steni.gr
Το είχαμε σαν τάμα εμείς οι κατωχωρίτες, μια φορά το χρόνο, πάντα πριν της Παναγίας, να λειτουργούμε την Παναγία τη Χιλιαδού. Οργανωτής ο αείμνηστος Ηρακλής (Τσακλής) Παλαιολόγος. Οι γυναίκες του χωριού ετοιμάζονταν μέρες γι' αυτή την εκδρομή από το χωριό στην εκκλησία – η μια και μοναδική εκδρομή το χρόνο. Φαγητά, καφέδες, στρώματα, κουρελούδες, σκεπάσματα.
Όλη η Κάτω Στενή άλλαζε όψη τις ημέρες εκείνες. Ο Τσακλής μας στοίβαζε όλους στην καρότσα ενός φορτηγού - μέσο ερασιτεχνικό πλην μεγαλοπρεπές.
Στην καρότσα βάζαμε τάβλες σαν αυτοσχέδια καθίσματα. Ο δρόμος ήταν άσχημος, ο χωματόδρομος «τρικυμιώδης». Κάναμε πάνω από δυο ώρες να φτάσουμε στην εκκλησία. Όμως, με τα καλαμπούρια και τα χωρατά του Τσακλή δεν καταλαβαίναμε για πότε φτάναμε.
Περισσότερα: Το τάμαΠαιδικό παιχνίδι, που παίζεται από δύο αντίπαλες ομάδες, που κυνηγούν η μία την άλλη. Η κάθε ομάδα έχει το δικό της χώρο (την αμπάρτζα της), που είναι ο ένας στο ακριβώς απέναντι σημείο από τον άλλον. Δικαίωμα να κυνηγήσει έχει το παιδί που έχει ξεκινήσει αργότερα από την «αμπάρτζα» του. Αυτός που ενώ κυνηγιέται από ένα παιδί της αντίπαλης ομάδας, καταφέρει και φτάσει στο χώρο του, αυτομάτως αποκτά το δικαίωμα να γίνει αυτός ο διώκτης. Γι αυτό και η φράση «παίρνω αμπάρτζα κι έρχομαι», που σημαίνει πως έχει το πάνω χέρι, γιατί έχει το δικαίωμα να κυνηγήσει αυτός τον αντίπαλο και κατ΄ επέκταση αυτός που έχει τα στοιχεία εκείνα, που του δίνουν την αίσθηση της υπεροχής.
Όταν κάποιο παιδί «έπιανε» ένα άλλο παιδί της αντίπαλης ομάδας το φυλάγανε στη δικιά τους μεριά σαν «αιχμάλωτο», καθώς και όσα παιδιά συλλαμβάνονταν. Αν όμως κάποιος από την άλλη ομάδα κατάφερνε να φτάσει στο μέρος που φύλαγαν τους ¨αιχμαλώτους¨ και τους άγγιζαν αυτοί ελευθερωνόντουσαν και συνέχιζαν το παιχνίδι.
Ήταν ένα παιχνίδι που απαιτούσε αντίληψη, συνεργασία, συντονισμό και «στρατηγική σκέψη».
Γιάννης Γιαννούκος
Επειδή κάποτε τα έτοιμα παιχνίδια δεν είχαν εμφανιστεί στο χωριό μας, τα παιδιά βολεύονταν με ότι υλικά έβρισκαν μπροστά τους Από το γουρούνι που έσφαζαν οι γονείς τους τα Χριστούγεννα, έπαιρναν την φούσκα (ουροδόχος κύστη), την έτριβαν με στάχτη για να καθαρίσει και ήταν έτοιμη για φούσκωμα. Ο πόλεμος παιζόταν με χειροποίητα ξύλινα όπλα, τα κορίτσια έφτιαχναν πάνινες κούκλες και έβαζαν μαλλιά από την ουρά του αλόγου. Οι χωμάτινοι βόλοι γίνονταν εύκολα μιας και το χωριό μας έχει πολύ κοκκινόχωμα. Κυνηγητό, κρυφτό, αμπάριζα, μακριά γαϊδούρα, τυφλόμυγα. ήταν από τα παιχνίδια που δεν χρειάζονταν εξοπλισμό. Βέβαια τα παιχνίδια άλλαζαν ανάλογα με την ηλικία και το φύλο.
Αγαπημένο παιχνίδι για τα αγόρια από μια ηλικία και μετά ήταν ο πετροπόλεμος. Το υλικό ήταν άφθονο και τα κεφάλια άνοιγαν το ένα μετά το άλλο. Βέβαια εκεί ακολουθούσε και δεύτερο μέρος ξύλου από τους γονείς ή τον δάσκαλο αυτή τη φορά στο σπίτι η στο σχολείο, γιατί το παιχνίδι ήταν απαγορευμένο. Αγαπημένο παιχνίδι για τα κορίτσια τα φεγγαρόλια. Ένα παιχνίδι σαν το κουτσό μόνο που έπρεπε να μετακινήσεις κι ένα κομμάτι από κεραμίδι από τετράγωνο σε τετράγωνο.
Στα ομαδικά παιχνίδια, αμπάριζα, πόλεμο, τόπι, υπήρχαν δύο αρχηγοί οι οποίοι έπρεπε να διαλέξουν τις ομάδες τους. Οι τρόποι ήταν αρκετοί. Ένας τρόπος ήταν τα μυτάκια.
Βάζουμε μυτάκια;
Οι δυο αρχηγοί ξεκίναγαν από μακριά και έκανε ο καθένας τρείς πατούσες. Το δεξί πόδι μπροστά, το αριστερό μετά και το δεξί πάλι μπροστά. Όποιος τύχαινε να πατήσει πρώτος το πόδι του άλλου ήταν ο νικητής και διάλεγε το πρώτο άτομο. Κατά σειρά διάλεγαν από ένα άτομο ώσπου να συμπληρωθεί η ομάδα. Σε άλλα παιχνίδια λέγανε «να τα σκάσουμε» ή «να τα ρίξουμε». Π.χ.«Μπουφ! Πέντε φούσκες στον αέρα μάννα, πατέρα, μπλούφ»! Κάθε συλλαβή κι ένα παιδί. Στο τελευταίο μπουφ έβγαινε έξω ένας ένας, ώσπου να μείνει ο τελευταίος η «ανέβηκα σ' ένα βουνό και είδα ένα γουρούνι το κοίταξα καλά καλά και σου 'μοιαζε στη μούρη. Γω γω γω, συ συ συ. Το γουρούνι είσαι 'συ!» ή «Α μπε μπα μπλομ, του κίθε μπλομ, α μπε μπα μπλομ του κίθε μπλομ μπλιμ μπλομ» κ.λπ.
Λεκτικά παιχνίδια
Κολοκυθιά, αλάτι ψιλό αλάτι χοντρό κ.λπ.
Το παραπούπλου (παραπουλάω) ή όπως το λένε αλλού σ΄αγαπώ, σ’αγαπώ.
-Παραπούπλου-Ποιόνε πλεις-Τον Γιάννη-Και που τον βάζεις;
-Πάνω στο σκαλί-Κι αν πέσει από το σκαλί;
-Να φάει ένα ψόφιο σκυλί!
Η απάντηση ήταν πολλές φορές υποτιμητική, αν δεν συμπαθούσες κάποιον η πολύ καλή αν τον συμπαθούσες π.χ. κοιλίτσα- Να τον φυλάει ο θεός κι η παναγίτσα!
Αμπάριζα
Η αμπάρζα παίζεται από δυο ομάδες. Αμπάρζα είναι το ορμητήριο από όπου ξεκινάς. Συνήθως ήταν ένας τοίχος, ένα δένδρο, μια κολόνα. Αφού δημιουργηθούν οι ομάδες η κάθε μια διαλέγει την αμπάρζα της. Πολύ κοντά στο ορμητήριό τους χαράζουν κι ένα κύκλο όπου θα βάλουν τους αιχμαλώτους που θα πιάσουν.
Συνήθως ο πιο τολμηρός είναι αυτός που βγαίνει πρώτος και κινείται για να ακουμπήσει την αμπάρτζα της άλλης ομάδας, πράγμα αδύνατον βέβαια γιατί στην άλλη αμπάρτζα είναι όλη η άλλη ομάδα και «τον έχουν» δηλαδή μπορούν να τον πιάσουν όλοι. Από την άλλη ομάδα κάποιος ακουμπάει τον τοίχο που έχει οριστεί σαν αμπάρζα και φωνάζει.
-Παίρνω αμπάρζα και σε έχω. Αρχίζει να τον κυνηγάει.
Τότε από την άλλα ομάδα παίρνει αμπάρζα κάποιος άλλος και κυνηγάει αυτόν που κυνηγάει τον πρώτο κ.λπ. Έτσι βγαίνουν και τ' άλλα παιδιά και κυνηγούν. Κάθε παιδί έχει το δικαίωμα να κυνηγήσει τα παιδιά που έχουν βγει πριν απ' αυτόν, αλλά όχι τα παιδιά που έχουν βγει μετά.
Η αμπάρζα ανανεώνεται, δηλαδή όποιος ξαναγυρίσει και ακουμπήσει στύλο μπορεί να κυνηγήσει όλους τους αντιπάλους.
Όποιος πιάνεται στο κυνηγητό μπαίνει φυλακή, δηλαδή μέσα στο κύκλο. Για να ελευθερωθεί πρέπει να τον ακουμπήσει παίχτης της ομάδας του.
Νικήτρια είναι η ομάδα που θα μπορέσει να ακουμπήσει την αμπάρζα της άλλης.
Άλλα παιχνίδια
Το πατώ είναι παιχνίδι που έπαιζαν ένας ένας. Σχεδίαζαν ένα μακρόστενο σχήμα στο έδαφος με αρκετά τετράγωνα. Κέρδιζε αυτός που κατάφερνε με δεμένα μάτια να περάσει χωρίς να πατήσει τις γραμμές. Σε κάθε βήμα ρώταγε τα άλλα παιδιά. Αν του έλεγαν πατάς έχανε και έπαιζε άλλος. Επίσης στο θέλουμε πόλεμο ήταν δυο ομάδες η μια απέναντι από την άλλη. Κρατούσαν ο ένας τον άλλον με τα χέρια τους πολύ σφιχτά σχηματίζοντας αλυσίδα.
Θέλουμε πόλεμο φώναζε η μια ομάδα. Η άλλη απαντούσε -κι εμείς ειρήνη.-Και ποιόνε στέλνετε. Τον Κώστα. Ο Κώστας έπαιρνε φόρα και προσπαθούσε να σπάσει κάποιο κρίκο της αντίπαλης ομάδας. Αν τα κατάφερνε έπαιρνε έναν μαζί του αν όχι έμενε στην νέα του ομάδα.
Στα σκατούλια έψαχναν για σπασμένα κεραμίδια, τα έβαζαν οριζόντια το ένα πάνω στο άλλο φτιάχνοντας ένα πύργο. Με πέτρες από κάποια απόσταση προσπαθούσαν να τα ρίξουν και να προλάβουν τον σκατλιέρη πριν τα μαζέψει γιατί θα έπαιρναν τη θέση του. Στη μακριά γαϊδούρα τα μισά παιδιά σκύβουν ο ένας μετά τον άλλο δημιουργώντας μια σειρά και οι υπόλοιποι παίρνουν φόρα και πηδάνε από πάνω τους για να φτάσουν όσο πιο μακριά μπορούν. Όποιος πέσει, χάνει!
Γυμναστικές επιδείξεις
Στις γυμναστικές επιδείξεις που γίνονταν παλιά στα σχολεία στο τέλος της χρονιάς, το πρόγραμμα είχε σουηδική γυμναστική και αρκετά αγωνίσματα. Τρέξιμο, άλματα, σκυταλοδρομία κ.α. Δυο διαγωνισμοί όμως ήταν αυτοί που χάριζαν άφθονο γέλιο.
Η τσουβαλοδρομία
Τα παιδιά έμπαιναν σε ένα τσουβάλι και το έδεναν στη μέση τους. Ο μόνος τρόπος για να μπορέσουν να κινηθούν ήταν τα μικρά πηδηματάκια. Διαγωνίζονταν στην ταχύτητα ενώ οι πτώσεις ήταν συνεχόμενες.
Η αυγουλοδρομία
Τα παιδιά έβαζαν ένα κουτάλι στο στόμα το οποίο είχε πάνω ένα αυγό. Τα χέρια ήταν σταυρωμένα πίσω στην πλάτη. Αυτός που θα τερμάτιζε πρώτος χωρίς να του πέσει το αυγό ήταν ο νικητής.
Γιάννης Μητάκης
Παιδικό παιχνίδι, που με πέτρες κατά το δυνατόν επίπεδες (σαν μικροί δίσκοι), προσπαθούν τα παιδιά να επιτύχουν το στόχο.
Αφού διαλέξουν τα παιδιά τις πέτρες και στηθεί ένας σωρός από δέκα έως δεκαπέντε περίπου σπασμένα κεραμίδια (σκατούλια), ένα παιδί κατόπιν κλήρωσης μένει σαν φύλακας του σωρού, «τα φυλάει».
Τα υπόλοιπα παιδιά παίρνουν τις θέσεις τους πίσω από κάποια διαχωριστική γραμμή και ένας-ένας με τη σειρά του, πετούν τις πέτρες που κρατάνε με στόχο το σωρό με τα σκατούλια.
Όποιος δεν πετυχαίνει το στόχο του δεν μπορεί να πάρει την πέτρα πίσω, γιατί θα τον πιάσει ο φύλακας και θα τον υποχρεώσει να φυλάει αυτός τα σκατούλια.
Όταν όμως κάποιος πετύχει το σωρό και σκορπίσουν, ο φύλακας τρέχει να τα βάλει στη θέση του και σε αυτό το χρονικό διάστημα τρέχουν να πάρουν τις πέτρες τους πριν προλάβει ο φύλακας να φτιάξει το σωρό και πιάσει κάποιον, οπότε θα αναγκαστεί να «τα φυλάει» αυτός.
Όποιος έχει τρέξει να μαζέψει την πέτρα ή το κεραμίδι του και δεν προλαβαίνει να γυρίσει, επειδή ο φύλακας έχει φτιάξει το σωρό και κινδυνεύει να τον πιάσει, τότε πατάει πάνω στο κεραμίδι του και ο φύλακας δεν έχει δικαίωμα να τον πιάσει.
Από εκεί και πέρα, ενώ το παιχνίδι συνεχίζεται, καραδοκεί πότε θα ξεφύγει από την προσοχή του φύλακα για να πάρει την πέτρα του και να φύγει ή πότε θα πετύχει κάποιος παίχτης τα σκατούλια και να τρέξει στη θέση του μαζί με τους άλλους.
Όταν κανείς δεν χτυπήσει το σωρό με τα κεραμίδια, τότε αρχίζει η προσπάθεια των παικτών να βγούνε από τη διαχωριστική γραμμή, να ξεγελάσουν αυτόν που τα «φυλάει» και να πάρουν την πέτρα τους, αν τα καταφέρουν έχει καλώς, διαφορετικά όποιον πιάσει ο φύλακας θα πάρει τη θέση του.
Πριν χρόνια το παιχνίδι αυτό το έπαιζαν και έφηβοι, νεαροί και νέες κοπέλες, στην πλατεία του χωριού ή σε άλλα σημεία που υπήρχαν ανοιχτοί χώροι και με παρουσία θεατών.
Εκεί ξεχώριζε ο «σβέλτος» ή ο ικανός σκοπευτής και από την άλλη ο βραδυκίνητος ο οποίος παρέμενε σχεδόν μόνιμος φύλακας στα «σκατούλια», με αποτέλεσμα να του προσάπτουν υποτιμητικά «παρατσούκλια».
*Τις πέτρες τα παιδιά τις έψαχναν προσεκτικά, ώστε να είναι όσο γίνεται πιο επίπεδες και στρογγυλές και έτσι να έχουν περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας.
Τις ψάχνανε στο ποτάμι κυρίως, για να είναι λείες και θεωρείτο «εύρημα» μια καλή πέτρα, την οποία κρατούσαν στο σπίτι και την είχαν ανά πάσα στιγμή που θα γινόταν παιχνίδι.
Γιάννης Γιαννούκος
Τα παιδιά χάραζαν στο χώμα το σχέδιο που βλέπετε, τραβώντας γραμμές με κάποιο ξύλο και όταν το τσιμέντο μπήκε στη ζωή μας το χάραζαν με κιμωλία ή με κάρβουνο πάνω σε ταράτσες. αυλές ή δρόμους.
Το κάθε παιδί είχε την αμάδα του (σκατούλι), που ήταν συνήθως κάποιο σπασμένο κεραμίδι όσο πιο επίπεδο γινόταν ή μια πλακαρή πέτρα.
Έβαζε την αμάδα στο πρώτο δεξιά τετράγωνο και πατώντας στο ένα πόδι (τσακ τσακς), έσπρωχνε με το πόδι την αμάδα του από τετράγωνο σε τετράγωνο, μέχρι να φτάσει στο δεξί μέρος του ουρανού.
Εκεί πατούσε και τα δύο πόδια για να ξεκουραστεί.
Περνούσε μετά την αμάδα στο αριστερό μέρος του ουρανού και ξαναπατούσε στα δύο πόδια.
Στη συνέχεια κατέβαινε ένα-ένα τα τετραγωνάκια από την αριστερή πλευρά και όταν τέλειωνε ο γύρος, πατούσε και στα δύο πόδια για να ξεκουραστεί, άρχιζε πάλι να ανεβαίνει τα τετραγωνάκια από την αριστερή πλευρά αλλά αυτή τη φορά δύο-δύο μέχρι τον ουρανό και ξανά από αριστερά κατέβαινε.
Η Τρίτη προσπάθεια ήταν να ανεβεί η αμάδα με ένα χτύπημα ως τον ουρανό και μετά να ξανακατεβεί πάλι με ένα χτύπημα από την αριστερή μεριά.
Ευνόητο είναι ότι ο παίχτης σταματούσε και συνέχιζε ο άλλος, μέχρι να ξανά έρθει η σειρά του, και να ξεκινήσει από εκεί που σταμάτησε, αν η αμάδα του σταματούσε πάνω σε γραμμή ή έβγαινε έξω από τον οριοθετημένο χώρο του παιχνιδιού ή αν ο παίχτης πατούσε κάποια γραμμή.
Δεύτερη φάση του παιχνιδιού ήταν το «ακούνητο». Ξεκινούσε, πάντα πατώντας στο ένα πόδι, να περάσει την αμάδα του από το ένα τετράγωνο στο άλλο με ένα χτύπημα, χωρίς να έχει το δικαίωμα να την μετακινήσει ώστε να είναι πιο σίγουρο το επόμενο σπρώξιμο της αμάδας.
Τρίτη φάση ήταν το «συρτοπάτητο» Σπρώχνοντας την αμάδα από το ένα τετράγωνο στο άλλο, έπρεπε στη συνέχεια πατώντας και πηδώντας με το ένα πόδι (τσακ τσακς) να πατήσει πάνω στην αμάδα και μετά να κατεβάσει το πόδι και να την σπρώξει στο επόμενο τετράγωνο.
Τέταρτη φάση ήταν το «αλλαξοποδαράκι» Έσπρωχνε την αμάδα στο άλλο τετράγωνο, πατώντας π.χ στο δεξί πόδι και έπρεπε να πηδήξει με το αριστερό για να συνεχίσει και σε κάθε τετραγωνάκι χρησιμοποιούσε διαφορετικό πόδι.
Πέμπτη φάση ήταν το «μπακλαβωτό». Ανέβαζε ο παίχτης την αμάδα χτυπώντας την με το ένα πόδι «χιαστί» δηλαδή από το δεξί τετράγωνο της πρώτης σειράς, στο αριστερό της δεύτερης και από εκεί στον δεξιό της τρίτης, μετά στο αριστερό της τέταρτης και ύστερα στο δεξιό μέρος του ουρανού. Από εκεί μεταφερόταν στο αριστερό μέρος του ουρανού από όπου άρχιζε η αντίστροφη πορεία, μέχρι να φτάσει στο αριστερό τετράγωνο της πρώτης σειράς
Έκτη φάση ήταν το «πατώ» ή «τυφλό». Με κλειστά τα μάτια ανέβαινε ο παίχτης τα τετραγωνάκια ως τον ουρανό και μετά κατέβαινε από την άλλη μεριά προσπαθώντας να μην πατήσει τις γραμμές. Σε κάθε βήμα ρωτούσε μονολεκτικά «πατώ;» και η ομήγυρη απαντούσε «όχι» ή «πατάς» και αν πατούσες σταμάταγες το παιχνίδι και περίμενες ξανά τη σειρά σου από εκεί που σταμάτησες, μέχρι να μπουν και οι άλλοι στο παιχνίδι με τη σειρά τους.
Όποιος περνούσε όλες τις δοκιμασίες ήταν και ο νικητής του παιχνιδιού και περίμενε να τελειώσει ο δεύτερος, ο τρίτος κλπ.
Να θυμίσουμε ότι στα δύο χωρίσματα του ουρανού είχε την ευκαιρία ο παίχτης να ξεκουράσει τα πόδια του πατώντας και στα δύο, αλλά και να ανοίξει τα μάτια του στην τελευταία φάση του παιχνιδιού που ονομαζόταν "πατώ" ή "τυφλό".
Γιάννης Γιαννούκος