steni.gr
Για να κτιστεί ένα σπίτι, χρειαζόντουσαν πέντε βασικά υλικά: Πέτρες, ξύλα, ασβέστη, άμμος και κεραμίδια.
Τις πέτρες τις έπαιρναν από τα νταμάρια, τα ξύλα από τους υλοτόμους, τον ασβέστη από τα ασβεστοκάμινα, την άμμο από το ποτάμι. και τα κεραμίδια από τα κεραμιδαριά.
Για τις πέτρες, ένα νταμάρι ήταν στη θέση Ντάμη, από όπου μπορούσε όποιος ήθελε να προμηθευτεί και άλλο ένα μεταπολεμικά, μεταξύ πάνω και κάτω Στενής στη θέση Χότζα, που το δούλευε ο Απόστολος Γιαλός. Το κτήμα στο οποίο γινόταν η εξόρυξη της πέτρας, ήταν ιδιοκτησία του Γεωργίου Σπυριδάκη.
Τα ξύλα τα παράγγελλαν στους υλοτόμους
Την ασβέστη από τα ασβεστοκάμινα τα οποία ήταν αρκετά. Ένα μάλιστα είχαν φτιάξει μετά τον πόλεμο οι πυρόπληκτοι, που είχαν καεί τα σπίτια τους κατά τη διάρκεια του πολέμου αλλά και του εμφυλίου.
Ασβεστοκάμινα υπήρχαν στις θέσεις «Καρατλάκα», «Ανήλιος» και «Κουρίτος». Αυτό το τελευταίο το δούλευαν, ο Αναστάσιος Σουλτάνης (Μνίλας) και ο Μιχάλης Καρλέτσος.
Την άμμο, όπως είπαμε την έπαιρναν από το ποτάμι.
Τα κεραμίδια κατασκευάζονταν σε ειδικά καμίνια.
Από τα παλιά χρόνια στην περιοχή «Κληματαριές», κοντά στο ποτάμι, υπήρχε κεραμιδάδικο. Σήμερα δεν λειτουργεί, αλλά την περιοχή την ονομάζουν «Κεραμιδαριά».(στα κιραμδαριά).
Ένα άλλο καμίνι υπήρχε κατά μήκος του δρόμου προς τα αλώνια, στην Κάτω Στενή, το οποίο έφτιαχνε και κανάτια, στάμνες, πιθάρια κ.α. και ήταν του Βλάχου Γεωργίου (Ζορμπαλή) και των παιδιών του.
Περί το 1950, λειτούργησε κεραμιδάδικο για λίγα χρόνια και ο Κώστας Μαστρογιάννης.
Τις πέτρες τις κουβαλούσαν στην οικοδομή με μουλάρια και γαϊδούρια. Τοποθετούσαν δύο σανίδες στις δύο πλευρές του σαμαριού, στις οποίες έβαζαν τις πέτρες. Καταλαβαίνουμε ότι χρειαζόντουσαν πολλές «στράτες» για να κουβαληθούν οι πέτρες. Από εκεί και έπειτα ο κτίστης έπαιρνε την πέτρα και με το σφυρί της έδινε την κατάλληλη μορφή.
Τα ξύλα που έφερναν οι υλοτόμοι, ήταν μεγάλα δοκάρια διαφόρων μεγεθών. Μερικά από αυτά τα έβαζαν στους τοίχους για στερέωση (κάτι σαν τα σημερινά σενάζ) κι άλλα τα έβαζαν πάνω και πλάι από πόρτες και παράθυρα, κάτι σαν τις σημερινές κάσες των κουφωμάτων αλλά επί πλέον τα ξύλα αυτά λειτουργούσαν και σαν σενάζ (παράστωμα).
Τον ασβέστη τον έπαιρναν από τους λάκκους, Στους λάκκους έριχναν την ασβέστη οι ασβεστοκαμινάδες, έριχναν από πάνω νερό και το άφηναν μέρες και μήνες μέχρι ο ασβέστης να κατασβηστεί, να γίνει δηλαδή αλοιφή. Την μετάφεραν στην οικοδομή με τα ζώα, μέσα σε ξύλινα κασόνια, ενώ τα μετέπειτα χρόνια χρησιμοποιούσαν τενεκέδες. Στην οικοδομή, τον ασβέστη τον περνούσαν από την κοσκίνα, για να κρατήσει πιθανόν σκληρά κομμάτια που δεν είχαν διαλυθεί (χουρμπούλια). Η κοσκίνα ήταν ένα τετράγωνο ξύλινο τελάρο με τέσσερις λαβές, που ανάμεσα είχε εφαρμοστεί μια ψιλή σήτα. Δύο εργάτες, κρατώντας από δύο λαβές, ο ένας απέναντι στον άλλον, την κουνούσαν και έπεφτε η ασβέστη καθαρισμένη από χουρμπούλια.
Την άμμο την έφερναν από το ποτάμι με τα ζώα, μέσα σε ξύλινα κασόνια, ύψους περίπου ένα μέτρο, στενή από κάτω και όσο ανέβαινε άνοιγε ελάχιστα. Όταν έφταναν στην οικοδομή, άνοιγαν τα κασόνια από κάτω και η άμμος χυνόταν.
Ύστερα την πέρναγαν από τη σήτα. Η «σήτα» ήταν ένα ξύλινο τελάρο με εφαρμοσμένη σήτα, το οποίο το τοποθετούσαν όρθιο και λίγο πλαγιαστά, αφού του είχαν βάλει υποστυλώματα και με το φτυάρι έριχναν απάνω την άμμο. Έτσι η καθαρή άμμος περνούσε και οι διάφορες μικρές πέτρες, ξυλάκια, φύλλα και ότι άλλο υπήρχε μέσα στην άμμο έμεναν απ΄έξω.
Αυτή η άμμος ήταν για κτίσιμο. Αν ήθελαν να σοβατίσουν, την ξαναπερνούσαν από την κοσκίνα που είχε πιο ψιλή σήτα.
Το μείγμα της λάσπης ήταν ασβέστη, άμμος και νερό, που τα ανακάτευε με την τσάπα και με το φτυάρι ο εργάτης «λασπιάς» και με τον τενεκέ την μετέφερε εκεί που έκτιζε ο «μάστορας».
Νωρίτερα ακόμα, πριν να γίνει η χρήση του ασβέστη, η λάσπη φτιαχνόταν με χώμα, βάζοντας μέσα άχυρο ή τραγόμαλο, ή οτιδήποτε θα μπορούσε να την σφίξει περισσότερο
Ο μάστορας με το μυστρί και ένα σφυρί για να λειαίνει τις πέτρες, ανεβασμένος στην σκαλωσιά, έκτιζε.
Μεγάλη προσοχή έδινε στη λείανση των αγκωναριών, που θα έμπαιναν στις γωνίες του σπιτιού, αλλά και στις πέτρες που θα φαίνονταν (θα ήταν πρόσωπο, από μέσα ή απ΄έξω). Ανάμεσα έβαζαν ακανόνιστες πέτρες και μικρά χαλίκια, όταν χρειαζότανε να κλείσουν τα κενά. Να θυμίσουμε ότι οι τοίχοι είχαν πάνω από εξήντα πόντους πάχος.
Για το σοβάτισμα, όταν γινόταν, χρησιμοποιούσαν το μυστρί και το φραγκόφτυαρο, το οποίο ήταν ένα ορθογώνιο σανίδι με βάση από κάτω, που έβαζε ο μάστορας τη λάσπη και όταν τελείωνε ξαναέβαζε λάσπη από τον κουβά. Με το μικρό φραγκόφτυαρο που είχε πιο γυαλιστερή επιφάνεια, λείαιναν το σοφά.
Και τέλος έμενε η σκεπή. Αφού είχαν υπολογίσει τις διαστάσεις, είχαν παραγγείλει στους υλοτόμους, τα πέταβρα, τις στρώσεις, τα ψαλίδια τους παπάδες, τα σανίδια και τα πατερά.
Εδώ πρέπει να πούμε, ότι τα σανίδια και τα πέταβρα ήταν συνήθως από έλατο, ενώ οι στρώσεις, πατερά, ψαλίδια, από καστανιά.
Τα πατερά ήταν μεγάλα χοντρά δοκάρια που τα τοποθετούσαν, όταν έφταναν στο ύψος του ισογείου, στα οποία επάνω, θα καρφωνόταν το πάτωμα.
Οι στρώσεις, ήταν παρόμοια δοκάρια, έμπαιναν ψηλά και εκεί θα καρφωνόταν το ταβάνι.
Τα ψαλίδια, ξεκινούσαν από τους τοίχους και δημιουργούσαν την οροφή, ενώ οι «παπάδες» ήταν μικρότερα δοκάρια, που ξεκίναγαν από την «στρώση» και έφταναν εκεί που ενώνονταν τα δύο ψαλίδια.
Τα σπίτια που κτίζονταν ήταν απλά. Τέσσερις τοίχοι. Στο βοριά τα παράθυρα ήταν μικρά, ενώ το χαγιάτι και η εξωτερική σκάλα που οδηγούσε στην αυλή, ήταν στο νοτιά. Ελάχιστα σπίτια είχαν και διαχωριστικό τοίχο.
Όταν αργότερα έβαζαν το πάτωμα και το ταβάνι, χώριζαν τα δωμάτια με "τσατί». Το ισόγειο το χώριζαν στα δύο με τσατί ή σκέτες σανίδες. Στο ένα μέρος ήταν η αποθήκη για τα γεννήματα και στο άλλο ο μπλέχτης και τα ζώα.
Το τσατί. ήταν διαχωριστικό δωματίων. Κάρφωναν δοκάρια, μεταξύ του πατερού και της στρώσης και στη συνέχεια πάνω στα δοκάρια κάρφωναν πηχάκια και από τις δύο μεριές του δοκαριού, βάζοντας ανάμεσα λάσπη ανακατεμένη με αστοφιές, άχυρο και τραγόμαλο. Απέξω το σοβάτιζαν και έμοιαζε σαν κανονικός τοίχος.
Τα Εργαλεία που χρησιμοποιούσαν ήταν: Μυστρί, τσάπα, φτυάρι, τσουγκράνα, νήμα της στάθμης, μέτρο, αλφάδι, φραγκόφτυαρο, σήτα, κοσκίνα, κασόνια κ.α.
Κάποιοι από τους κτίστες πέτρας που μπορέσαμε να μάθουμε ήταν: Μαστρογιάννης Αλέκος, Μαστρογιάννης Θανάσης (Λαδάς), Μαστρογιάννης Θανάσης (Ριζάς), Μαστρογιάννης Κώστας (Κωντής), Μαστρογιάννης Νίκος, Μαστρογιάννης Τάσος (Μάλιος), Μαστρογιάννης Δημήτριος (Στραβομύτης), Κατσανάς Ζήσης Μαστρογιάννης Θανάσης (Καρτάλης), Θάνος Παναγιώτης (Τζούρος), Μαστρογιάννης Γεώργιος (Φούτρας), Βασιλείου Κώστας (Ντίκας) Βασιλείου Χαράλαμπος, Κυράνας Νίκος(Τόμπλας), Κυράνας Θανάσης.
Στην Κάτω Στενή:
Κορώνης Αθανάσιος (Λιπιδίτσας), Μαστρογιάννης Κώστας (Τζώρτζης), Μαστρογιάννης. Νίκος, Μαστρογιάννης Παναγιώτης, Σιμιτζής Πέτρος (παπάς), Σιμιτζής Αθανάσιος (Νάσκας),
Σίγουρα ήταν κι άλλοι, που δεν μπορέσαμε να μάθουμε.
-Βλέπουμε ότι υπήρχαν πολλοί Μαστρογιάννηδες κτίστες πέτρας.
Οι Μαστρογιάννηδες είχαν έρθει από την ήπειρο και ήταν πετράδες. Διατήρησαν αυτή την παράδοση μέχρι και την προηγούμενη γενιά.
Τελευταίος πετράς, ήταν ο Γιώργος Μαστρογιάννης (Λαδάς).
Γιάννης Γιαννούκος
Όπως έχουμε πει σε προηγούμενη αναφορά μας, όταν μάζευαν τις ελιές, τις αποθήκευαν στο κατώι του σπιτιού, μέχρι να έρθει η σειρά για να πάνε στο λιοτρίβι. Και αυτή η «σειρά» αργούσε μέρες, ίσως και εβδομάδες.
Όταν ερχόταν η σειρά για να μπουν οι ελιές στο λιοτρίβι, τις έβαζαν σε σακιά, τις φόρτωναν στο ζώο και τις μετάφεραν στο λιοτρίβι.
Εκεί η πρώτη δουλειά ήταν να ζυγιστούν.
Το ζύγισμα γινόταν με το καντάρι.
Το καντάρι (ο στατήρας των αρχαίων), λειτουργούσε με διαιρεμένο σε οκάδες ή κιλά μοχλοβραχίονα με κινητό αντίβαρο και με το υπομόχλιο σταθερό πάνω απ’ τη θέση του γάντζου, απ' όπου περνούσε ένα ξύλινο δοκάρι «μανέλα» και κρατιόταν στις άκρες του από δυο ανθρώπους σηκωτές-ζυγιστές. Ο γάντζος από κάτω ή οι δυο αλυσίδες που κατέληγαν πάλι σε γάντζους μυτερούς, ήταν για την ανάρτηση του βάρους.
Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν οι πλάστιγγες.
Μετά έπαιρναν τις ελιές και τις έριχναν στο «Αλώνι».
Το αλώνι ήταν σχετικά ψηλό, λιθόκτιστο, πλακοστρωμένο, ελαφρά γυρτό προς τα μέσα, αλλά στο κέντρο επίπεδο για να γυρίζουν οι πέτρες.
Στη μέση του αλωνιού υψωνόταν όρθιος ένας άξονας και από αυτόν ένας άλλος κάθετα, οριζόντια αυτού που έμπαινε στο κέντρο των δύο κυκλικών πετρών, που ζύγιζαν περίπου ένα τόνο η καθεμιά.
Οι αποστάσεις των δύο πετρών από τον κεντρικό άξονα δεν ήταν ίσες, αλλά η μία ήταν ελάχιστα πιο μακριά από την άλλη για να πατάει τις ελιές που έσπρωχνε προς τα έξω η άλλη.
Πιο ψηλά υπήρχε άλλος άξονας που προχωρούσε γυρτός και έβγαινε έξω από την περιφέρεια του αλωνιού.
Εκεί ήταν το μουλάρι με τη λαιμαργιά και τα ανάλογα λουριά, έτοιμο να αρχίσει να περιστρέφει τις πέτρες.
Ένας εργάτης κτυπούσε το άλογο με τη βίτσα για να ξεκινήσει και ενώ το οδηγούσε, κατά διαστήματα έπαιρνε και το φτυάρι για να σπρώχνει τις λιωμένες ελιές, για να μπορεί να τις πιάνουν οι πέτρες. Τις λιωμένες ελιές τις έλεγαν «φαΐ», το οποίο μετά το τέλος της σύνθλιψης, τις διοχέτευαν μέσω ενός ανοίγματος που υπήρχε στο αλώνι, σε έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο, από όπου το έπαιρναν και γέμιζαν τα τσαντίλια.
Στα τσαντίλια βάζανε το «φαΐ» και τα τοποθετούσαν στο πιεστήριο «πρέσα», μέχρι να συμπληρωθεί ένας «στάμος» ή «Μύλος».
Ο στάμος συμπληρωνόταν όταν έμπαιναν πάνω στην πρέσα δεκατέσσερα τσαντίλια και ο μύλος τα διπλάσια, είκοσι οχτώ.
Σε οκάδες, αντιστοιχούσε ο στάμος σε 72,5 οκάδες και ο μύλος 145 οκάδες.
Γυρίζοντας με τα χέρια τη «μανέλα», η πρέσα άρχιζε να σφίγγει τα τσαντίλια και να χύνεται το λάδι σε μια γούρνα, ενώ παράλληλα έριχναν με κουβάδες καυτό νερό επάνω στα τσαντίλια, για να καθαρίζουν και να βοηθάνε τη ροή του λαδιού.
Το νερό έμενε κάτω και το λάδι επέπλεε και με ειδικά διαμορφωμένα δοχεία έπαιρναν το λάδι και το έβαζαν στις λαδίκες.
Στο τέλος έμενε, το κατακάθι του λαδιού η «καραμπάτσα», η οποία μαζί με το νερό που είχε μείνει από κάτω, έφευγε από μια μικρή δίοδο που είχαν διαμορφώσει γι αυτό το σκοπό.
Με το τέλος της διαδικασίας, άδειαζαν τα τσαντίλια από τα λιωμένα κουκούτσια της ελιάς το «λικούκι».
Το «λικούκι» το προωθούσαν στο εμπόριο, με το οποίο έφτιαχναν την πυρήνα, που την χρησιμοποιούσαν για θέρμανση κυρίως στα μαγκάλια.
Κρατούσαν όμως και αρκετή ποσότητα για τροφή των γουρουνιών, το οποίο ανακάτευαν με αλεσμένο κριθάρι και νερό και δημιουργείτο ένας χυλός, το χοιράλευρο, που το έριχναν στο «λότσο» για να τον φάει το γουρούνι. Λότσος ήταν η ταΐστρα του γουρουνιού. Ήταν ένα σκαφιδιασμένο ξύλο, το οποίο το χρησιμοποιούσαν και για ποτίστρα των πουλερικών από τα Χριστούγεννα, μέχρι τον επόμενο Σεπτέμβριο που θα αγόρασαν το γουρούνι να το εκθρέψουν για τα επόμενα Χριστούγεννα.
Το γενικό πρόσταγμα το είχε ο «μάστορας», που ήταν έμπειρος και καθοδηγούσε τους υπόλοιπους εργάτες.
Μάστοροι κατά καιρούς είχαν χρηματίσει. Ο Αναστάσιος Θάνος (Κατάσος),ο Γεώργιος Θωμάς, ο Θεόδωρος Σιμιτζής (Δόκιμος), ο Σπύρος Σπύρου (Γκέτσικας) και αργότερα ο γιος του Γιάννης Σπύρου, ο Γιάννης Λέων (Γιαγιάννης), ο Κυριάκος Ζέρβας (Κυριακός), ο Κυράνας Ευάγγελος (Τζατζανάκης), ο Αναστάσιος Ντούρμας (Τζάβας), ο Λάππας Χρήστος, ο Δημήτριος Ντούρμας (Μανταλός), ο Θανάσης Πισινάρας (Σιτιμπούρας), ο Αντώνης Βλάχος κ.α
Οι νοικοκυραίοι των οποίων είχαν «βάλει μπροστά» τις ελιές στο λιοτρίβι, έφερναν κρασί και κολατσιό για τους εργάτες, οι οποίοι δουλεύοντας, έτρωγαν κάτι και έπιναν και κάποιο ποτηράκι.
Το κολατσιό αποτελείτο κυρίως από ρέγκες ή σαρδέλες παστές (για να τραβάνε κρασί), τυρί, ντομάτες κλπ. Την ημέρα που θα έπαιρναν το λάδι πήγαιναν στο λιοτρίβι τηγανίτες ή λουκουμάδες.
Λιοτρίβια στη Στενή ήταν:
-Στην Άνω Στενή, του Γρηγόρη Μεργού (Τσάλης),συνεταιρικά με το δάσκαλο Χαράλαμπο Παπακηρύκου και Παναγιώτα Ντούρμα-Σιμιτζή.
-Μεταξύ Πάνω και Κάτω Στενής, τα αδέλφια Ευάγγελος και Αθανάσιος Γιαλός (Ταμίας)
-Στην Κάτω Στενή, του Ανέστη Βλάχου (Πανίτσα), συνεταιρικά με τη Μαρία Λέων, το γένος Κορώνη.
-Στον Πύργο (Σκουντέρι), ο Θανάσης Καμαριώτης (Παρέας) και ο Παγώνης από τα Καμπιά.
-Λίγα χρόνια πριν τον πόλεμο του 1940 άρχισε να λειτουργεί υδραυλικό λιοτρίβι ιδιοκτησίας του Γιώργου Γιαννούκου (Πολισμάνος) και Δημήτρη Τσότσου (Λουτσόρος), το οποίο κάηκε στην κατοχή.
Το λιοτρίβι του Γιώργου Γιαννούκου, λειτούργησε και μετά τον πόλεμο, σε άλλη θέση, εκεί που σήμερα είναι το σπίτι του Γιώργου Καράγκου, από τη Μαρία Λέων και άλλων συνεταίρων, ενώ στην Κάτω Στενή άνοιξε για λίγα χρόνια λιοτρίβι και ο Χαράλαμπος Σιμιτζής (Λαμής). Σήμερα εκεί λειτουργεί φούρνος.
Γιάννης Γιαννούκος
Ξυλουργοί ή μαραγκοί, ονομάζονται οι τεχνίτες που είναι ειδικοί στην κατεργασία και επισκευή του ξύλου, σε διάφορους τομείς, όπως στην οικοδομή, στην επιπλοποιία και στη δημιουργία διαφόρων χρηστικών αντικειμένων. Επίσης αναλάμβαναν τις ξύλινες κατασκευές των οικοδομημάτων (ταβάνι, πάτωμα, πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια, σκάλες κ.α.), κατασκεύαζαν παράλληλα και έπιπλα (καναπέδες, τραπέζια, καρέκλες), αλλά και οποιαδήποτε ξύλινη κατασκευή (π.χ. αργαλειούς, κιβώτια, ακόμη και φέρετρα).
Οι μαραγκοί, διδάσκονταν την τέχνη ως βοηθοί δίπλα σε παλιούς τεχνίτες, ενώ αρκετές φορές το επάγγελμα μεταβιβαζόταν από πατέρα σε γιο. Η ξυλεία που χρησιμοποιούσαν μέχρι το 1950 περίπου, ήταν αποκλειστικά ντόπια και την προμηθεύονταν από υλοτόμους (ξυλοσχίστες) της περιοχής μας.
Η εικόνα του μαραγκού, είναι χαραγμένη στο μυαλό μας, με ένα μέτρο στην κωλότσεπη και ένα μολύβι στο αυτί.
Ερχόταν στο σπίτι, μέτραγε τις διαστάσεις της κατασκευής που επρόκειτο να αναλάβει, τα σημείωνε σε ένα χαρτί και πήγαινε στο μαραγκούδικο να ετοιμάσει την κατάλληλη ξυλεία μετρημένη, κομμένη και έτοιμη να συναρμολογηθεί.
Εργαλεία του ήταν:
Πριόνια, σφικτήρες, πλάνες, σφυριά, σκαρπέλα, ράσπες, κατσαβίδια, λίμες, γωνίες, τρυπάνια, ξυλοφάια, πρόκες όλων των μεγεθών κ.α.
Μια δουλειά που σήμερα γίνεται σε λίγα δευτερόλεπτα, τότε ήθελε πολλές ώρες.
Το εύρος των κατασκευών ήταν μεγάλο.
Μετά το χτίσιμο του σπιτιού: Πατώματα, ταβάνια, χαγιάτια, ξύλινες σκάλες, ξύλινα κάγκελα, πόρτες, παράθυρα, τσατιά για διαχωρισμό των δωματίων
Για το σπίτι: Σκαμνιά, καρέκλες, τραπέζια, σοφράδες, κασέλες, σεντούκια, ντουλάπια, πιατοθήκες, ράφια, αμπάρια για το σιτάρι, την σεντούκα για τα όσπρια, ντάλαρους για το αλεύρι, σκάφες πλυσίματος, αργαλειούς, ανέμες, μαγγάνια, καναπέδες, πάγκους, κόπανους για το πλύσιμο, πατητήρια κ.α.
Για το γεωργό: Αλέτρι και ότι άλλο ξύλινο εργαλείο χρειαζόταν ο γεωργός, στειλιάρια, καρπόφτυαρα, σβάρνες, ντουένια, καφάσια, τελάρα, καρπολόια
Για τον τσοπάνη: Καρδάρες, καδιά, κουρίτια για να τρώνε τα ζώα και γενικά ότι δεν ήθελε κύρτωμα, όπως τα βαρελοειδή, αν και πολλοί ήταν και βαρελάδες,
Για το φούρνο: Φουρνόφτυαρα. πινακωτές, πλαστήρια κ.α.
Για τον οικοδόμο: Ξύλινες σκάλες φορητές, σήτα και κοσκίνα για το καθάρισμα της άμμου και του ασβέστη, ξύλινα κασόνια γιο τη μεταφορά άμμου και ασβέστης, φραγκόφτυαρα κ.α.
Επίσης έφτιαχνε τα φέρετρα και τοποθετούσε τα ξύλινα κάγκελα στο μνήμα.
Και όταν το πάτωμα μετά από χρόνια άρχιζε να χάνει τη σταθερότητά του, ο μαραγκός έβαζε υποστυλώματα (πντέλιασμα).
Σήμερα, η τέχνη του μαραγκού εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά η ζήτηση προϊόντων έχει μειωθεί, λόγω της χρήσης άλλων υλικών στις οικοδομικές κατασκευές, όπως παράθυρα από αλουμίνιο, σκάλες από τσιμέντο κ.α. που δείχνουν μεγαλύτερη αντοχή στο χρόνο, χρειάζονται λιγότερη συντήρηση, παρέχουν μεγαλύτερη ασφάλεια, αλλά και εξαιτίας της ανάπτυξης της αγοράς εργοστασιακών επίπλων, που κατά κύριο λόγο είναι πιο οικονομικά, αλλά και ετοιμοπαράδοτα.
Στη Στενή σήμερα δεν υπάρχει ξυλουργείο.
Τελευταίοι μαραγκοί ήταν.
Κουτσούκος Ιωάννης (Μουσκοφρής). Ιδιοκτησία σήμερα, Λάμπρου Χάλιου
Ντουμάνης Ιωάννης (Μπαλόλας). Ιδιοκτησία Δημητρίου Σιμιτζή
Καρλατήρας Κωνσταντίνος (Μοναχογιός). Ιδιοκτησία των γιων του, Θανάση και Βαγγέλη
Γερακίνης Ιωάννης (Γκριτζάλης). Ιδιοκτησία Σταυρούλας Γερακίνη-Παντελαίου
Ντούρμας Δημήτριος (Κωτρότσος) και στη συνέχεια ο γιος του Κωνσταντίνος. Ιδιοκτησία Δημητρίου Ντούρμα.
Μπεληγιάννης Γεώργιος (Μαραγκός).Σήμερα, Ιδιοκτησία Δημητρίου Μπεληγιάννη (γιος)
-Ο Γεώργιος Μπεληγιάννης, είχε γεννηθεί το 1909. Τα πρώτα χρόνια, είχε το μαραγκούδικο στο σπίτι του. Το 1933 άρχισε να οικοδομεί κτίριο στη θέση «Κούκος» και το 1938 εγκατέστησε πριονοκορδέλα, η οποία δούλευε με πετρελαιομηχανή και έπαιρνε μπρος με μανιβέλα (δεν υπήρχε ρεύμα στο χωριό). Έτσι μπορούσε να κόβει ξύλα και να πλανίζει. Θυμάμαι όταν ήμασταν μικροί που μας έστελναν να πάμε τις μπαταρίες του ραδιοφώνου να μας τις φορτίσει (να τις γεμίσει, όπως έλεγαν). Επίσης, ο δρόμος που ξεκινάει από του γιατρού τη βρύση και καταλήγει στον Κούκο, έχει φτιαχτεί με πρωτοβουλία και έξοδα του Γιώργου Μπεληγιάννη για να μπορούν να μεταφέρονται τα ξύλα με αυτοκίνητο.
Στην Κάτω Στενή, μαραγκοί ήταν:
Ο Μυλωνάς Ταξιάρχης. Σήμερα ιδιοκτησία Αθανασίου Βλάχου
Ο Λουπάκης Δημήτριος. Σήμερα ιδιοκτησία Αντωνίου Κρητικού.
Γιάννης Γιαννούκος
Οι μοδίστρες δούλευαν στο σπίτι τους, δεν είχαν ιδιαίτερο μοδιστράδικο κι αυτό ίσως να οφείλεται και σε οικονομικούς λόγους αλλά ίσως και σε κοινωνικούς.
Μια γυναίκα έξω από το σπίτι σε κοινή θέα του κάθε περαστικού άνδρα, δεν ήταν και τόσο «αξιοπρεπές».
Οι μοδίστρες λοιπόν ήταν οι «ραφτάδες των γυναικών», μιας και οι ράφτες έραβαν μόνο για άνδρες.
Τα εργαλεία τους ήταν όπως και του ράφτη. Ραπτομηχανή, χειροκίνητη στην αρχή, ποδοκίνητη αργότερα, βελόνες, κλωστές, δακτυλήθρες, ένα μικρό μαγνητάκι για να συγκεντρώνει τις καρφίτσες, καρφιτσωτήρα, σίδερο για σιδέρωμα, μεζούρα, κλπ
Αγόραζε η γυναίκα το ύφασμα, πήγαινε στο σπίτι της μοδίστρας, της έπαιρνε τα μέτρα και ύστερα από δύο τρεις πρόβες το φουστάνι ή ότι άλλο ήταν έτοιμο.
Τελευταίες μοδίστρες που θυμόμαστε αλλά και που πληροφορηθήκαμε από παλιότερους ήταν:
Στην Άνω Στενή.
Ευανθία Τσουτσαίου
Στέλλα Γιαμά
Ουρανία Παπαγεωργίου-Μπεληγιάννη
Σταυρούλα Καράγκου.
Οι οποίες έραβαν και υφαντά, όπως φορέματα, μπόλκες, πουκαμίσες κλπ.
Σε πολύ μικρά ηλικία, κατά τη διάρκεια της κατοχής, άρχισε να ράβει, όχι όμως υφαντά η Μαρία Παντιέρα-Κουτσούκου (Τσαγκαρέλα)
Μετά τον πόλεμο μοδίστρα ήταν και η Χαραλαμπία Λιμίτσιου-Μπεληγιάννη (Μάκη)
Κάτω Στενή
Η Καλαμάρα Ελένη του Χρήστου, που έραβε και υφαντά
και η Στέλλα Αγγελάκη
Γιάννης Γιαννούκος
Τα μπακάλικα στη Στενή ήταν οικογενειακές επιχειρήσεις.
Όποιος ήθελε να ασχοληθεί με αυτό, διαμόρφωνε ένα χώρο στο ισόγειο του σπιτιού του (πολύ λίγοι είχαν ενοικιαζόμενα) και με τη βοήθεια του μαραγκού του χωριού έφτιαχνε τον εξοπλισμό, ο οποίος αποτελείτο από τον πάγκο, πάνω στον οποίο ήταν η ζυγαριά με τα ζύγια και από κάτω είχε ράφια και ασφαλώς το συρτάρι για τις εισπράξεις, που μέσα ήταν χωρισμένο με σανιδάκια για να βάζει τα χρήματα, το κάθε νόμισμα στη θέση του, δραχμές, πενηνταράκια, δεκάρες εικοσάρες κλπ.
Γύρω-γύρω οι τοίχοι είχαν ξύλινα ράφια και τα κάτω ράφια ήταν διαμορφωμένα, με ένα σανίδι κάθετο μπροστά και άλλα σανίδια ενδιάμεσα ώστε να δημιουργούνται ξύλινες θήκες και να τοποθετούνται χύμα η ζάχαρη, το ρύζι, διάφορα όσπρια κ.α., διαφορετικά τα άφηναν με τα σακιά τοποθετημένα σε εμφανές σημείο.
Όσο για τη συσκευασία, δεν υπήρχαν σακούλες, αλλά ο μπακάλης έπαιρνε ένα χαρτί ή και εφημερίδα παλιά (αν υπήρχε) και έφτιαχνε ένα χωνί στο οποίο έριχνε το ρύζι, τη ζάχαρη κ.α.
Παλαιότερα ακόμα, πήγαινες με δικό σου δοχείο για να βάλεις αυτά που θα αγοράσεις.
Χύμα πουλιόντουσαν και οι διάφορες μπογιές, ακόμα και το κόκκινο πιπέρι, τα οποία τυλιγόντουσαν σε χαρτί που το διαμόρφωνε ο μπακάλης σε φακελάκι. Χύμα ακόμη και τα μακαρόνια και ο πελτές.
Η λειτουργία των μπακάλικων, δεν στηριζόταν στη λογική του σημερινού μάρκετινγκ. Να λανσάρει δηλαδή προϊόντα να τα διαφημίζει για να αυξήσει τις πωλήσεις, αλλά αντίθετα στις ανάγκες τις τοπικής κοινωνίας.
Αυτά που πουλούσε, ήταν όσα δεν μπορούσε να έχει ο πελάτης από την τοπική παραγωγή και κατ΄επέκταση από την οικιακή οικονομία.
Όταν άνοιγε ένα μπακάλικο τα εκθέματα ήταν σχετικά λίγα, αλλά με τον καιρό εμπλούτιζε το εμπόρευμά του, ανάλογα με τις επιθυμίες των πελατών, με μια απλούστατη διαδικασία. Όταν ζητούσε κάποιος να
αγοράσει κάτι και δεν το είχε, τότε το παράγγελλε, και με την πάροδο του χρόνου ήταν πλήρης να εξυπηρετήσει της ανάγκες της τοπικής κοινωνίας.
Και τι δεν έβρισκες στο μπακάλικο.
Τετράδια, μολύβια, μπογιές, χαρτοφάκελα, μελάνι σε σκόνη που το ανακατεύαμε με το νερό και φτιάχναμε μελάνι για να γράφουμε με τον κοντυλοφόρο, πένες για τους κοντυλοφόρους, τα περίφημα δωδεκάφυλα τετράδια με την προπαίδεια γραμμένη από πίσω.
Αλά και καραμέλες διάφορες, χαλβά, λουκούμια και βόλους πήλινους και γυάλινους για τα παιδιά, λαστιχένια τόπια για να παίζουμε ποδόσφαιρο, αλλά και μπάλωμα και «σιλσιόν» για να τα κολλάμε όταν έσκαζαν.
Νήματα διάφορα και κλωστές για κέντημα, ράψιμο, πλέξιμο και αργαλειό. Κουβαρίστρες, σπάγκους, σακοράφες, βελόνες πλεξίματος, λάστιχα για τα βρακιά, καλτσοδέτες. Λάμπες, λαμπόγυαλα, φυτίλια, ασετιλίνη, μπεκ για το Λουξ, τσακμάκια, τσακμακόπετρες, σπίρτα.
Ρύζι, όσπρια, ζάχαρη, ζυμαρικά, λάδι, ξύδι, κρασί, ούζο, κονιάκ και άλλα γλυκόπιοτα. Πιπέρι, αλάτι, μπαχαρικά, χοντρό αλάτι, που όταν το αγόραζαν το έβαζαν στο «αλατερό», ένα σακούλι από κατσικίσιο μαλλί και αν ήθελαν να το τρίψουν χρησιμοποιούσαν τον «στούμπο» (στρογγυλή πέτρα) και τόσα άλλα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς;
Καθαρό πετρέλαιο για τις λάμπες, «φλιτ» για τις μύγες (εντομοκτόνο), θρυψίνη, μπακαλιάρο, ρέγκες, γεωργικά φάρμακα, λουλάκι, πράσινο σαπούνι, υφάσματα, χασέδες, ντρίλινα, κι όχι μόνο, κουμπιά, κεφαλομάντηλα, για τις γυναίκες, τσιμπιδάκια, πρόκες, καρφιά στάμνες, κανάτια, κουδούνια για τα πρόβατα, τριχιές, ασβέστη σε στερεή μορφή που μετά οι νοικοκυρές την κατασβήνανε (υγροποιούσανε) στο νερό.
Ακόμα και γραμματόσημα, και παυσίπονα, καλμόλ αργότερα το αλγκόν και τέλος η ασπιρίνη
Ο καφές συνήθως πουλιόταν σε σπόρους και μετά τον καβουρντίζανε με το καβουρντιστήρι στο τζάκι και τέλος τον άλεθαν στο μύλο του καφέ.
Εκτός από τις νοικοκυρές που κατέφευγαν εκεί για να ψωνίσουν είδη διατροφής, ένδυσης κλπ., εκεί κατέφευγαν και οι διάφοροι επαγγελματίες. Ο ράφτης, ο μαραγκός, ο κουρέας, ο πεταλωτής, ο τσαγκάρης, ο καφετζής, αλλά και ο γεωργός, ο μελισσοκόμος και ο τσοπάνης για να προμηθευτεί υλικά που θα τον βοηθούσαν στη δουλειά του
Όλα τα μπακάλικα είχαν απαραίτητα πετρέλαιο φωτιστικό, για τη λάμπα, που πηγαίναμε με το μπουκάλι μας από το σπίτι και μας το γέμιζε. Με μπουκάλι πηγαίναμε και όταν θέλαμε να αγοράσουμε οποιοδήποτε υγρό κρασί λάδι κλπ.
Για τα υγρά, σαν μονάδα μέτρησης ήταν το οκαδιάρικο, μεταλλικό κύπελλο που χωρούσε μια οκά. Επίσης άλλο ένα που χωρούσε μισή οκά και το κατοστάρι ή κατρούτσο που χωρούσε 100 δράμια. Υπήρχαν και μικρότερα κύπελλα για τα διάφορα ποτά.
Για τα χύμα τρόφιμα ρύζι, ζάχαρη, όσπρια κλπ είχε τη σέσουλα, ένα μεταλλικό φτυαράκι.
Ενώ είχε και ψαλίδι για να κόβει τα υφάσματα και πήχυ για να τα μετράει
Για τα συμπαγή αντικείμενα. είχε το μαχαίρι.
Για την εξυπηρέτηση της θρησκευόμενης τοπικής κοινωνίας πουλούσαν και κεριά.
Να μην ξεχνάμε ότι η οικονομία εκείνης της εποχής, λόγω έλλειψης ρευστού, ήταν κατά ένα ποσοστό «ανταλλακτική» και η απουσία του «ρευστού», ανάγκαζε μερικές φορές τον καταναλωτή αντί για χρήματα να πληρώνει σε είδος. Λίγα αυγά, αλεύρι, λάδι, καμιά μυζήθρα τα οποία βέβαια ο μπακάλης τα εκτιμούσε λιγότερο από την αξία τους, για τους κινδύνους που διέτρεχε να μην μπορεί να τα πουλήσει και του μείνουν.
Ο ίδιος λόγος τους ανάγκαζε να αγοράσουν βερεσέ, με την υπόσχεση να πληρώσουν μόλις πουληθεί η σοδειά και γενικά όποτε «ευκολυνθούν».
Άλλωστε υπήρχε αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Γιαυτό υπήρχε το μπακαλοτέφτερο. Ένα κατάστιχο που οι κατάπυκνες και μυροβολούσες σελίδες του έμοιαζαν με αγρό με γόνιμη γη. Ότι έσπειρες εκεί καρποφορούσε στο πενταπλάσιο. Ήταν σαν να έκοβε κανείς τα φύλλα του δένδρου όποτε γινόταν εξόφληση του χρέους, αλλά η ρίζα έμενε υπό την γην μέλλουσα πάλι ν΄ αναβλαστήσει.
Εκτός λίγων εξαιρέσεων, ότι έφευγε από το μαγαζί έπρεπε να περάσει από τη ζυγαριά η οποία αποτελείται από μεταλλική ράβδο που στη μέση της στηρίζεται στην ακμή τριγωνικού πρίσματος. Δύο ακόμη τριγωνικά πρίσματα βρίσκονται στις άκρες, που από πάνω τους είναι δύο μεταλλικοί δίσκοι. Στον ένα δίσκο τοποθετούμε το προς ζύγιση αντικείμενο και στο άλλο τα σταθμά (ζύγια).
Αν κανόνιζε το εμπόρευμα να είναι πιο ψηλά από τα σταθμά τότε λέγαμε ότι το ζύγιασμα ήταν «ξύγκικο». Ενώ στην αντίθετη περίπτωση το ζύγιασμα ήταν «πρόσβαρο».
Τα βράδια για φωτισμό κάποια μπακάλικα είχαν λουξ, άλλα είχαν λάμπες ασετιλίνης και άλλα μεγάλες λάμπες πετρελαίου.
Σε κάποια γωνία υπήρχε πάντα ένας πάγκος που καθόντουσαν οι ίδιοι αλλά και οι πελάτες και άλλοι γειτόνοι κυρίως γειτόνισσες, που πήγαιναν να κουβεντιάσουν, ν΄ ανιστορήσουν παλιές θύμισες, να μιλήσουν για την κούραση της μέρας και να λογιάσουν τις αυριανές νοικοκυροσύνες.
-Μπακάλικα στην Άνω Στενή πριν το 1940 είχαν οι:
-Λέων Ιωάννης (Καλιάφας). Ιδιοκτησία Μπεληγιάννη Ιωάννη και Δημητρίου (δισέγγονοι)
-Θωμάς Ιωάννης, που είχε παντρευτεί την Μαρία Παλαιολόγου (Κούμπω) της οποίας ήταν το κτίριο στο οποίο άνοιξε το μαγαζί ο Θωμάς, ο οποίος ήταν εκεί σώγαμπρος. Σήμερα ιδιοκτησία του Ηλία και Ιωάννας Μέργου (Στην πλατεία).
-Αγγελής Τσουτσαίος
-Δημήτριος. Σιμιτζής (Μπερμπέσης).
-Χρήστος Παπαγεωργίου (Καραχρήστος).
-Κώστας Παλαιολόγος (Κουντούρης).
-Τσουτσαίος Ιωάννης (Γιαννάκος).
-Καρλατήρας Αθανάσιος (Σκρέτης).
-Βασιλείου Σπύρος (Μομότας), εκεί που σήμερα είναι ιδιοκτησία Ασημένιας Παπαγεωργίου.
-Μαστρογιάννης Γεώργιος (Φούτρας). Ιδιοκτησία Μαστρογιάννη Αναστασίου (γιος).
Μεταπολεμικά λειτούργησαν και από τους
-Γεώργιος Τσουτσαίος. Σήμερα ιδιοκτησία Γκούστρα Βικτωρίας.
-Τζίνης Σπύρος. Σήμερα Ιδιοκτησία Ζήση Σπυριδάκη.
-Κατσανάς Λάμπρος. Ιδιοκτησία του γιου του Κατσανά Δημητρίου
-Τσουτσαίου Ευανθία. Σήμερα είναι ακατοίκητο
-Παπαϊωάννου Ιωάννης και στη συνέχεια Παπαϊωάννου Αικατερίνης. Σήμερα ανήκει εξ αδιαιρέτου στους κληρονόμους των Νίκου και Ιωάννη Παπαϊωάννου
-Κώστας Παπαναστασίου. Ήταν μπακάλικο και καφενείο. Σήμερα ιδιοκτησία της συζύγου του Μαρίας και των παιδιών του.
-Μπέκος Χρήστος. Ήταν Μπακάλικο και καφενείο . Σήμερα ιδιοκτησία της κόρης του, Μπέκου-Τζανάκου Ζωή.
Στην Κάτω Στενή
-Ο Καλαμάρας Δημήτριος διατηρούσε μπακάλικο και καφενείο.
Την ιδία δουλειά συνέχισε και ο γιος του Χαράλαμπος Καλαμάρας.
Σαν καφενείο το λειτούργησε και ο εγγονός του Δημήτριου και γιος του Χαράλαμπου, Δημήτρης Καλαμάρας.
-Ο Κυράνας Χαράλαμπος,(Χαραλαμάκης), που το συνέχισε ο γιος του Γιάννης και στη συνέχεια ο Γιάννης και η Παρασκευή Κυράνα. Σήμερα λειτουργεί σαν (Σούπερ-Μάρκετ) από τον ο Κώστα Κυράνα (δισέγγονος)
Ο Κυράνας Χαράλαμπος είχε και αυτοκίνητο για μεταφορές εμπορευμάτων και επιβατών.
-Ο Μιχάλης και ο Λάμπρος Κατσανάς. Εκεί που είναι ιδιοκτησία Αναστάσιου Γιαννούκου (Σκάσας)
-Ο Ευάγγελος Κυράνας (Ψειριρής). Ιδιοκτησία σήμερα Αθανασίου Κυράνα (Κανάρη)
-Ο Παπαγεωργίου Δημήτριος(Μητσάκος),
Και άλλοι που πιθανόν δεν έχουμε πληροφορηθεί.
Γιάννης Γιαννούκος