steni.gr
Οι λοτόμοι σκαρφαλώνανε στις καλύτερες καστανιές και τις ρογκίζανε. Φτιάναν από τα κλωνάρια, ξυλοδεσιές και παραστόματα. Σκίζανε κατόπι άλλα κλωνάρια και βγάνανε δούγες.
Τα κλωνάρια ωστόσο τους ικανοποιούσανε μόνο με τις δυο των διαστάσεις, με το ύψος και το πάχος. Κάνανε για δούγες, παραστόματα και δέματα. Το φούντι όμως χρειάζεται και τρίτη διάσταση: Πλάτος. Δεν τόχαν αυτό τα κλωνάρια. Αλλά οι λοτόμοι δε δυσκολευτήκανε. Το βρήκανε το κορμί στο κορμί της καστανιάς. Στήνανε σε αυτό ένα στύλο, ανεβαίνανε για να φτάσουν, «τάκιαζαν» πρώτα απάνω, ύστερα κάτω σε απόσταση 1,50μ και περισσότερο, αν έβρισκαν. Όσο μεγαλύτερο το μάκρος τόσο περισσότερα χρήματα θα γυρεύανε.
Κατόπι μπήγανε πλαγιαστά σφήνες, τις βαρούσανε με τον «τσόκο» του τσεκουριού, ως να χωθούνε στο κορμί και ξεσαρκώνανε την καστανιά ανοίγοντας πόρτα, από όπου εύκολα χωρούσανε να μπούνε στη κουφάλα της. Όταν τις είδαν οι χωριανοί αυτές τις πόρτες και τα παράθυρα βαρυκαρδίσανε. Δεν είχανε συνηθίσει να βλέπουνε δέντρα σακατεμένα. Προσωποδείρανε λοιπόν τους λοτόμους και τους χωριανούς, που αγοράζανε ξυλεία. Αλλά κι εκείνοι και τούτοι είχανε να πούνε το λόγο τους: «Να σας δούμε εσάς, τι θα κάνετε αύριο μεθαύριο, όταν χρειαστείτε παραστόματα, βαρέλια ή κάδες για να πατήσετε τα σταφύλια;». Με αυτά τα λόγια τους κομπώνανε, τους αποστομώνανε, γιατί δεν είχανε, τι να απαντήσουν.
Σιγά–σιγά άρχισαν οι χωριανοί, να συνηθίζουνε στην καταστροφή: «Κόβω και κόβεις, σειρά μου, σειρά σου!» Δεν τους αποφαίνεται πια! Βρήκαμε δικαιολογία για τον εαυτό μας.
Αλλά για την εξουσία; Πως θα δικαιολογηθούνε σε αυτή; Δασοφύλακες και δασονόμοι αναστατώθηκαν, αγρίεψαν, όταν αντικρύσανε την καταστροφή.
Ποιόν όμως να πιάσουνε σε τόση περιφέρεια; Και με όλον τούτο το Βλάχο-το δασοφάγο, όπως τόνε βάφτισε ο Γιάννης-τον έχουνε πιάσει αρκετές φορές και το δικαστήριο τον έχει ρημάξει στο πρόστιμο και στη φυλακή. Αυτός όμως, αντί να σωφρονιστεί με τις αυστηρές ποινές, αγριεύει και πέφτει μέσα στο λόγγο όχι πια σαν λαθροϋλοτόμος, να αρπάξει ότι προφτάσει, παρά σαν οχτρός και να χαλάσει ότι αφήσει.
Σα να μην αρκούσε στο χωριό αυτή η πληγή, τους ήρθε και νέα. Οι λοτόμοι αρχίσανε να τροφοδοτούνε με ξυλεία και τα χωριά του κάμπου. Οι χωριανοί το βλέπανε τώρα, πως από το κακό προχωρούνε στο χειρότερο. Αλλά τους βαραίνει όλους η αμαρτία. Καθένας τους είναι κι ένας ένοχος. Ποιος να σηκώσει χέρι κατά τον άλλονε; Ποιος να αναφερθεί στην εξουσία; «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω!»
Σε αυτούς ταιριάζει τώρα ο λόγος του Κυρίου.
Έτσι οι λαθροϋλοτόμοι αφέθηκαν ασύδοτοι, να κόβουνε την ημέρα και να κουβαλούνε τη νύχτα.
ΓΙΩΡΓΟΥ ΝΤΕΓΙΑΝΝΗ
ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥΣ
1939
Όταν οι χωριανοί αφήσανε να κοπούν οι λόγγοι από τα «άγρια βουνά», δεν τους είχε περάσει καθόλου από το νου τους τι θα γενούν τα βουκολιά. Άμα όμως αρχίσανε με τον καιρό να το σκέφτονται, βρήκανε πως το κόψιμο δε θα φέρει ζημιά. «Θα γίνει ο τόπος βοϊδολίβαδο», είπαν. Όσο για το χειμώνα τα κατεβάζουμε στα χειμαδιά και τα παχνιάζουμε κι όλας τρείς μήνες. Τον άλλον καιρό όμως, θα βόσκουνε στο βοϊδολίβαδο χορταστικά».
Πέρασε ο πρώτος χειμώνας και τα απολύσανε χαρούμενοι στο γυμνό. «Ως τώρα ήταν οι φροντίδας μας» είπαν, «από εδώ και πέρα δε έχομε να πονοκεφαλάμε».
Τα βουκολιά ανοίξανε γύρω στα λιβάδια και βόσκανε ξένοιαστα στον ανοιξιάτικο ήλιο. Καμάρωναν αυτοί, που τα είχανε, γιατί τα πράγματα πέρνανε το δρόμο, που από πριν είχαν υπολογίσει οι νοικοκυραίοι.
Αλλά δεν είχε δεκαρίσει ο Μάης κι ένα ξαφνικό περιστατικό, ήρθε να τους κάμει να μείνουνε με τη χαρά στη μέση. Τι συνέβηκε;
Βόδια, αγελάδες, ταύροι, δαμάλες, μοσκίδες ως και τα μοσκάρια ακόμη, όλο τούτο το βουκολιό, και το άλλο, και το άλλο, όλα τα βουκολιά, σήκωσαν έξαφνα τις ουρές κι ορμήσανε να χαθούν από το πρόσωπο της γης, όπως εκείνη η αγέλη των χοίρων του Ευαγγελίου «ώρμησαν κατά του κρημνού εις την θάλασσαν». Καματερά, που τύχαμε στο ζυγό, κομματιάσανε τα αλέτρια. Και τα δεμένα κόψανε τα παλαμάρια ακόμη. Κι όσα δεν μπορέσανε σκοινιάστηκαν από το κακό τους.
«Τι οργή τους έδωσε ο Θεός;» είπανε σαστισμένοι αυτοί που τάχανε. «Τι είναι το κακό που μας βρήκε; Πώς να τα μαζέψουμε, που να τα βρούμε; Θέλει καθένα και το βουκόλο του!»
Κακό καλοκαίρι πέρασαν, ώσπου ήρθε τέλος ο Αύγουστος κι ησυχάσανε πάλι τα ζωντανά. Βόσκανε και πλαγιάζανε μεσημέρι καταλιού. «Δόξα σοι ο Θεός»., είπαν οι νοικοκυραίοι. «Σαν καταλαγιάσανε τα ζωντανά, πάλι καλά. Μας λυπήθηκε ο Μεγαλοδύναμος!»
Από το μήνα αυτόνε και πέρα, τίποτε καινούργιο δεν τάραξε τη ζωή του βουκολιού. Κυλούσε, όπως είχανε προβλέψει οι βουκόλοι.
Μόνο που το χειμώνα παρουσιαστήκανε τρύπες στο δέρμα των βοδιών. Σε όλη τη ραχοκοκκαλιά κι από ένα κι από το άλλο μέρος το δέρμα ήτανε κόσκινο από τις τρύπες.
«Κοίταξε οργή», είπε ο βουκόλος, που τις είδε πρώτος. «Όχι άλλο! Τα βόδια βγάνανε γκόθια!» Τα γνώριζαν όλοι οι χωριανοί, γιατί τα βλέπανε κάθε χειμώνα στη ράχη της γίδας. Μόνο που πίστευαν ως τώρα, πως τα βόδια δε βγάνουνε γκόθια. «Τι πράμα είναι τούτο;» συνέχισε ο βουκόλος, ρωτώντας τους άλλους. «Που βρίσκεται το σκουλίκι μέσα στο ζωντανό;». «Το γεννάει το κορμί του», απάντησε ένας σε τόνο, που δεν άφηνε καμμία αμφιβολία, πως το ξέρει καλά αυτό που λέει.
Όμως για το ίδιο ζήτημα κάτι ξέρουν και τα βόδια. Κι είναι τούτο ολότελα διαφορετικό από αυτό που λέει ο βουκόλος που ξέρει.
Τα βόδια το γνωρίζουνε, πως μόλις πατάει Μάης υψώνεται στον αέρα μια μυγίτσα. Θέλει να γεννήσει απάνω στη ράχη τους. Άμα καταφέρει να κολλήσουνε τα αυγά της στις τρίχες, τελείωσε τη δουλειά της. Σκάζουν αυτά στη στιγμή και βγαίνουνε σκουλίκια. Πιο ψηλά κι από τις τρίχες. Αμέσως τρυπώνουν από τους πόρους του δέρματος στο κρέας και τραβούνε βαθιά. Πίνουνε το αίμα του βοδιού και μεγαλώνουν. Τότε ανεβαίνουνε και θρονιάζονται κάτω από το δέρμα. Σε δυο σειρές μια από το ένα, μια από το άλλο μέρος της σπονδυλικής στήλης. Ανοίγουνε κι από μια τρύπα στρογγυλή το καθένα. Τι θέλουνε για παράθυρο, όσο να κάθονται εκεί μέσα και θα τήνε χρειαστούνε για πόρτα, όταν αποφασίσουνε να βγούνε.
Όλες αυτές οι πληγές ομπυάζουν. Άλλο που δε θέλει η κάμπια! Από το όμπυο θρέφεται. Το βόδι όμως ξεπέφτει, σουρώνει από την αχαμνιά. Το τρώνε τα σκουλίκια ζωντανό.
Κάποτε τέλος σώνονται τα βάσανά του. Έρχεται ο καιρός να περάσει η κάμπια σε άλλο στάδιο της ζωής της, να γενεί νύφη. Βγαίνει τότε και κρύβεται στο χώμα για να σκηματιστεί εκεί από αυτή, η μυγίτσα που θα ανέβει στον αέρα, να γεννήσει στη ράχη του βοδιού και να τελειώσει κατόπι τη ζωή της. Εννιά δέκα μήνες ζει το υπόδερμο μέσα στο σώμα του βοδιού και δυο τρείς στον αέρα.
Το δάσος πολεμούσε αποτελεσματικά αυτή την πληγή. Και την εξουδετέρωνε ο λόγγος-όσο ήταν.
Αυτό το υπόδερμο είναι φοβερά ευαίσθητο στο ψύχος. Η κρυάδα της νύχτας του ναρκώνει φτερούγες και πόδια. Το μεγάλο γιόμα απολάει το σώμα του και ξαναβρίσκει τη σβελτοσύνη του να πετάξει. Και μόλις τσακίσει η ημέρα, αποτραβιέται και κρύβεται στο απόνεμο που θα ξενυχτήσει.
Όμως στον ίσκιο μουδιάζει και μέσα στο τέλειο μεσημέρι. Για αυτό πάντα στον ήλιο στριφογυρίζει και ποτέ δεν δοκιμάζει να φτερουγίσει ως το δρυμό που σταλίζουνε τα γελάδια. Κι ήταν όλος ο λόγγος δρυμός.
Τι κεφάλια! «Άγρια βουνά είναι, ας τα κόψουν!»
Ας πάνε τώρα κι αυτοί να βρούνε τα δάση! Τα βουκολιά χαθήκανε. Και οι νοικοκυραίοι ξεσπιτωθήκανε και γυρίζουν από δω κι από κει, να ψωμοζήσουνε με το μεροκάματο.
ΓΙΩΡΓΟΥ ΝΤΕΓΙΑΝΝΗ
ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥΣ
Η άμυνα της χλωρίδας άρχισε να κλονίζεται, από τότε που ο άνθρωπος ημέρεψε τα ζώα. Μέσα στο πέρασμα των αιώνων και των χιλιετηρίδων ο ανήσυχος νους του δεν μπορεί να σταματήσει στο καταχτημένο, να πει: «μου φτάνει αυτό που γνώρισα».
Τόνε καίει άσβηστη δίψα να μάθει νέο. Όπου κι αν φτάσει, πάντα θα τον ακούσεις να λέει: «Λίγο με διαφέρνει ο δρόμος που πέρασα, από δω κι εμπρός θέλω να ξέρω τι είναι». Έτσι η πρόοδο δε σταματάει ποτέ.
Έγινε κυνηγός. Είχε το κρέας θροφή, το δέρμα φορεσιά, τα κόκκαλα βελόνες να ράβει, πλάκες να ζωγραφίζει, τα έντερα ράμματα, κλωστές. Αλλά μόλις το κατάφερε αυτό, ο νους του αντιμετώπισε νέο πρόβλημα: Αν τα ημέρευα τα ζώα, δε θα ήμουν αναγκασμένος, να τα γυρεύω στα βουνά….»
Να τώρα το κοπάδι μπροστά, ξοπίσω ο τσοπάνης με το σκυλί. Τα ζώα δε γυρεύουνε πια τόπο να χαθούνε μόλις τον αντικρύζουν. Το αντίθετο, νιώθουνε πως είναι ο προστάτης τους ενάντια στα αγρίμια. Τώρα στο κυνήγι πηγαίνει για να διασκεδάζει, η καθαυτό δουλειά του είναι η χτηνοτροφία.
Αυτή η αλλαγή στις σχέσεις του με τα ζώα έφερε μεταβολή στις σχέσεις του με τα φυτά. Δεν είναι πια ο ακάλεστος σύμμαχος της χλωρίδας. Πήγε θεληματικά με τους οχτρούς της.
Χαμηλώνει και σπάζει τους κλάδους των δέντρων, για να ταγίσει τις γίδες του και τις προβατίνες. Κι ύστερα από τον τρόπο αυτό σοφίζεται άλλονε χειρότερο: Να αφανίσει το δάσος για να βγάνει ο τόπος χορτάρι και κλαρί.
Το δάσος έπρεπε να υποχωρήσει, να δώσει τη θέση του στο βοσκότοπο, στο λιβάδι. Κι άμα κάηκε το πρώτο δέντρο κι άφησε πλούσια βοσκή, βρέθηκε κιόλας η νέα μέθοδο, η πυρκαϊά. Με αυτή άρχισε ο μισοπολιτισμένος άνθρωπος τον πόλεμο ενάντια στον παντοδύναμο γίγαντα-το δάσος-που σκέπαζε ως τότε το μεγαλύτερο μέρος της γης.
Με τους αιώνες και τις χιλιετηρίδες οι νομάδες αυτοί, σε κάθε τόπο μόνο για όσες ημέρες αρκούσε στο κοπάδι τους το χορτάρι εκεί γύρω, προχωρούσανε πιο πολύ στον πολιτισμό. Ανακαλύψανε τη δύναμη του ζώου, ζέψανε τον ταύρο και το άλογο και κατασταθήκανε σε ένα μέρος. Όταν αυτοί γίνανε γεωργικός λαός με μόνιμη κατοικία, τότε κι ο πόλεμος ενάντια στο δάσος δυνάμωσε πιο πολύ. Τους χρειαζόντανε χωράφια για να σπέρνουν, ξυλεία για κατοικίες, για…..
Έτσι οι πρώτοι συνοικισμοί γινήκανε τα κέντρα από όπου απολύθηκε και θέριευε με τον καιρό ο αφανισμός του δάσους.
ΓΙΩΡΓΟΥ ΝΤΕΓΙΑΝΝΗ
ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥΣ
1939
Όταν τα τοπωνύμια «καρτερούνε να ξαναγυρίσει ο λόγγος».
Οι καταστροφές του δάσους.
Μετά την αποψίλωση του δάσους της Στενής από την υπερβολική υλοτόμηση, τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν ήταν πολλά.
Καταστροφικές πλημμύρες, στέρεμα των πηγών κ.λπ. Το δάσος έκανε αρκετά χρόνια να επανέλθει στην τωρινή του μορφή.
Αυτή η περίοδος της καταστροφής κράτησε αρκετά χρόνια. Στα 1860 ο δασάρχης που διορίστηκε στην Στενή έστειλε έκθεση στο Υπουργείο περιγράφοντας την κατάσταση.
Από τις πλημμύρες που έγιναν βρήκε το θάνατο μια δεκατριάχρονη βοσκοπούλα η Μαρία κόρη του Μανίκα, ενώ ο γιός του Συμιώτη(;) γλύτωσε από θαύμα. Από τις κατολισθήσεις το θάνατο βρήκε νεαρό Βλαχόπουλο που έβοσκε τα πρόβατα κοντά στις Σάρες και ήταν ένας από τους λόγους που οι νομάδες εγκατέλειψαν το δάσος της Στενής. Άλλα θύματα δεν αναφέρονται από το Γ. Ντεγιάννη οπότε δεν ξέρουμε αν υπήρχαν.
Υπερβολική υλοτόμηση του δάσους υπήρξε και το διάστημα 1912-1913 αλλά ευτυχώς οι ζημιές αποκαταστάθηκαν πολύ γρήγορα. Μερικά χρόνια αργότερα, πυρκαγιά που ξεκίνησε πολύ κοντά στον Απόγκρεμνο (πέντε ώρες μακριά) και έφτασε έως τις Αλαταρές. Πολλοί τσοπάνηδες είχαν την κακή συνήθεια να τυροκομούν μέσα στο δάσος. Η φωτιά ξέφευγε και η κατάσταση γινόταν ανεξέλεγκτη.
ΠΛΗΜΜΥΡΕΣ
Ήρθε ο καιρός να πλερωθούν οι παλιοί λογαριασμοί
-Αυτός ήτανε πρώτος νοικοκύρης. Είχε και σπίτια και υπάρχοντα. Τυρί κάδες και τουλούμια, κρασί βαρέλια και λάδι πιθάρια. Στο κατώγι όλα αυτά. Και στο ανώγι αμπάρια σιτάρι, κριθάρι και καλαμπόκι. Τόχε γεμίσει το σπίτι του από όλα τα αγαθά του Θεού, για να περάσει το χειμώνα. Ένα μήνα πριν, όποιος πήγαινε στο αρχοντικό του Αποστόλη θα θαύμαζε το βιός του. «Να μη βασκαθεί» θάλεγε, «ευλογημένο σπίτι!»
Σήμερα αν θελήσει να πάει κανείς, δεν το βρίσκει πια αυτό το σπίτι μέσα στο χωριό, όσο κι αν το γυρέψει. Ο Αποστόλης ήτανε νοικοκύρης έναν καιρό, τώρα δεν είναι. Αυτός ο πόνος του τρώει την καρδιά.
Όταν αρχίσανε τα πρωτοβρόχια, κρατήσανε μισό μήνα. Άνοιξε ο ουρανός κι έριχνε συγκρατητά το νερό. Ρούμασε ο τόπος! Όπου να πατούσες, βούλιαζες ως το γόνατο. Σαπίσανε θαρρείς, και τα λιθάρια από τη βροχή.
Σε αυτό το διάστημα στον καστανόλογγο στην κορφή, εκεί που είχανε σπείρει οι χωριανοί τις πατάτες, η γης σκαμμένη όπως ήτανε, ρούφηξε μονομιάς το νερό περισσότερο από όσο μπορούσε να βαστάξει.
Από το ύψωμα καταπότισε πολύ νερό και στην πλαγιά, Και της έδωσε βάρος παραπανιστό. Γιατί πάντα φύλαε αυτή στα σωθικά της νερό. Τώρα δε θα μπορέσει να βάλει σταχτή, γιατί της είναι και τα πόδια κομμένα από το νεροφάγωμα. Και δεν αντέχει πιά!
Ξεφεύγει λοιπόν από την κορφή ως κάτω στο νεροφάγωμα μια λουρίδα δυο χιλιόμετρα μάκρος και πλάτος πενήντα μέτρα.
Λάσπη, βράχια, καστανιές, χαμόκλαρα, όλα μια μάζα σωριάζονται στο δικάναλο, εκεί που σμίγουνε δυο ποταμάκια κατεβαίνοντας από τη μεσοράχη.
Πάει η αυλακωσιά του ποταμιού!......
Φτάνουνε στο λαιμό. Εκεί που αρχίζει το φαράγγι. Η αριστερή όχθη είναι βράχος ριζιμιός, ψηλός, κατεβατός. Η δεξιά είναι χαμηλή και πυκνοντυμένη. Ένα αλσάκι ως πεντακόσια πλατάνια έχουν ορθωθεί εκεί προστάτες της ακροποταμιάς και της Κλεισούρας.
Μπρός στην τυφλή δύναμη, που κατεβάζει, σαν άχερα, τις καστανιές και τους ογκόλιθους, σαν αλαφρόπετρες, τάχα θα μπορέσουνε τα πλατάνια να σταθούνε;
Θα προσπαθήσουνε! Το θάρρος δεν τους λείπει. Από φύτρα τόσα δα έχουνε ψηθεί σε μπόρες και κατεβασιές. Μέσα στον αγώνα το έχουν αποχτήσει το κορμί.
Από μακριά έφτασε πρώτα ο άγριος αέρας και συνεπήρε στα σύγνεφα τα κίτρινα φύλλα. Σούσουρο ακούστηκε. Ανατριχιάσανε κλαδιά και κλώνοι και γείραν απότομα κορφές.
Και πριν προλάβουνε να δούνε, πούθε έρχεται η οργή, τα θέρισε σύρριζα η κατεβασιά και τα φορτώθηκε τον κατήφορο…..
Χτυπάει το πρώτο σπίτι. Το κόβει από τα πατώματα Μπλούμ πέφτει στα κύματα και το ανώγι. Γκρεμίζεται δεύτερο, τρίτο, δέκα σπίτια ως να γυρίσεις να δεις.
Καλά που ήτανε μέρα και προλάβανε, να πεταχτούν οι άνθρωποι να ανηφορίσουν. Τα νοικοκυριά όμως καβαλικέψανε και τραβήξανε για το γιαλό.
Άμα σαρώθηκαν αυτά τα σπίτια, η αυλακωσιά συντόμεψε. Δεν είχε να περνάει πια την καμπύλη, που ακολουθούσε δεξιά χιλιάδες χρόνια.
Τώρα που ίσιωσε εδώ την κοίτη, αντίκρισε για πρώτη φορά τοn άλλονε νερόμυλο, που του έκρυβε πριν η στροφή.
Ορμάει και τόνε σηκώνει κι αυτόν στα κύματά του.
Από κει και κάτω βρίσκει κοίτη μ’αλαφρή κλήση. Τήνε πλαταίνει κι ύστερα φτάνει σε ένα σιδερένιο γεφυράκι. Από αυτό περνούσαν οι νεκροί στον «Αι Θόδωρο».
Σαν ανεμόμυλος από σπερδούκλι ξεζεύεται αυτό το γεφυράκι και κινούνε τον κατήφορο τα σιδερένια κάγκελα και τα δοκάρια, καθώς και οι δρένιες τραβέρσες. Και χωρίς να σταματήσει καθόλου το ποτάμι, αλλάζει εδώ και κοίτη.
Στη δεξιά όχτη είχανε φυτρώσει δυο πλατάνια, ένα παρακάτω άλλο δυο μέτρα παραπάνω, Απέναντί τους, στην αριστερή όχτη, ήταν άλλα δυο. Ανάμεσα σε αυτά, από πέρα κι από δώθε είχανε θεμελιωθεί τα πόδια του γεφυριού….
Βάνει τα δυνατά του και ψηλώνει ως την «Παλιοκαμάρα», το γεφύρι που αντάμωνε τις δυο όχτες από του Τούρκου τον καιρό. Ποιός ξέρει ίσως κι από του Ρωμαίου. Κόβει το τόξο, που τις έζευε κι ελεύθερο τώρα από κάθε εμπόδιο, φτάνει στον καταρράχτη και γκρεμίζεται σβήνοντας με το θόλωμά του ένα ποταμάκι νερό, που αναβλύζει από τα φρύδια αυτού του καταρράχτη. Παίρνει και τούτου τα νερά και τραβάει κατά τη θάλασσα.
Γιώργου Ντεγιάννη
Περάσανε χρόνια και καιροί. Ένας αιώνας, ίσως και πιότερο. Πόδι ανθρώπινο δεν άφησε χνάρι σε τούτονε τον τόπο, όλο αυτό το διάστημα. Χάθηκαν οι χαλαστήδες.
Και πήρανε την θέση τους οι πλάστηδες.
Ο άνεμος πρώτος. Ξεσήκωσε από μακριά τους σπόρους των χορταριών και τους έσπειρε στην ξεσαρκωμένη πλαγιά. Όπου είχε μείνει λίγο χώμα, χωθήκανε ριζούλες κι αρχίσανε να δένουνε τον τόπο με το δίχτυ τους. Κρατούσανε σφιχτά το χώμα να μην το παίρνει ο νεροσυρμός.
Άμα ήρθε καλοκαίρι, το χόρτο ξεράθηκε. Και ξερές όπως ήταν οι ριζούλες άντεξαν ώσπου να φυτρώσει-το χινόπωρο-νέο χορτάρι. Πιο δασύ φύτρωσε, γιατί είχε πέσει σπόρος πολύς. Το ξερό σάπισε με τον καιρό και γίνηκε λίπασμα. Έτσι κάθε φορά το νέο χορτάρι ψήλωνε πιο πολύ. Αρχίσανε τότε να σκεπάζονται τα πιο ανάβαθα αυλάκια της πλαγιάς
Τον άνεμο ήρθανε να τόνε βοηθήσουνε οι τσίχλες. Αυτές τρώγανε μούρτα και κούμαρα, μακριά σε ένα δάσος και πετούσαν ύστερα απάνω από την πλαγιά προς ένα άλλο, που ήτανε κατά την άλλη μεριά ψηλά, να ιδούν αν ρούμασε ο μελάς. Περνώντας αφήνανε κουκούτσια που είχανε καταπιεί. Από εδώ είχε το δρόμο του και το κοτσύφι. Στο από κείθε δάσος, χαμηλά, είχε τις αγριοκληματαριές και στο από δώθε, ψηλά, είχε τις κισσωνιές. Από το ίδιο μέρος διαβαίνανε κι οι κίσσες. Αυτές αφήνανε τους κόκους της φιλλυριάς. Όλα αυτά τα σπέρματα φυτρώνανε στην πλαγιά. Ξεχάσαμε πως στις άκρες, που γειτονεύανε πλάι στο δάσος, οι σπόροι πέφτανε στην πλαγιά και με άλλον τρόπο. Τα κουκουνάρια των ελάτων και των πευκών σκάζαν. Ο άνεμος τα τίναζε και πέφτανε στο ξέφωτο οι σπόροι. Φυτρώνανε τότε τα δέντρα, μεγάλωναν, βγάνανε κι αυτά κώνους και σπέρνανε με τον ίδιο τρόπο τα δεντράκια.
Στο πιο ψηλό μέρος και το νερό ακόμη συνέτρεχε να αναδασωθεί η πλαγιά. Τα βελάνια από τους δέντρους και τα κάστανα, που συναντούσε στο δρόμο του, τα ξέσερνε και τα κατέβαζε στο γυμνό.
Τέλος η αγριάδα κι ο αγριοδυόσμος άπλωναν υπόγεια τις ρίζες τους. Εξογκώματα είχε η κάθε μία. Από αυτά πετούσανε μάτια και βγαίνανε φύτρα στον ήλιο. Φυτά. Ύστερα άλλες ρίζες πιο πέρα, νέα ριζώματα και νέα φυτά ώσπου να σφιχτοδεθεί το χώμα και να περνάει στην επιφάνεια της γης ξέθολο το νερό.
Έτσι δουλέψανε φυτά κι άνεμος και νερό και πουλιά να υφάνουνε το καινούργιο πράσινο, που έκρυψε τη γύμνια της πλαγιάς.
Πολυβασανίστηκαν όμως οι πλάστηδες, όσο να το καταφέρουν.
Το νερό, που τους βοηθούσε για τα καλά κουβαλώντας σπέρματα από το δάσος, μόλις έφτανε στο γυμνό πάθαινε ίλιγγο. Δεν έβλεπε τη στιγμή, πότε να κατρακυλήσει στην πλαγιά. Κυλώντας γινότανε χαλαστής. Πλάστης μαζί και χαλαστής.
Σαν το άλογο μοιάζει. Όσο κρατάς γερά τα γκέμια, όπου θέλεις σε πάει το άλογο. Μόλις όμως σου ξεφύγουνε από τα χέρια, μπορεί να σε ρίξει κι από γκρεμό.
Ποιος τώρα από τους πλάστηδες του νέου δάσους θα βάνει χαλινάρι στο νερό. Ποιος θα το περιορίσει στο ρόλο του πλάστη.
Τα πουλιά;-Και μόνο που ακούνε τον κρότο τρομάζουνε και φεύγουνε μακριά. Ο άνεμος; Ναι! Αυτός είναι δυνατός. Μπορεί να σπρώξει τα σύγνεφα μακριά. Αλλά τι όφελος! Πως θα ποτίζεται το δάσος;
«Αφήστε σε εμάς». Είπανε τα δέντρα. Θάμνοι και χλόη σωπαίνανε. Μα από σεβασμό. Ήτανε σύμφωνοι με τα δέντρα.
«Εμείς θα αφήσανε μόνο ένα μέρος από το βροχόνερο να πέφτει στο έδαφος. Όσο περνάει ανάμεσα από τα φύλλα. Το άλλο θα το κρατούμε απάνω στις φυλλωσιές και στα κλαδιά και στα κορμιά. Από αυτό κάμποσο θα στεγνώνει, θα εξατμίζεται και θα ανεβαίνει πάλι στον ουρανό, χωρίς να πατήσει καθόλου στη γης. Το υπόλοιπο θα σταλάζει αργά ή θα γλείφει τα κλαδιά και θα κατεβαίνει στα χοντρά κλωνάρια και από εκεί στους κορμούς και κάτω ως τη ρίζα.
Κι από αυτό που θα φτάνει στη γης, πάλι ένα μέρος θα γίνεται αχνός, αλλά όχι τόσο εύκολα, όπως όταν ήταν απάνω στις φυλλωσιές. Είναι χαμηλότερη η θερμοκρασία στους ήσκιους. Και η ατμόσφαιρα κάτω από τα δέντρα γεμάτη υδρατμούς. Έπειτα ο αέρας δεν σκηματίζει ρέματα μέσα στο δάσος. Έτσι το νερό εξατμίζεται πιο δύσκολα στο σύδεντρο παρά στο γυμνό
Εκεί που είναι στρώμα από ξερά φύλλα αχνίζει πιο λίγο. Στο έδαφος το σκεπασμένο με ξερά φύλλα, εξατμίζεται μόνο δέκα οκάδες νερό, ενώ στο γυμνό ως σαράντα πέντε οκάδες.
-«Τι θα γίνει τόσο πλεόνασμα, που κρατεί το δασικό έδαφος;», ρώτησε ο άνεμος.
-Θα τα πιούμε εμείς τα δέντρα, οι θάμνοι, το χορτάρι, να ζήσουμε. Θα το ρουφήξω με τις ρίζες μας και θα το κυκλοφορήσουμε σε κορμί και κλαδιά ως τη φυλλωσιά. Κι όσο περισσεύει, θα κατεβεί βαθιά στη γης. Αλλά αυτή την ιστορία καλύτερα να την ακούσεις με καιρό. Από το ίδιο το νερό.
ΓΙΩΡΓΟΥ ΝΤΕΓΙΑΝΝΗ
ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥΣ
1939