steni.gr
Ο Αποστόλης Σιμιτζής (Ποστόλας), Ήταν, σοβαρός, έξυπνος, με άποψη και χιούμορ.
Δεν έχανε την ευκαιρία να σχολιάζει διάφορα τεκταινόμενα και να σκαρώνει μικρά ποιηματάκια.
Τρεις φίλοι, μικροί στην ηλικία, που δεν είχαν πάει ακόμη φαντάροι, αποφάσισαν να κάνουν όπως οι μεγάλοι και μια Κυριακή, να πάνε να καθίσουν στο καφενείο.
Ήταν ο Κώστας Λέων (Γουράκης), ο Γιάννης Κουτσούκος (Μουσκοφρής) και ο Τάσος Κρητικός. Να πούμε ότι ο Μουσκοφρής ήταν μοναχογιός, ενώ ο Κρητικός, ασχολείτο με τα βουκολιά, βοσκούσε βόδια έναντι αμοιβής, την εποχή που δεν τα χρειάζονταν οι ιδιοκτήτες τους, που δεν είχαν όργωμα κ.λ.π.
Πήγαν λοιπόν στο Καφενείο του Γκέτσικα (Σπύρου) και παρήγγειλαν να πιούνε τρία πίπερμαν.
Τους είδε λοιπόν ο Ποστόλας και αμέσως σκάρωσε το ποιηματάκι του.
Του Γουράκη ο γιός
Του Μουσκοφρή ο μοναχογιός
Και του Κρητικού ο βοïδοβοσκός.
Πήγαν στου Γκέτσικα το μαγαζί
και ήπιαν πίπερμαν κι οι τρεις μαζί.
Γιάννης Γιαννούκος
Η Γιαννούλα Μάντζαρη, ή Γιαννούλα του Ασμούτη, ή Κυρία, ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα που γνώριζε πολύ καλά την τέχνη του συρσίματος, δηλαδή τη διαδικασία κατά την οποία τοποθετούσαν το στημόνι στο αντί για να μπει στον αργαλειό για ύφανση, διαθέτοντας όλο το μηχανισμό για τη δουλειά αυτή. Σύρσιμο επίσης λέγανε και τη διάρροια.
Η Γιαννούλα είχε ζήσει ένα μικρό χρονικό διάστημα στην Αθήνα και μιλούσε Αθηναίικα ή κυριίστικα όπως λέγανε γι αυτούς που δε μιλούσανε χωριάτικα.
Η κάπως μπάσα και στομφώδης φωνή της Γιαννούλας, σε συνδυασμό με την κυριίστικη προφορά της, ηχούσε χαρακτηριστικά στα αυτιά των συνομιλητών της. Γι αυτό και το προσωνύμιο «Κυρία»
Μια μέρα η Γιαννούλα κάτι θα είχε φάει και την πείραξε, με αποτέλεσμα όλη τη νύχτα να μην κοιμηθεί καθόλου και να μπαινοβγαίνει στον απόπατο (τουαλέτα).
Το άλλο πρωί, ταλαιπωρημένη, με εμφανή τα σημάδια της νυχτερινής της ταλαιπωρίας, βγήκε στο δρόμο για να πάει σε κάποια δουλεία ,όπου τη συνάντησε μια συγχωριανή της, η οποία πρόσεξε τη χλομάδα στο πρόσωπό της και την κούραση στα μάτια της και ανήσυχη τη ρώτησε.
Είσαι καλά Γιαννούλα, γιατί σε βλέπω λίγο «πεσμένη».
Έχεις δίκιο απαντά η Γιαννούλα, όλο το βράδυ χθες είχα σύρσιμο.
Μα καλά πρώτη φορά έχεις σύρσιμο εσύ; Εσύ μέρα παρά μέρα ξενυχτάς με το σύρσιμο.
Και η Γιαννούλα της απαντά.
Καλέ, δεν είχα σύρσιμο της μηχανής, είχα σύρσιμο του κώλου.
Γιάννης Γιαννούκος
Έξω από μπακάλικο του Γιώργου Μαστρογιάννη (Φούτρα), προς τη βορεινή πλευρά, υπήρχε ένα πεζούλι πέτρινο.
Τέτοια πεζούλια υπήρχαν πολλά στη Στενή, όπου μαζεύονταν οι γυναίκες της γειτονιάς και συζητούσαν τα απογεύματα, μιας και οι άνδρες πήγαιναν στο καφενείο.
Εκείνη τη μέρα ήταν εκεί, η γριά Γούλα,(πεθερά του Φούτρα) η Τασά η τζουρίαινα, η Παρσσού του Κωντή, η Κατερίνα του Τσουτσαίου, οι Χορμόβαινες, Παναγιού και Γιαννού, η Μάτω του Γιωργούλα η Πάτρα του Μπαρμπούρα, η Βαγγελιώ του Καλιάφα, η γριά Σταμούλα η Κατερίνα Γαλάνη (Μπιλιούρα) και άλλες.
Η Αργύρω του Κουτσούκου μόλις είχε γυρίσει από μια δουλειά, φαγητό δεν είχε και έστειλε το μικρό γιο της Σπύρο, να αγοράσει μακαρόνια από το Φούτρα.
Πήγε ο Σπύρος αγόρασε τα μακαρόνια και επιστρέφοντας πέρασε μπροστά από τη γυναικοπαρέα.
Περισσότερα: Τα αγοραστά μακαρόνιαΟ Κωτσαρής (Κώστας Ντουμάνης), είχε δυο σκυλιά που ήταν το καμάρι του. Τα σκυλιά έπιαναν μόνα τους λαγούς και τα πήγαιναν στον Κωτσαρή. Το ένα σκυλί ξετρύπωνε και κυνήγαγε το λαγό, τον οδηγούσε στο σημείο που παραφύλαγε το άλλο σκυλί και τον έπιανε.
Τα σκυλιά του Κωτσαρή ήταν γνωστά σε όλους και τα έβαλε στο μάτι φιλάργυρος αστυνομικός.
Του ζήτησε να του δανείσει τα σκυλιά να τα πάρει μαζί του στο Μαντούδι για να κυνηγήσει.
Τα σκυλιά πουλήθηκαν αμέσως, μιας και οι ικανότητές τους ήταν σε όλους γνωστή.
Ο Κωτσαρής την πάτησε, αλλά σε ποιόν να παραπονεθεί;
Πριν πολλά χρόνια, όταν ήμουν πιτσιρίκος, είχα πάει στη «Βρυσίτσα» για να βρω παρέα να παίξω. Εκεί συνήθως παίζαμε ποδόσφαιρο περιμένοντας να έρθει το λεωφορείο, που έκανε στάση εκεί και ίσως να ερχόταν κάποιος με πολλές βαλίτσες, να τον βοηθήσουμε και να εξοικονομήσουμε χαρτζιλίκι.
Όμως δεν ήταν κανένα άλλο παιδί και έτσι κάθισα στο μουράγιο που είναι προς το ποτάμι και παρατηρούσα τον Χρήστο Βλάχο (Γεννάδιο), ο οποίος με ένα φτυάρι, ταχτοποιούσε την άμμο που είχε ξεφορτώσει ένα φορτηγό.
Ύστερα από λίγη ώρα, ιδρωμένος και κουρασμένος κάθισε να πάρει μια ανάσα.
Κάποια στιγμή βγάζει από την τσέπη του μία δραχμή μου τι δίνει και μου λέει. Πήγαινε στο μαγαζί και πάρε μου ένα τσάι.
Παίρνω εγώ τη δραχμή και πάω στο μαγαζί που ήταν εκεί κοντά και το είχε ο Κώστας Παπαναστασίου. Ήταν καφενείο και μπακάλικο.
Κυρ΄ Κώστα, μου είπε ο Μπάρμπα Χρήστος να μου δώσεις ένα τσάι.
Ο Κυρ΄ Κώστας, πήρε ένα νεροπότηρο, το ακούμπησε πάνω στο τεζάκι του μαγαζιού, έσκυψε, σήκωσε μία νταμιτζάνα με κρασί και γέμισε το ποτήρι.
Μα δε μου είπε κρασί κυρ΄ Κώστα, τσάι μου είπε.
Ο Κυρ΄ Κώστας χαμογέλασε και μου είπε. Τέτοιο τσάι πίνει ο Μπάρμπα Χρήστος.
Έκτοτε αφού μεγάλωσα λίγο και πήγαινα στο καφενείο, παρατηρούσα τους θαμώνες να παραγγέλλουν τσάι και να τους φέρνει ο καφετζής κρασί σε νεροπότηρο.
Και να πως προήλθε αυτή η συνήθεια.
Τα παλιότερα χρόνια την παραμονή και ανήμερα των εκλογών, απαγορευόταν να σερβίρουν τα καταστήματα κρασί και γενικά αλκοολούχα ποτά, για το φόβο επεισοδίων, που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν από θερμόαιμους υποστηρικτές των διαφόρων παρατάξεων, που με την επήρεια του αλκοόλ ήταν πιο εύκολο να συμβούν.
Όμως το δαιμόνιο του Έλληνα βρήκε και εκεί τη λύση.
Παράγγελλαν τα κρασί να τους το φέρει σε κούπα, από εκείνες που σερβίριζαν το τσάι και ούτε γάτα, ούτε ζημιά.
Βέβαια αργότερα ο νόμος αυτός δεν ίσχυε, αλλά η συνήθεια παρέμεινε. Μόνο επειδή δεν υπήρχε ο φόβος να τους δει ο χωροφύλακας, σερβιριζόταν σε ποτήρι αλλά η λέξη «τσάι» καθιερώθηκε είτε είχαμε εκλογές είτε δεν είχαμε.
Γιάννης Γιαννούκος