steni.gr
Ο Νεροκράτης ήταν μια εποχιακή απασχόληση, που διαρκούσε από την εποχή που φύτευαν τα περιβόλια και όσο διάστημα χρειαζόντουσαν πότισμα.
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν παροχές νερού ούτε στα σπίτια, πόσο μάλλον στα περιβόλια και έτσι το πότισμα γινόταν από το ποτάμι, γι αυτό και τα περιβόλια ήταν κοντά στο ποτάμι.
Επέλεγαν ένα σημείο του ποταμιού που ήταν σε ψηλότερη θέση από τα περιβόλια και με πέτρες, κλαριά κλπ. «έπιαναν» μέρος του νερού και το διοχέτευαν προς ένα κανάλι που είχαν φτιάξει σκάβοντας, το οποίο περνούσε δίπλα από τα περιβόλια.
Το σημείο που ενωνόταν το ποτάμι με το κανάλι λεγόταν «Δέση» ενώ το κανάλι που διοχετευόταν το νερό λεγόταν «Αμπολή».
Φυσικά δεν υπήρχε μόνο μία «δέση», αλλά πολλές που από την κάθε μια ποτίζονταν τα περιβόλια της περιοχής που ήταν κοντά.
Σε κάθε περιβόλι υπήρχε ο «Καταπότης». Ο «καταπότης» ήταν η δίοδος που το νερό χυνόταν από την αμπολή στο περιβόλι, η οποία ήταν κλειστή με πέτρες χώμα, χόρτα κλπ και όταν έπρεπε να ποτίσει κανείς το περιβόλι του, μετακινούσε το φράγμα με μία τσάπα ή σκαλιστήρι και το μετατόπιζε προς την «Αμπολή», ώστε το νερό να στρίψει και να χυθεί στο περιβόλι.
Καταλαβαίνουμε όλοι λοιπόν, πως δεν μπορούσε να ποτίζονται πολλά περιβόλια συγχρόνως. Έπρεπε να τελειώσει ο ένας και αφού κλείσει τον «καταπότη», κάποιος άλλος να ανοίξει το δικό του και να πάρει το νερό για να ποτίσει.
Και εδώ βλέπουμε την αναγκαιότητα του νεροκράτη.
Από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα, ήταν σε κίνηση.
Να ελέγχει και να συντηρεί τη «Δέση», να καθαρίζει την «αμπολή», να ελέγχει τους «καταπότες» μήπως είναι κανένας ανοιχτός και φεύγει το νερό της «αμπολής» και κυρίως να τρέχει να ενημερώνει τους ιδιοκτήτες των περιβολιών, πότε είναι η σειρά τους να ποτίσουν.
Επειδή το πότισμα δεν γινόταν κάθε μέρα, οι ιδιοκτήτες ενημέρωναν το νεροκράτη πότε θα ποτίσουν, καθώς επίσης αν είχαν άλλες δουλειές του ζητούσαν, να τους προγραμματίσει για πρωί ή απόγευμα κλπ.
Και επί πλέον κάποιες μέρες δεν μπορούσαν να ποτίσουν γιατί το νερό του ποταμιού το χρησιμοποιούσαν οι νερόμυλοι ή οι νεροτριβιές.
Αυτός αφού επεξεργαζόταν όλα τα αιτήματα, προγραμμάτιζε τη σειρά και σε ειδοποιούσε όταν έπρεπε. Το νεροκράτη τον πλήρωναν οι ιδιοκτήτες των περιβολιών.
Πάντως εμείς οι μικροί τους νεροκράτες δεν τους πολυσυμπαθούσαμε, γιατί γυρνώντας αδιάκοπα στα περιβόλια, δεν μας επέτρεπαν να γευτούμε τους καρπούς τους.
Νεροκράτες στη Στενή απ΄ότι μπορέσαμε να μάθουμε, είχαν διατελέσει:
Στην Άνω Στενή. Ο Δημήτριος Εμμανουήλ και ο Γεώργιος Ντουμάνης (Μπούκας) και στην Κάτω Στενή ο Αγγελής Βασιλείου (Γκρας) και ο Ανέστης Ντούρμας
Γιάννης Γιαννούκος
Οι νερόμυλοι ήταν κτισμένοι στις κοίτες των ποταμών για να χρησιμοποιούν τα νερά τους.
Δίπλα απ΄το γάργαρο νερό που έτρεχε ασταμάτητα, σχηματίζοντας μικρούς χείμαρρους, κελαρύζοντας (ιδίως τη νύχτα), ανάμεσα στους βράχους και τους θάμνους, που πότε πέφτει σε μικρούς καταρράκτες με ορμή και πότε στρώνεται στα μαλακά ρείθρα, χαϊδεύοντας σα λάδι, περνώντας πάνω απ΄την άμμο και τα χαλίκια.
Ανάμεσά τους αμέτρητα τα βατράχια, τα καβούρια και οι καλογρίτσες.
Κι όλα αυτά κάτω από τον ίσκιο των αιωνόβιων πλατάνων και άλλων δένδρων, που έσμιγαν σε τρυφερές περιπτύξεις.
Ο κισσός και το κλήμα αναρριχείται στα ύψη των κλωναριών και καρποί μεστωμένοι κρέμονται στα ακροκλώνια, για να δίνεται τροφή σ΄όλα τα πτερωτά του ουρανού.
Σε τέτοια μέρη λειτουργούσαν παλιά οι νερόμυλοι στη Στενή και θα αναφέρουμε μερικούς απ΄αυτούς.
-Ο Κυράνας Γεώργιος (Τόμπλας), λίγο πιο κάτω από την Αρματσανή.
-Η Μπασινά Αικατερίνη (Μαυροπλιά). Βρισκόταν εκεί που είναι ιδιοκτησία Καλλιόπης Μπασινά (πρώην καφετέρια Μύλος).
-Ο Τσουτσαίος Κωνσταντίνος (Ντάρας) και ο Ζέρβας Ιωάννης (Μπάλιος) είχαν συνεταιρικά το μύλο, που ήταν απέναντι από το ποτάμι στο ύψος περίπου της οικίας της Αναστασίας Κυράνα. και Καρλατήρα Γεωργίου.
-Ο Παπακηρύκος Χαράλαμπος είχε μύλο στη Βρυσίτσα, απέναντι από το ποτάμι, λίγο πιο πάνω από το σπίτι του Αθανάσιου Βασιλείου
Στην Κάτω Στενή
-Του Θανασά (Γάτος Αθανάσιος) ο μύλος, συνεταιρικός με τον Ταμία (Γιαλός Αθανάσιος) ,τον οποίο πήραν από το μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου.
-Από τον Άγιο Στέφανο και κάτω οι μύλοι δούλευαν χειμώνα καλοκαίρι μιας και οι πηγές του Αγίου Στεφάνου είχαν συνέχεια πολύ νερό.
-Κάτω από του Βουτανιού (Βοτανιού), ο παλιός μύλος ιδιοκτησίας του μοναστηριού του Αγίου Δημητρίου. Πολύ γνωστή στους παλαιότερους η ιστορία για τον Άγιο Δημήτριο τον οποίο όπως έλεγαν είχαν δει στην μεγάλη πλημμύρα να καθαρίζει το ποτάμι με το κοντάρι του, για να μην καταστραφεί ο μύλος.
-Πιο κάτω ο μύλος του Τσιγκαράκη ιδιοκτησίας Γιώργου Καμαριώτη και μετά Αργύρη και Μήτσου Καμαριώτη, και του Αγγελή Βασιλείου.
-Του Κυράνα ο μύλος ιδιοκτησίας Χαράλαμου Κυράνα και Νίκου Κυράνα (Τόμπλας)
Πιο κάτω της Σταματάρας ο μύλος. Σταμάτω σύζυγος Χρήστου Παπαναστασίου.
Φυσικά όλοι ήταν κτισμένοι κατά μήκος του ποταμιού. Η κατασκευή όλων είναι ομοιόμορφη και πολύ απλή. Το νερό του ποταμού με ένα μικρό φράγμα τη «δέση», διοχετεύεται στο αυλάκι «μυλαύλακο», πιο γνωστό σαν «αμπολή». Στο τέλος της αμπολής, είναι ο «κάναλος» (ξύλινο λούκι), που οδηγούσε το νερό σε ένα μεγάλο ξύλινο κύλινδρο που στο πάνω μέρος ήταν φαρδύς και όσο κατέβαινε στένευε. Τον κύλινδρο τον έλεγαν «ζοργιό» ή «ζουργιό».
Εκεί που ενώνεται η αμπολή με τον κάναλο, υπήρχε σχάρα που συγκρατούσε όλα τα αντικείμενα που είχε παρασύρει το νερό. Σχάρα όμως υπήρχε και εκεί που ενωνόταν ο κάναλος με το ζοργιό, λίγο πιο πυκνή, για τους ίδιους λόγους.
Στο κάτω μέρος του ζοργιού ήταν προσαρμοσμένο ένα ξύλο το «σφούνι», που είχε στη μέση του μια στρογγυλή τρύπα, της οποίας η διάμετρος ήταν 5 ως 10 πόντους περίπου, για να έχει το νερό μεγάλη πίεση. Βέβαια η πίεση του νερού ήταν ανάλογη και με το ύψος του ζοργιού, την «κρέμαση».
Το νερό όπως εξακοντίζεται με ορμή από το σφούνι, χτυπάει στα πτερύγια οριζόντιου τροχού τη «φτερωτή», που κινείται γύρω από κατακόρυφο άξονα, ο οποίος προς τα επάνω περνά από τη μέση της κάτω
Μυλόπετρας και τελικά συνδέεται με τη «χελιδόνα», ένα μακρουλό σίδερο που είναι προσαρμοσμένο στην κάτω επιφάνεια της επάνω μυλόπετρας, η οποία με τον τρόπο αυτό γυρίζει. Το κάτω μέρος του περιστρεφόμενου αυτού άξονα, ακουμπά επάνω σε έναν μπρούτζινο αναποδογυρισμένο κώνο, το «κύπρινο»
Όταν με την πάροδο του χρόνου, οι μυλόπετρες εξαιτίας της χρήσης τους γίνουν λείες, ο μυλωνάς τις βγάζει και με ειδικό σφυρί κάνει τις επιφάνειές τους που αλέθουν ρικνές ή όπως λέμε «χαράζει» το μύλο.
Αν θέλουμε να σταματήσουμε τις λειτουργίες του μύλου, υπάρχει ένας μηχανισμός, η «σταματητή» ή «σταματούρα» ή «σταματήρα», που είναι ένα σανίδι που μπαίνει μπροστά από το σφούνι, ώστε να μη χτυπά το νερό στη φτερωτή και δίνει κίνηση στις μυλόπετρες.
Πάνω από τις μυλόπετρες υπάρχει ένα μεγάλο ξύλινο χωνί, η «καλαχίδα». Εκεί ρίχνεται το σιτάρι, που ρυθμίζεται με το «βαρδάρι» και μετά πέφτει στην τρύπα της μυλόπετρας που είναι στο κέντρο της.
Όταν αλεστεί το σιτάρι, βγαίνει απ΄τις πέτρες και πέφτει σε ειδικό «λούκι» που είναι γύρω και στη συνέχεια καταλήγει σε ειδικό δοχείο τη «γούρνα» ή «κουρίτα»
Τα παλιότερα χρόνια, οι μύλοι αποτελούσαν το μοναδικό σχεδόν καταφύγιο των κάθε λογής στρατοκόπων, οι οποίοι αν ήταν καλοκαίρι θα ξεκουράζονταν στη δροσιά τους και θα έπιναν κρύο νερό και αν ήταν χειμώνας, θα ζεσταίνονταν στην αναμμένη με κούτσουρα φωτιά και θα έτρωγαν ένα αχνιστό πιάτο φασολάδα ή τραχανά.
Οι μυλωνάδες ήταν από τα πρόσωπα που συγκέντρωναν αρκετό ενδιαφέρον. Πάμπολες είναι οι ιστορίες, οι παροιμίες και τα δημοτικά τραγούδια γύρω απ΄αυτούς.
Σε εποχή κατά την οποία το ψωμί ήταν τόσο πολύτιμο και αποτελούσε το κυριότερο και πολλές φορές το αποκλειστικό σχεδόν στοιχείο διατροφής, το στήριγμα της ζωής, ο μυλωνάς αποτελούσε ξεχωριστή προσωπικότητα.
Άλλωστε το ότι από τους μύλους περνούσαν πολλοί άνθρωποι καθημερινά, το αποδεικνύει και η φράση που συνήθως έλεγαν ειρωνικά, όταν έδιναν το λόγο τους ότι θα κρατήσουν ένα μυστικό (Δεν το λέω πουθενά, μόνο στο μύλο και στο μαγαζί) και μαγαζί φυσικά εννοούσαν το καφενείο.
Μεταγενέστερα όταν ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα στη Στενή, λειτούργησαν αλευρόμυλο οι: Γάτος Παναγιώτης και Τσουτσαίος Αθανάσιος. (Νασάκης),στην Κάτω Στενή. Σήμερα δεν υπάρχει μύλος στη Στενή
Γιάννης Γιαννούκος
Η νεροτριβιά ήταν μια απλή υδροκίνητη εγκατάσταση, που ήταν στεγασμένη με ξερολιθιά και υποτυπώδη στέγη και δεν χρειαζόταν χειριστής για την ρύθμισή της, διότι δεν διέθετε κανένα μηχανισμό.
Τη συναντάμε να είναι στεγασμένη και σε κτίσμα νερόμυλου και χρησίμευε για την επεξεργασία μάλλινων υφαντών κατά το στάδιο της κατασκευής τους. Έπρεπε να περάσουν από την νεροτριβή βελέντζες, μπατανίες, φλοκάτες, υφάσματα του σπιτιού και της φορεσιάς. Αυτό γινόταν για να αφρατέψουν και να δέσουν μεταξύ τους τα μάλλινα νήματα και οι κόμποι.
Αλλά και τα άλλα χοντρά ρούχα, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, έπρεπε να πλυθούνε στη νεροτριβιά.
Η νεροτριβή ήταν ένα ξύλινος κάδος μορφής κώνου, με το μεγαλύτερο τμήμα του χωμένο μέσα στο έδαφος ώστε η εσωτερική πίεση του νερού να μη δημιουργεί κινδύνους ανοίγματος των τοιχωμάτων. O κάδος συναρμολογείτο από σφηνωμένες μεταξύ τους σανίδες και το ύψος του κώνου ξεπερνούσε τα 2 μέτρα.
Απ' έξω δενόταν περιφερειακά με σιδερένια τσέρκια.
Το βαρέλι ήταν όρθιο, ώστε το νερό να εκτοξεύεται κατακόρυφα, δημιουργώντας καθοδική και ανοδική κίνηση, ανεβοκατεβάζοντας τα ρούχα χωρίς δίνη. Επειδή μοιάζει με βαρέλι, κατασκευάζεται από βαρελά και όχι από μαραγκό.
Υπήρχαν δύο τύποι νεροτριβής: Αυτές με μεγαλύτερη διάμετρο, στις οποίες το νερό εκτοξευόταν από το στόμιο του ζοριού στο τοίχωμά του, δημιουργώντας περιστροφική κίνηση και σε αυτές, στις οποίες ο ζουριός ήταν πιο όρθιος και το νερό εκτοξευόταν σχεδόν κατακόρυφα.
Ο σωστός υπολογισμός του χρόνου παραμονής του κάθε υφαντού στον κάδο, αποδείκνυε την τέχνη του νεροτριβιάρη. Αν έμενε λιγότερο χρόνο, το αποτέλεσμα δεν ήταν ικανοποιητικό, ενώ αν έμενε περισσότερο, μπορούσε να καταστραφεί. Γι' αυτό έβαζε πάντα μαζί ρούχα όμοιας κατασκευής
Στη Στενή υπήρχαν οι εξής νεροτριβιές
-Δύο νεροτριβιές που ήταν δίπλα-δίπλα: Καμαριώτη Κωνσταντίνου (Καμένος) και έμενε στην Μακρυκάπα και η άλλη του Καμαριώτη Γεωργίου, που κι αυτός έμενε στην Μακρυκάπα και ήταν και γραμματέας της κοινότητας εκεί. Το μέρος αυτό σήμερα είναι ιδιοκτησίες Νικολάου Θάνου και Κάκιας Σουλτάνη και λειτουργούν τα εξοχικά κέντρα του Λάμπρου Θάνου και Γιώργου Καρλατήρα.
-Κωνσταντίνος Ντουμάνης (Κωτσαρής) και Αναστάσιος Ντουμάνης (Τσαφίλης). Λίγο πιο πάνω από την Αρματσανή.
-Κυράνας Γεώργιος (Τόμπλας), στο ίδιο σημείο που είχε και το μύλο.
Γιάννης Γιαννούκος
Το επάγγελμα του πεταλωτή ή καλιγωτή ή αλμπάνη, ήταν απαραίτητο τα παλιά χρόνια, γιατί δεν υπήρχε σπίτι που να μην είχε έστω ένα ζώο για τις δουλειές του, μουλάρι ή γαϊδούρι. Δουλειά του πεταλωτή ήταν να βάζει στα ζώα πέταλα που ήταν τα «παπούτσια» τους. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ήταν το πέταλο, το σφυρί, η τανάλια, το καϊάρι και τα καρφιά.
Στην αρχή ακινητοποιούσε το πόδι του ζώου και έβγαζε το παλιό φθαρμένο πέταλο με τη βοήθεια της τανάλιας. Μετά με το καϊάρι που ήταν ένα μαχαίρι σε σχήμα μικρού τσεκουριού, έκοβε την οπλή του ζώου από κάτω ώστε να την ισιώσει. Στην συνέχεια έβαζε το καινούριο πέταλο και το κάρφωνε με ειδικά καρφιά. Τα καρφιά αυτά είχαν μεγάλο κεφάλι ώστε να προεξέχουν από την πατούσα του ζώου και να μην γλιστράει. Τα πέταλα ήταν σε διάφορα μεγέθη και κατασκευάζονταν από σίδερο. Επίσης είχαν τρύπες γύρω-γύρω, για να μπαίνουν τα καρφιά. Το ζώο φορούσε πέταλα και στα τέσσερα του πόδια για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του. Παράλληλα το βοηθούσαν στην διατήρηση της ισορροπίας του.
Ο πεταλωτής έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός όταν κάρφωνε τα πέταλα, γιατί το καρφί μπορεί να τρυπούσε το ζώο αν διαπερνούσε την οπλή και να πληγωνόταν.
Μετά το κάρφωμα του καινούριου πέταλου τοποθετούσαν το πόδι του ζώου πάνω σε ένα ξύλινο στρογγυλό κουτσούρι και κόβονταν σύρριζα οι εξέχουσες αιχμές των πεταλόκαρφων. Ύστερα με ειδική ράσπα έξυνε το νύχι στο κάτω μέρος, μέχρις ότου νύχι και πέταλο έρθουν στην ίδια επιφάνεια
Πεταλωτήδες στην Άνω Στενή ήταν: Γερακίνης Γεώργιος (Γεωργιάδης).
Μαστρογιάννης Γεώργιος (Φούτρας). Βασιλείου Σπύρος (Μομότας) και ο γαμπρός του Γρηγόρης Παπαγεωργίου.
Στην Κάτω Στενή
Καλαμάρας Χαράλαμπος. Κρητικός Νικόλαος (Βασιλιάς)
Γιάννης Γιαννούκος
Ο ράφτης είναι ένα επάγγελμα που έχει εκλείψει σχεδόν παντελώς, ενώ πριν λίγες δεκαετίες ανθούσε σε μεγάλο βαθμό.
Τα ραφεία είναι μικρές κάμαρες, καθώς δεν χρειάζονται πολύ χώρο για να λειτουργήσουν. Μέσα υπήρχαν στοιβαγμένα σε ράφια μερικά τόπια υφασμάτων για να διαλέγει ο πελάτης και ήταν συνήθως ντρίλινα ή της ρετσίνας, που ήταν στερεά, ανθεκτικά και σε πολύ προσιτές τιμές. Η ονομασία τους προέρχεται από το εργοστάσιο των αδελφών Ρετσίνα που λειτουργούσε από το 1872.
Τα εργαλεία του ράφτη είναι ένας πάγκος, όπου πάνω σχεδιάζει και σιδερώνει τα κοστούμια που ράβει, με ένα βαρύ σίδερο και μία ή δύο ξύλινες σιδερώστρες, μια ίσια και μία καμπύλη, μια μεζούρα, ένα τρίγωνο και ένα μεγάλο ψαλίδι, κιμωλίες για να τραβά τις γραμμές, δαχτυλήθρες, ένα μικρό μαγνητάκι για να συγκεντρώνει τις καρφίτσες και ένα καρφιτσερό με καρφίτσες, βελόνες, και οπωσδήποτε η μηχανή ραψίματος.
Το σίδερο λειτουργούσε με κάρβουνα και πολλές φορές βλέπαμε τον ράφτη έξω από το ραφείο του, με το σίδερο στο χέρι να το μετακινεί στον αέρα, δεξιά αριστερά ή μπρός πίσω, ώστε να δημιουργείται αέρας και να αναζωπυρώνονται τα κάρβουνα για να ζεστάνουν το σίδερο
Έραβαν μόνο αντρικά ρούχα, και αφού έπαιρναν τα μέτρα του πελάτη, ξεκινούσαν το ράψιμο. Τα παντελόνια έπαιρναν λίγο καιρό, αλλά τα σακάκια ήθελαν από μερικές μέρες μέχρι μήνα, και χρειαζόταν κατά τη διάρκεια του ραψίματος, ο πελάτης να επισκεφτεί το ραφείο μερικές φορές για πρόβα.
Έπρεπε να ράβουν ρούχα που να ταιριάζουν στον πελάτη, ανάλογα με το βάρος και το ύψος. Ένας καλός ράφτης ξεχώριζε από την ομορφιά και τη γραμμή που έδινε στα ρούχα
Μερικοί από τους ράφτες που μπορέσαμε να πληροφορηθούμε ήταν:
-Ο Ντούρμας Αριστείδης (Αριστδάνας). Έραβε παλιά παραδοσιακά ρούχα. Πατατούκες, καπότες, πανωβράκια κ.α. (Ράφτης)
Ο Ζέρβας Ιωάννης (Μπάλιος) έφτιαχνε καπότες, κάπες, αλλά και γυναικείες σιγκούνες κ.α. . (Ράφτης)
-Γιαννούκος Κωνσταντίνος (Κωτσαρίγκος), (Φραγκοράφτης)
-Λέων Δημήτριος (Κακαράς), (Φραγκοράφτης)
-Σπυριδάκης Ταξιάρχης,(Φραγκοράφτης)
Στην Κάτω Στενή
-Ο Καλαμάρας Δημήτριος. Έφτιαχνε ρούχα της εποχής. (Ράφτης)
-Ο Ντούρμας Νικόλαος του Αναστασίου,(Φραγκοράφτης)
-Ο Ντούρμας Σπύρος,(Φραγκοράφτης)
-Ο Κυράνας Δημήτριος(Φραγκοράφτης)
Εδώ πρέπει να διαχωρίσουμε τους ραφτάδες, από τους φραγκοράφτες
Ραφτάδες λέγονταν όσοι έραβαν παραδοσιακά ρούχα, ενώ μεταγενέστερα, όσοι έραβαν τα σύγχρονα ρούχα (παντελόνια, σακάκια κλπ) λεγόντουσαν Φραγκοράφτες. Έφτιαχναν δηλαδή ρούχα επηρεασμένοι από την Φράγκικη (Ευρωπαϊκή) μόδα.
Γιάννης Γιαννούκος