steni.gr
Η γεμάτη πευκοδάση περιοχή που υπάρχει στη Στενή, από πολύ παλιά εξασφάλιζε στους κατοίκους της ένα πρόσθετο εισόδημα Από τον Απρίλη έως τον Οκτώβρη που υπήρχε μεγάλη έκκριση ρετσινιού, οι ρετσινάδες ξεκίναγαν το μάζεμα της ρετσίνας, το «δάκρυ» όπως το έλεγαν του πεύκου. Κατ’ αρχάς πελέκαγαν το πεύκο φτιάχνοντας μια χαρακιά γύρω στο ένα μέτρο. Κατόπιν έβαζαν το τενεκεδάκι (γκουμούλι),κάτω από την χαρακιά, κι εκεί συγκεντρωνόταν το ρετσίνι. Κάθε δέκα με δεκαπέντε ημέρες έκαναν την ίδια διαδικασία. Με ένα ειδικό εργαλείο την «ξύστρα» έβγαζαν το ρετσίνι και το έβαζαν σε ειδικά δοχεία τα καρόκια, τα οποία χώραγαν 15 οκάδες. Αν υπήρχε λίγη ακόμα ρετσίνι στο δένδρο και δεν μπορούσαν να τη βγάλουν με την ξύστρα χρησιμοποιούσαν το «φαράσι», που ήταν μια ειδική σπάτουλα, που αν κι αυτή δεν υπήρχε την έφτιαχναν μόνοι τους οι ρετσινάδες από τενεκέδες.
Το καρόκι το χρησιμοποιούσαν σαν μονάδα μέτρησης της ρετσίνας.
Από εκεί η ρετσίνα πήγαινε στους λάκκους και από εκεί την έπαιρναν οι έμποροι. Τα τελευταία τριάντα χρόνια χρησιμοποιούν θεϊκό οξύ για μεγαλύτερη παραγωγή. Τα γκουμούλια αντικαταστάθηκαν από τις διαφανείς πλαστικές σακούλες μιας χρήσεως, οι οποίες συγκεντρώνονται μόνο μια φορά την περίοδο. Με αυτό τον τρόπο η δουλειά έχει γίνει πολύ πιο εύκολη, αλλά και πάλι παραμένει κοπιαστική.
Με το πελέκημα του πεύκου, γύρω από το δένδρο έβρισκες πολλές φλούδες όλες με ρετσίνι επάνω τους. Αυτές τις μάζευαν οι κάτοικοι για προσάναμμα στα τζάκια ή στις σόμπες.
Στο Δημοτικό σχολείο, η πρώτη εκδρομή-περίπατος, γινόταν σε κάποιο κοντινό πευκοδάσος, όπου τα παιδιά συγκέντρωναν φλούδες, γεμίζοντας μερικά τσουβάλια, για να «προσανάβουν» τις σόμπες.
Τα πεύκα του δάσους ανήκαν στην κοινότητα και κάθε χρόνο γινόταν δημοπρασία για να βρεθεί ο ανάδοχος που θα τα εκμεταλλευτεί. Για τα πεύκα όμως που ήταν εκτός δασικής περιοχής και ήταν ιδιωτικά, γινόντουσαν συμφωνίες με τους ιδιοκτήτες των κτημάτων.
Οι Στενιώτες ρετσινάδες εκτός από τη Στενή πήγαιναν και σε άλλα μέρη και εργάζονταν
Τα πιο συνηθισμένα μέρη ήταν η Μυτιλήνη, η Πελοπόννησος (Μανωλάδα),η σκόπελος, η Βόρεια Εύβοια και αλλού.
Από ότι καταφέραμε να μάθουμε ρετσινάδες ήταν οι:
Δημήτριος Σπύρου (Γκέτσικας), Ιωάννης Σπύρου (Γκέτσικας),
Ευάγγελος Κυράνας (Τζατζανάκης), Γεώργιος Κυράνας (Τζατζανάκης), Νικόλαος Πισινάρας (Μπαταριάς), Κώστας Κοντούλας, Δημήτρης Κοντούλας, Δημήτρης Λέων (Μουρτζούνης), Αθανάσιος Θάνος (Κατσαπλιάς), Κωνσταντίνος Γάτος, Κυριάκος Ζέρβας (Κυριακός), Γιάννης Κυράνας (Ταγαράς), Αναστάσιος Ντούρμας (Σαντάς), Ιωάννης Σπυριδάκης, Θανάσης Σπυριδάκης, Λευτέρης Καμαριώτης, Ιωάννης Σιμιτζής, Ανέστης Καράγκος, Ιωάννης Τσίμπος, Θανάσης Ντούρμας, Δημήτριος Γιαννούκος (Τατάς), Δημήτριος Μαστρογιάννης (Σαμαράς), Ευάγγελος, Ντουμάνης, Απόστολος Ντούρμας (Νταλαρούμης), Βασίλειος Χουλιάρας(Μπιλ), Χρήστος Κοντάκης, Αναστάσιος Κοντάκης, Νικόλαος Θάνος (Τζουρίας) Αντώνης Γερακίνης (κέφαλος) και πολλοί άλλοι.
Στενιώτες ρετσινάδες στη Μυτιλήνη 1957.
1ος Κωνσταντίνος Γάτος. 3οςΚυριάκος Ζέρβας. 5οςΛευτέρης Καμαριώτης. 6ος Χρήστος Κοντάκης. 7ος Γιάννης Τσίμπος. 8ος Γιάννης Κυράνας. 9οςΘανάσης Θάνος
Πίσω, όρθιος, πρέπει να είναι ο Δημήτριος Καμαριώτης.
Ο Σπύρου Δημήτριος (Γκέτσικας). Ήταν ρετσινάς.
Το 1959, ο Δημήτρης Σπύρου, μαζί με τον αδελφό του Γιάννη Σπύρου και τον Γιάννη Κυράνα (Ταγαράς), λειτούργησαν πλανόδιο κινηματογράφο. Στη Στενή έκαναν προβολές κάθε Κυριακή και τις άλλες μέρες της εβδομάδας, στα γύρω χωριά της κεντρικής Εύβοιας αλλά και σε χωριά της Βοιωτίας. Μετά 4-5 χρόνια, ο Γιάννης Κυράνας απεχώρησε από την επιχείρηση, την οποία συνέχισαν τα δύο αδέλφια για 15 περίπου χρόνια. Τα πρώτα χρόνια λειτουργούσε με γεννήτρια, γιατί δε υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα.
Στη φωτογραφία, διακρίνεται ο Δημήτριος Σπύρου, ανάμεσα στα δύο παιδιά του. Αριστερά είναι ο Γιώργος, που είναι ιδιοκτήτης της ταβέρνας «Μουριά» στη Στενή και δεξιά ο Σπύρος που είναι γιατρός.
Γιάννης Γιαννούκος
Παλιότερα η μεταφορά ανθρώπων και προϊόντων γίνονταν σχεδόν αποκλειστικά με τα ζώα, εφόσον το οδικό δίκτυο ήταν υποτυπώδες και η ορεινή μορφολογία του εδάφους δυσχέραινε τις μετακινήσεις.
Το γαϊδούρι και το μουλάρι ήταν τα πιο διαδεδομένα μέσα μεταφοράς.
Ο σαμαράς κατασκεύαζε τον απαραίτητο εξοπλισμό που απαιτείτο, για να προσφέρει το ζώο τις υπηρεσίες του στο αφεντικό του. Αυτό ήταν το σαμάρι, που κατασκεύαζε με επεξεργασμένα σανίδια πλάτανου, που σκάλιζε και έδινε σχήμα ανάλογο με το σώμα του ζώου. Στις αγροτικές εργασίες και γενικότερα στις καθημερινές δραστηριότητες, το σαμάρι των ζώων ήταν απλό, με ξύλινο σκελετό και εσωτερική επένδυση από δέρμα. Έπαιρνε γι’ αυτό μέτρα από το ζώο και αφού έκανε το σκελετό, κατασκεύαζε το σαμαροσκούτι, ένα σάκο γεμάτο άχυρα που τοποθετούσε στο κάτω μέρος του σαμαριού, για να μην πληγώνεται το ζώο. Το σαμάρι στερεωνόταν στην πλάτη του ζώου με λουρίδες από χοντρό και σκληρό δέρμα, που έραβε με τη σαμαροβελόνα σ’ αυτό. Οι λουρίδες άρχιζαν από το σαμάρι, πήγαιναν στην περιφέρεια του ζώου και έσμιγαν ξανά στην άλλη πλευρά του σαμαριού. Άλλο ένα λουρί έζωνε το σαμάρι κάτω από την κοιλιά. Ακόμα έφτιαχναν και την καπιστράνα (καπίστρι) από δερμάτινες λουρίδες, που προσαρμόζονταν στο κεφάλι του ζώου, για να κρατάει το σχοινί που το έσερνε ο ιδιοκτήτης του.
Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά τα μέρη του σαμαριού
Τα ξύλινα
Οι σαμαράδες αγόραζαν πολλά έτοιμα ξύλα, ενώ άλλα τα έφτιαχναν μόνοι τους. Μάζευαν ξύλα σε μεγάλες ποσότητες, για να έχουν όλο τον χρόνο. Το καλύτερο ξύλο σε ποιότητα είναι το ξύλο πλατάνας, ενώ το καλύτερο ξύλο για φιγούρα είναι το ξύλο μουριάς. Τα ξύλα κόβονται μόνο τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και έως τα μέσα Δεκεμβρίου. Από εκεί κι ύστερα δεν κάνουν γιατί φουσκώνουν από την υγρασία. Το καλοκαίρι είναι εντελώς ακατάλληλα, γιατί το ξύλο δεν προλαβαίνει να «νευρώσει» και δεν ψήνεται. Βασικά ξύλινα μέρη του σαμαριού είναι:
Μπροστινάρι: Το μπροστινό μέρος του σαμαριού. Είναι ένα συμπαγές ημικύκλιο που εφαρμόζει στις πλάτες του ζώου και καταλήγει προς τα κάτω σε δυο ανοιχτά ξύλα.
Πισινάρι: Το πίσω μέρος του σαμαριού. Το πιο δύσκολο όσον αφορά την εύρεση ξύλου μιας και πρέπει να βρεθεί έτοιμο σε σχήμα. Δυο ξύλα που κατεβαίνουν σε καμπύλη και εφαρμόζουν στα καπούλια του ζώου. Το επάνω μέρος σχηματίζει ένα V
Παΐδες: Οι κάθετες σανίδες που ενώνουν το μπροστινάρι και το πισινάρι. Έχουν ελάχιστη καμπή ανάλογα με το ζώο.
Πανωπάιδα: Οριζόντιες παΐδες στο πάνω μέρος του σαμαριού, και το σημείο όπου κάθεται ο άνθρωπος. Τα πανωπάιδα έχουν μια σχετική καμπή και κατασκευάζονται σε σχήμα οβάλ.
Η στρωμνή
Όπως έλεγαν παλαιότερα, «θέλει μυαλό και γνώση να φτιάξεις του γαϊδουριού τη στρώση». Η στρωμνή προστατεύει το ζώο από τα ξύλα του σαμαριού. Είναι ένας σάκος, ο οποίος παλαιότερα γέμιζε με σίκαλη και μεταγενέστερα με φουσκί. Το φουσκί είναι υδρόβιο φυτό που βγαίνει στους βάλτους και μαζεύεται με μεγάλο κόπο, εφόσον αυτοί που το μαζεύουν μπαίνουν μέσα στον βάλτο, το κόβουν με την κόσα (κοφτερό εργαλείο ) και το μαζεύουν με τσουγκράνα. Πολύ φουσκί έβγαζε η Κωπαΐδα και ο Έβρος. Το εξωτερικό της στρωμνής είναι από δέρμα ή πανί, ανάλογα με το πορτοφόλι του καθενός και πάνω σε αυτό έβαζαν τα ξύλινα μέρη του σαμαριού. Το εσωτερικό είναι από σαμαροσκούτι, που είναι υφασμένο από μαλλί. Αυτό έρχεται σε επαφή με το δέρμα του ζώου και γι' αυτό πρέπει να είναι μαλακό.
Τα δερμάτινα
Τα δερμάτινα τα πουλούσαν έτοιμα οι χαμουτζήδες, αν και οι περισσότεροι σαμαράδες της περιοχής μας τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, τα έφτιαχναν μόνοι τους γιατί δεν τους συνέφερε να τα αγοράσουν. Τα δέρματα του σαμαριού ήταν από τραγί και τα έλεγαν βακετόδερμα ή σαμαρόδερμα. Ήταν μαλακό κατεργασμένο δέρμα, ούτως ώστε να πιέζει το δέρμα του ζώου χωρίς να του προκαλεί τραύματα.
Μπαλτούμια: Τρεις δερμάτινες λουρίδες στα καπούλια του ζώου. Το ένα είναι κάτω από την ουρά και τα δυο πάνω από την ουρά σταυρωτά. Το ένα από τα δυο δερμάτινα (πανωκάπουλα) περνούσε γύρω από το σαμάρι μέσα από τις παΐδες, για να μην φεύγει μπρος ή πίσω.
Μπροστελίνα: Δερμάτινη ζώνη που δένει το σαμάρι στην κοιλιά του ζώου. Στηρίζεται στις πάνω παΐδες.
Όταν το ζώο πήγαινε σε ανηφορικό μέρος και για να μην φεύγει προς τα πίσω έβαζαν το μπροστοσκοίνι.
Τα σιδερένια μέρη του σαμαριού παλαιότερα τα έφτιαχναν οι σιδεράδες του χωριού.
Κολτσάκια: Λάμες με δυο στρογγυλά σίδερα σαν τσιγγέλια.
Εργαλεία του σαμαρά
1) Σκεπάρνι ειδικό για πελέκημα.
2) Κουφοσκέπαρνο για περισσότερο φάρδος. Μόνο για το μπροστινάρι.
3) Δυο στενά σκεπάρνια (στενοσκέπαρνα) για καθαρισμό των θηλυκωμάτων.
4) Τρία έως έξι σκαρπέλα διάφορα. Βασικά ένα φαρδύ (2,5-3 πόντοι) ένα λιγότερο φαρδύ (2πόντοι) κι ένα στενό (1πόντος). Τα σκαρπέλα χρησιμοποιούταν για τις ενώσεις του πισιναριού που είναι ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό.
5) Δυο πριόνια ένα ψιλό και ένα μεγαλύτερο.
6) Το σμιλάρι έχει μήκος 25 πόντους και κάνει προτρυπήματα για τριβέλισμα και δημιουργία θηλών.
7) Το ματικάπι κάνει τις μεγάλες τρύπες αλλά και τις μικρές για να περνάνε τα κολτσάκια.
8) Ο ξυλοκόπανος χρησιμοποιείται σε όλα τα σκαρπέλα και όλα τα σμιλάρια. Για την κατασκευή του σαμαριού δεν κάνει το κανονικό σκεπάρνι, είναι λεπτή δουλειά και θα κάνει ζημιά.
-Από ότι μπορέσαμε να πληροφορηθούμε στην Άνω Στενή, σαμαράδες υπήρξαν ο Λέων Κωνσταντίνος (Σαμαγκούρας) και μεταγενέστερα ο Μαστρογιάννης Δημήτριος (Σαμαράς)
Ενώ στην Κάτω Στενή ο Γιαλός Παύλος και μεταγενέστερα ο Κυράνας Χρήστος που ήταν και ο τελευταίος σαμαράς στη Στενή.
Γιάννης Γιαννούκος
Με τα τρία στοιχεία της φύσης στη διάθεσή του (φωτιά, αέρα και νερό), τα δυνατά του χέρια και το κοφτερό μυαλό, εδώ και χιλιάδες χρόνια το επάγγελμα του σιδερά βοήθησε την ανθρωπότητα να επιζήσει και να προοδεύσει.
Ο Σιδεράς, με τη φωτιά για να λιώνει το σίδερο, τον αέρα για να φυσάει τη φωτιά για να δυναμώνει και το νερό για να εμβαπτίζει τα πυρωμένα σίδερα, αλλά και με το σφυρί και την τανάλια, βοήθησε τους ανθρώπους να κάνουν πιο εύκολη τη ζωή τους, να διεκπεραιώνουν πιο εύκολα τις δουλειές τους και να αναπτύξουν την παραγωγή τους.
Όλοι περίμεναν από το σιδερά να τους ετοιμάσει τα εργαλεία τους. Ο γεωργός, ο τσοπάνης, ο μελισσοκόμος, ο πεταλωτής τα νοικοκυριά και τόσοι άλλοι.
Και τι δεν έφτιαχνε ο σιδεράς με ένα καμίνι (φούρνο), ένα φυσερό, ένα σφυρί και μια τανάλια.
Πυροστιές, κλαδευτήρια, σφυριά, καρφιά, υνιά, μασιές, συνδαύλιστρα, τσεκούρια, τσάπες, δικέλια, αξίνες, πέταλα, κουδούνια, δόκανα, μελισσομάχαιρα, μεταλλικά εξαρτήματα αργαλειού, μεταλλικά εξαρτήματα αλετριού και πολλά άλλα.
Περισσότερα: Σιδεράδες στη ΣτενήΌταν σκεφτόμαστε τους παλιούς τσαγκάρηδες, το μυαλό μας πηγαίνει σε κάποιους ανθρώπους, καθισμένους σε μια καρέκλα, σκυμμένους πάνω από έναν πάγκο γεμάτο με κάθε λογής εργαλεία. Με μια ποδιά που κρεμόταν από το λαιμό μέχρι τα πόδια τους για να μην λερώνονται και δούλευαν για ώρες, σκυμμένοι πάνω από τον πάγκο τους.
Το παραδοσιακό επάγγελμα του τσαγκάρη, τουλάχιστον στην παλιά του μορφή, καθημερινά όλο και χάνεται. Βασικοί λόγοι που συνετέλεσαν και συνεχίζουν να συντελούν σε αυτή την εξαφάνιση του παραδοσιακού τσαγκάρη, είναι η μηχανική τελειοποίηση των υποδημάτων, η τεράστια ποικιλία παπουτσιών για κάθε ηλικία, εργασία και ασχολία, ώστε να καλύπτονται όλα τα γούστα, καθώς και η γρήγορη βιομηχανοποιημένη κατασκευή τους.
Υλικά που χρησιμοποιούσαν ήταν, σόλες, τακούνια, δέρμα, πέταλα, μπογιές, κόλλα, ψαρόκολλα, πινέλο, γυαλόχαρτο, γυαλιστικό, λάδι και ξυλόκαρφα, ήταν τα βασικά υλικά που χρησιμοποιούσαν στην κατασκευή ή και την επισκευή των παπουτσιών.
Τα εργαλεία του τσαγκάρη ήταν:
Ο πάγκος, όπου ακουμπούσαν όλα τα πράγματα που χρειάζονταν. Βρισκόταν στο κέντρο του εργαστηρίου τους.
Το τρυπητήρι, που άνοιγαν τρύπες για τα κορδόνια.
Το πέταλο που το βάζανε στις μύτες των παπουτσιών για να αντέχουν περισσότερο.
Το σουβλί, το χρησιμοποιούσαν όπως και το τρυπητήρι.
Το Αμόνι (σίδερο), ένα από τα πιο βασικά εργαλεία που σ' αυτό βάζανε το παπούτσι για να το επεξεργαστούν και να το τελειοποιήσουν.
Περισσότερα: Τσαγκάρηδες της ΣτενήςΆλλο ένα συμπληρωματικό εισόδημα για τους Στενιώτες ήταν η υλοτομία.
Απαραίτητα εργαλεία για τον υλοτόμο ήταν τα τσεκούρια του, η βαριά, οι σφήνες, ο κόφτης και τα διάφορα πριόνια.
Με το τσεκούρι ή με τον κόφτη έριχναν κάτω τα δέντρα, τα τεμάχιζαν από ενάμιση μέτρο, μέχρι όσο ήταν απαραίτητο, βγάζανε την έξω φλούδα και έφταναν στο ασπράδι του ξύλου. Μετά έφτιαχναν μια πρόχειρη κατασκευή από τάκους και άλλα ξύλα και από πάνω έβαζαν το κούτσουρο.
Η υλοτόμηση χρήσιμης ξυλείας, γινόταν το σαραντάημερο, με το τέλος του φθινοπώρου, τότε που τα δέντρα είχαν τους λιγότερους χυμούς και το φεγγάρι ήταν στη χάση του.
Εκτός από το χρόνο της κοπής, διάλεγαν και τον τόπο της υλοτόμησης. Έλατα από προσήλια κι άγονα μέρη, είναι ανθεκτικά στο σαράκι και στο σάπισμα, όμως είναι στριφτόξυλα, ροζάρικα, μικροφτιαγμένα κι άκομψα. Έλατα από εύφορα και παραποτάμια μέρη, είναι ψηλά ευθυτενή με ίσια νερά κι άροζα, όμως είναι ντελικάτα κι ευάλωτα.
Το «ραμματίζανε» λοιπόν με το σχοινί, με κόκκινη μπογιά ή ώχρα (κίτρινη μπογιά), για να μην φύγουν από την ευθεία.
Έδεναν το ξύλο με σχοινί, έβαζαν πέτρες από πίσω για να μην έχει «μπαλάντζο» και ξεκινούσαν το πριόνισμα.
Στο πριόνισμα, ένας ήταν από πάνω και ο μάστορας από κάτω.
Τα ξύλα που έκοβαν ήταν, τάβλες, πέταβρα, ψαλίδια, ξύλα για βαρέλια, κ.α.
Επειδή ήταν πολύ δύσκολη η μεταφορά ειδικά των μεγάλων ξύλων, γιατί δεν μπορούσαν να φορτωθούν στα ζώα, κάρφωναν μια σφήνα με γάντζο στο ξύλο, το έδεναν στο ζώο και τα πήγαιναν σέρνοντας μέχρι το χωριό.
Περισσότερα: Υλοτόμοι στη Στενή