Άλλο ένα συμπληρωματικό εισόδημα για τους Στενιώτες ήταν η υλοτομία.
Απαραίτητα εργαλεία για τον υλοτόμο ήταν τα τσεκούρια του, η βαριά, οι σφήνες, ο κόφτης και τα διάφορα πριόνια.
Με το τσεκούρι ή με τον κόφτη έριχναν κάτω τα δέντρα, τα τεμάχιζαν από ενάμιση μέτρο, μέχρι όσο ήταν απαραίτητο, βγάζανε την έξω φλούδα και έφταναν στο ασπράδι του ξύλου. Μετά έφτιαχναν μια πρόχειρη κατασκευή από τάκους και άλλα ξύλα και από πάνω έβαζαν το κούτσουρο.
Η υλοτόμηση χρήσιμης ξυλείας, γινόταν το σαραντάημερο, με το τέλος του φθινοπώρου, τότε που τα δέντρα είχαν τους λιγότερους χυμούς και το φεγγάρι ήταν στη χάση του.
Εκτός από το χρόνο της κοπής, διάλεγαν και τον τόπο της υλοτόμησης. Έλατα από προσήλια κι άγονα μέρη, είναι ανθεκτικά στο σαράκι και στο σάπισμα, όμως είναι στριφτόξυλα, ροζάρικα, μικροφτιαγμένα κι άκομψα. Έλατα από εύφορα και παραποτάμια μέρη, είναι ψηλά ευθυτενή με ίσια νερά κι άροζα, όμως είναι ντελικάτα κι ευάλωτα.
Το «ραμματίζανε» λοιπόν με το σχοινί, με κόκκινη μπογιά ή ώχρα (κίτρινη μπογιά), για να μην φύγουν από την ευθεία.
Έδεναν το ξύλο με σχοινί, έβαζαν πέτρες από πίσω για να μην έχει «μπαλάντζο» και ξεκινούσαν το πριόνισμα.
Στο πριόνισμα, ένας ήταν από πάνω και ο μάστορας από κάτω.
Τα ξύλα που έκοβαν ήταν, τάβλες, πέταβρα, ψαλίδια, ξύλα για βαρέλια, κ.α.
Επειδή ήταν πολύ δύσκολη η μεταφορά ειδικά των μεγάλων ξύλων, γιατί δεν μπορούσαν να φορτωθούν στα ζώα, κάρφωναν μια σφήνα με γάντζο στο ξύλο, το έδεναν στο ζώο και τα πήγαιναν σέρνοντας μέχρι το χωριό.
Πολλοί άνθρωποι που ήθελαν ξυλεία για προσωπική τους χρήση, για το χτίσιμο των σπιτιών, για την κατασκευή διάφορων αγροτικών εργαλείων, για καυσόξυλα, πήγαιναν και τα «έκαναν» μόνοι τους.
Αν κάποιος δεν μπορούσε να κόψει μόνος του τα ξύλα, για το τζάκι του τα παράγγελλε στους υλοτόμους και σαν μονάδα μέτρησης ήταν το «φόρτωμα», που σημαίνει ένα καλά φορτωμένο μουλάρι.
Η παραγγελία ήταν «φέρε μου πέντε φορτώματα ή δέκα φορτώματα ξύλα» και η τιμή διαμορφωνόταν με το φόρτωμα. Ποσό στοιχίζει το φόρτωμα;»
Τα εργαλεία που χρειαζόταν ο υλοτόμος ήταν
Τα πριόνια.
α). Ο κόφτης. Χρησιμοποιούταν για τις ρίψεις των δέντρων και για τον τεμαχισμό των κορμών τους, καθώς επίσης και για το κόψιμο των
καυσόξυλων. β).Καταρράχτης. Ήταν το πριόνι για την παραγωγή της πριστής ξυλείας. Αφού πρώτα τετραγώνιζαν με το τσεκούρι το κούτσουρο (ελατοκορμό), το ανέβαζαν πάνω στη διαμορφωμένη με κορμούς βάση, και έδεναν κατά μήκος του ξύλου ένα ράμμα, εν είδει χορδής, αφού πρώτα το εμπότιζαν σ΄ ένα κουτάκι με χρώμα.
Τεντώνοντας και στη συνέχεια αφήνοντας το σχοινί, αποτυπωνόταν στο ξύλο η γραμμή, που ήταν ο οδηγός για το κόψιμο με το πριόνι. Εκεί, στο τεζάκι, οπλισμένοι με ιώβεια υπομονή, ο ένας πάνω κι ο άλλος κάτω, πριόνιζαν για να βγάλουν σανίδια, καδρόνια κ.λ.π. γ).Χειροπρίονο. έκοβαν μ΄ αυτό τα λιανά ξύλα, κυρίως καυσόξυλα.
Τσεκούρια.
α). Τσεκούρι γενικής χρήσης. Είναι ο καθαρευουσιάνικος σφυροπέλεκυς, και κόβεις και σφυροκοπάς.
β). Τσεκούρι. Ένα τσεκούρι μετρίου μεγέθους ικανό να κόψει άνετα ένα δέντρο ή να σχίσει ένα χοντρό καυσόξυλο.
γ). Τσεκουράκι Ήταν ένα μικρό τσεκούρι για ξεκλάρισμα ή για άλλες ελαφρές δουλειές.
δ). Τσεκούρι υλοτομικό. Ήταν μόνο πέλεκυς και όχι σφυροπέλεκυς. Χρησιμοποιείτο στην υλοτομία για το ξερόζιασμα και το ξεφλούδισμα των κορμών.
Επίσης καρφώνοντάς το στην τομή του κορμού έπαιζε τον ρόλο του κορμοστροφέα.
ε). Τσεκούρι με μεγάλη ακμή κοπής σε σχέση με το κοινό τσεκούρι
και ήταν σε διάφορα μεγέθη
Σφήνες.
α). Σιδηρόσφηνα. Ήταν η κατ΄ αρχήν χρησιμοποιούμενη σφήνα, που εισχωρούσε στο ξύλο, σχίζοντάς το. Κατασκευαζόταν από τον σιδερά της περιοχής και κυκλοφορούσε σε πολλά μεγέθη.
β). Ξυλόσφηνα. Κατασκευαζόταν και αυτή σε διάφορα μεγέθη, από πλατανόξυλο. Χρησιμοποιούταν μετά την σιδηρόσφηνα για να διευρύνει ακόμα περισσότερο το σχίσμα στο ξύλο.
Υλοτομικά προϊόντα. α). Στρόγγυλη ξυλεία. Είναι ξεφλουδισμένοι κορμοί δέντρων, κατά βάση ελάτων, μικρών ή μεγάλων. Τα βασικά είδη της στρογγυλής ξυλείας είναι τα πατερά, που είναι μεγάλοι κορμοί κατάλληλοι για την κατασκευή πατωμάτων και οροφών των σπιτιών. β). Πελεκητή ξυλεία. Προερχόταν από έλατα και άλλα άγρια ξύλα (βελανιδιές, κέδρα, κ.α.), κυκλοφορούσε υπό μορφή πατερών, και σανιδιών και ήταν χρήσιμη στην οικοδομική και σ΄άλλες ξυλουργικές εργασίες γ). Πριστή ξυλεία. Ήταν συνήθως ελάτινη, κυκλοφορούσε υπό μορφή σανιδιών και καδρονιών και χρειαζόταν στις διάφορες ξυλουργικές εργασίες. δ). Σχιστή ξυλεία. Ήταν κατά κανόνα ελάτινη, κυκλοφορούσε σε πέταβρα και σανίδια και χρειαζόταν για φράχτες και άλλες ξυλουργικές εργασίες ε). Καυσόξυλα Τα καυσόξυλα ήταν το πρώτο μέλημα του κάθε αγρότη κι ένας μόνιμος λόγος που πήγαινε κι υλοτομούσε στο δάσος. Όλοι ανεξαιρέτως έκοβαν καυσόξυλα, γιατί όλον το χρόνο το τζάκι τους έκαιγε. Εκεί μαγείρευαν και έψηναν το ψωμί τους, εκεί ζεσταίνονταν και ξαπόσταιναν τον χειμώνα με τα κρύα και τους χιονιάδες.
Σαν καυσόξυλα χρησιμοποιούσαν κάθε είδος ξύλου από κάθε δέντρο. Ανάλογα με το μέγεθός τους διακρίνονταν σε χoντρά (κούτσουρα), λιανά, φλούδες, και προσανάμματα. Το συνηθισμένο μήκος τους ήταν γύρω στο μέτρο.
Η ξυλογαϊδάρα. Ήταν φορητή ξυλοκατασκευή πάνω στην οποία τοποθετούσαν τα καυσόξυλα, προκειμένου να τα τεμαχίσουν ακόμα περισσότερο, ώστε να χωράνε στην σόμπα ή στο τζάκι. -Το κυρίαρχο υλικό των εργαλείων του γεωργού ήταν το ξύλο. Ξύλα υπήρχαν πολλά, το καθένα με τις δικές του ιδιότητες, πολύτιμες για την ποιοτική κατασκευή των εργαλείων του. Ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά τις ιδιότητες των ξύλων, καθώς και τους τρόπους βελτίωσής τους. Έτσι στις αστρέχες και στις αποθήκες του είχε ξύλα για στειλιάρια, για φούρκες, για τέμπλες τινάγματος, ειδικά ξύλα για το αλέτρι του και άλλα πολλά.
-Στη Στενή, υλοτόμοι κατά καιρούς ήταν:
Χαράλαμπος Σιμιτζής (Χαραλάμης), Αναστάσιος, Μπαρμπούρης, Γιάννης Σιμιτζής, Αναστάσιος Θάνος, Θεόδωρος Σιμιτζής(Δόκιμος), Κώστας Κοντούλας, Χουλιάρας Βασίλειος (Μπιλ), Σιμιτζής Χαράλαμπος (Λαμής), Δημήτρης Κατσαράνης, Γιάννης Κατσαράνης, Βαγγέλης, Κατσαράνης,
Νίκος Πισινάρας (Μπαταργιάς), Κώστας βασιλείου (Ντίκας),Ιωάννης Βλάχος, Πέτρος Βλάχος, Ηρακλής Βλάχος, Κώστας Ντουμάνης (Κατσαμπέκης), Κουτσάφτης Αγγελής, Νίκος Θάνος (Τζουρίας), Δημήτριος Πισινάρας (Μπαταργιάς), Κώστας Πισινάρας (Καρούτζος), Απόστολος Σιμιτζής, Γεώργιος Ζέρβας (Μπάλιος), Νικόλαος Καρλέτσος.
Γιάννης Γιαννούκος
Πρακτικοί γιατροί
Πισινάρας Πέτρος (Κουμπούρας), Πισινάρας Δημήτριος (Μπαταριάς), Πισινάρας Σταύρος, και ο Γεώργιος Σουλτάνης (Γέρο-Γιώργας),
εξετέλουν θεραπείες εξαρθρωμάτων.
Παλαιότερα, είχε χρηματίσει εμπειρική γιάτρισσα και μαμή, η Αγγελού, χήρα Δημητρίου Γαλάνη, (Γριά Κοντή). Ο Ιωάννης Καρλατήρας (Γέρο Τίλιας), ο οποίος έβγαζε και δόντια, αλλά έκανε και πλύσεις αυτιών. Την θεραπεία των αυτιών ανέλαβε να την κάνει μετά τον θάνατό του, η κόρη του, Μένια Ιωάννου Σπύρου (Γκέτσικα).
Γιατροί
Γιατροί στη Στενή, όχι διορισμένοι από το κράτος, που άσκησαν το λειτούργημα τους στη Στενή, ήταν ο Καρλατήρας Βασίλειος, ο Παπαγεωργίου Νικόλαος και ο Παπακωνσταντίνου Κηρύκος.
Μετά τον πόλεμο ο Παπαγεωργίου Νικόλαος διορίστηκε ως αγροτικός Γιατρός,
ο Καρλατήρας Βασίλειος ειδικεύτηκε στην γυναικολογία και ο Κηρύκος Παπακωνσταντίνου στην καρδιολογία.
Παλαιότερα, διπλωματούχος γιατρός ήταν και ο Γιάννης Καμαριώτης (Κάντζος). Επίσης ο Σταύρος Μεργός, ο οποίος είχε χρηματίσει και Δήμαρχος το 1907.
Φαρμακείο
Φαρμακείο λειτουργούσε στη Στενή από τον Φαρμακοποιό Μπεληγιάννη Ιωάννη, εκεί που σήμερα είναι ιδιοκτησία των παιδιών του.
Οδοντιατρείο
Η Σύζυγος του Φαρμακοποιού Ιωάννη Μπεληγιάννη, Άννα Μπεληγιάννη, ήταν οδοντίατρος και ασκούσε το επάγγελμα στη Στενή.
Μαμές
Η Σοφία Παπαναστασίου (Σοφίτσα), που ήταν πρακτική μαμή.
Το 1930 εγκαταστάθηκε μονίμως στη Στενή η διπλωματούχος μαία Ελένη Σπύρου Τζίνη και το 1940 η επιστήμων μαία Μαρία Γ. Παπακωνσταντίνου. Πριν το 1900, πρακτικές μαμές ήταν η Γιαννούλα Καμαριώτη (Γριά Γιαννούλα) και η Κυριακή Πατερίτσα (Κυριά).
Γιάννης Γιαννούκος
Τα αυτοκίνητα μπήκαν στη ζωή μας μετά το 1927 που συνδέθηκε η Στενή με τη Χαλκίδα, μέσω Γιδών Πολυτήρας κλπ.
Το πρώτο αυτοκίνητο που εμφανίστηκε στη Στενή ήταν την 1η Σεπτεμβρίου 1927, την ημέρα που τελείται η εμποροπανήγυρη στην Κάτω Στενή και το οδηγούσε ο Ηλίας Κατσής, που καταγόταν από τις Στρόπωνες και διέμενε στη Χαλκίδα.
Οι εργασίες συνεχίστηκαν για όλο το μήνα Σεπτέμβριο για να τελειοποιηθεί ο δρόμος προς την Άνω Στενή και στο τέλος του μήνα κατέφτασε από τη Χαλκίδα, το αυτοκίνητο του Βασίλη Φλώρου από τη Μακρυκάπα, στην Άνω Στενή, στη θέση «Βρυσίτσα», που είναι στην είσοδο του χωριού. Οι κάτοικοι έτρεξαν και βοηθούντες τον οδηγό το ανέβασαν μέχρι την πλατεία και το «ασήμωσαν» όλοι οι παρευρισκόμενοι. Έστησαν μάλιστα και χορό.
-Αυτοκίνητο φορτηγό για μεταφορές, αφού έγινε ο δρόμος για Χαλκίδα είχε ο Χαράλαμπος Κυράνας, για μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών, Αυτοκίνητα επίσης διέθεταν για λίγο χρονικό διάστημα και οι Ιωάννης Καλαμάρας με τον Ταξιάρχη Γιαλό, συνεταιρικά, καθώς και ο Ευάγγελος Λέων, Επίσης ο Νικόλαος Τσουτσαίος, συνεταιρικό με ομάδα Στενιωτών. Η συγκοινωνία τότε με την Χαλκίδα, γινόταν μέσω Βούνων, Γιδών, Πολυτήρας και Πέι.
Μετά τον πόλεμο, περίπου 1947-48 αυτοκίνητο είχε ο Ιωάννης Κυράνας (Χαραλαμάκης). Την ίδια εποχή είχε αυτοκίνητο και ο Χαράλαμπος (Μπάμπης) Κυράνας, που μετέφερε κυρίως επιβάτες, μέχρι το 1954 και μετά είχε αγοραίο ταξί. Επίσης ο Αναστάσιος Κρητικός.
Σε κάθε φορτηγό υπήρχε συνήθως, εκτός από τον οδηγό, και ένας βοηθός. Έπρεπε να έχει δυο χρόνια υπηρεσία, ώστε να αρχίσει να κάνει μαθήματα οδήγησης. Ο ρόλος του βοηθού ήταν πολύ σημαντικός. Βλέπετε, όλα τα αυτοκίνητα τότε είχαν μανιβέλα, ακόμα και όσα είχαν μίζα, γιατί οι μπαταρίες, εκείνη την εποχή, άδειαζαν γρήγορα. Ο βοηθός γυρνούσε τη μανιβέλα, ο οδηγός τραβούσε το τσοκ και πατούσε το γκάζι, ώστε να πάρει το αυτοκίνητο μπροστά. Ήθελε προσοχή το γύρισμα της μανιβέλας, γιατί αν τη γύριζες ανάποδα, μπορούσαν να σου σπάσουν τα χέρια, αφού ο κινητήρας έπαιρνε ανάποδες στροφές. Συνήθως, ο βοηθός "την έβγαζε" στην καρότσα του φορτηγού, ή στο «φτερό», πάντα σε ετοιμότητα. Στις ανηφόρες, όταν δυσκολευόταν το αυτοκίνητο, ο βοηθός πηδούσε έξω και έβαζε τάκους στους τροχούς, να μη κυλήσει πίσω το αυτοκίνητο. Το ίδιο και στις κατηφόρες, όταν ζεσταίνονταν τα φρένα, πήδαγε από την καρότσα ο βοηθός και έβαζε τους τάκους στους πίσω τροχούς. Στις ανηφόρες, μόλις το αυτοκίνητο κατάφερνε να ξεκινήσει ξανά, ο βοηθός τραβούσε τον τάκο και έτρεχε να μπει, να πηδήσει, στην καρότσα.
Χαρακτηριστικά είναι και τα ονόματα που έδιναν οι κάτοικοι στα αυτοκίνητα, ανάλογα με το σχήμα τους το χρώμα τους το πόσο μπορούσαν να τρέξουν, αν μπορούσαν να ανέβουν εύκολα τις ανηφόρες κλπ. Μερικά χαρακτηριστικά ονόματα ήταν: Χατζηνταούτης, Καρνάβαλος, Αράπης, Γοργόνα, Κανάρης, Παπανικολής, Περσεφόνη κ.α.
Μεταγενέστερα φορτηγά αυτοκίνητα είχαν οι Γρηγόριος Κρητικός, Ιωάννης Κρητικός (Γιαννάρας), Ιωάννης (Γιαννάκης) Κυράνας και ο Μιχάλης Γιαλός με τον Δημήτριο Ντούρμα (Μαντά) Αργότερα, αποσύρθηκε ο Μιχάλης Γιαλός και το αυτοκίνητο έμεινε στον Δημήτρη Ντούρμα.
Γιάννης Γιαννούκος
Φούρνοι
Υπήρχε μόνο ένας φούρνος, του Βασιλείου Σιμιτζή, εκεί που αργότερα ήταν και ο φούρνος του γιου του Θανάση Σιμιτζή.
Πουλούσε ψωμί, αλλά έψηνε και τα καρβέλια που του τα έφερναν ζυμωμένα επ΄αμοιβή. Είχε επίσης και έναν στίφτη για τα σταφύλια και αποστακτήριο για να βγάζει ρακί.
Πλεκτομηχανές
Πλεκτομηχανές για να πλέκουν κυρίως φανέλες μάλλινες, είχαν στην Άνω Στενή η Κατερίνα Ντούρμα (Κατερίνα του Τσουτσαίου) και η Ελένη Κουτσούκου.
Στην Κάτω Στενή είχαν οι: Αθηνά Άγα, η Μαρία Αγγελάκη, η Σωτήρω Κυράνα και η Παρασκευή Μπεληγιάννη (Κολοτόπη).
Φωτογράφος
Φωτογράφος ήταν ο Ευάγγελος Παπαϊωάννου. Επίσης ήταν και επιγραφοποιός (έγραφε ταμπέλες για τα μαγαζιά).
Σαρωματάδες
Οι σαρωματάδες στη Στενή, έφτιαχναν τις σκούπες από αστοφιά ή θυμάρι, με τις οποίες σκούπιζαν τα κατώγια και τα καθάριζαν από τις βρωμιές που δημιουργούσαν τα περιττώματα των ζώων.
Σαρωματάδες ήταν οι:
Κυράνας Δημήτριος (Αναμήτρος).
Βλάχος Χρήστος (Γεννάδιος).
Νάτσης Χαρίλαος.
Ο Νάτσης Χαρίλαος ήταν και άριστος περιβολάρης και καλλιεργούσε οπωροκηπευτικά στο περιβόλι του κοντά στη βρύση «Νταβέλη», ενώ παράλληλα έφτιαχνε και στειλιάρια. Όταν διαλαλούσε την πραμάτεια του έλεγε «έχω στειλιάρια για τα στειλιάρια». Με τη λέξη στειλιάρια εννοούσε τους ανθρώπους που δεν είναι ικανοί, δεν μπορούν να ασχοληθούν και να φτιάξουν οτιδήποτε, δεν ήταν έξυπνοι και γενικά αυτούς που «δεν έπιανε το χέρι τους», αυτούς δηλαδή που δεν τα έβγαζαν πέρα με ότι κι αν καταπιάνονταν.
Στιλβωτές (λούστροι
Μακρής Κωνσταντίνος (Μπαΐρας) και Νάτσης Χαρίλαος. Επίσης για λίγο διάστημα έκαναν αυτό το επάγγελμα και ο Πισινάρας Σταύρος (Σταυρέτσας), καθώς και ο Τζίνης Κωνσταντίνος (Καλίας).
Στην Κάτω Στενή ήταν ο Δημήτριος Ντούρμας (Μαντάς), για λίγα χρόνια, όταν ήταν μικρός (15 χρονών περίπου).
Χασάπηδες
Για να σφάξει κάποιος, έπρεπε πρώτα να ρωτήσει τους κατοίκους αν θέλουν κρέας και αν υπολόγιζε ότι απ' το ζώο που θα σφάξει έχουν ήδη παραγγελθεί τα κιλά που θα βγουν, τότε έσφαζε. Χασάπηδες ήταν οι:
Τσουτσαίος Νικόλαος (Κοκολίνας), Τσότσος Αθανάσιος (Λοτσόρος)
Ζωέμποροι
Ζωέμπορος ήταν ο Γιαμάς Πανταζής (Μπαραλής), ο οποίος περιστασιακά έκανε και τον χασάπη.
Κουναβάδες
Το δέρμα του κουναβιού είχε μεγάλη αξία, αρκετοί από την περιοχή μας
έκαναν αυτή τη δουλειά για να έχουν ένα πρόσθετο εισόδημα. Ειδικά την δεκαετία του 1950 στη μεγάλη ζήτηση, ένα δέρμα κουναβιού πουλιόταν 700 δρχ. όταν το μεροκάματο δεν ξεπερνούσε τις 30-40 δρχ..
Στα περισσότερα χωριά της περιοχής εκμεταλλεύονταν την εποχή που είχε χιόνι και τα κουνάβια τα εύρισκαν πολύ εύκολα, γιατί άφηναν ίχνη πάνω σ’ αυτό. Οι κουναβάδες γύριζαν στα χιόνια με ένα τσουβάλι γεμάτο άχυρο. Εύρισκαν τις κουφάλες από τα δέντρα που κρυβόντουσαν τα κουνάβια συνήθως από τις πατημασιές, έβαζαν φωτιά μπροστά στην κουφάλα ή έριχναν θειάφι. Τα παγιδευμένα ζώα έβγαιναν και ήταν πολύ εύκολος στόχος για αυτούς που περίμεναν γύρω-γύρω, με τα όπλο ή με το τσουβάλι το οποίο εφάρμοζαν στην είσοδο της κουφάλας του δέντρου. Αυτό γινόταν στα περισσότερα χωριά.
Στη Στενή το κυνήγι γινόταν και το άλλο διάστημα μιας και είχαν εκπαιδευμένα σκυλιά (κουναβόσκυλα) και καλή οργάνωση. Τα σκυλιά κυνηγούσαν τα κουνάβια, τα ανάγκαζαν να ανέβουν στα δέντρα, όπου γίνονταν εύκολος στόχος για τα όπλα των κυνηγών. Για να μην καταστραφεί το δέρμα του κουναβιού έφτιαχναν ειδικά φυσίγγια με λίγα σκάγια μέσα.
Κυνηγοί κουναβιών με εκπαιδευμένα σκυλιά στη Στενή ήταν ο Τάσος Μαστρογιάννης (Μάλιος), ο Χρήστος Μπέκος, ο Παναγιώτης και ο Γιώργος Ζέρβας (Μπάλιος), ο Αντώνης Ντούρμας και τα παιδιά του Χρήστος και Μήτσος (Γκεκάκηδες).
Τενεκετζήδες (Φαναρτζήδες)
Κυράνας Ιωάννης (Κολτσίδας). Είχε το εργαστήρι του εκεί που σήμερα είναι η ταβέρνα του Γιώργου Σπύρου από τη μεριά που βλέπει στην πλατεία.
Στην Κάτω Στενή ήταν τα αδέλφια, Μιχάλης και Λάμπρος Κατσανάς.
Λαναριστικές μηχανές
Οι λαναριστικές μηχανές ή Λανάρες, όπως τις έλεγαν, λειτούργησαν όταν ήρθε το ρεύμα στο χωριό. Μετά το 1965. Λανάριζαν το μαλλί και ήταν έτοιμο, για να κλωστεί και να γίνει σκλείδι.
Στην Πάνω Στενή, λανάρες είχαν ο Παναγιώτης Γάτος και η ζωή Γάτου.
Στην Κάτω Στενή, είχε η Ελένη Λέων, το γένος Σιμιτζή.
Οργανοπαίκτες
Κατσαρής Ιωάννης (Γκούμας) (Κλαρίνο).
Χουλιάρας Αθανάσιος (Λαούτο).
Καραγιάννης Ανέστης (Κανέστας) (Λαούτο).
Κατσαρής Νικόλαος (Κολόκας) (βιολί).
Ο Μεταξάς Δημήτριος (Τσιγκαρομήτρος), είχε μία λίρα αλλά δεν συμμετείχε σε ορχήστρες, έπαιζε μόνος κάπου-κάπου στην πλατεία του χωριού διασκεδάζοντας διάφορες παρέες.
Καμίνια
Ο Γιώργος Βλάχος μαζί με τα παιδιά του Αθανάσιο Κωνσταντίνο και Δημήτρη (Ζορμπαλήδες), είχαν καμίνι και έφτιαχναν κεραμίδια και κανάτια, εκεί που σήμερα είναι ιδιοκτησία Ιωάννη Βλάχου.
Παρόμοιο καμίνι είχε φτιάξει από το 1950 ο Κώστας Μαστρογιάννης για λίγα χρόνια.
Καμίνι υπήρχε και στη θέση Κληματαριές, κοντά στο ποτάμι πολύ παλαιότερα, χωρίς να ξέρουμε ποιος το είχε. Την περιοχή αυτή σήμερα τη λέμε «στα κεραμιδαριά».
Πίσω από το σπίτι του Θανάση Μακρή, υπήρχε ένα καμίνι που το έλεγαν το καμίνι του Μωραΐτη. Δεν ξέρουμε περισσότερα.
Ξενοδοχείο
Ξενοδοχείο είχε ο Παπακηρύκου Δημήτριος, εκεί που σήμερα είναι ιδιοκτησία Αθανασίου Ζέρβα και Γεωργίου Ζέρβα.
Βέβαια δεν μιλάμε για κανονικό ξενοδοχείο, αλλά για ένα σπίτι που διέθετε κάποια δωμάτια προς ενοικίαση με κοινή τουαλέτα. Όσο δε για μπάνιο, ας ήταν καλά….η σκάφη.
Γιάννης Γιαννούκος