steni.gr
Η σπορά
Τον Οκτώβριο (Αγιοδημητρήτης) αρχίζουν τα πρωτοβρόχια. Μαλακώνει η γης και γίνεται έτοιμη για όργωμα.
Το φθινόπωρο έχουμε την πρώιμη σπορά. Σιτάρι, κριθάρι, ρόβη, σίκαλη, βρωμάρι, φακή, φάβα. Σε μια άκρη του χωραφιού έσπερναν τη βρίζα για να κάνουν τα δεμάτια. Το Γενάρη-Φλεβάρη, είχαμε τα "ψιμοκρίθια". Δηλαδή τη σπορά κριθαριού και βρόμης για την τροφή των ζώων. Την άνοιξη είχαμε την όψιμη σπορά. Καλαμπόκι, ρεβίθια. Έως και την δεκαετία του 1960 πολλοί Στενιώτες ζευγάριζαν ακόμα με τα βόδια και τον παλιό τρόπο.
Τελευταίοι γεωργοί του παλιού τρόπου ο Θανάσης Παπαναστασίου (Τσοκανάτος), ο Κώστας Κορώνης ((Μουράτης),
ο Χρήστος Παπαναστασίου (Καλαμάτας),ο Θανάσης Σιμιτζής (Καβαθάς), οι Ντουμάνηδες (Κουτσαμπέκηδες), οι Ζερβαίοι κ.α.
Από βραδύς ο γεωργός ετοίμαζε το σπόρο και τα εργαλεία του. Πριν το χάραμα ξεκίναγαν για το χωράφι που ήταν για όργωμα. Τα βόδια που όργωναν ήταν τις περισσότερες φορές δύο γι’ αυτό και το όργωμα λεγόταν και ζευγάρι (Εϊς ζιβγάρισμα αύριου;) και ο γεωργός και ζευγάς. Συνήθως αν είχε μόνο ένα έκανε κολιγιά με κάποιον άλλον και ζευγάριζαν μαζί, αλλά υπήρχαν και οι περιπτώσεις που ο γεωργός όργωνε και με ένα βόδι.
Πρώτη δουλειά του ζευγολάτη ήταν να ζέψει τα βόδια του στο ζυγό. Ο ζυγός ήταν μια κατασκευή από δυο ξύλα τα οποία εφάρμοζαν στο λαιμό των ζώων. Το πάνω ξύλο είναι οριζόντιο και το κάτω με δυο καμπύλες για να εφαρμόζουν. Δεξιά και αριστερά από τον λαιμό κάθε ζώου ήταν σφηνωμένες δυο βέργες, οι ζεύλες, οι οποίες ήταν δεμένες στο κάτω μέρος με σχοινί για να κρατάει τα ζώα στο ζυγό. Με το ένα χέρι κρατούσε τα γκέμια και με το άλλο το αλέτρι. Το ξύλινο αλέτρι αποτελείται από πολλά κομμάτια που το καθένα έχει το όνομα του. Το κάτω χοντρό ξύλο συνήθως λέγεται "κουντούρι".
Μπροστά του στηρίζεται το "υνί". Πίσω από το "υνί" είναι το "παράβολο" για να στρώνει το χώμα και στη μέση είναι η "σπάθα". Πιο πίσω, προς το τέλος είναι το "σταβάρι", μακρύ ξύλο καμπυλωτό που περνάει απ' τη "σπάθα", όπου μπορεί ν' ανεβοκατεβαίνει, στηριζόμενο στο "κουντούρι" με "σφήνα". Το πίσω μέρος είναι η "κοντονουρά" (η χειρολαβή).
Περισσότερα: .2. ΑγιοδημητρήτηςΤο μάζεμα της ελιάς
Από το μήνα Νοέμβριο αρχίζει το μάζεμα της ελιάς. Μια δουλειά που στη Στενή τουλάχιστον έπρεπε να τελειώσει γρήγορα προτού ξεκινήσουν οι βροχές και τα χιόνια του χειμώνα. Ψηλές ελιές οι Στενιώτικες απαιτούσαν όλες τίναγμα. Η ποσότητα που έπαιρναν από κάθε ελιά ήταν μεγάλη, με 30 ρίζες ελιές έβγαζαν 250 κιλά λάδι, αλλά παρόλα αυτά δεν έφτανε γιατί η ποσότητα που χρησιμοποιούσαν καθημερινά ήταν μεγάλη για να τους «κρατάει». Όπως έλεγαν «Φάι λάδ' κι έλα βράδ'».
Ξεχωριστή και σημαντική αναφορά στις προίκες τα λιόδεντρα, όπως επίσης και σε κάθε είδους μοιρασιά. Άλλος έπαιρνε το χωράφι και άλλοι μοιράζονταν τις ελιές που υπήρχαν μέσα σε αυτό. Σύστημα ακατανόητο την σημερινή εποχή αλλά χρήσιμο και συνηθισμένο κάποτε. Μετά τις δύσκολες εποχές οι κάτοικοι των χωριών εντατικοποίησαν την καλλιέργεια της ελιάς. Μετά τον πόλεμο οι Στενιώτες έφεραν αγριελιές από τα Βίλια και την Λίμνη (πήγαν με καΐκι), τις οποίες μετά μπόλιαζαν οι ειδικοί.
Το μάζεμα
Από τον Οκτώβρη ξεκινάει το μάζεμα τις ελιάς. Την εποχή αυτή οι ελιές έχουν μαυρίσει και λαδώσει. Οι ελιές της περιοχής ψηλές και ανθεκτικές στις δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες είχαν ανάγκη από «τιναχτή». Με μια μακριά τέμπλα ράβδιζε από κάτω ή ανέβαινε πάνω στο δέντρο, ενώ από κάτω οι λιομαζώχτρες μάζευαν υπομονετικά έως και την τελευταία ελιά. Μετά το μάζεμα γινόταν το καθάρισμα από τα φύλλα και η μεταφορά τους στο λιοτρίβι μέσα σε κόφες.
Περισσότερα: .3. ΣποριάςΣαράντα ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα ξεκίναγε η νηστεία. Οι προετοιμασίες για τον ερχομό των Χριστουγέννων αρχίζουν από τις παραμονές, μέρες που πολλές φορές εγκαινιάζονται με «μπόια» χιονιού στη Στενή. Παλαιότερα, τα υλικά στολισμού δεν ήταν το έλατο ή το καραβάκι, αλλά τίποτα και κάποια χρόνια πριν η απλή πρασινάδα από κλαδιά δέντρων που κουβαλούσε ο κόσμος στο σπίτι.
Η προετοιμασία φυσικά δεν σταματούσε στο στολισμό του σπιτιού. Βασική εργασία ήταν το σφάξιμο του χοιρινού, το οποίο αγοραζόταν συνήθως στο παζάρι της Κάτω Στενής από τους γύφτους. Αυτοί που ήθελαν χοιρινό μεγαλύτερο από 50-60 κιλά είχαν φροντίσει να το αγοράσουν νωρίτερα. Το ζώο φυλασσόταν στην άκρη της αυλής περιφραγμένο ή δεμένο και το τάιζαν με αποφάγια και το τυρόγαλο, και «πλύμα». Όταν ερχόταν η ώρα, δύο ή τρεις άντρες αναλάμβαναν μαζί να σφάξουν, να γδάρουν και να τεμαχίσουν το χοιρινό. Από αυτό το «σφάξιμο» αντλούσαν το κρέας για τον υπόλοιπο χρόνο μέχρι το Πάσχα.
Κανένα κομμάτι του ζώου δεν πήγαινε χαμένο. Από το δέρμα έφτιαχναν παπούτσια, τα γουρνοτσάρουχα. Από τα έντερα έφτιαχναν τα λουκάνικα και τις οματιές. Για τα λουκάνικα έβαζαν μέσα στο έντερο του γουρουνιού κομμάτια κρέας από τα πόδια του χοιρινού με μπόλικο αλάτι, πιπέρι, θρούμπι και λίγη ρίγανη. Το πρώτο στέγνωμα γινόταν γύρω από το τζάκι Μετά από τρεις έως πέντε ημέρες στέγνωναν καλά και με το λίγο κάπνισμα που είχαν υποστεί κράταγαν μήνες. Για τον πασπαλά βράζανε κρέας. Μέσα στην «αλοιφή» που δημιουργούσε το λίπος που έβγαινε από το βράσιμο διατηρούσαν το κρέας έως το θέρο. Επίσης έφτιαχναν την πηχτή. Από το κεφάλι, τα πόδια και την ουρά του χοιρινού. Ένας άλλος τρόπος διατήρησης του κρέατος ειδικά των κομματιών που είχαν κόκαλα ήταν μέσα στην άρμ' (άλμη). Το λίπος το χρησιμοποιούσαν και σαν λάδι για τα τηγανητά. Εκτός από τη διαδικασία του φαγητού, οι νοικοκυρές επιδίδονταν και στην τέχνη της παρασκευής διαφόρων γλυκών. Τα κυριότερα ήταν ο μπακλαβάς, πολύ αργότερα και το κανταΐφι, τα μελομακάρονα, οι δίπλες και οι κουραμπιέδες.
Περισσότερα: .4. ΔεκέμβριοςΤην παραμονή της πρωτοχρονιάς τα παιδιά έβγαιναν και πάλι για τα κάλαντα.
Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία
βαστά εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι
το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί ομίλει,
Βασίλη μ' πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις.
Από τη μάνα μ' έρχομαι και στο χωριό πηγαίνω.
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις,
κάτσε τον πόνο σου να πεις
κάτσε να τραγουδήσεις και να μας καλοκαρδίσεις
Εγώ γράμματα μάθαινα και να σας πω τι πάθαινα τραγούδια δεν ηξεύρω.
Και σαν δε ξέρεις γράμματα, πες μας την αλφαβήτα
κι έλα κόψε μας την πίτα.
Κάλαντα Αγ. Βασιλείου
Άγιος Βασίλης έρχεται, Γενάρης ξημερώνει.
Βασίλη μ' πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις.
Από τη μάνα μ' έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω.
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε τον πόνο σου να πεις
κάτσε να τραγουδήσεις και να μας καλοκαρδίσεις.
Εγώ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξέρω,
Αν είσαι εσύ γραμματικός πες μας την αλφαβήτα
και στο ραβδί ακούμπησε να πει την αλφαβήτα
ξερό ραβδί, χλωρό ραβδί, χλωρούς βλαστούς πετάει
κι απάνω στα ξεβλάσταρα, περδίκια κελαηδούνε
δεν είν' περδίκια μοναχά, μόν' είν' και περιστέρια.
Τα περιστέρια φύγανε και πάν' στην κρύα βρύση
παίρνουν νερό στα νύχια τους και χιόνι στα φτερά τους
να λούσουν τον αφέντη τους, ν' αγιάσουν την κυρά τους.
Ν' ασπρίσεις σαν τον Όλυμπο, σαν τ' άσπρο περιστέρι,
σαν τ' αηδονάκι που λαλεί το Μάη, το καλοκαίρι
και χώσε το χεράκι σου στην αργυρή σου τσέπη
κι αν εύρεις γρόσια δώσ' τα μας, φλωριά μην τα λυπάσαι
κι αν εύρεις το μισόφλουρι, κέρνα τα παλικάρια
κέρνα τα, αφέντη μ' κέρνα τα, να σ' πούνε στην υγειά σου
και στην υγειά σου, αφέντη μου, και στην καλή χρονιά σου.
Χρόνια Πολλά.
Με το που άλλαζε ο χρόνος πήγαιναν στις βρύσες όπου νίβονταν, κατόπιν έπαιρναν αμίλητο νερό έριχναν μέσα σπόρους για να τρέχει η σοδειά όπως το νερό. Μεταγενέστερα εκτός από τους καρπούς έριχναν και κέρματα. Γύριζαν σπίτι τους μαζί με το νερό και ράντιζαν το σπίτι.
Περισσότερα: .5. ΓενάρηςΟ Φλεβάρης κι αν φλεβίσει
καλοκαίρι θα μυρίσει
κι αν πιάσει και ζαβίς (ή γαιδρίς)
γαϊδροκόκαλο δε θ αφής.
Ή κι αν πιάσει και κακιώσει
μες στο χιόνι θα μας χώσει
Την 1 του Φλεβάρη ήταν η γιορτή του Αγίου Τρύφωνα και γιόρταζαν τα τρυφερά. (Σήμιρα γιορτάζνε ούλα τα τρυφιρά.)
Όλα τα μικρά ακόμα και παιδιά, βλαστάρια και μικρά ζώα, τα πάντα.
Ο Κουτσοφλέβαρος
Στις 2 του Φλεβάρη γιορτάζεται η Υπαπαντή, η υποδοχή του Θείου Βρέφους στο ναό. Εκείνη την ημέρα παρακολουθούσαν τον καιρό γιατί πίστευαν:
«Αν βρέχ' ή χιουνίζ' τς (Υ)παπαντής σαράντα μέρις θα βρέχ ή θα χιονίζ ». ή και Παπαντής εχιόνιζε σαράντα μερονύχτια στην κατοχή. Στις 10 του Φλεβάρη γιορτάζει ο Άγιος Χαράλαμπος στον Πύργο.
Το εκκλησάκι αυτό στον Πύργο δεν φτιάχτηκε τυχαία.
Ο Άγιος Χαράλαμπος θεωρείται ο προστάτης από την πανούκλα.
Γύρω στα 1790 οι Στενιώτες εγκατέλειψαν το Σκουντέρι και εγκαταστάθηκαν στο Χωριό επειδή όπως αναφέρει η παράδοση είχε πέσει μεγάλη μολυσματική ασθένεια.
Γιάννης Μητάκης