steni.gr
Οι δρυς είναι μέσα στο δάσος τα πιο αξιοσέβαστα δένδρα. Στέκουν εκεί από χιλιάδες χρόνια αλύγιστες στον άνεμο.
Έχουν δει πολλά τα μάτια τους. Η ιστορία του λόγγου ζει μέσα σε αυτές. Και με το σούσουρο των φύλλων τη διηγούνται στις νεότερες. Οι δρυς ξέρουνε το κάθε τι από τα παλιά. Τότε που κάθε μια τους έκρυβε στα σωθικά της μια Δρυάδα, μιάν Αμαδρυάδα, από αυτές τις νύμφες, που στήνανε το χορό και τραγουδούσανε γύρω στις κατοικίες τους, στις πηγές, στις σπηλιές και στις κορφές.
Θυμούνται ακόμη και τον Πάνα, τον τραγοπόδαρο θεό.
Αυτόνε που βρήκε στο Αρκαδικό Παρθένιο μπρός στον ταχυδρόμο το Φειδιππίδη, που πήγαινε σταλμένος να ειδοποιήσει τους Σπαρτιάτες, πως φτάσανε οι Πέρσες στο Μαραθώνα.
Τώρα σε κάθε ψήλωμα που είχανε στήσει οι παλιοί βωμό στον Πάνα, είναι εκκλησάκι του Αγίου. Και στο άντρο που λατρεύανε τις Νύμφες. σταλάζει το Αγίασμα της Παναγίας. Η αληθινή πίστη έδιωξε τους παλιούς θεούς.
Οι δρυς ωστόσο δεν ξεχνούνε τη ζωή που πέρασαν αδερφωμένες με τις Νύμφες. Τους τη θυμίζουνε άλλωστε και οι νεράιδες. οι πεντάμορφες κόρες, οι καλές κυράδες, με τις πράσινες πλεξούδες και τη χιονάτη φορεσιά, που λαμποκοπάει μόλις πέφτει ο ήλιος στο νερό. Τις βλέπουν οι δρυς στο δάσος, σε κάθε δένδρο, σε κάθε πηγή, στις σπηλιές, στο αυλάκι, στο ποτάμι και τη θάλασσα την απέραντη. Είναι ίδιες σαν τις Δρυάδες, τις Αμαδρυάδες και τις Ορειάδες.
Έτσι διαλαλούνε με το αεροφύσημα οι δρυς. Κι ο λαός τις πιστεύει τις δρυς.
Από το βιβλίο του Γ. Ντεγιάννη .1939. «Μέσα στους λόγγους».
Ύστερα από τις συμφορές που τόνε βρήκανε τον άνθρωπο με το διώξιμό του από τον παράδεισο, που να είχε νου να θυμηθεί τη μέλισσα! Τρυπωμένη στις σκισματιές των βράχων και στις κουφάλες των δέντρων, απολησμονήθηκε. Μόνο η αρκούδα το γνώριζε που κατοικεί η μέλισσα. Με χρόνια και καιρούς το μάθανε κι οι άνθρωποι. Χάρις στο Διόνυσο, το θεό του κρασιού. Κι αυτός πάλι τις ανακάλυψε τις μέλισσες ολότελα τυχαία. Πήγαινε από τη Θράκη στη Μακεδονία. Τόνε συντρόφευαν ο φαλακρός, ο γέρο Σειληνός-κισσοστεφανωμένος–και τα παιδιά του Σειληνού, οι Σάτυροι. Όταν περάσανε το μισό δρόμο. αναμεσίς Ροδόπης και Παγγαίου, η μεθυστική μοσκοβολιά των λουλουδιών τους έφερε σε εύθυμη διάθεση κι αρχίσανε να βαρούνε τα κύμβαλά τους. Μόλις ακούστηκε ο μουσικός ήχος, σμήνος φτερωτά έντομα πέταξε προς το μέρος των και στριφογύριζε.
Ο Βάκχος το περιμαζεύει στη στιγμή και το χώνει στην κουφάλα ενός δέντρου, το μελίσσι δεν άργησε να χτίσει κερήθρα και να τήνε γεμίσει μέλι. Βάνανε το δάχτυλό τους και το δοκιμάσανε στη γλώσσα. Τι ήταν εκείνο! Νέκταρ των θεών!
Στη στιγμή σκορπίστηκε η συντροφιά. Τρυπώσανε στο δάσος κι αρχίσανε να ψάχνουνε για μελίσσια. Ο Σειληνός πιάστηκε με το ραβδί του ψηλά από κλωνάρι και σκαρφάλωσε σε μια φτελιά. Στην κουφάλα της βρήκε ότι ζητούσε. Όταν όμως έχωσε το χέρι του κι άδραξε τη μελόπιτα πετάχτηκε το σμήνος, τόνε κουκούλωσε και του κέντριζε αλύπητα τη φαλάκρα. Άλλος τρόπος δεν ήτανε να γλυτώσει. Απολυέται λοιπόν κι αυτός από το δέντρο και πέφτει σαν ασκί στη γης.
Σαν να μην του αρκούσε το σκότωμα αυτό, του τινάζει κι ο γάιδαρός του μερικές κλωτσιές. Βγάνει τότε σπαραχτικές κραυγές, ζητώντας βοήθεια. Ένας από δω, άλλος από κει τρέξανε στον τόπο οι Σάτυροι. Αλλά, μόλις τον είδανε πεσμένο καταγής κι έτσι πρησμένο το κεφάλι του, βάνανε το γέλια οι αδιάντροποι. Δεν είχανε ανθρωπιά! Είχανε κέρατα και γένεια και ουρά τραγίσια.
Ο Σειληνός μπρός στην αδιαφορία τους και τις κοροϊδίες βάνει τα δυνατά του και σηκώνεται στα πόδια του.
Ζαλισμένος και κουτσαίνοντας τραβάει να βρει τον κρασοπατέρα το Διόνυσο, που έκανε και το γιατρό. Ο Βάκχος τον ορμήνεψε να χώσει όλο του το κορμί στη λάσπη. Άκουσε τη συμβουλή. Κι αυτό έκαμε τους προκομμένους τους γιούς του να αρχίσουνε νέα γέλια και να μη μπορούνε να κρατηθούν.
Η ανακάλυψη διαδόθηκε. Ο Αρισταίος, ο γιός του Απόλλωνα και της Κυρήνης, της νύφης, της θυγατέρας του ποταμού Πηνειού, άξιος τσοπάνης και κυνηγός, ήρθε στην Αρκαδία κι έγινε βασιλέας. Αυτός έμαθε τους υπηκόους του μελισσουργία. Κι όταν κατόπι βαρέθηκε να είναι βασιλέας και αποτραβήχτηκε στη Θράκη, ίδρυσε εκεί απέραντα μελισσοκομεία.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΕΓΙΑΝΝΗΣ
ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥΣ
1939
Δεν σου έδωσα το δικαίωμα να είσαι σκληρή προς τον πλησίον σου.
Είχε φτιάξει ο Θεός τον κόσμο. Όχι μόνο τον ουρανό και τη γης, παρά τα φυτά και τα ζώα και τους είχε δώσει κιόλας τα ονόματά τους. Ήτανε αυτή η εποχή που ο γάιδαρος πήρε τα μακριά αυτιά, γιατί δεν κατάφερνε να θυμηθεί το όνομα, που του δόθηκε.
Το ξεχνούσε προτού ακόμη κάμει δυο βήματα μέσα στον παράδεισο. Τρείς φορές γύρισε πίσω ρωτώντας, πως τον ονόμασε. Τότε ο Κύριος, ο Δημιουργός λίγο ανυπόμονα τον έπιασε από τα αυτιά και του φώναξε: «το όνομά σου είναι γάιδαρος, γάιδαρος, γάιδαρος»! Κ ι ενώ του έλεγε αυτά τα λόγια, του σιγοτραβούσε τα αυτιά για να καταλάβει καλά και να το κρατήσει καλύτερα στο μυαλό του αυτό που του έλεγε.
Την ίδια μέρα έτυχε να τιμωρηθεί και η μέλισσα. Αυτή, άμα πλάστηκε, άρχισε στη στιγμή να μαζεύει το μέλι. Και τότε ζώα κι άνθρωπος, μόλις οσμιστήκανε την πεντοβολιά τρέξανε σωρός να το δοκιμάσουν.
Αλλά η μέλισσα ήθελε να το κρατήσει όλο για τον εαυτό της κι έδινε φαρμακερές κεντριές σε αυτούς, που πλησιάζανε στο σπιτάκι της.
Όταν ο Κύριος είδε αυτή τη διαγωγή, τήνε κάλεσε αμέσως και είπε:
Σου έκαμα δώρο να μπορείς να φτιάνεις το πιο γλυκό πράγμα της δημιουργίας, δεν σου έδωσα όμως και δικαίωμα να είσαι σκληρή προς τον πλησίον σου. Και τώρα πρόσεξε καλά, θα πεθαίνεις τη στιγμή που θα κεντάς όποιον θέλει να δοκιμάσει το μέλι σου.
Τι μας χρησιμεύει η μέλισσα
Ποιος ξέρει πόσες χιλιάδες χρόνια έχουνε περάσει από τότε ως σήμερα. Σε όλο αυτό το διάστημα οι άνθρωποι δεν παρατήσανε τη μελισσοκομία. Μάλιστα οι αρχαίοι Αθηναίοι τη θεωρούσανε τόσο σπουδαία τη μελισσοτροφία, που και δικαστές είχανε διορίσει ξεχωριστούς, τους «μελισσονόμους» για να δικάζουν αυτούς που με έναν οποιοδήποτε τρόπο ζημιώνανε την παραγωγή του μελιού.
Σήμερα δεν έχουμε ειδικούς δικαστές για να προστατεύουνε τη μέλισσα. Όμως στα βουνά απαγορεύεται να θεριστεί ρίγανη η να κορφολογηθεί τσάι προτού περάσει η ανθοφορία τους.
Μέσα στα τόσα χρόνια, με όλη την προστασία που της αφιερώνομε, η μέλισσα στέκεται άγρια, όπως και την πρώτη μέρα της δημιουργίας. Προτιμάει να δίνει τη ζωή της, για να γλυτώσει το μέλι της.
Κι αν μιλούν οι άνθρωποι για ήμερα κι άγρια μελίσσια αυτό συμβαίνει για να ξεχωρίζουν οι κυψέλες από τις κουφάλες των δέντρων και τις σκισμάδες των βράχων. Και σε τούτες και σε εκείνες κατοικούνε μέλισσες με το ίδιο φυσικό.
Δεν ξέρω αν οι μέλισσες σκέφτονται τον τρόπο των ανθρώπων. Κι αν με τη σκέψη τους καταλήξανε σε συμπέρασμα, πως ίδια καλά περνούνε στην κουφάλα η στη σπηλιά, όπως στη κυψέλη. Ή ίσως είναι καλύτερα στις πρώτες γιατί είναι νοικοκυράδες στα σπίτια των.
Για ένα όμως θα μας χρωστούνε σίγουρα χάρη, Για την κυψέλη. Όχι αυτή καθαυτή. Παρά για το ότι είναι κινητό σπιτάκι. Το ανεβοκατεβάζουνε από τη θάλασσα στο βουνό, παρακολουθώντας το άνθισμα της χλωρίδας. Μπορεί έτσι να βοσκολογάει η μέλισσα το χειμώνα τη μυγδαλιά και το ερείκι, που ανοίγει το Φλεβάρη τα άσπρα ανθάκια του στο χειμαδιά. Και το καλοκαίρι στα χίλια μέτρα το τσάι, τη ρίγανη και το έλατο. Κατεβαίνει τέλος του καλοκαιριού–τον Αύγουστο-στα τετρακόσια για το πεύκο, για το άλλο ερείκι, που ανοίγει το χινόπωρο τα τριανταφυλλιά κυπελάκια του και για την κουμαριά. Αυτή δίπλα στα γλυκά της κούμαρα που φυλάει για τα παιδιά, έχει και τον άσπρο της ανθό για το μελίσσι. Αφήνουμε το θυμάρι, το θρούμπι, το δενδρολίβανο κι άλλα κι άλλα.
Όταν τόνε ρωτήσανε το γέρο-Κάτζο κάποτε στην Κλεισούρα: «Μπάρμπα-Αντώνη τι κλαρί ωφελεί περισσότερο από όλα;» απάντησε σαν να ρωτούσανε τα μελίσσα: «Ο ανθός» Ο ανθός! Ένας λόγος που τα περιλαμβάνει όλα. Ποιο δέντρο μένει χωρίς ανθό; Ποιος θάμνος; Ποιο χορτάρι; Όλη η χλωρίδα ωφελεί ήθελε να πει ο γέρομελισσουργός. Πράσινο και πλουμιστό ταπέτο τήνε θέλει όλη τη γης ο μυαλωμένος γέρος.
Άμα ήρθε ο Γιάννης, φυσικά η ομιλία θα γύριζε στο κυνήγι. Ο Γιάννης άλλες έγνοιες δεν έχει το χειμώνα.
Άμα πιάσανε συζήτηση για το κυνήγι, έλεγε καθένας το λόγο του.
Ένας είπε: «Αν ρίχνει ως τα χαράματα κι ύστερα σταματήσει, οι λαγοί δε θάχουνε προφτάσει να ξεμακρύνουν. Αφράτο όπως είναι το χιόνι, θα βουλιάζουνε και δε θα παίρνουνε δρόμο. Θα τους τουφεκάμε μέσα στη φωλιά».
-Τα λιβαδερά θάχουνε πιάσει μπεκάτσες», είπε ο Γιάννης.
Ύστερα άρχισαν ιστορίες για περασμένα κυνήγια. Ο Ταγαράς είναι μοναδικός για τις αλεπούδες. Ξέρει όλες τις αλεπότρυπες. Κι όταν οι αλεπούδες βγαίνουνε στην τρύπα απέξω και ξαπλώνουνται στη λιακάδα, τις αλκυονίδες ημέρες ή και όποια άλλη ηλιόλουστη μέρα του χειμώνα, τις πλησιάζει απάνω στο βαθύν ύπνο τους. Πριν ξυπνήσουν ή κι όταν ξυπνήσουνε κι ανασηκώσουνε το κεφάλι τους και δεν τόνε βλέπουν από τη ζάλη κι από το λαμπερό φως του ήλιου, τους έρχεται η βουή. Και δε σηκώνονται πια από τον τόπο τους. Από κει φεύγει μονάχα το γουναρικό τους. Αμέτρητες έχει σκοτώσει αλλά θυμάται μονάχα τις σημαδιακές. Εκείνες τις φλαμπουρές, με το ασπράδι στην άκρια της φουντωτής ουράς, και καμία μουργή, αυτή που έχει τη μούρη, σα να τήνε ραντίσανε μελάνι.
Έπειτα αρχίζει ο Νικόλας ο Καραγιάννης, να διηγείται για το κουνάβι, που του έφυγε από το ταγάρι. Είχανε βγει στο κυνήγι με τον πατέρα του και τον αδερφό του. Απάνω στο χιόνι είδανε νυχιές, παρακολουθήσανε τα χνάρια και φτάσανε ως μια κουφάλα.
Ξεκόψανε γύρω τον τόπο, από πουθενά δεν έφευγε το κουνάβι.
«Εδώ μέσα είναι», είπε ο πατέρας. «Κάμε καπνό Αποστόλη. Και συ Νικόλα πιάσε από κει το μέρος, να μη μας φύγει!»
Το κουνάβι είχε αντιληφθεί τον κίντυνο. Κι όσο ο καπνός ήτανε αριός, προτιμούσε να υποφέρνει, παρά να βγει. Όταν όμως μπούκωσε η κουφάλα καπνό και φλόμωσε ο τόπος, τότε πια ήτανε «μπρός βαθύ και πίσω ρέμα». Αν έμενε πιο πολύ, θάσκαζε. Αν έβγαινε, μπορεί και να ξέφευγε. Από τη μεριά που φύλαγε ο πατέρας, το είδε να προβάλλει σε μια τρύπα ψηλά, να πετιέται κατόπι και σβέλτα να πηδάει κάτω. Δεν πρόλαβε όμως να κάμει βήμα. Μια τουφεκιά το ξάπλωσε στο χιόνι.
«Πάρε το Νικόλα» είπε, «βάνε το στο ταγάρι!»
Έπειτα πήρανε δρόμο μέσα στο δάσος. Ο πατέρας ήτανε χαρούμενος, γιατί έκαμε λογαριασμό, με αυτό το γουναρικό να πλερώσει ένα σωρό μικροέξοδα. Τώρα έψαχνε με διπλή όρεξη.
«Αν σκότωνα πέντε έξι ακόμα…..»
Είχαν όμως ψάξει μια ώρα–σκόρπιοι πηγαίνανε-και δεν είχανε βρει σημάδι δεύτερο, όταν ο Νικόλας ένιωσε στο γοφό του ένα πάτημα σαν από γάτα. Γυρίζει και τι να δει; Ένα κουνάβι πάνω στο χιόνι προσπαθούσε να φύγει. Φέρνει το χέρι του στο ταγάρι, πιάνει απέξω, άδειο το ταγάρι! Το αγρίμι δεν είχε μείνει στο τόπο. Δεν το είχανε πάρει τα σκάγια σε ντελικάτη μεριά.
«Το κουνάβι έφυγε!» ρίχνει μια φωνή ο Νικόλας. Μονομιάς γκρεμίστηκαν οι πύργοι, που έστηνε ο πατέρας. Αναπάντεχο! Ποιος να τόλεγε και να το πίστευε, πως μπορεί να φύγει σκοτωμένο κουνάβι! Από τόση ώρα θάχε κοκαλιάσει κιόλας!
Αλαφιάστηκε ωστόσο, άμα το άκουσε. Αποπήρε το Νικόλα: «Στραβοπούλι», του φώναξε, σα νάξερε τούτος, πως ήταν ζωντανό ακόμη και δε πρόσεχε. Το κουνάβι όμως δεν είχε δύναμη, είχε χυθεί το αίμα του. Το προλάβανε λοιπόν και το σκότωσαν.
Ένας άλλος λέει, πως κάτω, κοντά στην πόλη του λιμανιού, τουφέκισε ένα λαγό και τόνε πέτυχε, αλλά δεν τον κρατήσανε τα σκάγια, επειδή έτυχε σάπιο το μπαρούτι. Ο λαγός ήτανε στην ακρογιαλιά. Από πού να φύγει, για να μην του αδειάσει τούτος ο κυνηγός και την άλλη κάνα πάνω του; Πέφτει στη θάλασσα και κολυμπώντας μίλια βγήκε στην απέναντι αμμουδιά! Κρίμα τον κόπο του! Άδικα θαλασσοδάρθηκε! Μόλις πάτησε στεριά, του λάχαν άλλοι κυνηγοί σαν και τον πρώτο! Του ρίξανε κι αυτοί, κι όπως τόνε βρήκανε λαβωμένο κι αποσταμένο, τον αποτελειώσανε αυτοί. Όταν τόνε γδέρνανε, τότε το είδανε, πως ήταν από πριν βαρεμένος ο λαγός….
Κοιτάζουν όλοι ένας τον άλλονε και δε μπορούνε, να πνίξουνε τα γέλια τους. Ξεσπούνε λοιπόν κάποια στιγμή. Ο Γιάννης μάλιστα πιο δυνατά. Με το ένα χέρι κλείνει το στόμα, για να κρατηθεί, και με την παλάμη του άλλου χτυπάει και ξαναχτυπάει το μηρί του για τη μεγάλη ψευτιά.
Γιώργου Ντεγιάννη
«Μέσα στους λόγγους»
«Γιάννη, Κωσταντή!» -΄Ελα!»-«Έτοιμοι!» -«Έτοιμοι!» -«Τραβάτε εδώθε τα ζά να τα φορτώσουμε!»
Φεύγουνε και των άλλων παιδιών οι γονιοί. Και μένουνε κι αυτά-σαν των τσοπάνηδων-με τη χαρά!
Για πού τώρα πρόωρα;
«Μπεζέρισαν, βαρέθηκαν. Τόσκα μου τα παλληκάρια της νύχτας το περπάτημα της αυγής το καραούλι»
Είναι σκληρή η ζωή στην Κλεισούρα. Θα νυχτοπερπατήσουνε τρείς ώρες ως να ανέβουνε στα «Στουρνάρια» κι άλλες τρείς ως να κατέβουνε στα καλύβια. Ξημερώματα! Κι ίσως σημάνει και την καινούργια μέρα το προσκλητήριο του γέρο-Κάτζου.
Εκεί ψηλά θα ανέβουνε τα μελίσσια τους. Για τον ανθό της ρίγανης, της χαμορίγανης και του τσαγιού.
Το σούρουπο μόνο μπορούνε να το πιάσουνε τα μελίσσια. Και μονάχα με το δροσιό της νύχτας να τα κουβαλήσουνε. Χρειάζεται μεγάλη τέχνη να μη «σκάσουνε» τα μελίσσια. Αλλά και μεγάλη προσοχή στο «δέσιμο».
Σάπια μελισσόπανα και φαγωμένα μελισσόσκοινα είναι μεγάλος κίντυνος. Κάμαν έτσι και πιαστήκανε σε ένα ρογκάλι δίπλα στο μονοπάτι, κόβονται ξεσκιούνται. Και τι γίνεται τότε; Αν δεν προλάβει σύγκαιρα ο μελισσουργός να φράξει τη σκισματιά-με τι;- και με την παλάμη του στην ανάγκη, ίσως αυτή να είναι η τελευταία μέρα της ζωής της δικής του και του μουλαριού. Το μελίσσι σίγουρα θα βρει το τέλος του αυτή την ημέρα. Δεν μπορεί να ξεφύγει την τιμωρία που το βαραίνει από τον καιρό της Δημιουργίας.