Τα μπακάλικα στη Στενή ήταν οικογενειακές επιχειρήσεις.
Όποιος ήθελε να ασχοληθεί με αυτό, διαμόρφωνε ένα χώρο στο ισόγειο του σπιτιού του (πολύ λίγοι είχαν ενοικιαζόμενα) και με τη βοήθεια του μαραγκού του χωριού έφτιαχνε τον εξοπλισμό, ο οποίος αποτελείτο από τον πάγκο, πάνω στον οποίο ήταν η ζυγαριά με τα ζύγια και από κάτω είχε ράφια και ασφαλώς το συρτάρι για τις εισπράξεις, που μέσα ήταν χωρισμένο με σανιδάκια για να βάζει τα χρήματα, το κάθε νόμισμα στη θέση του, δραχμές, πενηνταράκια, δεκάρες εικοσάρες κλπ.
Γύρω-γύρω οι τοίχοι είχαν ξύλινα ράφια και τα κάτω ράφια ήταν διαμορφωμένα, με ένα σανίδι κάθετο μπροστά και άλλα σανίδια ενδιάμεσα ώστε να δημιουργούνται ξύλινες θήκες και να τοποθετούνται χύμα η ζάχαρη, το ρύζι, διάφορα όσπρια κ.α., διαφορετικά
τα άφηναν με τα σακιά τοποθετημένα σε εμφανές σημείο.
Όσο για τη συσκευασία, δεν υπήρχαν σακούλες, αλλά ο μπακάλης έπαιρνε ένα χαρτί ή και εφημερίδα παλιά (αν υπήρχε) και έφτιαχνε ένα χωνί στο οποίο έριχνε το ρύζι, τη ζάχαρη κ.α.
Παλαιότερα ακόμα, πήγαινες με δικό σου δοχείο για να βάλεις αυτά που θα αγοράσεις.
Χύμα πουλιόντουσαν και οι διάφορες μπογιές, ακόμα και το κόκκινο πιπέρι, τα οποία τυλιγόντουσαν σε χαρτί που το διαμόρφωνε ο μπακάλης σε φακελάκι. Χύμα ακόμη και τα μακαρόνια και ο πελτές.
Η λειτουργία των μπακάλικων, δεν στηριζόταν στη λογική του σημερινού μάρκετινγκ.
Να λανσάρει δηλαδή προϊόντα να τα διαφημίζει για να αυξήσει τις πωλήσεις, αλλά αντίθετα στις ανάγκες τις τοπικής κοινωνίας.
Αυτά που πουλούσε, ήταν όσα δεν μπορούσε να έχει ο πελάτης
από την τοπική παραγωγή και κατ΄επέκταση από την οικιακή οικονομία.
Όταν άνοιγε ένα μπακάλικο τα εκθέματα ήταν σχετικά λίγα, αλλά με τον καιρό εμπλούτιζε το εμπόρευμά του, ανάλογα με τις επιθυμίες των πελατών, με μια απλούστατη διαδικασία.
Όταν ζητούσε κάποιος να αγοράσει κάτι και δεν το είχε, τότε το παράγγελλε, και με την πάροδο του χρόνου ήταν πλήρης να εξυπηρετήσει της ανάγκες της τοπικής κοινωνίας.
Και τι δεν έβρισκες στο μπακάλικο.
Τετράδια, μολύβια, μπογιές, χαρτοφάκελα, μελάνι σε σκόνη που το ανακατεύαμε με το νερό και φτιάχναμε μελάνι για να γράφουμε με τον κοντυλοφόρο, πένες για τους κοντυλοφόρους, τα περίφημα δωδεκάφυλα τετράδια με την προπαίδεια γραμμένη από πίσω.
Αλά και καραμέλες διάφορες, χαλβά, λουκούμια και βόλους πήλινους και γυάλινους για τα παιδιά, λαστιχένια τόπια για να παίζουμε ποδόσφαιρο, αλλά και μπάλωμα και «σιλσιόν» για να τα κολλάμε όταν έσκαζαν.
Νήματα διάφορα και κλωστές για κέντημα, ράψιμο, πλέξιμο και αργαλειό. Κουβαρίστρες, σπάγκους, σακοράφες, βελόνες πλεξίματος, λάστιχα για τα βρακιά, καλτσοδέτες. Λάμπες, λαμπόγυαλα, φυτίλια, ασετιλίνη, μπεκ για το Λουξ, τσακμάκια, τσακμακόπετρες, σπίρτα.
Ρύζι, όσπρια, ζάχαρη, ζυμαρικά, λάδι, ξύδι, κρασί, ούζο, κονιάκ και άλλα γλυκόπιοτα. Πιπέρι, αλάτι, μπαχαρικά, χοντρό αλάτι, που όταν το αγόραζαν το έβαζαν
στο «αλατερό», ένα σακούλι από κατσικίσιο μαλλί και αν ήθελαν να το τρίψουν χρησιμοποιούσαν τον «στούμπο» (στρογγυλή πέτρα) και τόσα άλλα.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς;
Καθαρό πετρέλαιο για τις λάμπες, «φλιτ» για τις μύγες (εντομοκτόνο), θρυψίνη, μπακαλιάρο, ρέγκες,
γεωργικά φάρμακα, λουλάκι, πράσινο σαπούνι, υφάσματα, χασέδες, ντρίλινα, κι όχι μόνο, κουμπιά, κεφαλομάντηλα, για τις γυναίκες, τσιμπιδάκια, πρόκες, καρφιά στάμνες, κανάτια, κουδούνια για τα πρόβατα, τριχιές, ασβέστη σε στερεή μορφή που μετά οι νοικοκυρές την κατασβήνανε (υγροποιούσανε) στο νερό.
Ακόμα και γραμματόσημα, και παυσίπονα, καλμόλ αργότερα το αλγκόν και τέλος η ασπιρίνη
Ο καφές συνήθως πουλιόταν σε σπόρους και μετά τον καβουρντίζανε με το καβουρντιστήρι στο τζάκι και τέλος τον άλεθαν στο μύλο του καφέ.
Εκτός από τις νοικοκυρές που κατέφευγαν εκεί για να ψωνίσουν είδη διατροφής, ένδυσης κλπ., εκεί κατέφευγαν και οι διάφοροι επαγγελματίες. Ο ράφτης, ο μαραγκός, ο κουρέας, ο πεταλωτής, ο τσαγκάρης, ο καφετζής, αλλά και ο γεωργός, ο μελισσοκόμος και ο τσοπάνης για να προμηθευτεί υλικά που θα τον βοηθούσαν στη δουλειά του
Όλα τα μπακάλικα είχαν απαραίτητα πετρέλαιο φωτιστικό, για τη λάμπα, που πηγαίναμε με το μπουκάλι μας από το σπίτι και μας το γέμιζε. Με μπουκάλι πηγαίναμε και όταν θέλαμε να αγοράσουμε οποιοδήποτε υγρό κρασί λάδι κλπ.
Για τα υγρά, σαν μονάδα μέτρησης ήταν το οκαδιάρικο, μεταλλικό κύπελλο που χωρούσε μια οκά.
Επίσης άλλο ένα που χωρούσε μισή οκά και το κατοστάρι ή κατρούτσο που χωρούσε 100 δράμια. Υπήρχαν και μικρότερα κύπελλα για τα διάφορα ποτά.
Για τα χύμα τρόφιμα ρύζι, ζάχαρη, όσπρια κλπ είχε τη σέσουλα, ένα μεταλλικό φτυαράκι.
Ενώ είχε και ψαλίδι για να κόβει τα υφάσματα και πήχυ για να τα μετράει
Για τα συμπαγή αντικείμενα. είχε το μαχαίρι.
Για την εξυπηρέτηση της θρησκευόμενης τοπικής κοινωνίας πουλούσαν και κεριά.
Να μην ξεχνάμε ότι η οικονομία εκείνης της εποχής, λόγω έλλειψης ρευστού, ήταν κατά ένα ποσοστό «ανταλλακτική» και η απουσία του «ρευστού», ανάγκαζε μερικές φορές τον καταναλωτή αντί για χρήματα να πληρώνει σε είδος. Λίγα αυγά, αλεύρι, λάδι, καμιά μυζήθρα τα οποία βέβαια ο μπακάλης τα εκτιμούσε λιγότερο από την αξία τους, για τους κινδύνους που διέτρεχε να μην μπορεί να τα πουλήσει και του μείνουν.
Ο ίδιος λόγος τους ανάγκαζε να αγοράσουν βερεσέ, με την υπόσχεση να πληρώσουν μόλις πουληθεί η σοδειά και γενικά όποτε «ευκολυνθούν».
Άλλωστε υπήρχε αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Γιαυτό υπήρχε το μπακαλοτέφτερο. Ένα κατάστιχο που οι κατάπυκνες και μυροβολούσες σελίδες του έμοιαζαν με αγρό με γόνιμη γη. Ότι έσπειρες εκεί καρποφορούσε στο πενταπλάσιο. Ήταν σαν να έκοβε κανείς τα φύλλα του δένδρου όποτε γινόταν εξόφληση του χρέους, αλλά η ρίζα έμενε υπό την γην μέλλουσα πάλι ν΄ αναβλαστήσει.
Εκτός λίγων εξαιρέσεων, ότι έφευγε από το μαγαζί έπρεπε να περάσει από τη ζυγαριά η οποία αποτελείται από μεταλλική ράβδο που στη μέση της στηρίζεται στην ακμή τριγωνικού πρίσματος. Δύο ακόμη τριγωνικά πρίσματα βρίσκονται στις άκρες, που από πάνω τους είναι δύο μεταλλικοί δίσκοι. Στον ένα δίσκο τοποθετούμε το προς ζύγιση αντικείμενο και στο άλλο τα σταθμά (ζύγια).
Αν κανόνιζε το εμπόρευμα να είναι πιο ψηλά από τα σταθμά τότε λέγαμε ότι το ζύγιασμα ήταν «ξύγκικο». Ενώ στην αντίθετη περίπτωση το ζύγιασμα ήταν «πρόσβαρο».
Τα βράδια για φωτισμό κάποια μπακάλικα είχαν λουξ, άλλα είχαν λάμπες ασετιλίνης και άλλα μεγάλες λάμπες πετρελαίου.
Σε κάποια γωνία υπήρχε πάντα ένας πάγκος που καθόντουσαν οι ίδιοι αλλά και οι πελάτες και άλλοι γειτόνοι κυρίως γειτόνισσες, που πήγαιναν να κουβεντιάσουν, ν΄ ανιστορήσουν παλιές θύμισες, να μιλήσουν για την κούραση της μέρας και να λογιάσουν τις αυριανές νοικοκυροσύνες.
-Μπακάλικα στην Άνω Στενή πριν το 1940 είχαν οι:
-Λέων Ιωάννης (Καλιάφας). Ιδιοκτησία Μπεληγιάννη Ιωάννη και Δημητρίου (δισέγγονοι)
-Θωμάς Ιωάννης, που είχε παντρευτεί την Μαρία Παλαιολόγου (Κούμπω) της οποίας ήταν το κτίριο στο οποίο άνοιξε το μαγαζί ο Θωμάς, ο οποίος ήταν εκεί σώγαμπρος. Σήμερα ιδιοκτησία του Ηλία και Ιωάννας Μέργου (Στην πλατεία).
-Αγγελής Τσουτσαίος
-Δημήτριος. Σιμιτζής (Μπερμπέσης).
-Χρήστος Παπαγεωργίου (Καραχρήστος).
-Κώστας Παλαιολόγος (Κουντούρης).
-Τσουτσαίος Ιωάννης (Γιαννάκος).
-Καρλατήρας Αθανάσιος (Σκρέτης).
-Βασιλείου Σπύρος (Μομότας), εκεί που σήμερα είναι ιδιοκτησία Ασημένιας Παπαγεωργίου.
-Μαστρογιάννης Γεώργιος (Φούτρας). Ιδιοκτησία Μαστρογιάννη Αναστασίου (γιος).
Μεταπολεμικά λειτούργησαν και από τους
-Γεώργιος Τσουτσαίος. Σήμερα ιδιοκτησία Γκούστρα Βικτωρίας.
-Τζίνης Σπύρος. Σήμερα Ιδιοκτησία Ζήση Σπυριδάκη.
-Κατσανάς Λάμπρος. Ιδιοκτησία του γιου του Κατσανά Δημητρίου
-Τσουτσαίου Ευανθία. Σήμερα είναι ακατοίκητο
-Παπαϊωάννου Ιωάννης και στη συνέχεια Παπαϊωάννου Αικατερίνης. Σήμερα ανήκει εξ αδιαιρέτου στους κληρονόμους των Νίκου και Ιωάννη Παπαϊωάννου
-Κώστας Παπαναστασίου. Ήταν μπακάλικο και καφενείο. Σήμερα ιδιοκτησία της συζύγου του Μαρίας και των παιδιών του.
-Μπέκος Χρήστος. Ήταν Μπακάλικο και καφενείο . Σήμερα ιδιοκτησία της κόρης του, Μπέκου-Τζανάκου Ζωή.
Στην Κάτω Στενή
-Ο Καλαμάρας Δημήτριος διατηρούσε μπακάλικο και καφενείο.
Την ιδία δουλειά συνέχισε και ο γιος του Χαράλαμπος Καλαμάρας.
Σαν καφενείο το λειτούργησε και ο εγγονός του Δημήτριου και γιος του Χαράλαμπου, Δημήτρης Καλαμάρας.
-Ο Κυράνας Χαράλαμπος,(Χαραλαμάκης), που το συνέχισε ο γιος του Γιάννης και στη συνέχεια ο Γιάννης και η Παρασκευή Κυράνα. Σήμερα λειτουργεί σαν (Σούπερ-Μάρκετ) από τον ο Κώστα Κυράνα (δισέγγονος)
Ο Κυράνας Χαράλαμπος είχε και αυτοκίνητο για μεταφορές εμπορευμάτων και επιβατών.
-Ο Μιχάλης και ο Λάμπρος Κατσανάς. Εκεί που είναι ιδιοκτησία Αναστάσιου Γιαννούκου (Σκάσας)
-Ο Ευάγγελος Κυράνας (Ψειριρής). Ιδιοκτησία σήμερα Αθανασίου Κυράνα (Κανάρη)
-Ο Παπαγεωργίου Δημήτριος(Μητσάκος),
Και άλλοι που πιθανόν δεν έχουμε πληροφορηθεί.
Γιάννης Γιαννούκος
Ο Νεροκράτης ήταν μια εποχιακή απασχόληση, που διαρκούσε από την εποχή που φύτευαν τα περιβόλια και όσο διάστημα χρειαζόντουσαν πότισμα.
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν παροχές νερού ούτε στα σπίτια, πόσο μάλλον στα περιβόλια και έτσι το πότισμα γινόταν από το ποτάμι, γι αυτό και τα περιβόλια ήταν κοντά στο ποτάμι.
Επέλεγαν ένα σημείο του ποταμιού που ήταν σε ψηλότερη θέση από τα περιβόλια και με πέτρες, κλαριά κλπ. «έπιαναν» μέρος του νερού και το διοχέτευαν προς ένα κανάλι που είχαν φτιάξει σκάβοντας, το οποίο περνούσε δίπλα από τα περιβόλια.
Το σημείο που ενωνόταν το ποτάμι με το κανάλι λεγόταν «Δέση» ενώ το κανάλι που διοχετευόταν το νερό λεγόταν «Αμπολή».
Φυσικά δεν υπήρχε μόνο μία «δέση», αλλά πολλές που από την κάθε μια ποτίζονταν τα περιβόλια της περιοχής που ήταν κοντά.
Σε κάθε περιβόλι υπήρχε ο «Καταπότης».
Ο «καταπότης» ήταν η δίοδος που το νερό χυνόταν από την αμπολή στο περιβόλι, η οποία ήταν κλειστή με πέτρες χώμα, χόρτα κλπ και όταν έπρεπε να ποτίσει κανείς το περιβόλι του, μετακινούσε το φράγμα με μία τσάπα ή σκαλιστήρι και το μετατόπιζε προς την «Αμπολή», ώστε το νερό να στρίψει και να χυθεί στο περιβόλι.
Καταλαβαίνουμε όλοι λοιπόν, πως δεν μπορούσε να ποτίζονται πολλά περιβόλια συγχρόνως. Έπρεπε να τελειώσει ο ένας και αφού κλείσει τον «καταπότη», κάποιος άλλος να ανοίξει το δικό του και να πάρει το νερό για να ποτίσει.
Και εδώ βλέπουμε την αναγκαιότητα του νεροκράτη.
Από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα, ήταν σε κίνηση.
Να ελέγχει και να συντηρεί τη «Δέση», να καθαρίζει την «αμπολή», να ελέγχει τους «καταπότες» μήπως είναι κανένας ανοιχτός και φεύγει το νερό της «αμπολής» και κυρίως να τρέχει να ενημερώνει τους ιδιοκτήτες των περιβολιών, πότε είναι η σειρά τους να ποτίσουν.
Επειδή το πότισμα δεν γινόταν κάθε μέρα, οι ιδιοκτήτες ενημέρωναν το νεροκράτη πότε θα ποτίσουν, καθώς επίσης αν είχαν άλλες δουλειές του ζητούσαν, να τους προγραμματίσει για πρωί ή απόγευμα κλπ.
Και επί πλέον κάποιες μέρες δεν μπορούσαν να ποτίσουν γιατί το νερό του ποταμιού το χρησιμοποιούσαν οι νερόμυλοι ή οι νεροτριβιές.
Αυτός αφού επεξεργαζόταν όλα τα αιτήματα, προγραμμάτιζε τη σειρά και σε ειδοποιούσε όταν έπρεπε.
Το νεροκράτη τον πλήρωναν οι ιδιοκτήτες των περιβολιών.
Πάντως εμείς οι μικροί τους νεροκράτες δεν τους πολυσυμπαθούσαμε, γιατί γυρνώντας αδιάκοπα στα περιβόλια, δεν μας επέτρεπαν να γευτούμε τους καρπούς τους.
Νεροκράτες στη Στενή απ΄ότι μπορέσαμε να μάθουμε, είχαν διατελέσει:
Στην Άνω Στενή. Ο Δημήτριος Εμμανουήλ και ο Γεώργιος Ντουμάνης (Μπούκας) και στην Κάτω Στενή ο Αγγελής Βασιλείου (Γκρας) και ο Ανέστης Ντούρμας.
Γιάννης Γιαννούκος
Οι νερόμυλοι ήταν κτισμένοι στις κοίτες των ποταμών για να χρησιμοποιούν τα νερά τους.
Δίπλα απ΄το γάργαρο νερό που έτρεχε ασταμάτητα, σχηματίζοντας μικρούς χείμαρρους, κελαρύζοντας (ιδίως τη νύχτα), ανάμεσα στους βράχους και τους θάμνους, που πότε πέφτει σε μικρούς καταρράκτες με ορμή και πότε στρώνεται στα μαλακά ρείθρα, χαϊδεύοντας σα λάδι, περνώντας πάνω απ΄την άμμο και τα χαλίκια.
Ανάμεσά τους αμέτρητα τα βατράχια, τα καβούρια και οι καλογρίτσες.
Κι όλα αυτά κάτω από τον ίσκιο των αιωνόβιων πλατάνων και άλλων δένδρων, που έσμιγαν σε τρυφερές περιπτύξεις.
Ο κισσός και το κλήμα αναρριχείται στα ύψη των κλωναριών και καρποί μεστωμένοι κρέμονται στα ακροκλώνια, για να δίνεται τροφή σ΄όλα τα πτερωτά του ουρανού.
Σε τέτοια μέρη λειτουργούσαν παλιά οι νερόμυλοι στη Στενή και θα αναφέρουμε μερικούς απ΄αυτούς.
-Ο Κυράνας Γεώργιος (Τόμπλας), λίγο πιο κάτω από την Αρματσανή.
-Η Μπασινά Αικατερίνη (Μαυροπλιά). Βρισκόταν εκεί που είναι ιδιοκτησία Καλλιόπης Μπασινά (πρώην καφετέρια Μύλος).
-Ο Τσουτσαίος Κωνσταντίνος (Ντάρας) και ο Ζέρβας Ιωάννης (Μπάλιος) είχαν συνεταιρικά το μύλο, που ήταν απέναντι από το ποτάμι στο ύψος περίπου της οικίας της Αναστασίας Κυράνα. και Καρλατήρα Γεωργίου.
-Ο Παπακηρύκος Χαράλαμπος είχε μύλο στη Βρυσίτσα, απέναντι από το ποτάμι, λίγο πιο πάνω από το σπίτι του Αθανάσιου Βασιλείου
Στην Κάτω Στενή
-Του Θανασά (Γάτος Αθανάσιος) ο μύλος, συνεταιρικός με τον Ταμία (Γιαλός Αθανάσιος) ,τον οποίο πήραν από το μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου.
-Από τον Άγιο Στέφανο και κάτω οι μύλοι δούλευαν χειμώνα καλοκαίρι μιας και οι πηγές του Αγίου Στεφάνου είχαν συνέχεια πολύ νερό.
-Κάτω από του Βουτανιού (Βοτανιού), ο παλιός μύλος ιδιοκτησίας του μοναστηριού του Αγίου Δημητρίου. Πολύ γνωστή στους παλαιότερους η ιστορία για τον Άγιο Δημήτριο τον οποίο όπως έλεγαν είχαν δει στην μεγάλη πλημμύρα να καθαρίζει το ποτάμι με το κοντάρι του, για να μην καταστραφεί ο μύλος.
-Πιο κάτω ο μύλος του Τσιγκαράκη ιδιοκτησίας Γιώργου Καμαριώτη και μετά Αργύρη και Μήτσου Καμαριώτη, και του Αγγελή Βασιλείου.
-Του Κυράνα ο μύλος ιδιοκτησίας Χαράλαμου Κυράνα και Νίκου Κυράνα (Τόμπλας)
Πιο κάτω της Σταματάρας ο μύλος. Σταμάτω σύζυγος Χρήστου Παπαναστασίου.
Φυσικά όλοι ήταν κτισμένοι κατά μήκος του ποταμιού. Η κατασκευή όλων είναι ομοιόμορφη και πολύ απλή. Το νερό του ποταμού με ένα μικρό φράγμα τη «δέση», διοχετεύεται στο αυλάκι «μυλαύλακο», πιο γνωστό σαν «αμπολή». Στο τέλος της αμπολής, είναι ο «κάναλος» (ξύλινο λούκι), που οδηγούσε το νερό σε ένα μεγάλο ξύλινο κύλινδρο που στο πάνω μέρος ήταν φαρδύς και όσο κατέβαινε στένευε. Τον κύλινδρο τον έλεγαν «ζοργιό» ή «ζουργιό».
Εκεί που ενώνεται η αμπολή με τον κάναλο, υπήρχε σχάρα που συγκρατούσε όλα τα αντικείμενα που είχε παρασύρει το νερό. Σχάρα όμως υπήρχε και εκεί που ενωνόταν ο κάναλος με το ζοργιό, λίγο πιο πυκνή, για τους ίδιους λόγους.
Στο κάτω μέρος του ζοργιού ήταν προσαρμοσμένο ένα ξύλο το «σφούνι», που είχε στη μέση του μια στρογγυλή τρύπα, της οποίας η διάμετρος ήταν 5 ως 10 πόντους περίπου, για να έχει το νερό μεγάλη πίεση. Βέβαια η πίεση του νερού ήταν ανάλογη και με το ύψος του ζοργιού, την «κρέμαση».
Το νερό όπως εξακοντίζεται με ορμή από το σφούνι, χτυπάει στα πτερύγια οριζόντιου τροχού τη «φτερωτή», που κινείται γύρω από κατακόρυφο άξονα, ο οποίος προς τα επάνω περνά από τη μέση της κάτω
Μυλόπετρας και τελικά συνδέεται με τη «χελιδόνα», ένα μακρουλό σίδερο που είναι προσαρμοσμένο στην κάτω επιφάνεια της επάνω μυλόπετρας, η οποία με τον τρόπο αυτό γυρίζει. Το κάτω μέρος του περιστρεφόμενου αυτού άξονα, ακουμπά επάνω σε έναν μπρούτζινο αναποδογυρισμένο κώνο, το «κύπρινο»
Όταν με την πάροδο του χρόνου, οι μυλόπετρες εξαιτίας της χρήσης τους γίνουν λείες, ο μυλωνάς τις βγάζει και με ειδικό σφυρί κάνει τις επιφάνειές τους που αλέθουν ρικνές ή όπως λέμε «χαράζει» το μύλο.
Αν θέλουμε να σταματήσουμε τις λειτουργίες του μύλου, υπάρχει ένας μηχανισμός, η «σταματητή» ή «σταματούρα» ή «σταματήρα», που είναι ένα σανίδι που μπαίνει μπροστά από το σφούνι, ώστε να μη χτυπά το νερό στη φτερωτή και δίνει κίνηση στις μυλόπετρες.
Πάνω από τις μυλόπετρες υπάρχει ένα μεγάλο ξύλινο χωνί, η «καλαχίδα». Εκεί ρίχνεται το σιτάρι, που ρυθμίζεται με το «βαρδάρι» και μετά πέφτει στην τρύπα της μυλόπετρας που είναι στο κέντρο της.
Όταν αλεστεί το σιτάρι, βγαίνει απ΄τις πέτρες και πέφτει σε ειδικό «λούκι» που είναι γύρω και στη συνέχεια καταλήγει σε ειδικό δοχείο τη «γούρνα» ή «κουρίτα»
Τα παλιότερα χρόνια, οι μύλοι αποτελούσαν το μοναδικό σχεδόν καταφύγιο των κάθε λογής στρατοκόπων, οι οποίοι αν ήταν καλοκαίρι θα ξεκουράζονταν στη δροσιά τους και θα έπιναν κρύο νερό και αν ήταν χειμώνας, θα ζεσταίνονταν στην αναμμένη με κούτσουρα φωτιά και θα έτρωγαν ένα αχνιστό πιάτο φασολάδα ή τραχανά.
Οι μυλωνάδες ήταν από τα πρόσωπα που συγκέντρωναν αρκετό ενδιαφέρον. Πάμπολες είναι οι ιστορίες, οι παροιμίες και τα δημοτικά τραγούδια γύρω απ΄αυτούς.
Σε εποχή κατά την οποία το ψωμί ήταν τόσο πολύτιμο και αποτελούσε το κυριότερο και πολλές φορές το αποκλειστικό σχεδόν στοιχείο διατροφής, το στήριγμα της ζωής, ο μυλωνάς αποτελούσε ξεχωριστή προσωπικότητα.
Άλλωστε το ότι από τους μύλους περνούσαν πολλοί άνθρωποι καθημερινά, το αποδεικνύει και η φράση που συνήθως έλεγαν ειρωνικά, όταν έδιναν το λόγο τους ότι θα κρατήσουν ένα μυστικό (Δεν το λέω πουθενά, μόνο στο μύλο και στο μαγαζί) και μαγαζί φυσικά εννοούσαν το καφενείο.
Μεταγενέστερα όταν ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα στη Στενή, λειτούργησαν αλευρόμυλο οι: Γάτος Παναγιώτης και Τσουτσαίος Αθανάσιος. (Νασάκης),στην Κάτω Στενή. Σήμερα δεν υπάρχει μύλος στη Στενή
Γιάννης Γιαννούκος