steni.gr
Χαβάνι:. Χάλκινο δοχείο με γουδοχέρι, στο οποίο «κοπανούσαν» τα διάφορα μπαχαρικά, συνήθως για κατασκευή γλυκών.
Χαβάς:. Η μελωδία, ο σκοπός ενός τραγουδιού (οι βιολιτζήδες άλλαξαν, ο χαβάς μένει ο ίδιος). Το λέμε και για τους ανθρώπους που συνεχίζουν την ίδια λαθεμένη τακτική τους, παρά τις αντιδράσεις των άλλων (το χαβά του αυτός).
Χαβιά:. Μικρή αλυσιδούλα, πρόσθετη στην καπιστράνα, από το ύψος των «γουλιών» μέχρι κάτω από το σαγόνι. Αν το ζώο ήταν ατίθασο, του το πέρναγαν στο στόμα για να ηρεμεί και να υπακούει.
Χάβος:. Σημαίνει γκρεμός, χαράδρα και πολύ συχνά χρησιμοποιείται και σαν τοπωνύμιο. Το φαράγγι στα Καμπιά, που ξεκινάει από τα Καμπιά και τελειώνει στην Αγία Κυριακή, το λένε «Χάβο».
Χαγιάτι:. Ξύλινο μπαλκόνι. Πάντα στεγασμένο με κεραμίδια, που ήταν συνέχεια της σκεπής (αστρέχα).
Χαζίρ:. Παραλίγο, παρατρίχα (χαζίρ να το ξεχάσω), (χαζίρ να πέσω μέσα στο νερό).
Χαΐρι:. Πρόοδος, προκοπή (δεν έκανε χαΐρι στη ζωή του), νοικοκυροσύνη (έχει ομορφιά και χαΐρι), και κατάρα (χαΐρι και προκοπή να μη δεις).
Χαλκάς:. Χάλκινος ή σιδερένιος κρίκος που τον χρησιμοποιούσαν για ενώσεις ή προσδέσεις.
Χαλατζούκα:. Η σακαράκα, το σαράβαλο. Κάθε αντικείμενο που είναι παλιό, χαλασμένο και δεν διορθώνεται.
Χαλεύω:. Γυρεύω, ψάχνω, ζητώ, αναζητώ
Χαλίμπορος:. Ο κακοφτιαγμένος και άσχημος. Ο αμάζευτος, ανοικοκύρευτος.
Χαμάδες:. Οι παραγινωμένες ελιές, που είχαν πέσει λόγω ωρίμανσης από την ελιά πριν αρχίσει η συγκομιδή. Περιείχαν ελάχιστο λάδι. Ύστερα από διαλογή τις έδιναν στο λιοτρίβι μαζί με τις άλλες ελιές.
Χαμούρι:. Το ζυμάρι. Μετά το ανάπιασμα, το ζύμωμα και το ανεβάτισμα, η ζύμη ήταν έτοιμη να πχεριστεί, να διαμορφωθεί δηλαδή σε καρβέλια. Σ΄αυτή τη φάση το ζυμάρι το αποκαλούσαν χαμούρι. Συνηθισμένη ήταν η εντολή των ανδρών στις γυναίκες τους, (γυναίκα, κράτα λίγο χαμούρι για να φτιάξεις τηγανόψωμο).
Περισσότερα: Χ. Παλιές λέξεις της ΣτενήςΨαλίδα:. α ) Ισχυρό και μεγάλο ψαλίδι. β.)Έλικας της κληματαριάς που είναι χρήσιμος για την αναρρίχηση του φυτού. γ ) Πάθηση της τρίχας του κεφαλιού η οποία σκίζεται στα δύο και δεν μεγαλώνει άλλο. δ ) Είδος ερπετού (η σκολόπεντρα).
Ψαλίδια:. Δοκάρια που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή της οροφής των σπιτιών.
Ψαλιδόκωλος ή ψαλιδοκώλης:. Αυτός που φορεί επίσημο ένδυμα (κυρίως φράκο) σκιστό πίσω. Και κατ΄ επέκταση αυτός που είναι ντυμένος πολύ προσεκτικά και «κυριλέ», όπως θα λέγαμε σήμερα.
Ψαρή:. Η γκρίζα γίδα.
Ψαρός:. Ο γκριζομάλλης (ψαρής).
Ψαρούδα:. Την έφτιαχναν με Αλεύρι, νερό, αλάτι και την έβαζαν μέσα στη στάχτη. Σκούπιζαν καλά ένα μέρος στο τζάκι και αφού τοποθετούσαν εκεί την ψαρούδα, τη σκέπαζαν με κάρβουνα και στάχτη. Είχε το σχήμα «πταλιάς».
Ψαχνό:. Κρέας άπαχο χωρίς κόκαλα και μεταφορικά η ουσία, το βασικό μέρος μιας υπόθεσης. «έλα στο ψαχνό», προχώρησε στο ουσιαστικό μέρος και «βαράει στο ψαχνό», πυροβολεί, βαράει αλύπητα με σκοπό να σκοτώσει.
Ψείρας:. Αυτός που λεπτολογεί. Ο μικροπρεπής, ο οχληρός. Και ψειριάρης, αυτός που έχει γεμίσει ψείρες. Μεταφορικά ο βρωμιάρης, αλλά και ο φτωχός και περήφανος συγχρόνως.
Ψευδός:. Αυτός που δεν αρθρώνει καθαρά ορισμένα σύμφωνα, αυτός που ψευδίζει (τραυλός).
Ψιμοκρίθια:. Ήταν η σπορά του όψιμου κριθαριού. Η πρώτη σπορά γινόταν το Νοέμβριο-Δεκέμβριο και ή όψιμη (ψιμοκρίθια), τον Γενάρη-Φλεβάρη.
Περισσότερα: Ψ. Παλιές λέξεις της ΣτενήςΕκτός εποχής πλέον τα παλιά αινίγματα λόγω της πληθώρας των εικόνων της σημερινής ζωής.
Όταν κάποιος δεν έβρισκε το αίνιγμα:
-Δώς μου χωριό
-Τη Σκαλίτσα (5 σπίτια)
-Δώς μου άλλο χωριό πιο μεγάλο
-Τη Στενή
Κι έτσι συνέχιζαν ώσπου να συγκεντρώσει κάποιος τα μεγαλύτερα χωριά η πόλεις.
Μερικά αινίγματα:
Ένα πράμα πραματάκι ξύνει τον κώλο και λακάει
Πορδή
Σαλάγανε τα πρόβατα, σαλάγανε τα γίδια, σαλάγανε κι ο μπιστικός στη χούφτα τα ταΐζει.
Παππάς
Στη ράχη, ράχη πήγαινα, έτρωγα μια πέρδικα, τα φτερά της έτρωγα, το κορμί της πέταγα.
Σταφύλι
Σφάζω γίδα, κόβω γίδα κι απ΄της γίδας την παγίδα πάλι γίδα γίνεται.
Το αμπέλι που το κλαδεύεις και ξαναγίνεται.
Πάει πάει και πίσω δεν γυρνάει
Ποτάμι
Καρακάξα μακρυνούρα γρήγορη μαγειρευτούρα
Τηγάνι
Ένα πράμα πραματάκι με τρία ποδαράκια
Τζιροστιά
Η μαρουλίτσα ξάντησε από δυο παραθυράκια. Πέντε την αρπάξανε στον τοίχο την πετάξανε
Η μύξα, μήπως είχε κανένας μαντήλια τότε!
Πέντε δέκα κουβαλάνε κι η κυρά Μαριώ σαρώνει
Φαί, δάχτυλα, γλώσσα.
Σκούζει, βελάζει τον αφέντη φωνάζει.
Καμπάνα
Γούρνα μου πελεκητή, μαρμαρένια και χρυσή, πάει ο κόκορας να πιεί, ούτε ο κόκορας χορταίνει ούτε η γούρνα μας στερεύει
Θεία κοινωνία
Γιάννης Μητάκης
Πολλά από τα μικρά ονόματα που έδιναν οι νονοί, κάποτε τα ονόματα δεν τα έδιναν οι γονείς αλλά οι νονοί, όταν βάφτιζαν παιδιά στο χωριό μας έχουν εξαφανιστεί. Κερασιά, Μηλιά, Λευκάδα, Ρήγας ,Αναγνώστης, Ανθυποββάγγελος (όσο κι αν φαίνεται περίεργο ήταν), Πανταζής κ.λπ. δεν υπάρχουν πια στη Στενή. Επίσης έχουν αλλάξει και τα υποκοριστικά.
Σε περιπτώσεις μεγάλου μεγέθους έβαζαν στις γυναίκες την κατάληξη -άρα, ενώ στα αρσενικά την κατάληξη σε -άρας.
Σε πολλές περιπτώσεις η διατύπωση ενός ονόματος είναι περιστασιακή επειδή έγινε κάποιο γεγονός π.χ. Ποιος το έκανε αυτό, ο Γιαννάκης. Κάποιες φορές όμως αυτό επικρατεί και γίνεται μόνιμο π.χ. Γιαννάκης.
Το πιο συνηθισμένο γυναικείο όνομα στη Στενή είναι το Γιούλα δηλαδή Παναγιώτα. Φυσικά είναι από την προστάτιδα της Στενής την Παναγία που είναι και το καθολικό του χωριού. Η Κοίμηση της Θεοτόκου.
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ
Αγγελική: Αγγελού, Αγγελικώ, Αγγελίνα..
Αλεξάνδρα: Αλέκω.
Αναστασία: Τασά, Τασίτσα, Τασούλα.
Βαγγελιώ: Βαγγέλω.
Βασιλική: Βασίλω, Βασιλικώ, Βασιλίτσα.
Βενετσιάνα: Τσάνα.
Δέσποινα: Δέσπω, Δεσποινιώ.
Δήμητρα: Δημητρού.
Ελένη: Λένα, Λενάρα, Λέγκω, Λενιώ
Ελισάβετ: Αλσάβα.
Ιωάννα: Γιαννού, Γιαννούλα
Φλώρα: Φλωρού
Καλομοίρα: Μοίρα
Κατερίνα: Ρίνα, Ντηρίνω, Κάκια
Κυπαρισσία: Παρσσού
Μαρία: Μαριώ, Μάρω, Μαρούσα, Μαρίκα, Μαιότσα, Μαρίτσα, , Μαρζάκι.,Μαγιώ
Ορσαλία: Όρσα
Ουρανία: Ουρανιά
Παναγιώτα: Γιούλα, Παναγιού, Πούλα.
Παρασκευή: Τσιβή, Τσεβάρα, Μπιμπή, Μπίμπω
Σοφία: Σοφιά
Σταμάτω: Μάτω, Σταματάρα
ΑΝΔΡΙΚΑ
Αθανάσιος: Νάσος, Θανασάς, Νασάκης.
Αναστάσιος: Τασσιός,
Ανθυποβάγγελος: Ανθυβάγγελος.
Αντώνης: Αντώνας.
Απόστολος: Ποστόλας.
Βασίλης: Βασιλαράς.
Γιώργος: Γιωρίτσας, Γεωργέλης, Γώγορας
Δημήτρης: Μήτρος, Μητράς, Μήτσος, Μητσόκας, Μήτρωνας, Μετός.
Ηλίας: Λιάκος, Λιάτσας.
Θοδωρής :Θοδωράνας
Ιωάννης: Γιάγκος, Γιαννιός, Γιαγκούλας
Κωνσταντίνος: Κωνσταντάρας, Ντάρας, Κωσταντής, Κώτσος, Κωτζίνος, Κωσταντούρας, Κωντής
Νικόλαος: Κόλιας, Κολιός, Νικολάκιας,
Παναγιώτης: Πανίτσας, Παναϊώτας
Σταύρος: Σταυρέτσας
Στέφανος: Στεφανής, Φανής, Στέφας
Χαράλαμος: Χαραλαμάκης,
Χριστόδουλος: Κστόδουλους, Κστουδουλιάς
Γιάννης Μητάκης
Οι άνθρωποι στο χωριό μας βαφτίζονται δυο φορές και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί και περισσότερες..
Το ένα όνομα το δίνει ο νονός στη βάφτιση και το άλλο κάποιος συγχωριανός μας είτε από καλοπροαίρετη περιπαικτική διάθεση είτε από κακοήθεια. Όλοι έχουν το οικογενειακό τους παρατσούκλι, αυτό όμως δεν εμποδίζει κανέναν να του αφιερώσουν και προσωπικό.
Σε πολλές περιπτώσεις αποκαλούν τον ίδιο τον κάτοχο με το παρατσούκλι του σε άλλες όμως περιπτώσεις που είναι παρεξηγήσιμο το λένε πίσω από την πλάτη του. Τα παλιά παρατσούκλια της Στενής είναι φτιαγμένα από ντόπιες λέξεις τόσο παραφθαρμένες που είναι αδύνατον να βρεις την εξήγησή τους.
Αμέτρητα τα παρατσούκλια της Στενής επί «δικαίων και αδίκων». Χαρακτηριστικά του σώματος ή του «μυαλού», λέξεις που χρησιμοποιεί κάποιος συχνά, επάγγελμα. τόπος καταγωγής, παραφθορά του βαφτιστικού ονόματος.
Στα μεγάλα σόγια της Στενής μπορούμε να πούμε ότι το παρατσούκλι ήταν αναγκαίο για να μπορούν να ξεχωρίσουν τα άτομα και να μην μπερδεύονται. Π.χ. Πόσοι Ντουρμαίοι υπάρχουν με το όνομα Κώστας; Πολλοί. Πόσοι Ντουμάνηδες με το όνομα Θανάσης κ.λπ.
Πολλά παρατσούκλια του 19 αιώνα διατηρούνται και συνοδεύουν και σήμερα τους απογόνους. Κάποια άλλα εξαφανίστηκαν. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου από μια συνεδρίαση τέλη 19ου αιώνα.. Όπως βλέπετε όλοι έχουν από ένα παρατσούκλι και κάποιοι από αυτούς περισσότερα αλλά εδώ χρησιμοποιείτε το πιο γνωστό.
ΑΝΔΡΙΚΑ ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ
Γαλάνης: Βλάχος.
Καλιάφας: Ι. Λέων
Καραγιάννης: Ιωα. Ντούρμας
Καραπάλας: Γ.Δ.Γερακίνης
Κόιας: Σουλτάνης
Μικρέτσας: Δ. Χουλιάρας
Μομότας: Κ. Βασιλείου
Μπαδάς: Χ.Τζίνης
Πανίτσας: Π.Γ. Βλάχος
Τέλιας: Δ. Παπαϊωάννου
Τζούρος: Γ. Θάνος
Τραγουδάς: Ν. Βλάχος
Φανιάς: Δ. Μπεληγιάννης
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙΑ
Οι γυναίκες έχουν πολύ λιγότερα ατομικά παρατσούκλια από τους άνδρες, αλλά αυτό δεν εμπόδιζε κανέναν να τις αποκαλούν με το παρατσούκλι του άνδρα τους η του πατέρα τους. π.χ.
Τσαφίλης, Τσαφλιώ
Τσακίρης, Τσακίραινα
Αναμήτρος, Αναμήτραινα
Λάρος, Λάραινα
Τσιλιγγίρης, Τσιλιγγίραινα
Γαγαλάς, Γαγαλού κ.λπ.
ΛΗΣΤΑΡΧΟΙ
Πολλοί έπαιρναν τον 19 αιώνα παρατσούκλια λήσταρχων και τα έφεραν με τιμή. Είναι η περίοδος που μεγάλη μερίδα του λαού θεωρούσε τους ληστές ήρωες.
Κολοφέσας: Ι Γιαλός
Καλαμάτας: Κ Παπαναστασίου
Σκαμπαρδώνης: Παπαναστασίου
Λιόλιος: Γιώργος Καράγκος
Νταβέλης: Χουλιάρας. Βαρτζής, Νάτσης.
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
Το επάγγελμα του πατέρα ακολουθούσε σε πολλές περιπτώσεις τα παιδιά σαν παρατσούκλι μιας και δεν ακολουθούσαν το ίδιο επάγγελμα:
Λανάρα, Σαμαράς, Τσιλιγγίρης, Μυλωνάς, Φουρναρού κ.λπ.
Ο Ραφτογιάννης έκανε δυο κόρες τις οποίες παρανόμιασαν η Ραφτόπουλα κα η Μαστόρα.
ΜΗΤΡΩΝΥΜΑ
Τα επίθετα της μητέρας μένουν σαν παρατσούκλια σε αρκετές περιπτώσεις π.χ Μαγγούτας, Καβαθάς, Γερακίνης ή σε άλλες περιπτώσεις και το βαφτιστικό της μητέρας π.χ. Ο Φανιάς η σε άλλη περίπτωση ο Τασσιός της Αγγελούς.
ΠΑΤΡΩΝΥΜΑ
Το βαφτιστικό παραλλάσσεται κολλώντας κάποιο υποκοριστικό π.χ. Ο Χαράλαμπος γίνεται Χαραλιάς, ο Μήτρος γίνεται Αναμήτρος, ο Νίκος γίνεται Νικορούλιας κ.λπ
Όταν έλεγαν κάποιον Κώστα και το άλλαζαν σε Κωτζίνο ή Κωντή ή Κωνσταντούρα η Ντάρα χαϊδευτικό από το Κωσταντάρα, αυτό δεν ήταν παρατσούκλι. Παρατσούκλι γινόταν από την ώρα που συνόδευε τους απογόνους που είχαν διαφορετικό βαφτιστικό.
ΑΠΟ ΣΩΜΑΤΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Από χαρακτηριστικά του προσώπου και του σώματος , από κουσούρια κ.λπ.
Γαλανά μάτια: Γαλάνω, Γαλανιώ, Γαλάναινα, Γαλάνης, Θαλάσσαινα, Θαλάσσης,
Μεγάλη μύτη: Μυτάκιας
Πολύ ψηλός: Μακρουλιάς
Πολύ κοντός: Μπαΐρας. Από πολύ κοντό αστυνομικό που είχε έρθει τέλη του 19ου αιώνα στην περιοχή και άφησε εποχή γιατί ήταν πολύ δίκαιος και μορφωμένος.
Κοντός και αδύνατος: Μικρέτσας
Μελαμψός: Καραγιάννης από το τούρκικο καρά που σημαίνει μαύρος.
Κουτσαβλής, Στραβομύτης, Γκαρλιαύτης, Κοντομήτρος, κ.λπ.
ΑΠΟ ΤΟ ΥΦΟΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ
Κάργας: Ο πολλά βαρύς.
Τσαούσαινα.
Απατεώνας
Μανιατάκης
Ψευτοστέλης
Στρίγλος
Μπέης
Μπαούτσαινα κ.λπ
ΑΠΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ
Βασιλιάς
Κουμμούνας
Μπολσεβίκος
Κατσαπλιάς κ.λπ.
Σε αρκετές περιπτώσεις πολλοί που ήταν στο αντάρτικο τους έμεινε και το τότε ψευδώνυμο σαν παρατσούκλι π.χ. Καπετάν-Κριεζώτης
ΚΑΤΑΓΩΓΗ
Οι καταγόμενοι από την περιοχή μεταξύ Αλιβερίου και Κύμης λέγονταν από τους Στενιώτες, Μουσούνηδες. Έτσι έχουμε τον Μουσούνη και μετά τον γιό του Μουσουνάκη. Από τον Πούρνο, Πουρνιώτης. Από τα Τρίκαλα, Σακαφλιάς, Βλάχος Βλαχογιάννης κ.λπ.
ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ
Τους Θωμάδες τους έλεγαν Τόμηδες επειδή χρησιμοποιούσαν την λέξη τομ όταν ήθελαν να πουν γιατί.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Την περίοδο της τουρκοκρατίας στη διάρκεια μιας τούρκικης επιδρομής μια μάννα έχασε το παιδί της κι όταν το βρήκε φώναζε σε βρήκα και αυτόν τον φώναζαν Σεβρήκα. Όσοι είχαν περάσει σε ιερατική σχολή και δεν έγιναν ιερείς τους κόλαγαν κι ένα παπα πριν το όνομα π.χ. Παπαγιάννης. Σε μια άλλη περίπτωση έμεινε σε κάποιον το παρατσούκλι Παπαδάκης,
ΤΟ ΙΔΙΟ ΠΑΡΑΤΣΟΥΚΛΙ
Δεν είναι και λίγες οι περιπτώσεις που το ίδιο παρατσούκλι το έχουν διαφορετικά άτομα. "Γουσαίοι" είναι οι Τσοτσηδες αλλά "Γούσα" έλεγαν και το Γιώργο Κυράνα. "Νταβέλη" έλεγαν τον Χαρίλαο Νάτση, το Χουλιάρα, αλλά και τους Βαρτζήδες κ.λπ.
Αγρίμης
Αμερικάνος
Αναμήτρος
Απατεώνας
Βαϊολίνης
Βασιλιάς
Βότας
Γαγαλάς
Γαλάνω
Γενάδιος
Γκούρας
Γκούμας
Γιατράκος
Γκανέστας
Γκαρανές
Γκατζός
Γκαρλιαύτης
Γκάτζος
Γκελέκας
Γκέτσκας
Γκράς
Γκόρτζος
Γκούμας
Γκούμενα
Γριά-κοντή
Γοράκης
Γουργούτας
Γούσας
Δόκιμος
Ζορμπαλής
Ισαίος
Καβαθάς
Κακαράς
Κάκης
Κανάρης
Καλαμάτας
Καλαματάκης
Καλαμήτσος
Καλιάφας
Καλύβας
Καπέλος
Καραβανίτης
Καρακατέτσος
Κάραλης
Καραφωτιάς
Καρβελάς
Καρκαβέλας
Κάργας
Καρτάλης
Καστάνας
Κατσιτζού
Κατσαπλιάς
Κατσαφλιώ
Κατσής
Κλαρίνας
Κόιας
Κουκλάνης
Κολάνας
Κολασάνας
Κοληντέρας
Κολομπούνιας
Κολοφέσας
Κοτρώτσος
Κουϊάρης
Κουραμιάς
Κουρέλας
Κουτσαβλής
Κουτσαμπέκης
Κουτουρλός
Κριεζώτης
Κρούνας
Κυριά
Λαγκαρέζος
Λαδάς
Λαμής
Λήλας
Λιόλιος
Λόντος
Λόμπας
Λουκουμάκιας
Λυκάς
Μαγκάλας
Μάγαινες
Μάης
Μάλιος
Μάμαλης
Μανιατάκης
Μανταβέλης
Μανταλός
Μαντάς
Μαστόρα
Μάχας
Μαχαιράς
Μαύρος
Μέτος
Μομότας
Μουρτζούνης
Μουσκοφρής
Μπαδάς
Μπαμπακιά
Μπαού
Μπατάλιας
Μπενιβόλιας
Μπερμπάντης
Μπέτσας
Μύξενα
Μύταλας
Μνύλας
Μολάς
Μουσιφός
Μπαμπαχούσος
παλιός
Μπαμπάς
Μπαραγάρης
Μπατάλιας
Μπαφώτας
Μπαταριάς
Μπολσεβίκος
Μπόμπας
Μπουζούλας
Μπουντούρης
Μύταλας
Νάσκας
Νικορούλιας
Νταβέλης
Νταντός
Νταντάς
Ντουλής
Ντουμανάκιας
Ντρένιος
Ξυνιάρης
Ξυνιαρομήτρος
Παπαγιάννης
Παπαδάκης
Πασατέμπος
Πιτσιλής
Ραφτογιάννης
Ραφτοπούλα
Σακαφλιάς
Σαμαγκούρας
Σαντάς
Σαραντάρης
Σιτιμπούρας
Σουλεϊμάν
Σουρελάς
Στραβομύτης
Στροπώνα
Τάκος
Ταμίας
Τακουνάκιας
Ταμπατούμπας
Τζουρίας
Τζούρος
Τίτος
Τσαγγαρέλα
Τσαμπαρδώνης
Τσακίρης
Τσαούσαινα
Τσαφίλης
Τσιμπουκάς
Τσιγγαράκης
Τσιτσιφρίγκος
Τσούμαρης
Τσουμαράκης
Τσουνής
Φανιάς
Φαρφάλας
Φασόλας
Φλώρος
Φουρτούνας
Φρίγκας
Χαραλιάς
Χατζής
Χουρμόβας
Ψυχογιός
Γιάννης Μητάκης