steni.gr
Πριν από 70 και πλέον χρόνια, στη Στενή υπήρχαν 400-500 αγελάδες-βόδια, τα οποία δεν μπορούσαν να συντηρήσουν ή να τα εκτρέφουν στα σπίτια τους λόγω έλλειψης χώρου κυρίως. Γι αυτό το λόγο υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι συγκέντρωναν όλα τα βοοειδή του χωριού και δημιουργούσαν τα Βρουκολιά (Βουκολιά).
Οι βουκόλοι έφτιαχναν μια μάντρα σε κάποια περιοχή, που συνήθως ήταν μία από τις παρακάτω: Θυμάρια, Λιβάδια, Βρωμόκλαρο, Παλιάλωνα, Μεγάλο χαντάκι, Πέτρα, Ξυδάδες, Μαδαρούς κλπ.
Ο ορισμός του χώρου που θα λειτουργούσε το Βουκολιό γινόταν με κοινοτική απόφαση.
Τα ζώα τα συγκέντρωναν οι βουκόλοι προς το τέλος Μαρτίου, που έβγαινε χορτάρι και μπορούσαν να βοσκήσουν. Τα βοσκούσαν καθημερινά και τα πότιζαν στις «Κληματαριές» ή στις «Μπαχούνες», ανάλογα με το που ήταν εγκατεστημένο το Βρουκολιό.
Το βράδυ στη μάντρα, το κάθε ζώο ήξερε και πήγαινε μόνο του να κοιμηθεί στη δική του θέση (στο μάγκο του). Εννοείται πως όποτε τα χρειάζονταν οι ιδιοκτήτες τους, για αλώνισμα κ.α. τα έπαιρναν για λίγες μέρες και τα επέστρεφαν όταν τελείωναν τις δουλειές.
Η αμοιβή του βουκόλου ήταν δύο ξάια στάρι για το κάθε ζώο που είχε αναλάβει για όλη την περίοδο.
Η περίοδος του βουκολιού τελείωνε στις 14 Σεπτεμβρίου.
Αυτή την ημερομηνία έπρεπε όλα τα ζώα να ήταν στα σπίτια για να τα ραντίσουν οι ιδιοκτήτες τους με τον Αγιασμό που είχαν πάρει από τη εκκλησία (της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού).
Από ότι μπορέσαμε να μάθουμε, με τα βουκολιά ασχολούνταν ο Αναστάσιος Κρητικός και ο Ευάγγελος Βλάχος (Μύξης).
Γιάννης Γιαννούκος
Στη Στενή σχεδόν όλοι είχαν οικόσιτα ζώα, όπως κότες, κατσίκες, ακόμα και πάπιες, όσα σπίτια ήταν δίπλα στο ποτάμι.
Με τον τρόπο αυτό εξασφάλιζαν κρέας, αυγά, γάλα και κατά συνέπεια τυρί, μυζήθρα, ξινοτύρι κ.α.
Και ασφαλώς μιλάμε για γεωργικές οικογένειες, γιατί όσοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, είχαν τα κοπάδια τους στο βουνό και το χειμώνα τα κατέβαζαν στα χειμαδιά.
Συνήθως είχαν κατσίκες και ελάχιστοι αρνιά.
Ένας απ’ τους λόγους αυτής τις προτίμησης ήταν και τα σπίτια, που ήταν διώροφα λόγω έλλειψης χώρου και στο ισόγειο ήταν οι αποθήκες και ο σταύλος και στο πάνω πάτωμα έμενε η οικογένεια.
Τα αρνιά λοιπόν βελάζανε πολύ και ενοχλούσαν, ενώ οι κατσίκες βέλαζαν λιγότερο. Άλλωστε τα αρνιά προτιμούσαν την ελεύθερη βοσκή.
Τις κατσίκες λοιπόν έπρεπε κάποιος να τις βοσκήσει και δυστυχώς οι δουλειές τις οικογένειας ήταν τόσες πολλές, που δεν πρόφταιναν.
Γι αυτό λοιπόν υπήρχε ο Γιδάρης.
Τη δουλειά αυτή αναλάμβανε ένας από τους κατοίκους του χωριού, ύστερα από συνεννόηση με τους ιδιοκτήτες των ζωντανών και ανάλογα με τον αριθμό που είχε το κάθε σπίτι καθοριζόταν και το τίμημα, το οποίο θα ήταν σε χρήμα ή σε είδος. Οι ιδιοκτήτες ήταν υποχρεωμένοι να πηγαίνουν τα ζωντανά τους σε συγκεκριμένο σημείο και σε ακριβή ώρα, αφού προηγουμένως τα είχαν αρμέξει.
Ο γιδάρης ή βοσκός, τα έπαιρνε, τα οδηγούσε σε διάφορα σημεία που υπήρχε βοσκή και το απόγευμα τα γυρνούσε στο χωριό.
Η επιστροφή των κατσικιών στο χωριό γινόταν πριν από τη δύση του ήλιου. Αυτά χωρίς καμιά ιδιαίτερη καθοδήγηση κατευθύνονταν από μόνα τους στο σπίτι τους, ενώ ο γιδάρης τα σαλάγαγε μέσα από τα στενά δρομάκια.
Γιδάρηδες ή τσοπάνηδες διατέλεσαν κατά καιρούς οι:
Μακρής Δημήτριος (Μπαΐρας)
Μακρής Χρήστος (Καλιμπάς) και (Λατζόνης)
Παλαιολόγος Κωνσταντίνος (Ντουλής)
Γιάννης Γιαννούκος
Το καφενείο ήταν η καρδιά και η ψυχή του χωριού. Το μόνο μέρος που μπορούσες να περάσεις λίγο την ώρα σου και να ξεδώσεις από τον κάματο της ημέρας.
Τα καφενεία ήταν τόπος συγκέντρωσης όλων των ανδρών του χωριού.
Οι εργαζόμενοι μετά τη δουλειά τους, οι ηλικιωμένοι και γενικά οι χασομέρηδες, για να μάθουν τα ευχάριστα ή τα δυσάρεστα νέα, να συναντήσουν τους φίλους τους, να κάνουν απολογισµό των εργασιών της ηµέρας, να ανταλλάξουν απόψεις για τα τρέχοντα θέµατα, πολιτικά κοινωνικά και άλλα. Μαζί με όλους ο πρόεδρος του χωριού, ο παπάς, οι χωροφύλακες, ο αγροφύλακας, ο δάσκαλος, ο γιατρός. Αλλά και ο Νομάρχης ή ο βουλευτής, όποτε επισκέπτονταν το χωριό, στο καφενείο άραζαν για να εξαγγείλουν τα έργα που θα…κάνουν.
Στα καφενεία συναντούσε κανείς αυτούς που τα ήξεραν όλα και έπαιρναν θέση σε κάθε συζήτηση, τους κουτσοµπόληδες που είχαν τα αυτιά τους ανοιχτά και αναμετέδιδαν κάθε είδηση ή φήµη, τους ήσυχους που καθόντουσαν στις άκρες και παρακολουθούσαν το κάθε τι κουνώντας το κεφάλι τους, καθώς και τους χαζούς του χωριού, που όλοι τους πείραζαν για να περνάνε την ώρα τους. Εκεί ανέβαζαν και κατέβαζαν κυβερνήσεις, εκεί γινόντουσαν συνήθως τα προξενιά, εκεί καταδικαζόντουσαν ή αθωωνόντουσαν οι χωριανοί για παραπτώµατα που έκαναν η δεν έκαναν, εκεί γινόταν ο σχολιασµός των καυγάδων των ζευγαριών, τα παραπατήµατα των συζύγων. Εκεί λεγόντουσαν διάφορες ευτράπελες ιστοριούλες και οι αφηγήσεις των γερόντων, για τα πιο παλιά χρόνια. και γενικά εκεί λεγόταν οτιδήποτε, από το πιο σοβαρό ή αστείο, από το πιο αληθινό μέχρι το πιο ψεύτικο
Τα θέματα συζήτησης είχαν μεγάλο εύρος. Από το χωράφι που δεν οργωνόταν καλά, στη γίδα που πήγε με το τραγί και φτάνανε και σε πολιτικές αναλύσεις, για θέματα οικονομικού περιεχομένου, εξωτερικής πολιτικής και εθνικών θεμάτων.
Συνήθως οι πελάτες, τον καφέ τους τον συνόδευαν µε µία παρτίδα τάβλι, η µε µία παρτίδα πρέφας, σκαµπιλιού, κολτσίνας, ραμί ή ξερής. Γύρω από το κάθε τραπέζι που παιζόταν ένα παιχνίδι, συγκεντρωνόντουσαν πολλοί θεατές και ο καθένας τους είχε κάτι να παρατηρήσει για τα σφάλµατα ή τις ζαβολιές των παικτών.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς, τα καφενεία μετατρέπονταν για ένα βράδυ σε µικρά καζίνα, όπου άλλοι έπαιζαν τριανταµία, άλλοι πόκα, και οι πιο σκληροί ζάρια.
Για τις γυναίκες ίσχυε το «άβατο». Δεν πήγαιναν στο καφενείο,
εκτός κι αν γινόντουσαν πανηγύρια στο χωριό, γάµοι, αρραβώνες, και γενικά άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις των χωριανών.
Το καφενείο με τους θαμώνες του, κάλυπτε όλες τις ανάγκες που σήμερα καλύπτει (υποτίθεται) η κοινωνική πρόνοια και προστασία.
Ότι κι αν συνέβαινε σε κάποιον, αρρώστια, φωτιά και οποιαδήποτε έκτακτη ανάγκη, έτρεχε στο καφενείο ζητώντας συνδρομή και αμέσως το καφενείο άδειαζε και έτρεχαν όλοι για να συνδράμουν.
Στη Στενή υπήρχαν πολλά καφενεία. Τα περισσότερα στην πλατεία, στο χοροστάσι (η ονομασία οφείλεται στο ότι εκεί γινόντουσαν οι γενικοί χοροί τις διάφορες γιορτές αλλά και σε γάμους κλπ).
Η διαφορά του καφενείου με το μπακάλικο, προκειμένου να το λειτουργήσεις σαν επιχείρηση, ήταν ότι το καφενείο έπρεπε να ήταν στην πλατεία ή σε κάποιον κεντρικό δρόμο, ώστε να είναι πέρασμα.
Κάθε καφενείο είχε το δικό του τύπο, ανάλογα µε το γούστο του ιδιοκτήτη του. Όλα τους διέθεταν πάνω κάτω την ίδια επίπλωση. Μικρά ξύλινα τραπεζάκια, ξύλινες καρέκλες µε ψαθί, καναπέδες κολλητά στους τοίχους. Στη µέση του κάθε καφενείου υπήρχε πάντα η ξυλόσομπα, για θέρµανση το χειµώνα, ενώ το καλοκαίρι, άπλωναν έξω στρογγυλά μεταλλικά τραπεζάκια. Πολλές φορές στην σόµπα ψηνόντουσαν κάστανα και ρεβίθια,. Στο κέντρο της οροφής κρεµόταν ένα µεγάλο λουξ που φώτιζε το καφενείο τα βράδια. Στο βάθος υπήρχε µια υποτυπώδης κουζίνα, που περιλάµβανε ένα νεροχύτη, τον οποίο γέμιζαν με τους κουβάδες από τη βρύση, για να πλένουν τα ποτήρια, φλιτζάνια, κουταλάκια, πιατάκια του γλυκού κλπ. Καθώς και ράφια γεµάτα µε ποτήρια µικρά και µεγάλα, πιάτα και κουπάκια, καραφάκια ούζου και μπουκάλια με κονιάκ, πίπερμαν και διάφορα λικέρ. Ένα µικρό υπερυψωµένο τζάκι χρησίµευε για το ψήσιµο των καφέδων και των τσαγιών. Ένα πολύ ωραίο ορειχάλκινο δοχείο υπήρχε στο τζάκι για το ζέσταµα του νερού ή επάνω στη σόμπα, ένα τσαγιερό για το τσάι ή το φασκόµηλο, καφετιέρα και ζαχαριέρα, µπρίκια ορειχάλκινα µε µακρύ χερούλι. Στο τζάκι έκαιγε πυρήνα (χόβολη) ή και κανονική θράκα από ξύλα που έκανε τον καφέ νόστιµο.
Όσο για ψυγείο για λεμονάδες, πορτοκαλάδες και γκαζόζες, ούτε λόγος. Δεν υπήρχε ρεύμα, αλλά ούτε και πάγο μπορούσαν να προμηθευτούν και έτσι βάζανε στην κοντινότερη βρύση μία χύτρα, στην οποία είχαν βάλει μερικά αναψυκτικά και όταν παρήγγειλε κάποιος, έπαιρναν ένα αναψυκτικό από το τελάρο το πήγαιναν στη βρύση και έπαιρναν μία από τις κρύες για να τη σερβίρουν. Κι αυτό γινόταν για να μη χάσουν το λογαριασμό, γιατί στην ίδια χύτρα είχε βάλει κι ο άλλος καφετζής ο δίπλα ή ο απέναντι. Κι όλα αυτά το καλοκαίρι, γιατί το χειμώνα τα αναψυκτικά τα σερβίριζαν κατ΄ευθείαν από το τελάρο.
Χώρισµα του κυρίως καφενείου µε την κουζίνα ήταν ένας πάγκος ξύλινος, ο λεγόµενος µπουφές (τεζάκι), µε δίσκους επάνω για το σερβίρισµα των ποτών, µία σιδερένια κανάτα νερού, δύο µεγάλα µπουκάλια µε ούζο και κονιάκ, γυάλες µε γλυκά κουταλιού, βύσσινο, κεράσι, περγαμόντο και κουτιά µε λουκούµια. Στον τοίχο πάνω από τον πάγκο υπήρχε µια ξύλινη κατασκευή µε µικρά χωρίσµατα που φυλαγόντουσαν οι τράπουλες µε τα παιγνιόχαρτα,. Ο µπουφές του καφενείου είχε και δύο συρτάρια που ο καφετζής έβαζε τις εισπράξεις του, και τα τεφτέρια µε τα «βερεσέδια».
Έτσι ήταν τα καφενεία του χωριού µας, που σιγά σιγά έχασαν όχι μόνο το χρώμα τους αλλά και την ύπαρξή τους.
Σήμερα υπάρχουν καφετέριες.
Παλιά καφενεία, από ότι μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε είχαν στην Άνω Στενή οι:
-Βασιλείου Νικόλαος (Κατσαρός). Κοντά στην εκκλησία. Ιδιοκτησία σήμερα του Βασιλείου Νικόλαου (εγγονός).
-Ντούρμας Αριστείδης (Αριστδάνας). Ιδιοκτησία σήμερα, Μαρίας Ντούρμα-Βαλαή.
Σπύρου Κωνσταντίνος (Γκέτσικας). Ιδιοκτησία σήμερα, Παρασκευής Σπύρου-Θάνου.
-Σπύρου Σπύρος (Γκέτσικας). Ιδιοκτησία σήμερα Βασιλείου Σπύρου (γιος)
-Αικατερίνη (Ρίνα) Γκούστρα. Στην πλατεία Ιδιοκτησία σήμερα της Μαριάνας Γκούστρα-Πασχαλίδη)
-Γιαλός Παναγιώτης (Γκελέκας). Ιδιοκτησία σήμερα Κώστα Κατσανά, που το λειτουργεί ο γιος του Γεώργιος Κατσανάς σαν καφετέρια.
-Στο κτίριο αυτό, λειτούργησε καφενείο και ο Γεώργιος Κατσανάς (Παππούς του σημερινού ιδιοκτήτη).
-Ο Παναγιώτης Γιαλός (Γκελέκας), μετέφερε την επιχείρηση σε άλλο κτίριο, εκεί που σήμερα είναι ιδιοκτησία της Παρασκευής Μπαρμπούρη.
-Παλαιολόγος Κωνσταντίνος (Κατός). Ιδιοκτησία Γεωργίου Σπύρου του Δημητρίου, που σήμερα το λειτουργεί σαν ταβέρνα.
-Παλαιολόγος Ιωάννης (Γιατράκος). Ιδιοκτησία Γεωργίας Παλαιολόγου. Σήμερα στο χώρο αυτό λειτουργεί καφετέρια.
-Σίδερης Αθανάσιος. Ιδιοκτησία σήμερα Αικατερίνης (Ρίνας) Κατσανά.
-Παλαιολόγος Σπύρος (Χορμόβας). Σήμερα ιδιοκτησία Γεωργίου Ντούρμα. Λειτουργεί και σήμερα σαν καφενείο.
-Κυράνας Αντώνιος (Ταγαράς). Ιδιοκτησία σήμερα του Ηλία και Ιωάννας Μέργου.
Στην Κάτω Στενή
-Καλαμάρας Δημήτριος, το οποίο συνέχισε να το λειτουργεί ο γιος του Χαράλαμπος Καλαμάρας και στη συνέχεια ο εγγονός του Δημήτριος Καλαμάρας.
-Κοντούλα Αθηνά. Σήμερα είναι ιδιοκτησία Παναγιώτας Γιαμά-Βλάχου.
-Βλάχος Γεώργιος (Φορτούνας). Σήμερα είναι ιδιοκτησία Αθανασίου Βλάχου
-Οι αδελφοί Κατσανά Μιχάλης και Λάμπρος, είχαν καφενείο εκεί που σήμερα είναι ιδιοκτησία Αναστάσιου Γιαννούκου (Σκάσα)
-Σουλτάνης Βασίλειος (Βασλαράς). Είναι ιδιοκτησία του εγγονού του Βασίλη και σήμερα λειτουργεί σαν καφετέρια.
-Κυράνας, Ευάγγελος Σήμερα είναι ιδιοκτησία Αθανασίου Κυράνα (Κανάρη)
-Ντούρμας Αναστάσιος (Μαγκούτας). Ιδιοκτησία Μαρίας Ντούρμα-Τσιμιτσέλη.
-Βλάχος Αναστάσιος. Ιδιοκτησία σήμερα Νικολάου Γιαλού του Ταξιάρχη.
-Κυράνας Χαράλαμπος (Χαραλαμάκης).Σήμερα λειτουργεί σαν «Σούπερ Μάρκετ» από τον δισέγγονό του Κώστα Κυράνα, αφού προηγουμένως το είχε λειτουργήσει και ο πατέρας του Γιάννης Κυράνας.
-Καφενείο είχε και ο Μωραΐτης (δεν γνωρίζουμε το μικρό του όνομα) και κατά πάσαν πιθανότητα ήταν το πρώτο καφενείο που λειτούργησε στην Κάτω Στενή. Η ύπαρξη του ονόματος Μωραΐτη στην Κάτω Στενή, ίσως μπορεί να επιβεβαιωθεί και από την τοποθεσία «στου Μωραΐτη», που βρίσκεται μεταξύ Βούνων και Παλιάλωνα. Άλλοι λένε ότι το όνομα Μωραΐτης δεν ήταν το κανονικό, αλλά τον φώναζαν έτσι επειδή καταγόταν από την Πελοπόννησο. Υπήρχε και ένα καμίνι (το καμίνι του Μωραΐτη) στην Κάτω Στενή, δίπλα από το σπίτι του Θανάση Μακρή.
Γιάννης Γιαννούκος
Στη Στενή οι κουρείς σπάνια είχαν δικό τους χώρο. Οι περισσότεροι έστηναν το «μαγαζί τους σε κάποιο καφενείο.
Σε μια γωνία του καφενείου έβαζαν τον καθρέφτη, την πολυθρόνα και τον πάγκο τους και ήταν έτοιμοι. Έτσι οι πελάτες μπορούσαν να πιουν τον καφέ τους, να συζητήσουν, να διαβάσουν την εφημερίδα τους και χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουν, να έχει έρθει η σειρά τους.
Τα εργαλεία του κουρέα ήταν μία χειροκίνητη κουρευτική μηχανή χοντρή και μία ψιλή
Με την ψιλή μηχανή το κεφάλι σου γινότανε «γουλί». Άλλωστε με την ψιλή κουρευόμασταν όταν πηγαίναμε στο Δημοτικό, με την έναρξη του σχολικού έτους. Και αν ήταν και λίγο ελαττωματική η μηχανή, σου τραβούσε το μαλλί και υπέφερες από τον πόνο.
Άλλα εργαλεία ήταν η τσατσάρα, το ψαλίδι, οι ξυριστικές ατσάλινες λεπίδες (φαλτσέτες),που τις τρόχιζαν συχνά, αλλά είχαν και ένα λουρί (καΐσι), που συχνά πυκνά έτριβαν επάνω της την ξυριστική λεπίδα για να μη στομώσει, ενώ συχνά την ώρα του ξυρίσματος, εμβάπτιζαν τη λεπίδα σε ένα δοχείο με οινόπνευμα για απολύμανση. Επίσης ένα μεταλλικό μπολ με βάση για να φτιάχνει τη σαπουνάδα, που ήταν σαπούνι και νερό ζεστό, και τα ανακάτευαν με ειδικό πινέλο.
Και φυσικά μετά το ξύρισμα, καθάρισμα του προσώπου με οινόπνευμα και από πάνω κάποιο μυρωδικό. Κολόνια λεμόνι ή μπριγιόλ για τα μαλλιά μετά το κούρεμα..
Στην άκρη μια νιπτήρα και από κάτω μία μικρή λεκάνη, η οποία κατά τακτά διαστήματα ήθελε άδειασμα.
Ο κουρέας ήταν πάντα ομιλητικός, είχε άποψη για όλα και μετέδιδε τα νέα του χωριού. Ότι μάθαινε από τον έναν το μετέδιδε στους άλλους και τα νέα ανακυκλώνονταν
Κουρεία στην Άνω Στενή είχαν οι:
-Εμμανουήλ Δημήτριος στο καφενείο του Γιαλού Παναγιώτη (Γκελέκα).
-Ο Γιαμάς Άγγελος, είχε το κουρείο εκεί που αργότερα, μετά τον πόλεμο, είχε ραφείο ο Ταξιάρχης Σπυριδάκης. Ιδιοκτησία Ζήση Σπυριδάκη.
-Ο Καρλατήρας Κωνσταντίνος (Τσαλάκιας) είχε κουρείο στην πλατεία σ' ένα μικρό καμαράκι, στο σπίτι της Μαριάννας Γκούστρα-Πασχαλίδη.
-Χουλιάρας Σπύρος (Σουρελάς). Είχε κουρείο στο σπίτι του, που σήμερα είναι ιδιοκτησία των παιδιών του Κώστα και Μαρίας. Αργότερα, μετά τον πόλεμο, μετέφερε το κουρείο του στου Κορώνη (Μπαμπά), στην πλατεία.
Μεταγενέστερα, μετά τον πόλεμο άνοιξαν κουρεία και οι Ντούρμας Αθανάσιος. Τσότσος Ευάγγελος (Κολοκούρας), Λέων Δημήτριος (Μουρτζούνης) και Παλαιολόγος Γεώργιος (Γιατράκος)
Στην Κάτω Στενή, ήταν ο Βλάχος Αναστάσιος, που είχε και καφενείο.
Ο Ντουμάνης Κωνσταντίνος (Κατσαμπέκης) είχε κουρείο, εκεί που σήμερα είναι το σπίτι του γιου του Αθανασίου Ντουμάνη.
Μετά τον πόλεμο είχε και ο Καλαμάρας Δημήτριος, στο καφενείο του.
Γιάννης Γιαννούκος
Τα υλικά τους ήταν μυρτιές, καναπίτσες (Λυγαριές), που τις εύρισκαν άφθονες στις όχθες του ποταμιού και από καλάμια, τα οποία υπάρχουν παντού.
Από τις μυρτιές και κυρίως από τις λυγαριές, οι κοφινάδες αποσπούσαν μακριές βίτσες με το ειδικό μαχαίρι και έκαναν τους σκελετούς για να πλέξουν με τα σχισμένα καλάμια, καλάθια. Υπήρχαν ειδικά καλάθια για τις μεταφορές των φρούτων, για το πλύσιμο των ρούχων, καθώς και περίτεχνα λεπτοδουλεμένα καλάθια. Η τέχνη της καλαθοπλεκτικής απαιτούσε μεγάλη πείρα, δεξιοτεχνία και ταχύτητα και τη μάθαινε κανείς κυρίως μέσα από την οικογενειακή παράδοση.
Οι ανάγκες των αγροτικών εργασιών και κυρίως η συγκομιδή αγροτικών προϊόντων τώρα, καλύπτονται από μηχανικά μέσα, δηλαδή ξύλινα τελάρα, πλαστικές κλούβες, χάρτινα τελάρα κ.α. Τα παλιά χρόνια όμως, τις αγροτικές ανάγκες τις κάλυπταν με τα καλάθια, κοφίνια όπως τα έλεγαν. Τα κοφίνια άρχιζαν από μικρά, τα κοφίνια των αυγών, τα πανέρια κ.α. Οι κόφες ήταν τα πιο διαδεδομένα και χρησιμοποιούνταν για να βάζουν τα σταφύλια κατά τον τρύγο κυρίως. Τα κοφίνια για το ψωμί ήταν σε σχέδιο πιθαριού με καπάκι πλεκτό (κοφνίδα).Επίσης το ταρπί που ήταν για πολλές χρήσεις αλλά και για την αλισίβα όταν έκαναν πλύσιμο στο ποτάμι. Το επάγγελμα του κοφινά ήταν στα χωριά οικογενειακή παράδοση. Από γενιά σε γενιά η τέχνη διαδιδόταν, μέχρι που σταμάτησε τελείως το πλέξιμο. Οι κοφινάδες το χειμώνα έκοβαν τα καλάμια από τα ποτάμια και τα έδεναν δεμάτια για να ξεραθούν. Τις βέργες τις έκοβαν μετά τον Ιούλιο, τις ξεφύλλιζαν και τις άπλωναν στον ήλιο να ξεραθούν και αυτές για την επόμενη χρονιά. Το πλέξιμο των κοφινιών άρχιζε εντατικά μετά το θέρο και τον αλωνισμό, μέχρι το τέλος του Σεπτέμβρη
Κοφινάδες ήταν:
Ο Ντουμάνης Σπύρος (Καρκαβέλας) και ο Γερακίνης Δημήτριος (Καμπάνης)
Υπήρχαν και άλλοι παλιότερα, που δεν μπορέσαμε να πληροφορηθούμε.
Γιάννης Γιαννούκος