steni.gr
Μαγαρίζω:. Λερώνω, βρωμίζω, βεβηλώνω, μιαίνω.
Μαγκάνι:. (α).Μηχανισμός με τον οποίο, το νήμα από την ανέμη μεταφερόταν στα μασούρια.
Μαγκάνι:. (β). Μηχανισμός με τον οποίο ανέβαζαν το νερό απ΄ το πηγάδι.
Μάγγος:. Διαμόρφωση χώρου στο έδαφος, για να κοιμηθούνε τη νύχτα στα χωράφια (έφτιαξα μάγγο). Όταν φυσούσε, έβαζαν γύρω–γύρω δεμάτια από άχυρο, ενώ για κλινοσκεπάσματα χρησιμοποιούσαν σακιά, κουρελούδες, πατατούκες κ.λ.π.
Επίσης μάγγος λεγόταν ο πρόχειρος εκείνος χώρος, που έφτιαχναν στα κατώγια, που ήταν ένα χώρισμα με ξύλα σε μια γωνιά του κατωγιού και αποθήκευαν τις ελιές κατά τη διάρκεια της συγκομιδής, ώσπου να τις μαζέψουν όλες και να τις πάνε στο λιοτρίβι. Μόλις τέλειωνε η συγκομιδή ή κατέστρεφαν το μάγγο ή έβαζαν εκεί τα οικόσιτα μανάρια που είχε η κάθε οικογένεια.
Μαγκλαράς:. Άνθρωπος ιδιαίτερα ψηλός και άκομψος στις κινήσεις του.
Μαγκούτα:. Μεγάλη κολοκύθα.
Μαγκούφης.(ο):. Ο μοναχικός και ο έρημος στον κόσμο.
Μαδαρός:. Αποψιλωμένος, γυμνός τόπος. Για ανθρώπους, ο φαλακρός, ο ελαφρά ντυμένος ιδίως κατά τους μήνες του χειμώνα, (που πας έτσι μαδαρός; Θα πουντιάσεις.).
Μαθές:. Βέβαια, δηλαδή, όπως καταλαβαίνεις, άμα θες.
Μάκα:. Η συσσωρευμένη βρώμα πάνω στο σώμα του ανθρώπου, που ήταν αποτέλεσμα πολυήμερης απλυσιάς, ιδίως στα πόδια και που χρειαζόταν η βοήθεια της ελαφρόπετρας για να καθαριστεί, όταν αποφάσιζε κάποιος να πλυθεί.
Μακαντάσης:. Αχώριστος, αφοσιωμένος φίλος, σύντροφος, αδελφοποιτός.
Μαλακατσάζω:. Όταν τρώω με τα χέρια, όταν με λερωμένα χέρια πιάνω κάτι και αφήνω λεκέ. Γενικά, όταν κάνω τους άλλους να αηδιάζουν με τις κινήσεις μου, (μη μαλακατσάζεις το φαΐ). Έλλειψη τάξης και νοικοκυροσύνης.
Μαλαϊάρης:. Αυτός που του αρέσει να τσιμπάει από τα φαγητά και να τρώει λίγο απ΄ όλα. Να μην περιμένει την ώρα του φαγητού (περίμενε δυο λεπτά να σερβίρουμε το φαγητό, μην είσαι μαλαϊάρης).
Μαλαπέρδα (η):. Μεγάλο πέος.
Μαμούνι:. Ζωύφιο, ζούδι.
Μαμούνα:. Μεγάλο ζωύφιο, κατσαρίδες κ.λ.π.. Λέξη που χρησιμοποιούσαν οι μανάδες για να συνετίζουν τα μικρά παιδιά (πρόσεξε γιατί θα σε φάει η μαμούνα). Αλλά και μεταφορικά, μαμούνα λέμε και τον άνθρωπο που πάντα βρίσκει την άκρη με ότι καταπιάνεται (μην τον φοβάσαι αυτόν, θα τα καταφέρει. Είναι μαμούνα). Αλλά και τις γυναίκες που φροντίζουν να μαθαίνουν όλα τα «νέα» της γειτονιάς και να τα «ανακυκλώνουν».
Μανάρι (το):. Οικόσιτο αρνί ή κατσίκι.
Μανίτσα:. Η γιαγιά. Τη λέγανε και μαμή.
Μανόγαλο:. Το γάλα της μάνας.
Μανουριάζω:. Τα φρούτα και λαχανικά, που έχουν ωριμάσει πάρα πολύ και έχει φύγει η φρεσκάδα τους.
Μανούσος:. Το αρσενικό περιστέρι. Ο αρχηγός του περιστεριώνα.
Μαντολόια:. Λέγαμε τα γιατροσόφια, αλλά και τα καρυκεύματα των φαγητών. Στα γιατροσόφια μπορούμε να συμπεριλάβουμε τις βεντούζες, τις διάφορες αλοιφές ή υγρά φτιαγμένα από βότανα, την ελατορετσίνα, το θειάφι, το λάδι, το αυγό. Διάφορα βότανα που το ζουμί τους ύστερα από βράσιμο, έκανε καλό σε διάφορες παθήσεις (του ΄κανα όλα τα μαντολόια και σε δύο μέρες έγινε περδίκι).Στα φαγητά και στα γλυκά, μαντολόια λέγαμε όλα αυτά που προσθέταμε για να νοστιμέψει το φαγητό ή το γλυκό, όπως αλάτι, πιπέρι, ρίγανη, δάφνη, κανέλα, γαρύφαλλο, μαϊντανό, μοσχοκάρυδο, δυόσμο, άνηθο, καρότο, μάραθο, θρούμπι κ.λπ.(Πολύ ωραίο το φαγητό σήμερα, τι μαντολόια του ΄χεις βάλει;).
Μαντρί (το):. Πρόχειρος χώρος για την στέγαση προβάτων.
Μαραγκιασμένο, μαραγκιασμένα:. Τα ξεραμένα λουλούδια, που είχαν χάσει τη φρεσκάδα τους.
Μαργωσάρης:. Αυτός που κρυώνει υπερβολικά.
Μαρκάλισμα:. Η ερωτική πράξη των κατσικιών και προβάτων, για πολλαπλασιασμό, που γίνεται μια συγκεκριμένη εποχή του χρόνου,(εποχή του μαρκαλίσματος).
Μαρμάγκα:. Η αράχνη που έχει δηλητήριο, η ψυχαλήθρα. (Θα σε φάει η μαρμάγκα) λέμε, όταν απειλούμε κάποιον ή πιστεύουμε για κάποιον, ότι δεν θα επιτύχει μ΄ αυτό που καταπιάνεται και τελικά θα αποβεί σε βάρος του όλη η διαδικασία.
Μαρμαρίτα:. Τεράστια τηγανίτα. Όσο πιάνει το τηγάνι. Τη λέγανε και ταλαγάνα.
Μασαλάς:. Κάτω από τον λαιμό έβαζαν το μασαλά. Μια κόκκινη κορδέλα, που πέρναγαν στο λαιμό και περνούσαν σε αυτή τρύπια νομίσματα. Αργότερα ο μασαλάς έγινε ασημένιος. Μεταγενέστερα έβαζαν τα φλουριά.
Μασούρι:. Μικρό καλάμι, που τυλίγεται το νήμα για την ύφανση. Το μασούρι τοποθετείται στο «μαγκάνι», που με τη σειρά του, παίρνει το νήμα απ΄ την «ανέμη» και το τυλίγει στο μασούρι.
Μαστάρια:. Οι μαστοί των θηλαστικών ζώων και συνεκδοχικά οι μαστοί της γυναίκας.
Μαστέλο:. Ξύλινο δοχείο για νερό. Δοχείο που είχαν οι τσαγκάρηδες γεμάτο με νερό. Μέσα εκεί έβαζαν τα διάφορα δέρματα που χρησιμοποιούσαν για να μαλακώσουν.
Μάτα:. Ξανά, πάλι, (πότε θα μάτα έρθεις;).
Ματαράς:. Δερμάτινο δοχείο (5-6 κιλών). Δέρμα διπλωμένο και ραμμένο στις άκρες του. Στο κάτω μέρος ήταν πιο πλατύ και όσο ανέβαινε στένευε. Το πώμα ήταν από ξύλο. Από την κορυφή ως τη μέση περίπου, είχε θηλιές για να πιάνεται το σχοινί και να κρέμεται στο σαμάρι. Το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν πόσιμο νερό στο χωράφι.
Ματζάνια:. Οι μαστοί της γίδας ή της προβατίνας, όταν είναι υπερβολικά μεγάλοι.
Ματσουλάω. (ματσλάω):. Μασάω με έντονο θόρυβο.
Μαυραγάνι ή Σανατόρι:. Ποικιλία σιταριού, που καλλιεργείτο σε μικρές ποσότητες, αλλά ήταν καλό ποιοτικώς.
Μελάς:. Καρπός ελάτου, που είναι η καλύτερη τροφή για τις αγελάδες.
Μελούτη:. Κούνια βρεφών από δέρμα προβάτου.
Μεσάλι:. Υφαντό πανί, με το οποίο τύλιγαν τα ψωμιά μέσα στην πινακωτή, για να τα πάνε στο φούρνο.
Μηλαδέρφι:. Ετεροθαλής αδελφός ή αδελφή.
Μηλιόρα:. Η κατσίκα που είναι πάνω από ενός έτους (μηλιόρι το αρσενικό).
Μικρομάνα:. Γυναίκα που έχει γεννήσει πρόσφατα, αλλά και μητέρα μικρής ηλικίας.
Μίλτωσε:. Τη φράση αυτή τη λέμε, για το ζουμί στο φαγητό, κατά το βράσιμο, όταν χυλώνει, πήζει. Ιδιαίτερα για τα όσπρια (φασολάδα, ρεβίθια κ.λπ.). (Σβήσε τη φωτιά γιατί μίλτωσαν τα φασόλια).
Μισακάρης:. Αυτός που βοσκάει τα πρόβατα άλλων κι αμείβεται κατόπιν συμφωνίας.
Μισακό (χωράφι):. Όταν κάποιος δεν μπορούσε να καλλιεργήσει το χωράφι του, επειδή ασχολιόταν με άλλες δουλειές, το έδινε σε άλλον, που το καλλιεργούσε και του έδινε μέρος του καρπού που έβγαζε, κατόπιν συμφωνίας.
Μιτάρι:. Εξάρτημα του αργαλειού, με το οποίο μετακινούνται τα νήματα του στημονιού, για να περνάει η σαΐτα. Αποτελείται από δύο παράλληλα ξύλα που ενώνονται με νήματα.
Μίτζιρος:. Ο πολύ προσεκτικός μέχρι σημείου υπερβολής, σ΄ ότι αφορά το ντύσιμο, το φαγητό, τη συμπεριφορά κ.λπ.
Μίτωμα:. Η διαδικασία του περάσματος του νήματος, ανάμεσα από τα σχοινιά των μιταριών, ώστε να γίνει το σχέδιο που εμείς θέλουνε στο πανί που θα υφάνουμε.
Μνούχισμα, (μουνούχισμα):. Η επέμβαση που έκαναν στα πρόβατα και άλλα ζώα, για να μην μπορούν να αναπαραχθούν. Ο ευνουχισμός.
Μνούχι, (μουνούχι):. Το ζώο που έχει υποστεί ευνουχισμό.
Μόλιθο:. Το αγίνωτο σύκο, που δεν έχει ωριμάσει ακόμα.
Μονάντερος:. Αυτός που τρώει πολύ, ο αχόρταγος, αλλά δεν παχαίνει.
Μοναφίκια:. Λόγια που λέγονται με σκοπό να κάνουν κάποιους να τσακωθούν ή να χωρίσουν αντρόγυνα. Ήταν (και είναι) μια κακή συνήθεια και όσες καταγίνονταν μ΄ αυτό (γυναίκες ήταν συνήθως), τις αποκαλούσαν μοναφικιάρες ή μοναφίκες. Χάριν αστειότητας, μοναφίκια έλεγαν και τα προσανάμματα που χρησιμοποιούσαν για να ανάψουν τη φωτιά στο τζάκι, γιατί βοηθούσαν να ανάψει η φωτιά, όπως τα αληθινά μοναφίκια βοηθούσαν να ανάψουν φωτιές στις σχέσεις των ανθρώπων.
Μονοβύζα:. Η γίδα ή η προβατίνα, που ο ένας της μαστός είναι ατροφικός ή έχει κάποια αρρώστια και δεν μπορεί από εκεί να βυζάξει το μικρό κατσικάκι ή αρνάκι.
Μονοκαβαλίκι:. Τρόπος που κάθονταν πάνω στα ζώα, συνήθως οι γυναίκες. Από τη μια μεριά του σαμαριού, έχοντας και τα δύο πόδια προς τη μία πλευρά.
Μονόταρα:. Όλα μαζί, το ένα πάνω στ΄ άλλο, για ομοειδή ή ετεροειδή πράγματα, (έβαλα τα ρούχα μονόταρα σε μια γωνιά).
Μόλεμα:. Αυτός που πάσχει από μολυσματική ασθένεια, αλλά και αυτός που ρέπει προς πράξεις που οδηγούν σε πνευματική εξαθλίωση, εξαχρείωση των ηθών, εκφαυλισμό της κοινωνίας κλπ.
Μούλα:. Το θηλυκό μουλάρι.
Μούλικος:. Νόθος, μπάσταρδος.
Μουλώνω:. Καλύπτω κάτι με χώμα, (τον μούλωσαν τον πεθαμένο). Και μουλώθηκα ή είμαι μουλωμένος, όταν με σκεπάζουν χώματα ή όταν το χιόνι είναι πολύ ψηλά και δεν μπορούμε να βγούμε απ΄ το σπίτι μας, (μας μούλωσαν τα χιόνια). Γενικά όταν κάτι μας σκεπάζει ή μας εμποδίζει στην επικοινωνία μας, (μουλώθηκαν οι δρόμοι από τα λιάσματα), (τα σπαρτά μουλώθηκαν από τα χορτάρια).
Μουρλάτζω, μούρλιακας:. Υποκοριστικό ή και μεγεθυντικό πολλές φορές της λέξης τρελή (μουρλή) ή τρελός.(μουρλός) Δεν χρησιμοποιείται για βρισιά αλλά περισσότερο σαν πείραγμα ή αναφορά καλοπροαίρετη.(Μας ξεκάρδισε με τα αστεία της η μουρλάτζω), (μόλις με είδε στην ανάγκη έπεσε με τα μούτρα να με βοηθήσει. Είναι καλός ο μούρλιακας).
Μουρτζά, (μουρτζές):. Μικρά μυτερά ξυλάκια, που έβγαιναν στα κλαριά της αγκορτζάς (αγριοαχλαδιά), που ήταν σαν μικρά βελονάκια και έπρεπε να προσέχουμε, γιατί με την παραμικρή επαφή, μας τρυπούσανε το χέρι. Με τις μουρτζές συνήθως τρυπούσαν τα σπυριά για να βγει το πύον και ιδίως την λούγκα (βλέπε λέξη).
Μουτσάλα:. Κομμάτια ψωμί βουτηγμένα σε λάδι ή σε γάλα ή σε σάλτσα κ.λπ., που στη συνέχεια τα τρώμε, (έκανα μουτσάλα).
Μούργκα:. Το κατακάθι από το λάδι, λίγες μέρες μετά το βγάλσιμο από το λιοτρίβι. Το λέμε και μουργκόλαδο. Με τη μούργκα φτιάχνουμε σαπούνι με ειδική διαδικασία, (μούργκα, νερό, ποτάσα).
Μούργος:. Το σκουρόχρωμο τσοπανόσκυλο. Μεταφορικά ο χοντράνθρωπος.
Μουρντάρης:. Ο βρώμικος, ο ακόλαστος. Αυτός που παρεκτρέπεται ηθικά.
Μουρουγκλός:. Ο ψευδός, ο τραυλός.
Μουσκίδι:. Με τη φράση «έγινα μουσκίδι», εννοούμε ότι έχω βραχεί πάρα πολύ, έχω διαποτιστεί από νερό «μέχρι το κόκαλο», όπως λέει η λαϊκή έκφραση.
Μούσκουρα:. Γίδα καφέ και μαύρη, στο πρόσωπο και στο κορμί.
Μουστάκια:. Φυτό όμοιο με τα σπαράγγια, με τη διαφορά ότι τα μουστάκια είχαν φύλλα. Τα τρώνε συνήθως τηγανιτά, αφού πρώτα τα βράσουν και τα αλευρώσουν.
Μουσταλευριά:. Γλύκισμα που φτιάχνεται με μούστο και αλεύρι.
Μουστερής:. Ο αγοραστής, ο πελάτης (έχω πράμα που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει), αλλά και ο επισκέπτης.
Μουστόπιτα:. Φτιάχνεται όπως η μουσταλευριά, αλλά δεν τρώγεται αμέσως. Απλώνεται σε ταψί και αφού σφίξει λίγο, τη βγάζουμε, την κόβουμε κομμάτια και την αφήνουμε μερικές μέρες να στεγνώσει. Τρώγεται όλο το χειμώνα.
Μούχρωμα:. Το διάστημα μεταξύ μέρας και νύχτας. Και μουχρώνει, όταν αρχίζει να πέφτει το σκοτάδι. Μισοσκότεινα.
Μπάγρα:. Για κάποιον που στέκεται εμπόδιο, όταν κάνουμε κάποιες δουλειές ή είναι μπροστά όταν θέλουμε να συζητήσουμε και δεν επιθυμούμε αυτά που λέμε να τα ακούσει. (Κάνε πάρα πέρα να κάνουμε καμιά δουλειά, μη στέκεσαι μπάγρα εδώ πέρα), (θέλαμε να πούμε δυο κουβέντες και δεν μπορέσαμε γιατί είχαμε και τον άλλον μπάγρα και δεν μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε).Αλλά και η προσπάθεια να σταματήσουμε κάτι που επιχειρεί κάποιος για να μας ζημιώσει. (Έστησα μπάγρα και τελικά δεν τα κατάφερε να γίνει το δικό του).
Μπαζίνα:. Έλεγαν τη μουσταλευριά, καθώς επίσης και οποιοδήποτε άλλο μείγμα από νερό κι αλεύρι με προσθήκη λίγου λαδιού και αλατιού, που ήταν πολύ πηχτό.
Μπαΐρι–μπαΐρια:. Τα ακαλλιέργητα χωράφια, τα παρατημένα, τα γεμάτα αγριόχορτα, θάμνους κ.λ.π. τα έλεγαν μπαΐρια. Κατ΄επέκταση μπαΐρια έλεγαν και τα παλιά σπίτια τα μισογκρεμισμένα, τα ερείπια. Αλλά κυριολεκτικά η λέξη μπαΐρια αφορούσε τα χωράφια.
Μπαΐλτισα:. Κουράστηκα πάρα πολύ. Μπαΐλτισμός, υπερβολική κούραση.
Μπάκα:. Η κοιλιά.
Μπάκακας:. Ο βάτραχος και μπακακάκι, το μικρό βατράχι.
Μπακανιάρης:. Αυτός που είχε φουσκωμένη κοιλιά, όχι όμως απ΄ την πολυφαγία, αλλά από ασθένεια, ή από πολύ νερό ή από πείνα.
Μπακίρια:. Χάλκινα αντικείμενα, που χρησιμοποιούσαν κυρίως για το νοικοκυριό.
Μπακράκι:. Μικρό σκεύος από χαλκό. Μπακράκι συνήθως λέγαμε το μικρό χάλκινο αγγείο που είχε ο παπάς στον Αγιασμό και το κρατούσε ένα παιδί απ΄ αυτά που τον ακολουθούσαν, όταν αγίαζε τα σπίτια, «του Σταυρού».
Μπαλάντζα:. Αποτελείται από μια μεταλλική ράβδο με κλίμακα υποδιαιρέσεων, στην οποία κινείται το αντίβαρο (βαρίδι). Το αντικείμενο που θα ζυγίσουμε ή το κρεμάμε σε άγκιστρο από την άλλη μεριά της ράβδου ή το τοποθετούμε σε μεταλλικό κοίλο δίσκο, που κρέμεται από τη λαβή με αλυσίδες.
Μπαλτούμια:. Τρεις δερμάτινες λουρίδες στα καπούλια του ζώου. Το ένα είναι κάτω από την ουρά και τα δυο πάνω από την ουρά, σταυρωτά. Το ένα από τα δυο δερμάτινα (πανωκάπουλα) περνούσε γύρω από το σαμάρι μέσα από τις παΐδες, για να μην φεύγει μπρος ή πίσω.
Μπαλωματζής:. Μπαλωματζήδες λέγαμε τις πασχαλίτσες, επειδή ήταν οι πλάτες τους κόκκινες και είχαν μαύρα στίγματα. Από μικροί, τα παίρναμε πάνω από τα φύλλα των δέντρων που συνήθως τα βρίσκαμε, τα βάζαμε πάνω στο χέρι μας, αυτά περπατούσαν και διασκεδάζαμε.
Μπαμπαλής:. Αυτός που είναι πολύ γέρος (γερομπαμπαλής).
Μπαξίσι:. Το φιλοδώρημα.
Μπαούτς, μπαούτσα (τα):. Τα φαντάσματα, τα στοιχειά. Όλοι οι φόβοι που μας είχαν δημιουργηθεί από τις διηγήσεις των μεγάλων. Κατ΄ επέκταση, ο άσχημος, ο σκουντούφλης κ.λπ. (Είναι σα μπαούτς).
Μπαραμπάτης:. Αυτός που δεν είχε πολλά χωράφια και έβγαζε λίγο εισόδημα και συνεπώς εμφάνιζε μικρή θυμωνιά στα αλώνια για τον αλωνισμό. Οι άνθρωποι αυτοί για να συμπληρώσουν τα γεννήματά τους δούλευαν και στα χωράφια των μεγαλοκτηματιών.
Μπαραμπερίζομαι:. Ανταγωνίζομαι κάποιον, θέλοντας να κάνω τα ίδια ή και περισσότερα απ΄ αυτόν. Η τάση για άμιλλα, ο ερεθισμός από τις ενέργειες άλλου. Φιλοπρωτία, διεκδίκηση υπεροχής, διακρίσεως, αμοιβής κ.λπ. Συνήθως συμβαίνει μεταξύ ανθρώπων του ίδιου επαγγελματικού ή κοινωνικού χώρου.
Μπάρεμ΄:. Επίρρημα που σημαίνει, ίσως ή τουλάχιστον ή κάτι παρόμοιο (νάταν μπάρεμ΄ και κανένας τσ΄προκοπής). Διπλό σημαίνει τον άνθρωπο που έχει ξεφύγει από τους ηθικούς νόμους, ιδίως για γυναίκες( είναι μία αυτή, μπάρεμ΄ και μπάρεμ΄).
Μπαρμπαλιάς:. Αμόνι από σίδερο, σε σχήμα γάμα κεφαλαίου, που χρησιμοποιείται από τους τσαγκάρηδες.
Μπάρμπας:. Αδελφός του πατέρα ή της μητέρας. Θείος. Αλλά και προσφώνηση προς τους μεγαλύτερους, λόγω σεβασμού. Υπάρχει και ειδική φράση που υποδηλώνει αυτόν που έχει μεγάλα μέσα. (έχει μπάρμπα στην κορώνη).
Μπάρτσα:. Η γίδα που από τη μέση και μπρος είναι άσπρη και από τη μέση και πίσω σκούρα.
Μπας:. Μήπως. (βρε μπας και φοβάσαι;)
Μπας Καραμπάς:. Αυτή τη φράση χρησιμοποιούμε, για να τονίσουμε τις μη σωστές ενέργειες που κάνει κάποιος ή κάποια και που δεν είναι σύμφωνες με τους ηθικούς αλλά και κοινωνικούς κανόνες. (Είναι αυτή μία πουτάνα, μπας καραμπάς), (είναι αυτός ένας παλιάνθρωπος, αλήτης και άσωτος, μπας καραμπάς).
Μπατάια:. Όταν κάτι πάει στραβά στην οικογένεια ή σε συγκεκριμένο άτομο, σε θέμα υγείας, οικονομικό κ.λπ. (πήρε μπατάια).
Μπατάλικος:. Χοντρός και άχαρος. Μπαταλεύω. Γίνομαι χοντρός, δυσκίνητος. Μπατάλεμα. Άχαρη ανάπτυξη του σώματος (πως μπατάλεψε έτσι αυτός;).
Μπατζάς:. Το τζάκι. Πιο συγκεκριμένα το πάνω μέρος του τζακιού που υπάρχουν τα ράφια.
Μπατίκια:. Όταν ο γαμπρός ερχόταν από άλλο χωριό, στο χωριό της νύφης για να γίνει ο γάμος, ήταν καβάλα σε άλογο ή μουλάρι, προτιμότερο όμως ήταν το άλογο, αλλά ανεξάρτητα από το είδος του ζώου, έπρεπε οπωσδήποτε να ήταν κόκκινο. Οι συμπέθεροι της νύφης, έβγαιναν να προϋπαντήσουν το γαμπρό με τη συνοδεία του και όποιος πρόφταινε και έπιανε τα χαλινάρια του αλόγου του γαμπρού, έπαιρνε ένα ταγάρι που κουβαλούσε ο γαμπρός μαζί του, που είχε μέσα ψωμί, κρασί και κρέας. Να πούμε επίσης πως όποιος έπιανε το χαλινάρι, πυροβολούσε στον αέρα για να τον ακούσουν οι άλλοι που είχαν προστρέξει γι αυτό το σκοπό και να σταματήσουν, γιατί όλοι αυτοί συνήθως δεν πήγαιναν μαζί, αλλά έπιαναν διάφορα σημεία και μονοπάτια, υπολογίζοντας από που πιθανόν θα περνούσε ο γαμπρός. Αυτός λοιπόν που έπιανε το χαλινάρι οδηγούσε το γαμπρό στο χωριό της νύφης για να γίνει ο γάμος. Αυτή η διαδικασία ήταν τα «μπατίκια». Η λέξη προέρχεται από το «έμπα», «εμβατίκια», την είσοδο δηλαδή του γαμπρού στο χωριό της νύφης.
Μπαχάρια:. Τα μπαχαρικά. Ιδίως αυτά που χρησιμοποιούνται για την Παρασκευή γλυκών (μοσχοκάρυδο κ.λπ).
Μπαχούνα:. Ο ύπνος με χοντρά ζεστά ρούχα ή το ντύσιμο με μάλλινα ζεστά ενδύματα τις κρύες νύχτες του χειμώνα. (Κοιμήθηκα καλά σκεπασμένος και ευχαριστήθηκα μπαχούνα).
Μπαχτσές:. Ο κήπος.
Μπεκιάρης:. Εργένης, ανύπαντρος.
Μπέκιμ:. Σημαίνει το «μήπως και» (καλά κάνει και τα παθαίνει αυτά, μπέκιμ και βάλει μυαλό).
Μπεκνιάρης, Μπεκνιάρα:. Αυτός ή αυτή που είχαν φακίδες στο πρόσωπο.
Μπέκνες:. Μόνιμα στίγματα στο πρόσωπο, πανάδες, φακίδες.
Μπέμπελη:. Η ασθένεια ιλαρά αλλά και η αφόρητη ζέστη, «έβγαλα τη μπέμπελη».
Μπερκέτι:. Αφθονία, πλούτος. Για τη σοδειά, μπερκέτι λέγανε όταν τα γεννήματα ήταν πολλά. (Φέτος είχαμε μπερκέτια). Αλλά και σαν ευχή χρησιμοποιείται για καλή σοδειά. (Καλά μπερκέτια).
Μπερντάχι:. Ξυλοκόπημα, ξυλοφόρτωμα, έντονο μάλωμα, βρίσιμο (τούδωσε ένα μπερντάχι). Μερικοί μπερντάχι λέγανε και το κόντρα ξύρισμα. Ξύρισμα για δεύτερη φορά με αντίθετη κατεύθυνση.
Μπεσαλής:. Αυτός που έχει «μπέσα». Που κρατάει το λόγο του.
Μπζούνια:. Οι άκρες στο κάτω μέρος του τσουβαλιού, που προεξείχαν λίγο και μπορούσαμε να τις πιάσουμε για να μεταφέρουμε το τσουβάλι. «Πιάσε το από τα μπζούνια,» ήταν η οδηγία αυτού που σήκωνε το τσουβάλι σ΄ αυτόν που προθυμοποιούταν να τον βοηθήσει.
Μπήξα–δείξα:. Ήταν ο επίλογος του κατηγορητηρίου που χρησιμοποιούσαν μερικοί άσπονδοι «φίλοι» και «φίλες», όταν στόλιζαν με βρισιές κάποιον ή κάποια. (Αυτή η παλιογυναίκα, η τεμπέλα, η βρωμιάρα, η στοματαρού, η άχρηστη, η μπήξα, η δείξα), (αυτός ο παλιάνθρωπος, ο κλέφτης, ο μπεκρής, ο τεμπέλης, ο μπήξας, ο δείξας).
Μπιλιούρι:. Το εύρωστο, υγειές, δυνατό, όμορφο. Η λέξη χρησιμοποιείτο για ζώα αλλά και για ανθρώπους,(τα κατσίκια του θανάση είναι μπιλιούρια).(Μπράβο γαμπρό που έκανε η Βαγγελιώ. Βρε αυτός είναι μπιλιούρι).
Μπινιάρης:. Ο δίδυμος αδελφός. Και μπινιάρικα ή μπινιάρια, τα δίδυμα αδέλφια.
Μπιτίζω:. Τελειώνω κάτι ή συμπληρώνω, για να ολοκληρώσω μια συγκεκριμένη συλλογή ή χρηματικό ποσό. (Μου λείπουν δέκα χιλιάδες για να μπιτίσω τη δόση του επόμενου μήνα), (τα μπίτισα τα προικιά μου). Επίσης όταν τελειώνω κάποια εργασία (μπίτισε η δουλειά μας).
Μπλάνες:. Σκληρά κομμάτια από χώμα, που δημιουργούνταν μετά το όργωμα και έπρεπε οι γεωργοί να τα «σπάσουν».
Μπλάστρι:. Το έμπλαστρο.
Μπλάστρης (ο):. Κυλινδρικό ξύλο με το οποίο άνοιγαν και άπλωναν το ζυμάρι. Πιο μικρό και πιο χοντρό από τη «σαΐτα».
Μπλατσάω:. Όταν πατάω στο νερό, κυρίως της βροχής, που έχει δημιουργήσει λιμνούλες ή μικρά ρυάκια, ιδίως σε χωματόδρομους και ήταν μια παιγνιώδης συνήθεια των παιδιών. (Μη μπλατσάς μέσα στα νερά, θα αρρωστήσεις).
Μπλετς:. Ειδική κατασκευή στο μαντρί, για προστασία απ΄ τα νερά, αλλά και χώρος που .έβαζαν τα αρνιά και τα κατσίκια, που δεν είχαν ακόμη απογαλακτιστεί. Το λέγανε και τσάρκο.
Μπλέχτης:. Ο αχυρώνας. Ένα μέρος που είχε χωριστεί με σανίδες ή κλαδιά στο κατώι και το χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη ζωοτροφών.
Μπόι.1:. Το ύψος του ανθρώπου. (πέταξε πολύ μπόι αυτό το παιδί).
Μπόι.2:. Το «Μπόι», είναι ένα μεγάλο κερί περίπου στο ύψος του νεκρού, ο παπάς κόβει τρία κομμάτια απ΄αυτό και φτιάχνει τρεις σταυρούς που τους τοποθετεί στο κεφάλι, στα χέρια και στα πόδια του νεκρού την ώρα της ταφής. Το υπόλοιπο «μπόι» μεταφέρεται στο σπίτι, το ανάβουν και καίει για τρεις μέρες.
Μπολάδα:. Ζάλη που προέρχεται από κούραση, δυσοσμία, ατονία κ.λπ., και φτάνει μέχρι και σημείου λιποθυμίας.
Μπόλια:. Μακρύ και φαρδύ ύφασμα, άσπρο κατά προτίμηση, με το οποίο τύλιγαν το κεφάλι οι γυναίκες και το υπόλοιπο έπεφτε στον ώμο. Στις άκρες είχε κεντήματα με κόκκινη συνήθως κλωστή και κρόσια. Ήταν υφαντό.
Μπολιάστηκα:. Λιποθύμησα από τη ζάλη.
Μπολίνια ή μπολίμια:. Φυτά, με το άνθος των οποίων άναβαν το καντήλι.
Μπόλκα:. Υφαντό γυναικείο πανωφόρι. Φτάνει λίγο πιο κάτω απ΄ τη μέση, στα μανίκια έχει «ρεβέρ» και μπροστά είναι ανοιχτό, σχηματίζοντας «καρδιά».
Μπομπή:. Η ντροπή. Κάτι άσχημο που έχεις κάνει και έχει μαθευτεί, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζεις την περιφρόνηση και τον εμπαιγμό της κοινωνίας.
Μπομπότα:. Ψωμί από καλαμποκάλευρο.
Μπορμπολόι:. Το μάζεμα των ελιών μετά το τέλος της συγκομιδής. Επίσης το μάζεμα διαφόρων καρπών, ρεβίθια, φάβα, σιτάρι κ.λ.π.. Τα μπορμπολόγια τα έκαναν αυτοί που δεν είχαν σπαρμένα ή δεν είχαν χωράφια ή αυτοί που είχαν λίγα εισοδήματα και ήθελαν να τα συμπληρώσουν. Έτσι λοιπόν, πήγαιναν στα ξένα χωράφια και «μπορμπολογούσαν», αφού βέβαια προηγουμένως οι ιδιοκτήτες είχαν τελειώσει τη συγκομιδή.
Μπορμπότσι:. Έντομο που περπατάει (δεν πετάει), όπως η σκαλντρού, η βρωμούσα, η βαβούλα κ.λπ.
Μπορμποτσοφωλιά:. Η φωλιά των μπορμποτσιών. Για ανθρώπους λέμε ειρωνικά τους βρωμιάρηδες, αυτούς που δεν πλένονται και τα ίχνη της απλυσιάς είναι ευδιάκριτα επάνω τους.(Πλύσου λίγο Χριστιανέ μου, έπιασες μπορμποτσοφωλιές επάνω σου).
Μποξάς:. Κομμάτι ρούχου για περιτύλιξη ή και δέμα ρούχων.
Μποτσίκι – μποτσίκια:. Φυτό που μοιάζει με το σπερδούκλι, αλλά είναι λίγο πιο κοντό και έχει μεγάλα και πλατύτερα φύλλα. Γίνεται αισθητή η παρουσία του σε υπερβοσκημένους βοσκότοπους, γιατί δεν το τρώνε τα ζώα. Στην περιοχή του σκουντέρι υπάρχει περιοχή που τη λέμε «Μποτσίκια).
Μπότσα:. Μία μπότσα ισοδυναμούσε με δύο οκάδες κρασί. Η μετρική αυτή μονάδα, αναφερόταν μόνο για το κρασί. (Το βαρέλι μου χωράει διακόσιες μπότσες).
Μπουγιουρντί (το):. Έγγραφο με δυσάρεστα νέα, συνήθως λογαριασμός, κλήτευση για δικαστήριο κλπ.
Μπουζ:. Το πολύ κρύο νερό. (Το νερό είναι μπουζ).
Μπούκα (ες):. α ) Τα φύλλα στα οποία ήταν τυλιγμένο το καλαμπόκι, πριν τα καθαρίσουνε (ξεμπούκιασμα). β) Τα μάγουλα του ανθρώπου.
Μπουκουβάλα, (μπουκβάλα):. Τριμμένο ψωμί, ανακατεμένο με ξυνοτύρι ή τριμμένο τυρί (συνήθως όμως ξυνοτύρι). Ανακάτευαν το μείγμα και το έσφιγγαν για πολύ ώρα μέσα σε ύφασμα (κυρίως μαντήλι), φροντίζοντας να πάρει σφαιρικό σχήμα. Όταν τελείωνε η διαδικασία, το έτρωγαν. Ήταν απ΄ τις καλύτερες «αλμυρές λιχουδιές».
Μπουλουγούρι, (Πλιγούρι):. Σπασμένο στάρι στο χειρόμυλο (χειρόμπλου). Τρωγόταν μαγειρεμένο ή έμπαινε στις οματιές ή το χρησιμοποιούσαν για ντολμάδες, μαζί με ρύζι ή και μόνο του.
Με αυτό έφτιαχναν και τον γλυκό τραχανά.
Μπουμπούνα:. Η μεγάλη φωτιά που άναβαν για να ζεστάνουν το φούρνο με σπάρτα, πουρνάρια κ.λπ.
Μπουντούρι:. Κοντό παντελόνι, μαύρο υφαντό, που έφτανε μέχρι τα γόνατα και από κει και κάτω συνέχιζε η κάλτσα, η οποία σκέπαζε το μπουντούρι και ήταν κι αυτή υφαντή ή πλεκτή.
Μπούρδα:. Ειδικό τσουβάλι που έβαζαν το αλεύρι. Αλλά και ψευδολογία, καυχησιά. Λόγος χωρίς περιεχόμενο.
Μπούρμπουλας:. Η πούλβερη ή μπούλβερη, που σημαίνει μπαρούτη, σκόνη, στάχτη κ.λπ. (στάχτ΄ κι μπούρμπουλας να γίν΄ς).
Μπούρτσι:. Το μέσα μέρος του καλαμποκιού, αυτό που έμενε όταν έτριβαν το καλαμπόκι και έβγαζαν το σπυρί του. Μερικές φορές το χρησιμοποιούσαν σαν πώμα για τις στάμνες ή σαν τάπα για διάφορες τρύπες.
Μπουτσνάρα:. Το παγωμένο χιόνι που κρέμεται από τα κεραμίδια ή τις ταράτσες. Επίσης μπουτσνάρα λέμε και το σχήμα του καλαμποκιού
Μπροστελίνα:. Δερμάτινη λουρίδα, που ξεκίναγε από το κάτω μέρος της μιας πλευράς του σαμαριού, πέρναγε κάτω από την κοιλιά του ζώου και κατέληγε στην άλλη πλευρά του σαμαριού.
Μπροστινάρι:. Το μπροστινό μέρος του σαμαριού. Αποτελείται από ημικυκλικό συμπαγές ξύλο πλατάνας και κατέβαινε σε δυο πόδια ανοιχτά, σε καμπύλη κατεύθυνση, δημιουργώντας άνοιγμα όσο οι πλάτες του ζώου.
Μπροστοσχοίνι:. Η τριχιά που ένωνε τα δύο ζώα στο « ζευγάρι» και προσδενότανε στα καπίστριά τους, για να προχωρούν δίπλα–δίπλα και να μη λοξοδρομούν.
Μπροστούρα:. Το θολό νερό στα ποτάμια, που προέρχεται από βροχές που παρασύρουν χώματα, κοπριές, καραμπάτσα από τα λιοτρίβια. Επίσης αυτά που πρωτοβγαίνουν όταν ανοίγουμε το βαρέλι μετά το βρασμό του μούστου, αλλά και οποιοδήποτε δοχείο με υγρά που είχε καιρό να ανοιχτεί. Κοροϊδευτικά λέμε τον άνθρωπο με φουσκωμένη κοιλιά, δυσανάλογη με το πάχος του.
Μτρούνα:. Ζιζάνιο των σπαρτών. Τα φύλλα της μοιάζουν με τις αγκινάρας και γύρω γύρω έχουν αγκάθια. Δεν έχει πολύ ύψος αλλά απλώνει και βγάζει ένα λουλούδι σαν μεγάλο βελανίδι. Είναι καλή τροφή για τα γιδοπρόβατα.
Μυγοχάφτης (μυουχαύτς):. Ονομασία για μικρόσωμα εντομοφάγα αποδημητικά πτηνά, με γκρι καφέ φτέρωμα, που μοιάζουν με σπουργίτια. Άνθρωπος αφελής, ευκολόπιστος, που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης.
Μυλοκόπι:. Ένα ειδικό εργαλείο (σφυράκι), με το οποίο χάλκευαν τις μυλόπετρες για να τις κάνουν τραχιές και να κόβεται πιο εύκολα το άλεσμα. Αυτή η εργασία γινόταν ακόμα και μια φορά την ημέρα, όταν ο μύλος είχε πολύ δουλειά.
Μύλος:. α)Ο χώρος που με τις μυλόπετρες άλεθαν το σιτάρι.
β) Το χειροκίνητο μηχάνημα που άλεθε τον καφέ.
γ) Μύλο ονόμαζαν στο λιοτρίβι την ποσότητα 145 οκάδων ελιάς. Ο μύλος ισοδυναμούσε με δύο στάματα, που το κάθε στάμα αντιστοιχούσε με 72,5 οκάδες ελιές. Η ποσότητα αυτή του στάματος συμπλήρωνε για να γίνει μία πρέσα που θα στιβότανε για να βγει το λάδι. Από πληροφορίες και για τα λιοτρίβια με τα άλογα–όχι τα υδραυλικά- γνωρίζουμε πως το «δικαίωμα», δηλαδή το ποσοστό που κρατούσε το λιοτρίβι, ήταν 2,5 οκάδες για ένα μύλο ελιές, ανεξάρτητα από την ποσότητα του λαδιού που θα έβγαινε.
Μυταριά:. Όταν το ζώο δεν ήταν υπάκουο, φέρνανε την τριχιά (καπίστρι) ένα γύρο στη μουσούδα του ζώου, ακριβώς εκεί που τελείωνε το στόμα και το σφίγγανε. Το ζώο πονούσε πολύ αλλά υπάκουε.
Μυτιάζω:. Συνήθως χρησιμοποιείται με την αρνητική του έννοια (δεν μυτιάζω), που σημαίνει ότι κάτι δεν μου αρέσει και δεν θέλω να το πλησιάσω, να το ακουμπήσω ή και να το μυρίσω ακόμα. (Το φαγητό δεν ήτανε καλό και δεν το μύτιασα καθόλου).
Γιάννης Γιαννούκος
Νερομάνα:. Πηγή νερού που αναβλύζει και τρέχει άφθονο.
Νεροκράτης:. Αυτός που ρυθμίζει το μοίρασμα του αρδευτικού νερού. Κανονίζει δηλαδή με ποια σειρά θα ποτιστούν τα περιβόλια.
Νευροκαβαλίκεμα:. Πόνος που προέρχεται από μετατόπιση των τενόντων και των μυών του σώματος.
Νισάφι:. Έλεος, φτάνει, αρκετά. «Νισάφι πια» «φτάνει πια».
Νιτερέσι (το):. Συναλλαγή, δοσοληψία, συμφέρον. «Δεν έχει καλό νιτερέσι», καλούς λογαριασμούς
Νταβάνι ή Ντάβανος:. Μεγάλη μύγα της οικογένειας των ταβανιδών. Το τσίμπημά του είναι πολύ δυνατό. (Αφήνιασε το μουλάρι γιατί το τσίμπησε ντάβανος). Το πέταγμά του είναι γρήγορο και κάνει μεγάλη «βουή». Γιαυτό το λόγο λοιπόν είναι δύσκολο να τα σκοτώσεις. Όταν λοιπόν κάποιος δεν έχει απασχόληση ή δουλειά, λέμε γι αυτόν ειρωνικά ότι «βαράει νταβάνια».
Νταβανιά:. Δέντρο, που πάνω στα κλαδιά του, έκαναν τα αυγά τους τα νταβάνια Εκεί δημιουργείτο μια φούσκα σαν μικρό αυγό και από κει έβγαιναν τα «νταβάνια».
Υπάρχει και τοπωνύμιο «Νταβανιά» μεταξύ της «Γούρνας» και στις «Κληματαριές», όπου εκεί έχει πολλές νταβανιές.
Νταβαντούρι:. Φασαρία, δυνατός θόρυβος
Νταβάς:. Μικρό στρογγυλό ταψί με ψηλά χείλη, που συνήθως έχει δύο χέρια για να το κρατάμε.
Νταβνραντίζω:. Τραντάζω, κουνώ κάτι επανειλημμένα και με ρυθμό. Είμαι γεμάτος ζωή και υγεία, βρίσκομαι σε οργασμό. Και είμαι νταβραντισμένος, έχω σφρίγος, είμαι δραστήριος, έχω ακμαιότητα, σφριγηλότητα, ευρωστία, αλκή, ρώμη.
Νταγλαράς:. Υπερβολικά ψηλός και άχαρος άνθρωπος. Κρεμανταλάς, μαντράχαλος, μαγκλαράς.
τάλα
Νταλαβέρι:. Εμπορική συναλλαγή, δοσοληψία ή εμπορική κίνηση, αλλά και διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων.
Ντάλαρος:. Μικρό ξύλινο βαρελάκι, στο οποίο έβαζαν τυρί ή ελιές.
Νταμπλάς (ο):. Συγκοπή, συμφόρηση.
Ντάνα:. Αντικείμενα βαλμένα με σειρά, το ένα πάνω στ΄ άλλο.
Νταραβίρα (νταρβίρα):. Χειροποίητο πνευστό μουσικό όργανο, που το έφτιαχναν συνήθως οι τσοπάνηδες. Το υλικό του ήταν από ξύλο και ενώ το σχήμα του ήταν περίπου σαν της φυσαρμόνικας (πλακέ), το φυσούσαν από το ένα άκρο της σαν τη φλογέρα. Και με την βοήθεια των δακτύλων που ανοιγόκλειναν τις τρύπες που είχαν ανοίξει πάνω στο ξύλο, έβγαζε τον ήχο της.
Νταρντάνα:. Γυναίκα ψηλή, εύσωμη, παχιά. Γυναικάρα, αντρογυναίκα.
Νταρντάνιασα:. Έχει ψύχρα πολύ και με έπιασε τρέμουλο από το κρύο (νταρντάνιασα από το κρύο).
Ντελβές:. Το κατακάθι που μένει στον πάτο, όταν έχουμε πιει τον καφέ.
Ντερέκι:. Ο ψηλός και δυνατός.
Ντερλίκωσα:. Έφαγα με απληστία, χόρτασα πολύ. Πρήστηκα απ’ το φαΐ.
Ντερμπεντέρης:. Αυτός που έχει λεβέντικη και ανοιχτόκαρδη συμπεριφορά. Λεβεντόπαιδο, παλικάρι.
Ντέρωμα:. Όταν σηκώνω και τεντώνω τα χέρια μου την ώρα που ξυπνάω ή μετά από πολύ ώρα σκύψιμο ή από νύστα κ.λπ.
Ντρένια:. Η γίδα που έχει κοκκινωπό χρώμα.
Ντιριέμαι:. Κοντοστέκομαι, διστάζω, δυσκολεύομαι, κομπιάζω, συστέλλομαι.
Ντιπ:. Καθόλου, τίποτα, τελείως (δεν έχω ντιπ ψωμί), (δεν καταλαβαίνω ντιπ), (είναι ντιπ για ντιπ χαζός).
Ντιστύλι (ντιστύλ΄):. Ξύλινο ραβδί, με το οποίο αναστυλώνει κανείς κάτι. Κλαδιά δέντρων, κλήματα και γενικά φυτά που έχουν αδύνατους κορμούς.
Ντιστύλωμα:. Όταν σφιγγόμαστε, πατώντας γερά τα πόδια μας στη γη, για να σηκώσουμε κάποιο βάρος. (Μη ντιστλώνισει πουλύ γιατί θα σι πιάσ΄ η μέσησ΄), (άντι, ντιστλώσ΄ λίγου να παραμιρίσουμι του ντουλάπ’).
Ντορβάς:. Μικρός οδοιπορικός σάκος, που κρέμεται με λουρί από τον ώμο. Επίσης μικρός σάκος, γεμάτος με ζωοτροφή, που δένεται κατάλληλα στο λαιμό των ζώων, ώστε να μπορούν να τρώνε.
Ντορής:. Άλογο με πυρόξανθο, κοκκινωπό τρίχωμα.
Ντουγρού:. Κατευθείαν, χωρίς λοξοδρομήσεις, ίσια, αμέσως, χωρίς καθυστέρηση.
Ντουέν:. Εργαλείο αλωνίσματος. Είχε μήκος 80 έως 90 εκατοστά και πλάτος 30 έως 35 εκατοστά. Από κάτω είχε σιδεράκια σαν λεπίδες. Μπροστά και πίσω ήταν εφαρμοσμένες σανίδες, για να στηρίζει τα πόδια του ο αναβάτης. Επίσης μπροστά και πίσω, δημιουργούσε «μύτη». Στη μπροστινή μύτη είχε χαλκά για να προσδένεται στο ζώο.
Ντουμσάρα (ντουμουσάρα):. Η προβατίνα που μένει πίσω από το κοπάδι.
Ντούρμα:. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το «γιατί», ενίοτε και το «μαθές». (Μην τρέχεις στη βροχή, ντούρμα θ΄ αρρωστήσεις), (πρόσεξε στις σκάλες, ντούρμα θα πέσεις).
Ντούρος:. Όταν παίζαμε βόλους (βολάκια) ή γκαζές (γυαλένιες) και ο αντίπαλος έλεγε τη λέξη «ντούρος», έπρεπε να ρίξουμε το βόλο, χωρίς να απλώσουμε το χέρι μας. Επίσης ντούρο λέμε και το γερό, το δυνατό.
Ντουρός ή τουρός:. Μονοπάτι μέσα στο χιόνι, που ανοιγόταν από αυτούς που περνούσαν πρώτοι μετά το πέσιμο του χιονιού και πάνω σ΄ αυτά πατούσαν και οι υπόλοιποι και κυκλοφορούσαν. Η δημιουργία ντουρού ήταν χρήσιμη, γιατί το χιόνι στη Στενή έκανε πολλές μέρες να λιώσει.
Ντράβαλα:. Φασαρίες, μπλεξίματα.
Ντράλα:. Ζαλάδα, σκοτούρα, ίλιγγος.
Ντρένιος ή δρένιος:. Ο δρύινος, αυτός που είναι από ξύλο δρυός (βελανιδιάς). Αυτός που δεν έχει συνείδηση, μυαλό, συναίσθηση.
Ντρίλι:. Βαμβακερό ύφασμα ευτελούς αξίας.
Ντρόμτσα:. Στο αλεύρι, έριχναν λίγο-λίγο νερό, το ανακάτευαν και όταν γινότανε, λίγο πιο αραιό από το ζυμάρι, το τρίβανε με τις χούφτες και έπαιρνε περίπου το σχήμα του ξινού τραχανά. Έπειτα το ρίχνανε σε χουχουλαστό νερό, με λίγο λάδι και αλάτι και το ανακάτευαν συνέχεια για να μην κολλήσουν μεταξύ τους τα «ντρόμτσα» (να μην χουρμπουλιάσουν). Το λέγανε και κουρκούτι.
Νυχιάς, (ανχιάς):. Τις μέρες που κάνει παγωνιά και είμαστε υποχρεωμένοι να εργαζόμαστε στο ύπαιθρο (γεωργοί, κτηνοτρόφοι), οι παλάμες των χεριών μας και ειδικά οι άκρες των δαχτύλων, παγώνουν πολύ (ξυλιάζουν),σε σημείο που να μην μπορούμε να εργαστούμε και συνήθως τα ζεσταίνουμε βάζοντάς τα ανάμεσα στις μασχάλες μας ή φυσώντας τα με την ανάσα μας (τα χουχουλιάζουμε).
Γιάννης Γιαννούκος
Ξάγκλισμα:. Το χτένισμα των γυναικών. Τα παλιά χρόνια, λόγω έλλειψης «ευκολιών», οι γυναίκες έλουζαν τα μαλλιά τους κάθε 15-20 μέρες, ίσως και περισσότερο. Αν υπολογίσουμε και τις σκληρές αγροτικές δουλειές που καταγίνονταν, καταλαβαίνουμε ότι τα μαλλιά «κολλούσαν». Με την τσατσάρα λοιπόν και με το χτένι, άρχιζαν σιγά-σιγά να τα ξεμπλέκουν και να τα χτενίζουν. Επίσης ξάγκλισμα λέγανε και το ξεμπέρδεμα των νημάτων, όταν είχαν μπερδευτεί.
Ξάγναντα:. Αντίκρυ, απέναντι, μακριά μπροστά. Λέγεται και αγνάντι ή αγνάντια.
Ξάγναντο:. Περίοπτη θέση, απ΄ όπου μπορεί κάποιος να παρατηρεί τη γύρω περιοχή.
Ξάι:. Μεταλλικό δοχείο, που το χρησιμοποιούσαν σα μονάδα μέτρησης των δημητριακών και των οσπρίων (στάρι, κριθάρι, βρώμη, φάβα, ρεβίθια, κουκιά κ.λπ.)
Χωρούσε 12 οκάδες σιτάρι. Φυσικά η ποσότητα σε οκάδες διέφερε στα «γεννήματα» ανάλογα με το βάρος τους. Το πιο ελαφριά απ΄ όλα ήταν το βρωμάρι και το καλαμπόκι..
Αναλυτικά
Το σιτάρι με 12 οκάδες.
Το κριθάρι με 9 οκάδες.
Τα ρεβίθια με 11 οκάδες.
Η φάβα με 12 οκάδες.
Τα κουκιά με 9 οκάδες.
Το καλαμπόκι με 6 οκάδες.
Το βρωμάρι με 6 οκάδες.
Και ο βίκος με 12 οκάδες.
Ξαίνω:. Κάνω το μαλλί αραιό, κατάλληλο για κλώσιμο.
Ξακρίζω (ξάκρισμα):. Περιποιούμαι, προσέχω ώστε η δουλειά που κάνω να είναι όσο το δυνατόν τέλεια. Κυρίως στα χωράφια, όταν τα όργωναν για να τα σπείρουν και καθάριζαν και την παραμικρή γωνιά του χωραφιού, που δεν μπορούσε να φτάσει το αλέτρι, για να μην πάει χαμένο κανένα κομμάτι γης. Κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα και περισσότερη σοδειά να δώσει αλλά και ομορφότερη γινόταν η εικόνα του χωραφιού.
Ξακρίδι (το):. Υπόλοιπο χωραφιού, που δεν μπόρεσε να οργωθεί με το αλέτρι. «Μου έμεινε ακάμωτο ένα ξακρίδι» και ξάκρισμα, οι τελευταίες εργασίες για να μη μείνει τίποτε άφτιαχτο.
Ξάλι:. Στην άκρη της λαβής του καμουτσιού, υπήρχε εφαρμοσμένη μια σιδερένια προεξοχή σε σχήμα (Γ) με τη λαβή του καμουτσιού, με το οποίο καθάριζαν το αλέτρι από τα χώματα και τις λάσπες, που κολλούσαν κατά το όργωμα. Οπότε, με το καμουτσίκι έκαναν δυο δουλειές. Χτυπούσαν τα ζώα για να προχωρήσουν και παράλληλα καθάριζαν «εν κινήσει» το αλέτρι από τα χώματα.
Ξαμώνω:. Σηκώνω το χέρι μου, το απλώνω προς κάποιον για να τον χτυπήσω. Εμφανίζομαι ξαφνικά και κάνω ορμητική επίθεση εναντίον κάποιου. Τολμώ και επιχειρώ να κάνω κάτι.(αν τολμάς, ξάμωσε το χέρι σου και θα δεις τι θα πάθεις), (στην αρχή τον είχαν στριμώξει για τα καλά, μέχρι που ξαμώνουν κάτι φίλοι του και τον γλίτωσαν).
Επίσης η ξαφνική εμφάνιση κάποιου. (Εκεί που συζητάγαμε, να σου και ξαμώνει ο Βαγγέλης από τη γωνία).
Ξαναγκρίζω:. Κάνω κάποιον να εξαγριωθεί, λέγοντάς του πράγματα, ώστε να θυμώσει με κάποιον άλλον ή με κάποια κατάσταση. «Τον βάζω στα λόγια». Επίσης όταν τον προτρέπω να προβεί σε κάποια ενέργεια. Τον ενθαρρύνω, του βάζω την ιδέα.
Ξαντάω:. Εμφανίζομαι από μακριά, καθώς έρχομαι από κάπου.(τον περιμέναμε αρκετή ώρα, μέχρι που τον είδαμε να ξαντάει απ΄ το βάθος του δρόμου).
Ξαργού:. Επίτηδες.
Ξαρίζω:. Κάνω κάτι καθαρό. Καθαρίζω, παστρεύω.
Ξάρισμα:. Το καθάρισμα στα κατώια από τις γκαβελίνες των ζώων. Το ξάρισμα γινόταν με την τσάπα και το φτυάρι και μετά σκουπιζόταν το κατώι με σκούπα από αστοφιά
Ξάσιμο:. Ήταν η διαδικασία του καθαρίσματος του μαλλιού, μετά το κούρεμα των προβάτων και πριν να λαναριστεί, για να αραιώσει λίγο και να φύγουν από μέσα διάφορα σκουπίδια ή χούτζουρα, όπως μικρά ξυλαράκια και άλλες ακαθαρσίες.
Ξάσμα:. Μαλλί που έχει λαναριστεί.
Ξεθρακώνω:. Ανακατεύω τη θράκα, για να βγάλω κάτι από μέσα ή να δυναμώσω τη φωτιά. Η λέξη όμως, χρησιμοποιείται και για άλλες περιπτώσεις, όπως π.χ. για αγροτικές δουλειές (ξεθράκωσα όλο το χωράφι και το καθάρισα από τις πέτρες). Όταν ψάχνω κάτι (ξεθράκωσα όλο το σπίτι μέχρι να βρω το πουκάμισο). Και γενικά, όταν σηκώνω ή παραμερίζω άλλα πράγματα, μέχρι να βρω εκείνο που θέλω.
Ξεΐγκλωτος:. Δηλαδή χωρίς ίγκλα. Είναι μεταφορικά ένα άτομο που είναι ατημέλητο ή είναι γενικά χωρίς συγκρότηση.
Ξεκακίζω:. Ξεθυμαίνω, το ρίχνω έξω, αισθάνομαι καλά, ξεκακιώνω, ξεθυμώνω, διώχνω το μίσος ή την κακία που έτρεφα για κάποιους ή για κάτι και δεν σκέφτομαι τις σκοτούρες, τα προβλήματα που με απασχολούν ή τις διαφορές που έχω με άλλους (πάμε μια βόλτα να ξεκακίσουμε λίγο).
Ξεκατινιάζω:. Κουράζω κάποιον υπερβολικά. Κατακουράζω, ταλαιπωρώ.
Ξέκεψα:. Κουράστηκα, δεν αντέχω, δεν έχω δυνάμεις, γέρασα.
Ξεκούκιασμα:. Η αφαίρεση των σπερμάτων μέσα από τη φλούδα τους. Τα κουκιά, τα φασόλια τα ρεβίθια κ.λ.π. όταν τα μάζευαν τα άφηναν να ξεραθούν στον ήλιο και ύστερα από μέρες, αφού είχαν ξεραθεί, χώριζαν τον καρπό από τη φλούδα τους και αποθήκευαν τον καρπό, μέσα σε σεντούκες (βλ. λέξη).
Ξεκουτιάρης:. Αυτός που έχει αποβλακωθεί και συμπεριφέρεται ανόητα. Αποβλακωμένος, ξεμωραμένος, ανόητος.
Ξεμασκαλίζω:. Κόβω το βλαστό φυτού από τη μασχάλη του, για να το μεταμοσχεύσω. Και κατακερματίζω, κατακομματιάζω.
Ξεμπούκιασμα:. Το βγάλσιμο των φύλλων που περιέκλειαν τον καρπό του καλαμποκιού, μετά τη συγκομιδή. Τα φύλλα του καλαμποκιού τα αποκαλούσαν «μπούκες».
Ξεμπουρντάλεμα:. Έκλυτος τρόπος ζωής. Και ξεμπουρνταλεύω ή ξεμπουρντάλεψα, κάνω ζωή μη ανεκτή από τον κοινωνικό μου περίγυρο (κραιπάλη, ποτά, γυναίκες κ.λπ).
Ξενοφοράω:. Όταν βρισκόμαστε σε άλλο μέρος (ξένο μέρος), από εκεί που έχουμε συνηθίσει (π.χ σπίτι, τόπο ή είδος εργασίας), θέλουμε κάποιο χρόνο να εγκλιματιστούμε και είναι λογικό να έχουμε διάφορες δυσκολίες, τότε λέμε ότι ξενοφοράω (Καλά πέρασα στη Χαλκίδα που πήγα, αλλά δεν κοιμήθηκα καλά. Είναι επειδή ξενοφορούσες).
Ξεπεταρούδι (το):. Το πουλί που άφησε τη φωλιά του για το πρώτο πέταγμα. Το πολύ μικρό παιδί.
Ξεπίτισα:. Πείνασα πολύ και λαχταράω φαγητό.(Γυναίκα βάλε γρήγορα να φάμε γιατί ξεπίτισα).
Ξεριάς:. Παραπόταμος ή χείμαρρος, που δεν έχει νερό το καλοκαίρι, που ξεραίνεται όταν δεν τροφοδοτείται από βροχή ή από λιώσιμο χιονιού.
Ξεροκαταπίνω:. Καταπίνω το σάλιο μου μέσα από το στόμα μου. Ανέχομαι κάτι με το οποίο δεν συμφωνώ, χωρίς να διαμαρτυρηθώ.
Ξεροκούμουτσο:. Ένα ξερό κομμάτι ψωμί, κακοκομμένο και άσχημο στην εμφάνιση.
Ξερομαγγανίζω:. Όταν δεν έχω φαγητό και τσιμπάω από δω κι από κει ή μένω νηστικός ή κοιτάζω τους άλλους να τρώνε και μου πέφτουν τα «σάλια», κατά τη γνωστή έκφραση.
Ξεροστάλιασμα:. Παραμονή σε κάποιο μέρος για πολύ ώρα, χωρίς τη θέλησή μου ή όταν περιμένω κάτι για πολύ περισσότερη ώρα απ΄ αυτή που είχα υπολογίσει. (Πού γυρίζεις; Ξεροστάλιασα να σε περιμένω δύο ολόκληρες ώρες).
Ξέσκουρα:. Επιπόλαια, ξώδερμα. (τον πήρε η σφαίρα ξέσκουρα), δηλαδή τον τραυμάτισε επιπόλαια. Επίσης όταν αντιμετωπίζουμε κάτι με επιπολαιότητα, ελαφρά, όχι σοβαρά,(το πήραμε ξέσκουρα και δεν το φροντίσαμε όσο έπρεπε).
Ξεφταλαϊάρης - ξεφταλαϊάρα:. Ο τιποτένιος. Ο χωρίς κύρος και αξιοπρέπεια.
Ξεφτίζω:. Χαλώ την ύφανση στην άκρη του υφάσματος, ώστε να γίνει κλωστές. Και μεταφορικά πέφτω στα μάτια των άλλων, χάνω το σεβασμό που μου είχαν.
Ξίγκικο:. Ότι είναι λιγότερο από το βάρος του. (αυτός ο μπακάλης ζυγιάζει ξίγκικα).
Ξιγκοκέρι:. Κερί κατασκευασμένο από λίπος.
Ξιδιάς:. Το χαλασμένο, ξινισμένο κρασί.
Ξινόγαλο:. Το ξινόγαλο είναι υπόλειμμα, μετά από την παρασκευή του βουτύρου. Από το ξινόγαλο στη συνέχεια, γίνεται το ξινοτύρι.
Ξόβεργα:. Παγίδα για τα πουλιά
Ξυλιάζω:. Γίνομαι σκληρός, άκαμπτος, σαν το ξύλο. Όταν κάνει πολύ κρύο και παγώνουν τα χέρια μας, πολλές φορές δεν μπορούμε να κουνήσουμε τα δάχτυλά μας, (ξυλιάσανε τα χέρια μου από το κρύο). Αλλά και γενικά, όταν έχει πολύ κρύο χρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη. (κάνει πολύ κρύο σήμερα, ξυλιάσαμε).
Ξυλογαϊδάρα:. Ξύλινη βάση, για να κόβουνε τα ξύλα, ειδικά τα χοντρά (κούτσουρα) με τον κόφτη.
Ξυλόχτενο:. Είναι η ξύλινη θήκη όπου τοποθετείται το χτένι. Δύο πλατισμένα σανίδια, πλάτους 8 εκατοστόμετρων και μήκους 70-80 εκατοστόμετρων περίπου, τοποθετούνται παράλληλα. Κατά μήκος τους, στην εσωτερική τους πλευρά, έχουν μικρές τρύπες, σε πάρα πολύ μικρές αποστάσεις. Ανάμεσα στα σανίδια αυτά περνάει το χτένι.
Ξυστρί:. Ειδική βούρτσα, με την οποία χτένιζαν τα ζώα, (μουλάρια, γαϊδούρια). Επίσης τη λέξη τη χρησιμοποιούσαν όταν θέλανε να διώξουν κάποιον που τους είχε γίνει ενοχλητικός, (έλα αρκετά κάθισες, ξυστρί τώρα).
Γιάννης Γιαννούκος
Όβρωστος:. Ο ανεπτυγμένος σωματικά, ο υγιής, ο δυνατός.
Όκνα:. Τρύπα στο πάνω μέρος του βαρελιού, από όπου έριχναν μέσα το μούστο, αλλά και το ξύλο με το οποίο σφράγιζαν το βαρέλι, μετά το βράσιμο του μούστου.
Oλοτρόυρα:. Γύρω–γύρω. Τριγύρω.
Οματιές:. Χριστουγεννιάτικο φαγητό. Κάτι σαν χοντρό λουκάνικο (από το παχύ έντερο του γουρουνιού), παραγεμισμένο με μπουλουγούρι (πλιγούρι, που ήταν κομμένο στάρι), άσπρο συκώτι και διάφορα καρυκεύματα (απαραίτητα θρούμπι). Τις ψήνανε σε φούρνο ή γάστρα.
Όμπυο:. Το πύον. Παθολογική πυκνόρρευστη ουσία, συνήθως κίτρινη, που περιέχει νεκρά λευκά αιμοσφαίρια και διάφορους μικροοργανισμούς.
Οξαπουδός:. Ο ανεπιθύμητος, ο διάβολος
Οργιά:. Μονάδα μέτρησης, ίση με το μήκος που δημιουργείται με το άνοιγμα των χεριών μας.
Ορμήνια:. Η συμβουλή.
Ορμηνεύω:. Συμβουλεύω.
Ουάι:. Επιφώνημα έκπληξης, επιδοκιμασίας, θαυμασμού (ουάι, τι όμουρφου του σακάκ΄ς). Αλλά περισσότερο χρησιμοποιείται για κοροϊδία(ουάι μαρή, φαίνιτ, του βρακί΄ς). (Ου Γιάν΄ς έφαει ξύλου σήμιρα απ΄ του δάσκαλου, ουάι, ουάι).
Ουϊντίζω:. Ταιριάζω με κάποιον, τα βρίσκω μαζί του, μπορώ να κάνω κολιγιά, μου αρέσει η παρέα του.
Όχτος:. Χαμηλό ύψωμα γης. Χωμάτινο φυσικό αντέρεισμα.
Γιάννης Γιαννούκος
Παγάδα:. Ηρεμία. Δε φυσάει, δε βρέχει και ο καιρός είναι μαλακός.
Παγαδεύω:. Ηρεμώ σωματικά. Ξεκουράζομαι. Ηρεμώ ψυχικά, δεν έχω άγχος. Είμαι νηφάλιος, ανακουφίζομαι.
Παγκιάνεμο:. Μέρος που δεν το πιάνει ο άνεμος.
Παγκράκι:. Ορειχάλκινο, μικρό σκεύος, με χερούλι όπως της χύτρας, που έβαζαν το φαγητό οι γεωργοί, για να το παίρνουν στο χωράφι.
Παΐδες:. Σανίδες τοποθετημένες ανά δύο, στα δύο πλάγια του σαμαριού, ενώνοντας το μπροστινάρι με το πισινάρι (θηλυκωτά).
Παλαγός:. Παλαγό λέγανε το μαλακό, αφράτο, φρέσκο ψωμί, αλλά επίσης και το καρβέλι εκείνο, που δεν είχε πάρει το κατάλληλο σχήμα, επειδή στο ζύμωμα είχε προστεθεί πολύ νερό και δεν είχε ζυμωθεί καλά.
Παλαμονίδα:. Ζιζάνιο των σπαρτών 50-60 εκατοστά ύψος, με φύλλα ψιλά και βελονωτά.
Παλιουρός–ό:. Χορταρικό και περιβολικό, που έχει χάσει τη φρεσκάδα του, λόγω εποχής,.(τα χόρτα που μάζεψες είναι παλιουρά).
Παλυθούρα:. Εσοχή στον τοίχο, διαστάσεων 20Χ30 περίπου εκατοστά. Χρησίμευε σαν μικρό ντουλαπάκι.
Παν και ξαπάν:. Όταν κάποιος έχει μεγάλη εκτίμηση για κάποιον άλλον, που τον εκτιμά, τον αγαπά, τον σέβεται, τον θαυμάζει και του προσφέρει ευχαρίστως ότι μπορεί, τότε λέμε ότι τον έχει παν και ξαπάν.
Πάνα:. Μακρύ ξύλο, που στην άκρη του ήταν εφαρμοσμένα πανιά (σαν μια μεγάλη σφουγγαρίστρα). Με την πάνα καθάριζαν το φούρνο από τις στάχτες, για να «φουρνίσουν» στη συνέχεια τα καρβέλια.
Παναΐτσα:. Με τη λέξη αυτή εννοούσαμε όλες τις μικρές εικονίτσες, που αναπαριστούσαν Αγίους και Αγίες. Χαρακτηριστικός μπορεί να θεωρηθεί ο παρακάτω διάλογος.(Αγόρασα δύο Παναΐτσες. Ποιες; Τον Άγιο Δημήτρη και τον Άγιο Σπυρίδωνα).
Πανταγούδι:. Το πολύ κρύο νερό. Και πανταγούδιασα, το υπερβολικό κρύωμα από βροχή ή τσουχτερό κρύο.
Παντοχή:. Συναισθηματική κατάσταση που προέρχεται από τη γνώση ότι κάποιο γεγονός πρόκειται να συμβεί. Προσμονή, αναμονή, προσδοκία.
Πανωβράκι:. Φτιαγμένο από υφαντό μάλλινο ύφασμα μαύρου χρώματος, ήταν στενό, αλλά κάτω από τα σκέλια σχημάτιζε τη σέλα για να μη δυσκολεύονται στο περπάτημα. Τα έδεναν στη μέση με ένα κομμάτι σκοινί, την βρακοζώνα, την οποία περνούσαν μέσα από τη φακαρόλα, στο κενό δηλαδή που δημιουργείται στο πάνω μέρος του πανωβρακιού, όταν δίπλωναν το ύφασμα προς τα κάτω και το έραβαν.
Πανωκάβαλα:. Δύο δερμάτινες λουρίδες. Η μία ξεκινούσε από το κέντρο του πισιναριού στο σαμάρι, διέσχιζε τα καπούλια του ζώου και ενωνόταν με την άλλη (σταυροειδώς), η οποία ξεκίναγε από πάνω απ΄ την ουρά του ζώου και κατέληγε στις πιστιές.
Περισσότερα: Π. Παλιές λέξεις της Στενής