steni.gr
Όταν ακόμα δεν είχαν εφευρεθεί τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας, η ανθρώπινη επαφή ήταν άμεση και μόνο προσωπική. Στα καφενεία, στην πλατεία, στις γειτονιές, στα νυχτέρια, στους μύλους, στις βρύσες που έπαιρναν νερό, στο προαύλιο της εκκλησίας μετά την λειτουργία της Κυριακής, στα εξωκλήσια που γιόρταζαν, γίνονταν όλες οι καθημερινές κοινωνικές συναναστροφές. Στα πανηγύρια και στις μεγάλες γιορτές η επικοινωνία διευρυνόταν μιας και είχαν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με φίλους και συγγενείς από τα γειτονικά χωριά να κουβεντιάσουν και να μάθουν τα νέα. Στο παζάρι της Κάτω Στενής, της Παναγίας στην Πάνω Στενή, της Αναστασάς στον Πύργο στο Σκουντέρι, στον Άγιο Δημήτριο (ανήκει στη Λούτσα) γίνονταν τα μεγαλύτερα πανηγύρια της Στενής. Εκτός από αυτά συμμετείχαν και στα πανηγύρια των διπλανών χωριών, της Αγίας Κυριακής, της Αγιά–Σωτήρος στους Βούνους κ.α.
Στη Στενή τα νυχτέρια γίνονταν στα σπίτια και λόγω των καιρικών συνθηκών αυτή η περίοδος ήταν αρκετά μεγάλη. Εκεί οι γυναίκες έπλεκαν, έγνεθαν, αντάλλασσαν νέα και έλεγαν παραμύθια και ιστορίες. Εξαίρεση βέβαια για τις δουλειές όπως θα διαβάσετε και πάρα κάτω η Τετραδοσχολούσα και η Παρασκευοσχολούσα. Το καλοκαίρι αυτή η συνάθροιση μεταφερόταν σε εξωτερικούς χώρους και οι παρέες μεγάλωναν αρκετά. Άναβαν δαδιά για να φωτίζουν καλά. Το δαδί το έπαιρναν από το εξωτερικό µέρος του πεύκου που ήταν όλο ρετσίνα για να κρατάει. Στην Πάνω Στενή το µεγαλύτερο νυχτέρι γινόταν στου Μπερµπέση την αυλή (εκεί που είναι σήµερα ο φούρνος του Σιµιτζή), στην Κάτω Στενή «στου κονάκ’ τ’ Παρέα».
Σε όλες αυτές τις συναθροίσεις αντάλλασσαν τα νέα, έλεγαν ιστορίες, ανέκδοτα, παροιμίες, παραμύθια, κ.α. Κάποιες από αυτές τις διηγήσεις θα αναφέρουμε πάρα κάτω. Επίσης θα αναφέρουμε προλήψεις, ήθη και δεισιδαιμονίες.
«Τα Πρωτινά» Ι. Γ. Μητάκης
Στενή 2005
Η εισαγωγή
Δεν πιστεύω να υπάρχει άνθρωπος στη Στενή, αλλά και στα γύρω χωριά, από εξήντα ετών και άνω, αλλά και από πενήντα ετών ίσως, που να μη θυμάται τις παραινέσεις των γονιών του όταν ήταν μικροί και πήγαιναν στο σχολείο.
«Διάβασε παιδί μου, να μάθεις πέντε γράμματα, να φας ένα κομμάτι ψωμί και να ζήσεις σαν άνθρωπος».
Οι ίδιοι είχαν πιστέψει ότι η ζωή τους ήταν «μη ανθρώπινη».
Όλη τους η ζωή μια συνεχής κούραση. Στο χωράφι, στις ελιές, στο αμπέλι, στο μικρό περιβολάκι, στα ζώα, στην υλοτομία, στο καστανόχωμα, στα καμίνια κ.α.
Και όλα αυτά για το ψωμί της χρονιάς, το λάδι της χρονιάς, το κρασί της χρονιάς τα ξύλα για να περάσει ο δύσκολος χειμώνας κλπ.
Για να εξοικονομήσουν κάποια χρήματα, έπρεπε να πουλήσουν καστανόχωμα και ίσως κανένα φόρτωμα ξύλα. Πολλές φορές πήγαιναν στα Ψαχνά για να ανταλλάξουν αχλάδες ή άλλα φρούτα με πατάτες. Ακόμα πιο παλιά πήγαιναν στο βουνό να πάρουν χιόνι και να το μεταφέρουν στη Χαλκίδα για να το πουλήσουν.
Αυτή ήταν η ζωή τους και γι' αυτό μεγάλος τους καημός ήταν τα παιδιά τους να ζήσουν ξεκούραστα.
Ήταν κάτι το θαυμαστό, το αδιανόητο, το παραμυθένιο γι' αυτούς να εξοικονομεί κανείς χρήματα χωρίς να είναι υποχρεωμένος να σκάψει, να βοσκήσει πρόβατα, να κόψει ξύλα, να τον μουσκεύει η βροχή, να τον παγώνει ο τσουχτερός βοριάς ή να τον καίει ο καυτερός ήλιος το θεριστή και τον Αλωνάρη.
«Μάθε πέντε γράμματα, να φας ένα κομμάτια ψωμί» έλεγαν και ξανάλεγαν οι γονιοί μας.
Η μόρφωση ήταν πλέον μονόδρομος. Γι' αυτό πολλοί Στενιώτες επέλεξαν αυτή την οδό. Με χίλια μύρια βάσανα και αντιξοότητες, με οικονομικές δυσκολίες τεράστιες, με επικοινωνία ανύπαρκτη, με τα Πανεπιστήμια και της Ανώτατες σχολές απρόσιτες, λόγω του μικρού αριθμού εισακτέων, που ανέβαζε τον πήχη του ανταγωνισμού, πολλοί μπόρεσαν να διαπρέψουν, αλλά και όσοι δεν επέλεξαν την οδό της μόρφωσης, πέτυχαν σε άλλους τομείς με ότι και αν καταπιάστηκαν.
Μοναδικός στόχος να απομακρυνθούν και να αποκολληθούν από τη φτώχεια και τη μιζέρια του φτωχού χωριού.
Σήμερα, πλήθος Στενιωτών διαπρέπει στο χώρο της Εύβοιας, αλλά και της Ελλάδος, στους τομείς της επιστήμης, της πολιτικής, του συνδικαλισμού, του επιχειρηματικού χώρου, στις δημόσιες υπηρεσίες, στο στρατό, την αστυνομία και αλλού.
Ακολουθώντας τις προτροπές και τις νουθεσίες των απλών, αγράμματων, αλλά σοφών από τις ταλαιπωρίες και τα βάσανα της ζωής γονιών μας, σήμερα ζούμε καλύτερα, με οικονομική άνεση, ξεκούραστα, και με αξιοπρέπεια.
Μια ζωή, που τη χρωστάμε αποκλειστικά σ' αυτούς που μόχθησαν, δούλεψαν, πείνασαν, για να ζήσουμε εμείς καλύτερα.
Τους το χρωστάμε. Γι’ αυτό πρέπει να τους αγαπάμε, όσους είναι ακόμα στη ζωή και να ανάβουμε ένα κεράκι σ’ αυτούς που δεν ζούνε πια.
Και κυρίως να σεβόμαστε, να μην χλευάζουμε και να μην μιλάμε απαξιωτικά για τον πολιτισμό τους, τον τρόπο ζωής και σκέψης τους, γιατί αυτά ήταν που τους είχαν καταστήσει καλούς ανθρώπους και σωστούς γονείς, στοιχεία που απέβησαν επωφελή για τη δική μας ζωή.
Είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε.
Γιάννης Γιαννούκος
«Όποιος λέει και ξελέει να τόνε λυπάσαι».
Ήρθε τέλος ο Σεπτέμβριος. Ένα μήνα πιο ύστερα, ο Γιάννης θάναι φανταράκι. Όλα έχουνε κανονιστεί. Τις γίδες θα τις φυλάξει ο νουνός του, όσο ν’ αφεθεί ο Γιάννης.
Μένει να πουλήσουνε τα κατσίκια.
Σεπτέμβριος πρώτη, γινότανε κάθε χρόνο η ζωοπανήγυρη στην έξοδο της Στενής.
Ανήμερα μητέρα και γιος, βγάναν από το μαντρί, γίδες και κατσίκια και τά βανε ο Γιάννης μπροστά τα ζωντανά, να τα κατεβάσει στην αγορά. Ξοπίσω θα ερχότανε κι η μάνα του το γιόμα, να φέρει το φαγί και να δει κι αυτή πως πηγαίνει η αγορά.
Πριν ξεκινήσει ο Γιάννης, συνεννοηθήκανε για την τιμή που θα ζητούσε, πόσο το ένα με το άλλο - μέση τιμή - καθώς και ποια κατσίκια θα πουλούσε.
«Αυτή τη ρούσα, την ξανθή την κατσικάδα, δεν τήνε βγάνω από την καρδιά μου», είπε η μάνα, δείχνοντας στο Γιάννη ένα κατσίκι. «Ησκιωμένο ζωντανό! Είναι κρίμα να βάνουν μαχαίρι σε τέτοιο πράμα. Να την κρατήσουμε για μπρος».
Ο Γιάννης - το ξέρομε - δεν είχε υπόληψη για γίδα, είτε ρούσα ήταν είτε δρένια. Κι είχε κι επιχείρημα ν’ αντιμιλήσει της μάνας του: «Γίνονται πολλά ! Φέρνομε βάρος στο νουνό».
Αλλά δεν το θεωρούσε ταιριαστό, να της χαλάσει το λόγο. «Καλό βράδυ !» της είπε - ας θα βλεπόντανε το γιόμα - και τράβηξε στη δουλειά του.
Μόλις αγνάντεψε στην αγορά, τόνε τριγύρισαν οι χασάπηδες, που είχανε πιάσει τους δρόμους. Κοιτάζανε τα κατσίκια, τα πιάνανε και τα φουχτώνανε δεξιά-αριστερά στο λαιμό και στο στήθι, τα ανασηκώνανε με τα δύο τους χέρια, τα άφηναν ύστερα καταγής και πιάνοντας με το ένα χέρι τα δύο μπροστινά πόδια του κάθε κατσικιού, τα ξεζυγιάζανε, προσπαθώντας να τα ανασηκώσουν από τη γης. Ασήκωτα ήταν αυτά τα κατσίκια!
Άρχισαν έπειτα οι προσφορές:
«Τόσα σου δίνω εγώ».
«Εγώ σου δίνω περισσότερα!»
Δυο χασάπηδες συνεταίροι - αυτοί που δίνανε κάπως πιο λίγα - ήτανε συντοπίτες του Γιάννη, από τη Στενή.
«Δεν είναι μεγάλη διαφορά», λογάριασε ο Γιάννης.
«Ντόπιοι είναι, ας τα δώσω σε τούτους, ζημιά δε θα το έχω, κάθε ημέρα καλημεριόμαστε. Τον ξένο θα τον ιδώ κι αύριο;
Έτσι σκέφτηκε και τα πούλησε στους συντοπίτες του.
Όταν πήγαν αυτοί να τα χωρίσουνε, ματιάσανε τη ρούσα κατσικάδα.
«Πες μας πόσα θέλεις γι αυτή;»
«Αυτή σας είπα, δεν τήνε δίνω».
«Κι όταν αυτοί δεν αποφεύγανε κι επίμεναν - για να τους ξεφορτωθεί - αναγκάστηκε να τους πει την αλήθεια:
«Μαλώνει η μάνα μου».
Τότε όμως, ρίχτηκαν αυτοί με διπλή επιμονή!
«Αυτό είναι; Συμφώνησέ την, πούλησέ την εσύ κι εμείς κάνομε καλά με τη Δήμαινα. Δεν είναι πρώτη φορά που αγοράζομε τα κατσίκια σας. Άμα δεν το δεχτεί, μας γυρίζεις τα χρήματα και παίρνεις πίσω το κατσίκι».
Ο Γιάννης, τήνε βρήκε λογική την πρόταση των χασάπηδων. «Αν το παραδεχτεί η μάνα μου είναι καλά, θα μείνει ένας ξυλοφάγος - δεν τα κατέβαζε από ξυλοφάγους τα γίδια - λιγότερος στο δάσος, αν δεν το στρέξει, ε τότε θέλοντας και μη τήνε ξαναπαίρνω τη ρούσα της».
Έτσι σκέφτηκε και τήνε πούλησε.
Την ώρα όμως που τη χωρίζανε και του μετρούσανε τα χρήματα, αυτός το ξαναείπε:
«Σας την έδωσα, άλλα μ’ αυτή τη συμφωνία!»
«Λόγος να γίνεται!» πεταχτήκανε κι οι δυο μ’ ένα στόμα.
Όταν σε λίγο κατέβηκε η Μηλιά και βρήκε το κατσίκι πουλημένο, χάλασε τον κόσμο.
Ούτε τον άφηνε το Γιάννη να πει τη συμφωνία του.
Τέλος έκαμε υπομονή κι ο Γιάννης της εξήγησε:
Άδικα θυμώνεις και χαλάς τα συκώτια σου!
Εγώ έχω το σκοπό μου. «Θα τήνε πάρω πίσω, αφού τήνε θέλεις, έχω τέτοια συμφωνία».
Σα να μην το πίστεψε η μάνα του.
Όχι πως είχε αμφιβολία στα λόγια του Γιάννη.
«Το κινητό πράμα παιδί μου, όσο το κρατείς στο χέρι σου το ορίζεις. Το έδωσες; Πέρασε σ’ άλλα χέρια;
Έκαμε άλλο νοικοκύρη!»
«Μα αφού έχω συμφωνία!» ξαναείπε ό Γιάννης και τράβηξε στη στιγμή να βρει τους χασάπηδες.
«Καλά σας τόλεγα», τους είπε, απλώνοντας τα χρήματα.
«Κράτα τα λεπτά σου!» του είπε ο ένας. «Ποιο κατσίκι;
Μας το πούλησες; Καλά πουλημένο!» πρόστεσε ο άλλος και σα να τους έπνιγε το δίκιο τους:
«Άφησέ μας Γιάννη, να κάνουμε τη δουλειά μας!» συμπλήρωσε ο πρώτος, για να κόψει τη συζήτηση.
Αλλά το Γιάννη δεν τόνε σκιάζαν αυτά. Τους κοίταξε καλά-καλά στα μάτια, πρώτα τον ένα κι υστέρα τον
άλλο και τους ρώτησε, με φωνή που τους έχυνε καταπρόσωπο όλη τη συχαμάρα της αδιαντροπιάς των:
«Τέτοιοι είστε;»
Δεν κοκκίνησαν!
«Ναι τέτοιοι είμαστε! Δεν μας ξέρεις;»
Εμείς τέτοιοι είμαστε!»
«Ντρέπομαι τις άσπρες τρίχες που έχετε στα γένια σας!» τους είπε ο Γιάννης. Η αγανάχτηση τον έπνιγε. Και τήνε
ξέχυσε με τα πιο βαριά λόγια που είχε στο λεξιλόγιό του.
Αυτά που γράφομε εδώ. Τίποτε περισσότερο δεν είπε.
Ζούσε σε κόσμο, όπου ο σεβασμός δε μοιραζότανε μονάχα στους ανθρώπους, παρά και στα στοιχεία της φύσεως.
Ο Καλαμάτας, όταν μια φορά απάνω στο θυμό του - γιατί ο βοριάς έβρεχε ημέρες συνέχεια - τον έβριξε τον καιρό δερμάτα.
«Ε, δεν ξεκόβει πια κι αυτός ο δερμάτας» είπε, το μετάνοιωσε στη στιγμή.
Πως του ξέφυγε ο λόγος! Το έσερνε βάρος στην ψυχή του, ώσπου πήγε στον Πνεματικό και ξομολογήθηκε το κρίμα του. Τότε μονάχα αλάφρωσε.
Ο πρόστυχος λόγος ήταν άγνωστος στη Στενή.
Γιατί οι άνθρωποι βαδίζανε τον ίσιο δρόμο.
Αλλά οι χασάπηδες, ήτανε ξεχώριοι από τον άλλο κόσμο.
«Δε βρίσκεις άκρη παιδί μου με τους ψεύτες», του είπε ένας γέρος, που παρακολουθούσε τη σκηνή και τον αποτράβηξε από κει το Γιάννη. «Αυτοί γυρίζουνε και σπουδάζουν όλο διαολιές!»
Ο Γιάννης, δε μπόρεσε να το λησμονήσει στη ζωή του αυτό το γέλασμα. Περνούσε, περνούσε καιρός και πάλι του ερχότανε στο νου. Τόλεγε και το ξανάλεγε και τελευταία πρόσθετε πάντα: «Όποιος λέει και ξελέει να τόνε λυπάσαι».
Κι έμεινε αυτός ο λόγος καταμύθι στη Στενή
Γιώργος Ντεγιάννης "Μέσα στους λόγγους"
Η συνομιλία έγινε το 1905.’Ηταν η χρονιά που ο συγγραφέας διορίστηκε δάσκαλος στη Στενή. Το χωριό βόρεια της Κλεισούρας είναι οι Στρόπωνες από όπου και η καταγωγή του Γιώργου Ντεγιάννη. Ο συγγραφέας παρουσιάζει τον εαυτό του και τις πρώτες κουβέντες που είχε με ανθρώπους της Στενής. Συμμετέχουν κάποια σημαντικά πρόσωπα του χωριού:
Την Κυριακή, άμα τελείωσε η Θεία Λειτουργία, ο ιερέας κι οι επίτροποι της Εκκλησίας πήρανε να φιλέψουνε το δάσκαλο κι έναν ακόμη χωριανό, τον Πανταζή. Ήτανε κι οι δυο νεοφερμένοι. Ο δάσκαλος τώρα πρωτοδιοριζότανε. Μια εβδομάδα έχει στο χωριό. Ο Πανταζής ήτανε ξενιτεμένος, γύριζε από ταξίδι.
Πως θα γλυτώσει ο λόγγος από την καταστροφή
Ένα σκέδιο
Τόνε ρωτήσανε το δάσκαλο για την πατρίδα του και τον Πανταζή, πως τα περνάει στα ξένα. Κι ύστερα ο ιερέας γύρισε την ομιλία σε θέμα αγαπητό στον κάθε χωριανό: «Ε, κύριε δάσκαλε, πως σας φαίνεται το χωριό μας;».
Ο δάσκαλος βρέθηκε έτοιμος να απαντήσει για τις φυσικές καλλονές, για τα κρύα τα νερά και για το «αέρι». Από την ημέρα που ήρθε, θαυμάζει τα τοπία, πίνει το νερό, αναπνέει τον αέρα της Κλεισούρας.
Αυτόνε προπάντων. Το «αέρι» το θαρρούν οι χωριανοί το πιο ανεχτίμητο αγαθό του τόπου των. «Δεν κουβαλιέται αλλού μ’ όσα πλούτη κι αν έχεις, εδώ θάρθει όποιος θέλει ν’ανασάνει!» Έτσι λένε και καμαρώνουν. Απάντησε λοιπόν ο δάσκαλος με λίγα λόγια που ήτανε αληθινός ύμνος. Ήρθε κατόπι στους ανθρώπους. Δεν τους είχε γνωρίσει όλους. Είχε μάθει όμως στα σκολειά, που σπούδαζε, να θεωρεί τον κάθε άνθρωπο καλό κι άξιο, ως τη στιγμή, που θα αποδειχνότανε, πως αυτός ο άνθρωπος δεν αξίζει να τον τιμούν. Σύμφωνα μ’αυτά εύκολα απάντησε, πως οι άνθρωποι του φαίνονται καλοί.
Ήταν όμως ετοιμασμένος να απαντήσει και για ένα άλλο ζήτημα, που δεν περίμεναν αυτοί που τόνε ρωτήσανε: Πως θα γλυτώσει ο λόγγος από την καταστροφή.
Ο δάσκαλος ήταν από τα βόρεια της Κλεισούρας, από το χωριό του Λάμπρου Καρβελά. Δρασκελώντας ένα μήνα κείθε-δώθε το βουνό, ως να διοριστεί στην Κλεισούρα, είχε αντιληφθεί την πάλη που γινότανε γύρω στα δέντρα. Και μέσα στο μυαλό του στριφογύριζε μαζί με το διορισμό και δεύτερο πρόβλημα: πως θα λυτρωθεί ο λόγγος. Άμα ήρθε τέλος η ποθητή ημέρα του διορισμού όλον τον εαυτό του τον έδωσε στη δουλειά του.
Τους νέους τους βόσκει πόθος ν’ανοίξουν αυτοί το δρόμο, όπου δε μπορέσανε να τους τον αφήσουνε κληρονομιά, οι περασμένοι στρατοκόποι. Και με ορμή, που τους κάνει να παραφέρονται πολλές φορές και να μην εχτιμούνε σωστά τα εμπόδια, ο δάσκαλος καταπιάστηκε να λυτρώσει το λόγγο μέσα σε μια εβδομάδα. Σκέφτηκε, καταστάλαξε κάπου και κατάστρωσε το σκέδιό του σ’ένα άρθρο: «Αι καστανέαι της Κλεισούρας πλουτοφόρος πηγή ανεκμετάλλευτος». Θα το έστελνε αυτό το άρθρο στην εφημερίδα, κάτω στην πόλη του λιμανιού, θα το διάβαζαν οι αρμόδιοι και θα δίνανε την ονειρευτή λύση. Και ποιό ήταν αυτό το σκέδιο; Ο δάσκαλος το ανέπτυξε στους συνομιλητές του με δυο λόγια: Το Κράτος να παραχωρήσει τις καστανιές στους κατοίκους της Κλεισούρας. Όχι δωρεάν! Με χρήματα. Όσο αξίζουν. Να τις εχτιμήσει το ίδιο το Κράτος και να κανονίσει, τι θα πλερώσει ο κάθε χωριανός. Να χωρίσει έπειτα το ποσό σε δόσεις. Και να πλερώνουν οι χωριανοί κάθε χρόνο, όσο να τόνε ξεπλερώσουνε το λόγγο.
Και αντισκέδιο
Ο ιερέας και οι επίτροποι παρακολουθούσανε με προσοχή το δάσκαλο. Ίδια κι ο Πανταζής τον άκουε με υπομονή ώσπου να τελειώσει. Τότε επίτροποι και ιερέας αφήσανε το δάσκαλο και καρφώσανε τα μάτια τους στον Πανταζή. Θέλανε να του πούνε: «Τι λες εσύ Πανταζή γι’αυτά;» Το δάσκαλο λίγες ημέρες τον είχανε και δεν είχαν ακόμη ξεβρεί τι αξίζει. Με τον καιρό θα τόνε ζυγιάζανε. Τον Πανταζή όμως τον αναγνωρίζουνε από καιρό για σοφό. Αυτός ξέρει από κλαριά, μπολιάζει την αγκορτζιά με φόλα και καλέμι και μέσα στη ρίζα ακόμη, ενώ οι χωριανοί μονάχα καψόξυλα ξέρουνε να κάνουν από τις αγριαπιδιές και ξύλινα κουτάλια. Μπορεί ακόμη ο Πανταζής από το ίδιο κλίμα, τη μια χρονιά να φάει αετονύχι και την άλλη ραζακί. Διαβάζει παραπάνω κι ένα σωρό βιβλία, εκτός από τα Ιερά Βιβλία της ΕΚΚΛΗΣΊΑΣ. Και τις εφημερίδες νερό.
«Ας ακούσουμε τι λέει κι ο Πανταζής, και τότε θα πούμε κι εμείς τη γνώμη μας», σκεφτήκανε ιερέας κι επίτροποι.
-«Δάσκαλε μου τα είπες πολύ σωστά. Μόνο που δεν μπορεί να γίνει τίποτε από όσα ακούσαμε», του απάντησε ο Πανταζής. «Δεν ξέρεις με τι κόσμο έχεις να κάμεις! Θέλεις να πάρει ο κάθε χωριανός στην κατοχή του διακόσιες καστανιές. Ένα λόγγο! Όχι διακόσες, μια να του δώσω, θάναι για αυτόνε δάσος. Το δέντρο έχει διακόσια κλωνάρια. Πόσα θα κόψει; Πόσα θα αφήσει; Ποια θα κόψει; Ποιά θα αφήσει; Ούτε ιδέα δεν έχει! Έχει μεσάνυχτα από δεντροκαλλιέργεια. Αυτός βρήκε από τον πατέρα του ένα μήνα σπόρο, ένα μήνα θέρο, δυο μήνες ξύλα και τον άλλο καιρό καθισιό! Σαρώνει την κοπριά από το στάβλο και την αδειάζει στο ποτάμι!
Τώρα που στενέψανε τα χωράφια, γιατί πλήθυνε ο κόσμος, πέσανε μερικοί στο λόγγο, επειδή η ξυλεία δίνει εύκολα κέρδος. Ο νους τους δε δουλεύει στην πρόοδο. Δεν ξέρω τι τους χαλάει δάσκαλέ μου. Εγώ νομίζω ,πως τους βλάφτει ο ήσκιος. Το γιόμα πέφτει ο ήλιος στο χωριό και το μεγάλο δειλινό περνάει κιόλας το απόσκιο απάνω από τα σπίτια. Μην τα θαρρείς χωρατά! Γιατί τάχα τα κλαριά θέλουν ήλιο για να προκόψουν!»
Αυτά είπε ο Πανταζής και σώπασε.
Τι γνώμη να σκηματίσουν οι ακροατές;
Τη σιωπή την έκοψε ο ιερέας. «Μας λέγετε», είπε στον Πανταζή, «ότι δεν γίνεται αυτό όπου προτείνει ο κύριος δάσκαλος, πολύ το θέλομε να ακούσωμεν και τι προτείνετε εσείς δια να σωθεί το δάσος».
-Κάτι πολύ πιο απλό, αλλά πολύ δύσκολο κι αυτό, αν όχι ακατόρθωτο. Πρώτο: Να μην ξαναδειάσουνε κοπριά στο ρέμα. Δεύτερο: Να ανοίξουνε δεξιά-αριστερά στο ποτάμι αμπολές, να κάμουν όλα τα ποτιστικά χωράφια περιβόλια. Να βάνουνε πατάτα, μελιτζάνα, ντομάτα, λάχανα, κουνουπίδια, σέλινο, σπανάκι. Δυο και τρείς φορές θα σοδεύουν από τα περιβόλια. Αν χαλούνε –στο φύτεμα-και μια ρίζα ντομάτα, θα ξαναφυτεύουν άλλη, δεν είναι τίποτε ζημιά. Θα αρχίσουν έτσι, από τα λαχανικά να ζούνε, και σιγά-σιγά θα φυτεύουνε στα περιβόλια κι από κανένα δεντράκι, καμιά ροδιά, καμιά χαμομηλιά. Θα έρθουν ύστερα στη μυγδαλιά και με τον καιρό μπορεί, να γεμίσουν οι ρεματιές καρυδιές, οι ράχες μυγδαλιές, κι οι πλαγιές συκιές και ελιές. Άμα τα δείτε αυτά τότε ας παραχωρηθούνε οι καστανιές. Αλλιώτικα θα τις κουβαλήσουν οι λοτόμοι όλες ξυλεία και γυφτοκάρβουνα!»
Και γυρίζοντας κατά το δάσκαλο: «Δάσκαλε μου, αυτοί που θα μάθουνε να μπολιάζουνε καστανιές βρίσκονται ακόμη στα δικά σου χέρια. Οι άλλοι που αφήσανε το σκολειό, κι όσοι δεν πήγαμε καθόλου, είμαστε καταδικασμένοι να το βλέπουμε από μακριά το δάσος, όπως οι Εβραίοι τον τόπο, όπου έρρεε μέλι και γάλα, τη γη της Επαγγελίας.
Ας τα φυλάξουμε τουλάχιστο, να τα βρούνε τα παιδιά μας».
Ασπάζονται την καλύτερη γνώμη
Κι ο ίδιος ο δάσκαλος το κατάλαβε, πως το σκέδιο του δεν μπορεί να σταθεί ύστερα από όσα είπε ο Πανταζής. Σηκώνεται τότε αμέσως και του απλώνει με καρδιά το χέρι: «Κύριε Πανταζή, σ’ευχαριστώ θερμά. Με κατατοπίζεις. Μου δείχνεις από πού πρέπει ν’αρχίσω. Θα δεις τι κήπο θα οργανώσω στο σκολειό. Από αυτόνε θα σκορπίσω χιλιάδες δεντράκια κι από το σκολειό εκατοντάδες δενδροκαλλιεργητές.
Τότε σηκώθηκε κι ο ιερέας κι έδωσε το χέρι στο δάσκαλο: «Σας συνχαίρομεν κύριε διδάσκαλε και πριν προλάβει ο δάσκαλος ν’αρθρώσει: «ευχαριστώ», του απλώσανε κι οι άλλοι μαζί τα χέρια.
«Τέτοιος δάσκαλος συμπλήρωσε ο Πανταζής. Μόνο η ιεροσύνη σου, Δέσποτά μου να το πεις από την Ωραία Πύλη να μην πηγαίνουν οι χωριανοί και τόνε κόβουν από τη δουλειά του και τόνε χασομεράνε: «Δάσκαλε κάμε μου ένα γράμμα, Δάσκαλε διάβασέ μου, τι λέει τούτο το χαρτί, για πότε είναι τούτη η κλήση». Να τον αφήσουνε ήσυχο το δάσκαλο να κοιτάζει τα παιδιά μας».
ΓΙΩΡΓΟΥ ΝΤΕΓΙΑΝΝΗ
ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥΣ
1939
Ο Δάσκαλος ήταν ο Γεώργιος Ντεγιάννης
Ο Πανταζής ήταν ο Πανταζής Γιαμάς. (Μπαραλής)
Ο Παπάς: Εκείνη την εποχή στη Στενή ήταν τρεις ιερείς, οι οποίοι ιερουργούσαν εκ περιτροπής και στα χωριά Βούνοι, Μαυρόπουλο και Κάτω Στενή. Αυτοί ήταν: Ο Παπαναστάσης Σιμιτζής, ο Παπαγεώργης Θωμάς και ο Παπανικόλας Κουτσούκος (Παπανίκας).
Ένας από αυτούς τους τρεις ήταν ο Παπάς που λαμβάνει μέρος στη συζήτηση.
Η ανάγκη για κοινωνική συναναστροφή των γυναικών και η έλλειψη χρόνου την ημέρα λόγω των αγροτικών εργασιών δημιούργησαν τα νυχτέρια. Απαραίτητα ειδικά τον χειμώνα που οι νύχτες είναι ατέλειωτες. Στα νυχτέρια φτιάχνονταν οι προίκες.
Με τα πρώτα κρύα του χειμώνα, άλλαζε και η κοινωνική ζωή των γυναικών. Το χειμώνα μαζεύονταν στα σπίτια δίπλα στο τζάκι. Οι γυναίκες έκαναν παρέα, μάθαιναν τα νέα και συγχρόνως κουβάλαγαν μαζί και τη ρόκα ή το κέντημά τους. Δύο βραδιές την εβδομάδα ήταν αυτές που οι γυναίκες δεν έκαναν καμιά δουλειά παρά μόνο παρέα. Η Τετραδοσχολούσα και η Παρασκευοσχολούσα. Μετά το δείλι της Τρίτης και της Πέμπτης σταμάταγε κάθε δουλειά. Οι γυναίκες άφηναν στην άκρη το πλεχτό τους, το αδράχτι κ.λ.π. Η πιο ισχυρή ίσως πρόληψη της Στενής. Κάποτε ο Μπεληγιάννης (Κούτσουνος) ήταν στο λόγγο. Ξαφνικά ξεκινάει μια απότομη κακοκαιρία. Ο Κούτσουνος πρόλαβε να κρυφτεί σε μια κουφάλα καστανιάς. Έξαφνα παρουσιάζεται μπροστά του μια μαυροφόρα που παρά την κακοκαιρία ήταν πολύ ήρεμη: «Ξέρεις γιατί την γλίτωσες»; του είπε, και απάντησε μόνη της, «επειδή δεν έχεις πάνω σου ούτε μια κλωστή Τετραδοσχολούσα και Παρασκευοσχολούσα».
Περισσότερα: Τα νυχτέρια στη Στενή