Τον μήνα Ιούλιο τον έλεγαν και Αλωνάρη. Μόλις τέλειωνε ο θέρος άρχιζε το αλώνισμα.
Αμόλαγαν τα δεμάτια σε στρογγυλό σχήμα, με ένα αφαλό (κενό) στη μέση για να ανοίξουν τους κύκλους που έκαναν τα ζώα και να μην ζαλίζονται. Κάποιοι λίγοι νοικοκυραίοι που είχαν πάρα πάνω δεμάτια έκαναν κι άλλες θημωνιές. Υπήρχαν και δυο τρεις Στενιώτες νοικοκυραίοι που είχαν και τρεις θημωνιές.
Στη Στενή υπήρχαν δυο αλώνια τα πέρα και τα δώθε, ανάλογα σε ποια γειτονιά έμενες.
Τα παλαιότερα αλώνια της Στενής ήταν τα Παλιάλωνα λίγο πιο κάτω από τα σημερινά στο δρόμο για τα Θυμάρια. Στο αλώνισμα ήταν η σειρά των βαλμάδων. Βαλμάς είναι ο τεχνίτης του αλωνίσματος, το ζώο και το ντουέν. Στο αλώνισμα έμπαινε και το πνεύμα της αλληλοβοήθειας «τα δαν(ει)κά». Ο ένας βοήθαγε τον άλλον. Για 300 δεμάτια χρειάζονταν πέντε βαλμάδες. Εξήντα δεμάτια ο βαλμάς. Κάποιοι έφτιαχναν και θημωνιές με 500 δεμάτια και τα ανέβαζαν όσο πιο ψηλά μπορούσαν, ίσως και για φιγούρα. Τότε χρησιμοποιούσαν 4 + 4 βαλμάδες σε δυο βάρδιες. Φοράδα, γαϊδούρι, μουλάρι και λίγο παλαιότερα και βόδια. Μόλις έμπαιναν τα δεμάτια στη σειρά ξεκίναγαν οι βαλμάδες. Γύρω γύρω συνέχεια χωρίς σταματημό, ενώ κάποιος φρόντιζε ώστε τα δεμάτια να είναι μέσα στη στρογγυλή περίμετρο των βαλμάδων.
Όσοι προσλαμβάνανε βαλμάδες επί πληρωμή και όχι «δανεικά», τους πλήρωνα με ένα ή δυο ξάγια σιτάρι την ημέρα. Αφού γύριζαν τα δέματα με το δικούλι και έφερναν τα πάνω κάτω, ξεκίναγαν και πάλι για να τελειώσουν κι αυτά που δεν είχαν γίνει. Σταδιακά ξεχώριζε το σιτάρι από το άχυρο.
Αφού τέλειωνε το αλώνισμα σειρά είχε το ξανέμισμα. Στα περισσότερα χωριά περίμεναν τον αέρα για να ξανεμίσουν. Στη Στενή στα αλώνια ήξεραν ότι κάθε βράδυ 12-1 είχε πόηο. Αφού ξανέμιζαν το «λιώμα», που το είχαν μαζέψει σε σωρό, μάζευαν τον καρπό του σιταριού με κόσκινο και καθάριζαν τα σκύβαλα με τα οποία ετάιζαν τα ζώα. Για το ξανέμισμα χρησιμοποιούσαν το καρπολόι και το δικούλι. Το άχυρο, που είχε μαζευτεί σε σωρό, το σάκιαζαν στα αχυρόσακα και το πήγαιναν στα κατώγια «στου μπλέχτ» για να έχουν τα ζώα φαΐ για το χειμώνα. Τον καρπό, τον πέρναγαν από το δρινόνι (χοντρή σίτα), για να καθαρίσει από τα σκύβαλα. Μετά τον έβαζαν στα καρπόσακα και τον πήγαιναν στα αμπάρια.
Οι μεγαλύτεροι παραγωγοί σιταριού στη Στενή ήταν οι Κορωναίοι (Μπαμπάδες), οι Γιαλοί(Ταμίες), ο Ποστόλης Σιμιτζής
Τα αποτελέσματα της σποράς τότε δεν ήταν και ιδιαίτερα αποδοτικά. Έπαιρναν απλώς άλλο τόσο από αυτό που έσπερναν και λίγο πάρα πάνω κάποιες φορές κι έτσι κάθε φορά την μισή συγκομιδή τη φύλαγαν για να τη σπείρουν την επόμενη χρονιά. Μονάδα μέτρησης ήταν το ξάι. Το ξάι ήταν ένα δοχείο το οποίο είχε περιεκτικότητα από 9-12 οκάδες ανάλογα από τον καρπό. Τα δέκα ξάια έκαναν μια τάλια. Από το 1860 μέχρι και μετά το 1900 με τις καλύτερες συνθήκες ένας γεωργός είχε παραγωγή 50 τάλιες σιτάρι, 20 τάλιες κριθάρι, 20 τάλιες καλαμπόκι, 25 τάλιες ρεβίθια και 20 τάλιες φάβα.
Τον Ιούλιο έβγαζαν τα ρεβίθια Τα έβγαζαν με τα χέρια τα έκαναν αγκαλιές, άδετες ή δεμένες . Έβαζαν τέσσερα δέματα στο ζώο και τα πήγαιναν στα αλώνια. Τα αλώνιζαν μόνοι τους αυτήν τη φορά μιας και η ποσότητα ήταν μόνο για το σπίτι.
Τον Αύγουστο είχαν σειρά τα καλαμπόκια. Τα έβγαζαν πολλές φορές και από τον Ιούλιο τα έλιαζαν και κοντά της Παναγίας τα ξεχώριζαν από τα «μπούρτσα»: «Τα πήαιναμ στ αλώνια και τα βάραγαμ ουλ μέρα με τα λουμπούτια»
Τα οπωροφόρα
Πολύ σημαντικά ήταν και τα δένδρα που είχαν για να συμπληρώνουν την διατροφή τους με φρούτα και να σπάει η μονοτονία της καθημερινής διατροφής. Ρόδια, τα οποία κρέμαγαν σε πλεξούδες για να έχουν όλο το χρόνο, κυδώνια, τον Αύγουστο σύκα τα οποία λιάζανε ,βράζανε και τα κρέμαγαν με κλωστές για να κρατήσουν, τσάγαλα, το Σεπτέμβριο καρύδια αφού τα καθάριζαν και τα στέγνωναν τα έκαναν κοκόσες (ξερά καρύδια), εξαιρετικά πολύτιμα και για τα γλυκά των Χριστουγέννων αλλά και για τα κόλλυβα.
Σημαντικά όλα αυτά και επειδή σήμερα δεν μπορούμε να καταλάβουμε τη σπουδαιότητα όλων αυτών εκείνη την εποχή, αρκεί να αναφέρουμε ότι στις συμφωνίες που γίνονταν για την προίκα μαζί με τα υπόλοιπα αναφερόταν και «μια πλιξούδα ρόιδια» ανάλογα βέβαια την περίσταση.
ΤΟ ΨΑΡΕΜΑ
Η ανάγκη έκανε τους παλιούς κατοίκους των χωριών να βάζουν ένα μέτρο στις εκμεταλλεύσεις που έκαναν στις καλλιέργειες στο δάσος, στα βοσκοτόπια. Για την τήρηση αυτών των απαγορεύσεων υπεύθυνοι ήταν όλοι, ο πρόεδρος της κοινότητας, οι σύμβουλοι, οι αγροφύλακες, αλλά και οι πολίτες.
Το ψάρεμα στα χωριά Κάτω Στενή και Βούνοι επιτρεπόταν μόνο λίγες ημέρες πριν της Αγιασωτήρος. Τα ποταμόψαρα που δυστυχώς σήμερα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί από τη μόλυνση του ποταμού και από το λίγο νερό, ήταν μία λιχουδιά που επιτρεπόταν μόνο μια ημέρα το χρόνο. Την ημέρα του μεγάλου πανηγυριού των Βούνων όλα τα σπίτια είχαν ψάρια στο τραπέζι τους. Και για να έχουν πάντα, επέτρεπαν το ψάρεμα μόνο μια εβδομάδα το χρόνο και χωρίς δηλητήρια. Ο σκλόμος απαγορευόταν αυστηρά.
Παραβάτες όμως στη συγκεκριμένη απαγόρευση υπήρχαν πολλοί. Ο σκλόμος (φλόμος), είναι ένα φυτό της περιοχής το οποίο όταν χτυπηθεί βγάζει γαλακτώδες υγρό. Οι ασυνείδητοι της εποχής άλλαζαν τη ροή του νερού, και παγίδευαν τα ψάρια σε λίγο νερό.
Χτύπαγαν και ανακάτευαν το δηλητήριο μέσα στο νερό. Σε λίγο ότι υπήρχε στο νερό αρχικά ναρκωνόταν. Μετά από λίγο ότι υπήρχε στο νερό πέθαινε. Ψάρια, χέλια, νεροχελώνες, νερόφιδα, δεν έμενε τίποτα ζωντανό. Τα πρόβατα που έπιναν νερό παρά κάτω είχαν κι αυτά σοβαρά προβλήματα. Οι τρόποι που επιτρεπόταν κάποιος να ψαρέψει ήταν με το κοφίνι, την πέτρα ή την βαριά που χτύπαγαν τις πέτρες που είχαν από κάτω ψάρια ή ακόμα και με τα χέρια αφού άλλαζαν την κατεύθυνση του νερού. Τα χέλια ήταν δυσκολότερο ψάρεμα γινόταν μόνο με τα χέρια χρησιμοποιώντας μάλλινο πανί για να μην γλιστράνε. Το ίδιο πανί το χρησιμοποιούσαν για να τα γδάρουν αρχίζοντας από το κεφάλι. Τα καβούρια επιτρέπονταν όλο τον καιρό μιας και υπήρχε αφθονία.
Γιάννης Μητάκης
Αύγουστε καλέ μου μήνα
Νάσουν δυο φορές το χρόνο
ΤΑ ΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
Με την πρώτη ημέρα του Αυγούστου άρχιζε από τους ειδικούς η προσεκτική παρατήρηση του καιρού. Αυτό συνεχιζόταν για μια ή δυο εβδομάδες ανάλογα με το σύστημα του καθενός. Για αυτούς που παρακολουθούσαν μόνο μια εβδομάδα η κάθε ημέρα χωριζόταν στα δυο κι έτσι με μια ημέρα έβλεπαν δυο μήνες. Για τους άλλους η κάθε μέρα ήταν κι ένας μήνας.
ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Η μεγαλύτερη γιορτή για τους Στενιώτες με παλιές μνήμες ένδοξων στιγμών της ιστορία τους. Ανήμερα της Παναγίας διάλεξαν οι Τούρκοι να επιτεθούν στο χωριό το 1821 και περίμεναν να βρουν το χωριό αφύλαχτο και τον κόσμο να γλεντάει. Πράγματι όλος ο κόσμος ήταν στο χοροστάσι αλλά το χωριό δεν ήταν αφύλαχτο.
Η Κοίμηση της Θεοτόκου στην Άνω Στενή
Στο Μεγάλο Βράχο της Στενής φύλαγε ο γέρο- Κάτζιος, ο Αντώνας Καμαριώτης. Με την στεντόρεια φωνή του ειδοποίησε τους πανηγυριώτες οι οποίοι νίκησαν και δεν άφησαν τους Τούρκους να περάσουν. Αρχηγός της αντίστασης κατά των Τούρκων ήταν ο Καπετάνιος. Από το Καλαματέικο σόι με μεγάλο μίσος κατά των Τούρκων, οι οποίοι του είχαν κόψει τα αυτιά όταν ήταν μικρός και είχε πέσει πάνω τους, στο Σκουντέρι κοντά στο Παλιοχώρι. Τη νίκη τους αυτή την απέδωσαν στην Παναγία και έκαναν λαμπρή δοξολογία για να την ευχαριστήσουν. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και λίγο παλαιότερα οι περισσότερες γυναίκες της Στενής έπαιρναν το όνομα Παναγιώτα (Γιούλες).
Η παράδοση αναφέρει επίσης ακόμα ένα θαύμα που είχε κάνει η Παναγία στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Είχαν περάσει οι τούρκοι το στενό της Κλεισούρας και οι Στενιώτες είχαν εγκαταλείψει το χωριό και αποτραβήχτηκαν στα Καλύβια. Όταν ήρθε η ειδοποίηση ο καντηλανάφτης, (από τους Πισιναραίους), θεώρησε ιεροσυλία να σταματήσει το άναμμα των καντηλιών. Ατάραχος τα άναψε όλα και τότε έφυγε κι αυτός για το λόγγο. Ένας τούρκος τον κυνήγησε αλλά βρήκε τον θάνατο όταν πήγε να περάσει την ξύλινη γέφυρα, πέφτοντας στο ποτάμι.
Της Παναγίας επίσης αποφάσισαν οι Γερμανοί να επιτεθούν στο χωριό, όταν η Στενή ήταν αρχηγείο του ΕΛΑΣ και την τελευταία στιγμή άλλαξαν κατεύθυνση.
Ακόμα και σήμερα η ημέρα γιορτάζεται με λαμπρό τρόπο μιας και μαζεύονται χιλιάδες κόσμου από παντού.
Πιο παλιά όταν δεν υπήρχαν χρήματα φρόντιζαν να πάνε έστω και μακριά για να κάνουν κάποια μεροκάματα για να έχουν χρήματα για της Παναγίας.
Τα εννιάμερα της Παναγίας Λειτουργούσαν την Παλιοπαναγιά .
Πολύ κοντά στην Παλιοπαναγιά υπάρχουν λιθοσωροί δυο ναών που όπως αναφέρει η παράδοση ήταν η Αγιαβαρβαρίτσα και η Αγιασοφίτσα.
Τσ' Άι-μαρίνας σύκου
και τα Άι Λιά σταφύλ΄
και του Παντελεήμονος
να πας με του κουφίν΄
Γιάννης Μητάκης
Όταν ακόμα δεν είχαν εφευρεθεί τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας, η ανθρώπινη επαφή ήταν άμεση και μόνο προσωπική. Στα καφενεία, στην πλατεία, στις γειτονιές, στα νυχτέρια, στους μύλους, στις βρύσες που έπαιρναν νερό, στο προαύλιο της εκκλησίας μετά την λειτουργία της Κυριακής, στα εξωκλήσια που γιόρταζαν, γίνονταν όλες οι καθημερινές κοινωνικές συναναστροφές.
Στα πανηγύρια και στις μεγάλες γιορτές η επικοινωνία διευρυνόταν, μιας και είχαν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με φίλους και συγγενείς από τα γειτονικά χωριά, να κουβεντιάσουν και να μάθουν τα νέα.
Στο παζάρι της Κάτω Στενής, της Παναγίας στην Πάνω Στενή, της Αναστασάς στον Πύργο στο Σκουντέρι, στον Άγιο Δημήτριο (ανήκει στη Λούτσα) γίνονταν τα μεγαλύτερα πανηγύρια της Στενής. Εκτός από αυτά συμμετείχαν και στα πανηγύρια των διπλανών χωριών, της Αγίας Κυριακής, της Αγιά–Σωτήρος στους Βούνους κ.α
Στη Στενή τα νυχτέρια γίνονταν στα σπίτια και λόγω των καιρικών συνθηκών, αυτή η περίοδος ήταν αρκετά μεγάλη. Εκεί οι γυναίκες έπλεκαν, έγνεθαν, αντάλλασσαν νέα και έλεγαν παραμύθια και ιστορίες. Εξαίρεση βέβαια για τις δουλειές όπως θα διαβάσετε και πάρα κάτω η Τετραδοσχολούσα και η Παρασκευοσχολούσα. Το καλοκαίρι αυτή η συνάθροιση μεταφερόταν σε εξωτερικούς χώρους και οι παρέες μεγάλωναν αρκετά. Άναβαν δαδιά για να φωτίζουν καλά. Το δαδί το έπαιρναν από το εξωτερικό µέρος του πεύκου που ήταν όλο ρετσίνα για να κρατάει. Στην Πάνω Στενή το µεγαλύτερο νυχτέρι γινόταν στου Μπερµπέση την αυλή (εκεί που είναι σήµερα ο φούρνος του Σιµιτζή), στην Κάτω Στενή «στου κονάκ’ τ’ Παρέα».
Σε όλες αυτές τις συναθροίσεις αντάλλασσαν τα νέα, έλεγαν ιστορίες, ανέκδοτα, παροιμίες, παραμύθια, κ.α. Κάποιες από αυτές τις διηγήσεις θα αναφέρουμε πάρα κάτω. Επίσης θα αναφέρουμε προλήψεις, ήθη και δεισιδαιμονίες.
Γιάννης Μητάκης
Η αρμυροκουλούρα ζυμώνεται σε πολλά μέρη της Ελλάδας και τρώγεται ορισμένες μέρες, έπειτα από ολοήμερη νηστεία, όπως του Αγίου Ιωάννου (24 Ιουλίου) και συνηθέστερα την Καθαρή Δευτέρα από ανύπαντρες νέες. Πιστεύεται ότι στα όνειρα της νύχτας που ακολουθεί την κατανάλωση της αρμυροκουλούρας, η ενδιαφερόμενη θα δει το μέλλοντα σύζυγο.
Το αλεύρι το συγκεντρώνουν, φανερά ή κρυφά, συνήθως από τρία πρωτοστέφανα σπίτια και το ζυμώνουν και το ψήνουν κόρες που έχουν τους γονείς τους ή έγγαμες που οι άντρες τους ζουν. Η μια απ΄αυτές φέρνει το αλάτι, η δεύτερη το αλεύρι και η τρίτη το νερό, που πρέπει να είναι «αμίλητο».
Η ποσότητα από τα τρία είδη είναι η ίδια.
Η ερμηνεία του φαινομένου είναι φανερή. Με τη δίψα που προκαλεί το άφθονο αλάτι τα όνειρα τα σχετικά με τη δίψα που ταλαιπωρεί το μαντευόμενο άτομο είναι άφθονα. Από τη δίψα αυτή, είναι φυσικό να σπεύδουν να το απαλλάξουν πρόσωπα γνωστά και ανάμεσα σ΄αυτά το πρόσωπο για το οποίο ενδιαφέρεται ο μαντευόμενος.
Η ανακοίνωση αργότερα του ονείρου σε πρόσωπο συνδεόμενο με τον αγαπώμενο διευκολύνει τη δημιουργία ευνοϊκής ατμόσφαιρας για προσέγγιση.
Εκτός από την αρμυροκουλούρα υπήρχαν κι άλλοι τρόποι που η νέα «μάθαινε» αν θα παντρευτεί και με ποιον.
-Έβαζαν στην τσέπη του γαμπρού κουφέτα την ώρα της γαμήλιας τελετής και το βράδυ τα βάζανε κάτω από το μαξιλάρι τους και αυτόν που θα ονειρευτούνε θα τον παντρευτούν ή μπορούσε να δουν κάποιον άλλον με το ίδιο όνομα.
-Έπαιρναν στάρι κρυφά απ΄το καλάθι των Αγίων Θεοδώρων, το έβαζαν στο μαξιλάρι τους και θα παντρευόντουσαν αυτόν που στο όνειρο τους θα θερίζανε μαζί.
-Έγραφαν τα ονόματά τους στα παπούτσια της νύφης κι αν έσβηναν (μετά βέβαια την τελετή) θα πεντρευόντουσαν.
-Η νύφη όταν βγαίνει από την πόρτα του σπιτιού της για να πάει στην εκκλησία, ζβαρνάει (σέρνει) τα πόδια της για να τους παρασύρει όσες την ακολουθούν στο γάμο.
---
Με την πάροδο του χρόνου, πολλά από τα παλιά έθιμα και συνήθειες θα ξεχαστούν και είναι λίγοι αυτοί που τα γνωρίζουν. Συνήθως οι γεροντότεροι.
Γι αυτό αν γνωρίζετε κάτι σχετικό με παλιές συνήθειες και έθιμα κρατήστε τα ή δημοσιεύστε τα, γιατί τα γραπτά μένουν.
Γιάννης Γιαννούκος