steni.gr
«Ένα γερό χτύπημα της χρειάζετε της Κλεισούρας. Να χαθεί από κει μέσα η σφηκοφωλιά. Να χωθούμε στη χαράδρα, να σκαρφαλώσουμε δεξιά αριστερά στα καταράχια, να κεφαλώσουμε το Καταφύγι και τα Φύλλα, να τα σαρώσουμε κι αυτά, να ανοίξουν τα περάσματα .Και τότε διασελώνουμε το βουνό, παίρνουμε παγάνα το πίσω μέρος, κουρσεύουμε το Μετόχι και κατεβαίνουμε ως το Ναυτικό. Ασφαλισμένοι πια γυρίζουμε και τραβάμε για την Τριπολιτσά». Έτσι σκέφτονται οι Τούρκοι.
Είναι Απρίλης του 1821.
Προτού ακόμα προβάλει ο ήλιος στον ορίζοντα, φάνηκε από το καραούλι του γέρου-Κάτζου η Τουρκιά στον κάμπο. Σύγκαιρα κατεβαίνουνε πενήντα αντρειωμένοι στην είσοδο της Κλεισούρας. Πρώτος μέσα στους πρώτους ξεχωρίζει ένα παλληκάρι, που το λένε Γιάννο. Ταμπουρώνονται στο στενό και περιμένουνε τον Τούρκο.
Η μπροστοφυλακή-τρακόσοι καβαλάρηδες-πιλαλούνε τον κάμπο. Οι χαίτες των αλόγων ανεμίζουν. Λάμπουνε στον ήλιο τα σπαθιά. Και τα θηκάρια βροντούνε στα καπούλια των αλόγων. Στο πέρασμα τους τα άλογα οργώνουνε τον τόπο κι ο ποδοβολητός τρέχει γοργόφτερος μπροστά. Σαπουνάδα έχει γενεί ο ιδρώτας στους λαιμούς των αλόγων.
Ξάφνου σηκώνετε ένα σπαθί. Αστραπή οι καβαλάρηδες ανασηκώνονται και τινάζουνε πίσω το βάρος τους. Πήρανε διαταγή να σταματήσουν. Τα άλογα όμως έχουνε φρενιάσει. Αφρό βγάνουν από το στόμα. Φυσομανούνε και τα ρουθούνια τους πετούνε φωτιά. Χτυπούνε τη γης με τα νύχια τους κι έρχονται γύρω βόλτες. Ορθοστατίζουνε στα πισινά τους και τότε οι καβαλάρηδες ρίχνουνε μπρός το σώμα τους κι ακουμπούνε τα στήθια τους στις χαίτες. Δεν ξεχωρίζεις ποιο είναι το άλογο και ποιος ο καβαλάρης. Θαρρείς, πως ξαναζωντανεύουνε Κένταυροι. Μερικά δαγκώνουνε το υποχάλινο και ρίχνονται μπρός. Αλλά οι καβαλάρηδες τραβούνε με όλη τους τη δύναμη τα λουριά. Και τότε τα βλέπεις τα άλογα να πισωβαδίζουν, ώσπου να έρθουνε στην ορισμένη γραμμή.
Πιο μπρός, αν προχωρήσουν είναι εντός βολής. Τους φτάνουνε οι τουφεκιές από την Κλεισούρα. Βόλια πέσανε κιόλας μπροστά στα πόδια των αλόγων. Βροντάει το καριοφύλι.
Έρχεται και το πεζικό. Να το, φαίνεται μακριά. Αυτούς καρτερούν οι καβαλάρηδες. Είναι τρείς χιλιάδες το πεζικό. Μπροστά σε τόσο στρατό τι θα κάμουνε μια φούχτα Γκιαούρηδες! Θα κατεβούνε το δίχως άλλο από την Κλεισούρα, να τους καλωσορίσουνε τους Τούρκους.
Έτσι σκέφτεται ο Πασάς και περιμένει. Αλλά τα παλληκάρια κρατούνε τις θέσεις τους κι οι δημογέροντες δεν τόχουνε στο νου τους αυτό, που περιμένει ο Τούρκος.
Στέλνει τότε κι αυτός τους υπασπιστές του, να τους το παραγγείλει και να τους καλέσει.
«Ναρθούνε να προσκυνήσουνε και να ακούσουνε τις προσταγές μου». Έτσι παράγγειλε.
Μόλις όμως πλησιάσανε οι σταλμένοι στην είσοδο: «Στον τόπο!» τους διέταξε ο Γιάννος και τους ρώτησε κιόλας, τι θέλουνε.
-«Μας έστειλε ο Πασάς, να πούμε στους δημογέροντες…..»
-«Μην προχωράτε βήμα! Γυρίστε πίσω από αυτού και πέστε του Πασά σας, πως στην Κλεισούρα δεν παίρνουμε προσταγές. Εδώ το τρώμε το μπαρούτι με τη φούχτα!»
-«Και ποιος είσαι συ, που λες τόσο μεγάλο λόγο;»
-Έλληνας είμαι κι από τους χειρότερους. Είμαι ο Γιάννος!»
Είχανε παλιούς λογαριασμούς μαζί του οι Τούρκοι.
«Άιντε μωρέ Γκιαούρη κι αυτή τη φορά δε θα μας γλυτώσεις!»
-«Δείξτε μας γρήγορα γρήγορα τις πλάτες σας, να μη σας στολίσουμε τα στήθια με μπαλαμάρδες!»
Φρένιασε ο Πασάς, για την αγέρωχη στάση του Γιάννου και διέταξε γενική έφοδο.
Σαν λιοντάρια χυθήκανε να πιάσουν το στενό. Αλλά τα καριοφίλια τους ξαπλώσανε στη γης, όπως το δρεπάνι τα στάχια. Τα κουφάρια των σκοτωμένων σωριάζονται κι εμποδίζουνε τους ζωντανούς να προχωρούν.
Ο Πασάς δεν πάντεχε να του αντισταθούν. Γι αυτό έχει αφρίσει και θέλει όπως όπως να τηνε τσακίσει την αντίσταση. Δέκα φορές μέσα στην ίδια μέρα χυμούν οι Τούρκοι. Και δέκα φορές πισωδρομούνε,σα να χτυπάει το μετωπό τους σε τοίχο.
Τέλος απελπίζετε ο Πασάς και στέλνει να του έρθουνε κι άλλοι από το κάστρο.
Άμα φτάσουν αυτοί, ο Πασάς θα αλλάξει τακτική ,θα πολιορκήσει την Κλεισούρα.
Αλλά του ήρθανε μαύρα «χαμπέρια» από το κάστρο.
Από τα πέρα τα βουνά ξεσηκώθηκαν οι ραγιάδες και κατεβαίνουν να τον ζώσουν.
Αναγκάζετε τότε, να αφήσει την Κλεισούρα και να τρέξει κατά κει.
Η Κλεισούρα ανάσανε. Ο Γιάννος τώρα με τα παλληκάρια αφήσανε το χωριό και τρέξαν από κοντινό δρόμο να βοηθήσουνε τα αδέρφια τους, που είχανε κατεβεί με τον καπετάν Αγγελή στον κάμπο.
Η επανάσταση του ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ βάσταξε δέκα χρόνια. Πολεμήσανε στα Βρυσάκια. Χτυπήσανε τον Τούρκο στον Ανηφωρίτη με τον Γκριζώτη, στο Μαραθώνα με τον Γκούρα, στην Κάρυστο με τον Φαβιέρο.
Οι πιο πολλοί σκοτωθήκανε στις μάχες. Κι ο Γιάννος ο ίδιος λαβώθηκε πολλές βολές βαριά, αλλά γλίτωσε κι είδε στο τέλος αυτό, που ποθούσαν οι Έλληνες: Πατρίδα ελεύθερη.
Το Γενάρη του 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας πατούσε το πόδι του στο ελεύθερο χώμα της Πατρίδας! Ήρθε στο Ναύπλιο Κυβερνήτης της Ελλάδας.
Γ.ΝΤΕΓΙΑΝΝΗΣ 1939 ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΛΟΓΓΟΥΣ
*Κλεισούρα αποκαλεί ο Γεώργιος Ντεγιάννης την Άνω Στενή.
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Αιώνια δε ζει στη γης. Ο Γιάννος, αυτό το λιοντάρι, το ανήμερο θεριό, το άτρομο παλληκάρι, η τρομάρα του Τούρκου, αγγελοφέρνει. Ψυχομαχάει! Ετοιμάζεται για το αγύριστο ταξίδι. Δεν του μένει τίποτε ατέλειωτο σε τούτονε τον κόσμο. Όλα τα απόσωσε. Ελευθέρωσε Πατρίδα. Ανθρώπου δε θόλωσε νερό. Απόχτησε βιός. Τρακόσα πρόβατα αφήνει κληρονομιά στο γιό του. Και του στερνοπαραγγέλνει: «Δήμο, την ευκή μου νάχεις παιδί μου! Πιο πολύ να σκοπεύεις και πιο λίγο να δουλεύεις». Και σε λίγο: Να μην κόψεις το παιδί από τα γράμματα». Για το εγγονάκι του μιλούσε το Γιάννη, που πήγαινε στην πρώτη του ελληνικού. Τάπαιρνε το παιδί τα γράμματα και το αγαπούσε διπλά ο παππούς γιατί είχε το όνομά του.
Άμα τέλειωσε τις παραγγελίες, ευκήθηκε και τους άλλους και κατόπι έκλεισε τα μάτια και σταύρωσε για πάντα τα χέρια. Ήταν έτοιμος για την τελευταία κατοικία. Φεύγει ευχαριστημένος.
Γιώργου Ντεγιάννη
Μέσα στους λόγγους
Τον καιρό που πρωτοπάτησαν το πόδι τους οι Τούρκοι στην Εύβοια, πολλοί άνθρωποι από τα καμποχώρια της, ακόμα κι από τη Χαλκίδα, εκείνοι δηλαδή που δεν μπορούσαν να ανεχτούν τη σκλαβιά και να προσκυνήσουν τον Τούρκο, άρπαξαν τα καριοφίλια τους, τις οικογένειές τους κι όσα υπάρχοντα μπόρεσαν να μεταφέρουν μαζί τους και τράβηξαν στα βουνά. Γίνανε Κλαρίτες (όπως τους ονόμαζαν τότες).
Περισσότεροι από αυτούς ρίζωσαν στις πλαγιές της Δέλφης, στα γύρω υψώματα του Μεσοχωριού (όπως λένε και τώρα το κέντρο της Στενής).
Οι Κλαρίτες αυτοί έμεναν σε καλύβες. Οι περισσότεροι είχαν γίδια που τα βόσκαγαν στο απέραντο δάσος. Ακόμα, οπλισμένοι με καριοφίλια κατέβαιναν νύχτα στα τουρκοκρατούμενα χωριά κι άρπαζαν ότι έβρισκαν για να κρατηθούν στη ζωή. Ύστερα η περιοχή εκείνη έβγαζε και βγάζει ακόμα πολλά αγριοκάστανα. Αυτά τους έσωσαν πολλές φορές από το να μην πεθάνουν από την πείνα τα βαριοχείμωνα.
Μια μέρα ένας γιδάρης από αυτούς, είδε ένα τραγί του να ξετρυπώνει από μια πελώρια βατότουφα σε μια μεγάλη λάκα. Του τράγου το μουσούδι έσταζε νερό κι αυτό του κίνησε την περιέργεια: να τρυπώσει κι αυτός στη βατότουφα. Εκεί είδε πως στο μέρος εκείνο έβγαινε άφθονο, κρυστάλλινο νερό, μα ξαναχανόταν πάλι στο ίδιο μέρος.
Το νερό αυτό σιγά σιγά μαθεύτηκε από όλους. Άνοιξαν, καθάρισαν από τα βάτα το μέρος εκείνο έφτιαξαν έτσι σα βρύση το νερό, κι όλοι, μια-μια οικογένεια, άρχισαν να συγκεντρώνονται και να φτιάχνουν τα καλύβια τους εκεί όπου τώρα είναι η πλατεία και το κέντρο της Άνω Στενής.
Στην αρχή φτιάχτηκαν καλύβες, με τον καιρό όμως άρχισαν να κτίζονται και σπίτια με πέτρες και λάσπη. Ονόμασαν το χωριό αυτό Στενό ή Κλεισούρα, λόγω που βρίσκεται ανάμεσα σε δυο πανύψηλα, απότομα βουνά κι ο ήλιος δεν το βλέπει πάνω από δυο ώρες την ημέρα το χειμώνα. Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, πήρε το όνομα Στενή.
Στην Κλεισούρα λοιπόν εκείνη, μαζεύτηκαν σιγά σιγά και εγκαταστάθηκαν μόνιμα όλοι εκείνοι οι Κλαρίτες της Κεντρικής Εύβοιας που ζούσαν απομονωμένοι ομάδες ομάδες. Όλοι εκείνοι που δεν εννοούσαν να προσκυνήσουν την Τουρκιά. Έτσι, συγκεντρωμένοι τώρα άρχισαν να οπλίζονται κιόλας και να οργανώνονται καλύτερα κατά των Τούρκων.
Κι έφτιαξαν εκεί την κοιτίδα της ελεύθερης Εύβοιας. Άναψαν τη σπίθα εκείνη που σιγά σιγά, χρόνο το χρόνο δυνάμωσε και θέριεψε και κατέκαψε την Τουρκιά μέχρι που ξεκουμπίστηκε από την Εύβοια.
Άρχισαν λοιπόν οι Κλαρίτες της Κλεισούρας και φύλαγαν σκοπιές μέρα νύχτα γύρω από το χωριό. Φτιάξαν ακόμα και μόνιμα φυλάκια σαν οχυρά, ψηλά στο στόμιο της Κλεισούρας, που ήταν καρμανιόλα σκέτη για όποιον οχτρό τόλμαγε να το περάσει.
Σαν έμαθαν οι Τούρκοι πως οι Κλαρίτες, οι βλάχοι της Κλεισούρας, σήκωσαν μπαϊράκι, θέλησαν να την καταλάβουν και να την καταστρέψουν ξεστρατεύοντας περί τους χίλιους Τούρκους. Οι φρουροί της Κλεισούρας όμως αντιστάθηκαν γενναία. Με τα λίγα καριοφίλια που είχαν, ακόμα και με πέτρες και ξύλα, τσάκισαν τους Τούρκους και τους ανάγκασαν να γυρίσουν πίσω, αφήνοντας εκεί πολλούς σκοτωμένους. Άφησαν επίσης στους Κλαρίτες πολλά όπλα και μπαρουτόσκαγα. Πάθαν τέτοια πανωλεθρία οι Τούρκοι που δεν ξαναεπιχείρησαν να καταλάβουν την Κλεισούρα.
Έτσι (κατά τα λεγόμενα πάντα μιας πολύ γριάς Στενιώτισσας), η Κλεισούρα, το Στενό, δεν πατήθηκε ποτέ από τους Τούρκους. Έμεινε πάντα λεύτερο και οπλισμένο και ήταν το καταφύγιο κάθε καταδιωκόμενου Έλληνα πατριώτη.
Μετά την Λευτεριά δημιουργήθηκε σιγά σιγά και η Κάτω Στενή προς τον κάμπο, όπου εκεί οι Στενιώτες καλλιέργησαν αμπέλια, χωράφια και ελιές.
Από το βιβλίο του Τάσου Παπαποστόλου ΜΥΘΟΙ ΘΡΥΛΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
Από το βιβλίο του Τάσου Παπαποστόλου ΜΥΘΟΙ ΘΡΥΛΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
Τον καιρό που πρωτοπάτησαν το πόδι τους οι Τούρκοι στην Εύβοια, πολλοί άνθρωποι από τα καμποχώρια της, ακόμα κι από την Χαλκίδα, εκείνοι δηλαδή που δεν μπορούσαν να ανεχτούν τη σκλαβιά και να προσκυνήσουν τον Τούρκο, άρπαξαν τα καριοφίλια τους, τις οικογένειές τους κι όσα υπάρχοντα μπόρεσαν να μεταφέρουν μαζί τους και τράβηξαν στα βουνά. Γίνανε Κλαρίτες (όπως τους ονόμαζαν τότες).
Περισσότεροι από αυτούς ρίζωσαν στις πλαγιές της Δέλφης,στα γύρω υψώματα του Μεσοχωριού(όπως λένε και τώρα το κέντρο της Στενής).Οι Κλαρίτες αυτοί έμεναν σε καλύβες. Οι περισσότεροι είχαν γίδια που τα βόσκαγαν στο απέραντο δάσος. Ακόμα, οπλισμένοι με καριοφίλια κατέβαιναν νύχτα στα τουρκοκρατούμενα χωριά κι άρπαζαν ότι έβρισκαν για να κρατηθούν στη ζωή. Ύστερα η περιοχή εκείνη έβγαζε και βγάζει ακόμα πολλά αγριοκάστανα. Αυτά τους έσωσαν πολλές φορές από το να μην πεθάνουν από την πείνα τα βαριοχείμωνα.
Περισσότερα: ΟΙ ΚΛΑΡΙΤΕΣΓραπτές πηγές και παράδοση
Η Στενή σύμφωνα με τον Δημήτρη Γιαννούκο στο «Χρονικόν της Στενής», δημιουργήθηκε γύρω στα 1790 από κατοίκους των οικισμών της περιοχής Σκουντέρι. Μια λοιμώδης ασθένεια και οι αυξανόμενες πιέσεις των Τούρκων οδήγησαν τους κατοίκους των οικισμών της περιοχής να μετοικίσουν 7 χιλιόμετρα βορειότερα, στη σημερινή θέση της Στενής. Επίσης αναφέρει τις θέσεις και το ονόματα των καλυβιών που ήταν το καταφύγιο τους την περίοδο της τουρκοκρατίας. Όλα αυτά είναι τεκμηριωμένα και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση.
Το 1886 εκδόθηκε το πρώτο ευβοϊκό διήγημα με τίτλο «Μαρούσα η Στροπωνιάτισσα» του γυμνασιάρχη Νικόλαου Αντωνόπουλου. Το 1939 ο δάσκαλος Γεώργιος Ντεγιάννης κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Μέσα στους λόγγους» ένα ύμνο στη φύση και το δάσος.
Περισσότερα: Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ