με τα δυο τους χέρια την απάνω άκρη και πισωσέρνουν, ώσπου να ξεδιπλωθεί όλο και να ξαναπλωθεί στενόμακρο στα βράχια και στα πεντακάθαρα χαλίκια. Τι πολύ νερό! Παραπάνω είναι αβρός. Κι όμως το νερό δεν κατεβαίνει θολό στον παρακάτω, ως τον τελευταίο φτάνει γάργαρο.
Το μεσημέρι έχουν αποπλύνει κι απλώνουνε τα ρούχα στους φράχτες και στα χαμόκλαρα, δίπλα στο ποτάμι. Ύστερα μαζεύονται συντροφιές και κάθονται στους ήσκιους, που ρίχνουνε τα θεόρατα πλατάνια, κοντά σε δροσερές πηγές, να φάνε το ψωμί τους.
Στο μεταξύ έχουνε στεγνώσει τα πανιά. Να τώρα οι κόρες σηκώνονται μια-μια και πηγαίνουνε, να τα μαζέψουν, να τα περάσουνε πάλι από το νερό κι αυτό θα γίνεται πολλές ημέρες, ώσπου να λευκανθούνε τα πανιά.
Πιάνουνε με τα δυο τους χέρια την άκρη και τήνε φέρνουνε απανωτά στο κεφάλι τους. Την αφήνουνε και τραβούνε γρήγορα από κοντά τους μια δίπλα, δεύτερη, τρίτη, ώσπου να βαρύνει, να μην τους φεύγει το πανί από το κεφάλι.
Ύστερα το μαζεύουνε το άλλο με το ανέσιο των. Και τραγουδούνε κιόλας, χωρατεύονται και γελούν. Τι γέλιο ανοιχτόκαρδο και τι χαρούμενο τραγούδι! Νομίζεις τίποτε δεν είχε συμβεί την περασμένη ημέρα. Όλα τα έχουνε λησμονήσει και γελούνε ξέγνοιαστα, όπως η Ναυσικά κι η συνοδεία της έναν καιρό. Στην Κλεισούρα δεν πλένουνε βέβαια βασιλικά φορέματα, αλλά ο τρόπος κι η διάθεση των κοριτσιών είναι του παλιού καιρού, κι ας τις χωρίζουνε τις κόρες χιλιάδες χρόνια από την εποχή της Ναυσικάς.
Αιώνια είναι η Ελλάδα!
Πρώτο θέμα στις ειδήσεις ότι δάσκαλος έριξε χαστούκι σε μαθητή κι αμέσως ήρθαν σκέψεις και αναμνήσεις όπως και σε πολλούς άλλους 55αρηδες φαντάζομαι, όσο για τις μεγαλύτερες ηλικίες άστο καλύτερα:
«Δάσκαλι να τουν βαράς να γίν’ καλός άνθρωπους», «Βάρα κι όπ’ τουν πάρ’». Αυτό είναι ξύλο που λένε με γονική συναίνεση. Αυτή η έκφραση δεν είναι και τόσο παλιά στο χωριό μας. Ακόμα και οι σημερινοί πενηντάρηδες θυμούνται με «νοσταλγία» τις παιδαγωγικές πρακτικές που εφάρμοζαν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές με την ανοχή κάποιες φορές και των γονέων. Θυμάμαι κάποιες γερές ξυλιές με τον χάρακα ή κάποιες γερές σφαλιάρες που σου έφευγε το σαγόνι ακόμα και στο Γυμνάσιο. Τα πράγματα βέβαια ήταν πολύ χειρότερα στο Δημοτικό. Εκεί έπρεπε μόνος σου να πας να κόψεις την αγριελιά για να τις φας την επόμενη.
Κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους απαγορευόταν η κυκλοφορία στους δρόμους, εκτός κι αν είχες μια καλή δικαιολογία που ο δάσκαλος την διασταύρωνε πάντα με τον γονέα. Αν σε πετύχαινε ο δάσκαλος στον δρόμο, σου έδινε τα κλειδιά του σχολείου, κλεινόσουν μέσα μόνος σου για κάμποση ώρα και περίμενες πότε θα ερχόταν το πλήρωμα του χρόνου να επιστρέψει ο δάσκαλος από τη βόλτα του στο καφενείο για να τις «αρπάξεις». Για κάποιους πιο άτυχους από μένα τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα γιατί αυτοί είχαν και δεύτερο γύρο ξύλου στο σπίτι από τους γονείς.
Εκτός από τη σύλληψη στο δρόμο η το παιχνίδι στη γειτονιά, βαριές ποινές επισύρανε κι άλλες ένα σωρό εγκληματικές πράξεις. Το να μιλήσεις στην τάξη με τον διπλανό σου, να χαζέψεις στο μάθημα, να πας αδιάβαστος, να κτυπήσεις κάποιον στο διάλλειμα, να βρίσεις η να μην κάτσεις φρόνιμος στην εκκλησία, να έχεις τα νύχια σου άκοπα.
Ο δάσκαλος όταν έβγαινε έξω είχε πάντα μαζί του μια σφυρίχτρα. Ίδια με αυτή που είχανε και οι αστυνομικοί. Ο ήχος αυτός της σφυρίχτρας είχε συνδεθεί με πολύ ξύλο και πολύ πόνο. Ακόμα και σήμερα ακούγοντας αυτό τον ήχο σε κάποια αστυνομικά έργα ακόμα μου σηκώνεται η τρίχα.
Οι ποινές ποικίλανε, μιας και οι παλιοί δάσκαλοι είχαν μεγάλη φαντασία στο συγκεκριμένο θέμα. Τράβηγμα ή στρίψιμο τα αυτιά, πίεση στους λοβούς των αυτιών, ξύλο με το χοντρό χάρακα που ήταν ίσος με το μπόι μας, χτυπήματα με ξύλο αγριελιάς το οποίο έτσουζε περισσότερο και είχε ανατριχιαστικό ήχο καθώς έσχιζε τον αέρα προτού προσγειωθεί στις παλάμες σου κ.λπ., που να τα θυμάσαι όλα;
Βέβαια αυτό ήταν μάλλον ένα ξύλο υπό πληρωμή μιας και ήθη του χωριού επέβαλαν η κάθε οικογένεια να προσφέρει το κάτι τις της στο δάσκαλο, αυγουλάκια, κοτούλες, ντομάτες, αχλάδια, ότι είχε ο καθένας. Αυτή η συνήθεια επεκτεινόταν βέβαια και σε άλλους δημόσιους λειτουργούς μια και ένας δασοφύλακας κάποτε πούλαγε και τυρί ή ένας αστυνομικός πούλαγε αρνιά το Πάσχα, μιας κι αυτά που τους πήγαιναν ήταν πάνω από αυτά που μπορούσαν να καταναλώσουν
Και επειδή οι τιμωρίες δεν είναι πάντα δίκαιες, πολλές φορές τις έτρωγες, δεν ήξερες τον λόγο και δεν τολμούσες να ρωτήσεις. Συνηθισμένες οι ομαδικές ποινές από την αταξία κάποιου.
Από την πρώτη μέρα ξύλο
Γυρίζοντας από τις καλοκαιρινές του διακοπές ο δάσκαλος για να ξεκινήσει την σχολική χρονιά, μπαίνει στο προαύλιο του σχολείο και τι να δει. Σε κάθε δεντράκι που παριέβαλαν το προαύλιο κομμένα κλωνάρια κάτω από αυτά. Την πρώτη ημέρα λοιπόν έψαξε να βρει τους ενόχους, αλλά δεν έβρισκε άκρη με τίποτα. Κι αφού δεν βρήκε άκρη αποφάσισε να ξυλοφορτώσει όλους όσους έπαιζαν το καλοκαίρι στο προαύλιο, δηλαδή όλους.
Τελικά μετά από μέρες μάθαμε ότι δεν υπήρξε δολιοφθορά κι ότι απλώς κάποιος από το χωριό που ήξερε από δέντρα, τα είχε κλαδέψει για να πάρουν δύναμη.
Βέβαια το ξύλο είχε φάει όλο το σχολείο και φυσικά ποτέ δεν ανάφερε ο δάσκαλος το θέμα.
Η λογική του δασκάλου λίγο ταίριαζε με τη δική μας, μιας και οι δάσκαλοι θεωρούσαν σαν την εσχάτη των ποινών την αποβολή. Σκεφτείτε την ανακούφισή μου όταν σε ομαδική τιμωρία όλους τους άλλους συμμετέχοντες στην αταξία τους τσάκισε στο ξύλο και εμένα μου ανακοίνωσε στο τέλος, ότι παίρνω την χειρότερη τιμωρία που είναι η αποβολή. Ώσπου να βγω από την αίθουσα είχα την αγωνία μήπως το μετανιώσει και με γυρίσει πίσω για να μου σπάσει κι εμένα τα μούτρα. Για να μου κάνει την ποινή χειρότερη, πήρε το σχολείο και το πήγε εκδρομή, στους Βούνους άμα θυμάμαι καλά. Ποτέ μου δεν πήρα χαμπάρι ότι αυτή ήταν η υψίστη ατίμωση που μπορούσα να δεχτώ όπως μου είπαν την επομένη. Τι ατίμωση και βλακείες σκεφτόμουν εγώ, αφού γλύτωσα το ξύλο δεν με νοιάζει τίποτα. Βέβαια μέθοδοι υποτίθεται συνετισμού ή εξευτελισμού αλλιώς υπήρχαν κι άλλοι. Το θρανίο των ατάκτων στην πρώτη σειρά, η τιμωρία της γωνίας που έπρεπε να κοιτάς όρθιος τον τοίχο, ο πελαργός δηλαδή να στέκεσαι στη γωνία όρθιος στο ένα πόδι και λίγο παλαιότερα που δεν το πρόλαβα ευτυχώς, στη γωνία καθισμένος στα γόνατα τα οποία ακουμπούσαν σε χαλίκια.
Γιάννης Μητάκης
Ο πρώτος σύλλογος που ιδρύθηκε στη Στενή ήταν πρωτοβουλία της νεολαίας του χωριού, που σε συνεργασία με το Μηλόγιαννη, το δασικό , το δάσκαλο, έφτιαξαν τον πρώτο οργανωμένο σύλλογο που κύριος σκοπός του ήταν η προστασία του πράσινου. Στο καταστατικό του συλλόγου προβλέπονταν και πρόστιμα υπέρ του συλλόγου για αυτούς που έκαναν ζημιές. Ο σύλλογος έγινε πιθανώς μετά το 1920 και το καταστατικό διαβάστηκε και ψηφίστηκε από όλη τη νεολαία της Στενής. Το καταστατικό διάβασε ο δάσκαλος στο μπαλκόνι της κοινότητας. Ακολουθεί απόσπασμα του Γ. Ντεγιάννη από το βιβλίο του
"Μέσα στους λόγγους"
Οι φίλοι του πράσινου
«Όταν άνθρωποι πολλοί μαζί, παίρνουν πάνω τους έργο, το πρώτο που χρειάζονται», τους είπε ο δάσκαλος, «είναι να οργανωθούνε». Για να μπορούνε, να καταμερίζουνε τη δουλειά». Καμία αντιλογία δεν ακούστηκε. Αναλάβανε τότε ο δάσκαλος, που είπε τη γνώμη, ο δασοκόμος κι ένας από τους χωριανούς, να οργανώσουνε τις δυνάμεις του χωριού, κάνοντας ένα σύλλογο. Την πρώτη Κυριακή μετά τη Θεία Λειτουργία, σήμανε η καμπάνα και μαζεύτηκαν όλοι στην πλατεία. Ο δάσκαλος, νέος τούτος από την Κλεισούρα, ανέβηκε στο γραφείο της κοινότητας στον εξώστη και διάβασε ένα προς ένα τα άρθρα του καταστατικού. Ο Γιάννης (Μηλόγιαννης) δεν ανήκει στη νέα γενιά. Κι όμως χρησιμεύει αυτή την ώρα, όσο κανείς άλλος. Ο Γιάννης δεν είναι γέρος. Θα πεθάνω κάποτε ! Ναί! Το παραδέχομαι! Αλλά να γεράσω ποτέ! Γεράζει το μυαλό;» λέει. Κι όταν κουνούνε μερικοί το κεφάλι, για να δείξουνε την αμφιβολία τους, συμπληρώνει: «Οι γέροι δίνουνε τις πιο γνωστικές ορμήνειες!»
Πόσο χαίρονται οι νέοι, που τον έχουνε μαζί τους!
Απάνω από όλα είναι και ζωντανή ιστορία του λόγγου.
Ο Γιάννης πρότεινε και μπήκανε στο καταστατικό και τούτες οι διατάξεις:
«Όποιος αφήνει τη γίδα του λυτή, πλερώνει στο ταμείο του συλλόγου πρόστιμο 25 δραχμές, για κάθε φορά, ανεξάρτητα από την πλερωμή της ζημιάς στους νοικοκυραίους ή στο κράτος».
«Όποιος κόβει κοντοέλατο ή κοντόπευκο, πλερώνει για κάθε δεντράκι 25 δραχμές στο ταμείο του συλλόγου, εκτός από το πρόστιμο και την ποινή, που του βάνει το δικαστήριο».
---
Για το δάσκαλο που αναφέρεται στο κείμενο, δεν μας διευκρινίζει το όνομά του.
Πάντως μετά το 1920 και συγκεκριμένα το 1921, δάσκαλοι Στενιώτες που να υπηρετούσαν στη Στενή, ήταν οι: Παπακωνσταντίνου Αθανάσιος, στο Δημοτικό Σχολείο Άνω Στενής και ο Γιαννούκος Δημήτριος στο Δημοτικό Σχολείο Κάτω Στενής, ενώ είχε διδάξει για λίγους μήνες και στο Δημοτικό Θηλέων της Άνω Στενής.
Διαβάζοντας όμως το κείμενο που αναγράφει
«Ο δάσκαλος, νέος τούτος από την Κλεισούρα»
(Κλεισούρα ονομάζει την Άνω Στενή ο κος Ντεγιάννης).
Μας οδηγεί στο συμπέρασμα (χωρίς να είμαστε απόλυτοι), πως ο δάσκαλος αυτός πρέπει να ήταν ο Γιαννούκος Δημήτριος γιατί καταγόταν από την Άνω Στενή (Κλεισούρα) και ήταν τότε 19 ετών. Ενώ ο Παπακωνσταντίνου Αθανάσιος ήταν αρκετά μεγαλύτερος και καταγόταν από την Κάτω Στενή.