steni.gr
(Όπως μας τη διηγήθηκε ο Αντιστράτηγος Ε.Τ. ΒΥ/ΓΕΣ, Μπεληγιάννης Γεώργιος)
Η πίστις εις τον Θεόν, εγκυμονεί την ελπίδα και η ελπίδα ξεφυτρώνει το αγλάισμα της ζωής του ανθρώπου με τόλμην και ακατανίκητον δύναμιν.
Το 1941 ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος τελείωσε ύστερα από την επέμβαση και της Γερμανίας, διότι τότε η Ελλάς δεν ήτο δυνατόν να αντιμετωπίσει δύο αυτοκρατορίες.
Τότε εγώ βρέθηκα στο χωριό μου τη Στενή Ευβοίας, σε ηλικία 22 χρόνων, με το βαθμό του Υπολοχαγού. Παρακολουθούσα και εγώ την ζωή μας υπό την κατοχήν και ένιωθα φρίκην και απογοήτευσιν για ότι έβλεπα να γίνεται. Για τον λόγον αυτόν αποφάσισα να ενταχθώ εις μίαν οργάνωσιν «Όμηρος», η οποία έκανε ότι μπορούσε εναντίον των κατακτητών. Μίαν ημέραν του Οκτωβρίου 1942, η οργάνωσις με εκάλεσε και μου έδωσεν μίαν εντολήν καθώς και λίγα χρήματα, τα οποία ίσως να μου χρειασθούν. Η αποστολή την οποίαν ανέλαβα ήταν να μεταβώ εις Κάρυστον και να οργανώσω μιαν ομάδα πληροφοριών η οποία θα μας μεταδίδει πληροφορίας για ην παρουσία εχθρικών πλοίων στην θαλάσσια περιοχή και να τα μεταδίδουμε στο στρατηγείο του Καΐρου για τα περαιτέρω. Ανέλαβα την αποστολήν αυτήν και σε λίγες μέρες έφτασα εις Κάρυστον με μία βενζινάκατον, εις τον χώρον αποβίβασις των επιβατών. Μία Ιταλική περίπολος παρακολουθούσε την αποβίβαση. Όταν αποβιβάστηκα εγώ, ένας ιταλός της περιπόλου με διέταξε να περιμένω πλησίον της περιπόλου. Εν συνεχεία με παρέλαβαν και με παρουσίασαν στην Γερμανικήν διοίκησιν.
Η Γερμανική διοίκησις κατέγραψε όλα τα αντικείμενα που είχα επάνω μου και μετά η περίπολος με οδήγησε εις την Ιταλικήν διοίκησιν.
Η Ιταλική διοίκησις, αφού έκανε μίαν μικράν εξέτασιν, με παρέδοσεν εις έναν αξιωματικόν ο οποίος με παρέλαβε και με οδήγησε στην φυλακή, αφού ετοποθέτησε έναν ένοπλον στρατιώτη φρουρόν μου. Εκεί εις την φυλακήν παρέμεινα κλεισμένος μέχρι το βράδυ. Βράδιασε και μέσα εις την φυλακήν ήταν σκοτάδι, κρύο και πείναγα, ενώ είχα μια αφάνταστη αγωνία για το τι θα γίνει με μένα. Έλεγα μέσα μου: πρέπει να φύγω από την φυλακήν αν είναι δυνατόν σήμερα γιατί από αύριο και μετά θα είναι αδύνατον. Αγωνιούσα τρομερά και δεν ήξερα τι να κάνω. Μέσα στην μεγάλη μου αγωνία, τη νύχτα, τα μεσάνυχτα, σηκώθηκα όρθιος έκανα το σταυρό μου και είπα «Θεέ μου, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη κατάσταση, βοήθησέ με, δεν έκανα τίποτα κακό, όλα για την Πατρίδα μου» και κάθησα εκεί μέσα, στο δυνατό σκοτάδι και σκεπτόμουνα. «Τι να μου κάνει κι ο Θεός, μέσα στη φυλακή, σε τέσσερις τοίχους ενός ισογείου δωματίου» και περίμενα να ξημερώσει, να δω τι θα γίνει για μένα. Οι ώρες περνούσαν, η αγωνία μου μεγάλωνε και εγώ περίμενα.
Μέσα σε αυτή τη μεγάλη αγωνία μου, ξαφνικά άκουσα ένα περίεργο θόρυβο. Αμέσως σύρθηκα μέσα στο σκοτάδι προς την πόρτα και από το μικρό και βρωμερό τζαμάκι είδα να πέφτει μια τρομερή και ασταμάτητη βροχή, ένιωσα μια αφάνταστη χαρά και είπα μέσα μου. «Ω Θεέ μου, να η βοήθεια που τόσο τη ζητούσα» και η χαρά μου και η ελπίδα μου συναντήθηκαν και όπλισαν το χέρι μου, με την θαρραλέα απόφαση να ανοίξω την πόρτα και να πηδήξω έξω από τη φυλακή, στην ελευθερία, αποφασισμένος να αγωνιστώ με δύναμη. Ήμουν νέος και είχα τη δύναμη να αγωνιστώ για τη ζωή ή και για τον θάνατο ακόμη.
Ευτυχώς, έξω εκεί δεν υπήρχε κανείς και αμέσως έτρεξα προς τον αυλόγυρο. Πήδηξα στο δρόμο και περπατούσα γρήγορα για να φύγω μακριά απ΄ την πόλη, πριν ξημερώσει. Ο δρόμος αυτός οδηγούσε στη Χαλκίδα σε απόσταση 130 χιλιομέτρων. Όλη τη μέρα περπατούσα και πριν νυχτώσει έφτασα σε ένα χωριό, στον Αλμυροπόταμο. Ζήτησα και βρήκα το σπίτι του παπά. Του είπα το πρόβλημά μου και μου ΄δώσε κάπου να κοιμηθώ για τη νύχτα αφού με οδήγησε σε μια αποθήκη γεμάτη με άχυρο και χόρτα. Εκεί κοιμήθηκα βρεγμένος, κουρασμένος και πεινασμένος και πριν ακόμα ξημερώσει, σηκώθηκα και συνέχισα την πορεία μου με προσοχή και με τη σκέψη να φτάσω στη Χαλκίδα πριν να νυχτώσει. Και πράγματι έφτασα πριν να νυχτώσει.
Με προσοχή, κατευθύνθηκα εκεί όπου έμενα και έφτασα κουρασμένος και πεινασμένος, αλλά και με χαρά για τη σωτηρία μου. Έκανα ότι έπρεπε και την άλλη μέρα ήλθα σε επαφή με την οργάνωση, τους είπα ότι έγινε και μου συνέστησαν να μην κυκλοφορώ εις την πόλιν για να αποφευχθεί η πιθανότητα σύλληψης μου και ότι θα με φυγαδεύσουν στην Μέση Ανατολή, πράγμα το οποίο σε δύο μέρες έγινε και έφθασα στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις της Μέσης Ανατολής.
Γεώργιος Μπεληγιάννης
Αντιστράτηγος Ε.Τ. ΒΥ/ΓΕΣ
Θα σας διηγηθώ ένα περιστατικό του Ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41.
Υπηρετούσα στην Κορυτσά της Αλβανίας, με πληθυσμό εκείνη την εποχή Ελληνικό κατά 80%.
Είχα υπό τον έλεγχο μου δύο Ραδιογωνιόμετρα, τα οποία ηδύναντο να εντοπίζουν σταθμούς ασυρμάτου του Ιταλικού στρατού, την θέσιν από την οποίαν εξέπεμπον. Εδίδοντο τα στοιχεία εις την Ελληνικήν Αεροπορίαν, η οποία και προέβαινε στον βομβαρδισμό και στην καταστροφή του. Εις εκ των σταθμών ραδιογωνιομέτρου, είχε εγκατασταθεί εις θαμνώδη τοποθεσία της περιοχής Μπόγραδετς, ένθα μετέβαινα με όχημα προκειμένου να εφοδιάσω τους χειριστάς με τρόφιμα και να παραλάβω τα συλλεχθέντα στοιχεία.
Όλη η Αλβανία ήτο χιονοσκεπής κατά 30 εκατοστά.
Ενώ πλησίαζα προς το Μπόγραδετς, το όχημα «κάθισε» στο δεξιό χαντάκι και ακινητοποιήθη. Πλησίον του περιστατικού, ευτυχώς, ευρίσκετο μια μοίρα πυροβολικού και εις απόστασιν 300 περίπου μέτρων ήταν εγκατεστημένη μία μεγάλη σκηνή.
Την επλησίασα για να ζητήσω βοήθεια και μόλις εισήλθα εντός της σκηνής, αντίκρισα τον Διοικητήν της Μοίρας κύριον Δημήτριον Γιαννούκον, τον διδάσκαλον της Στενής, όστις ήτο και θείος μου και αφού μας περιποιήθηκε, έδωσε εντολήν σε συνεργείο της Μοίρας, το οποίον με τα μέσα που διέθετε, εξήγαγε το όχημα από το σκεπασμένο χαντάκι από το χιόνι.
Κατόπιν αυτού ανεχώρησα για την εκτέλεση της αποστολής μου. Πάντως αυτή η συνάντηση εν πολέμω, ήτο συγκινητική.
Ο Διοικητής αυτής της Μοίρας Πυροβολικού, ήτο εξαίρετος. Αυτά είναι τα πολύ περίεργα υπό συνθήκες πολέμου.
Σπύρος Ν. Τσουτσαίος
Σύντομος βιογραφία του Σπύρου Τσουτσαίου του Νικολάου
( Όπως μας τη Διηγήθηκε ο ίδιος)
Στη Στενή λειτουργούσε εξατάξιο Δημοτικό Σχολείο, στο κτίριο που τώρα είναι Δημοτικό Κατάστημα.
Διέθετε δύο αίθουσες αρκετά ευρύχωρες, γραφείο διδασκάλων, μεγάλο προαύλιο προς τα βόρεια.
Στη σημερινή πλατεία υπήρχε διώροφο κτίριο, που ήταν εγκατεστημένη η διοίκησις του τέως Δήμου Διρφύων, που η γενιά μας δεν εγνώρισε.
Ο Άνω όροφος διέθετε δύο αίθουσες διδασκαλίας. Εδώ άρχισε να λειτουργεί το ονομαζόμενο «Σχολαρχείο» τριών τάξεων με δύο καθηγητάς εκ Μικράς Ασίας, με το όνομα Ιωαννίδης αμφότεροι.
Ο ένας εκ των δύο εδίδασκε Γαλλικά και δευτερεύοντα μαθήματα, ο άλλος μαθηματικά κλπ. Αμφότεροι ήσαν εξαιρετικοί. Ο μαθηματικός έλεγε στον Πατέρα μου «Κολιό, αυτό το παιδί να το στείλεις στη Χαλκίδα», δηλαδή στο Γυμνάσιο. Αυτό δεν έγινε και με έστειλε ο πατέρας μου να εργαστώ στα μεταλλεία.
Περίμενα να αποστρατευθώ και απολυόμενος να δω ποιο θα είναι το μέλλον μου. Εστρατεύθην ομού με τον Αθ. Μακρήν και τον Αθ. Ντούρμαν στο σύνταγμα τηλ/τών στο ΡΟΥΦ Αθηνών με την ειδικότητα, εγώ «ασυρματιστής», ο Αθ, Μακρής «τεχνικός μηχανών» και ο Αθ. Ντούρμας «οπτικά μέσα».
Ο υποφαινόμενος εξεπαιδεύθην με 50 συναδέλφους, στη λήψη γραμμάτων MORS. Εκείνη την εποχή οι ασύρματοι δεν διέθεταν μικρόφωνο, αλλά χειριστήριον ΜΟΡΣ. Μεταξύ των 50 έπαιρνα 140 περίπου γράμματα MORSΣ στο λεπτό, ενώ οι υπόλοιποι ολιγότερα των 110-120.
Διότι ήμουν ο Νο 1 ο λοχαγός με υπεραγαπούσε.
Απελύθην του στρατού και συγκέντρωνα δικαιολογητικά για το Εμπορικό Ναυτικό ως ασυρματιστής. Επεσκέφθην τον Συνταγματάρχη Παντελή Παπαγεωργίου και του εξήγησα τις σκέψεις μου. Η απάντησή του ήτο «Θα πας να παρουσιαστής στο Σύνταγμα που ήσουν» και πήρε τηλέφωνο τον Δ/τη του Συν/τος Τηλ/τών, με τον οποίον συνεζήτησε το θέμα και πράγματι παρουσιάσθην στο γνωστό Σύνταγμα την επομένην.
Μετά ένα μήνα μετετέθην στο τάγμα Τηλ/τών Θεσσαλονίκης, όπου ανέλαβα ως ασυρματιστής σε μεγάλο ασύρματο που επικοινωνούσε με Αθήνας (ΡΟΥΦ).
Μετά ένα περίπου έτος, επανήλθον εις Αθήνας. Τώρα ως επιλοχίας, κατόπιν εξετάσεων, αρχίζει ο αγώνας με φροντιστήρια, μαθηματικά βέβαια, γιατί τα υπόλοιπα ήθελον μελέτην.
Το 1940-41 εξερράγει ο πόλεμος Ελλάδος-Ιταλίας, η οποία είχε σύμμαχον την Γερμανίαν. Ήμουν σε κλιμάκιο του Λόχου ΡΑΔΙΟΓΩΝΙΟΜΕΤΡΩΝ, με έδρα τα Ιωάννινα. Εζήτησα να μεταβώ στην πρώτην γραμμήν και απεστάλην στην Κορυτσά. Με δέκτες ασυρμάτου εντοπίσαμε Ιταλικάς εκπομπάς και με ραδιογωνιόμετρα καθορίζαμε τον χώρον εκπομπής και ενημερώνετο προς τούτο η Αεροπορία.
Όταν μας επετέθη και η Γερμανία, διεκόψαμεν τις επιχειρήσεις, οπότε ήρχισε η επιστροφή προς την Ελλάδα.
Το επιτελείο με ετοποθέτησε στην υποδ/ση της Χωρ/κής Χαλκίδος. Μετά ένα περίπου έτος ανεχώρησα με σκάφος, που πραγματοποιούσε δρομολόγια κρυφίως προς Τουρκία.
Για να μη μακρυγορώ, από Σμύρνη αναχωρήσαμε για Συρία και μετά τρεις ημέρες για Παλαιστίνη, όπου το Γ.Κ.Ε.Σ με σχολές Πυροβολικού, Πεζικού, Διαβιβάσεων, οδηγών Αυτοκινήτων, με εκπαιδευτές Έλληνας αξιωματικούς και Βρετανούς.
Από τη Χαλκίδα αναχωρήσαμε, με τους Οδυσσέα Αγγελή, Ηλία Παλαιολόγο και δύο Χαλκιδείς αξιωματικούς.
Εκεί εξεπαιδεύθην από τους Βρετανούς και επί ενάμιση περίπου έτος,
Η Ταξιαρχία μετονομάσθη από 36η σε 3η Ορεινή Ταξιαρχία και απεστάλη προς ανασυγκρότησιν εις Λίβανον. Απεστάλησαν δε και εκπαιδευταί, μεταξύ των οποίων ήμουν και εγώ.
Μετά δίμηνον η Ταξιαρχία απεστάλη εις Ιταλίαν, λαβούσα μέρος στις επιχειρήσεις του Ρίμινι.
Το 1944 επέστρεψα στην Ελλάδα.
Το 1946-49 εξεδηλώθη εμφύλιος πόλεμος. Ήταν ένας πόλεμος με χιλιάδες θύματα και καταστροφή περιουσιών, δημοσίου και ιδιωτών.
Ο υποφαινόμενους έλαβε μέρος ως αξιωματικός διαβιβάσεων στην 36η Ορεινή Ταξιαρχία από 1946-1949.
Προαγωγαί.
Ταγματάρχης κατ΄εκλογήν
Αντισυνταγματάρχης κατ΄εκλογήν
Συνταγματάρχης Ε.Α. λόγω ορίου ηλικίας.
Σχολαί.
1)-Ανθυπολοχαγών 6 μήνες
2)-Λοχαγών 6 μήνες
3)-Αντισυνταγματαρχών 6 μήνες
4)-Σχολή Διοικητών Μονάδων Πεζικού Χαλκίδας 6 μήνες (θα έδινα εξετάσεις για το σχολείο πολέμου, αλλά με κατελάμβανε το όριο ηλικίας)
5)-Σχολή Διαβιβάσεων εις εν Γερμανία (Άνσμπαχ), εγγύς του Μονάχου. 3 μήνες.
6)-Σχολή διαβιβάσεων εις ΗΠΑ Βαλτιμόρη 3 μήνες
7)-12 έτη εις ΓΕΕΘΑ διευθυντής γραφείου, εις ο μου αποστέλλοντο υπό του ΝΑΤΟ Ιταλίας, μυστικοί κώδικες και τους επέδιδα ιδιοχείρως εις στρατιωτικούς ακολούθους Γαλλίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Αγγλίας, Αμερικής. Ταξίδευα ανά δίμηνον αεροπορικώς.
8)-Το 1964 μετετέθην στο 487 Τάγμα Διαβιβάσεων ΓΕΣ.
9)-Το 1970 απεστρατεύθην λόγω ορίου ηλικίας
10)-Το 1971 διορίσθην Δήμαρχος Χαϊδαρίου εις ο παρέμεινα μέχρι της μεταπολιτεύσεως.
Αυτή ήτο μια ταραχώδης ζωή, που ο Ελληνικός λαός δεν πρέπει να ξαναζήσει. Τώρα πλείστοι όσοι γείτονες καιροφυλακτούν να μας κατασπαράξουν. Δυτική Θράκη, Βόρειος Ελλάδα, Ήπειρος, Αιγαίον, Κύπρος.
Σπύρος Τσουτσαίος
«…Τα καλκατζούρια ήρθαν. Πιδιά μη γυρίζιτ΄ όξου του βράδ΄ γιατ΄ έχνι έρθ΄ τα ξουρκισμένα κι θα σας πάρνι.
Να ΄δω στου ριματάκ΄ ψες του βράδ΄ πήραν του Μπαρμπατάσου απ του γιφυράκ΄ κι τουν έρξαν μέσα στου νιρό. Είδι κι έπαθ ου άνθρουπους να βγει κι να γλυτώσ΄ απ΄ τα χέρια τ΄ς.
Τα ίδια έπαθ προυχτές κι η Σταμούλα τ΄ν έκαναν λούτσα κι κόντιψ να πνιγεί» Είπε η Παρασκευάνα ένα βράδυ που καθόμασταν στο τζάκι.
-Ο Μπάρμπα Τάσος ο Μπαρμπούρης (Μπαρμπούρας), όπως και οι πιο πολλοί παππούδες της δεκαετίας του ΄50 τα «έτσουζε» στο καφενείο του Κατού (Κώστας Παλαιολόγος) με την παρέα του και ύστερα «ψιλοσουρωμένος» ερχόταν σπίτι. Είχε νυχτώσει για καλά. Η θεία Πάτρα, η συντρόφισσά του τον περίμενε.
Τότε ηλεκτρικό δεν υπήρχε. Λασπουριά, κακό και σκοτάδι στα σοκάκια. Μια ψευτολάμπα πετρελαίου κάπου-κάπου. Όταν έφτασε στο γεφυράκι του Χατζή (Κώστας Γιαλός), παραπάτησε κι έπεσε στον «αβρό» που ήταν γεμάτος νερό και δυσκολεύτηκε να βγει, λόγω του κρασιού.
-Η καημένη η Σταμούλα εξ άλλου, πριν πέσει ένα βράδυ του Δεκέμβρη για ύπνο, κατέβηκε στην «κοπριά» που ήταν δίπλα στο ρεματάκι για να κάνει την ανάγκη της (τότε δεν είχαμε τουαλέτες και wc). Όπως λοιπόν ήταν σκοτεινά κι έβρεχε, γλίστρησε κι έπεσε μέσα στο νερό.
Η Παρασκευάνα «αξιοποίησε» τα δύο περιστατικά κατάλληλα, χρησιμοποιώντας τους καλικαντζάρους, ώστε να μαζευόμαστε νωρίς στο σπίτι.
Ας είναι αιωνία η μνήμη των τριών γερόντων μας.
Δημήτριος Πέτρου
(εγγονός Παρασκευάνας)
Ο Γιώργος Ντεγιάννης, αναφέρεται σε φωτιά όπου όλο το χωριό έτρεχε να βοηθήσει στο σβήσιμό της εκτός από μια εξαίρεση:
Ο χασάπης λαχταράει πότε να φτάσει η φωτιά να φάει το δάσος.
Ξεχώριος από όλους είναι ο χασάπης. Κρυφογελάει μέσα του Θέλει, λαχταράει πότε να φτάσει η φωτιά, να φάει το δάσος! Να γίνει ο λόγγος κάψαλο, να χωθεί στο χορτάρι, να πετάξει για κλαρί, για να βοσκήσουνε, να παχύνουνε τα σφαχτά του. Χρήματα θέλει αυτός. Για το χωριό δεν τόνε μέλλει! Άς χαλάσει, να πηγαίνει και σφάζει αλλού.
Αυτά σκέφτεται!
Αλλά δεν τόνε ρωτάς, τολμάει να το πει σε κανέναν; Με τις πέτρες θα τόνε θάψουνε, να πάει πρώτος αυτός κι ύστερα το δάσος.
Δεν κοτάει μάλιστα, ούτε να μείνει στο χωριό. Όχι από το Νόμο, που τον υποχρεώνει να δώσει χέρι, για να σβήσει η πυρκαϊά, παρά από την οργή του λαού.
Για αυτό μόλις το μάθανε, κατά που είναι η φωτιά, κι είπανε ποιο δρόμο θα πάρουνε, για να τις βγούνε μπροστά, ο χασάπης ξέκοψε πρώτος και μόνος του τον ανήφορο. «Εγώ πηγαίνω» είπε, «άμα ετοιμαστείτε, έρχεστε κι εσείς από κοντά!»
Αλλά μόλις ξεμάκρυνε ως χίλια μέτρα από το χωριό, ρίχνει ολόγυρα μια ματιά, κι αφού βεβαιώθηκε, πως κανείς δεν τόνε βλέπει, αφήνει το δρόμο, περνάει το ποτάμι και χώνεται σε μια πλατάνα κουφάλα, στην πέρα μεριά.
Χοντρός όμως όπως ήτανε ,δε χωρούσε καλά και δεν κρύφτηκε όλος. Τα πόδια μείναν έξω και τα συμμάζεψε κατά το κορμί της πλατάνας. Φαινόταν η ούγια της φουστανέλας του.
Έτσι, όταν ανηφόρισαν οι χωριανοί και τραβούσαν ίσια, ολότελα στην τύχη τόνε λόγιασε το μάτι του μπάρμπα-Κώστα του Καλιμπά. Και τόνε γνώρισε κιόλας στη στιγμή.
«Α, χασάπης!» «Α, χασάπης!»Ήθελε να πει: «Να ο χασάπης!» και γέλασε για το χάλι του.
Όλους τους έκαμε να γελάσουνε, χωρίς να έχουν όρεξη. Όπως η γριά Ιάμβη η υπηρέτρια του Κελεού, του βασιλέα της Ελευσίνας με τα χωρατά της, έκαμε για πρώτη φορά τη Δήμητρα να γελάσει. Η θεά τριγυρνούσε παντού, εννιά νύχτες νηστική και μεταμορφωμένη σε γριά γυναίκα. Κρατώντας αναμμένα δαδιά έψαχνε να βρει την Περσεφόνη της. Τότε τήνε φιλοξένησε ο Κελεός κι αυτή τη φορά ήτανε, που είπε τα αστεία η Ιάμβη.
Ο αστυνόμος έστειλε ένα χωροφύλακα και τον έφερε το χασάπη με τη βία. Ακολουθούσε με κρεμασμένα μούτρα, σα μουτζουρωμένος.
Γιώργος Ντεγιάννης «Μέσα στους λόγγους»