steni.gr
Ζα (τα):. Τα ζώα που χρησιμοποιούσαμε για τις γεωργικές εργασίες (μουλάρια, γαϊδούρια, βόδια κλπ.). Τα λέγανε και «ζωντανά».
Ζαβλάκωμα:. Αποχαύνωση, αποβλάκωμα, κατάπτωση. Και ζαβλακωμένος, ο αποβλακωμένος, ο αποχαυνωμένος, ο ψυχικά και πνευματικά καταπονημένος. (Είναι ζαβλακωμένος από το πολύ διάβασμα).
Ζαβός-ο:. Για ανθρώπους λέμε τον ιδιότροπο, τον παράξενο, τον δύστροπο κλπ. Για πράγματα, το στραβό, το κυρτό. Και για τοποθεσίες, το ανώμαλο, το δυσπρόσιτο, το κακοτράχαλο μέρος.
Ζαγάρι:. Βρισιά για άνθρωπο αγροίκο, τιποτένιο, ευτελή. Πολλοί αποκαλούσαν και τα κυνηγετικά σκυλιά.
Ζάκατα:. Αυτός που έχει πρόβλημα με το πόδι του και όταν περπατάει το κορμί του κινείται δεξιά και αριστερά. Αυτή την κίνηση τη λέμε «Ζάκατα». (Πώς τα κατάφερε και ανέβηκε την ανηφόρα ζάκατα;).
Ζακόνι:. Έθιμο, συνήθεια. (Κάθε τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη).
Ζαλίκι:. Φορτίο από ξύλα που μεταφέρεται στην πλάτη ή το σκοινί με το οποίο δένεται το φορτίο στην πλάτη. Επίσης φορτίο ηθικό ή οικονομικό, (έχω μεγάλο ζαλίκι). Και ζαλικωμένος, ο φορτωμένος. Στην κυριολεξία, με τη λέξη ζαλίκωμα, εννοούσαν το μεγάλο φορτίο που κάποιος άνθρωπος ήταν υποχρεωμένος να κουβαλήσει στην πλάτη του.
Ζαμάνι:. Μεγάλη χρονική διάρκεια, (χρόνια και ζαμάνια έχουμε να σε δούμε).
Ζαμπλάρωμα-ζαμπλαρώθηκα:. Όταν φορτώνομαι με διάφορα και πολλά πράγματα, χωρίς να τα τοποθετώ με τάξη στον ώμο μου, έτσι που δείχνουν να είναι περισσότερα σε όγκο και κουράζομαι πολύ. Το ίδιο συμβαίνει αν με τον ίδιο τρόπο φορτώσουμε ένα ζώο. (Πώς το ζαμπλάρωσες έτσι το γαϊδούρι;).
Ζάφτι:. Όταν μπορώ να επιβληθώ σε κάποιον, να τον νικήσω στο πάλεμα, να τον δαμάσω ή να του επιβληθώ σε κάτι, (τον έκανες ζάφτι) ή (τον έκανα ζάφτι). (Προσπάθησα, αλλά δεν τον έκανα ζάφτι) δεν τα κατάφερα.
Ζβάρνα:. Πάνω σε δύο παράλληλα ξύλα, μήκους ενός μέτρου περίπου και σε απόσταση πάλι ενός μέτρου το ένα απ΄ το άλλο, κάρφωναν άλλα ξύλα, έτσι που διαμορφωνόταν ένα μικρό τετράγωνο διαστάσεων (1χ1 μέτρα περίπου). Τη δένουν πίσω από τα ζώα, πατούσαν επάνω και παράλληλα, καθοδηγώντας το ζώο, «περιδιάβαιναν» το μόλις οργωμένο χωράφι, από την μια άκρη μέχρι την άλλη, για να σκορπίζουν οι σβόλοι, να ισωματίζεται το χωράφι και να πιέζεται λίγο το χώμα, για να κρατάει υγρασία μετά το πότισμα. Συνήθως το σβάρνισμα γινόταν σε χωράφια που επρόκειτο να καλλιεργήσουν καλαμπόκι, αλλά και για άλλους καρπούς.
Ζβαρνάω:. Όταν τραβάω κάτι, είτε δεμένο με σκοινί, είτε με τα χέρια, άνθρωπο, ζώο ή πράγμα, κρατώντας τον από χέρι, πόδι ή μαλλιά, χωρίς
τη θέλησή του και με τέτοιο τρόπο, ώστε να σέρνεται στο έδαφος. (Πιάστηκαν στα χέρια, τον έριξε κάτω και τον σβάρναγε για πενήντα μέτρα περίπου στο χώμα), (αν είναι βαριό το σακί και δεν το σηκώνεις, πιάστο και ζβάρνιξέ το μέχρι εδώ).
Ζβόλος:. Κομμάτι από σκληρό χώμα.
Ζγάκιασμα:. Όταν το κορμί του ανθρώπου διπλωνόταν από υπερβολικό βάρος στην πλάτη, αλλά και από πίεση άλλου ανθρώπου, (σγακιάστηκα από την φορτωμή), (μην πέφτεις πάνω μου, με ζγάκιασες).
Ζγάντζος:. Το στραβό, κοντό, μπερδεμένο ξύλο της αγριελιάς. Και μεταφορικά, ο κοντόχοντρος και κακοφτιαγμένος άνθρωπος.
Ζγάρλισμα:. Το σκάψιμο της κότας στο χώμα, για ανεύρεση σκουληκιών. Και ζγαρλάω ή ζγαρλίζω, όταν σκάβω με τα χέρια ή όταν σκάβω με τσάπα ή μικρό τσαπάκι στο χώμα, πολύ επιφανειακά.
Ζγαρουνάκια:. Μικρά πλεκτά παπουτσάκια για το σπίτι, συνήθως για μικρά παιδιά.
Ζγατζούδι ή κόπτσα:. Μια αγκράφα, με πέντε αλυσίδες, που κουμπώνουν εμπρός στο κέντρο του στήθους. Οι αλυσίδες φτάνουν και κλειδώνουν στο πλάι ή πίσω.
Ζεβζέκης:. Ο απείθαρχος, ο ιδιότροπος, ο ξεροκέφαλος.
Ζεματάω:. Έχω πολύ μεγάλη θερμοκρασία (καίω). Ρίχνω διάφορα πράγματα σε καυτό νερό για να τα βράσω ή να τα απολυμάνω.
Ζερέλιο:. Όταν γίνομαι μούσκεμα από τη βροχή ή μουσκεύομαι για οποιοδήποτε άλλο λόγο. (Με βρήκε στο δρόμο η βροχή και γίνηκα ζερέλιο).
Ζευγάρι:. Έκταση που μπορεί κάποιος να οργώσει μ΄ ένα ζευγάρι βόδια.
Ζευγολάτης:. Ο ζευγάς, αυτός που οδηγεί το ζευγάρι, τα ζώα με το αλέτρι στο όργωμα, αλλά κατ επέκταση και όλοι οι γεωργοί αποκαλούνται ζευγολάτες.
Ζεύλα:. Το γυριστό ξύλο σε σχήμα «υ» που συνδέεται με το ζυγό και περιβάλλει τον τράχηλο του ζώου.
Ζέχνω:. Βρωμάω, μυρίζω άσχημα. (βρωμάω και ζέχνω ή ζένω). (Πόσο καιρό έχεις να πλυθείς; Βρωμάς και ζέχνεις).
Ζιψά, (ζεψιά):. Όταν κάποιος γεωργός δεν είχε ζώα για να κάνει ζευγάρι (να οργώσει), κατέφευγε σε άλλον που είχε. Αυτός πήγαινε και του όργωνε το χωράφι έναντι αμοιβής ή έναντι προσφοράς εργασίας, που σημαίνει πως κι αυτός θα τον βοηθούσε στις δικές του εργασίες. Συνήθως μία ζεψιά (ζιψά), ισοδυναμούσε με τρία μεροκάματα που θα πρόσφερε ό άλλος δωρεάν σ΄ αυτόν που του είχε κάνει τη ζιψά.
Ζλίτσα:. Ποικιλία σιταριού που εφύετο σε μεγάλο υψόμετρο.
Ζντράφτος:. Το συνδαύλιστρο με το οποίο «συμπάγαμε» τη φωτιά στο τζάκι.
Ζοργιός ή ζουριό:. Το μεγάλο ξύλινο βαρέλι, που στο πάνω μέρος ήταν φαρδύ και όσο κατέβαινε γινόταν στενό. Το χρησιμοποιούσαν για να περνά το νερό από τον κάναλο στο νερόμυλο και να πέφτει με πίεση, για να δίνει κίνηση στο μύλο.
Ζορμπαλίκι:. Αυθαιρεσία, βιαιότητα, σατραπισμός.
Ζουλάπι (ζλάπ):. Αγρίμι, ζώο. Μεταφορικά για τον άνθρωπο, ηλίθιος, βλάκας, αγαθός. (Βρε εμένα εσείς θα με γελάσετε, ζουλάπια;).
Ζούμπερο:. Έντομο, ζωύφιο, μικρό ζώο. Άνθρωπος καχεκτικός, άσχημος.
Ζουτλιάρης:. Ο ζήτουλας, ο ζητιάνος, ο φτωχός, ο παρακατιανός.
Ζυγαριά (του μπακάλη):. Αποτελείται από μεταλλική ράβδο, που στη μέση της στηρίζεται στην ακμή τριγωνικού πρίσματος. Δύο ακόμη τριγωνικά πρίσματα, βρίσκονται στις άκρες, που από πάνω τους είναι δύο μεταλλικοί δίσκοι. Στον ένα δίσκο τοποθετούμε το προς ζύγιση αντικείμενο και στο άλλο τα σταθμά (ζύγια).
Ζυγός:. Σ΄αυτόν ζεύονταν τα ζώα που έσερναν το αλέτρι. Αν το ζώο είναι ένα, το ζυγό τον αντικαθιστά η λαιμαργιά.
Ζυγούρι:. Το αρνί που είναι δύο ετών.
Γιάννης Γιαννούκος
Θαμπά:. Πάρα πολύ πρωί, την ώρα που χαράζει και δεν έχει ξημερώσει καλά ακόμη. (Σηκώθηκα θαμπά σήμερα, για να πάω στο χωράφι).
Θελομπούρα:. Το θολό νερό, που κυλούσε στα ποτάμια μετά τις πρώτες βροχές, γιατί παράσερνε μαζί του χώματα, σκουπίδια κ.α. που είχαν συσσωρευτεί στις όχθες του ποταμού ή που είχαν συμπαρασυρθεί από τις νεροσυρμές και τους καταρράχτες, που δημιουργούσε η βροχή και είχαν κυλήσει μέσα στην κοίτη του ποταμιού.
Θεριακωμένος:. Ο πολύ ανεπτυγμένος στο σώμα, ο γιγάντιος, ο γιγαντόκορμος, γιγαντόσωμος.
Θεριστής:. Ο μήνας Ιούνιος.
Θερμασιά:. Η ελονοσία, ο ελώδης πυρετός. Επίσης λέμε και τις γυναίκες που με τις κακές κουβέντες τους σε «καίνε».
Θηκιάζω:. Βάζω το κάθε πράγμα στη θέση που πρέπει, στη θήκη του δηλαδή.
Θημωνιά:. Σωρός από στάχια, αποτελούμενος από 500 δεμάτια.
Θράσος–θράσα:. Ο άντρας ή η γυναίκα, που ήταν άσχημος ή άσχημη, που δεν είχε χάρη κι ομορφιά η κουβέντα, το ντύσιμο, η συμπεριφορά τους. Με λίγα λόγια, ο άνθρωπος που δεν σε τραβούσε η συντροφιά του και ήταν εσωτερικά και εξωτερικά ασουλούπωτος και οι κινήσεις του (περπάτημα, χειρονομίες), δεν είχαν καμιά «αρμονία», ενώ παράλληλα δεν είχε καθόλου ευγενική συμπεριφορά και συχνά προσβάλλει τα άτομα της παρέας του.
Θρούμπα:. Είδος φαγώσιμης ελιάς. Ελιά ώριμη που μαζεύεται από το έδαφος.
Θρούμπι:. Άγριο αρωματικό φυτό, που το χρησιμοποιούν για καρύκευμα.
Γιάννης Γιαννούκος
Ίγγλα:. Μια λουρίδα, που συνδέει τα δύο σχοινιά του τραφτού (στο αλέτρι) περίπου στη μέση, για να μην μπερδεύονται. Αλλά και φαρδύς δερμάτινος ιμάντας (λουρί) με τον οποίον δένουμε γύρω από την κοιλιά του υποζυγίου το σαμάρι, για να το στερεώσουμε.
Ιδρωτίλα:. Οσμή, μυρωδιά που έχει ο ιδρώτας.
Ίσκα:. Εύφλεκτος μύκητας από τα δέντρα, που τον χρησιμοποιούσαν για το άναμμα του τσιγάρου ή φωτιάς.
Γιάννης Γιαννούκος
Καβάθα:. Πήλινο αγγείο φαγητού ή και ξύλινο παλαιότερα, με μεγάλη χωρητικότητα. που το λέμε και τσανάκα.
Καβαλαριά:. Το πάνω μέρος του σαμαριού, που καθόταν ο αναβάτης. Ήταν ντυμένο με δέρμα ή καραβόπανο.
Καβουρομαμή:. Η μεγάλη καβουρίνα.
Καβούρντισμα:. Το ψήσιμο των κόκκων του καφέ, που ανακατεύονται διαρκώς, σε μεγάλη θερμοκρασία.
Καβουρντιστήρι:. Χειροποίητη συσκευή καβουρντίσματος καφέ.
Κάδη, (για πάτημα σταφυλιών):. Η κάδη ήταν ένα τεράστιο βαρέλι, ύψους πάνω από δύο μέτρα και διάμετρο γύρω στο ένα με ενάμισι μέτρο. Από κάτω έχει ένα πάτο και στο πλάι κάνουλα, ενώ στη μέση του και λίγο παραπάνω είχε κι άλλο πάτο. Στον επάνω πάτο έβαζαν τα σταφύλια και τα πατούσαν, ενώ ο μούστος χυνόταν στο κάτω διαμέρισμα της κάδης, όπου άφηναν το μούστο για λίγες μέρες για να «πάρει χρώμα».
Καδί:. Ξύλινο μεγάλο δοχείο, ψηλό και στενό, στο οποίο χτυπάνε το γάλα, για να γίνει βούτυρο.
Καζάντι:. Η απόκτηση περιουσίας, η δημιουργία καλής σταδιοδρομίας. Και καζαντίζω, βγάζω πολλά λεφτά από τις δουλειές μου, έχω όφελος.
Μια παλιά παροιμία έλεγε: «Στα τριάντα δε φρονίμεψες, στα σαράντα δεν καζάντισες, μην περιμένεις τίποτα».
Καθάρσιο:. Σκεύασμα ιατρικό, χάπι ή σιρόπι ή σε άλλη μορφή, που το έπαιρναν για τη δυσκοιλιότητα.
Καθίκι:. Πήλινο δοχείο, που χρησιμοποιείτο για ούρηση γερόντων και παιδιών, ιδίως κατά τους χειμερινούς μήνες, που τα χιόνια καθιστούσαν δύσκολη την πρόσβαση στο αποχωρητήριο του σπιτιού, που συνήθως βρισκόταν σε κάποια άκρη της αυλής, το καθίκι ήταν στην ημερήσια διάταξη. Εκεί αποπατούσαν σχεδόν όλη η οικογένεια και μετά το προϊόν κένωσης, το πετούσαν στα χιόνια.
Καθούρι:. Η δυνατή και χοντρή βροχή, που πέφτει χωρίς να φυσάει, ούτε παρατηρούνται άλλα καιρικά φαινόμενα και κρατάει λίγη ώρα.
Καϊάρι:. Ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού, που το χρησιμοποιούσαν οι πεταλωτήδες και καθάριζε την οπλή του ζώου από κάτω, ώστε να την ισιώσει. Στη συνέχεια έβαζε το καινούριο πέταλο.
Καΐλα:. Μεγάλη ζέστη, καύσωνας. Αλλά σημαίνει και πόθος, λαχτάρα, μεράκι, άχτι. (Όταν ήμουν παιδί, είχα καΐλα για τα γράμματα), (από δική μου καΐλα, ήθελα το παιδί μου να μορφωθεί).
Καΐρης:. Σπαγκοραμμένος, σφιχτοχέρης (καρμίρης, τσιγκούνης).
Καΐσι:. Το δερμάτινο λουρί, πάνω στο οποίο οι κουρείς, ακόνιζαν το ξυράφι τους.
Κακάβι:. Το καζάνι.
Κακαβολίθαρα:. Μεγάλες χοντρές πέτρες, πάνω στις οποίες στηριζόταν το καζάνι (κακάβι), για να αναφτεί φωτιά από κάτω.
Κακαβοστάσι:. Χώρος που ήταν τοποθετημένα τα κακαβολίθαρα, που ήταν πέτρες διαλεγμένες, για να μπαίνει επάνω το κακάβι . Συνήθως το κακαβοστάσι ήταν σε κάποιο μόνιμο μέρος σε μια άκρη της αυλής και ήταν έτοιμο, όταν ήθελαν να βράσουν το νερό για να κάνουν μπουγάδα ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, (να πλύνουν τα βαρέλια, να ζεματίσουν τα σύκα, να φτιάξουν το σαπούνι κ.λπ.). Έφτιαχναν όμως και πρόχειρα κακαβοστάσια δίπλα στο ποτάμι, γιατί κι εκεί έπλεναν ρούχα πολλές φορές, επειδή δεν υπήρχε τρεχούμενο νερό στο σπίτι και έπρεπε να κουβαλάνε νερό με τι χύτρες απ΄ τη βρύση.
Κάκαδο:. Πέτσα (κρούστα) που σχηματίζεται στις πληγές, στα εξανθήματα, στα έλκη κ.λ.π. και ξεκακαδιάζω ή ξεκακάδιασα, όταν βγάζω το κάκαδο.
Κακαράτζα:. Το περίττωμα των κατσικιών. Η κακαράτζα ήταν το πιο δυνατό λίπασμα και ήταν αποτελεσματικό για τα ξυνόδεντρα (λεμονοπορτοκαλιές), γιαυτό ήταν περιζήτητη κοπριά και ερχόντουσαν να την αγοράσουν οι Χαλιώτες.
.Κακάρωμα:. Ο ακαριαίος θάνατος και κακαρώνω, βγάζω την τελευταία μου πνοή, πεθαίνω. Τα κακάρωσε, πέθανε, ξεψύχησε ή τρόμαξε πάρα πολύ.
Κακοφόρμησε:. Πληγή που ερεθίστηκε και γενικά αρρώστια που πάει προς το χειρότερο
Καλαβρή:. Γίδα με πρόσωπο και σώμα γκριζόμαυρο και κοιλιά γκριζόασπρη.
Καλαμάρι (το):. Ο κοντυλοφόρος
Καλαμίζω:. Το τύλιγμα του νήματος σε μασούρια (μικρά καλάμια). Το νήμα ξετυλίγεται από την ανέμη και μέσα απ΄ το μαγγάνι, περνά και τυλίγεται στα μασούρια, για να μπουν συνέχεια στις σαΐτες, για την ύφανση στον αργαλειό.
Καλαμοβύζα:. Η κατσίκα ή η προβατίνα που έχει μεγάλους μαστούς με μεγάλες ρόγες, που ακόμα και τα μικρά κατσικάκια και αρνάκια δυσκολεύονται να βυζάξουν.
Καλαπόδια:. Καλαπόδια λέγανε τα τηγανοψώματα. Όχι τα παραδοσιακά (τα στρογγυλά, με την τρύπα στη μέση), αλλά αυτά που άνοιγαν φύλλο, έφτιαχναν τη γέμιση με τυρί ή ξυνοτύρι και αυγά και του έδιναν το σχήμα μιας μεγάλης τυρόπιτας. Θα μπορούσαμε να την πούμε και τηγανόπιτα. Επίσης λέγανε και το ξύλινο ομοίωμα ολόκληρου του κάτω άκρου του ποδιού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή παπουτσιών.
Καλαχίδα:. Μεγάλο τετράγωνο ξύλινο χωνί, που ήταν πάνω απ΄ τις μυλόπετρες. Σ΄ αυτό ρίχνανε το σιτάρι και με μια μικρή πορτούλα, ρύθμιζαν την ποσότητα του σταριού, που έπρεπε να πέσει για να αλεστεί.
Καλιακούδα (η):. Η καρακάξα
Καλίγωμα:. Το πετάλωμα των ζώων.
Καλιγωτής:. Ο πεταλωτής.
Καλιγωτήρια:. Τα σύνεργα του καλιγωτή. Δηλαδή, τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το καϊάρι και τα καρφιά.
Καλισάκι:. Άσπρο πρόβατο, με λίγες μαύρες τρίχες στο πρόσωπο και στο κορμί.
Καλόγερος:. Πυώδης φλεγμονή του δέρματος
Καλοσκαιρίζω:. Όταν πρωτοδοκιμάζω τα φρούτα που βγαίνουν στην εποχή τους, όπως κεράσια, σύκα, ρόδια, σταφύλια κ.α. (Έχουν βγει τα σύκα και καλοσκαίρισα, εσύ;), λέμε όταν πρωτοφάμε σύκο, την εποχή που βγαίνει, όπως και κάθε άλλο φρούτο.
Κάλτισα:. Απόστασα, κουράστηκα.
Καλυφτό:. Κάλυμμα από κλαριά δέντρων και φύλλα, που σκέπαζαν τα κουβέλια, (παλαιού τύπου κυψέλες).
Καμίνι:. Ο φούρνος του σιδερά, για την πυράκτωση και λιώσιμο των σιδηρικών, αλλά και η κατασκευή για παραγωγή ασβέστη και κάρβουνου. Επίσης και για κατασκευή κεραμιδιών κανατιών κ.α.
Καμτσί:. Το καμουτσίκι. Μαστίγιο για τα ζώα. Συνήθως ήταν φτιαγμένο από δέρμα βοδιού.
Καμώνομαι:. Κάνω κάτι ή λέω, που δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά μου αισθήματα. Προσποιούμαι, υποκρίνομαι Καμώματα, πείσματα, νάζια. Γενικά, όταν κάνω κάτι που φανερώνει, ότι δεν μ΄ αρέσει ή ότι είμαι πεισμωμένος και δε μιλώ ή δε συμμετέχω στα γούστα της παρέας ή στις περιστάσεις της στιγμής. (Έλα τώρα, τι καμώματα είν΄ αυτά;).
Κάναλος:. Ξύλινο λούκι ή κάποιες φορές και πέτρινο, που οδηγούσε το νερό στο βαρέλι (χοάνη) του νερόμυλου. Πριν από τον κάναλο υπήρχε συνήθως μια ξύλινη σήτα για να κρατάει τα περιττά πράγματα που μετέφερε το ποτάμι.
Καναπίτσα:. Η λυγαριά.
Κάνι ή κάνις:. Τότε, τουλάχιστον. (Θα μου το δώσεις κάνις;), (αφού δεν έχεις να μου δώσεις χρήματα, δώσε μου κάνις να φάω).
Κανουίδια:. Ξύλα, πάνω στα οποία στηριζόταν το καλυφτό του κουβελιού.
Καντάρι:. Στατέρι, ζυγαριά. Μπορούσε να σηκώσει μεγάλα βάρη. Επίσης ο όρος καντάρι, είχε καθιερωθεί σαν μονάδα βάρους, ίση με 44 οκάδες.
Καντίρης –ισα-ικο:. Ο ψωμομένος, δυνατός και όμορφος άνδρας. Καντίρισα η γυναίκα και καντίρικα τα ζώα.
Καπάτσα (η):. Γυναίκα πολύ δραστήρια και καταφερτζού και καπάτσος, ο καταφερτζής, ο δραστήριος.
Καπιστράνα, (καπστράνα):. Το σύστημα από δερμάτινα λουριά, που ήταν εφαρμοσμένο στο κεφάλι του ζώου, όπου προσδενόταν το σχοινί που το τραβούσαν.
Καπότα:. Χοντρό μακρύ επανωφόρι φτιαγμένο από τραγίσιο μαλλί, με κουκούλα. Τη χρησιμοποιούσαν κυρίως οι τσοπάνηδες. Ήταν χωρίς μανίκια, αλλά όσες είχαν μανίκια τα είχαν κρεμαστά, όπως τα μανίκια της «φέρμελης» που φορούσαν οι τσολιάδες και συνήθως δεν έβαζαν τα χέρια τους μέσα όσοι το φορούσαν, εκτός κι αν έκανε πολύ κρύο.
Καπούλια:. Τα νώτα των μεγάλων ζώων, κυρίως αλόγων, μουλαριών, γαϊδουριών.
Καπστρανάς:. Ο άνδρας, που τον έκανε κουμάντο η γυναίκα του. Τον έσερνε από την καπιστράνα.
Καρακαντανιά:. Ομάδα ανθρώπων, που βαδίζουν όλοι μαζί προς κάποια κατεύθυνση. (Τι λες, θα ΄χει κόσμο στο πανηγύρι; Πρέπει να έχει γιατί είδα δύο–τρεις καρακαντανιές που πήγαιναν προς τα εκεί).
Καραμάνικη (η):. Άσπρη προβατίνα, με μαύρα σημάδια γύρω στα μάτια και με φαρδιά ουρά.
Καραμπάσα:. Άσπρο πρόβατο με μαύρες γραμμές, γύρω από τα μάτια και στο κορμί.
Καραμπάτσα:. Δημιουργείται από το νερό που ρίχνουμε στα τσαντίλια και από διάφορα υγρά της ελιάς και ξεχωρίζει από το λάδι, όταν πέφτει στη γούρνα (μετά το σφίξιμο των τσαντιλιών). Σαν βαρύτερο, μένει κάτω από το λάδι και φεύγει από μια μικρή τρύπα που είναι στο κάτω μέρος της γούρνας.
Καρδάρα:. Μεταλλικό δοχείο, που έβαζαν το γάλα κατά το άρμεγμα των προβάτων ή των κατσικιών. Παλιότερα η καρδάρα ήταν ξύλινη και κατά προτίμηση μάλλον από ξύλο καρυδιάς, γι αυτό και καρδάρα.
Καρέλα:. Μικρό κυλινδρικό αντικείμενο (πηνίο), ξύλινο και αργότερα και πλαστικό, στο οποίο ήταν τυλιγμένη κλωστή, αλλά και η ίδια η κλωστή που ήταν τυλιγμένη στο πηνίο.
Καρέλιασα:. Νύσταξα πολύ. Είμαι καρελιασμένος (πολύ νυσταγμένος).
Καρκάλι:. Σαρκώδης έκφυση στο κεφάλι και στο λαιμό του κόκορα. Λειρί, λοφίο.
Καρκαλί:. Η κεφαλή του αρσενικού γεννητικού οργάνου.
Καρκάσαντος:. Ο γυμνός.
Καρκαντζούλια ή Σκαρκαντζούλια:. Οι καλικάντζαροι. Μικροί δαίμονες, κακά πνεύματα, που κατά την λαϊκή παράδοση, εμφανίζονται την παραμονή των Χριστουγέννων και ταλαιπωρούν τους ανθρώπους με τα καμώματά τους, όλο το δωδεκαήμερο.
Καρμίρης:. Αυτός που τσιγκουνεύεται να ξοδέψει τα χρήματά του ή να διαθέσει άλλα περιουσιακά στοιχεία. Αυτός που δεν πληρώνει καλά και γενικά, δυστροπεί να εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις. Φιλάργυρος, σπαγκοραμμένος, κακοπληρωτής. Και πέρα απ΄ αυτό, ο παράξενος, ο γκρινιάρης, ο ιδιότροπος και σε άλλες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής.
Καρναβίτσα:. Εξόγκωμα του σώματος. Δεν είναι σπυρί, ούτε βγαίνει πύον. Είναι κάτι σαν μικρή «ελιά» του σώματος, μόνο που η ελιά υπάρχει από γεννησιμιού μας, ενώ την καρναβίτσα την βγάζει το σώμα σε οποιαδήποτε ηλικία. Δεν εξαφανίζεται από μόνη της, αλλά αφαιρείται με απλή χειρουργική επέμβαση.
Καρόκι:. Δοχείο που είχαν μαζί τους οι ρετσινάδες, για να βάζουν το ρετσίνι που συνέλεγαν. Χωρούσε 15 οκάδες και ήταν και μονάδα μέτρησης της ρετσίνης.
Καρούλιασμα:. Οι φουσκάλες που αφήνουν στα χέρια ή στα πόδια, διάφορα καψίματα ή κτυπήματα από βέργα κλπ.
Κάρπισμα:. Το τάισμα των ζώων (κατσίκες–προβατίνες), κατά την περίοδο του μαρκαλέματος (αναπαραγωγής).
Καρπολόι:. Ξύλινο φτυάρι με πέντε μύτες (χαλιά) μπροστά. Το χρησιμοποιούσαν στο αλώνισμα, στο δεύτερο στάδιο, αφού προηγουμένως είχαν εξανεμίσει το περισσότερο άχυρο με το δικούλι. Το καρπολόι λοιπόν, άρχιζε να χρησιμοποιείται όταν είχε μείνει ο καρπός με πολύ λίγα άχυρα, επειδή είχε περισσότερα χαλιά ώστε να εξανεμιστεί και το τελευταίο άχυρο και να μείνει καθαρός ο καρπός.
Καρύγκαλος:. Ο λάρυγγας.
Κασαβέτι:. Το να είναι κάποιος στεναχωρεμένος, λυπημένος. Καημός, ντερτι.
Κασέλα:. Ξύλινο μεγάλο κιβώτιο της παλιάς εποχής, που χρησίμευε ως ιματιοθήκη. Σεντούκι.
Κασελάκι ή κασέλι:. Ξύλινο κουτί που έβαζαν τα σύνεργά τους οι λούστροι, αλλά και άλλοι τεχνίτες, που έπρεπε να μεταφέρονται για εργασίες κατ΄ οίκον.
Κασίδα:. Δερματοπάθεια του τριχωτού της κεφαλής, που προκαλεί γενική ή κατά τόπους τριχόπτωση.
Κασόνα ή Σεντούκα:. Μεγάλη ξύλινη ορθογώνια κατασκευή, ύψους ενός περίπου μέτρου και μήκους 2-3 μέτρα, ίσως και περισσότερα, ανάλογα τις αποθηκευτικές ανάγκες της κάθε οικογένειας. Είχε ξύλινα χωρίσματα για να αποθηκεύονται οι καρποί. Εκεί έβαζαν, καλαμπόκι, ρεβίθια, φάβα, φακές, κουκιά, φασόλια κ.α. Το σιτάρι και το κριθάρι, τα βάζανε στο αμπάρι.
Καταβέσα:. Οι ιδιοτροπίες, οι παραξενιές και γενικά παράξενες και ανεξήγητες συμπεριφορές.(για συμμορφώσου λίγο, τι καταβέσα είναι αυτά;)
Καταλαχιάρης:. Αυτός που κρυώνει πολύ, ο μαργωσάρης, που όπου κι αν βρίσκεται, με την παραμικρή ψύχρα ψάχνει να βρει κάποια γωνιά, κάποιο απάγκιο (παγγιάνεμο), για να φυλαχτεί από το κρύο. Αλλά και ο ξένος, ο περαστικός.
Καταπιόνας:. Το βαθύτερο μέρος του στόματος, το σημείο που γίνεται η κατάποση της τροφής.
Κατάπλασμα:. Έμπλαστρο εμπλουτισμένο με ειδικές φαρμακευτικές ουσίες.
Καταπότης:. Το σημείο που συνέδεε το περιβόλι με την αμπολή.
Καταρράχτης.1:. Η καταπακτή που συνέδεε το Ανώι με το Κατώι, για να μπορούν να επικοινωνούν το χειμώνα με τα πολλά χιόνια με το κατώι, όπου είχαν τα ζώα, τα γεννήματα και τα τρόφιμά τους. Συνήθως τα σπίτια, ειδικά στην Πάνω Στενή, που λόγω περιορισμένου χώρου δεν είχαν μεγάλες αυλές για να φτιάξουν αποθηκευτικούς χώρους, τα πάντα υπήρχαν στο κατώι. Γι αυτό είχαν δύο καταρράχτες. Ο ένας όπως προείπαμε για να συνδέει το Ανώι με το κατώι και να επικοινωνούν την εποχή με τα πολλά χιόνια και ο άλλος επικοινωνούσε με τον μπλέχτη όπου έριχναν τις ζωοτροφές. Τότε δεν υπήρχαν οι αλωνιστικές μηχανές για να βγάζουν το άχυρο σε παλέτες, ώστε να είναι εύκολη η τακτοποίησή τους, αλλά το άχυρο που έμενε από τον αλωνισμένο καρπό, έμπαινε στα σακιά (αχυρόσακα) και από τον καταρράχτη τα άδειαζαν στον μπλέχτη, ενώ τα σανά, που αποτελούνταν από κριθάρι, βίκο και βρωμάρι, χωρίς να έχουν αλωνιστεί, γινόντουσαν δεμάτια και τα έριχναν κι αυτά από τον καταρράχτη. Συνήθως έριχναν μία στρώση δεμάτια, μία στρώσω άχυρο εναλλάξ.
Καταρράχτης.2:. Ειδικό, μεγάλο πριόνι, που χρησιμοποιούσαν οι υλοτόμοι για να κόβουν τους κορμούς σε σανίδες, δοκάρια κ.α. Χρειαζόντουσαν δύο υλοτόμοι για να το χειριστούν.
Κατατόπια:. Οι λεπτομέρειες που έχει ένα μέρος. Σπίτι, χώρος εργασίας, τοποθεσία κ.λ.π.. Λέμε σε κάποιον που πρόκειται να φιλοξενήσουμε (έλα να σου δείξω τα κατατόπια). Και κατατοπίζω, ενημερώνω κάποιον, πάνω σε κάτι που δεν γνωρίζει.
Καταψιά:. Κατέβασμα του φαγητού με μια χαψιά. Ποσότητα που μπορεί να καταπιεί κάποιος σε μια φορά.(Βιαζότανε και το κανε το φαΐ του δυο καταψιές).
Κατσαγανιά:. Όταν κάποιος προσπαθεί να μας κοροϊδέψει στις συναλλαγές και γενικά να μας φερθεί ανέντιμα, λέμε ότι πάει να μας κάνει κατσαγανιά
Κατσαμάγκα:. Χυλός από καλαμποκίσιο αλεύρι. Έβραζαν νερό, ρίχνοντας μέσα λίγο λάδι και αλάτι. Όταν το νερό έβραζε, έριχναν μέσα το καλαμποκίσιο αλεύρι, και το ανακάτευαν για λίγη ώρα. Έτσι δημιουργείτο ένας παχύρευστος χυλός, σαν κρέμα, που το τρώγανε.
Κατσαπρόκος:. Μικρό σουβλί που χρησιμοποιούν οι τσαγκάρηδες και μεταφορικά, άνθρωπος λεπτοκαμωμένος, μικρόσωμος.
Κατσαρώνω:. Ανεβαίνω σε δέντρα ή σε τοίχους, χωρίς τη βοήθεια σκάλας ή άλλου μέσου. Το λέμε και για τα αναρριχητικά φυτά, (η φασολιά άρχισε να κατσαρώνει στην κλάρα).
Κατσινάκι:. Άσπρο αρνί, που στο πρόσωπο και στο κορμί, αλλά κυρίως στο πρόσωπο, είχε σημάδια κεραμιδοπορτοκαλί.
Κατσόνι:. Μαχαίρι με δόντια περίπου σαν του πριονιού, που έκοβαν πολύ μικρά ξύλα. Επίσης μ΄ αυτό μάζευαν τσάι, ρίγανη και άλλα αρωματικά φυτά.
Κατσούλα:. Η κουκούλα της κάπας και άλλων βαριών επανωφοριών, κυρίως των κτηνοτρόφων. Αλλά και κάθε πάνινη κατασκευή ή πλεκτή που σκέπαζε το κεφάλι τις κρύες μέρες του χειμώνα.
Καύκαλο:. Κρανίο ανθρώπινου σκελετού.
Καψάλι:. Το καμένο, φαλακρό τοπίο, μετά από πυρκαγιά. Επίσης, καψάλι λέγανε και το γείσο της τραγιάσκας, αλλά και κάθε καπέλου που είχε γείσο.
Καψάς:. Το υγρό που μένει, ύστερα από το βράσιμο του τυρόγαλου (τρόγαλο), για να γίνει η μυτζήθρα, αλλά και του ξινόγαλου, για να γίνει ξινοτύρι.
Κείθε:. Από κει, από κείνο το μέρος. (Πάω να μαζέψω τα πρόβατα γιατί γείρανε κείθε).
Κείτα:. Λέμε το μέρος του κοτετσιού που κουρνιάζουν οι κότες. Μεταφορικά εννοούμε και το σπίτι μας. (Για πού το ΄βαλες; Πάω για την κείτα μου).
Κειτιάζω:. Με τη λέξη αυτή εννοούμε τον ύπνο της κότας, (οι κότες κείτιασαν) πήγαν να κοιμηθούνε. Και κειτιάζω, κοροϊδευτικά για τους ανθρώπους, όταν πάνε για ύπνο νωρίς, (πάει να κειτιάσει με τις κότες).
Κένωμα:. Το σερβίρισμα του φαγητού , που σημαίνει και άδειασμα της κατσαρόλας. (Κένωσε το φαγητό για να φάμε επιτέλους).
Κεραμιδαριό:. Το κεραμιδάδικο. Μεταφορικά σημαίνει την μεγάλη καταστροφή, το χαλασμό, (ο αέρας τα ΄κανε κεραμιδαριό).
Κεραμιδόγατος:. Ο γάτος που ψάχνει την ερωτική του σύντροφο στις στέγες των σπιτιών. Μεταφορικά, ο ερωτύλος.
Κεφαλόσκαλο:. Το ψηλότερο πλατύσκαλο.
Κηροπάνι:. Μ΄ αυτό καθάριζαν τα αυτιά όταν ήταν βουλωμένα, αλλά και τα θεράπευε όταν πονούσαν. Ήταν ένα πανί κομμένο σε σχήμα κορδέλας, που το έριχναν μέσα σε λιωμένο κερί. Αυτό ρουφούσε το κερί και στη συνέχεια το τύλιγαν σε κάποιο στρογγυλό ξύλο, συνήθως αδράχτι και με το πάγωμα του κεριού στερεοποιούταν και γινόταν σαν μικρός και στενός σωλήνας. Τη μία άκρη του την έβαζαν στο αυτί και στην άλλη άκρη άναβαν φωτιά. Μέχρι να φτάσει ως τα μισά και λίγο περισσότερο η φωτιά έβγαιναν απ΄ το αυτί όλες οι ακαθαρσίες που υπήρχαν μέσα σ΄ αυτό και έτσι καθάριζε.
Κιοτής:. Ο δειλός. Και κιοτεύω, δειλιάζω.
Κιούπι:. Μεγάλο δοχείο φτιαγμένο από πηλό, στενό στα άκρα και φαρδύ στη μέση, όπως το πιθάρι, αλλά κατ΄ επέκταση και όλα τα πήλινα αγγεία, ανεξαρτήτως μεγέθους, που είχαν αυτό το σχήμα
Κιριστές:. Ξυλεία που είναι κατάλληλη για ναυπήγηση πλοίων ή οικοδομές.
Κλαμπάτσα, (κλαπάτσα):. Ασθένεια που προσβάλλει τα πρόβατα. Βγάζουν υγρά από τις μύτες τους και έχουν το στόμα ανοιχτό για να αναπνέουν. Η ασθένεια κρατούσε πολύ καιρό, ενώ μερικά απ΄τα πρόβατα ψοφούσαν. Επίσης κλαμπάτσα λέμε και την πηχτή μύξα που βγάζουν οι άνθρωποι από τα ρουθούνια τους όταν είναι κρυωμένοι, ενώ κοροϊδευτικά τους αποκαλούμε κλαμπατσάρηδες.
Κλαμπατσίμπανα:. Μουσικά όργανα, αλλά και σωρός μεταλλικών αντικειμένων που στη μετακίνησή τους, βγάζουν μεταλλικό ήχο.
Κλαρίζω:. Κόβω τα κλαριά, από ένα δέντρο.
Κλαφούνισμα:. Όταν το σκυλί ουρλιάζει μακρόσυρτα, λυπητερά, λέμε ότι το σκυλί «κλαφνάει». Η ετυμολογία ίσως είναι από το κλαίω και το (αφ), ο ήχος που αφήνει το σκυλί στο τέλος του ουρλιαχτού του.
Κληματσίδα:. Κληματόβεργα. Είδος περικοκλάδας, που φυτρώνει και σκαρφαλώνει στα δέντρα και στους φράχτες. Αλλά και η κληματαριά.
Κλίτσκας:. Ο λόξυγκας.
Κλούβιο:. Το αυγό που έχει χαλάσει και όταν το σπάσουμε, αποπνέει μια βαριά και άσχημη μυρωδιά. Για ανθρώπους, αυτός που κάνει ανοησίες ή δεν έχει πνευματική ευστροφία (έχει κλούβιο κεφάλι).
Κλούκι:. Ήτανε το κουβάρι που φτιάχνανε από τις κλωστές του στημονιού που περίσσευαν, όταν αυτές (οι κλωστές του στημονιού), ήταν περισσότερες και δεν χώραγαν να περάσουν όλες απ΄ το χτένι.
Κλουκουτάω:. Όταν ανακατεύω το νερό ή οποιοδήποτε άλλο υγρό, που βρίσκεται μέσα σε μπουκάλι ή σε δοχείο, σκεπασμένο καλά, κουνώντας το δοχείο ή το μπουκάλι.
Κλουμπώνω:. Σκεπάζω κάτι με νερό. Βυθίζω. Και κλουμπώνομαι, όταν με σκεπάζει το νερό. (Το ποτάμι είχε πολύ νερό και παραλίγο να με κλουμπώσει).
Κλύστρα.(κυλίστρα):. Πολύ κατηφορικό μέρος, απότομο, σε ευθεία κατεύθυνση, στρωμένο τις περισσότερες φορές με χαλίκι. Στις κλύστρες παίζαμε, ανεβαίνοντας πάνω σε σανίδες ή παλιές πεταμένες σκάφες ή αυτοσχέδιες κατασκευές από σανίδια, κατεβαίνοντας από την κορυφή της κλύστρας μέχρι τον πάτο.
Κλώτσος:. Το ξινοτύρι.
Κντούρα. (κουντούρα):. Το τσαμπί του σταφυλιού.
Κνώδαλο:. Κνώδαλα λέμε τα πολύ άγρια και επιζήμια ζώα. Μεταφορικά λέμε αυτόν που δεν είναι ικανός να κάνει τίποτα. Τον αναίσθητο, τον τεμπέλη, τον ανάξιο, τον τιποτένιο, το χαραμοφάη.
Κοιλό:. Είναι δοχείο κυλινδρικό για το μέτρημα της σοδειάς, που χωρούσε 24 οκάδες σιτάρι, δηλαδή δύο ξάια, μια και το ένα ξάι χωρούσε 12 οκάδες.
Κοκάρι:. Μικροί βολβοί κρεμμυδιού, που χρησιμοποιούνται για μεταφύτευση.
Κοκκινόμπαρτσα:. Η γίδα που είναι κοκκινωπή μπροστά και σκούρα πίσω.
Κοκιάω ή κοκιάζω:. Σημαδεύω κάτι, πετυχαίνω, καταφέρνω.
Κοκορέτσα (τα):. Καρποί αγριοφυστικιάς.
Κοκόσα:. Το καρύδι, όταν καθαριστεί και λιαστεί (στεγνώσει).
Κολαούζος:. Αυτός που οδηγεί. Αυτός που δίνει καλές συμβουλές σε κάποιον. Η φράση «χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει», σημαίνει, πως τα γνωστά πράγματα δεν χρειάζονται επεξηγήσεις.
Κολίγας:. Αυτός που καλλιεργεί αγρό ξένο ή βόσκει ξένο κοπάδι και το κέρδος το μοιράζεται με τον ιδιοκτήτη του αγρού ή του κοπαδιού. Αλλά και γενικά ο συνεταίρος.
Κολιγιά:. Ο συνεταιρισμός στις αγροτικές καλλιέργειες.
Κόλιθρο:. Υπόλειμμα που αποβάλλεται από την κατσίκα, μετά τη γέννηση του κατσικιού.
Κολιτσάζω:. Συνενώνω, συναρμόζω, συρράπτω, προσαρτώ, ζευγαρώνω κ.λ.π. Το λέμε επίσης και όταν συνουσιάζονται οι σκύλοι (κολιτσάστηκαν).
Κολιτσάκια:. Σίδερα προσαρμοσμένα στο πισινάρι και στο μπροστινάρι του σαμαριού, για να «πιάνει» η τριχιά και να δένονται τα φορτώματα.
Κολλιτσάνα:. Όταν δυο πράγματα είναι ενωμένα ή εφάπτονται μεταξύ τους. Για ανθρώπους, το λέμε γι αυτούς που πάνε πάντα παρέα και κυρίως για ζευγάρια που περπατούν αγκαλιασμένοι ή αγκαζέ. (αυτοί πάνε κολλιτσάνα).
Κολλιτσίδα:. Όνομα που δίνεται σ΄ 'ολα εκείνα τα φυτά που τα βλαστάρια τους ή τα σπέρματά τους, κολλάνε επάνω σε οτιδήποτε ακουμπίσει έχουν δηλαδή ουσία κολλητική. Επίσης για τον άνθρωπο, εννοούμε αυτόν που στριφογυρίζει δίπλα σε κάποιον άλλον με φορτικό τρόπο, που τον ενοχλεί. ( Ωχ μωρ΄αδερφέ μου, κολλιτσίδα μού γινες).
Κολντεμίρια:. Τα σίδερα που ήταν τοποθετημένα πίσω από τις πόρτες, για να μην ανοίγουν απ΄ έξω.
Κολόβιο:. Πουλόβερ χειροποίητο, από προβατίσιο κυρίως μαλλί.
Κολυμπίδια:. Την Τρίτη μέρα, μετά τη γέννα γίνονταν «τα κολυμπίδια του μωρού». Σ΄αυτό το λόγο έχει πάλι η μαμή. Θα το πλύνει σε σκάφη ή σε μεγάλο ταψί, με χλιαρό νερό και σαπούνι, όπου μέσα εκεί ρίχνουν κέρματα «ασήμωμα», που αποτελούσαν και την αμοιβή της μαμής.
Κόμπια (τα):. Οι αρθρώσεις του σώματος
Κομποδιάζω-κμπουδιάζου:. Τις οικονομίες τις τύλιγαν σε ένα πανί και έδεναν σφικτούς κόμπους. Από εδώ βγαίνει και το «κομπόδεμα».
Κόνεψα:. Όταν περπατάω πολύ ώρα, με παίρνει η νύχτα και σταματώ για να κατασκηνώσω, να φάω, να κοιμηθώ και να ξεκινήσω πάλι την άλλη μέρα το πρωί ή μετά από λίγη ώρα, (πήγαινα για το Μετόχι και κόνεψα στου Δεσπότη τη βρύση). Το κόνεμα όμως, μπορεί να γίνει και σε κάποιο σπίτι που θα μας φιλοξενήσει ή σε κάποιο χάνι.
Κοντονουρά:. ΄Ηταν το ξύλο που έμπαινε θηλυκωτά στο τέλος του κουντουριού, το οποίο κρατούσε ο γεωργός, για να κατευθύνει το αλέτρι.
Κοντοτσίπνο:. Μικρή, κοντή, μάλλινη, υφαντή ζακέτα, χωρίς μανίκια, χωρίς κουμπιά και ανοιχτή στο μπροστινό μέρος.
Κοντοτσούραπο:. Μικρή, κοντή, πλεχτή κάλτσα.
Κοντύλισμα:. Το εμπόδισμα. (Μη με κοντυλάς «κουντλάς»), (μη με εμποδίζεις).
Κόπανος:. Μακρύ και χοντρό ξύλο (κάτι σαν ρόπαλο). Επίπεδο από τη μία του μεριά. Το χρησιμοποιούσαν για να χτυπάνε τα χοντρά και βαριά ρούχα (φλοκάτες, βελέντζες κ.λπ.), όταν τα έπλεναν στο ποτάμι.
Κοπρίζω:. Ρίχνω κοπριά στα χωράφια για λίπασμα.
Κοράκι:. Ξύλινος μηχανισμός, για να κλειδώνει η συνήθως μεγάλη, δίφυλλη πόρτα του κατωγιού.
Κοράτσα:. Η στεγνή ξερή μύξα, που τη βγάζουμε με τα δάχτυλα του χεριού μας.
Κόρδα (η):. Χορδή, νεύρο, αγγεία, φλέβες.(από την πολύ προσπάθεια, πετάχτηκαν έξω οι κόρδες μου).
Κορδελοσωρός:. Ο ακατάστατος, που δεν ξέρει να ντυθεί, να εμφανιστεί και κατ΄ επέκταση ο μη κοινωνικός, ο χωρίς καλαισθησία.
Κορδομέσης:. Αυτός που περπατούσε με το κορμί ορθό, καμαρωτός, αλλά με επιδεικτικό τρόπο (φουσκωμένο στήθος, ψηλά το κεφάλι κ.λ.π.).
Κορμάδες (ελιές):. Οι ελιές που ενώ είχαν ωριμάσει (λαδώσει), είχαν πέσει από την ελιά, συνήθως λόγω ωρίμανσης. Αυτές αφού τις έπλεναν, τις έβαζαν στο αλάτι και ήταν έτοιμες για φαγητό.
Κόρμπα:. Η μαύρη κατσίκα.
Κόρυζα:. Καταρροή της μύτης, αλλά και λοιμώδης ασθένεια που προσβάλει τα βόδια, καθώς και τις κότες (δυσχέρεια στην κατάποση). Χρησιμοποιείται και σαν κατάρα (Αχ που να σε πιάσει η κόρυζα).
Κόσα:. Δρεπάνι με μακρύ στειλιάρι. Το χρησιμοποιούσαν για να θερίζουν βίκο και άλλα σπαρτά, εκτός από σιτάρι, όπως επίσης και να καθαρίζουν τα χωράφια απ’ τα αγριόχορτα.
Κοσόρα:. Βαρύ μαχαίρι που έκοβαν μικρά ξύλα.
Κοτάω:. Τολμάω, έχω τόλμη, θάρρος, ρίχνομαι σε κίνδυνο. Και δεν κοτάω, δεν είμαι τολμηρός, αποφεύγω τους κινδύνους. (Όσο ήταν αυτός δίπλα του, δεν κόταε να κάνει τίποτα). (άμα κοτάς πείραξέ με και θα δεις τι έχεις να πάθεις).
Κοτζάμ:. Αρκετά μεγάλο. Είμαι στην κατάλληλη ηλικία. (έγινε κοτζάμ άνθρωπος)
Κοτού:. Όταν οι κότες έμεναν για πολλές μέρες μέσα στο κοτέτσι, ιδίως το χειμώνα με τα πολλά χιόνια, ήταν μέσα στο σκοτάδι. Όταν με το τελείωμα της κακοκαιρίας άνοιγαν το κοτέτσι για να βγουν έξω, τους ζάλιζε το φως και περπατούσαν σαν να μην έβλεπαν καλά. Αυτό το φαινόμενο το έλεγαν κοτού. Μεταφορικά λέμε για τους ανθρώπους που ζαλίζονται που περπατούν με ασταθή βηματισμό, ότι έπαθαν κοτού.
Κουβέλι, (κβέλι):. Κυψέλη φτιαγμένη από κουφάλα δέντρου, αλλά και κούνια μωρών, φτιαγμένη από κουβέλι μελισσιού, κομμένο στα δύο (εγκάρσια).
Κουδούνια:. Μικρά τσαμπιά σταφύλι, που τα μάζευαν στο τέλος του τρύγου, επειδή δεν «φτουράγανε» στο μάζεμα.
Κουζόκι:. Ζακέτα γυναικεία, υφαντή, μάλλινη ή βαμβακερή.
Κουκμούτς:. Το ψωμί που δεν είναι καλά ψημένο. Έχει σκασίματα και σχισίματα σε πολλά μέρη. Δηλαδή το καρβέλι που δεν είναι καλό ούτε γευστικά ούτε αισθητικά.
Κουκμούτσης–κουκμούτσα:. Ο άνθρωπος, άντρας ή γυναίκα, που είναι δύστροπος, υποχόνδριος, ευέξαπτος αυτός που γενικά δυσκολεύεται να συλλειτουργήσει με το κοινωνικό σύνολο.
Κούκνος:. Μύγα που τσιμπάει και εξαγριώνει τα βόδια, την άνοιξη συνήθως. Τα μουλάρια και τα γαϊδούρια τα "πιάνει" το φθινόπωρο, στον τρύγο.
Κούκος:. Μαύρος σκούφος, που φορούσαν οι άντρες στο κεφάλι. Ο καθημερινός ήταν από τσόχα και ο επίσημος, ο γιορτινός, από βελούδο.
Κουκουλέντρες:. Ιστοί από αράχνες, σκόνες και οτιδήποτε άλλο δημιουργείτο πίσω από καναπέδες, κάτω από κρεβάτια κ.λπ. όταν είχαν καιρό να ξεσκονιστούν. (Είχα κάνα δυο μήνες να συγυρίσω και συγύρισα χθες. Τι κουκλιέντρα κι κακό ήταν αυτό;).
Κουκούνα:. Το αντρικό μόριο.
Κουκρούτζα:. Τα κουκουνάρια. Οι σπερματοφόροι καρποί (κώνοι) του πεύκου και του έλατου, τα οποία χρησιμοποιούσαν κυρίως για προσανάμματα της φωτιάς.
Κουλουκούρισμα, (κλουκούρσμα):. Κούρεμα των προβάτων στην κοιλιά, στο μέσα μέρος των πίσω ποδιών και στο πίσω μέρος του προβάτου, για να απαλλαγούν από τα «κουρέτζιλα». Το κλουκούρισμα, γινόταν αρχές Απριλίου περίπου, ενώ το κανονικό κούρεμα γινόταν το μήνα Μάιο.
Κουμούτσα, κουμούτσι:. Το ξεροκόμματο γενικά.
Κουντούρι:. Το κεντρικό χοντρό ξύλο του αλετριού, που ξεκίναγε από μπροστά που ήταν το υνί και έφτανε μέχρι το τέλος του αλετριού, εκεί που ενωνόταν με την κοντονουρά.
Κότσι:. Σημείο όπου γίνεται η σύνδεση του τελευταίου τμήματος του ποδιού με την κνήμη. Ο αστράγαλος. Και μεταφορικά, όποιος έχει δυνάμεις (έχει κότσια αυτός), (δεν βαστάν τα κότσια του), για κάποιον που δεν έχει την ικανότητα ή τις δυνάμεις για να καταφέρει κάτι.
Κούπες:. Έφτιαχναν τη ζύμη και άνοιγαν με τη «σαΐτα» φύλλο. Λίγο πιο χοντρό από το φύλλο για χυλοπίτες. Με τη βοήθεια του αντίχειρα (το μεγάλο δάχτυλο) διαμόρφωναν το σχέδιο, σαν μικρές κούπες. Από κει και πέρα η διαδικασία ήταν γνωστή. Βράσιμο, στράγγισμα, περίχυμα με καυτό λάδι (τα άρτυζαν) ενώ τα είχαν πασπαλίσει με τυρί, μυζήθρα ή ξινοτύρι. Έπρεπε να μαγειρευτούν αμέσως μετά το φτιάξιμό τους.
Κουρεμάδα:. Οι γυναίκες, που για να πάνε με τη μόδα, κούρευαν τα μαλλιά τους και απαρνιόντουσαν έτσι τον παραδοσιακό τρόπο χτενίσματος (κοτσίδες κ.λπ.). Εμπεριείχε δε ο χαρακτηρισμός αυτός και «υποψία» ανηθικότητας.
Κουρέτζιλα:. Οι ακαθαρσίες από τα κόπρανα του προβάτου, που κολλάνε στις τρίχες, στο πίσω μέρος του ζώου.
Κουρίτος:. Δύο σανίδια καρφωμένα μεταξύ τους σε σχήμα V που έβαζαν ζωοτροφές (βαμβακόσπορο και άλλους καρπούς), για να τρώνε τα πρόβατα και τα γίδια. Τα λέγανε και ταΐστρες.
Κουρίτι:. Κάτι σαν ποτίστρα για τα ζώα (πρόβατα, κατσίκια), μακρόστενο, από πέτρες ή από σανίδες ή από μεγάλο κούτσουρο που το είχαν κόψει στη μέση (εγκάρσια) και το είχαν «σκαφιδιάσει». Το κουρίτι (που το λέγανε και κουρίτο αλλά και κουρίτα) το έφτιαχναν σε βουνό, αλλά και σε μέρος που δεν περνούσε από κοντά ποτάμι και εκμεταλλευόντουσαν έτσι τα νερά των κοντινών πηγών. Τα τελευταία χρόνια τα κουρίτια τα φτιάχνουν με τσιμέντο.
Κουρκόπιτα:. Ετοιμαζόταν η κουρκούτη με περισσότερο αλεύρι, για να γίνει πιο σφιχτή, βάζοντας λίγο λάδι και αλάτι. Ύστερα πρόσθεταν λίγα χόρτα (βρούβες). Ανακάτευαν το μείγμα, το έβαζαν στο ταψί και το έψηναν στο φούρνο ή στη γάστρα.
Κουρκουμπέλα:. Το μεγάλο και παραγινωμένο μούρο.
Κουρκούτι:. Αλεύρι με λίγο νερό και αλάτι. Το ανακάτευαν και δημιουργούνταν σβολάκια . Το μαγείρευαν, ανακατεύοντάς το συχνά για να μην κολλήσει και το έτρωγαν (συνήθως για πρωινό).
Κούρμπα:. Η στροφή του δρόμου. Αλλά και κοροϊδευτικά, λέγαμε για κάποιον που ήθελε να αποφύγει ανεπιθύμητες συναντήσεις και άλλαζε δρόμο, ότι έκανε «κούρμπα».
Κουρκουτσέλι:. Τα χοντρά και σκληρά κομμάτια χιονιού, που μερικές φορές ήταν μεγάλα σαν το ρεβίθι. Το κουρκουτσέλι, όταν έπεφτε, δεν κρατούσε πολύ ώρα, ήταν όμως ικανό να προκαλέσει ανεπανόρθωτες καταστροφές στις καλλιέργειες.
Κουρνιαχτός. (ο):. Ο μπουχός, η σκόνη.
Κούρος:. Το κούρεμα των προβάτων και κατ΄ επέκταση, η εποχή που κούρευαν τα πρόβατα.
Κουσκουσάρης:. Αυτός που «τα πάει και τα φέρνει». Μιλάει πολύ και δημιουργεί προβλήματα στις σχέσεις των ανθρώπων.
Κούτλας:. Ξύλινο κατσαρόλι με μακρύ χέρι στα πλάγια, που το χρησιμοποιούσαν για να μετρούν το γάλα και να πίνουν νερό.
Κούτρα:. Το κεφάλι. Το μυαλό. (Αυτουνού κατεβάζει η κούτρα του).
Κουτσλιά. (κοτσιλιά):. Το περίττωμα των πουλερικών.
Κουτσουμπός. (κουτσμπός):. Αυτός που δεν έχει άκρα, κυρίως κορυφή, ο ατελής, ο ακρωτηριασμένος, αλλά και αυτός που κάποια από τα μέλη του είναι μικρότερα απ΄ το κανονικό (αυτός έχει κουτσμπή μύτη). Επίσης, κουτσμπά λέμε και τα αντικείμενα ή ρούχα που έχουν ατέλειες ή είναι μικρότερα του κανονικού (κουτσμπό παντελόνι).
Κουφνίδα:. Μεγάλο κοφίνι (κόφα) αλλά με καπάκι (πλεκτό κι αυτό), που συνήθως εκεί έβαζαν τα καρβέλια του ψωμιού.
Κόφα:. Μεγάλο κοφίνι που χρησιμοποιούσαν για αποθήκευση προϊόντων, αλλά και μεταφορά αυτών από τους αγρούς, όπως σταφύλια κατά την περίοδο του τρύγου, φρούτα, ελιές κ.λ.π.
Κόφτης:. Στρογγυλό, ξύλινο εργαλείο, με τρύπες και μακρύ χέρι, με το οποίο χτυπάμε το γάλα στο καδί, για να γίνει βούτυρο. Επίσης και το μεγάλο πριόνι, που χρειάζονταν δύο άνθρωποι για να το δουλέψουν.
Κρεμανταλάς:. Χοντρό και ψηλό κλαδί, συνήθως από πλατάνα με πολλά παρακλάδια, που το τοποθετούσαν όρθιο οι τσοπαναίοι έξω από το μαντρί ή την αγροικία, για να κρεμούν τα ταγάρια τους (κάτι σαν το σημερινό καλόγερο). Μεταφορικά για τους ανθρώπους, κρεμανταλάδες λέγανε αυτούς που ήταν ψηλοί και δεν είχαν αρμονία στις κινήσεις τους.
Κρικέλια:. Οι κρίκοι που ήταν εφαρμοσμένοι στον τοίχο και την πόρτα για να μπαίνουν τα κολντεμίρια.
Κριτσάνισμα:. Το μάσημα σκληρών τροφών, όπως, ξερό ψωμί, παξιμάδια, ξηροί καρποί κ.λπ, τα οποία δημιουργούν κάποιο θόρυβο και ακούγεται κάτι σαν «κριτς–κριτς».
Κριτσανάω:. Τρώγω (μασάω) σκληρές τροφές, με αποτέλεσμα να ακούγεται το «κριτς–κριτς»
Κριτσμάς:. Πολύ πριν το 1930, ο Κριτσιμάς με το γιό του από το Μετόχι πήγαιναν με τα πόδια στη Χαλκίδα. Στο δρόμο τους έπιασε τρομερή κακοκαιρία και πολύ χιόνι. Δεν άντεξαν και λίγο πριν φτάσουν στη Στενή, στην θέση «Καΐρη», πέθαναν από το κρύο. Έκτοτε το σημείο εκείνο το λένε «στου Κριτσμά» και όταν έχει κακοκαιρία σαν εκείνη την ημέρα, λέμε ότι «σήμερα έχει Κριτσμά».
Κρούπ (ι). ή κιούπι:. Σπασμένο σταμνί, ή οποιοδήποτε άλλο σπασμένο πήλινο αγγείο, που το χρησιμοποιούσαν συνήθως για πότισμα των πουλερικών. Τα παιδιά όταν μάλωναν, και εξακόντιζαν απειλές το ένα εναντίον του άλλου, η πιο συχνή απειλή ήταν «θα σου πετάξω μια πέτρα στο κεφάλι και θα στο κάνω (το κεφάλι) κρούπ.
Κρυψάνα:. Η κρυψώνα, το μέρος που μπορούσε κάποιος να κρυφτεί κατά τα παιδικά μας παιχνίδια, όταν παίζαμε το κρυφτούλι. (Έχω βρει μια κρυψάνα, που δε θα με πιάσει κανείς).
Κυαλάρω:. Εντοπίζω κάποιον ή κάτι ή αντιλαμβάνομαι κινήσεις που προσπαθούν να γίνουν «εν κρυπτώ». Και ακόμα, έχω αντιληφθεί κάτι που γίνεται χωρίς να με έχουν «πάρει χαμπάρι».
Κύκλα:. Χιονοπέδιλα που κατασκεύαζαν παλιά, κυρίως οι κάτοικοι των χωριών, Στροπώνων, Λάμαρης, Μετοχίου κ.λπ. για να περπατούν πάνω στα χιόνια. Ήταν δύο στρογγυλά στεφάνια και μέσα είχαν σχηματίσει δίχτυ με σχοινιά (κάτι σαν ρακέτες του τένις), το προσάρμοζαν στα πόδια τους και περπατούσαν πάνω στο χιόνι. Η μεγάλη επιφάνεια του κύκλου βοηθούσε ώστε να μην βουλιάζει ο άνθρωπος και έτσι η πεζοπορία γινόταν πιο εύκολα και ακίνδυνα.
Κυνεύομαι (κνεύουμι):. Βαριέμαι, δεν έχω όρεξη. Δεν είμαι στα καλά μου.
Κυπρί:. Μεγάλο τροκάνι (κουδούνι), που το κρεμούσαν στο λαιμό του αρχηγού του κοπαδιού (κριάρι).
Κωλοκούμπι:. Παλιά χρησιμοποιούσαν κομμάτια από κορμούς δένδρων (ολόκληρο ξύλο), για να κάθονται κοντά στο τζάκι και τα ονόμαζαν κωλοκούμπια. Κατ΄ επέκταση όμως, έτσι λένε και τα μικρά σκαμνάκια.
Κωλονούρι:. Απόληξη της σπονδυλικής στήλης, το τελευταίο κόκαλο. Ο κόκκυγας.
Κωλόπανο:. Το σπάργανο. Η πάνα του μωρού. Και κωλόπανα, τα κομμάτια υφάσματος που χρησιμοποιούσαν για να τυλίγουν το βρέφος.
Κωλοπετσωμένος–η:. Αυτός ή αυτή που έχει ικανότητες γνώσεις και αρκετή εμπειρία, ώστε να τα βγάζει πέρα στις δύσκολες καταστάσεις, αλλά και ο καταφερτζής, ο κόλακας που συμβιώνει με όλες τις καταστάσεις, ώστε να γίνεται η δουλειά του. (Μην τη φοβάσε αυτή, θα τα βγάλει πέρα. Είναι μια κωλοπετσωμένη, Παναγία βόηθα).
Κωλοτούμπα:. Το αναποδογύρισμα, η τούμπα και κυρίως η τούμπα που γίνεται προς τα πίσω, αλλά και προς τα μπρος, μιας και το πρώτο σημείο του σώματος που θα ακουμπήσει στο έδαφος είναι ο κώλος.
Κωλοφούσα:. Η αθόρυβη κλανιά. Και κωλοφσαίνω. Κλάνω αθόρυβα, ανακουφίζομαι.
Κωλοφωτιά:. Το έντομο που φωσφορίζει ελαφρά τη νύχτα. Η πυγολαμπίδα.
Γιάννης Γιαννούκος
Λαγά-λαγά:. Περπάτημα σιγανό και ελαφρό, σαν το πήδημα του λαγού (αυτός πάει λαγά-λαγά). Αλλά χρησιμοποιείται και σε ότι αφορά τον τρόπο που θέλουμε να δείξουμε τις διαθέσεις μας (αυτός μας το φέρνει λαγά–λαγά).
Λαγάζω:. Στέκομαι ακίνητος, ησυχάζω, κουρνιάζω, κρύβομαι, ξεκουράζομαι, κοιμάμαι. (βάλι γ΄ναίκα τα πιδιά να λαγάσνι λίγου, γιατί του προυί έχνει σκουλειό).
Λαγαρά:. Το μέσα μέρος από τα μπούτια του ζώου, στα πισινά πόδια και γενικά τα μαλακά μέρη του σώματος, που βρίσκονται κάτω από τις πλευρές.
Λαγαρίζω:. Ξελαμπικάρω, καθαρίζω, ξεθολώνω. και λαγαρός, αυτός που δεν είναι θολός, δεν είναι νοθευμένος, δεν έχει ξένες ουσίες, ο διαυγής, ο διάφανος, ο καθαρός.
Λαγγιόλι:. Τριγωνικό κομμάτι ύφασμα, που το προσθέτουν στη φουστανέλα για να μακρύνει. Κομμάτι ύφασμα που το πρόσθεταν στα πανωβράκια, για να δημιουργηθεί η σέλα. Έτσι επίσης αποκαλούσαν τα άτομα που ήταν δύστροπα, εριστικά και στρυφνά και θέλανε να γίνεται πάντα το δικό τους (Είνι αυτός ένα λαγγιόλ΄ ου Θιός να σι φλάει).
Λαγόνια:. Τα δύο κάτω πλάγια μέρη της κοιλιάς.
Λαδερό:. Δοχείο λαδιού μικρής χωρητικότητας, που χρησιμοποιείται ακόμα και στο τραπέζι. (ροΐ).
Λαδίκα:. Τσίγκινο δοχείο για λάδι χωρητικότητας 33 οκάδων περίπου. Από τη μία μεριά ήταν επίπεδη για να μπορεί να φορτώνεται στα ζώα ή στον ώμο των ανθρώπων.
Λαδικό:. Ότι και το λαδερό, αλλά μεταφορικά σημαίνει και την κουτσομπόλα και φιλοκατήγορη γριά.
Λαδόπανο:. Πανί που τύλιγαν το βρέφος, αμέσως μετά τη βάφτιση και το σκούπιζαν.
Λάια:. Η μαύρη προβατίνα και Λάιος, ο μαυριδερός άνθρωπος ζώο ή πράγμα.
Λαΐζει:. Υπάρχει κάτι, κυρίως μετά από κάποια καταστροφή, (δε λαΐζει τίποτα), (μετά απ΄ αυτό το χαλάζι δε λάισε τίποτα).
Λαιμαργιά:. Τη βάζουν στο λαιμό του αλόγου, όταν τραβούσε το αλέτρι ή όταν αλώνιζαν. Έχει σχήμα ωοειδές και αποτελείται από δέρμα, γεμισμένο με άχυρο, τραγόμαλο και φουσκί. Στην κορυφή άνοιγε για να μπορούν να τη βάζουν και να τη βγάζουν από το ζώο, ενώ είχε και γάντζους σε διάφορα σημεία για να προσδένεται και να τραβιέται το «τραφτό».
Λάκα:. Όταν έχω ορθάνοιχτα την πόρτα ή τα παράθυρα, λέμε ότι τα έχω λάκα. Ή όταν είμαστε ξεκούμπωτοι μας λένε οι άλλοι ειρωνικά «έχεις λάκα τα μαγαζιά σου». Κυρίως όμως, λάκα λέμε ένα επίπεδο, ίσιο μέρος. Η τοποθεσία «στην καρατλάκα», προέρχεται από τη φράση στου καρά τη λάκα.
Λακάω:. Τρέχω για να αποφύγω κάποιον, κυνηγημένος, φοβισμένος. (λάκα γιατί έρχεται ο αγροφύλακας).
Λάκκωμα:. Βαθιά κοιλότητα γης, μικρή κοιλάδα. Βαθούλωμα.
Λαλακιάζω:. Όταν δουλεύω στα χωράφια κάτω από τον καυτό ήλιο, ιδρώνω και στεγνώνει το στόμα μου, (λίγο νερό ρε παιδιά, λαλάκιασα).
Λάμια:. Τέρας της μυθολογίας και μεταφορικά γυναίκα κακίστρω, στρίγγλα, μοχθηρή.
Λαμπίκος:. Καθαριότητα, πάστρα, γυαλάδα. (Έκανε το σπίτι της λαμπίκο).
Λανάρια:. Δύο τετράγωνα ξύλα, με καρφιά στο ένα μέρος και χερούλι, με το οποίο λανάριζαν (έξαιναν) το μαλλί, για να μπορούν να το γνέσουν. Υπήρχαν και ειδικά λανάρια που είχαν κυρίως οι τσοπάνηδες για να λαναρίζουν το τράγιο μαλλί, που ήταν κατάλληλο για να φτιάχνουν πατατούκες.
Λάου–λάου:. Κάνω κάτι με προφύλαξη, κρυφά, σιγά–σιγά, επιτήδεια, με κατεργαριά και γλυκό τρόπο.
Λαρομανάω:. Γυρνώ στους δρόμους, πιάνω κουβέντα με περαστικούς, μιλώ δυνατά, αστειεύομαι, γελάω και γενικά είμαι σε μια κατάσταση ιλαρότητας.
Λαχ–λαχ:. Όταν προσπαθούμε να κάνουμε κάποιες δουλειές γρήγορα, επειδή περιμένουμε μια ξαφνική επίσκεψη ή επειδή πρέπει κάπου να πάμε ή επειδή το είχαμε ξεχάσει και πρέπει να γίνει μια δουλειά σε πολύ λιγότερο χρόνο απ΄ όσο λογικά θα χρειαζότανε (με την ψυχή στο στόμα), όπως λέμε συνήθως. Σίγουρα προέρχεται από τη λέξη λαχανιάζω, όπου επαναλαμβάνονται δύο φορές τα πρώτα γράμματα.
Λαχαίνω:. Ανταμώνω κάποιον τυχαία, συμβαίνει κάτι συμπτωματικά. Πετυχαίνω, συναπαντώ, τρακάρω, παθαίνω κάτι κακό (Τι μου ‘λαχε να πάθω). (Εμείς οι βλάχοι, όπως λάχει) για τους ολιγαρκείς.
Λεβιθόχορτο:. Βότανο για ανθρώπους που πάσχουν από λεβίθες.
Λειτρουικό. (λειτουργικό):. Τα χρήματα που δίνουμε στην εκκλησία όταν πηγαίνουμε στη λειτουργία. Συνήθως τα χρήματα τα άφηναν στο τέλος της λειτουργίας, όταν έπαιρναν απ΄ τον παπά το αντίδωρο.
Λειψοφεγγαριά:. Νύχτα χωρίς φεγγάρι. Η τελευταία φάση της σελήνης.
Λεφούσι (το):.μεγάλο πλήθος από ανθρώπους, ζώα ή έντομα.
Λητάρι:. Σχοινί ή λουρί που δένουμε τα κατοικίδια ζώα. Για κάποιον που η συμπεριφορά του δεν είναι φυσιολογική, κυρίως ψυχολογικά, αλλά και όταν οι πράξεις του αντίκεινται στην κοινή λογική, λέμε (αυτός είναι για το λητάρι) δηλαδή για δέσιμο.
Λιαγκρίζω:. Όταν βλέπω κάτι με δυσκολία, επειδή είναι μακριά ή επειδή έχει ομίχλη ή επειδή μας ζαλίζει ο ήλιος. (Κάτι λιαγκρίζω εκεί πέρα στην πλαγιά), (δε λιαγκρίζω τίποτα). Και λιαγκρίζει, λέμε για κάτι που ίσα–ίσα φαίνεται. (τι λιαγκρίζει εκεί πέρα;).
Λιακά:. Τα εντόσθια. (θα πάρω ένα μαχαίρι και θα σου πετάξω τα λιακά έξω), (απ΄ το πολύ γέλιο πόνεσαν τα λιακά μου).
Λιάρα:. Γίδα παρδαλή, ασπρόμαυρη σε όλο της το σώμα.
Λιασμάδια:. Τα σύκα, όσα δεν τα φάγαμε στην εποχή τους, οι σκασμούτρες ή αυτά που έχουν πέσει μόνα τους από τη συκιά, αλλά και αυτά ακόμη που είναι πάνω στο δέντρο, αλλά έχουν στεγνώσει πια και δεν τρώγονται, τα μάζευαν και τα άπλωναν σε απλώστρες (συνήθως πάνω σε σπάρτα) αρκετές μέρες για να λιαστούν. Ύστερα από το λιάσιμο, τα έριχναν σε καζάνι με νερό που βράζει και τα «ζεματάνε». Τα σύκα αυτά τα περνούσαν σε αρμαθιά και κρατούσαν όλο το χειμώνα.
Λιάστρα:. Χώρος που άπλωναν τους καρπούς για να ξεραθούν, όπως το χαγιάτι, η αυλή, ακόμα και τα κεραμίδια, για τα καρύδια. Λιάστρες φτιάχνανε και στ’ αμπέλια (κυρίως για τα σύκα). Καρφώνανε στη γη φούρκες πλατανίσιες και πάνω στρώνανε σπάρτα.
Λιβίθες, λεβίθες:. Μικρά άσπρα σκουλικάκια, που έβγαινα με τα κόπρανα των μικρών παιδιών κυρίως. Πρόκειται για παράσιτα του εντέρου, και οφείλονται σε μη σωστή διατροφή.
Λιγδιάρης:. Αυτός που είναι γεμάτος λίγδα, βρώμα, συνήθως από λιπαρές ουσίες.
Λίγκρι:. Λέξη που χρησιμοποιούσαμε από μικροί, όταν είχαμε παιχνίδι ή γλυκό και θέλαμε να κάνουμε τους άλλους να ζηλεύουνε. Επιδεικνύαμε το αντικείμενο που είχαμε, το κουνούσαμε επιδεικτικά και λέγαμε πολλές φορές τη λέξη λίγκρι, λίγκρι, λίγκρι (ζήλεια).
Λιθοπάτι:. Φουσκάλες που δημιουργούνταν στα πόδια (πατούσες). Ένα φαινόμενο που ήταν αποτέλεσμα της ξυπολησιάς. Οι πατούσες ερεθίζονταν, αφού οι άνθρωποι πατούσαν ξυπόλητοι πάνω σε πέτρες θάμνους, ανώμαλα εδάφη κ.λπ. Οι φουσκάλες, τα πρηξίματα, και οι πληγές που δημιουργούνταν, σε συνάρτηση με το πύον (όμπυο) που έβγαζαν όταν έσπαζαν ή με το κάκαδο που ξεραινόταν από τις πληγές, με τον καιρό είχε δημιουργήσει μια προστατευτική «σόλα» στην πατούσα μας, το λιθοπάτι.
Λικούκι:. Λιωμένα κουκούτσια ελιάς, που έμεναν μετά από το λιώσιμο και στύψιμο στα τσαντίλια των ελιών στο λιοτρίβι. Συνήθως το πουλούσαν σε εμπόρους, γιατί μ΄ αυτό έφτιαχναν την πυρήνα, που τη χρησιμοποιούσαν για θέρμανση στα μαγκάλια. Όσοι κρατούσαν λίγο, το έδιναν για τροφή στα γουρούνια, αφού πρώτα το ανακάτευαν με νερό και αλεσμένο κριθάρι.
Λιμάρης:. Ο λαίμαργος, ο κοιλιόδουλος, που πεινάει υπερβολικά, ο αδηφάγος.
Λιμοκαμένος:. Αυτός που υποφέρει από πείνα, ο φτωχός, ο άπορος, που με το ζόρι εξασφαλίζει το φαγητό της ημέρας και όχι πάντα.
Λιμοτάγαρο (το):. Ο άχρηστος, ο τεμπέλης, ο πειναλέος.
Λιμπίζομαι:. Κάτι που μ΄ αρέσει, το θαυμάζω και παράλληλα θέλω να το αποκτήσω, να το γευθώ, να το δοκιμάσω. (Είδα αυτήν την κοπέλα και την λιμπίστηκα), (έχει φτιάξει ένα χωράφι που το λιμπίζεσαι).
Λιόγορδα:. Μικρό φυτό που στην εποχή της ανθοφορίας του έβγαζε ένα «οβάλ» μοβ λουλούδι. Η ρίζα του (λιόγορδο) ήταν σαν κρεμμύδι ή μικρή πατάτα. Την έβγαζαν, την καθάριζαν και την έβραζαν έξι ή επτά φορές για να φύγει η πικράδα του. Είναι οι γνωστοί σήμερα βολβοί.
Λίρα:. Μεγάλη κολοκύθα. Η φλούδα της γινόταν κίτρινη και πολύ σκληρή όταν ωρίμαζε, ενώ απ΄ το εσωτερικό της (το φαΐ της), έφτιαχναν νοστιμότατους λιροκεφτέδες και λιρόπιτα.
Λίχνισμα:. Το ξανέμισμα του σιταριού, μετά το αλώνισμα, για να χωριστεί ο καρπός από το άχυρο.
Λιχούδης:. Αυτός που έχει την επιθυμία να δοκιμάζει τα πάντα, τα διαλεχτά φαγητά ή γλυκίσματα. Παράλληλα είναι και βιαστικός, θέλει να τσιμπάει από παντού, χωρίς να περιμένει την ώρα του φαγητού. (Περίμενε πέντε λεπτά να κάτσουμε να φάμε όλοι μαζί, μην είσαι λιχούδης).
Λιχωζούμι:. Κρεμμύδια, λάδι, αλάτι, μαγειρεμένα στο τηγάνι. Το τρώγανε, αφού προηγουμένως έριχναν μέσα μπουκιές ψωμί (μουτσάλα). Συνήθως το δίνανε στις λεχώνες σαν σούπα, γιαυτό και η λέξη λιχωζούμι (το ζουμί της λεχώνας), αλλά η Στενιώτικη διάλεκτος το (ε)το κάνει( ι) και έτσι από το κανονικό λεχωζούμι, μας προέκυψε το λιχωζούμι.
Λιώμα:. α) Κάτι που είναι παλιό. (τα παπούτσια μου έγιναν λιώμα). β) όταν είμαι σωματικά και ψυχικά πολύ κουρασμένος (είμαι λιώμα). γ) Μετά το αλώνισμα, τον καρπό και το άχυρο μαζί, τα συγκέντρωναν σε κάποιο σημείο του αλωνιού, μέχρι να έρθει η ώρα του « ανεμίσματος».Το σωρό αυτό τον έλεγαν λιώμα.
Λόϊδο:. Η τούφα από τα μαλλιά στο μέτωπο.
Λόντζα:. Όταν μουσκευόμαστε από τη βροχή ή τη μπουγάδα, λέγαμε έγινα λόντζα.
Λόρδα.(η):. Η πείνα. «Τον έκοψε η λόρδα».
Λότσος:. Βαθουλωτό ξύλο, που έβαζαν την τροφή των γουρουνιών, αλλά και για να πίνουν οι κότες νερό το υπόλοιπο χρονικό διάστημα, που στο σπίτι δεν «έθρεφαν» γουρούνι για τα Χριστούγεννα.
Λουβιά:. Τα φλούδια από τα όσπρια, φασόλια, ρεβίθια, φάβα, κουκιά κλπ. και ιδιαίτερα τα φλούδια από τα ξεραμένα στον ήλιο όσπρια. (Τα άπλωναν στον ήλιο και αφού ξεραίνονταν, ξεχώριζαν τον καρπό από τη φλούδα).Τις φλούδες (λοβιά), τις πετούσαν, γιατί απ΄ ότι λένε και οι παλιοί, δεν έκαναν ούτε για ζωοτροφές, ενώ ο καρπός αποθηκευόταν για το χειμώνα.
Λούγκα:. Μεγάλο σπυρί, σε μέγεθος καρυδιού ή και αυγού κάποιες φορές. Όταν πρωτόβγαινε και αναπτυσσόταν ήταν κόκκινο, σκληρό, μάζευε πύον και πονούσε. Με τον καιρό κιτρίνιζε και ωρίμαζε, οπότε το τρυπούσαν με αποστειρωμένη βελόνα (τη θέρμαιναν στη φωτιά) ή με μουρτζά (βλέπε λέξη) και έβγαζαν το πύον, ώστε σιγά σιγά να εξαφανιστεί. Τις περισσότερες φορές ή λούγκα άφηνε σημάδι πάνω στο δέρμα.
Λουμίνια:. Οι κάλυκες του άγριου φυτού ανεμοφωλιά, που χρησιμοποιούνται σαν καντηλήθρες. Τα λέμε και μπουλίμια.
Λούμπα. (η):. Λακκούβα, με θολό και βρόμικο νερό.
Λουμπνάρι:. Το παχουλό παιδί κατά κύριο λόγο, αλλά και ο ενήλικας και τα ζώα. Οπωσδήποτε όμως η λέξη αυτή λεγόταν γι αυτούς που είχαν «υγιές» πάχος, ευρωστήλα, από πολύ φαγητό, καθαρό αέρα και υγιεινή διαβίωση.
Λουμπούτι:. Ειδικό ξύλο, που χτυπούσαν τα καλαμπόκια, για να ξεχωρίσει ο σπόρος από το μπούρτσι.
Λούπ:. Αυτός που έχει μακριά και αχτένιστα (ακατάστατα) μαλλιά (είναι σαν λουπ΄).
Λούρα:. Ψιλή βέργα, που χρησιμοποιούσε συνήθως ο δάσκαλος στο σχολείο για να τις «βρέχει» στους μαθητές για τιμωρία, αλλά είχε και πολλές άλλες χρήσεις. Ήταν ελαστική και λύγιζε εύκολα χωρίς τον κίνδυνο να σπάσει. Ήταν από ξύλο μουριάς ή από ξύλο καναπίτσας. Από την καναπίτσα έπαιρναν και το ξύλο για την κατασκευή ταρπιών, κοφινιών κ.α.
Λούρια:. Τα μικρά σύκα.
Λούρος:. Το σωληνοειδές όργανο που συνδέει το έμβρυο με τον πλακούντα. Ο ομφάλιος λώρος.
Λούτσα:. Μια κοιλότητα στο έδαφος που λιμνάζουν (στερνιάζουν) νερά. Μικρός βάλτος, τέλμα. Επίσης τεχνική κοιλότητα με καθαρό νερό, που οδηγούν οι τσοπαναίοι τα πρόβατά τους για να δροσιστούν. Για τον άνθρωπο λέμε ότι έγινε λούτσα, όταν βραχεί πάρα πολύ.
Λουτσίζω:. Καταβρέχω κάποιον, τον κάνω μούσκεμα ή πηγαίνω τα γιδοπρόβατα στη λούτσα για να δροσιστούν.
Λούφα (η):. Φωλιά ζώου, βόλεμα, κοπάνα, και λούφαξα (σιώπησα, δεν αντιδρώ).
Λύχνος:. Πήλινο ή μεταλλικό φωτιστικό σκεύος, που φωτίζει με καύση λαδιού ή λίπους το οποίο διαποτίζει το φυτίλι.
Γιάννης Γιαννούκος