steni.gr
Το επάγγελμα του αγωγιάτη υπήρξε προπολεμικά και ήταν ο πρόδρομος των σημερινών μέσων μεταφοράς και διακίνησης.
Πριν από το 1930 και σε μερικά μέρη και το 1950, δεν υπήρχαν δρόμοι και τα χωριά τα συνέδεαν μονοπάτια.
Στα πεδινά μέρη υπήρχαν κάποιοι υποτυπώδεις καρόδρομοι, αλλά και αυτοί το χειμώνα ήταν δύσβατοι.
Στα ορεινά μέρη, όπως είναι η Στενή και τα πίσω από το βουνό χωριά, Στρόπωνες, Μετόχι, Λάμαρη, Κούτουρλα, η επικοινωνία γινόταν μέσω μονοπατιών και κατά συνέπεια τα μεταφορικά μέσα ήταν τα μουλάρια και τα γαϊδουράκια.
Στη Στενή, οι αγωγιάτες έπαιρναν παραγγελίες από τα μπακάλικα, τα καφενεία, από άλλους επαγγελματίες που χρειάζονταν πρώτες ύλες για τη δουλειά τους, αλλά και από νοικοκυριά, που χρειάζονταν εφόδια για το σπίτι.
Η διαδρομή από Στενή για Χαλκίδα γινόταν μέσω Βούνων, περνούσαν τον Κατακλυδάρη και έφταναν στις Γίδες (Αμφιθέα). Μετά μέσω του πευκώνα στον Πισσώνα, περνούσαν τα χάνια και έφταναν στη Χαλκίδα από το σημείο που είναι το Δοκό και το Πέι.
Βέβαια, δεν παρέλειπαν οι αγωγιάτες να διηγούνται ιστορίες με φαντάσματα, στοιχειά, μπαούτσα, λάμιες, μάγισσες και άλλα δαιμονικά όντα που συναντούσαν στο δρόμο και που όλα εξαφανίζονταν όταν έκαναν το σταυρό τους και έλεγαν το «Πάτερ ημών» ή το «Πιστεύω».
Οι αγωγιάτες ξεκινούσαν δύο με τρεις ώρες νύχτα από τη Στενή, για να είναι το πρωί στη Χαλκίδα και αφού έπαιρναν τις προμήθειες γυρνούσαν το βράδυ στο χωριό. Η διαδρομή ήταν 6 περίπου ώρες.
Αυτό γινόταν μέχρι το 1928 που έγινε ο δρόμος μέσω Γιδών (Αμφιθέας) και Βούνων, αλλά και αυτός το μεγαλύτερο διάστημα του χειμώνα ήταν αδύνατο να εξυπηρετήσει τα αυτοκίνητα.
Αυτό είχε ως συνέπεια να εξαφανίζεται σταδιακά το επάγγελμα, αλλά κάποιοι συνέχιζαν.
Αρχές της δεκαετίας του 1950 πολύ μικρός τότε, θυμάμαι που είχε έρθει στο σπίτι μας ένα βράδυ η Παρασκευή Κατσανά, που ήταν η τελευταία αγωγιάτης που συνέχιζε το επάγγελμα, αν και σε σχετικά μεγάλη ηλικία, για να πάρει παραγγελίες για διάφορες προμήθειες που ήθελαν οι γονείς μου.
Η Παρασκευή Κατσανά, ήταν πιο γνωστή σαν η Παρασκευή του Θαλάσση (δεν γνωρίζω πως προήλθε αυτό το προσωνύμιο).
Μετά την Παρασκευή του Θαλάσση, δεν υπήρξε άλλος αγωγιάτης.
Άνθισε όμως, μια άλλη μορφή αγωγιατών, που κράτησε για κάμποσα χρόνια, μέχρι να ανοίξει ο δρόμος και να συνδέσει τα βορεινά χωριά.
Αυτοί μπορεί να θεωρηθούν οι πρόδρομοι των σημερινών ταξιτζήδων.
Φτάνοντας με τη συγκοινωνία στη Στενή, διάφοροι κρατικοί υπάλληλοι όπως, Γεωπόνοι, Επιθεωρητές Δημοτικών σχολείων, Νομαρχιακοί υπάλληλοι, δάσκαλοι, γιατροί αλλά και κάτοικοι των χωριών αυτών που διέμεναν σε άλλα μέρη και ήθελαν να επισκεφτούν το χωριό τους, έψαχναν να βρουν αγωγιάτη να τους μεταφέρει και κάποιοι που είχαν ζώα προσφερόντουσαν, με αμοιβή βεβαίως, να τους μεταφέρουν.
Έπαιρναν το μουλάρι, στόλιζαν καλά το σαμάρι με σεντόνια κλπ και αφού ανέβαινε πάνω ο ταξιδιώτης, με τον αγωγιάτη δίπλα, που πήγαινε με τα πόδια ξεκινούσαν.
Ενίοτε αν ο αναβάτης ήταν γυναίκα ή κάποιος άπραγος από ιππασία, κρατούσε την τριχιά ο αγωγιάτης και οδηγούσε το μουλάρι.
Η απόσταση έως Στρόπωνες είναι περίπου 16 χιλιόμετρα και έως το Μετόχι 28 περίπου χιλιόμετρα και να σκεφτεί κανείς πως η μισή διαδρομή είναι ανηφόρα και η άλλη μισή κατηφόρα, μέσα από κακοτράχαλα μονοπάτια στο βουνό, που κάθε τόσο εμπόδιζαν τους ταξιδιώτες και τα μουλάρια, μικρές κατολισθήσεις και νεροσυρμές.
Αυτοί δεν ήταν βέβαια επαγγελματίες αγωγιάτες, αλλά ήταν γι αυτούς ένα εξτρά έσοδο όταν συνέβαινε.
Όταν ρώτησα κάποιον να μου πει γιατί, αφού είχε και ένα γαιδουράκι, όπως μου είπε, δεν το έπαιρνε μαζί του να πάει κι αυτός καβάλα, η απάντηση ήταν ξεκάθαρη. Αστειεύεσαι; Εγώ θα γυρνούσα σε δύο μέρες, τι θα έκαναν οι άλλοι στο σπίτι χωρίς ζωντανό;
Πράγματι, το ζωντανό ήταν η κινητήρια δύναμη του νοικοκυριού. Ήταν το αγροτικό μας αυτοκίνητο για να κουβαλήσουμε τα ξύλα για το χειμώνα, το άχυρο μετά το αλώνισμα, τα σταφύλια μετά τον τρύγο, τις ελιές, να μας μεταφέρει καθημερινά στο χωράφι μαζί με τα σύνεργα μας, για όργωμα, σπορά, κλάδεμα, συγκομιδή, στα ψαχνά για ανταλλαγή προϊόντων και τόσα άλλα, αλλά και να γίνεται το πολυτελές μας ιδιωτικό αυτοκίνητο (που το στολίζαμε με καθαρά σεντόνια και άλλα στολίδια), για να μας πάει στα πανηγύρια αλλά και στη Χαλκίδα κάποιες φορές.
Όταν ο ταξιδιώτης έπρεπε να γυρίσει την επόμενη μέρα, κι αυτοί ήταν κυρίως οι επιθεωρητές Δημοτικών Σχολείων κάποιοι Γεωπόνοι και κρατικοί υπάλληλοι που πήγαινα για ελέγχους ή διαπιστώσεις, αλλά και βουλευτές, κυρίως υποψήφιοι (γιατί όταν εκλέγονταν τα ξέχναγαν όλα), ο αγωγιάτης έμενε και την επόμενη μέρα της επιστροφής.
Και συνεπώς απολάμβανε και αυτός των περιποιήσεων που δεχόταν ο «πελάτης» του, καλό φαί, ύπνο σε καθαρά σεντόνια κλπ.
-Αγωγιάτισσα ήταν η Παρασκευή Κατσανά, με μουλάρια και γαϊδούρια και επίσης, ο Γιαννούκος Ιωάννης (Γιαννακίτσας) από την Κάτω Στενή, είχε κάρο και έκανε μεταφορές από Χαλκίδα, εφοδιάζοντας τα μαγαζιά, αλλά και εκτελώντας διάφορες άλλες υπηρεσίες.
Γιάννης Γιαννούκος
Οι αυγουλάδες, γυρνούσαν με ένα κοφίνι στα χέρια στις γειτονιές και συγκέντρωναν αυγά. Να μην ξεχνάμε ότι δεν υπήρχε σπίτι που να μην έχει στην αυλή του ένα υποτυπώδες κοτέτσι για τα αυγά της ημέρας. Όσα όμως περίσσευαν τα πουλούσαν στους αυγουλάδες, οι οποίοι με τη σειρά τους τα προωθούσαν στο εμπόριο. Κάποιοι μάλιστα πουλούσαν παράλληλα και διάφορα μικροπράγματα. Θυμάμαι σαν σε όνειρο (ήμουν πολύ μικρός τότε), τον γέροντα Αναστάσιο Γιαννούκο (Κουκλάνη), ο οποίος κυκλοφορούσε με δύο κοφίνια. Το ένα για να βάζει τα αυγά που συγκέντρωνε και στο άλλο είχε την πραμάτεια του.
Βελόνες, κουβαρίστρες, τσιμπιδάκια, καλτσοδέτες, λάστιχα για τα βρακιά και άλλα μικροπράγματα, όμως χρηστικά για μια νοικοκυρά.
Σήμερα δεν υπάρχει ούτε ένα σπίτι που να έχει κότες. Ίσως στην άκρη του χωριού κάποιοι να έχουν λίγες για το φρέσκο αυγό τους και κατά συνέπεια δεν υπάρχουν και αυγουλάδες
Στην Άνω Στενή ήταν αυγουλάς ο Αναστάσιος Γιαννούκος (Κουκλάνης) ενώ στην Κάτω Στενή ήταν ο Αθανάσιος Αγγελάκης, ο οποίος έκανε εμπόριο, συγκεντρώνοντας από τους κατοίκους καρπούς, λάδια, αυγά, τομάρια (δέρματα) και τα πουλούσε στη Χαλκίδα και αλλού
*Θα πρέπει να πούμε ότι τα ονόματα που αναφέρουμε και θα αναφέρουμε για κάθε επάγγελμα, αφορά τα τελευταία χρόνια.
Είναι αυτοί που τους θυμάμαι ο ίδιος και αυτοί για τους οποίους με έχουν πληροφορήσει οι παλιότεροι.
Δηλαδή μιλάμε για τρεις με τέσσερις γενιές.
Γιάννης Γιαννούκος
Στη Στενή, χρησιμοποιούσαν πολύ τα βαρέλια, γι αυτό και το επάγγελμα του βαρελά ήταν απαραίτητο.
Συνήθως, όταν μιλάμε για βαρέλι, το μυαλό μας πάει στο κρασί. Όμως δεν είναι μόνο αυτό. Είναι ο ντάλαρος για το αλεύρι, μικρό νταλαράκι για το τυρί, καρδάρες για τους τσοπάνηδες, δοχεία για κτύπημα του βούτυρου (καδιά), αλλά και τα βαρέλια για τις νεροτριβές, τους ζοργιούς για τους νερόμυλους και πολλά άλλα.
Τα κατασκεύαζαν από ξύλο βελανιδιάς, καρυδιάς, καστανιάς ή δρυός, αλλά στη Στενή, ειδικά τα κρασοβάρελα τα έφτιαχναν από καστανιά.
Μερικά από τα εργαλεία που χρησιμοποιούσε ο βαρελάς ήταν: Τα σφυριά (βαρύ, ελαφρύ), τα σκαρπέλα, το αμόνι,το πριόνι, η πλάνη (ροκάνι), το σκεπάρνι, το τρυπάνι (αρίδι), το καβουροσκέπαρνο, η τανάλια, η ματσόλα, η ντούμπλα, η ταλιαδούρα, το χαλκούνι κ.α.
Έκοβε το ξύλο σε σανίδες, με μήκος ανάλογο με το πόσο ήθελε να είναι το βαρέλι και τις ζέσταινε στον ήλιο, αλλά και στη φωτιά μέχρι να μαλακώσουν, για να μπορεί να δώσει την ανάλογη κυρτότητα που χρειάζεται η κατασκευή του βαρελιού. Οι σανίδες αυτές ονομάζονται δόγες. Τις πελεκούσε μετά για να πάρουν το σχήμα που ήθελε.
Έπειτα έφτιαχνε τους δύο πάτους του βαρελιού (φουντώματα).
Παίρνουν ένα τσέρκι (σιδερένιο στεφάνι),για οδηγό και προσαρμόζουν πάνω του αφού τη σφίξουν καλά, μια δόγα. Με οδηγό αυτή τη δόγα τοποθετούν και τις άλλες, μια δίπλα στην άλλη και μετά βάζουν ακόμα ένα τσέρκι και σφίγγουν περισσότερο οι δόγες, οι οποίες έσφιγγαν από τη μία μεριά και άνοιγαν από την άλλη.
Γι αυτό το γύριζαν ανάποδα, έδεναν ένα σύρμα ή γερό σχοινί γύρω από τις δόγες, το έσφιγγαν και έβαζαν το τσέρκι. Τώρα οι δύο άκρες του βαρελιού είχαν την ίδια διάμετρο.
Αν κάπου δεν γινόταν καλή εφαρμογή, έβαζαν ένα χόρτο απ΄αυτό που χρησιμοποιούν οι καρεκλάδες.
Μετά έβαζαν τους πάτους (φουντώματα), που προσαρμόζονταν σε ένα βαθούλωμα (αυλάκι, πατούρα), που είχαν σκαλίσει πάνω στις δόγες. Μετά έσφιγγαν το τσέρκι και τα φουντώματα εφάρμοζαν καλά.
Τα τσέρκια τα έβαζαν ανάλογα με το μέγεθος του βαρελιού 6 έως 8 ή και παραπάνω.
Τελευταία δουλειά ήταν να ανοίξουν τρύπα για να βάλουν την κάνουλα, στο μπροστινό φούντωμα (κανέλα την έλεγαν στη Στενή), άλλη μία τρύπα πιο πάνω από την κάνουλα για αερισμό,(τύλος) και άλλη μία πάνω από το βαρέλι, για να μπαίνει ο μούστος (όκνα)
Το γέμιζαν νερό και αν δεν είχε διαρροές, ήταν έτοιμο.
Επίσης οι βαρελάδες εκτός από την κατασκευή των βαρελιών, έκαναν και τη συντήρησή τους ή την επισκευή τους αν σε κάποιο δημιουργείτο πρόβλημα.
Πολύ δουλειά είχαν το Σεπτέμβριο που άρχιζε ο τρύγος και πολλά βαρέλια ήθελαν συντήρηση.
Μονάδα μέτρησης του κρασιού ήταν η «μπότσα». Μία μπότσα ήταν δύο οκάδες. Περίπου εκατό μπότσες ήταν η παραγωγή από ένα στρέμμα αμπελιού.
Βαρελάδες στη Στενή, απ΄ότι μπορέσαμε να πληροφορηθούμε, ήταν: Ο Γιάννης Γερακίνης (Γκριτζάλης), ο Νίκος Καρλέτσος και ο Κώστας Καρλατήρας (Μοναχογιός).Ο Κυράνας Γεώργιος(Τόμπλας) έφτιαχνε ξύλινους ντάλαρους διαφόρων μεγεθών, για αλεύρι, τυρί, ελιές, πασπαλά κλπ. δηλαδή αντικείμενα που δεν ήθελαν «κύρτωση» όπως τα βαρέλια.
Γιάννης Γιαννούκος
Πριν από 70 και πλέον χρόνια, στη Στενή υπήρχαν 400-500 αγελάδες-βόδια, τα οποία δεν μπορούσαν να συντηρήσουν ή να τα εκτρέφουν στα σπίτια τους λόγω έλλειψης χώρου κυρίως. Γι αυτό το λόγο υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι συγκέντρωναν όλα τα βοοειδή του χωριού και δημιουργούσαν τα Βρουκολιά (Βουκολιά).
Οι βουκόλοι έφτιαχναν μια μάντρα σε κάποια περιοχή, που συνήθως ήταν μία από τις παρακάτω: Θυμάρια, Λιβάδια, Βρωμόκλαρο, Παλιάλωνα, Μεγάλο χαντάκι, Πέτρα, Ξυδάδες, Μαδαρούς κλπ.
Ο ορισμός του χώρου που θα λειτουργούσε το Βουκολιό γινόταν με κοινοτική απόφαση.
Τα ζώα τα συγκέντρωναν οι βουκόλοι προς το τέλος Μαρτίου, που έβγαινε χορτάρι και μπορούσαν να βοσκήσουν. Τα βοσκούσαν καθημερινά και τα πότιζαν στις «Κληματαριές» ή στις «Μπαχούνες», ανάλογα με το που ήταν εγκατεστημένο το Βρουκολιό.
Το βράδυ στη μάντρα, το κάθε ζώο ήξερε και πήγαινε μόνο του να κοιμηθεί στη δική του θέση (στο μάγκο του). Εννοείται πως όποτε τα χρειάζονταν οι ιδιοκτήτες τους, για αλώνισμα κ.α. τα έπαιρναν για λίγες μέρες και τα επέστρεφαν όταν τελείωναν τις δουλειές.
Η αμοιβή του βουκόλου ήταν δύο ξάια στάρι για το κάθε ζώο που είχε αναλάβει για όλη την περίοδο.
Η περίοδος του βουκολιού τελείωνε στις 14 Σεπτεμβρίου.
Αυτή την ημερομηνία έπρεπε όλα τα ζώα να ήταν στα σπίτια για να τα ραντίσουν οι ιδιοκτήτες τους με τον Αγιασμό που είχαν πάρει από τη εκκλησία (της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού).
Από ότι μπορέσαμε να μάθουμε, με τα βουκολιά ασχολούνταν ο Αναστάσιος Κρητικός και ο Ευάγγελος Βλάχος (Μύξης).
Γιάννης Γιαννούκος
Στη Στενή σχεδόν όλοι είχαν οικόσιτα ζώα, όπως κότες, κατσίκες, ακόμα και πάπιες, όσα σπίτια ήταν δίπλα στο ποτάμι.
Με τον τρόπο αυτό εξασφάλιζαν κρέας, αυγά, γάλα και κατά συνέπεια τυρί, μυζήθρα, ξινοτύρι κ.α.
Και ασφαλώς μιλάμε για γεωργικές οικογένειες, γιατί όσοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, είχαν τα κοπάδια τους στο βουνό και το χειμώνα τα κατέβαζαν στα χειμαδιά.
Συνήθως είχαν κατσίκες και ελάχιστοι αρνιά.
Ένας απ’ τους λόγους αυτής τις προτίμησης ήταν και τα σπίτια, που ήταν διώροφα λόγω έλλειψης χώρου και στο ισόγειο ήταν οι αποθήκες και ο σταύλος και στο πάνω πάτωμα έμενε η οικογένεια.
Τα αρνιά λοιπόν βελάζανε πολύ και ενοχλούσαν, ενώ οι κατσίκες βέλαζαν λιγότερο. Άλλωστε τα αρνιά προτιμούσαν την ελεύθερη βοσκή.
Τις κατσίκες λοιπόν έπρεπε κάποιος να τις βοσκήσει και δυστυχώς οι δουλειές τις οικογένειας ήταν τόσες πολλές, που δεν πρόφταιναν.
Γι αυτό λοιπόν υπήρχε ο Γιδάρης.
Τη δουλειά αυτή αναλάμβανε ένας από τους κατοίκους του χωριού, ύστερα από συνεννόηση με τους ιδιοκτήτες των ζωντανών και ανάλογα με τον αριθμό που είχε το κάθε σπίτι καθοριζόταν και το τίμημα, το οποίο θα ήταν σε χρήμα ή σε είδος. Οι ιδιοκτήτες ήταν υποχρεωμένοι να πηγαίνουν τα ζωντανά τους σε συγκεκριμένο σημείο και σε ακριβή ώρα, αφού προηγουμένως τα είχαν αρμέξει.
Ο γιδάρης ή βοσκός, τα έπαιρνε, τα οδηγούσε σε διάφορα σημεία που υπήρχε βοσκή και το απόγευμα τα γυρνούσε στο χωριό.
Η επιστροφή των κατσικιών στο χωριό γινόταν πριν από τη δύση του ήλιου. Αυτά χωρίς καμιά ιδιαίτερη καθοδήγηση κατευθύνονταν από μόνα τους στο σπίτι τους, ενώ ο γιδάρης τα σαλάγαγε μέσα από τα στενά δρομάκια.
Γιδάρηδες ή τσοπάνηδες διατέλεσαν κατά καιρούς οι:
Μακρής Δημήτριος (Μπαΐρας)
Μακρής Χρήστος (Καλιμπάς) και (Λατζόνης)
Παλαιολόγος Κωνσταντίνος (Ντουλής)
Γιάννης Γιαννούκος