steni.gr
Το καφενείο ήταν η καρδιά και η ψυχή του χωριού. Το μόνο μέρος που μπορούσες να περάσεις λίγο την ώρα σου και να ξεδώσεις από τον κάματο της ημέρας.
Τα καφενεία ήταν τόπος συγκέντρωσης όλων των ανδρών του χωριού.
Οι εργαζόμενοι μετά τη δουλειά τους, οι ηλικιωμένοι και γενικά οι χασομέρηδες, για να μάθουν τα ευχάριστα ή τα δυσάρεστα νέα, να συναντήσουν τους φίλους τους, να κάνουν απολογισµό των εργασιών της ηµέρας, να ανταλλάξουν απόψεις για τα τρέχοντα θέµατα, πολιτικά κοινωνικά και άλλα. Μαζί με όλους ο πρόεδρος του χωριού, ο παπάς, οι χωροφύλακες, ο αγροφύλακας, ο δάσκαλος, ο γιατρός. Αλλά και ο Νομάρχης ή ο βουλευτής, όποτε επισκέπτονταν το χωριό, στο καφενείο άραζαν για να εξαγγείλουν τα έργα που θα…κάνουν.
Στα καφενεία συναντούσε κανείς αυτούς που τα ήξεραν όλα και έπαιρναν θέση σε κάθε συζήτηση, τους κουτσοµπόληδες που είχαν τα αυτιά τους ανοιχτά και αναμετέδιδαν κάθε είδηση ή φήµη, τους ήσυχους που καθόντουσαν στις άκρες και παρακολουθούσαν το κάθε τι κουνώντας το κεφάλι τους, καθώς και τους χαζούς του χωριού, που όλοι τους πείραζαν για να περνάνε την ώρα τους. Εκεί ανέβαζαν και κατέβαζαν κυβερνήσεις, εκεί γινόντουσαν συνήθως τα προξενιά, εκεί καταδικαζόντουσαν ή αθωωνόντουσαν οι χωριανοί για παραπτώµατα που έκαναν η δεν έκαναν, εκεί γινόταν ο σχολιασµός των καυγάδων των ζευγαριών, τα παραπατήµατα των συζύγων. Εκεί λεγόντουσαν διάφορες ευτράπελες ιστοριούλες και οι αφηγήσεις των γερόντων, για τα πιο παλιά χρόνια. και γενικά εκεί λεγόταν οτιδήποτε, από το πιο σοβαρό ή αστείο, από το πιο αληθινό μέχρι το πιο ψεύτικο
Τα θέματα συζήτησης είχαν μεγάλο εύρος. Από το χωράφι που δεν οργωνόταν καλά, στη γίδα που πήγε με το τραγί και φτάνανε και σε πολιτικές αναλύσεις, για θέματα οικονομικού περιεχομένου, εξωτερικής πολιτικής και εθνικών θεμάτων.
Συνήθως οι πελάτες, τον καφέ τους τον συνόδευαν µε µία παρτίδα τάβλι, η µε µία παρτίδα πρέφας, σκαµπιλιού, κολτσίνας, ραμί ή ξερής. Γύρω από το κάθε τραπέζι που παιζόταν ένα παιχνίδι, συγκεντρωνόντουσαν πολλοί θεατές και ο καθένας τους είχε κάτι να παρατηρήσει για τα σφάλµατα ή τις ζαβολιές των παικτών.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς, τα καφενεία μετατρέπονταν για ένα βράδυ σε µικρά καζίνα, όπου άλλοι έπαιζαν τριανταµία, άλλοι πόκα, και οι πιο σκληροί ζάρια.
Για τις γυναίκες ίσχυε το «άβατο». Δεν πήγαιναν στο καφενείο,
εκτός κι αν γινόντουσαν πανηγύρια στο χωριό, γάµοι, αρραβώνες, και γενικά άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις των χωριανών.
Το καφενείο με τους θαμώνες του, κάλυπτε όλες τις ανάγκες που σήμερα καλύπτει (υποτίθεται) η κοινωνική πρόνοια και προστασία.
Ότι κι αν συνέβαινε σε κάποιον, αρρώστια, φωτιά και οποιαδήποτε έκτακτη ανάγκη, έτρεχε στο καφενείο ζητώντας συνδρομή και αμέσως το καφενείο άδειαζε και έτρεχαν όλοι για να συνδράμουν.
Στη Στενή υπήρχαν πολλά καφενεία. Τα περισσότερα στην πλατεία, στο χοροστάσι (η ονομασία οφείλεται στο ότι εκεί γινόντουσαν οι γενικοί χοροί τις διάφορες γιορτές αλλά και σε γάμους κλπ).
Η διαφορά του καφενείου με το μπακάλικο, προκειμένου να το λειτουργήσεις σαν επιχείρηση, ήταν ότι το καφενείο έπρεπε να ήταν στην πλατεία ή σε κάποιον κεντρικό δρόμο, ώστε να είναι πέρασμα.
Κάθε καφενείο είχε το δικό του τύπο, ανάλογα µε το γούστο του ιδιοκτήτη του. Όλα τους διέθεταν πάνω κάτω την ίδια επίπλωση. Μικρά ξύλινα τραπεζάκια, ξύλινες καρέκλες µε ψαθί, καναπέδες κολλητά στους τοίχους. Στη µέση του κάθε καφενείου υπήρχε πάντα η ξυλόσομπα, για θέρµανση το χειµώνα, ενώ το καλοκαίρι, άπλωναν έξω στρογγυλά μεταλλικά τραπεζάκια. Πολλές φορές στην σόµπα ψηνόντουσαν κάστανα και ρεβίθια,. Στο κέντρο της οροφής κρεµόταν ένα µεγάλο λουξ που φώτιζε το καφενείο τα βράδια. Στο βάθος υπήρχε µια υποτυπώδης κουζίνα, που περιλάµβανε ένα νεροχύτη, τον οποίο γέμιζαν με τους κουβάδες από τη βρύση, για να πλένουν τα ποτήρια, φλιτζάνια, κουταλάκια, πιατάκια του γλυκού κλπ. Καθώς και ράφια γεµάτα µε ποτήρια µικρά και µεγάλα, πιάτα και κουπάκια, καραφάκια ούζου και μπουκάλια με κονιάκ, πίπερμαν και διάφορα λικέρ. Ένα µικρό υπερυψωµένο τζάκι χρησίµευε για το ψήσιµο των καφέδων και των τσαγιών. Ένα πολύ ωραίο ορειχάλκινο δοχείο υπήρχε στο τζάκι για το ζέσταµα του νερού ή επάνω στη σόμπα, ένα τσαγιερό για το τσάι ή το φασκόµηλο, καφετιέρα και ζαχαριέρα, µπρίκια ορειχάλκινα µε µακρύ χερούλι. Στο τζάκι έκαιγε πυρήνα (χόβολη) ή και κανονική θράκα από ξύλα που έκανε τον καφέ νόστιµο.
Όσο για ψυγείο για λεμονάδες, πορτοκαλάδες και γκαζόζες, ούτε λόγος. Δεν υπήρχε ρεύμα, αλλά ούτε και πάγο μπορούσαν να προμηθευτούν και έτσι βάζανε στην κοντινότερη βρύση μία χύτρα, στην οποία είχαν βάλει μερικά αναψυκτικά και όταν παρήγγειλε κάποιος, έπαιρναν ένα αναψυκτικό από το τελάρο το πήγαιναν στη βρύση και έπαιρναν μία από τις κρύες για να τη σερβίρουν. Κι αυτό γινόταν για να μη χάσουν το λογαριασμό, γιατί στην ίδια χύτρα είχε βάλει κι ο άλλος καφετζής ο δίπλα ή ο απέναντι. Κι όλα αυτά το καλοκαίρι, γιατί το χειμώνα τα αναψυκτικά τα σερβίριζαν κατ΄ευθείαν από το τελάρο.
Χώρισµα του κυρίως καφενείου µε την κουζίνα ήταν ένας πάγκος ξύλινος, ο λεγόµενος µπουφές (τεζάκι), µε δίσκους επάνω για το σερβίρισµα των ποτών, µία σιδερένια κανάτα νερού, δύο µεγάλα µπουκάλια µε ούζο και κονιάκ, γυάλες µε γλυκά κουταλιού, βύσσινο, κεράσι, περγαμόντο και κουτιά µε λουκούµια. Στον τοίχο πάνω από τον πάγκο υπήρχε µια ξύλινη κατασκευή µε µικρά χωρίσµατα που φυλαγόντουσαν οι τράπουλες µε τα παιγνιόχαρτα,. Ο µπουφές του καφενείου είχε και δύο συρτάρια που ο καφετζής έβαζε τις εισπράξεις του, και τα τεφτέρια µε τα «βερεσέδια».
Έτσι ήταν τα καφενεία του χωριού µας, που σιγά σιγά έχασαν όχι μόνο το χρώμα τους αλλά και την ύπαρξή τους.
Σήμερα υπάρχουν καφετέριες.
Παλιά καφενεία, από ότι μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε είχαν στην Άνω Στενή οι:
-Βασιλείου Νικόλαος (Κατσαρός). Κοντά στην εκκλησία. Ιδιοκτησία σήμερα του Βασιλείου Νικόλαου (εγγονός).
-Ντούρμας Αριστείδης (Αριστδάνας). Ιδιοκτησία σήμερα, Μαρίας Ντούρμα-Βαλαή.
Σπύρου Κωνσταντίνος (Γκέτσικας). Ιδιοκτησία σήμερα, Παρασκευής Σπύρου-Θάνου.
-Σπύρου Σπύρος (Γκέτσικας). Ιδιοκτησία σήμερα Βασιλείου Σπύρου (γιος)
-Αικατερίνη (Ρίνα) Γκούστρα. Στην πλατεία Ιδιοκτησία σήμερα της Μαριάνας Γκούστρα-Πασχαλίδη)
-Γιαλός Παναγιώτης (Γκελέκας). Ιδιοκτησία σήμερα Κώστα Κατσανά, που το λειτουργεί ο γιος του Γεώργιος Κατσανάς σαν καφετέρια.
-Στο κτίριο αυτό, λειτούργησε καφενείο και ο Γεώργιος Κατσανάς (Παππούς του σημερινού ιδιοκτήτη).
-Ο Παναγιώτης Γιαλός (Γκελέκας), μετέφερε την επιχείρηση σε άλλο κτίριο, εκεί που σήμερα είναι ιδιοκτησία της Παρασκευής Μπαρμπούρη.
-Παλαιολόγος Κωνσταντίνος (Κατός). Ιδιοκτησία Γεωργίου Σπύρου του Δημητρίου, που σήμερα το λειτουργεί σαν ταβέρνα.
-Παλαιολόγος Ιωάννης (Γιατράκος). Ιδιοκτησία Γεωργίας Παλαιολόγου. Σήμερα στο χώρο αυτό λειτουργεί καφετέρια.
-Σίδερης Αθανάσιος. Ιδιοκτησία σήμερα Αικατερίνης (Ρίνας) Κατσανά.
-Παλαιολόγος Σπύρος (Χορμόβας). Σήμερα ιδιοκτησία Γεωργίου Ντούρμα. Λειτουργεί και σήμερα σαν καφενείο.
-Κυράνας Αντώνιος (Ταγαράς). Ιδιοκτησία σήμερα του Ηλία και Ιωάννας Μέργου.
Στην Κάτω Στενή
-Καλαμάρας Δημήτριος, το οποίο συνέχισε να το λειτουργεί ο γιος του Χαράλαμπος Καλαμάρας και στη συνέχεια ο εγγονός του Δημήτριος Καλαμάρας.
-Κοντούλα Αθηνά. Σήμερα είναι ιδιοκτησία Παναγιώτας Γιαμά-Βλάχου.
-Βλάχος Γεώργιος (Φορτούνας). Σήμερα είναι ιδιοκτησία Αθανασίου Βλάχου
-Οι αδελφοί Κατσανά Μιχάλης και Λάμπρος, είχαν καφενείο εκεί που σήμερα είναι ιδιοκτησία Αναστάσιου Γιαννούκου (Σκάσα)
-Σουλτάνης Βασίλειος (Βασλαράς). Είναι ιδιοκτησία του εγγονού του Βασίλη και σήμερα λειτουργεί σαν καφετέρια.
-Κυράνας, Ευάγγελος Σήμερα είναι ιδιοκτησία Αθανασίου Κυράνα (Κανάρη)
-Ντούρμας Αναστάσιος (Μαγκούτας). Ιδιοκτησία Μαρίας Ντούρμα-Τσιμιτσέλη.
-Βλάχος Αναστάσιος. Ιδιοκτησία σήμερα Νικολάου Γιαλού του Ταξιάρχη.
-Κυράνας Χαράλαμπος (Χαραλαμάκης).Σήμερα λειτουργεί σαν «Σούπερ Μάρκετ» από τον δισέγγονό του Κώστα Κυράνα, αφού προηγουμένως το είχε λειτουργήσει και ο πατέρας του Γιάννης Κυράνας.
-Καφενείο είχε και ο Μωραΐτης (δεν γνωρίζουμε το μικρό του όνομα) και κατά πάσαν πιθανότητα ήταν το πρώτο καφενείο που λειτούργησε στην Κάτω Στενή. Η ύπαρξη του ονόματος Μωραΐτη στην Κάτω Στενή, ίσως μπορεί να επιβεβαιωθεί και από την τοποθεσία «στου Μωραΐτη», που βρίσκεται μεταξύ Βούνων και Παλιάλωνα. Άλλοι λένε ότι το όνομα Μωραΐτης δεν ήταν το κανονικό, αλλά τον φώναζαν έτσι επειδή καταγόταν από την Πελοπόννησο. Υπήρχε και ένα καμίνι (το καμίνι του Μωραΐτη) στην Κάτω Στενή, δίπλα από το σπίτι του Θανάση Μακρή.
Γιάννης Γιαννούκος
Στη Στενή οι κουρείς σπάνια είχαν δικό τους χώρο. Οι περισσότεροι έστηναν το «μαγαζί τους σε κάποιο καφενείο.
Σε μια γωνία του καφενείου έβαζαν τον καθρέφτη, την πολυθρόνα και τον πάγκο τους και ήταν έτοιμοι. Έτσι οι πελάτες μπορούσαν να πιουν τον καφέ τους, να συζητήσουν, να διαβάσουν την εφημερίδα τους και χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουν, να έχει έρθει η σειρά τους.
Τα εργαλεία του κουρέα ήταν μία χειροκίνητη κουρευτική μηχανή χοντρή και μία ψιλή
Με την ψιλή μηχανή το κεφάλι σου γινότανε «γουλί». Άλλωστε με την ψιλή κουρευόμασταν όταν πηγαίναμε στο Δημοτικό, με την έναρξη του σχολικού έτους. Και αν ήταν και λίγο ελαττωματική η μηχανή, σου τραβούσε το μαλλί και υπέφερες από τον πόνο.
Άλλα εργαλεία ήταν η τσατσάρα, το ψαλίδι, οι ξυριστικές ατσάλινες λεπίδες (φαλτσέτες),που τις τρόχιζαν συχνά, αλλά είχαν και ένα λουρί (καΐσι), που συχνά πυκνά έτριβαν επάνω της την ξυριστική λεπίδα για να μη στομώσει, ενώ συχνά την ώρα του ξυρίσματος, εμβάπτιζαν τη λεπίδα σε ένα δοχείο με οινόπνευμα για απολύμανση. Επίσης ένα μεταλλικό μπολ με βάση για να φτιάχνει τη σαπουνάδα, που ήταν σαπούνι και νερό ζεστό, και τα ανακάτευαν με ειδικό πινέλο.
Και φυσικά μετά το ξύρισμα, καθάρισμα του προσώπου με οινόπνευμα και από πάνω κάποιο μυρωδικό. Κολόνια λεμόνι ή μπριγιόλ για τα μαλλιά μετά το κούρεμα..
Στην άκρη μια νιπτήρα και από κάτω μία μικρή λεκάνη, η οποία κατά τακτά διαστήματα ήθελε άδειασμα.
Ο κουρέας ήταν πάντα ομιλητικός, είχε άποψη για όλα και μετέδιδε τα νέα του χωριού. Ότι μάθαινε από τον έναν το μετέδιδε στους άλλους και τα νέα ανακυκλώνονταν
Κουρεία στην Άνω Στενή είχαν οι:
-Εμμανουήλ Δημήτριος στο καφενείο του Γιαλού Παναγιώτη (Γκελέκα).
-Ο Γιαμάς Άγγελος, είχε το κουρείο εκεί που αργότερα, μετά τον πόλεμο, είχε ραφείο ο Ταξιάρχης Σπυριδάκης. Ιδιοκτησία Ζήση Σπυριδάκη.
-Ο Καρλατήρας Κωνσταντίνος (Τσαλάκιας) είχε κουρείο στην πλατεία σ' ένα μικρό καμαράκι, στο σπίτι της Μαριάννας Γκούστρα-Πασχαλίδη.
-Χουλιάρας Σπύρος (Σουρελάς). Είχε κουρείο στο σπίτι του, που σήμερα είναι ιδιοκτησία των παιδιών του Κώστα και Μαρίας. Αργότερα, μετά τον πόλεμο, μετέφερε το κουρείο του στου Κορώνη (Μπαμπά), στην πλατεία.
Μεταγενέστερα, μετά τον πόλεμο άνοιξαν κουρεία και οι Ντούρμας Αθανάσιος. Τσότσος Ευάγγελος (Κολοκούρας), Λέων Δημήτριος (Μουρτζούνης) και Παλαιολόγος Γεώργιος (Γιατράκος)
Στην Κάτω Στενή, ήταν ο Βλάχος Αναστάσιος, που είχε και καφενείο.
Ο Ντουμάνης Κωνσταντίνος (Κατσαμπέκης) είχε κουρείο, εκεί που σήμερα είναι το σπίτι του γιου του Αθανασίου Ντουμάνη.
Μετά τον πόλεμο είχε και ο Καλαμάρας Δημήτριος, στο καφενείο του.
Γιάννης Γιαννούκος
Τα υλικά τους ήταν μυρτιές, καναπίτσες (Λυγαριές), που τις εύρισκαν άφθονες στις όχθες του ποταμιού και από καλάμια, τα οποία υπάρχουν παντού.
Από τις μυρτιές και κυρίως από τις λυγαριές, οι κοφινάδες αποσπούσαν μακριές βίτσες με το ειδικό μαχαίρι και έκαναν τους σκελετούς για να πλέξουν με τα σχισμένα καλάμια, καλάθια. Υπήρχαν ειδικά καλάθια για τις μεταφορές των φρούτων, για το πλύσιμο των ρούχων, καθώς και περίτεχνα λεπτοδουλεμένα καλάθια. Η τέχνη της καλαθοπλεκτικής απαιτούσε μεγάλη πείρα, δεξιοτεχνία και ταχύτητα και τη μάθαινε κανείς κυρίως μέσα από την οικογενειακή παράδοση.
Οι ανάγκες των αγροτικών εργασιών και κυρίως η συγκομιδή αγροτικών προϊόντων τώρα, καλύπτονται από μηχανικά μέσα, δηλαδή ξύλινα τελάρα, πλαστικές κλούβες, χάρτινα τελάρα κ.α. Τα παλιά χρόνια όμως, τις αγροτικές ανάγκες τις κάλυπταν με τα καλάθια, κοφίνια όπως τα έλεγαν. Τα κοφίνια άρχιζαν από μικρά, τα κοφίνια των αυγών, τα πανέρια κ.α. Οι κόφες ήταν τα πιο διαδεδομένα και χρησιμοποιούνταν για να βάζουν τα σταφύλια κατά τον τρύγο κυρίως. Τα κοφίνια για το ψωμί ήταν σε σχέδιο πιθαριού με καπάκι πλεκτό (κοφνίδα).Επίσης το ταρπί που ήταν για πολλές χρήσεις αλλά και για την αλισίβα όταν έκαναν πλύσιμο στο ποτάμι.
Το επάγγελμα του κοφινά ήταν στα χωριά οικογενειακή παράδοση. Από γενιά σε γενιά η τέχνη διαδιδόταν, μέχρι που σταμάτησε τελείως το πλέξιμο. Οι κοφινάδες το χειμώνα έκοβαν τα καλάμια από τα ποτάμια και τα έδεναν δεμάτια για να ξεραθούν. Τις βέργες τις έκοβαν μετά τον Ιούλιο, τις ξεφύλλιζαν και τις άπλωναν στον ήλιο να ξεραθούν και αυτές για την επόμενη χρονιά. Το πλέξιμο των κοφινιών άρχιζε εντατικά μετά το θέρο και τον αλωνισμό, μέχρι το τέλος του Σεπτέμβρη
Κοφινάδες ήταν:
Ο Ντουμάνης Σπύρος (Καρκαβέλας) και ο Γερακίνης Δημήτριος (Καμπάνης)
Υπήρχαν και άλλοι παλιότερα, που δεν μπορέσαμε να πληροφορηθούμε.
Γιάννης Γιαννούκος
Για να κτιστεί ένα σπίτι, χρειαζόντουσαν πέντε βασικά υλικά: Πέτρες, ξύλα, ασβέστη, άμμος και κεραμίδια.
Τις πέτρες τις έπαιρναν από τα νταμάρια, τα ξύλα από τους υλοτόμους, τον ασβέστη από τα ασβεστοκάμινα, την άμμο από το ποτάμι. και τα κεραμίδια από τα κεραμιδαριά.
Για τις πέτρες, ένα νταμάρι ήταν στη θέση Ντάμη, από όπου μπορούσε όποιος ήθελε να προμηθευτεί και άλλο ένα μεταπολεμικά, μεταξύ πάνω και κάτω Στενής στη θέση Χότζα, που το δούλευε ο Απόστολος Γιαλός. Το κτήμα στο οποίο γινόταν η εξόρυξη της πέτρας, ήταν ιδιοκτησία του Γεωργίου Σπυριδάκη.
Τα ξύλα τα παράγγελλαν στους υλοτόμους
Την ασβέστη από τα ασβεστοκάμινα τα οποία ήταν αρκετά. Ένα μάλιστα είχαν φτιάξει μετά τον πόλεμο οι πυρόπληκτοι, που είχαν καεί τα σπίτια τους κατά τη διάρκεια του πολέμου αλλά και του εμφυλίου.
Ασβεστοκάμινα υπήρχαν στις θέσεις «Καρατλάκα», «Ανήλιος» και «Κουρίτος». Αυτό το τελευταίο το δούλευαν, ο Αναστάσιος Σουλτάνης (Μνίλας) και ο Μιχάλης Καρλέτσος.
Την άμμο, όπως είπαμε την έπαιρναν από το ποτάμι.
Τα κεραμίδια κατασκευάζονταν σε ειδικά καμίνια.
Από τα παλιά χρόνια στην περιοχή «Κληματαριές», κοντά στο ποτάμι, υπήρχε κεραμιδάδικο. Σήμερα δεν λειτουργεί, αλλά την περιοχή την ονομάζουν «Κεραμιδαριά».(στα κιραμδαριά).
Ένα άλλο καμίνι υπήρχε κατά μήκος του δρόμου προς τα αλώνια, στην Κάτω Στενή, το οποίο έφτιαχνε και κανάτια, στάμνες, πιθάρια κ.α. και ήταν του Βλάχου Γεωργίου (Ζορμπαλή) και των παιδιών του.
Περί το 1950, λειτούργησε κεραμιδάδικο για λίγα χρόνια και ο Κώστας Μαστρογιάννης.
Τις πέτρες τις κουβαλούσαν στην οικοδομή με μουλάρια και γαϊδούρια. Τοποθετούσαν δύο σανίδες στις δύο πλευρές του σαμαριού, στις οποίες έβαζαν τις πέτρες. Καταλαβαίνουμε ότι χρειαζόντουσαν πολλές «στράτες» για να κουβαληθούν οι πέτρες. Από εκεί και έπειτα ο κτίστης έπαιρνε την πέτρα και με το σφυρί της έδινε την κατάλληλη μορφή.
Τα ξύλα που έφερναν οι υλοτόμοι, ήταν μεγάλα δοκάρια διαφόρων μεγεθών. Μερικά από αυτά τα έβαζαν στους τοίχους για στερέωση (κάτι σαν τα σημερινά σενάζ) κι άλλα τα έβαζαν πάνω και πλάι από πόρτες και παράθυρα, κάτι σαν τις σημερινές κάσες των κουφωμάτων αλλά επί πλέον τα ξύλα αυτά λειτουργούσαν και σαν σενάζ (παράστωμα).
Τον ασβέστη τον έπαιρναν από τους λάκκους, Στους λάκκους έριχναν την ασβέστη οι ασβεστοκαμινάδες, έριχναν από πάνω νερό και το άφηναν μέρες και μήνες μέχρι ο ασβέστης να κατασβηστεί, να γίνει δηλαδή αλοιφή. Την μετάφεραν στην οικοδομή με τα ζώα, μέσα σε ξύλινα κασόνια, ενώ τα μετέπειτα χρόνια χρησιμοποιούσαν τενεκέδες. Στην οικοδομή, τον ασβέστη τον περνούσαν από την κοσκίνα, για να κρατήσει πιθανόν σκληρά κομμάτια που δεν είχαν διαλυθεί (χουρμπούλια). Η κοσκίνα ήταν ένα τετράγωνο ξύλινο τελάρο με τέσσερις λαβές, που ανάμεσα είχε εφαρμοστεί μια ψιλή σήτα. Δύο εργάτες, κρατώντας από δύο λαβές, ο ένας απέναντι στον άλλον, την κουνούσαν και έπεφτε η ασβέστη καθαρισμένη από χουρμπούλια.
Την άμμο την έφερναν από το ποτάμι με τα ζώα, μέσα σε ξύλινα κασόνια, ύψους περίπου ένα μέτρο, στενή από κάτω και όσο ανέβαινε άνοιγε ελάχιστα. Όταν έφταναν στην οικοδομή, άνοιγαν τα κασόνια από κάτω και η άμμος χυνόταν.
Ύστερα την πέρναγαν από τη σήτα. Η «σήτα» ήταν ένα ξύλινο τελάρο με εφαρμοσμένη σήτα, το οποίο το τοποθετούσαν όρθιο και λίγο πλαγιαστά, αφού του είχαν βάλει υποστυλώματα και με το φτυάρι έριχναν απάνω την άμμο. Έτσι η καθαρή άμμος περνούσε και οι διάφορες μικρές πέτρες, ξυλάκια, φύλλα και ότι άλλο υπήρχε μέσα στην άμμο έμεναν απ΄έξω.
Αυτή η άμμος ήταν για κτίσιμο. Αν ήθελαν να σοβατίσουν, την ξαναπερνούσαν από την κοσκίνα που είχε πιο ψιλή σήτα.
Το μείγμα της λάσπης ήταν ασβέστη, άμμος και νερό, που τα ανακάτευε με την τσάπα και με το φτυάρι ο εργάτης «λασπιάς» και με τον τενεκέ την μετέφερε εκεί που έκτιζε ο «μάστορας».
Νωρίτερα ακόμα, πριν να γίνει η χρήση του ασβέστη, η λάσπη φτιαχνόταν με χώμα, βάζοντας μέσα άχυρο ή τραγόμαλο, ή οτιδήποτε θα μπορούσε να την σφίξει περισσότερο
Ο μάστορας με το μυστρί και ένα σφυρί για να λειαίνει τις πέτρες, ανεβασμένος στην σκαλωσιά, έκτιζε.
Μεγάλη προσοχή έδινε στη λείανση των αγκωναριών, που θα έμπαιναν στις γωνίες του σπιτιού, αλλά και στις πέτρες που θα φαίνονταν (θα ήταν πρόσωπο, από μέσα ή απ΄έξω). Ανάμεσα έβαζαν ακανόνιστες πέτρες και μικρά χαλίκια, όταν χρειαζότανε να κλείσουν τα κενά. Να θυμίσουμε ότι οι τοίχοι είχαν πάνω από εξήντα πόντους πάχος.
Για το σοβάτισμα, όταν γινόταν, χρησιμοποιούσαν το μυστρί και το φραγκόφτυαρο, το οποίο ήταν ένα ορθογώνιο σανίδι με βάση από κάτω, που έβαζε ο μάστορας τη λάσπη και όταν τελείωνε ξαναέβαζε λάσπη από τον κουβά. Με το μικρό φραγκόφτυαρο που είχε πιο γυαλιστερή επιφάνεια, λείαιναν το σοφά.
Και τέλος έμενε η σκεπή. Αφού είχαν υπολογίσει τις διαστάσεις, είχαν παραγγείλει στους υλοτόμους, τα πέταβρα, τις στρώσεις, τα ψαλίδια τους παπάδες, τα σανίδια και τα πατερά.
Εδώ πρέπει να πούμε, ότι τα σανίδια και τα πέταβρα ήταν συνήθως από έλατο, ενώ οι στρώσεις, πατερά, ψαλίδια, από καστανιά.
Τα πατερά ήταν μεγάλα χοντρά δοκάρια που τα τοποθετούσαν, όταν έφταναν στο ύψος του ισογείου, στα οποία επάνω, θα καρφωνόταν το πάτωμα.
Οι στρώσεις, ήταν παρόμοια δοκάρια, έμπαιναν ψηλά και εκεί θα καρφωνόταν το ταβάνι.
Τα ψαλίδια, ξεκινούσαν από τους τοίχους και δημιουργούσαν την οροφή, ενώ οι «παπάδες» ήταν μικρότερα δοκάρια, που ξεκίναγαν από την «στρώση» και έφταναν εκεί που ενώνονταν τα δύο ψαλίδια.
Τα σπίτια που κτίζονταν ήταν απλά. Τέσσερις τοίχοι. Στο βοριά τα παράθυρα ήταν μικρά, ενώ το χαγιάτι και η εξωτερική σκάλα που οδηγούσε στην αυλή, ήταν στο νοτιά. Ελάχιστα σπίτια είχαν και διαχωριστικό τοίχο.
Όταν αργότερα έβαζαν το πάτωμα και το ταβάνι, χώριζαν τα δωμάτια με "τσατί». Το ισόγειο το χώριζαν στα δύο με τσατί ή σκέτες σανίδες. Στο ένα μέρος ήταν η αποθήκη για τα γεννήματα και στο άλλο ο μπλέχτης και τα ζώα.
Το τσατί. ήταν διαχωριστικό δωματίων. Κάρφωναν δοκάρια, μεταξύ του πατερού και της στρώσης και στη συνέχεια πάνω στα δοκάρια κάρφωναν πηχάκια και από τις δύο μεριές του δοκαριού, βάζοντας ανάμεσα λάσπη ανακατεμένη με αστοφιές, άχυρο και τραγόμαλο. Απέξω το σοβάτιζαν και έμοιαζε σαν κανονικός τοίχος.
Τα Εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν: Μυστρί, τσάπα, φτυάρι, τσουγκράνα, νήμα της στάθμης, μέτρο, αλφάδι, φραγκόφτυαρο, σήτα, κοσκίνα, κασόνια κ.α.
Κάποιοι από τους κτίστες πέτρας που μπορέσαμε να μάθουμε ήταν: Μαστρογιάννης Αλέκος, Μαστρογιάννης Θανάσης (Λαδάς), Μαστρογιάννης Θανάσης (Ριζάς), Μαστρογιάννης Κώστας (Κωντής), Μαστρογιάννης Νίκος, Μαστρογιάννης Τάσος (Μάλιος), Μαστρογιάννης Δημήτριος (Στραβομύτης), Κατσανάς Ζήσης Μαστρογιάννης Θανάσης (Καρτάλης), Θάνος Παναγιώτης (Τζούρος), Μαστρογιάννης Γεώργιος (Φούτρας), Βασιλείου Κώστας (Ντίκας) Βασιλείου Χαράλαμπος, Κυράνας Νίκος(Τόμπλας), Κυράνας Θανάσης.
Στην Κάτω Στενή:
Κορώνης Αθανάσιος (Λιπιδίτσας), Μαστρογιάννης Κώστας (Τζώρτζης), Μαστρογιάννης. Νίκος, Μαστρογιάννης Παναγιώτης, Σιμιτζής Πέτρος (παπάς), Σιμιτζής Αθανάσιος (Νάσκας),
Σίγουρα ήταν κι άλλοι, που δεν μπορέσαμε να μάθουμε.
-Βλέπουμε ότι υπήρχαν πολλοί Μαστρογιάννηδες κτίστες πέτρας.
Οι Μαστρογιάννηδες είχαν έρθει από την ήπειρο και ήταν πετράδες. Διατήρησαν αυτή την παράδοση μέχρι και την προηγούμενη γενιά.
Τελευταίος πετράς, ήταν ο Γιώργος Μαστρογιάννης (Λαδάς).
Γιάννης Γιαννούκος
Όπως έχουμε πει σε προηγούμενη αναφορά μας, όταν μάζευαν τις ελιές, τις αποθήκευαν στο κατώι του σπιτιού, μέχρι να έρθει η σειρά για να πάνε στο λιοτρίβι. Και αυτή η «σειρά» αργούσε μέρες, ίσως και εβδομάδες.
Όταν ερχόταν η σειρά για να μπουν οι ελιές στο λιοτρίβι, τις έβαζαν σε σακιά, τις φόρτωναν στο ζώο και τις μετάφεραν στο λιοτρίβι.
Εκεί η πρώτη δουλειά ήταν να ζυγιστούν.
Το ζύγισμα γινόταν με το καντάρι.
Το καντάρι (ο στατήρας των αρχαίων), λειτουργούσε με διαιρεμένο σε οκάδες ή κιλά μοχλοβραχίονα με κινητό αντίβαρο και με το υπομόχλιο σταθερό πάνω απ’ τη θέση του γάντζου, απ' όπου περνούσε ένα ξύλινο δοκάρι «μανέλα» και κρατιόταν στις άκρες του από δυο ανθρώπους σηκωτές-ζυγιστές. Ο γάντζος από κάτω ή οι δυο αλυσίδες που κατέληγαν πάλι σε γάντζους μυτερούς, ήταν για την ανάρτηση του βάρους.
Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν οι πλάστιγγες.
Μετά έπαιρναν τις ελιές και τις έριχναν στο «Αλώνι».
Το αλώνι ήταν σχετικά ψηλό, λιθόκτιστο, πλακοστρωμένο, ελαφρά γυρτό προς τα μέσα, αλλά στο κέντρο επίπεδο για να γυρίζουν οι πέτρες.
Στη μέση του αλωνιού υψωνόταν όρθιος ένας άξονας και από αυτόν ένας άλλος κάθετα, οριζόντια αυτού που έμπαινε στο κέντρο των δύο κυκλικών πετρών, που ζύγιζαν περίπου ένα τόνο η καθεμιά.
Οι αποστάσεις των δύο πετρών από τον κεντρικό άξονα δεν ήταν ίσες, αλλά η μία ήταν ελάχιστα πιο μακριά από την άλλη για να πατάει τις ελιές που έσπρωχνε προς τα έξω η άλλη.
Πιο ψηλά υπήρχε άλλος άξονας που προχωρούσε γυρτός και έβγαινε έξω από την περιφέρεια του αλωνιού.
Εκεί ήταν το μουλάρι με τη λαιμαργιά και τα ανάλογα λουριά, έτοιμο να αρχίσει να περιστρέφει τις πέτρες.
Ένας εργάτης κτυπούσε το άλογο με τη βίτσα για να ξεκινήσει και ενώ το οδηγούσε, κατά διαστήματα έπαιρνε και το φτυάρι για να σπρώχνει τις λιωμένες ελιές, για να μπορεί να τις πιάνουν οι πέτρες. Τις λιωμένες ελιές τις έλεγαν «φαΐ», το οποίο μετά το τέλος της σύνθλιψης, τις διοχέτευαν μέσω ενός ανοίγματος που υπήρχε στο αλώνι, σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο, από όπου το έπαιρναν και γέμιζαν τα τσαντίλια.
Στα τσαντίλια βάζανε το «φαΐ» και τα τοποθετούσαν στο πιεστήριο «πρέσα», μέχρι να συμπληρωθεί ένας «στάμος» ή «Μύλος».
Ο στάμος συμπληρωνόταν όταν έμπαιναν πάνω στην πρέσα δεκατέσσερα τσαντίλια και ο μύλος τα διπλάσια, είκοσι οχτώ.
Σε οκάδες, αντιστοιχούσε ο στάμος σε 72,5 οκάδες και ο μύλος 145 οκάδες.
Γυρίζοντας με τα χέρια τη «μανέλα», η πρέσα άρχιζε να σφίγγει τα τσαντίλια και να χύνεται το λάδι σε μια γούρνα, ενώ παράλληλα έριχναν με κουβάδες καυτό νερό επάνω στα τσαντίλια, για να καθαρίζουν και να βοηθάνε τη ροή του λαδιού.
Το νερό έμενε κάτω και το λάδι επέπλεε και με ειδικά διαμορφωμένα δοχεία έπαιρναν το λάδι και το έβαζαν στις λαδίκες.
Στο τέλος έμενε, το κατακάθι του λαδιού η «καραμπάτσα», η οποία μαζί με το νερό που είχε μείνει από κάτω, έφευγε από μια μικρή δίοδο που είχαν διαμορφώσει γι αυτό το σκοπό.
Με το τέλος της διαδικασίας, άδειαζαν τα τσαντίλια από τα λιωμένα κουκούτσια της ελιάς το «λικούκι».
Το «λικούκι» το προωθούσαν στο εμπόριο, με το οποίο έφτιαχναν την πυρήνα, που την χρησιμοποιούσαν για θέρμανση κυρίως στα μαγκάλια.
Κρατούσαν όμως και αρκετή ποσότητα για τροφή των γουρουνιών, το οποίο ανακάτευαν με αλεσμένο κριθάρι και νερό και δημιουργείτο ένας χυλός, το χοιράλευρο, που το έριχναν στο «λότσο» για να τον φάει το γουρούνι. Λότσος ήταν η ταΐστρα του γουρουνιού. Ήταν ένα σκαφιδιασμένο ξύλο, το οποίο το χρησιμοποιούσαν και για ποτίστρα των πουλερικών από τα Χριστούγεννα, μέχρι τον επόμενο Σεπτέμβριο που θα αγόρασαν το γουρούνι να το εκθρέψουν για τα επόμενα Χριστούγεννα.
Το γενικό πρόσταγμα το είχε ο «μάστορας», που ήταν έμπειρος και καθοδηγούσε τους υπόλοιπους εργάτες.
Μάστοροι κατά καιρούς είχαν χρηματίσει. Ο Αναστάσιος Θάνος (Κατάσος),ο Γεώργιος Θωμάς, ο Θεόδωρος Σιμιτζής (Δόκιμος), ο Σπύρος Σπύρου (Γκέτσικας) και αργότερα ο γιος του Γιάννης Σπύρου, ο Γιάννης Λέων (Γιαγιάννης), ο Κυριάκος Ζέρβας (Κυριακός), ο Κυράνας Ευάγγελος (Τζατζανάκης), ο Αναστάσιος Ντούρμας (Τζάβας), ο Λάππας Χρήστος, ο Δημήτριος Ντούρμας (Μανταλός), ο Θανάσης Πισινάρας (Σιτιμπούρας), ο Αντώνης Βλάχος κ.α
Οι νοικοκυραίοι των οποίων είχαν «βάλει μπροστά» τις ελιές στο λιοτρίβι, έφερναν κρασί και κολατσιό για τους εργάτες, οι οποίοι δουλεύοντας, έτρωγαν κάτι και έπιναν και κάποιο ποτηράκι.
Το κολατσιό αποτελείτο κυρίως από ρέγκες ή σαρδέλες παστές (για να τραβάνε κρασί), τυρί, ντομάτες κλπ. Την ημέρα που θα έπαιρναν το λάδι πήγαιναν στο λιοτρίβι τηγανίτες ή λουκουμάδες.
Λιοτρίβια στη Στενή ήταν:
-Στην Άνω Στενή, του Γρηγόρη Μεργού (Τσάλης),συνεταιρικά με το δάσκαλο Χαράλαμπο Παπακηρύκου και Παναγιώτα Ντούρμα-Σιμιτζή.
-Μεταξύ Πάνω και Κάτω Στενής, τα αδέλφια Ευάγγελος και Αθανάσιος Γιαλός (Ταμίας)
-Στην Κάτω Στενή, του Ανέστη Βλάχου (Πανίτσα), συνεταιρικά με τη Μαρία Λέων, το γένος Κορώνη.
-Στον Πύργο (Σκουντέρι), ο Θανάσης Καμαριώτης (Παρέας) και ο Παγώνης από τα Καμπιά.
-Λίγα χρόνια πριν τον πόλεμο του 1940 άρχισε να λειτουργεί υδραυλικό λιοτρίβι ιδιοκτησίας του Γιώργου Γιαννούκου (Πολισμάνος) και Δημήτρη Τσότσου (Λουτσόρος), το οποίο κάηκε στην κατοχή.
Το λιοτρίβι του Γιώργου Γιαννούκου, λειτούργησε και μετά τον πόλεμο, σε άλλη θέση, εκεί που σήμερα είναι το σπίτι του Γιώργου Καράγκου, από τη Μαρία Λέων και άλλων συνεταίρων, ενώ στην Κάτω Στενή άνοιξε για λίγα χρόνια λιοτρίβι και ο Χαράλαμπος Σιμιτζής (Λαμής). Σήμερα εκεί λειτουργεί φούρνος.
Γιάννης Γιαννούκος