Στη Στενή, χρησιμοποιούσαν πολύ τα βαρέλια, γι αυτό και το επάγγελμα του βαρελά ήταν απαραίτητο.
Συνήθως, όταν μιλάμε για βαρέλι, το μυαλό μας πάει στο κρασί.
Όμως δεν είναι μόνο αυτό.
Είναι ο ντάλαρος για το αλεύρι, μικρό νταλαράκι για το τυρί, καρδάρες για τους τσοπάνηδες, δοχεία για κτύπημα του βούτυρου (καδιά), αλλά και τα βαρέλια για τις νεροτριβές, τους ζοργιούς για τους νερόμυλους και πολλά άλλα.
Τα κατασκεύαζαν από ξύλο βελανιδιάς, καρυδιάς, καστανιάς ή δρυός, αλλά στη Στενή, ειδικά τα κρασοβάρελα τα έφτιαχναν από καστανιά.
Μερικά από τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο βαρελάς ήταν: Τα σφυριά (βαρύ, ελαφρύ), τα σκαρπέλα, το αμόνι,το πριόνι, η πλάνη (ροκάνι), το σκεπάρνι, το τρυπάνι (αρίδι), το καβουροσκέπαρνο, η τανάλια, η ματσόλα, η ντούμπλα, η ταλιαδούρα, το χαλκούνι κ.α.
Έκοβε το ξύλο σε σανίδες, με μήκος ανάλογο με το πόσο ήθελε να είναι το βαρέλι και τις ζέσταινε στον ήλιο, αλλά και στη φωτιά μέχρι να μαλακώσουν, για να μπορεί να δώσει την ανάλογη κυρτότητα που χρειάζεται η κατασκευή του βαρελιού. Οι σανίδες αυτές ονομάζονται δόγες. Τις πελεκούσε μετά για να πάρουν το σχήμα που ήθελε.
Έπειτα έφτιαχνε τους δύο πάτους του βαρελιού (φουντώματα).
Παίρνουν ένα τσέρκι (σιδερένιο στεφάνι),για οδηγό και προσαρμόζουν πάνω του αφού τη σφίξουν καλά, μια δόγα. Με οδηγό αυτή τη δόγα τοποθετούν και τις άλλες, μια δίπλα στην άλλη και μετά βάζουν ακόμα ένα τσέρκι και σφίγγουν περισσότερο οι δόγες, οι οποίες έσφιγγαν από τη μία μεριά και άνοιγαν από την άλλη.
Γι αυτό το γύριζαν ανάποδα, έδεναν ένα σύρμα ή γερό σχοινί γύρω από τις δόγες, το έσφιγγαν και έβαζαν το τσέρκι.
Τώρα οι δύο άκρες του βαρελιού είχαν την ίδια διάμετρο.
Αν κάπου δεν γινόταν καλή εφαρμογή, έβαζαν ένα χόρτο απ΄αυτό που χρησιμοποιούν οι καρεκλάδες.
Μετά έβαζαν τους πάτους (φουντώματα), που προσαρμόζονταν σε ένα βαθούλωμα (αυλάκι, πατούρα), που είχαν σκαλίσει πάνω στις δόγες. Μετά έσφιγγαν το τσέρκι και τα φουντώματα εφάρμοζαν καλά.
Τα τσέρκια τα έβαζαν ανάλογα με το μέγεθος του βαρελιού 6 έως 8 ή και παραπάνω.
Τελευταία δουλειά ήταν να ανοίξουν τρύπα για να βάλουν την κάνουλα, στο μπροστινό φούντωμα (κανέλα την έλεγαν στη Στενή), άλλη μία τρύπα πιο πάνω από την κάνουλα για αερισμό,(τύλος) και άλλη μία πάνω από το βαρέλι, για να μπαίνει ο μούστος (όκνα)
Το γέμιζαν νερό και αν δεν είχε διαρροές, ήταν έτοιμο.
Επίσης οι βαρελάδες εκτός από την κατασκευή των βαρελιών, έκαναν και τη συντήρησή τους ή την επισκευή τους αν σε κάποιο δημιουργείτο πρόβλημα.
Πολύ δουλειά είχαν το Σεπτέμβριο που άρχιζε ο τρύγος και πολλά βαρέλια ήθελαν συντήρηση.
Μονάδα μέτρησης του κρασιού ήταν η «μπότσα». Μία μπότσα ήταν δύο οκάδες. Περίπου εκατό μπότσες ήταν η παραγωγή από ένα στρέμμα αμπελιού.
Βαρελάδες στη Στενή, απ΄ότι μπορέσαμε να πληροφορηθούμε, ήταν: Ο Γιάννης Γερακίνης (Γκριτζάλης), ο Νίκος Καρλέτσος και ο Κώστας Καρλατήρας (Μοναχογιός).
Ο Κυράνας Γεώργιος(Τόμπλας) έφτιαχνε ξύλινους ντάλαρους διαφόρων μεγεθών, για αλεύρι, τυρί, ελιές, πασπαλά κλπ. δηλαδή αντικείμενα που δεν ήθελαν «κύρτωση» όπως τα βαρέλια.
Γιάννης Γιαννούκος
Στη Στενή σχεδόν όλοι είχαν οικόσιτα ζώα, όπως κότες, κατσίκες, ακόμα και πάπιες, όσα σπίτια ήταν δίπλα στο ποτάμι.
Με τον τρόπο αυτό εξασφάλιζαν κρέας, αυγά, γάλα και κατά συνέπεια τυρί, μυζήθρα, ξινοτύρι κ.α.
Και ασφαλώς μιλάμε για γεωργικές οικογένειες, γιατί όσοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, είχαν τα κοπάδια τους στο βουνό και το χειμώνα τα κατέβαζαν στα χειμαδιά.
Συνήθως είχαν κατσίκες και ελάχιστοι αρνιά.
Ένας απ’ τους λόγους αυτής τις προτίμησης ήταν και τα σπίτια, που ήταν διώροφα λόγω έλλειψης χώρου και στο ισόγειο ήταν οι αποθήκες και ο σταύλος και στο πάνω πάτωμα έμενε η οικογένεια.
Τα αρνιά λοιπόν βελάζανε πολύ και ενοχλούσαν, ενώ οι κατσίκες βέλαζαν λιγότερο.
Άλλωστε τα αρνιά προτιμούσαν την ελεύθερη βοσκή.
Τις κατσίκες λοιπόν έπρεπε κάποιος να τις βοσκήσει και δυστυχώς οι δουλειές τις οικογένειας ήταν τόσες πολλές, που δεν πρόφταιναν.
Γι αυτό λοιπόν υπήρχε ο Γιδάρης.
Τη δουλειά αυτή αναλάμβανε ένας από τους κατοίκους του χωριού, ύστερα από συνεννόηση με τους ιδιοκτήτες των ζωντανών και ανάλογα με τον αριθμό που είχε το κάθε σπίτι καθοριζόταν και το τίμημα, το οποίο θα ήταν σε χρήμα ή σε είδος.
Οι ιδιοκτήτες ήταν υποχρεωμένοι να πηγαίνουν τα ζωντανά τους σε συγκεκριμένο σημείο και σε ακριβή ώρα, αφού προηγουμένως τα είχαν αρμέξει.
Ο γιδάρης ή βοσκός, τα έπαιρνε, τα οδηγούσε σε διάφορα σημεία που υπήρχε βοσκή και το απόγευμα τα γυρνούσε στο χωριό.
Η επιστροφή των κατσικιών στο χωριό γινόταν πριν από τη δύση του ήλιου.
Αυτά χωρίς καμιά ιδιαίτερη καθοδήγηση κατευθύνονταν από μόνα τους στο σπίτι τους, ενώ ο γιδάρης τα σαλάγαγε μέσα από τα στενά δρομάκια.
Γιδάρηδες ή τσοπάνηδες διατέλεσαν κατά καιρούς οι: Μακρής Δημήτριος (Μπαΐρας), Μακρής Χρήστος (Καλιμπάς) και (Λατζόνης),
Παλαιολόγος Κωνσταντίνος (Ντουλής)
Γιάννης Γιαννούκος
Το καφενείο ήταν η καρδιά και η ψυχή του χωριού. Το μόνο μέρος που μπορούσες να περάσεις λίγο την ώρα σου και να ξεδώσεις από τον κάματο της ημέρας.
Τα καφενεία ήταν τόπος συγκέντρωσης όλων των ανδρών του χωριού.
Οι εργαζόμενοι μετά τη δουλειά τους, οι ηλικιωμένοι και γενικά οι χασομέρηδες, για να μάθουν τα ευχάριστα ή τα δυσάρεστα νέα, να συναντήσουν τους φίλους τους, να κάνουν απολογισµό των εργασιών της ηµέρας, να ανταλλάξουν απόψεις για τα τρέχοντα θέµατα, πολιτικά κοινωνικά και άλλα. Μαζί με όλους ο πρόεδρος του χωριού, ο παπάς, οι χωροφύλακες, ο αγροφύλακας, ο δάσκαλος, ο γιατρός. Αλλά και ο Νομάρχης ή ο βουλευτής, όποτε επισκέπτονταν το χωριό, στο καφενείο άραζαν για να εξαγγείλουν τα έργα που θα…κάνουν.
Στα καφενεία συναντούσε κανείς αυτούς που τα ήξεραν όλα και έπαιρναν θέση σε κάθε συζήτηση, τους κουτσοµπόληδες που είχαν τα αυτιά τους ανοιχτά και αναμετέδιδαν κάθε είδηση ή φήµη, τους ήσυχους που καθόντουσαν στις άκρες και παρακολουθούσαν το κάθε τι κουνώντας το κεφάλι τους, καθώς και τους χαζούς του χωριού, που όλοι τους πείραζαν για να περνάνε την ώρα τους.
Εκεί ανέβαζαν και κατέβαζαν κυβερνήσεις, εκεί γινόντουσαν συνήθως τα προξενιά, εκεί καταδικαζόντουσαν ή αθωωνόντουσαν οι χωριανοί για παραπτώµατα που έκαναν η δεν έκαναν, εκεί γινόταν ο σχολιασµός των καυγάδων των ζευγαριών, τα παραπατήµατα των συζύγων. Εκεί λεγόντουσαν διάφορες ευτράπελες ιστοριούλες και οι αφηγήσεις των γερόντων, για τα πιο παλιά χρόνια. και γενικά εκεί λεγόταν οτιδήποτε, από το πιο σοβαρό ή αστείο, από το πιο αληθινό μέχρι το πιο ψεύτικο
Τα θέματα συζήτησης είχαν μεγάλο εύρος.
Από το χωράφι που δεν οργωνόταν καλά, στη γίδα που πήγε με το τραγί και φτάνανε και σε πολιτικές αναλύσεις, για θέματα οικονομικού περιεχομένου, εξωτερικής πολιτικής και εθνικών θεμάτων.
Συνήθως οι πελάτες, τον καφέ τους τον συνόδευαν µε µία παρτίδα τάβλι, η µε µία παρτίδα πρέφας, σκαµπιλιού, κολτσίνας, ραμί ή ξερής. Γύρω από το κάθε τραπέζι που παιζόταν ένα παιχνίδι, συγκεντρωνόντουσαν πολλοί θεατές και ο καθένας τους είχε κάτι να παρατηρήσει για τα σφάλµατα ή τις ζαβολιές των παικτών.
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς, τα καφενεία μετατρέπονταν για ένα βράδυ σε µικρά καζίνα, όπου άλλοι έπαιζαν τριανταµία, άλλοι πόκα και οι πιο "σκληροί" ζάρια.
Για τις γυναίκες ίσχυε το «άβατο».
Δεν πήγαιναν στο καφενείο, εκτός κι αν γινόντουσαν πανηγύρια στο χωριό, γάµοι, αρραβώνες, και γενικά άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις των χωριανών.
Το καφενείο με τους θαμώνες του, κάλυπτε όλες τις ανάγκες που σήμερα καλύπτει (υποτίθεται) η κοινωνική πρόνοια και προστασία.
Ότι κι αν συνέβαινε σε κάποιον, αρρώστια, φωτιά και οποιαδήποτε έκτακτη ανάγκη, έτρεχε στο καφενείο ζητώντας συνδρομή και αμέσως το καφενείο άδειαζε και έτρεχαν όλοι για να συνδράμουν.
Στη Στενή υπήρχαν πολλά καφενεία. Τα περισσότερα στην πλατεία, στο χοροστάσι (η ονομασία οφείλεται στο ότι εκεί γινόντουσαν οι γενικοί χοροί τις διάφορες γιορτές αλλά και σε γάμους κλπ).
Η διαφορά του καφενείου με το μπακάλικο, προκειμένου να το λειτουργήσεις σαν επιχείρηση, ήταν ότι το καφενείο έπρεπε να ήταν στην πλατεία ή σε κάποιον κεντρικό δρόμο, ώστε να είναι πέρασμα.
Κάθε καφενείο είχε το δικό του τύπο, ανάλογα µε το γούστο του ιδιοκτήτη του.
Όλα τους διέθεταν πάνω κάτω την ίδια επίπλωση. Μικρά ξύλινα τραπεζάκια, ξύλινες καρέκλες µε ψαθί, καναπέδες κολλητά στους τοίχους. Στη µέση του κάθε καφενείου υπήρχε πάντα η ξυλόσομπα, για θέρµανση το χειµώνα, ενώ το καλοκαίρι, άπλωναν έξω στρογγυλά μεταλλικά τραπεζάκια. Πολλές φορές στην σόµπα ψηνόντουσαν κάστανα και ρεβίθια,. Στο κέντρο της οροφής κρεµόταν ένα µεγάλο λουξ που φώτιζε το καφενείο τα βράδια. Στο βάθος υπήρχε µια υποτυπώδης κουζίνα, που περιλάµβανε ένα νεροχύτη, τον οποίο γέμιζαν με τους κουβάδες από τη βρύση, για να πλένουν τα ποτήρια, φλιτζάνια, κουταλάκια, πιατάκια του γλυκού κλπ. Καθώς και ράφια γεµάτα µε ποτήρια µικρά και µεγάλα, πιάτα και κουπάκια, καραφάκια ούζου και μπουκάλια με κονιάκ, πίπερμαν και διάφορα λικέρ. Ένα µικρό υπερυψωµένο τζάκι χρησίµευε για το ψήσιµο των καφέδων και των τσαγιών. Ένα πολύ ωραίο ορειχάλκινο δοχείο υπήρχε στο τζάκι για το ζέσταµα του νερού ή επάνω στη σόμπα, ένα τσαγιερό για το τσάι ή το φασκόµηλο, καφετιέρα και ζαχαριέρα, µπρίκια ορειχάλκινα µε µακρύ χερούλι. Στο τζάκι έκαιγε πυρήνα (χόβολη) ή και κανονική θράκα από ξύλα που έκανε τον καφέ νόστιµο.
Όσο για ψυγείο για λεμονάδες, πορτοκαλάδες και γκαζόζες, ούτε λόγος. Δεν υπήρχε ρεύμα, αλλά ούτε και πάγο μπορούσαν να προμηθευτούν και έτσι βάζανε στην κοντινότερη βρύση μία χύτρα, στην οποία είχαν βάλει μερικά αναψυκτικά και όταν παρήγγειλε κάποιος, έπαιρναν ένα αναψυκτικό από το τελάρο το πήγαιναν στη βρύση και έπαιρναν μία από τις κρύες για να τη σερβίρουν. Κι αυτό γινόταν για να μη χάσουν το λογαριασμό, γιατί στην ίδια χύτρα είχε βάλει κι ο άλλος καφετζής ο δίπλα ή ο απέναντι. Κι όλα αυτά το καλοκαίρι, γιατί το χειμώνα τα αναψυκτικά τα σερβίριζαν κατ΄ευθείαν από το τελάρο.
Χώρισµα του κυρίως καφενείου µε την κουζίνα ήταν ένας πάγκος ξύλινος, ο λεγόµενος µπουφές (τεζάκι), µε δίσκους επάνω για το σερβίρισµα των ποτών, µία σιδερένια κανάτα νερού, δύο µεγάλα µπουκάλια µε ούζο και κονιάκ, γυάλες µε γλυκά κουταλιού, βύσσινο, κεράσι, περγαμόντο και κουτιά µε λουκούµια. Στον τοίχο πάνω από τον πάγκο υπήρχε µια ξύλινη κατασκευή µε µικρά χωρίσµατα που φυλαγόντουσαν οι τράπουλες µε τα παιγνιόχαρτα,. Ο µπουφές του καφενείου είχε και δύο συρτάρια που ο καφετζής έβαζε τις εισπράξεις του, και τα τεφτέρια µε τα «βερεσέδια».
Έτσι ήταν τα καφενεία του χωριού µας, που σιγά σιγά έχασαν όχι μόνο το χρώμα τους αλλά και την ύπαρξή τους.
Σήμερα υπάρχουν καφετέριες.
Παλιά καφενεία, από ότι μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε είχαν στην Άνω Στενή οι:
-Βασιλείου Νικόλαος (Κατσαρός). Κοντά στην εκκλησία. Ιδιοκτησία σήμερα του Βασιλείου Νικόλαου (εγγονός).
-Ντούρμας Αριστείδης (Αριστδάνας). Ιδιοκτησία σήμερα, Μαρίας Ντούρμα-Βαλαή.
Σπύρου Κωνσταντίνος (Γκέτσικας). Ιδιοκτησία σήμερα, Παρασκευής Σπύρου-Θάνου.
-Σπύρου Σπύρος (Γκέτσικας). Ιδιοκτησία σήμερα Βασιλείου Σπύρου (γιος)
-Αικατερίνη (Ρίνα) Γκούστρα. Στην πλατεία Ιδιοκτησία σήμερα της Μαριάνας Γκούστρα-Πασχαλίδη)
-Γιαλός Παναγιώτης (Γκελέκας). Ιδιοκτησία σήμερα Κώστα Κατσανά, που το λειτουργεί ο γιος του Γεώργιος Κατσανάς σαν καφετέρια.
-Στο κτίριο αυτό, λειτούργησε καφενείο και ο Γεώργιος Κατσανάς (Παππούς του σημερινού ιδιοκτήτη).
-Ο Παναγιώτης Γιαλός (Γκελέκας), μετέφερε την επιχείρηση σε άλλο κτίριο, εκεί που σήμερα είναι ιδιοκτησία της Παρασκευής Μπαρμπούρη.
-Παλαιολόγος Κωνσταντίνος (Κατός). Ιδιοκτησία Γεωργίου Σπύρου του Δημητρίου, που σήμερα το λειτουργεί σαν ταβέρνα.
-Παλαιολόγος Ιωάννης (Γιατράκος). Ιδιοκτησία Γεωργίας Παλαιολόγου. Σήμερα στο χώρο αυτό λειτουργεί καφετέρια.
-Σίδερης Αθανάσιος. Ιδιοκτησία σήμερα Αικατερίνης (Ρίνας) Κατσανά.
-Παλαιολόγος Σπύρος (Χορμόβας). Σήμερα ιδιοκτησία Γεωργίου Ντούρμα. Λειτουργεί και σήμερα σαν καφενείο.
-Κυράνας Αντώνιος (Ταγαράς). Ιδιοκτησία σήμερα του Ηλία και Ιωάννας Μέργου.
Στην Κάτω Στενή
-Καλαμάρας Δημήτριος, το οποίο συνέχισε να το λειτουργεί ο γιος του Χαράλαμπος Καλαμάρας και στη συνέχεια ο εγγονός του Δημήτριος Καλαμάρας.
-Κοντούλα Αθηνά. Σήμερα είναι ιδιοκτησία Παναγιώτας Γιαμά-Βλάχου.
-Βλάχος Γεώργιος (Φορτούνας). Σήμερα είναι ιδιοκτησία Αθανασίου Βλάχου
-Οι αδελφοί Κατσανά Μιχάλης και Λάμπρος, είχαν καφενείο εκεί που σήμερα είναι ιδιοκτησία Αναστάσιου Γιαννούκου (Σκάσα)
-Σουλτάνης Βασίλειος (Βασλαράς). Είναι ιδιοκτησία του εγγονού του Βασίλη και σήμερα λειτουργεί σαν καφετέρια.
-Κυράνας, Ευάγγελος Σήμερα είναι ιδιοκτησία Αθανασίου Κυράνα (Κανάρη)
-Ντούρμας Αναστάσιος (Μαγκούτας). Ιδιοκτησία Μαρίας Ντούρμα-Τσιμιτσέλη.
-Βλάχος Αναστάσιος. Ιδιοκτησία σήμερα Νικολάου Γιαλού του Ταξιάρχη.
-Κυράνας Χαράλαμπος (Χαραλαμάκης). Σήμερα λειτουργεί σαν «Σούπερ Μάρκετ» από τον δισέγγονό του Κώστα Κυράνα, αφού προηγουμένως το είχε λειτουργήσει και ο πατέρας του Γιάννης Κυράνας.
-Καφενείο είχε και ο Μωραΐτης (δεν γνωρίζουμε το μικρό του όνομα) και κατά πάσαν πιθανότητα ήταν το πρώτο καφενείο που λειτούργησε στην Κάτω Στενή. Η ύπαρξη του ονόματος Μωραΐτη στην Κάτω Στενή, ίσως μπορεί να επιβεβαιωθεί και από την τοποθεσία «στου Μωραΐτη», που βρίσκεται μεταξύ Βούνων και Παλιάλωνα. Άλλοι λένε ότι το όνομα Μωραΐτης δεν ήταν το κανονικό, αλλά τον φώναζαν έτσι επειδή καταγόταν από την Πελοπόννησο. Υπήρχε και ένα καμίνι (το καμίνι του Μωραΐτη) στην Κάτω Στενή, δίπλα από το σπίτι του Θανάση Μακρή.
Γιάννης Γιαννούκος