steni.gr
«Θα πάρω το τουφέκι του παππού να κυνηγάω πουλιά στο λόγγο. Το σηκώνω, τώρα πια αξίωσα. Μου έδωσε χθες ένας κυνηγός στο δάσος να κρατήσω και δεν τρέμανε τα χέρια μου. Με ορμήνεψε πώς να γιομίζω, να βάνω φάλια, και τελευταία το καψούλι. Από το ζουνάρι του κρεμάει ο κυνηγός τα μπαρουτοκολόκυθα και το τενεκεδένιο κουτάκι με τα καψούλια το σέρνει στην τσέπη του. Άμα είναι βροχόκαιρος, κρατεί το πετεινάρι κάτω από τη μασκάλη, να μην του νοτίσει το καψούλι»….
Αυτό το καριοφίλι ήταν από τα κοντά. Αλαφρό επίτηδες καμωμένο να το κρατούνε παλληκάρια, που παίρνανε μακρινό δρόμο. Τώρα ήταν όπλο του κυνηγιού. Ο παππούς τόδωσε στον τουφεξή και το ματαποίησε, του έβγανε στουρνάρι, του έβανε σπιρτολόγο και παίρνει φωτιά με το καψούλι.
Κάθησε από βραδίς ο Γιάννης και τόπλυνε. Είχε δει τους κυνηγούς πως καθαρίζουνε τα τουφέκια. Όσο ήταν ακόμη νωρίς, πετάχτηκε στο μαγαζί και ψώνισε μπαρουτόσκαγα και καψούλια. Ετοίμασε και τάπες.
Μέτρο δεν είχε. Ξεδοκιμαστά θάβανε το μπαρούτι και τα σκάγια. Ο κυνηγός του έδειξε στη χούφτα του, πόσο μπαρούτι να βάνει. Και φεύγοντας του το ξαναείπε: Κοίταξε καλά να μη χτυπάς με την τουφεκόβεργα την τάπα πάνω στα σκάγια. Μόνο στο μπαρούτι θέλει χτύπημα. Στα σκάγια θα την κατεβάζεις αλαφρά, ίσια ίσια να τα κρατεί να μην πέφτουν, όταν γυρίζει η κάνα τον κατήφορο.
Την άλλη ημέρα, και τις άλλες τις κατοπινές, που τον χάνεις, που τόνε βρίσκεις το Γιάννη, στις καστανιές με το μελά. Ένα παράσιτο ιξόφυτο που φυτρώνει απάνω στις καστανιές. Για τους κόκκους του τρελαίνονται οι τσίχλες.
Εκεί έστηνε καρτέρι ο Γιάννης και τις ρήμαζε. Σε αυτό το διαβατάρικο πουλί, μελίστηκε ο Γιάννης και δεν ήθελε πια να αφήσει το τουφέκι. Ένας κυνηγός άλλος τον έμαθε, να κυνηγάει τις μπεκάτσες γύρω στις πηγές. Με μεγάλη δυσκολία το κατάφερε αυτό. Τις τσίχλες τις τουφέκιζε καθιστές. Αλλά την μπεκάτσα ήταν αδύνατον να την ιδεί μέσα στα βούρλα. Έπρεπε να σηκωθεί η ξυλόκοτα στο φτερό για να της ρίξει. Ο στόχος ήτανε κινητός. Πως να τόνε πετύχει; Κι έπειτα ποιος θα ξενομούσε την μπεκάτσα; Αυτή είναι δουλειά του λαγωνικού. Κι ο Γιάννης δεν είχε σκυλί του κυνηγιού.
Ο ίδιος πήρε τον ρόλο και των δυο: και του σκυλιού και του κυνηγού.
Η μπεκάτσα την ημέρα δεν έψαχνε για σκουλήκια. Καθότανε κρυμμένη. Κι όταν ένιωθε να τήνε πλησιάζει κυνηγός, χαμήλωνε το σώμα της και το έσμιγε με τη γης.
Το χρώμα της δεν ξεχώριζε από το έδαφος.
Και στην περίπτωση λοιπόν που δεν την κρύβανε τα χορτάρια, πάλι ο Γιάννης δεν την έβλεπε.
Ήταν ανάγκη να τήνε ξενομήσει με τις πέτρες. Που να ξέρει όμως σε ποιά μεριά είχε καθήσει; Άρχισε να πετάει λιθάρια παντού, ολόγυρα στην πηγή, δεξιά αριστερά στο αυλάκι. Φρρρ κάποια στιγμή έπαιρνε φτερό το πουλί, πετούσε εκατό, διακόσια μέτρα και καθότανε πάλι.
Όσο να σημαδέψει ο Γιάννης και να πυροβολήσει είχε χαθεί το πουλί από τα μάτια του. Πάλι λοιπόν από την αρχή το ψάξιμο.
Πολλές ημέρες κράτησε αυτό. Σε τούτο το διάστημα ο Γιάννης γύριζε στο σπίτι με το ταγάρι γεμάτο κάστανα, όταν πήγαινε κατά τον καστανόλογγο, μανιτάρια όταν γύριζε από τον ελατιά.
«Τίποτε και σήμερα» έλεγε στη μάνα του. «Δε στέκονται οι μπεκάτσες παίρνουνε φτερό». Ωστόσο δεν ήτανε μικρό κέρδος αυτά τα κάστανα και τα μανιτάρια που μάζευε, χωρίς να πηγαίνει επίτηδες. Κι όχι μονάχα αυτό, παρά έμαθε και τους τόπους, που είχανε τις καστανιές με το χοντρό καρπό, τους γεροέλατους, που θρέφανε τα νόστιμα μανιτάρια.
Από τώρα και πέρα, όποτε θέλει, θα πηγαίνει να μαζεύει. Φτερά δεν έχουν ούτε τα μανιτάρια ούτε τα κάστανα.
Οι γίδες αυτή την εποχή δεν είχανε γάλα. Τις άφηνε λοιπόν και γύριζε ολημερίς με το τουφέκι, Δυο μήνες παιδεύτηκε αλλά βάρεσε επιτέλους μπεκάτσα στο φτερό. Όσο να γένει η αρχή ήταν η δυσκολία, από τότε κι ύστερα συνήθισε και τόνε λογαριάζανε για έναν από τους καλούς κυνηγούς της μπεκάτσας.
Κατόπι ήρθε η σειρά της πέρδικας. Αυτές ζούνε χειμώνα καλοκαίρι στο βουνό. Το χιόνι τις αναγκάζει, να κατεβαίνουνε στα ριζά. Ο Γιάννης τις άκουε να κράζουν. Έβανε αυτί, να καταλάβει καλά από πού έρχεται το λάλημα και κατόπιν τραβούσε ίσα και γοργά. Πήγαινε και δεν εύρισκε καμιά! Παραξενεύοταν: «Η γης τις κατάπιε;» Οι πέρδικες άμα ακούγανε βήματα, σκορπούσανε στη στιγμή μια εδώ και μια εκεί και τρυπώνανε στους θάμνους.
Ή χαμηλώνανε και γίνονταν ένα πέρδικα και σαπολίθαρα. Και δεν ξετρυπώνανε και δεν ξεσηκώνονταν, ας πετούσε ο Γιάννης με το μεροκάματο τις πέτρες.
Άμα τόπαθε αυτό δυο τρείς φορές: «Α, κατάλαβα, τι τρέχει! Παίρνουν είδηση πως ζυγώνω και κρύβονται» «Το καλό το παλληκάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι». «Όποτε τις ακούω θα πλησιάζω πατώντας στα δάχτυλα και σκύβοντας το κορμί». Τόπε και τόκανε. Πέτυχε! Λίγο έλειψε να τις πατήσει! Τόσο καλά τα κατάφερε. Καθώς όμως τον αντιλήφθηκαν έξαφνα οι πέρδικες, σηκωθήκανε στο φτερό μονομιάς και το μεταλικό φτεροκόπημα έφερε κάποια ταραχή στο Γιάννη. Ξαναβρήκε στη στιγμή την ψυχραιμία του, σήκωσε το τουφέκι, αλλά ήταν αργά πια. Οι πέρδικες είχανε ξεμακρύνει και δεν τις φτάνανε τα σκάγια. Είχανε τραβήξει ίσα, ίσα, σφαίρα την κατηφοριά κι όταν βγήκαν από τη ζώνη του κιντίνου, γράψανε στον αέρα καμπύλες, στρίβοντας δεξιά αριστερά και προσγειώθηκαν. Τι θα κάνουν από τώρα κι ύστερα, για να κρυφτούνε, το ξέρανε αυτές κι ο Γιάννης.
Με τον καιρό συνήθισε το φτεροκόπημα κι έμαθε, να παίρνει σημάδι σε στόχο που πετούσε κι έφευγε χαμηλότερα από το μάτι του.
Στους λαγούς δεν δυσκολεύτηκε.
Τόνε πήρανε στο κυνήγι, το χειμώνα με το χιόνι, συντροφιές.
Αλλά αυτός ο τρόπος του κυνηγιού στο χιόνι δεν του άρεσε. «Αυτό δεν είναι κυνήγι» είπε. Σαν να σου έχουνε δεμένο το λαγό, τόνε τουφεκίζεις». Και δεν πήγε δεύτερη φορά στο χιόνι.
Όταν ήθελε λαγό πήγαινε πάντα στο ξέχιονο. Ο λαγός μόνος του πρόδινε που φώλιαζε. Έβοσκε γύρω κι άφηνε σημάδια. Έτσι ξέκοβε ο Γιάννης στην αρχή τον τόπο. Έπειτα, έπαιρνε γραμμή τα κέδρα και πετούσε πέτρες. Από κάποιο θάμνο πεταγόταν τέλος ο λαγός και τότε ο Γιάννης τον κρατούσε στον τόπο.
Με τον καιρό γυμνάστηκε το μάτι του κι έβρισκε αμέσως χωρίς κανένα σημάδι τους τόπους, που πιάνει ο λαγός.
Αν κι είχε γίνει ένας από τους πρώτους κυνηγούς, κανείς δεν τον ήθελε συντροφιά. Είχε συνηθίσει να παίρνει δρόμους μακρινούς και οι σύντροφοι κινδυνεύανε-γυρίζοντας το βράδυ-να απομείνουν μισοστρατίς από την κούραση.
Άμα ερχόταν ο καιρός, να ζευγαρώσουν τα πουλιά, κρεμούσε το τουφέκι του στον τοίχο. Τον Αύγουστο πια με το πέρασμα των τρυγονιών και των συκοφάγων θα το κατέβαζε από εκεί.
Γιώργου Ντεγιάννη
Μέσα στους λόγγους.
Πριν κοπεί το απέραντο δάσος, ζούσαν εκεί μέσα ένα σωρό βουκολιά. Αργά γελάδια γύριζαν ελεύθερα μέσα στους λόγγους. Τα βόδια ανασηκώνανε τους λαιμούς των, βγάνανε τη γλώσσα, τυλίγανε με αυτή το κλαρί της αριάς και το φέρνανε στο στόμα. Το σφίγγαν ανάμεσα στους κοφτήρες και στο τύλωμα, ανασηκώνανε το κεφάλι και κόβαν έτσι το κλαδί. Αμάσητο το κατάπιναν. Χρειαζόντανε πολύ κλαρί, για να γεμίσουνε τα στομάχια τους. Αν το μασούσανε πρώτα και το κατάπιναν ύστερα, θα ήταν αναγκασμένα να ξεροσταλιάσουν ορθά ολημερίς κι ολονυχτίς. Για αυτό μόλις το βάζανε το κλαρί στο στόμα, το φέρναν ένα γύρω στα σαγόνια και το κατεβάζανε στο στομάχι. Έτσι καταφέρνανε να χορτάσουν γρήγορα. Κατόπι πηγαίνανε στην πηγή. Σκύβανε το κεφάλι και πίνανε, πίνανε, ώσπου γινόνταν οι κοιλιές τους σα βαρέλια. Και τότε τρυπώνανε στο δρυμό, ξαπλωνόντανε κι αρχίζαν να αναχαράζουν την θροφή. Ο χιονιάς δε μπορούσε να ξεποτίσει τις πυκνές λόχμες. Ούτε κι ο ήλιος του καλοκαιριού. Τα δέντρα είχανε μπλέξει τους κλώνους των και δεν τον αφήνανε να περάσει ανάμεσα. Κάτι πάρα πάνω εμποδίζανε και το φως, να τρυπώσει στο βάθος της λόχμης.
Μήνες περνούσανε, χωρίς να δουν οι νοικοκυραίοι που τα είχαν. Δεν τους ένοιαζε. Που θα πηγαίνανε; Τα κρατούσε ο τόπος.
ΓΕΝΝΗΣΗ
«Σταμάτα σπίτι της και πες στην πεθερά της να φέρει κανα ρούχο γιατί γέννησε η νύφη της». Η νύφη είχε αφήσει το χωράφι για να πάει σπίτι να γεννήσει αλλά δεν πρόλαβε να φτάσει. Γέννησε σε μια άκρη του δρόμου. Στα χωράφια, πάνω στη δουλειά γένναγαν οι περισσότερες γυναίκες. Ακόμα και σήμερα διηγούνται ιστορίες για παιδιά τα οποία «τσούφ(υ)γαν» την ώρα του οργώματος ή την ώρα που έκαναν άλλες δουλειές στα χωράφια. Μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες της γέννας ή και αργότερα λόγω ασθενειών, η παιδική θνησιμότητα ήταν σε πολύ υψηλά ποσοστά. Προσπαθώντας να «συμβιβαστούν» οι μάνες με την ιδέα του θανάτου και αδύναμες να κάνουν οτιδήποτε, έλεγαν ότι «ο θεός μου δώσε πολλά παιδιά για να μ΄ πάρει μερικά».
Η προίκα, η διατήρηση του ονόματος, η θέση της γυναίκας γενικότερα, ήταν οι παράγοντες που έκαναν τους γονείς να θέλουν αγόρια. Με το σερνικοβότανο και οι άλλες «συνταγές», ήλπιζαν να τα καταφέρουν. Στην τελετή του γάμου έβαζαν πάντα αγόρια και στην τσέργα που έπαιρνε ο κουμπάρος αλλά και στα καπούλια του ζώου της νύφης. Αν η κοιλιά της γυναίκας ήταν ψηλά και μυτερή τότε θεωρούσαν ότι είναι αγόρι, αν ήταν κάτω και στρογγυλή τότε υπήρχε στενοχώρια στην οικογένεια μιας κι ήταν σίγουροι ότι θα βγει κορίτσι. Η μαμή με ένα χωνί που έβαζε στην κοιλιά της λεχώνας άκουγε το μωρό.
ΜΑΜΕΣ
Η μαμή του χωριού. Πρόσωπο σεβαστό έχαιρε γενικής εκτίμησης στο χωριό σαν αναγνώριση της προσφοράς της. Αιώνες ολόκληρους προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.
Η μαμή ξεγένναγε τη γυναίκα, αφαλόκοβε το νεογέννητο, το αλάτιζε, το σπαργάνιαζε και φρόντιζε τη λεχώνα.
Όταν ερχόταν η ώρα της, φώναζαν τη μαμή. Αν η μαμή διαπίστωνε ότι πράγματι ήταν η ώρα, έβαζε την έγκυο να κρατηθεί από τον μπατζά του τζακιού και κάθε τόσο της σήκωνε τη φούστα για να ζεσταθεί. Κατόπιν έβαζε τη γυναίκα να γονατίσει με τα πόδια ανοιχτά. Συγχρόνως έκαιγαν και λιβάνι για να ξορκήσουν τα κακά δαιμόνια αλλά και για πρακτικούς λόγους. Το λιβάνι ζάλιζε τη γυναίκα και έτσι άντεχε πιο πολύ τους πόνους. Μόλις γεννιόταν το παιδί, του έκοβε τον ομφάλιο λώρο. Έπαιρνε τα ρούχα, πήγαινε στο ποτάμι και τα έπλενε. Έθαβε τον πλακούντα. Το νερό που είχε πλύνει το μωρό το έχυνε σε απόμερο σημείο. Κατόπιν αλάτιζε το μωρό και το τύλιγε με τα σπάργανα και τις φασκιές. Την τρίτη ημέρα είχαμε τα «κολυμπούδια» ή τα «πλυσίματα». Έπλενε η μαμή το μωρό στη σκάφη, και γινόταν το ασήμωμα. Όσα χρήματα έπεφταν στη σκάφη ήταν η αμοιβή της μαμής.
Κούνια του μωρού ήταν το κουβέλι (παλιά κυψέλη), κομμένο στη μέση.
Περισσότερα: Ο κύκλος της ζωής στη Στενή«Ένας στρατιώτης έρχεται τον ανήφορο», είπανε τα παιδιά, που παίζανε στη «Βρυσίτσα», εκεί στο έβγα της Κλεισούρας. Σταματήσανε το παιχνίδι τους και περιμένανε να φτάσει, περίεργα να τον δούνε από κοντά. Όταν πλησίασε: «Αυτός δεν είναι στρατιώτης», είπε χαμηλόφωνα ένα παιδί. «Οι στρατιώτες έχουνε κουμπιά. Αυτός φορεί στολή χωρίς κουμπι
Δεν πρόλαβε να πει άλλονε λόγο, γιατί ο στρατιώτης έφτασε εκεί που είχανε μαζευτεί τα παιδιά-στο πλάι στο δρόμο- και τα χαιρέτησε με γλυκό χαμόγελο. Τα πιο μεγάλα δε στάθηκαν ούτε «καλωσόρισες» να του πούνε. Γίναν άφαντα, καπνός τον ανήφορο. Από όπου μπορούσε το καθένα να σκαρφαλώσει πιο γρήγορα, πεταχτήκανε στο σύρραχο κι ισιωμάτισαν αστραπή κατά την «Κρύα Βρύση». Οι φτέρνες τους σηκωνόνταν ως τα αυτιά, ποιο να προσπεράσει. Και μέσα στον κοντανασασμό ξεφωνίζανε, ποιο να ακουστεί. Η Μηλιά η Δήμαινα, που δύσκολα έπαιρνε είδηση τι γίνεται έξω στο δρόμο, γιατί βουίζανε τα αυτιά της από το τάκου-τούκου του αργαλειού, σαν κάτι να άκουσε από φωνές στριγγές πνιγμένες. Τι είναι; Είπε μέσα της, απίθωσε τη σαΐτα απάνω στο υφάδι, κράτησε το ξυλόχτενο κι έβανε αυτί να ακούσει τι τρέχει.
Καμιά αμφιβολία δεν έχει τώρα, πως είναι φωνές κι όσο περνούνε οι στιγμές, τις ακούει πιο δυνατές και πιο κοντά, ώσπου τέλος ξεχωρίζει τι φωνάζουν:
«Θειά Μηλιά! Θειά Μηλιά!»
Κι όσο να πεταχτεί από τον αργαλειό: «Θειά Μηλιά» πολύ δυνατά και πολύ κοντά. «Τα συχαρίκια, έρχεται ο Γιάννης σου!»
Η καημένη η μάννα από τη συγκίνηση δεν πετύχαινε να ανοίξει την πόρτα. Όσο να βγει να δει, να ρωτήσει, ο Γιάννης είχε αγναντέψει στο ίσιωμα.
Στην αυλόπορτα τόνε προλαβαίνει κι αρπάζεται από το λαιμό του. Τόνε τραβάει να χαμηλώσει και τόνε σταυροφιλεί και τόνε βρέχει με τα δάκρυά της. Βρύση τρέχανε τα μάτια της. Που να προλάβει ο Γιάννης να τις φιλήσει το χέρι!
Κρατώντας τον κι από τα δυο χέρια, φτάσαν ως τη σκάλα. Τα παιδιά τα λησμόνησε ολότελα. Δεν τά βλεπε, που την είχανε κυκλώσει ολόγυρα και τήνε παρακολουθούσαν άφωνα.
Όταν ανασήκωσε το πόδι της, να ανέβει το πρώτο σκαλοπάτι, τότε αντιλήφτηκε ,πως ήταν αυτό πέρα-πέρα πιασμένο από παιδιά, που είχανε τις πλάτες γυρισμένες κατά τη σκάλα και κοιτάζανε τη μάνα με το γιό της στο γυρισμό.
«Ανεβείτε παιδιά μου, να σας φιλέψω», τους είπε. Αλλά αυτά μεριάσανε, να περάσει ο Γιάννης. Και στάθηκαν εκεί στην αυλή, ώσπου κατέβηκε η Δήμαινα και τους μοίρασε μια ποδιά καρύδια για τα συχαρίκια.
Αυτό έγινε στη στιγμή. Μπαίνοντας στο σπίτι έριξε η μάνα ένα σκαμνί με ένα προσκέφαλο, να καθήσει ο Γιάννης, και κοίταξε, να φιλέψει τα παιδιά, να μην περιμένουν.
Τώρα πια είναι μοναχοί τους. Η μάνα καθισμένη πλάι του, τον έχει στα δεξιά, στηρίζει το χέρι της στον ώμο του και δε χορταίνει να τον κοιτάζει. «Πως πέρασε τόσος καιρός! Πως μεγάλωσες! Πως μέστωσες!» Κι ύστερα σηκώνεται, να του φέρει το ένα και το άλλο.
«Έλα κάθησε μάνα! Δε θέλω τίποτε. Είμαι ως το λαιμό χορτάτος από τη χαρά μου. Κάθησε να σε ξεπονέσω».
Γιώργου Ντεγιάννη
«Μέσα στους λόγγους»
Την 1 του Μάη του 1934 η θεία Λένη Κυράνα (Στρουμπούλα) πήγε στον Αι Λιά, μαζί με τις λίγο μεγαλύτερες Δημητρούλα του Γκρά, την Γιαννού του Σιμιτζή και κάποιες άλλες κοπέλες που δεν θυμάται, την έντυσαν πιπεριά με τα γκιργκιφίσα, την παραδοσιακή φορεσιά και ξεκίνησαν χορεύοντας για το χωριό. Στο δρόμο μάζευαν λουλούδια και πρασινάδα, έντυναν το καλάθι τους και την πιπεριά. Μόλις έφταναν στο χωριό έπαιρναν με την σειρά όλα τα σπίτια. Στο κάθε σπίτι χόρευαν και τραγούδαγαν.
Πιπεριά, γλυκιά ροδιά,
γρήγορα στον Αι Λιά
κι ο Αι Λιάς στους ουρανούς
να βρέξει για τους γεωργούς
για τα στάρια, τα κριθάρια
του φτωχού τα παρασπόρια
Οι νοικοκυρές τις φίλευαν με αυγά, τυρί κλπ.
Αυτό βέβαια σύμφωνα με τις μαρτυρίες που συγκεντρώσαμε ήταν, όταν το έθιμο είχε φθάσει στην παρακμή του και ήταν τη χρονιά που σταμάτησε. Αρκετά παλαιότερα ήταν τελείως διαφορετικό. Σε περιόδους ξηρασίας, όλο το χωριό μαζευόταν στου Νασάκη το μύλο στην καμάρα στην Κάτω Στενή. Η πιπεριά φόραγε την παραδοσιακή φορεσιά. Την γέμιζαν πρασινάδα και την κατάβρεχαν με το νερό που έπεφτε στο μύλο. Όλοι μαζί ξεκίναγαν τραγουδώντας για τον Άι Λιά. Χόρευαν γύρω γύρω από την εκκλησία κατάβρεχαν την πιπεριά με νερό, ούτως ώστε να βρέξει και την έραναν με άνθη.
Σύμφωνα με τις ίδιες μαρτυρίες μετά από λίγο καιρό πάντα έβρεχε.
Το έθιμο της πιπεριάς έτσι όπως το ακούσαμε έχει πολλές ομοιότητες με το αναβιωμένο έθιμο της πιπεριάς στην Κερασιά.
Στον Αι Λιά πήγαιναν γιατί είναι ο Άγιος που είχε δώσει εντολή να κλείσουν οι ουρανοί για τρία χρόνια και έξι μήνες όταν είχε οργιστεί από τις αμαρτίες των ανθρώπων.