steni.gr
Αβανιά:. Η κακόβουλη κατηγορία, η δυσφήμιση, η ρετσινιά, αλλά και η υλική ζημιά, η συμφορά.
Αβάρεγος:. Αχτύπητος.
Αβασκαντούρι:. Είδος άγριου χόρτου, που χρησιμοποιείται ως φυλαχτό για τη βασκανία.
Αβέρτα:. Απεριόριστα, άφθονα, χωρίς μέτρο.
Αβρός:. Σημείο του ποταμιού, που ήταν λίγο πλατύ και βαθύ. Εκεί οι πιτσιρικάδες, αφού έκαναν τις κατάλληλες επεμβάσεις τους, με πέτρες, φύλλα, χώμα, κλαριά κλπ., το διαμόρφωναν σε μικρή πισίνα, για να κάνουν τα καλοκαιρινά μπάνια τους.
Αγανούδα:. Το απαλό χιόνι, η πάχνη. Γενικά οτιδήποτε το ψιλό και αραιό, που σκεπάζει κάτι.
Άγανο:. Η βελονοειδής απόφυση του σιταριού, τα μουστάκια του και γενικά οτιδήποτε μοιάζει με άγανο.
Αγάντα:. Σημείο απ΄όπου πιάνεται κανείς, για να κρατηθεί ή για να σπρώξει κάτι.
Άγαρμπος:. Αυτός που δεν έχει χάρη, συμμετρία και αρμονία στις διαστάσεις του, με άχαρη και άκομψη εμφάνιση (άγαρμπος άνθρωπος). Άξεστος και τραχύς στη συμπεριφορά του (έχει άγαρμπους τρόπους).
Αγγειά:. Γενικά τα σκεύη του σπιτιού.
Αγγελόκρουσμα:. Ταραχή και σπαρτάρισμα, πριν από την παράδοση της ψυχής. Φόβος και τρόμος που μας προκαλεί κάτι το αναπάντεχο. Πάθηση επιληψίας. Αγγελοβάρεμα, αγγελομάχημα, αγγελόσκιασμα, ψυχομάχημα, χαροπάλεμα.
Αγγελοφέρνω:. Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο ετοιμοθάνατος (οράματα, ακατανόητες λέξεις και φράσεις). Γενικά οι επιθανάτιες στιγμές, που ο άνθρωπος βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου (βλέπει τον άγγελό του, ψυχομαχάει).
Αγιάζι:. Πρωινή ή νυχτερινή δροσιά (ψύχρα) του χειμώνα, κυρίως όταν έχει ξαστεριά.
Αγιαστούρα–ήρα:. Τα αντικείμενα που χρησιμοποιεί ο παπάς, για τον Αγιασμό. Συνήθως μία δέσμη από κλωνάρια βασιλικού και ειδικό δοχείο από άργυρο, που περιέχει Αγίασμα.
Αγιάτικο–η–ο:. Άνθρωπος, ζώο ή αντικείμενο, που είναι αφιερωμένο (ταμένο) σε Άγιο ή σε Ναό (Αγιάτικο καντήλι).
Αγκίδα:. Ακίδα, κομμάτι μυτερού ξύλου ή αγκαθιού, που εισήλθε και παραμένει κάτω από το δέρμα, προξενώντας τοπική μόλυνση.
Αγκλιά:. Διχοτομημένη νεροκολοκύθα, με την οποία αντλούμε ή μεταγγίζουμε νερό.
Αγκομαχάω:. Βογκάω από κόπο ή από πόνο.
Αγκορτζά:. Η άγρια αχλαδιά που βγάζει τα αγκόρτζα, που είναι μικρά, σκληρά και ξινόστυφα αχλάδια. Η αγκορτζά άμα εμβολιαστεί, γίνεται κανονική αχλαδιά.
Αγκούλα:. Καμπυλωτό ραβδί, που χρησιμοποιούσαν οι τσοπάνηδες. Αλλά και κάθε ραβδί με καμπυλωτή άκρη, που χρησιμεύει για να πιάνουμε αντικείμενα, που δεν τα φτάνει το ανθρώπινο χέρι.
Αγκούσασμα:. Η δυσκολία που παρουσιάζεται στην αναπνοή, από ανεπάρκεια αέρα, από ασθένεια ή από κόπωση.
Αγκωνάρι:. Μεγάλη πελεκημένη πέτρα, που τοποθετείται στις γωνίες των κτισμάτων.
Αγκωναροδεσιά:. Η σύνδεση των αγκωναριών, στο χτίσιμο του τοίχου στις γωνίες.
Αγκωναρού:. Η κουτσομπόλα, που γύριζε στους δρόμους από γωνιά σε γωνιά, για να μάθει τα νέα του χωριού και να τα μεταφέρει από γειτονιά σε γειτονιά (από αγκωνάρι σε αγκωνάρι, από γωνιά σε γωνιά). Αυτή που τα «πήγαινε και τά ΄φερνε», κατά τη γνωστή έκφραση.
Αγκωνή:. Η γωνία του τζακιού. Στα τζάκια, που η παραστιά προεξείχε από τον τοίχο και υπήρχε χώρος ανοιχτός στα πλάγια. Το λέμε και παραγώνι.
Αγλέουρας:. Αγλέουρα λέμε το δηλητηριώδες φυτό, ευφόρβιο το δικταδενώδες (γαλατσίδα). Μεταφορικά το λέμε γι΄ αυτόν που τρώει πολύ και τα πάντα, το λαίμαργο (τρώει τον αγλέουρα).
Αγλέφαρος:. Το μέτωπο του προσώπου.
Αγλιά:. Σκελίδα σκόρδου. (πρέπει να βάλεις στο φαΐ και δύο αγλιές σκόρδο).
Αγναντερός:. Αυτός που φαίνεται, απ΄ όπου κι αν κοιτάξεις.
Αγνάντιος:. Αυτός που βρίσκεται αντίκρυ, απέναντι.
Αγρικώ, αγρικάω:. Καταλαβαίνω, νιώθω, αισθάνομαι, (σε αγρίκησα, σε κατάλαβα).
Αδερφομοίρι:. Μερίδιο που προκύπτει από τη μοιρασιά κληρονομιάς ή πατρικής περιουσίας, που γίνεται μεταξύ αδελφών. Αλλά και το περιουσιακό στοιχείο, που δεν έχει μοιραστεί ακόμα μεταξύ αδελφών.
Αδράχτι:. Το ξύλο που τυλιγόταν το νήμα, που φτιαχνόταν από το γνέσιμο.
Αερικό:. Το φάντασμα, η νεράιδα.
Αερογάμης:. Αρπακτικό πτηνό, είδος γερακιού (κιρκινέζι, κίτσης, κίρκος). Επίσης για ανθρώπους, λέμε αυτούς που καυχιούνται για ανύπαρκτες ερωτικές επιτυχίες τους.
Αδράχνω:. Πιάνω κάτι με ορμή. Ταρακουνάω κάποιον. Αρπάζω την ευκαιρία.
Αθαράπαγους:. Ο ανικανοποίητος στη δουλειά και στα πλούτη. Μεταφορική χρήση της λέξης αθεράπευτος.
Αι –Νικολοβάρβαρα:. Κοινή ονομασία των πρώτων ημερών του Δεκέμβρη, κατά τις οποίες γιορτάζονται, η Αγία Βαρβάρα (4Δεκεμβρίου) και ο Άγιος Νικόλαος (6 Δεκεμβρίου).
Αΐσκιωτος:. Άνθρωπος ασυμπάθιστος, αχώνευτος, άχαρος. Αυτός που δεν εκπέμπει τίποτα, ούτε καν τη σκιά του.
Ακατεχιά:. Φτώχεια, ακτημοσύνη. Έλλειψη γνώσης ή πείρας, γύρω από ορισμένα θέματα.
Ακστέρα:. Η γουστέρα, η σαύρα.
Αλα κάπα:. Μας ήρθαν όλα αντίθετα, ανάποδα (μας πήραν αλά κάπα οι συμφορές), μας πήγανε στραβά. Επίσης οι θεαματικές αλλαγές προς το καλό ή προς το κακό.
Αλαλαή:. Οχλοβοή, θόρυβος από πολύ κόσμο. Η άγρια και δυνατή κραυγή.
Αλαλητό:. Αλαλαγμός, φωνές (τα παιδιά γεμίζουν τον αέρα με το αλαλητό τους).
Αλαμπουρνέζικα:. Παράξενη, ακατανόητη, ακαταλαβίστικη γλώσσα.
Αλαμπρατσέτα:. Πιασμένοι από το μπράτσο. Αγκαζέ.
Αλλαξομηνιά:. Η τελευταία ή η πρώτη μέρα του μήνα. Όταν αλλάζει ο μήνας.
Αλεποτίναγμα (αλποτίναγμα):. Όταν σηκώνω και τινάζω κάτι βίαια στον αέρα. Όταν δέρνω πολύ και γενικά η βίαιη ανατροπή και αιώρηση κάποιου πράγματος ή ανθρώπου.
Αλάργα:. Μακριά.
Αλαργεύω:. α) Απομακρύνω κάτι ή κάποιον από κάπου. β) Απομακρύνομαι από κάποιον ή από κάτι
Αλαργιά–άπλα:. Πολύ πλατιά και μεγάλη έκταση, ανοιχτό μέρος. Απλωσιά, άνεση, ευρυχωρία.
Αλαργοπεύτω:. α) Πέφτω μακριά, απέχω αρκετά (το σπίτι μου αλαργοπέφτει από κει που δουλεύω). β) Κάτι που πέφτει κατά αραιά χρονικά διαστήματα (το χιόνι αλαργοπέφτει). γ) Είμαι μακρινός συγγενής (αλαργοπέφτουν, γιαυτό μπορούν να παντρευτούν).
Αλαταριά:. Τόπος που οδηγούν οι βοσκοί τα αιγοπρόβατα, για να τα ταΐσουν με αλμυρή τροφή.
Αλαταριές:. Λίθινες πλάκες, βαθουλωτές, βαλμένες σε μικρή απόσταση η μια από την άλλη, πάνω στις οποίες οι τσοπάνηδες βάζουν αλάτι με καρπό, για να φάνε τα αιγοπρόβατα, τα οποία μ’ αυτόν τον τρόπο διψούν, πίνουν νερό, παχαίνουν, βγάζουν γάλα και νοστιμίζει το κρέας τους. Και πίνοντας νερό τα αιγοπρόβατα, έκαναν περισσότερο γάλα. Η τοποθεσία «Αλαταρές», πρέπει να ήταν χώρος που οδηγούσαν τα πρόβατα για το σκοπό αυτό. Άλλωστε η ύπαρξη τέτοιων πλακών (πετρών) ενισχύει την άποψη αυτή.
Αλατερό:. Το σακούλι που έβαζαν το χοντρό αλάτι.
Αλαφροΐσκιωτος:. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, αυτός που βλέπει αόρατες δυνάμεις, πνεύματα, ξωτικά κ.λ.π. Όμως εδώ εννοούμε τον αλλοπαρμένο, το χαζό, αυτόν που δυσκολεύεται να επικοινωνήσει με το περιβάλλον του.
Αλέγρα:. Με τη λέξη αυτή, εννοούμε τον άνθρωπο ο οποίος είναι «ανοιχτός» σε όλα. Δε φυλάγεται, ξοδεύει, διασκεδάζει, συναναστρέφεται κ.λ.π. (το σπίτι μου το χω αλέγρα «ξεκλείδωτο»), (αυτός ξοδεύει αλέγρα «πολλά λεφτά»), (κάνει παρέα αλέγρα με όλο τον κόσμο). Και αλέγρος, λέγεται ο ζωηρός, ο εύθυμος ο «έξω καρδιά» κατά την κοινή έκφραση.
Αλειψό (λειψό):. Το ψωμί που έχει ζυμωθεί χωρίς προζύμη.
Άλειμμα:. Αυτά που μένουν μετά το μαγείρεμα, στο τηγάνι ή στην κατσαρόλα και στερεοποιούνται όταν κρυώσουν ή που μένουν στα χέρια μας μετά το φαγητό. (Πλύνε τα χέρια σου να φύγουν τα αλείμματα).
Αλεσιά:. Η μέτρηση αλεσμένης ποσότητας σταριού στο μύλο.
Αλεστικά ή αλεστικό:. Αμοιβή σε χρήμα ή σε προϊόν, που παίρνει ο μυλωνάς, για το άλεσμα.
Αλέτρι:. Γεωργικό εργαλείο για το όργωμα.
Αλιά:. Αλίμονο.
Αλισβερίσι:. Δοσοληψία, εμπορική συναλλαγή.
Αλισίβα:. Η στάχτη που χρησιμοποιούσαν για τον καθαρισμό των ρούχων. Μετά το πρώτο χέρι πλυσίματος (συνήθως στο ποτάμι), έβαζαν τα ρούχα σε μια μεγάλη κόφα. Από πάνω τα σκέπαζαν με ένα πανί και έριχναν νερό βρασμένο με τη στάχτη, που πότιζε όλα τα ρούχα μέχρι κάτω. Κάτω έβαζαν τα σκούρα–χρωματιστά και πάνω τα λευκά. Η διαδικασία κρατούσε 1,5 έως 2 ώρες. Στη συνέχεια έπλεναν τα ρούχα, «δεύτερο χέρι» και τελευταίο.
Αλισφάκι:. Το φασκόμηλο.
Αλλιωτεύω:. Κάνω κάτι διαφορετικό από ότι ήταν, το μεταβάλλω. ( Ο ήλιος αλλιώτεψε το χρώμα του φουστανιού σου), (αλλιώτεψες με το νέο σου χτένισμα). Ισχύει όμως και για την αλλαγή συμπεριφοράς. (Από τη μέρα που παντρεύτηκες, αλλιώτεψες).
Αλουσά:. Το να αποφεύγει κανείς το λούσιμο ή να έχει καιρό να λουστεί.
Αλπότρυπα:. Φωλιά αλεπούς.
Αλύχτισμα:. Το λυπημένο και μακρόσυρτο γαύγισμα του σκυλιού.
Αλωνάρης:. Ο μήνας Ιούλιος.
Αλώνι:. α) Χώρος επίπεδος (ίσωμα), όπου γινόταν η διαδικασία του αλωνίσματος. (Διαχωρισμός του καρπού από το περίβλημά του).
β) Το πλατύσκαλο. Μία σκάλα (εξωτερική πάντα), μπορούσε να έχει μέχρι και τρία πλατύσκαλα (αλώνια), το πάνω, το κάτω και το μεσαίο (αν η σκάλα έστριβε). Συνήθως όμως, αλώνι έλεγαν το μεσαίο πλατύσκαλο.
γ) Ο κύκλος γύρω από το φεγγάρι. Όταν ο κύκλος ήτανε μουντός (σκούρος), αυτό προμήνυε βροχή, όταν ήταν κόκκινος, προμήνυε αέρα.
δ) Το κοίλωμα που δημιουργείται στο ασπράδι του βρασμένου αυγού στο πίσω μέρος.
ε)Χώρος του ελαιοτριβείου που έλιωναν τις ελιές, για να βγει το λάδι.
Και γενικά κάθε ισάδα που βρισκόταν σε ορεινές περιοχές.
Αλωνιάτικα–αλωνιάτικο:. Η πληρωμή των αλωνιστών σε είδος, αλλά και τα έξοδα του αλωνίσματος γενικότερα.
Αμάκα:. Το να αποκτά κανείς κάτι ή να ζει με έξοδα των άλλων.
Αμάν–Ζαμάν:. Όταν προσπαθώ να κάνω κάτι και δεν μπορώ ή προσπαθώ να επηρεάσω κάποιον και δεν τα καταφέρνω, χρησιμοποιώ αυτή τη φράση. (Πάλεψα δύο ώρες να τον καταφέρω να μου δώσει εκείνα τα δανεικά. Βρε αμάν, βρε ζαμάν, τίποτα).
Αμανάτι:. Παρακαταθήκη, εγγύηση, ενέχυρο.
Αμάργωτος:. Αυτός που δεν κρυώνει.
Αμέτι μουχαμέτι:. Το έβαλε σκοπό, πείσμα. Με το ζόρι. Ντε και καλά.
Αμόνι:. Σιδερένια βάση, πάνω στην οποία τοποθετούν πυρακτωμένα σίδερα, για σφυρηλάτηση ή άλλα σκληρά μέταλλα, για επεξεργασία.
Άμουρος:. Αυτός που εξαφανίστηκε ή απομακρύνθηκε τρέχοντας. (Πήρε τέτοια τρομάρα, που έγινε άμουρος).
Άμπακος:. Το υπερβολικό φαγητό ή ποτό (τρώει τον άμπακο, πίνει τον άμπακο).
Αμπάρι:. Φτιαγμένο από σανίδες, για να αποθηκεύουν τους καρπούς (γεννήματα). Ήταν χωρισμένο σε διαμερίσματα για να μπαίνουν το σιτάρι και το κριθάρι
Αμπάρτζα (αμπάριζα):. Παιδικό παιχνίδι, που παίζεται από δύο αντίπαλες ομάδες, που κυνηγούν η μία την άλλη. Η κάθε ομάδα έχει το δικό της χώρο (την αμπάρτζα της), που είναι ο ένας στο ακριβώς απέναντι σημείο από τον άλλον. Δικαίωμα να κυνηγήσει έχει το παιδί που έχει ξεκινήσει αργότερα από την «αμπάρτζα» του. Αυτός που ενώ κυνηγιέται από ένα παιδί της αντίπαλης ομάδας, καταφέρει και φτάσει στο χώρο του, αυτομάτως αποκτά το δικαίωμα να γίνει αυτός ο διώκτης. Γι αυτό και η φράση «παίρνω αμπάρτζα κι έρχομαι», που σημαίνει πως έχει το πάνω χέρι, γιατί έχει το δικαίωμα να κυνηγήσει αυτός τον αντίπαλο και κατ΄επέκταση αυτός που έχει τα στοιχεία εκείνα, που του δίνουν την αίσθηση της υπεροχής.
Αμπελιάτικα:. Τα έξοδα για την καλλιέργεια του αμπελιού. Μισθός που δινόταν παλιά στο φύλακα αμπελιών (δραγάτη), από τους ιδιοκτήτες.
Αμπελότοπος:. Περιοχή που τα χώματα ήταν «τραγανά», που δεν κρατούσαν δηλαδή νερό, δεν ήτανε «βαρκά», κατά τη συνηθισμένη έκφραση και ήταν ιδανική για φύτεμα αμπελιών.
Αμπλαούμπλας:. Αυτός που μιλάει ή φέρεται άγαρμπα και ανόητα. Αυτός που κάνει και λέει σαχλαμάρες. Αλλά και αδέξιος στις κινήσεις του.
Αμπολή:. Το αυλάκι ή το κανάλι, που έφερνε το νερό από το ποτάμι στα περιβόλια για πότισμα.
Αμπουριά:. Στην είσοδο των περιβολιών, των μαντριών, στη στρούγκα, στον τσάρκο και γενικά σε περιφραγμένους χώρους, που διαμόρφωναν οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι για την εξυπηρέτησή τους, σε ένα σημείο, έστηναν δύο ξύλα για να σχηματιστεί η έννοια της εισόδου και αντί για πόρτα, έβαζαν ξύλα, κλάρες, δεμάτια μικρά, πολλές φορές συναρμολογημένα μεταξύ τους, για να κλείνει η είσοδος. Όταν ήθελαν να μπουν ή να βγουν, παραμέριζαν αυτήν την κατασκευή και την τοποθετούσαν πάλι στη θέση της όταν τέλειωναν τη δουλειά τους. Αυτή η κατασκευή και κατ΄ επέκταση η είσοδος του χώρου λεγόταν αμπουριά.
Ανάβαθα:. Όχι βαθιά. Ξεβαθεμένα, ρηχά.
Αναβολιός:.Ο ποντικός του αγρού. Ο αρουραίος.
Αναβροχιά:. Ανομβρία
Αναγκαίος:. Ο απόπατος, το αποχωρητήριο.
Αναγκημένος:. Αυτός που δεν έχει τα απαραίτητα για να ζήσει, άπορος, πολύ φτωχός. Αυτός που υποφέρει από πολύ μεγάλη αρρώστια. Τρελός, ανάπηρος στο μυαλό, βλαμμένος.
Αναγλιτσάζω:. Κάνω κάτι να γλιστράει. Όταν δεν πλένω κάτι καλά και μένουν λιπαρά. Όταν είμαι πολύ άπλυτος και η βρώμα μου γίνεται πιο αισθητή, όταν πέσει το νερό πάνω μου.
Ανάμα (Νάμα):. Το κρασί για τη Θεία κοινωνία.
Αναμαλλιασμένος (αναμαλλιάρης):. Αυτός που έχει μπερδεμένα, ανακατεμένα και αχτένιστα μαλλιά.
Αναμπουμπούλα:. Φασαρία, ανωμαλία, αταξία.
Αναντάμ, παπαντάμ:. Από πολύ παλιά, από το μακρινό παρελθόν. (Εμείς στην οικογένειά μας είμαστε τσοπαναίοι, αναντάμ παπαντάμ).
Αναπιάνω:. Ανακατώνω το προζύμι με νερό και αλεύρι και φτιάχνω τη ζύμη του ψωμιού, για να είναι έτοιμη για ζύμωμα, αφού προηγουμένως φουσκώσει (ανεβατίσει).
Ανάριος:. Ο αραιός. Και το επίρρημα ανάρια, σημαίνει αραιά, σε αραιά διαστήματα. (Περπατούν ανάρια–ανάρια), (άπλωσε τα ρούχα ανάρια για να στεγνώσουν εύκολα), (τα σπιτάκια του χωριού ανέβαιναν την πλαγιά ανάρια–ανάρια).
Αναρουφητό:. Αναφιλητό, λυγμός, κλάψιμο με αναστεναγμούς. Και αναρούφηξα, το ηχηρό ή παρατεταμένο ρούφηγμα όταν παίρνω απότομη και μεγάλη χαρά μόλις δω κάποιον (μόλις τον είδε αναρούφηξε).
Ανασακιάζω:. Βάζω κάτι μέσα σε σάκο ή βάζω κάτι από τον ένα σάκο στον άλλον ή σηκώνω έναν μεγάλο σάκο και τον κουνώ, για να «κατακαθίσει» το περιεχόμενό του.
Ανάστα:. Άνω κάτω, ακατάστατα, ταραγμένα. Μεγάλη σύγχυση, πολυθόρυβη φιλονικία. Είναι από τη φράση, Ανάστα ο Κύριος. (Ανάστα έγινε, όταν σηκώθηκαν για χορό και άρχισαν να τα σπάνε), (πιάστηκαν στα χέρια, μπήκαν κι άλλοι στη μέση, ήρθε η αστυνομία, ανάστα έγινε).
Ανασφαή:. Οι χαραμάδες στο πάτωμα, τις πόρτες και τα παράθυρα, αλλά και στη σκεπή πολλές φορές, απ΄ όπου το χειμώνα έμπαινε το κρύο στο σπίτι. (Το κρύο έρχεται σπαθί, απ΄ τις ανασφαές).
Ανάταρα:. Όταν κάτι δεν μούρχεται βολικά. Είναι έξω απ΄ το δρόμο μου ή απ΄ τις συνήθειές μου ή απ΄ τον τρόπο ζωής μου. (Δεν μπορώ να περάσω από ΄κεί μού ΄ρχεται ανάταρα), ( καλό είναι το μαγαζί αυτό, αλλά είναι λίγο ανάταρα).
Ανατσουτσουρώνομαι:. Η διάθεση για αντίδραση ή επέμβαση, ύστερα από κάποιο ξάφνιασμα, που μας προκάλεσε υπερένταση και έβαλε τις αισθήσεις μας σε επιφυλακή. (Μόλις ακούσαμε τις φωνές και τα ποδοβολητά, αμέσως όλοι ανατσουτσουρωθήκαμε, καταλάβαμε πως κάτι δεν πάει καλά).
Αναφάνταλος:. Ο πολύ βιαστικός, που τα θέλει όλα και γρήγορα και που πολλές φορές μπερδεύεται από τη βιασύνη του. (Μην τρως αναφάνταλα, γιατί θα πνιγείς).
Αναχάραγμα:. Λέγεται το αναμάσημα της τροφής που κάνουν τα ζώα. Ο μηρυκασμός. Λέγεται και κοροϊδευτικά για τους ανθρώπους που τρώνε πολύ και μετά κάθονται αναπαυτικά ή ξαπλώνουν στο κρεβάτι. ( Έφαγε του σκασμού και τώρα πάει να αναχαράξει).
Αναφοριός ή Μπουχαρί:. Το μέσα μέρος του τζακιού, που περνάει ο καπνός, από την παραστιά μέχρι την καπνοδόχο.
Ανεβάτισμα:. Το φούσκωμα του ζυμαριού μετά το ζύμωμα, αν το αφήσουμε λίγη ώρα.
Ανεβατό (ψωμί):. Ζυμωμένο ψωμί, που είναι ανεβασμένο, που έχει φουσκώσει.
Ανέδλου (ανέδουλο):. Το καινούργιο ρούχο, που δεν το έχει φορέσει κανένας άλλος. Οτιδήποτε καινούριο (ανέδουλο=δεν έχει δουλευτεί).
Ανέμη:. Έβαζαν το νήμα (σκλείδι), για να το κάνουν στη συνέχεια μασούρια.
Ανεμογκάστρι:. Η κατάσταση, κατά την οποία παρουσιάζονται στη γυναίκα συμπτώματα εγκυμοσύνης, χωρίς να είναι έγκυος (ψευδεγκυμοσύνη).
Ανεμοδούρα:. Ο ανεμοδείχτης, αλλά και ο άστατος, ο αλλοπρόσαλλος άνθρωπος, ο ευκίνητος, δραστήριος, αυτός που δεν ησυχάζει στιγμή.
Ανεμομαζώματα:. Αποκτήματα από αδικίες ή παρανομίες. Αποκτήματα που σπαταλιούνται εύκολα. (Ανεμομαζώματα, ανεμοσκορπίσματα ή διαβολοσκορπίσματα).
Ανεμοσκορπίδι:. Αυτό που παρασύρθηκε ή σκορπίστηκε στον αέρα. Περιουσία που ξοδεύτηκε άσκοπα και πολύ γρήγορα.
Ανεμοτουρλίζω:. Παιδεύω κάποιον, τον ταλαιπωρώ, τον βασανίζω, τον
τυραννώ, τον ρίχνω κάτω και τον κυλάω στη γη, όπως τον παρασύρει ένας δυνατός άνεμος. (Κάτσε καλά γιατί θα σε ανεμοτουρλίσω).
Ανεμοχαύτω:. Τρώω πολύ γρήγορα και λαίμαργα, χωρίς να μασώ καλά την τροφή, την καταπίνω αμάσητη.
Ανερώτηγα:. Όταν κάνει κάποιος κάτι, χωρίς να με ρωτήσει ή να ζητήσει την άδειά μου, αλλά και όταν κάνω εγώ κάτι, χωρίς να ρωτήσω ή να ζητήσω την άδεια από κάποιον άλλον. (Γιατί έβαλις τα πρόβατα μες στου χουράφι μ΄ κι τα βόσκσεις ανιρώτγα;).
Ανεχώρηγος:. Αυτός που δεν χωρίστηκε, δεν μοιράστηκε, αυτός που δεν μπορεί να διανεμηθεί. Αυτός που συνδέεται φιλικά στενά με κάποιον άλλον και κάνουν συχνά παρέα. (Αυτοί οι δύο είναι ανεχώρηγοι).
Ανόησα:. Το λέμε σε τρεις περιπτώσεις. α) Κατάλαβα κάτι, αντιλήφθηκα. β) Για το ξύπνημα. Δεν ανόγαγα (δεν ξυπνούσα), τι ώρα ανόησες; (Τι ώρα ξύπνησες;) γ) Στην εγκυμοσύνη (γκαστριά), όταν η γυναίκα καταλαβαίνει ότι είναι έγκυος, λέει: «το ανόησα το παιδί».
Αντάμα:. Μαζί.
Ανταμωτό:. Το υφαντό ύφασμα, που είχε τετράγωνα σχέδια. (Καρό).
Αντάρα:. Ομίχλη, καταχνιά.
Αντέτι:. Συνήθεια που εκφράζεται ως έθιμο, άγραφος νόμος. (Γιατί το έκανες αυτό; Έτσι για τ΄ αντέτ΄).
Άντζα:. Η κνήμη, η γάμπα και κατ΄ επέκταση ολόκληρο το πόδι. (Αυτό το παιδί θα γίνει πολύ ψηλό, κοιτάξτε τι άντζες που έχει).
Αντί–αντιά:. Εξαρτήματα του αργαλειού, όπου τυλίγεται το νήμα.
Αντριάς:. Παλιά λαϊκή ονομασία του μήνα Νοέμβρη, λόγω της εορτής του Αγίου Ανδρέου στις 30 Νοεμβρίου.
Αντρομύδα:. Υφαντή κουβέρτα, με πολλά χρώματα και κεντίδια (σχέδια). Όλα φτιαγμένα στον αργαλειό.
Αντρομοίρι:. Κληρονομιά χήρας, από την περιουσία του άντρα της.
Αντρές:. Η είσοδος, ο προθάλαμος.
Απάγκιο:. Το μέρος που δεν το πιάνει ο αέρας. Το απάνεμο.
Απανταχούσα (πανταχούσα):. Εγκύκλιος του Πατριάρχη, που απευθύνεται προς τους απανταχού (παντού) Ορθοδόξους. Η εγκύκλιος του Μητροπολίτη ή του Μοναστηριού, προς τους κληρικούς ή ενορίτες τους. Μεταφορικά σημαίνει την αυστηρή επίπληξη σε κάποιον, γραπτή ή προφορική. (Καλά, συνέχισε εσύ να κάνεις τα ίδια και θα σούρ ΄θει καμιά πανταχούσα να τρίβεις τα μάτια σου).
Απλούμιστος:. Αυτός που δεν έχει στολίδια, που δεν είναι διακοσμημένος με κεντητά σχέδια.
Απαντοχή:. Προσδοκία, υπομονή. Ηθικό ή υλικό στήριγμα. Ελπίδα.
Απιθώνω: .Τοποθετώ κάτι, κάπου πρόχειρα.
Άπλωση ή απολυταριά:. Ο μακρύς μοχλός, που περιστρέφει και αμολάει το στημόνι, στο πίσω αντί του αργαλειού
Αποβόρι:. Ήπιος ή ελαφρός, ασθενής βορινός άνεμος, που πνέει, ύστερα από άλλον σφοδρό, της ίδιας κατεύθυνσης.
Αποδαύλι:. Κομμάτι ξύλου, που έχει καεί περίπου ως τη μέση. Κούτσουρο που δεν είναι ολότελα καμένο και αποδαύλια λέμε γενικώς, τα απομεινάρια μισοκαμένων ξύλων.
Αποδιαλεούδια:. Αυτά που μένουν σαν υπόλοιπα, μετά το ξεδιάλεγμα. Άχρηστα αντικείμενα. Αυτά που είναι για πέταμα.
Αποζούμι, (απόζεμα):. Ζουμί που βγαίνει από το βράσιμο, απόβρασμα. Αλλά και ρόφημα φαρμακευτικό, από βότανα βρασμένα.
Αποκόβω:. Απογαλακτίζω.
Αποκούμπι:. Στήριγμα.
Απόμακρα:. Βρίσκομαι πολύ μακριά, είμαι απομακρυσμένος, απόκεντρος, παράμερος.
Αποπαίδι:. Το αποκηρυγμένο, αποκληρωμένο παιδί.
Αποπαίρνω:. Επιπλήττω, κατσαδιάζω.
Απόπατος:. Αποχωρητήριο.
Απόπαχνα:. Απόπαχνα έλεγαν ότι έμενε στο παχνί, απ΄ τα άχυρα εκείνα που δεν τα έτρωγαν τα ζώα, όπως π.χ. χοντρά κοτσάνια κ.λ.π. Μεταφορικά, απόπαχνα λέγαμε αυτά τα οποία μας έδιναν ή δίναμε εμείς, τα οποία δεν μας ήταν ωφέλημα, δεν μας χρειάζονταν, μας ήταν άχρηστα.
Απόσκιο:. Το μέρος που δεν το χτυπάει πολύ ο ήλιος.
Αποσπόρι, (΄ποσπόρι):. Τελευταίο στη σειρά παιδί, το πιο μικρό απ΄όλα. Το στερνοπαίδι, το χαϊδεμένο.
Απουλουιέμαι:. Απαντώ, δίνω εξηγήσεις, δικαιολογούμαι για κάτι.
Αραδαμός:. Ο τρυφερός βλαστός του πουρναριού, που βγαίνει την άνοιξη και είναι πολύ καλή τροφή για τα ζώα.
Αραδαριά:. Προέρχεται από τη λέξη αράδα, που σημαίνει σειρά, αλλά τη χρησιμοποιούσαν μόνο για ακίνητα πράγματα ή ανθρώπους, για να τονίσουν την ποσότητα. Π.χ. κοιμόντουσαν αραδαριά (ο ένας δίπλα στον άλλον). (Μια αραδαριά θημωνιές). ( Έχει μια αραδαριά παιδιά).
Άργασμα:. Η μετατροπή της προβιάς ενός ζώου, σε κατεργασμένο δέρμα (βυρσοδεψία). Μεταφορικά σημαίνει και το άγριο ξυλοκόπημα, (κάτσε φρόνημα γιατί θα στο αργάσω το τομάρι σου).
Αρζάν κοντάν:. Όταν κάποιος εξοφλεί τις οικονομικές του υποχρεώσεις άμεσα, χωρίς καθυστερήσεις και δεν ζητάει διευκολύνσεις όσον αφορά
την εξόφληση, οποιασδήποτε αγοράς ή συναλλαγής. (Δεν έχω κανένα παράπονο, με εξόφλησε αρζάν κοντάν).
Αρίδα (η):. Το πόδι. (Άπλωσε τις αρίδες του και δεν χώραγε να κάτσει κανένας άλλος).
Αρκάτος:. Αυτός που περπατάει πεζός, χωρίς να κρατάει τίποτα στα χέρια του ή να κουβαλάει πράγματα, (τον είδα που περνούσε από δω αρκάτος). Και κατ΄ επέκταση αυτός που δεν έχει οικογενειακά βάρη, που έχει επάρκεια και άνεση
Αρλούμπα:. Κουταμάρα, ανόητη κουβέντα.
Αρμάθα ή αρμαθιά:. Ότι ήταν περασμένο μέσα από κλωστή. Συνήθως ξερά σύκα, αλλά μερικές φορές και τα αύγαρα (καταπολεμούσαν την ευκοίλια), που ήταν σαν μικρά μούσμουλα.
Αρμακάς:. Σωρός λιθαριών, ο οποίος σχηματίζεται, καθώς βγάζουν τα λιθάρια από το χωράφι που πρόκειται να καλλιεργηθεί. Τοίχος χωρίς συνδετική ύλη, που χρησιμοποιείται για τη στήριξη χωμάτων. Αλλά και γενικά, σωρός από πέτρες, οπουδήποτε κι αν βρίσκονται.
Αρουλιέμαι (΄ρλιέμαι):. Ουρλιάζω.
Αρνάδα:. Χρονιάρα προβατίνα που κρατήθηκε για αναπαραγωγή. Αντίστοιχα, κατσικάδα για τα γίδια.
Αρνός:. Το άγριο σύκο από την αγριοσυκιά.
Άρτσι μπούρτσι:. Χωρίς τάξη, ακατάστατα, χωρίς κανένα έλεγχο, ανάκατα, φύρδην μίγδην, μαλλιά κουβάρια, σαν της τρελής τα μαλλιά κ.λ.π. Επίσης η εβδομάδα πριν τις απόκριες, που οι Αρμένιοι νηστεύουν το Τετραδοπαράσκευο, ενώ οι Ορθόδοξοι όχι. Στη Στενή τη συγκεκριμένη εβδομάδα την αποκαλούσαν «χαρτς μπουρτς» (από το άρτσι μπούρτσι)
Ασίκης:. Αυτός που έχει ωραία κορμοστασιά, λεβεντόπαιδο, παλικάρι και έχει ερωτικές σχέσεις. Ο αγαπητικός, ο εραστής, Αλλά και ο γενναιόψυχος, ο φιλότιμος, ο μπεσαλής.
Ασκιβάριστος:. Αυτός που δεν έχει σεβασμό προς τους άλλους, που μιλάει αστόχαστα, χωρίς νόημα και σειρά. Γενικά ο άνθρωπος που τον διακατέχει προχειρότητα και ανοικοκυρωσύνη στα λόγια, στις πράξεις, στο ντύσιμό του κ.λ.π.
Ασλάνι:. Άνθρωπος γερός και δυνατός. Ρωμαλέος, υγιής.
Άσογος:. Αυτός που δεν κατάγεται από καλό σόι, από ευγενική, σπουδαία γενιά, αλλά και μεταφορικά ο χυδαίος, ο τιποτένιος, ο ευτελής.
Ασπροβασίλικα:. Τα μεγάλα πράσινα σύκα.
Αστοχάω:. Δεν θυμάμαι, ξεχνάω.
Αστρέχα:. Στεγασμένος χώρος, όπως τα σκέπαστρα με κεραμίδια στα χαγιάτια. Πρόχειρα υπόστεγα ή οι χώροι κάτω από τα μπαλκόνια μας. Οπουδήποτε δηλαδή μπορεί να προστατευτεί κανείς από βροχή και γενικά κακοκαιρία. Και στρεχιάζω, καλύπτομαι σε ώρα ανάγκης κάτω από αστρέχα.
Ατέμης:. Προέρχεται από τη λέξη άτιμος. Βέβαια εδώ δεν σημαίνει τον ανυπόληπτο, τον προσβλητικό και ότι έχει σχέση με την ατιμία, αλλά αυτόν που είναι ισχυρογνώμονας, οξύθυμος και δε βάζει «νερό στο κρασί του». Γενικά αυτός που δεν μπορείς να του έχεις και πολύ εμπιστοσύνη.
Ατσαλιάρης:. Ο βρώμικος, ο ακατάστατος. Επίσης αυτός που κάνει πράξεις ή λέει λόγια σχετικά με το sex. (Αυτός λέει όλο άτσαλες κουβέντες).
Ατσούμπαλος:. Ο ατημέλητος, ο κακοφτιαγμένος, ο μη αρμονικός σεκινήσεις και συμπεριφορά.
Αύγαρα:. Φρούτα που είχαν το μέγεθος μιας μεγάλης ελιάς, αλλά ήταν στρογγυλά, είχαν χρώμα πορτοκαλοκίτρινο και καταπολεμούσαν τη διάρροια.
Αυδά:. Αυτού ακριβώς. Σ΄ αυτό το σημείο. (Όταν πέρασις, ιγώ κάθουμταν αυδά). (Αυδά είχα πιρδικλουθεί κι στραμπούλξα του πουδάριμ).
Αυγατίζω–αυγαταίνω:. Αυξάνω κάτι, πολλαπλασιάζω. (Αυγάτισε η παραγωγή), (μου αυγάτισαν το μεροκάματο).
Αφερίμ:. Εύγε, μπράβο, ζήτω. Τούρκικη λέξη, που τη χρησιμοποιούσαν.
Αφτάρωμα:. Όταν στήνουμε το αυτί μας για να ακούσουμε συζητήσεις που γίνονται γύρω μας, κάνοντας τάχα τον αδιάφορο ή όταν κάποιος ύποπτος θόρυβος μας αναγκάζει να θέσουμε σε λειτουργία την ακοή μας, για να εντοπίσουμε από πού έρχεται και πιθανόν τι είναι. (Βήματα ανθρώπων, σφύριγμα φιδιού, νιαούρισμα γάτας κ.ο.κ.)
Άφτουρος:. Αυτός που δεν φτουράει, δεν επαρκεί.
Αχαΐρευτος:. Αυτός που δεν πρόκοψε, ούτε προόδεψε, που δεν έκανε χαΐρι (προκοπή). Αυτός που δεν έχει τη δυνατότητα, ούτε τις ικανότητες να προοδεύσει, (έχω και εκείνον τον αχαΐρευτο, που δεν φελά τίποτα). Δεν έχει την ικανότητα να κάνει κάτι σωστό, δεν μπορεί να καταπιαστεί με κάτι στα σοβαρά. Αλλά και ο άτυχος, ο κακορίζικος.
Αχαμνά:. Τα ανδρικά γεννητικά όργανα, αλλά και κάθε αρσενικού ζώου.
Αχαμνός–αχάμνιας:. Αδύνατος στο σώμα, λιγνός. Που δεν έχει ζωντάνια. Ασθενικός, άπαχος, ξερακιανός, πεινασμένος. Αν θέλουμε να ειρωνευτούμε κάποιον για την κατάντια του λέμε, «πως κατάντησες έτσι βρε αχάμνια;».
Αχμάκης:. Πολύ αφελής, αμόρφωτος, απλοϊκός, βλάκας, που το μυαλό του λειτουργεί αργά.
Αψώμοτος:. Άνθρωπος, ζώο, ή φυτό, που δεν είναι στις φυσιολογικές του διαστάσεις. Αλλά και όταν δεν είναι ακόμα σε ηλικία ωρίμανσης. (Τα στάχυα δεν ψωμώσανε ακόμα), (τι περιμένεις, μικρό παιδί, αψώμοτο είναι ακόμα).
Γιάννης Γιαννούκος
Βάκρινα:. Άσπρο πρόβατο, που είχε μαύρο πρόσωπο, με λίγες άσπρες τρίχες και αραιά μαύρα σημάδια στο υπόλοιπο κορμί του.
Βαλάντωμα:. Καημός, παίδεμα, μπαΐλντισμα, λύπη, θλίψη. Σωματική και ψυχική υπερκόπωση. (Τίποτα δεν μπορεί να δώσει χαρά στην βαλαντωμένη του ψυχή), (βαλάντωσε από την σκληρή δουλειά), (τον βαλάντωσε η αγάπη).
Βαλμάς:. Ο προμηθευτής αλόγων ή μουλαριών ή ενοικιαστής τους, για αλωνισμό. Εδώ όμως, βαλμάς, λεγόταν αυτός που αλώνιζε, δηλαδή αυτός που καθοδηγούσε το άλογο και πατούσε πάνω στο «ντουέν», για να αλωνιστούν τα στάχυα. Βαλμάς επίσης λεγόταν και αυτός που καθοδηγούσε τα ζώα στο λιοτρίβι, για το λιώσιμο των ελιών.
Βαρβάτος:. Αυτός που είναι σεξουαλικά πολύ ικανός ή έχει έντονη σεξουαλική ορμή και διάθεση, (ισχύει και για τα ζώα). Κατ΄ επέκταση, βαρβάτο λέμε και τον άνθρωπο το δραστήριο, τον ικανό, το δυνατό, τον άξιο. Ειρωνικά το λέμε και γι αυτούς που υπερηφανεύονται για τη σεξουαλική τους δράση, (για κοιτάξτε ρε παιδιά ένα βαρβάτο). Για παιδιά, στην ηλικία που αρχίζουν να γίνονται άνδρες. (Κοίτα καμώματα το βαρβατσέλι).
Βαρβατίλα:. Η κακοσμία των τράγων, κατά την περίοδο του οργασμού ή και για ανθρώπους, με έντονη σεξουαλική διέγερση.
Βάρδα:. Πρόσεχε, φυλάξου. (Σε αγαπώ, σε εκτιμώ, αλλά βάρδα μη με πειράξεις).Τη χρησιμοποιούσαν επίσης παλιά, αυτοί που έβγαζαν πέτρα στα νταμάρια. Αφού άνοιγαν την τρύπα στην πέτρα χτυπώντας την με το λοστάρι και έβαζαν μέσα τα εκρηκτικά, έβγαιναν στον κοντινότερο δρόμο ή μονοπάτι και φώναζαν «Βάρδα φουρνέλο» και έτσι σταματούσαν οι περαστικοί μέχρι να γίνουν οι εκρήξεις.
Βαρδάρι:. Το ξύλινο εξάρτημα του αλευρόμυλου, που κανονίζει την πτώση του γεννήματος στη μυλόπετρα.
Βαρκό:. Λέμε το μέρος εκείνο, που τα χώματά του είναι πολύ υγρά, βουλιάζουν και δε μπορεί να γίνει σωστά και με άνεση, οποιαδήποτε γεωργική εργασία. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται μετά από βροχές. (Αυτό το χωράφι είναι βαρκό), (τα χωράφια σ΄ αυτή την περιοχή είναι βαρκά).
Βάσκαμα:. Το μάτιασμα
Βάτεμα:. Η ερωτική πράξη, για αναπαραγωγή των οικόσιτων ζώων, προβάτων, κατσικιών κ.λ.π.
Βαταλαλάω:. Όταν φλυαρώ για πολύ ώρα, με δυνατή φωνή, κυρίως σε χώρους εκτός σπιτιού και ιδιαίτερα σε αγροτικές περιοχές. Στα χωράφια, στα αμπέλια, στις ελιές κ.λ.π. (Όλο το χωριό είχε πάει να μαζέψει ελιές και βαταλάληξε όλη η ρεματιά), (η γειτονιά βαταλαλούσε από το παιδομάνι).
Βεδούρα (βεδούρι):. Ξύλινο δοχείο για το γάλα.
Βεζύρης:. Παιδικό παιχνίδι, που παιζόταν με τον αστράγαλο (κότσι) του αρνιού, του κατσικιού ή του γουρουνιού.
Βελάνι:. Το βελανίδι.
Βελέντζα:. Μάλλινο χοντρό κλινοσκέπασμα.
Βερβέριξα-βερβερίζω:. Κλαίω γοερά, με γρήγορα και απανωτά αναφιλητά, μέχρι εξάντλησης. (Βερβέριξα απ΄ το κλάμα), (δώσε μία καραμέλα στο παιδί, δεν βλέπεις ότι βερβέριξε;). Αλλά και όταν νιώθω το σώμα μου μουδιασμένο.
Βερέμης:. Ο ασθενικός, ο φθισικός, αλλά και ο ανάποδος, ο κακότροπος, ο μουρμούρης, ο γκρινιάρης.
Βερέμι:. Η φυματίωση αλλά και η μεγάλη στεναχώρια. ( Έχει μαράζι στην καρδιά και στην ψυχή βερέμι).
Βζαγκανάω:. Εκτινάσσω κάτι με δύναμη, αφού προηγουμένως το περιστρέφω με το χέρι μου πολλές φορές, για να αποκτήσει επιτάχυνση.
Βίγλα:. Ψηλό σημείο, απ΄ όπου μπορεί κανείς να βλέπει μακριά. Σκοπιά, φυλάκιο.
Βιτούλι:. Το κατσίκι, που δεν έχει συμπληρώσει ακόμα ένα χρόνο ζωής.
Βίτσα:. Η βέργα.
Βλάμης:. Σύντροφος, ανδρείος, αδελφοποιτός. Κατ΄επέκταση εραστής, αγαπητικός, αλλά και καβγατζής, ψευτοπαλληκαράς.
Βλαροπάιδα:. Τα 3-4 κάτω πλευρά, που το μεγαλύτερο μέρος τους αποτελείται από χόνδρους και όχι από οστά.
Βλαρός-η-ο:. Βλαρό λέγαμε οτιδήποτε ήταν μαλακό και φρέσκο. Ιδιαίτερα όμως το τυρί, τα χορταρικά και τα περιβολικά. (βλαρό τυρί, βλαρά φασολάκια κ.λ.π.)
Βολά:. Αντί για τη λέξη φορά, λέγανε βολά. Π.χ. μια βολά, δυο βολές κ.λ.π.
Βολή:. Όταν είναι έτσι τακτοποιημένα τα πράγματα, ώστε να γίνονται οι δουλειές με ευχέρεια, με λίγο κόπο και καλύτερα. (Εγώ δεν μπορώ να πλύνω εδώ, θα πάω σπίτι μου, που έχω τη βολή μου).
Βολοδέρνω:. Προσπαθώ με χτυπήματα, να σπάσω τους χωμάτινους βόλους στο χωράφι κατά τη διάρκεια του οργώματος. Επίσης, για ανθρώπους, σημαίνει την ταλαιπωρία, γυρνώντας από εδώ κι από εκεί, για να διεκπεραιώσουμε μια δουλειά και τις περισσότερες φορές δεν τα καταφέρνουμε.
Βορδόλακας:. Ο βρικόλακας. Μεταφορικά, ο στριμμένος, ο ιδιότροπος, ο κακός άνθρωπος.
Βοτανίζω-βοτάνισμα:. Ξεχορταριάζω σπαρμένο χωράφι. Το λέμε και ξεβοτάνισμα.
Βούζος:. Παιδικό παιχνίδι, όπου περνούσαν μία χοντρή κλωστή μέσα από τις τρύπες ενός μεγάλου κουμπιού, με τέτοιο τρόπο, ώστε όταν τέντωναν το σκοινί και με τα δυο τους χέρια, το κουμπί γύριζε τόσο γρήγορα, που έκανε έναν αρκετά αντιληπτό θόρυβο, (βούιζε).
Βουκολιό:. Τόπος όπου βόσκουν βόδια, αλλά και μάντρα για τα βόδια. Στη Στενή το λέγανε και βρουκολιό.
Βουνιά:. Τα κόπρανα των βοοειδών.
Βουρδούνες:. Κοκκινόχρωμες γραμμές στο κορμί του ανθρώπου, που έμοιαζαν σαν να είχαν αποτυπωθεί από χτυπήματα βούρδουλα ή βέργας. Στην πραγματικότητα όμως, επρόκειτο για εξανθήματα του δέρματος, ενώ κατά τη γνώμη των γονιών μας και γενικά των μεγαλύτερων «ειδικών επί ιατρικών θεμάτων», σίγουρα μας είχε περπατήσει κάποιο «μπορμπότσι».
Βουρλίζομαι:. Περιστρέφομαι σαν σβούρα, βρίσκομαι σε έξαλλη κατάσταση και γενικώς θυμώνω.
Βραϊά, (βραγιά). Βραϊές:. Αυλάκια που διαμόρφωναν με την τσάπα στα περιβόλια και μέσα σ΄ αυτά φυτεύονταν τα «περιβολικά», για να διευκολύνονται στο πότισμα.
Βρακοζώνα:. Κορδόνι με το οποίο συγκρατείται η βράκα ή το βρακί, αφού περάσει μέσα από το στρίφωμα της βράκας στο πάνω μέρος.
Βρετίκι–βρετίκια:. Αμοιβή, που προσφέρεται σ΄ αυτόν που βρίσκει και παραδίδει χαμένα αντικείμενα.
Βρεχτούρα:. Το μέρος που παραμένει μουσκεμένο, νοτισμένο, μετά από βροχή, για περισσότερο χρονικό διάστημα σε σχέση με άλλα μέρη. (Μην πας από αυτό το δρόμο, γιατί έχει βρεχτούρα), (πάμε σήμερα να βγάλουμε τα παλούκια από το φράχτη, γιατί έχει βρεχτούρα και θα βγουν πιο εύκολα). Το λένε και Γλάρα.
Βρίζα:. Σίκαλη, είδος δημητριακού.
Βρισκόμενο–βρισκούμενα:. Ότι βρίσκεται, ότι υπάρχει. (Κάτσε να φάμε, όχι ευχαριστώ, να μην σας βάζω σε κόπο. Μα τι κόπο; Να, από τα βρισκούμενα).
Βρονταλίδι–βρονταλίδια:. Παιχνίδια για μωρά. Ιδιαίτερα αυτά που παράγουν ήχους. Κουδουνίστρες.
Βρούβες:. Η κοινή ονομασία όλων των ειδών αυτοφυών άγριων χορταρικών, που μαζεύουμε και τρώμε, όπως τα θανασάκια, καυκαλίθρες, ζογκιά, ραδίκια, κοκκινοράδικα, λαψάνες, σκυλόβρουβες, ρεπανίθρες, ψωμάκια, λάπατα, πικραλίθρες, ρόκα, γαλατσίθρες, μάραθα, βοϊδόγλωσσες, κατσικοπόδαρα, βλήτα κλπ.
Βρόχι–αβρόχι:. Θηλιά από τρίχες αλογοουράς, με την οποία πιάνονται πουλιά ή άλλα θηράματα από το λαιμό. Παγίδα, δίχτυα. (θα στήσω αβρόχια στα βουνά. Δημοτικό τραγούδι). Μεταφορικά και το σαγηνευτικό θέλγητρο γυναίκας.
Βρωμούσα:. Το έντομο δυνδρεοκόρις, που έχει χρώμα πράσινο και καταστρέφει τα κηπευτικά, (φασόλια, ντομάτες κλπ), που αν την σκοτώσεις (λιώσεις), εκπέμπει μία δυσοσμία. Είναι όμως και ονομασία διαφόρων δύσοσμων φυτών.
Βτσέλα, (βουτσέλα):. Ξύλινο δοχείο για νερό, που το έπαιρναν μαζί τους στο χωράφι. Χωρητικότητα πέντε έως δέκα κιλά. Ήταν στρογγυλό και οι δύο πλάγιες πλευρές του επίπεδες, σε σχήμα κύκλου. Είχε δύο λαβές που ενώνονταν με σχοινί, για να κρεμιέται στο σαμάρι του μουλαριού ή του γαϊδουριού.
Γιάννης Γιαννούκος
Γαζέτα:. Κέρμα ή κέρματα μικρής αξίας. Λιανά, λιανώματα. (Μάζεψα όλα τα γαζέτα μου και δε μου φτάσανε να αγοράσω ούτε ένα κουτί τσιγάρα).
Γαϊδουροκλίστρα:. Ανοιχτός χώρος, όχι πολύ μεγάλος, που με το ζόρι χωράει να κυλιστεί ένα γαϊδούρι. Το λέμε και ειρωνικά για κάποιον, που έχει χωράφι ή χωράφια μικρής έκτασης. (Σιγά τα μιγάλα΄ χουράφια που εχ΄ αυτός, κατ΄ γαϊδρουκλίστρις είνι).
Γαϊτάνι:. Έντεχνα πλεγμένο κορδόνι με μεταξωτές κλωστές (κοτσίδα) ή και μάλλινο ή βαμβακερό, που στόλιζε τα ρούχα στο κάτω μέρος των μανικιών και στον ποδόγυρο.
Γαλανή:. Ζιζάνιο των σπαρτών, που είναι σαν μικρός θάμνος, με ψιλά φύλλα σαν του δεντρολίβανου, αλλά πιο ξανθά και βγάζει λουλουδάκια μοβ.
Γαλάρι:. Το μικρό αρνί, που ακόμα θηλάζει.
Γαλάριο–γαλάρια:. Η κατσίκα ή προβατίνα, που κάνουν πολύ γάλα.
Γαλί:. Το μικρό πουλί της ινδικής όρνιθας, μικρός γάλος ή διάνος. Μεταφορικά ο κουτός, αυτός που τον κάνουνε οι άλλοι ότι θέλουνε.
Γάλια:. Αγάλι, αγάλια, σιγά-σιγά, αργά-αργά, βαθμιαία, σταδιακά.
Γαλιφιά:. Καλόπιασμα, κομπλιμεντάρισμα. Και γαλίφης, αυτός που καλοπιάνει, που κομπλιμεντάρει τους άλλους, επιδιώκοντας κέρδος ή άλλου είδους ωφέλεια.
Γάμπρισμα:. Το ψάξιμο για νύφη ή γαμπρό. Και γαμπρίζω, όταν αρχίζω να ψάχνω για νύφη, αφήνοντας να δημιουργείται η εντύπωση στο περιβάλλον μου, ότι θέλω να παντρευτώ. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τα κορίτσια, για αναζήτηση γαμπρού. Γάμπρισμα όμως σήμαινε και αυτό που σήμερα ονομάζουμε «φλερτ». (Ο Θανάσης γαμπρίζει με τη Βαγγελιώ).
Γανίλα:. Αγανωσιά, σκουριά.
Γαργάρι:. Η απόλυτη καθαριότητα. Το πεντακάθαρο και διαυγές νερό. Οτιδήποτε έχει πλυθεί και έχει καθαριστεί τέλεια. (Εδώ πιο πέρα είναι μια πηγή που έχει ένα νερό γαργάρι), (έπλυνα τα ρούχα και τα έκανα γαργάρι).
Γαριάζω–γάριασμα:. Βρωμίζω, λερώνω, γλιτσιάζω, από κακό πλύσιμο.
Γαρλαύτης ή γκαρλιάφτης:. Αυτός που έχει μεγάλα (γαϊδουρίσια) αυτιά.
Γάστρα:. Έχει σχήμα κώνου. Είναι μεταλλικό κατασκεύασμα. Χρησιμοποιείται για το ψήσιμο φαγητών στο τζάκι.
Γατσιάζω ή κατσιάζω:. Καταστρέφω, χαλάω την καλή και δροσερή όψη κάποιου. Είμαι σε καχεκτική κατάσταση από υποσιτισμό. Ζουριάζω, μαραγκιάζω.
Γγιάω:. Αγγίζω, ακουμπάω, (μη με γγιας), (αν τολμάς γγιάξε με και θα δεις τι έχεις να πάθεις).
Γέννημα-γεννήματα:. Η σοδειά του γεωργού. Οι καρποί. Σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι κλπ.
Γεράνιος–α–ο:. Αυτός που έχει βαθυγάλαζο χρώμα, ο μαβής, ο μπλάβος.
Γεροκόμι ή γεροκόμισμα:. Η περιποίηση γερόντων, η περίθαλψή τους. Η ανάληψη της υποχρέωσης συντήρησης και μέριμνας για τους γέρους. (Το σπίτι θα το γράψω, σ΄ αυτόν που θα με γηροκομήσει).
Γεροντομοίρι:. Περιουσιακά στοιχεία, που οι γέροι γονείς, μετά το μοίρασμα της περιουσίας τους στα παιδιά τους, κρατούν αποκλειστικά για δική τους συντήρηση.
Γιαβάς–γιαβάς:. Σιγά–σιγά, λίγο–λίγο, με πολύ αργό ρυθμό, νωχελικά.
Γιάντες:. Παιχνίδι. Κάτι σαν στοίχημα μνήμης, σύμφωνα με το οποίο νικά, όποιος πριν πάρει οτιδήποτε απ΄ τα χέρια του συμπαίκτη του, δεν ξεχνά να υπενθυμίζει το στοίχημα, λέγοντας, «το ξέρω» ή «το θυμάμαι». Ενώ χάνει αν δεν πει τίποτα και ο άλλος του πει «γιάντες». Αυτό το παιχνίδι μπορεί να κρατήσει πολλές μέρες, μέχρι ο ένας από τους δύο, να ξεχαστεί και να χάσει.
Γιατάκι:. Μέρος στο οποίο ξαπλώνει κανείς για να κοιμηθεί. Στρώμα, κρεβάτι. Τόπος διαμονής, κατάλυμα, καταυλισμός.
Γιδαραίοι ή γιδάρηδες:. Οι τσοπάνηδες που έτρεφαν αποκλειστικά μόνο γίδια.
Γινάτι:. Πείσμα. Διάθεση για αντεκδίκηση. Μίσος.
Γιόμα:. Μεσουράνημα ήλιου. Το μεσημέρι.
Γιομάτισα:. Έφαγα για μεσημέρι.
Γιομίδια:. Τα γεμίσματα, π.χ. τα κουρέλια, τα αποφόρια που τα έβαζαν στα στρώματα και στα μαξιλάρια.
Γιορντάνι:. Περιδέραιο με ακριβά νομίσματα (φλουριά). Αλλά και κεντητά σιρίτια, στα γυναικεία ρούχα.
Γιόρτιασμα:. Το φαγητό που φτιάχνει η εκκλησία και που προσφέρεται στους πιστούς, μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας, κυρίως όταν γιορτάζουν τα εξωκλήσια. Γιόρτιασμα μπορούν να προσφέρουν και οι πιστοί, επειδή γιορτάζουν ή επειδή έχουν κάνει κάποιο τάμα.
Γιούκος:. Τα τακτοποιημένα μάλλινα ρούχα του σπιτιού, το ένα πάνω στο άλλο, κυρίως κλινοσκεπάσματα και κλινοστρωμνές (βελέντζες, πευκιά, τσέργες, σεντόνια κ.λ.π.).
Γιουρούκης:. Και γιουρούκος ή γιορούκος και το θηλυκό γιουρούκα και γιουρούκισσα. Απολίτιστος, άξεστος, νομάς, τσιγγάνος.
Γιουρούκια:. Ορδές βαρβάρων, που κάνουν εφόδους για λεηλασία. Στίφη, μπουλούκια.
Γιουρούσι:. Επίθεση, έφοδος κατά την ώρα της μάχης.
Γκαβελίνα:. Το περίττωμα των ζώων, (αλόγων, μουλαριών, γαϊδάρων).
Γκάβος:. «Αυτός δεν παίρνει γκάβο» λέμε για κάποιον που δεν καταλαβαίνει. «Πήρες γκάβο;» λέμε σε κάποιον για να βεβαιωθούμε αν κατάλαβε. Η φράση λοιπόν αυτή υποκαθιστούσε τη λέξη «κατάλαβες». Φυσικά αυτή η στιχομυθία ήταν μεταξύ φίλων, είτε σε κατάσταση αντιδικίας και συναισθηματικής φόρτισης.
Γκαβός ή γκαϊδός:. Αυτός που δεν βλέπει καλά. Που βλέπει λοξά. Ο αλλήθωρος.
Γκαλιούρ:. Γκαλιούρια, λέγαμε τα γαϊδούρια, που είχαν πρόβλημα με τα μάτια τους. Που δε βλέπανε καλά ή ήταν αλλήθωρα, γκαΐδά, που έπασχαν από στραβισμό. Με διάθεση ειρωνείας, αποκαλούσαν έτσι τους ανθρώπους που έπασχαν από την ίδια πάθηση, για να τους υποτιμήσουν ακόμη περισσότερο.
Γκανιάζω:. Υποφέρω από αίσθημα δίψας. Ταλαιπωρούμαι, υποφέρω, ώσπου να κατορθώσω κάτι. (Τι κακό με σένα, γκάνιασα μέχρι να σε κάνω να με πιστέψεις).
Γκαρδαμώνω-γκαρδάμωσα:. Όταν αναλαμβάνω δυνάμεις μετά από αρρώστια ή οποιαδήποτε σωματική καταπόνηση. ( Έπαιρνε τα φάρμακά του, έτρωγε καλά και σιγά σιγά γκαρδάμωσε). (Γύρισα από το χωράφι κουρασμένος, ξεκουράστηκα λίγο, έφαγα και γκαρδάμωσα).
Γκαρωμένος-γκαρωμένο:. Όταν κάποιος ή κάτι, δεν έχει φυσιολογική ανάπτυξη. Για ανθρώπους, ο ισχνός, ο αδύνατος. Για φυτά και δένδρα, αυτά που δεν έχουν την κανονική ανάπτυξη. Εκείνα που δίνουν λίγο ή καθόλου καρπό.
Γκαστριά:. Το χρονικό διάστημα της εγκυμοσύνης μιας γυναίκας και γκάστρωμα, το να μείνει μια γυναίκα έγκυος. Η σύλληψη, η εγκυμοσύνη, η γονιμοποίηση και γκαστρώνω, καθιστώ μία γυναίκα έγκυο.
Γκελώνω, γκελώνομαι, γκελώθηκα:. Τρυπήθηκα από κάτι αιχμηρό ή από χόρτα (τσουκνίδες κ.λ.π.).
Γκεσέμι ή γκιοσέμι:. Κριάρι που προπορεύεται σ΄ ένα κοπάδι, ως οδηγός του.
Γκέτα:. Στρατιωτικό μάλλινο εξάρτημα, με το οποίο τυλίγεται το πόδι, από τον αστράγαλο ως το γόνατο, αλλά και δερμάτινο επικάλυμμα των ποδιών. Η λέξη υιοθετήθηκε στο λεξιλόγιο της περιοχής, μετά τους πολέμους του 1912.
Γκιζερίζω:. Γυρίζω εδώ κι εκεί.
Γκιργκιφίσσα:. Οι παραδοσιακές γυναικείες φορεσιές, στην περιοχή μας.
Γκιόσα:. Γίδα με μαύρη ράχη και μαύρα πλευρά, άσπρη κοιλιά και άσπρες αράδες στο πρόσωπο. Αλλά και γερασμένη κατσίκα, που έχει πάψει να γεννά.
Γκλάβα:. Ειρωνική ονομασία του κεφαλιού αλλά κυρίως του εγκέφαλου. (Δεν κόβει η γκλάβα του).
Γκλαμούρα:. Όταν διάφορα φυτά, αλλά κυρίως η φάβα ή ο βίκος, γίνονταν πολύ ψηλά, 1-1,5 μέτρα περίπου, με πολλά και μεγάλα φύλλα, χωρίς παράλληλα να έχουν και τον ανάλογο καρπό, λέγανε ότι «το φυτό έκανε γκλαμούρα».
Γκλίτσα ή αγκλίτσα:. Είδος ραβδιού που χρησιμοποιούν οι κτηνοτρόφοι, με πρόσθετη λαβή και διακοσμημένη. Την χρησιμοποιούσαν οι προβαταραίοι. Οι γιδαραίοι είχαν το ραβδί.
Γκμούλα:. Κομμάτι από σκληρό χώμα, αλλά και κάτι που χωράει σε μια χούφτα και από το σφίξιμο ή από τη θερμοκρασία ή από άλλους λόγους έχει γίνει ένα σώμα. (Μία γκμούλα ξινοτύρι). Επίσης όταν κάποια φαγητά δεν είχαν ανακατευτεί καλά στο βράσιμο, όπως ο τραχανάς, η μανέστρα κ.α. κολλούσαν μεταξύ τους και δημιουργούσαν συμπαγή κομμάτια. (σήμερα ο τραχανάς ήταν γεμάτος γκμούλες).
Γκουμούλι:. Το μικρό τενεκεδάκι που έβαζαν οι ρετσινάδες στο πελεκημένο πεύκο, για να συγκεντρώνεται εκεί η ρετσίνα.
Γκόθρωνας:. Μαντήλι που έβαζαν οι γυναίκες στο κεφάλι, για να στηρίζεται πιο εύκολα η μπόλια.
Γκουντζό ή γκουντζά:. Αυτοφυή πολυετή φυτά, που μοιάζουν με το θυμάρι αλλά είναι λίγο μεγαλύτερα. Βγάζουν ένα κίτρινο λουλούδι, που είναι καλή βοσκή για τις μέλισσες. Φυτρώνει παντού και ιδίως σε ακαλλιέργητα, παρατημένα χωράφια (μπαΐρια).
Γκούσα:. Ο πρόλοβος των πτηνών. Εκεί αποθηκεύονται οι τροφές που έχει φάει το πτηνό, πριν αρχίσει η διαδικασία της χώνευσης.
Γκουσομανάω:. Βαριανασαίνω.
Γλαρώνω:. Καταλαμβάνομαι από υπνηλία. Νυστάζω. Και γλάρωμα, η τάση για ύπνο.
Γληγόρα:. Η κανονική σήτα για το αλεύρι. Συνήθως «σήτα» αποκαλούσαν την πολύ ψιλή, που κοσκίνιζαν το αλεύρι για τα πρόσφορα.
Γλίτσα:. Λιπαρή ή κολλώδης ακαθαρσία, αργιλώδης πηλός, χοιρινό λίπος κ.α.
Γλιτσάζω:. Σχηματίζω στρώμα λίπους, έχω υπολείμματα λίπους, σχηματίζω γλιστερή επιφάνεια. Είμαι ρυπαρός, ακάθαρτος.
Γλωσσίδι:. Οτιδήποτε μοιάζει στο σχήμα με τη γλώσσα. Μακρουλό σίδερο που κρέμεται στο εσωτερικό της καμπάνας, για να την κτυπούν.
Γνέμα:. Το νήμα, οι κλωστές.
Γνώρα:. Φιλική σχέση. Κοινωνικός ή άλλος δεσμός, ανάμεσα σε δύο ανθρώπους ή πρόσωπα που γνωρίζει κάποιος. Φιλική σύσταση (δώσαμε γνώρα).
Γομάρι:. Το γαϊδούρι.
Γόνα, (το):. Λέξη που χρησιμοποιούσαν συνήθως για να εκφραστούν, σ΄ ότι αφορούσε το ύψος του χιονιού ή το βάθος του ποταμού σ΄ορισμένο σημείο. ( Έχει ρίξει ένα γόνα χιόνι), (σ΄ αυτό το σημείο το ποτάμι σηκώθηκε ένα γόνα). Το ύψος του υπολογιζόταν από την πατούσα μέχρι το γόνατο ενός ανθρώπου μέσου αναστήματος.
Γονατάρα:. Σχοινί με το οποίο δένανε τα τσουράπια, για να σφίγγουν στο πόδι και να μην πέφτουν. Συνήθως η γονατάρα ήταν συνέχεια του τσουραπιού.
Γόνι:. Το ξύλο που ήταν μπροστά από τα ζώα που τραβούσαν το αλέτρι.
Γούβα:. Τεχνικό ή φυσικό κοίλωμα. Λακκούβα, βαθούλωμα, κοιλότητα, γούπατο.
Γούλια:. Το μέρος του προσώπου από τις άκρες του στόματος, (εκεί που τελειώνουν τα μάγουλα), μέχρι το πηγούνι. Τα ούλα της στοματικής κοιλότητας.
Γούπατο:. Ένα μεγάλο κοίλωμα στην επιφάνεια του εδάφους. Μία τοποθεσία που είναι χαμηλότερα σε σχέση με τις γύρω εκτάσεις. Στις ορεινές περιοχές, ένας επίπεδος χώρος, σε βουνό, σε λόγγο, σε επικλινές μέρος. σε ύψωμα γενικά.
Γουρζέρα:. Η φάσα. Πρόσθετη λουρίδα από ύφασμα ή άλλο διακοσμητικό υλικό, που ράβεται για μάκρεμα ή πλάτεμα ή στολισμό στο κύριο ρούχο.
Γούρνα:. Κοιλότητα μπροστά από τη βρύση (συνεχούς ροής), απ΄ τις οποίες ήταν γεμάτο το χωριό. Μερικές απ΄ αυτές ήταν ειδικά φτιαγμένες ώστε να μπορούν να ποτίζουν τα ζώα ή να παίρνουν νερό με τους κουβάδες οι κάτοικοι για πλυσίματα κ.λ.π. Επίσης γούρνες λέγανε και τα μικρά διαμορφωμένα βαθουλώματα, που φτιάχνανε εκεί που ανάβλυζαν οι πηγές του δάσους, για να συγκεντρώνεται το νερό που έβγαινε.
Γουρνέτσι:. Μικρό οίκημα στην άκρη της αυλής. Εκεί έτρεφαν το γουρούνι, που το είχαν αγοράσει από μικρό, για να το σφάξουν τα Χριστούγεννα.
Γράβες:. Λέμε την τοποθεσία εκείνη που είναι γεμάτη με βράχια που έχουν σχισμές, καθώς και το έδαφος. Επίσης όταν έχει μικρές χαράδρες. Γενικά ένας βραχότοπος με σχισμές και οπές χωρίς πλούσια βλάστηση.
Γράδος:. Το αλκοολόμετρο, με το οποίο μετρούν την ποσότητα αλκοόλης, σ΄ ένα υδάτινο διάλυμα. Το χρησιμοποιούσαν για να ελέγχουν τα «γράδα» του μούστου, όταν πάταγαν τα σταφύλια.
Γρέκι:. Σημείο συνάντησης και ανάπαυσης του κοπαδιού, που συνήθως τα πρόβατα πάνε μόνα τους μετά τη βοσκή. Κατ΄ επέκταση και το σπίτι. (Πάμε για το γρέκι μας;)
Γιάννης Γιαννούκος
Δαμάλι:. Μικρός ταύρος ή μοσχάρι. Άνθρωπος βλάκας, ηλίθιος, χαζός. Και δαμάλα η μεγάλη αγελάδα.
Δασύς:. Αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα. Το δέντρο που έχει πυκνό φύλλωμα (δασιά πλατάνια). Πυκνό δάσος. Αντικείμενα που είναι βαλμένα κοντά–κοντά. (Τα σκώλια τά ΄βαλες δασά–δασά, ήθελαν πιο ανάρια).
Δαυλί:. Κομμάτι ξύλου που δεν έχει καεί τελείως. Και δαυλίζω, ανακατεύω τα δαυλιά ή ρίχνω κι άλλα στη φωτιά.
Δαύτος-η-ο:. Εκείνος εκεί (σιγά να μην κάτσω να σκάσω εγώ για δαύτον).
Δεμάτι:. Ποσότητα σταχυών, που μαζεύουμε κατά το θερισμό. Το δεμάτι υπολογίζεται ως εξής. Ξεκινώντας το θερισμό, φτιάχνουμε το πρώτο χερόβολο, που είναι στάχυα όσα χωράει η χούφτα μας. Έξι χερόβολα μας κάνουν ένα λημμάρι και τρία λημμάρια, μας κάνουν ένα δεμάτι, το οποίο το τυλίγουν με βρίζα (σίκαλη). Επίσης να προσθέσουμε πως τέσσερα δεμάτια μας κάνουν ένα φόρτωμα.
Δεξίμι:. Δώρο που μας στέλνει κάποιος και δεξίμια, αυτά που δεχόμαστε.
Δέξιμο ή δεξιμιό:. Καλωσόρισμα, υποδοχή κάποιου που επιστρέφει από μακριά, έπειτα από πολύχρονη απουσία, (καλά δεξίματα).
Δερμάτια:. Τουλούμια που έβαζαν το τυρί και το ξινοτύρι, από κατσικίσιο δέρμα
Δερμόνι, (δριμόνι):. Αραιή σήτα, για το καθάρισμα του σιταριού. Υπήρχε και δερμόνι, που αντί για σήτα, είχε στη βάση λαμαρίνα με τρύπες, ανάλογες του καρπού που θέλανε να καθαρίσουνε. Πιο μικρές για σιτάρι φάβα κ.λ.π. και πιο μεγάλες για καλαμπόκι, ρεβίθια κ.ο.κ.
Δερμονίζω:. Καθαρίζω δημητριακά–κυρίως σιτάρι-με το δερμόνι.
Δέση:. Το σημείο που συνδέεται η αμπολή με το ποτάμι και από εκεί με δίκτυο καναλιών, κατευθυνόταν προς τα περιβόλια για πότισμα ή ακόμα και προς κάποιον από τους νερόμυλους ή νεροτριβιές της περιοχής.
Διαβασά:. Το φίμωτρο που έβαζαν στα μουλάρια, κατά τη διαδικασία του καλιγώματος (πετάλωμα).
Διαγούμισμα:. Λεηλασία. Άγρια και βίαια αρπαγή. Επίσης διαγούμισμα λέγανε και την κατασπατάληση περιουσίας από κάποιον. (Αυτός ότι είχε και δεν είχε, τα διαγούμισε δεξιά κι αριστερά και τώρα κοιμάται στην ψάθα).
Διακονιάρης:. Ο ζήτουλας, ο ζητιάνος. Αυτός που βρίσκεται σε πολύ χαμηλή κοινωνική και οικονομική κατάσταση.
Διάσελο ή διασέλα:. Στενό πέρασμα, ανάμεσα σε δύο λόφους ή σε δύο κορφές βουνού.
Διασίδι:. Το στημόνι που έχει τυλιχθεί γύρω από το «αντί» του αργαλειού και είναι έτοιμο για ύφανση.
Διάτα:. Διαταγή, εντολή, οδηγία.
Διάτανος:. Ο διάβολος, ο σατανάς, (άι στο διάτανο).
Δικούλι:. Δίχαλο ή τρίχαλο ξύλινο εργαλείο, που το χρησιμοποιούσαν, για να εξανεμίζουν το στάρι στο αλώνισμα.
Δίμιτο:. Υφασμένο με διπλό μιτάρι.
Δισκάφισμα:. Το δεύτερο όργωμα ή σκάψιμο χωραφιού, για να ξεριζωθούν ή να καταστραφούν τα ζιζάνια.
Διχτάρι:. Είναι ένα ύφασμα 3-4 πήχες, περασμένο από το λαιμό του νονού, για να ακουμπάει επάνω το παιδί όταν το ντύσουν, μετά τη βάφτιση.
Δόγα:. Η κυρτωμένη σανίδα του βαρελιού.
Δραγάτης:. Αυτός που φυλάει τα αμπέλια. Ήταν εποχιακή δουλειά που τελείωνε μετά τον τρύγο. Το δραγάτη τον πλήρωναν οι ιδιοκτήτες των αμπελιών.
Δραγκουλιάζω:. Όταν νιώθω εξάντληση και δεν με κρατάνε τα πόδια μου, αλλά και όταν υποφέρω από ρευματικούς πόνους. (Δεν αντέχω άλλο, δραγκούλιασα).
Δρακουλίτης:. Ο ισχυρός βορειοανατολικός άνεμος. Ειδικά στη Στενή, ο δρακουλίτης ήταν προμήνυμα χιονιού.
Δραμάω:. Τρέχω για να προφτάσω κάτι ή για να παραβγώ με κάποιον άλλον. (Παραδραμάμε;), (ήρθε δρομή «τρέχοντας»), (δράμα να προφτάσεις το λεωφορείο).
Δράμι:. Μονάδα βάρους, ίση με το ένα τετρακοσιοστό της οκάς. Μεταφορικά, πολύ μικρή ποσότητα (δεν έχει δράμι μυαλό).
Δράσκελο:. Μεγάλο βήμα.
Δρασπέτι:. Το ξυνό, το χαλασμένο κρασί.
Δρολάπι ή δρόλαπας:. Ορμητικός άνεμος με δυνατή βροχή. Ανεμόβροχο.
Δρωτσίλια:. Μικρά κόκκινα σπυράκια που βγαίνουν στο σώμα μας, κυρίως από αναφυλαξία ή από ιδρώτα το καλοκαίρι.
Δώθε:. Προς τα εδώ, από εδώ, καταδώ, καταδώθε. (Ελάτε οι μισοί κατάδώθε και οι υπόλοιποι κατά κείθε).
Γιάννης Γιαννούκος
Έγκωσα:. Τη λέξη αυτή τη χρησιμοποιούμε, όταν μετά από ένα γρήγορο και ακατάστατο γεύμα, με μεγάλες μπουκιές, αισθανόμαστε μια «στενοχώρια» στο στήθος και πρέπει να πιούμε νερό, για να «κατεβεί» το φαγητό. Επίσης τη λέμε και όταν έχουμε παραχορτάσει και ενώ μας παροτρύνουν να φάμε κι άλλο εμείς απαντάμε. Δε μπορώ να φάω άλλο, έγκωσα.
Εκκλησάρισσα:. Η νεωκόρα και εκκλησάρης ο νεωκόρος.
Έμπλαξα:. Σε έμπλαξα ή τον έμπλαξα, λέμε όταν αναζητούμε και βρίσκουμε κάποιον ή όταν με κυκλωτική κίνηση τον έχουμε παγιδεύσει ή όταν συναντάμε κάποιον σε στιγμές που δεν μας περιμένει. (Τον έμπλαξα την ώρα που έβγαινε από το σπίτι).
Έργος:. Η γεωργική εργασία που γινόταν τμηματικά. Στο θερισμό. Χώριζαν το αθέριστο χωράφι σε τμήματα και αφού τελείωναν με το ένα άρχιζαν να θερίζουν το άλλο. Το κάθε τμήμα ήταν και ένας «έργος». Στα αμπέλια. Έσκαβαν μία σειρά σκώλια (κλήματα) και όταν τελείωναν μία σειρά, ξεκίναγαν την άλλη. Η κάθε σειρά ήταν και ένας «έργος». Αυτό γινόταν και για άλλες αγροτικές εργασίες.
Γιάννης Γιαννούκος