steni.gr
Μετά από έναν αιώνα ζωής, εκατό ολόκληρα χρόνια, μας άφησε ο συμπαθής συμπατριώτης μας, ο γέροντας Νίκος Ζέρβας, πιο γνωστός με την προσωνυμία, ο Κολιός ο Τρομάρας.
Άνθρωπος ηθικός, πράος, καλοσυνάτος, έζησε όπως όλοι οι σύγχρονοί του, τη σκληρή και στερημένη ζωή και τα τελευταία χρόνια μόνος, χωρίς τη συντροφιά της γυναίκας του.
Όμως ποτέ δεν του έλειψε το χαμόγελο και η χαρούμενη διάθεση. Με τις εύθυμες ιστορίες, τα αθώα πειράγματα και τα χωρατά του, σκόρπιζε το γέλιο και την ευθυμία σε όλους μας, αλλά και στους τουρίστες, που πουλούσε τσάι και ρίγανη, για να ενισχύει την πενιχρή σύνταξη του Ο.Γ.Α.
Χτυπητή αντίθεση με μας τους νεότερους, που ενώ δεν μας λείπει σχεδόν τίποτα, κουβαλάμε πάντα το άγχος της σημερινής καταναλωτικής κοινωνίας.
Επίσης ήταν προικισμένος με μια πολύ γερή, σιδερένια κράση. Μέχρι που πέθανε, δεν ήξερε τι θα πει γιατρός και στο περπάτημα δεν του παράβγαιναν ούτε οι δεκαοκτάρηδες.
Επιθυμία και χαρά του Κολιού ήταν να προσφέρει παρά να ζητά και η προσφορά του προς την πατρίδα ήταν αξιόλογη.
Κληρωτός του 1919 έλαβε μέρος από την αρχή μέχρι το τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας με το βαθμό του δεκανέα. Διακρίθηκε σε όλες τις μάχες που έλαβε μέρος και τίμησε το βαθμό του, τον εαυτό του και την Ελλάδα.
Για τον ηρωισμό που επέδειξε, ο διοικητής του τάγματος τον ρώτησε αν ήθελε να τον προτείνει για να προαχθεί στο βαθμό του λοχία.
«Μα ΄γω δεν ξέρου γράμματα, πως θα γίνου λουχίας;» απάντησε ο Κολιός.
Αγνοί, άδολοι άνθρωποι, ήξεραν μόνο να προσφέρουν και δεν ήθελαν να επωφεληθούν σε κάτι, που νόμιζαν ότι δεν τους ανήκει.
Για την περίοδο αυτή, ο Κολιός είχε πολλές αναμνήσεις και πάντα του άρεσε να διηγείται διάφορες εύθυμες κυρίως ιστορίες, μεταξύ των οποίων και το εξής περιστατικό.
-Κάποτε σε ένα στρατόπεδο, ο λοχαγός έδωσε στον Κολιό δύο αλυσίδες, με την εντολή να πάει στο κρατητήριο για να δέσει δύο κρατούμενους. Στο κρατητήριο που πήγε, βρήκε τον Καράγκο από τη Στενή και τον Τάγκα από το Μίστρο, οι οποίοι μόλις τον είδαν του είπαν./
«Συ ίσι ρε Κουλιό; Δε π΄στεύουμ να μας δέσεις;».
Μ΄αν δε σας δέσου, θα δές΄μένα ου λουχαγός» απάντησε ο Κολιός.
Κατάλαβαν οι κρατούμενοι τη δύσκολη θέση του Κολιού και του είπαν.
-«Καλά τότε ρε Κουλιό. Μη μας δένς όμους σφιχτά».
Αφού τους έκανε το χατίρι και τους έδεσε χαλαρά ο Κολιός, άρχισαν και οι τρεις να συζητάνε με νοσταλγία διάφορες αναμνήσεις από τη Στενή, το Μίστρο κι όλη την περιοχή και από τις συναντήσεις τους όταν έκαναν ζευγάρι στο Σκουντέρι και στο Μιστριώτικο. Μετά άρχισαν τα αλληλοπειράγματα μεταξύ τους, τα χωρατά και τα γέλια.
Εδώ πιθανόν να προκύπτουν μερικά ερωτηματικά και θα πρέπει να κάνουμε τις ανάλογες διευκρινήσεις.
Ποιοι ήταν ο Καράγκος και ο Τάγκας; Ήταν και αυτοί δύο από τους χιλιάδες ήρωες-στρατιώτες, που με κίνδυνο της ζωής τους, πολέμησαν με σθένος σε πολλές νικηφόρες μάχες της Μικρασιατικής εκστρατείας.
Ποιο ήταν το παράπτωμα που διέπραξαν; Δεν το διευκρίνισε αυτό ο Κολιός. Αλλά απ΄ότι καταλάβαμε, θα βγήκαν κρυφά χωρίς άδεια καμιά βόλτα να ξεσκάσουν και να πειράξουν στο δρόμο καμιά όμορφη Τουρκοπούλα. Μπορεί όμως να άρπαξαν καμιά κότα να την ψήσουν, για να «λαδωθεί το άντερό τους» από την ξηροφαγία του στρατοπέδου.
Γιατί όμως για τέτοια μικροπαραπτώματα τιμωρήθηκαν τόσο αυστηρά;
Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Απαραίτητη προϋπόθεση για να πετύχει ο στόχος της Μικρασιατικής εκστρατείας, να φτάσουμε στην «κόκκινη μηλιά» έπρεπε να υπήρχε απόλυτη, σιδερένια πειθαρχία.
Γιατί ο Καράγκος και ο Τάγκας δεν στεναχωρήθηκαν για τη σκληρή τιμωρία τους, αλά την αντιμετώπισαν με χωρατά και γέλια;
Δεν στεναχωρήθηκαν γιατί ήξεραν από πιο μπροστά τι τους περίμενε. Πως αν τους έπαιρναν χαμπάρι, θα τους έβγαινε η βόλτα και η κότα ξινή.
Η κράτηση δε διήρκεσε πολύ, γιατί οι ανάγκες του πολέμου ήταν επιτακτικές. Μόλις βγήκαν από τα σίδερα, ο Τάγκας και ο Καράγκος, μαζί με τον Κολιό και τους άλλους στρατιώτες, με την ίδια ψυχική διάθεση, χωρίς να τους λείψουν τα χωρατά και τα γέλια, πολέμησαν ηρωικά και κυνήγησαν τις τουρκικές τσέτες πέρα από το Σαγγάριο.
Πιθανόν σε μερικούς να φαίνεται κάπως υπερβολικό, πως είναι δυνατόν κάποιος, όσο θαρραλέος και να είναι, να έχει ευχάριστη ψυχική διάθεση και να μην αισθάνεται δέος κατά τη διάρκεια μιας μάχης που κινδυνεύει η ζωή του.
Αντί για απάντηση, αναφέρω το παρακάτω περιστατικό, ενδεικτικό του κλίματος που επικρατούσε, όπως μου το είχε διηγηθεί κάποιος γέροντας από το Μικρό Χωριό Ευρυτανίας, που είχε λάβει μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία.
Σε κάποια μάχη, μια τούρκικη σφαίρα πέρασε ξυστά πάνω από το κεφάλι κάποιου Ρουμελιώτη στρατιώτη. Αυτός αντί να προφυλαχτεί, σηκώθηκε όρθιος και γελώντας είπε στους άλλους. «Ρε τον κιαρατά! Παρά λίγου να μ΄αφήσ΄στουν τόπου». Ταυτόχρονα σημάδεψε, πυροβόλησε και έριξε τον Τούρκο καταγής.
Κάποιος άλλος, για να τον πειράξει του είπε. «Ήμαστι κι μεις τ΄χιροί. Αν σι σκότωνι τι χρώσταγαμ΄να σι κ΄βαλάμι στουν ώμου τόσου δρόμου μέχρι του στρατόπιδου;» και αμέσως όλοι στο χαράκωμα ξέσπασαν στα γέλια.
Αυτή η νοοτροπία και το ψυχικό σθένος των παλιών, ίσως να μην μπορούν να την κατανοήσουν τα νέα παιδιά, που με την παραμικρή παρατήρηση νιώθουν καταπίεση και ψυχολογικά προβλήματα. Αλλά και οι σημερινές μορφωμένες μαμάδες, που μοναδική ένια τους είναι να μη στεναχωρηθεί το παιδί τους, δεν μπορούν να συγκριθούν με τις παλιές αγράμματες μανάδες. Αυτές οι μανάδες, πραγματικές Σουλιώτισσες, ένιωθαν υπερήφανες και καμάρωναν για τα παιδιά τους που πήγαιναν στον πόλεμο. Αν κάποια ένιωθε πόνο για τον αποχωρισμό, δεν το έδειχνε, για να μην εκτεθεί στις άλλες, να μην ντροπιάσει το παιδί της. Ακόμα κι όταν την έπνιγε ο πόνος, αναλογιζόμενη μήπως δεν ξαναδεί το παιδί της, δεν μπορούσε ούτε στο σπίτι της να δακρύσει. Έπρεπε να πάει να κρυφτεί στο κατώι για να μην την δει ο άντρας της και την αγριέψει, γιατί το κλάμα δεν ταίριαζε στους γάμους, αλλά μόνο στις κηδείες.
Όταν αποφασίστηκε η Μικρασιατική εκστρατεία και κλήθηκαν οι πρώτες κλάσεις, οι κληρωτοί από όλη ην Ελλάδα ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα με χαρά και ενθουσιασμό. Παράτησαν τα αλέτρια και τις τσάπες, τα κοπάδια και τις στρούγκες και έστησαν χορούς στα χοροστάσια των χωριών τους και ξεκίνησαν να καταταγούν τραγουδώντας, σαν να πήγαιναν σε πανηγύρι.
Στη Στενή ο χορός έγινε στη Βρυσίτσα και μαζεύτηκε όλο το χωριό, για να δουν και να καμαρώσουν τους κληρωτούς που θα χόρευαν.
Η Ζωή του Γερακίνη (του Γκριτζάλη), μικρό κορίτσι τότε, θυμόταν αυτούς που χόρευαν. Τον Παπαβαγγέλη με το πανωβράκι και τον κούκο, τον Ποστόλη τού Κατσανά, το Μητσάλη, τον Κεραμιδά και πολλά άλλα παλικάρια, που είχαν σχηματίσει τρεις γύρους στο χορό.
Μετά το χορό ξεκίνησαν πεζή για τη Χαλκίδα, με τις ευχές των συγγενών, των φίλων και όλου του χωριού. Στο δρόμο ακολούθησαν την πορεία Καμπιώτες, Βουναΐτες και Γιδιώτες. Από τη δεξιά μεριά είχαν ξεκινήσει Λουτσαΐτες, Καθενιώτες και Παλιουριώτες και από την αριστερή μεριά Πουρνιώτες, Θεολογίτες και Μιστριώτες, για να συναντηθούν όλο μαζί στην Πολυτήρα και τα Χάνια, που τους περίμεναν οι Πισσωνιάτες.
Την ίδια ώρα σκαρφάλωναν σαν αγριοκάτσικα τη Ράχη οι κληρωτοί των βορεινών χωριών, ξάντησαν από το Στατόρι οι Στροπωνιάτες και οι Λαμαριώτες και από του Ρόκη το Κοτρώνι οι Κουτουρλομετοχιάτες.
Αυτή τη φορά όμως δε στάθηκαν στη Στενή να ξαποστάσουν λίγο, να πάρουν μια ανάσα, αλλά τράβηξαν κατευθείαν στη Χαλκίδα να καταταγούν. Βιάζονταν να μπουν στην πρώτη αποστολή, γιατί ανησυχούσαν να μη συμπληρωθεί από τα κοντινότερα χωριά και αυτοί να μην προκάνουν. Γιατί δεν ταίριαζε σ’ αυτούς τους ορεσίβιους να μη γευτούν αυτοί πρώτοι τη χαρά της νίκης και να τους προλάβουν οι καμπίσιοι. Μετά από λίγες μέρες, όλος ο ανθός της Ελλάδας, τα παιδιά του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη, του Ανδρούτσου, του Μάρκου Μπότσαρη, ξεμπάρκαραν στα παράλια της Μικράς Ασίας, για να συνεχίσουν τη δόξα του 1821 και του 1912. Και ακολουθώντας τα χνάρια του Μεγαλέξανδρου, άρχισαν μια επική, μεγαλειώδη εκστρατεία, τη Μικρασιατική εκστρατεία, που αρκετούς αιώνες είχε να γνωρίσει ο Ελληνισμός. Προχώρησαν μέχρι την καρδιά της Μικρασίας και ταπείνωσαν ολόκληρη Οθωμανική αυτοκρατορία. Αν αργότερα ο Εθνικός διχασμός, αυτή η αιώνια κατάρα της φυλής μας, οι σκοπιμότητες και τα συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων, αλλά και η προδοσία μετέτρεψαν το Μικρασιατικό θρίαμβο στη Μικρασιατική καταστροφή, αυτό δε μειώνει το μεγαλείο της Μικρασιατικής εκστρατείας, ούτε τον ηρωισμό των Ελλήνων στρατιωτών.
Γυμνοί, ξυπόλητοι, νηστικοί, χωρίς επαρκή οπλισμό, πολεμώντας σε ξένη χώρα με πολυάριθμο εχθρό, αυτά τα αγράμματα παιδιά, έγραψαν με την αυτοθυσία και το αίμα τους σελίδες δόξας και έδειξαν σε όλον τον Κόσμο τη μεγαλοσύνη της Ελλάδας, επιβεβαιώνοντας πέρα για πέρα τους παρακάτω στίχους του Κωστή Παλαμά.
«Η μεγαλοσύνη ενός έθνους
-Δεν μετριέται με το στρέμμα
-Με της καρδιάς το πύρωμα
-μετριέται και με το αίμα».
Σήμερα, μετά και το θάνατο του Κολιού του Τρομάρα. Αλλά και του Κώστα Μαστρογιάννη αργότερα, οι ήρωες της Μικρασίας έχουν εκλείψει.
Αρκετοί όμως ήταν κι αυτοί που σκοτώθηκαν τότε και δε γύρισαν πίσω. Το Ελληνικό κράτος, μετά τα συντρίμμια της Μικρασιατικής καταστροφής δεν είχε το κουράγιο, όχι μόνο να τιμήσει τους νεκρούς, αλλά ούτε και να τους καταγράψει για να τους αποδώσει στην ιστορία.
Όσο ακόμα υπάρχουν οι μνήμες, θα πρέπει ο δήμος σε συνεργασία με πολιτιστικούς συλλόγους της περιοχής να πληροφορηθούν από τους γεροντότερους και τους πλησιέστερους συγγενείς και να καταγράψουν τους νεκρούς. Χρέος μας είναι να τιμήσουμε αυτούς, που νέα παιδιά τότε, χάθηκαν στα βάθη της Μικρασίας, πολεμώντας για το μεγαλείο της Ελλάδας.
Κώστας Γιαννούκος
Φωτογραφία του 1932 που δείχνει μια άποψη της Στενής, στη θέση «Ρεματάκι».
Στην ίδια φωτογραφία που ακολουθεί, σας αναφέρουμε τους ιδιοκτήτες των σπιτιών, από το 1932 μέχρι σήμερα, όσα τουλάχιστον φαίνονται καθαρά.
⬇
Από αριστερά.
Το κτίριο με την άσπρη κουκίδα είναι η Εκκλησία της Άνω Στενής
«Η Κοίμηση της Θεοτόκου».
Με την κόκκινη κουκίδα είναι το σπίτι του Κωνσταντίνου Ντουμάνη (Μπέης). Σήμερα το σπίτι ανήκει στον γιο του Γεώργιο Ντουμάνη. Και στον εγγονό του Κωνσταντίνο Ντουμάνη. Το σπίτι έχει ανακαινισθεί.
Με την κίτρινη κουκίδα είναι το σπίτι του Γεωργίου Λέων (Γουράκης), που ήταν παντρεμένος με την Παναγιού Μαστρογιάννη.
Αργότερα περιήλθε στον γιο του Δημήτριο Λέων (Κακαράς) και σήμερα ανήκει στην κόρη του Αικατερίνη. Το σπίτι έχει ανακαινισθεί.
Με την πράσινη κουκίδα είναι το σπίτι του Γιάννη Λέων (Καλιάφας).
Το 1932 έμενε εκεί η οικογένεια του Γιάννη (Γιάγκου) Μπεληγιάννη, ο οποίος είχε παντρευτεί την κόρη του Καλιάφα, Βαγγελιώ. Αργοτερα περιήλθε στον γιο τους Νικόλαο Μπεληγιάννη (Κάκης) και σήμερα ανήκει στα παιδιά του, Ιωάννη και Δημήτριο. Έχει ανακαινισθεί.
-Το πράσινο βέλος μας δείχνει το φούρνο του Καλιάφα, στην αυλή του σπιτιού.
Με την μπλε κουκίδα είναι το σπίτι του Γάτου (Νακαράκης), που το αγόρασε ο Γιάννης Παπαϊωάννου και σήμερα είναι παραδοσιακός ξενώνας της κόρης του, Γιούλας Παπαϊωάννου
Με την καφέ κουκίδα είναι το σπίτι του Γεωργίου Παπαϊωάννου που περιήλθε στα παιδιά του και στη συνέχεια στα εγγόνια του. Έχει ανακαινισθεί.
Με την άσπρη κουκίδα είναι το σπίτι, που είχε αγοράσει ο Γεώργιος Μαστρογιάννης (Φούτρας) από την ιδιοκτήτη του, που είχε το παρατσούκλι (Τσουμαράκης), Από το Μαστρογιάννη αργότερα το αγόρασε ο Γεώργιος Θάνος (Γιωρίτσας), που το κατεδάφισε και ανήγειρε καινούριο.
Με την κόκκινη κουκίδα είναι το σπίτι του Γεωργίου Μαστρογιάννη (Φούτρα), το οποίο κληρονόμησε ο γιος του Τάσος. Σήμερα έχει κατεδαφιστεί και το οικόπεδο ανήκει στους κληρονόμους του Τάσου Μαστρογιάννη.
Με την κίτρινη κουκίδα είναι το σπίτι του Απόστολου Σιμιτζή (Ποστόλα). Μετά περιήλθε στο γιο του Κωνσταντίνο Σιμιτζή (Κωντής) και σήμερα ανήκει στα παιδιά του Αρετή και Αποστόλη.
Με τη μπλε κουκίδα είναι το σπίτι της Ελένης Μακρή (Ραφτοπούλας) και του αδελφού της Σταύρου. Το αγόρασε πρόσφατα ο Γιάννης Παπαϊωάννου από τους κληρονόμους τους και σήμερα είναι ιδιοκτησία των κληρονόμων Γιάννη Παπαϊωάννου.
Με την καφέ κουκίδα είναι το σπίτι του Γεωργίου Κουτσούκου. Περιήλθε στο γιο του Σπύρο Κουτσούκου. Σήμερα έχει κατεδαφιστεί και το οικόπεδο ανήκει στους κληρονόμους του Σπύρου Κουτσούκου.
Με την άσπρη κουκίδα είναι το σπίτι του Γαλάνη και της συζύγου του Αικατερίνης (Μπιλιούρα). Περιήλθε στα παιδιά της και στο τέλος στα εγγόνια της. Είναι κατεδαφισμένο.
Με την κόκκινη κουκίδα είναι το σπίτι του Αναστασίου Θάνου (Κατάσος). Περιήλθε στο γιο του Νίκο (Τζουρίας) και σήμερα ανήκει στο γιο του Νίκου Θάνου, Λάμπρο Θάνο. Έχει ανοικοδομηθεί.
Γιάννης Γιαννούκος
Με το 58/14-2-1912 Φ.Ε.Κ. καταργηθήκαν οι Δήμοι και καθιερώθηκε ο θεσμός των Κοινοτήτων.
Το 1915 το Κοινοτικό Συμβούλιο Στενής, αποφάσισε να αλλάξει το όνομα «Στενή» με το ,όνομα «Δίρφυς».
Ως φαίνεται η απόφαση αυτή προωθήθηκε στο Υπουργείο, αλλά αντέδρασε η Νομαρχία Ευβοίας.
Πως το μάθαμε αυτό;
Από το περιοδικό «ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ», στα τοπωνυμικά του Ν.Γ. Πολίτου, απόσπασμα του οποίου μας έστειλε ο πρόεδρος της Εταιρείας Ευβοϊκών Σπουδών, Χαράλαμπος Φαράντος.
Και να πως έχει:
Ν.Γ. Πολίτου. Τοπωνυμικά
Στενή (Στενή Δίρφυος)
Αρ. 161 (29 Ιουλίου 1915)
Επί του αρ. 29130 εγγράφου του Υπουργείου της 29 Ιουνίου.
Επιστρέφεται η υπ΄αρ. 6004 αναφορά της Νομαρχίας Ευβοίας μετά των συνημμένων αυτή.
Το εις τον Δήμον Διρφύων μέχρι της συστάσεως των κοινοτήτων υπαγόμενων χωρίον Στενή, κείται εγγύτερον των άλλων εις την κορυφήν του Όρους Δίρφυος, ον ο τελευταίος σταθμός της αναβάσεως εις αυτήν.
Αλλά τούτο δεν είναι βεβαίως επαρκής λόγος, όπως αποβαλόν το όνομά του να μετονομασθεί Δίρφυς, ως απεφάσισε το κονοτικόν συμβούλιον.
Μάλλον δε φαίνεται ότι η προσήλωσις εις το όνομα του καταργηθέντος Δήμου, υπηγόρευσεν την απόφασιν ταύτην, απόφασιν ης δεν διαβλέπομεν την σκοπιμότητα, αφού το σημερινόν βραχύ και εύφωνον όνομα είναι κάλλιστον.
Δια την ομοφωνίαν δ΄όμως προς την κοινότητα της Τήνου ηδύνατο να προστεθεί προς διάκρισιν εις το όνομα της ευβοϊκής προσδιορισμός από του όρους και να ονομασθεί κοινότης Στενής Δίρφυος.
-Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι η Στενή ανεγνωρίσθη ως κοινότητα, με το Βασιλικό Διάταγμα της 11-8-1912, προσαρτήθηκε δε σ΄αυτήν και ο συνοικισμός των Βούνων.
-Με την υπ΄αριθμ. 36086/13-8-1915. Α΄ διαταγή, η κοινότητα Στενής μετά του συνοικισμού Βούνων, μετονομάσθη εις κοινότητα Στενής Δίρφυος.
-Παρατηρούμε ότι το δεύτερο διάταγμα έχει εκδοθεί 15 περίπου μέρες από την απάντηση της Νομαρχίας στο Υπουργείο.
-----------------
Στις πρώτες εκλογές, όπως βλέπουμε στο «Χρονικόν της Στενής» του Δημητρίου Γιαννούκου εξελέγησαν οι εξής:
Δημήτριος Γ. Σιμιτζής (Μπερμπέσης), Κωνσταντίνος Τσουτσαίος, Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Σπύρος Βασιλείου, Νικόλαος Μπεληγιάννης (Νικολάκης) και Αθανάσιος Λέων.
Τον αποβιώσαντα μετά από λίγους μήνες Δημήτριο Γ. Σιμιτζή, αναπλήρωσε ο Γεώργιος Γερακίνης (Γεωργιάδης)
Πρόεδροι κατά σειράν εξελέγησαν:
Για το 1914 ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, για το 1915 ο Αθανάσιος Λέων, για το 1916 ο Σπύρος Βασιλείου και για το 1917 ο Κωνσταντίνος Τσουτσαίος.
-Άρα το 1915 ήταν πρόεδρος ο Αθανάσιος Λέων.
«ΠΑΝΕΥΒΟΙΚΟΝ ΒΗΜΑ» 18 Ιουλίου 1959
Του Γιάννη Αναστασόπουλου
Αφού λοιπόν χαρούμε την υποβλητική ζωγραφιά του τοπίου με το καστανοδάσος της «Κερασιάς», κατηφορίζουμε τη ρεματιά και περνάμε στην αντικρινή πλαγιά.
Κι εδώ ένας ακόμα φιλοπρόοδος συντοπίτης, ο δικηγόρος Οδυσσέας Παλαιολόγος, έχει χτίσει μια μεγάλη κρυοπηγή και σχεδιάζει να στήσει κι αυτός τραπέζια και καθίσματα για τους ξένους επισκέπτες.
Το μέρος εδώ είναι ότι πρέπει για γλέντια. Οι μουργιές και τα πλατάνια, ντύνουν την απλωσιά μ΄ένα δροσερό ίσκιο τόσο παχύ, που ο ήλιος δεν αγγίζει τη γη. Σκόρπιες ένα γύρω οι πικροδάφνες, τα ρύκια, η αγριορίγανη, σμίγουν την ανάσα τους με τις αλιφασκιές και συντροφικά μυρώνουν τον αγέρα.
Εδώ τελειώνουμε τον περίπατό μας, δίχως όμως και να τελειώνουν οι ομορφιές του δροσερού και φιλόξενου αυτού χωριού.
Ξαναπερνώντας το γεφυράκι, αντικρίζουμε δεξιά μας το Γυμνάσιον Στενής. Διευθύνεται από έναν καλό και ευσυνείδητον επιστήμονα, τον καθηγητήν κ. Έμμ. Παπασταματίου, ο οποίος μέσα στις προσπάθειές του, έχει και την προαγωγήν του από διτάξιον εις τριτάξιον.
Η Άνω Στενή εκτός από τις πλούσιες φυσικές ομορφιές της, έχει να καμαρώνει και για τα παιδιά της. Είναι το μόνο χωριό – ανάλογα με τον πληθυσμό της – που αριθμεί τους περισσότερους επιστήμονες και στρατιωτικούς. Ανάμεσα στους τελευταίους ξεχωρίζει ο Στρατηγός κ Γερακίνης. Όλοι αυτοί κάνουν ότι μπορούν για να την προβάλουν και να την αξιοποιήσουν.
Ένας τους–γιατί δεν μας παίρνει ο χρόνος ν΄αναφέρουμε όλους–ο εξαίρετος γιατρός κ. Βασ. Καρλατήρας άρχισε την ανέγερση μιας μοντέρνας βίλας-ξενοδοχείον σε μια μαγευτική τοποθεσία, συμβάλλοντας έτσι αποτελεσματικά στον τουριστικό τομέα της.
Μάρμαρα, κρύσταλλα, μωσαϊκά, χρώματα, νερό άφθονο, άνεση, ολόπλευρη θέα της εξοχής, είναι τα γνωρίσματα του καλοσχεδιασμένου αυτού κτιρίου.
Ο κ. Καρλατήρας έδωσε ένα μεγάλο παρόν στο κάλεσμα του χωριού του. Εμείς τον συγχαίρουμε, οι χωριανοί του όμως ας το εκτιμήσουν κι ας τον ευγνωμονούν. Τέτοια δεν γίνονται εύκολα και κάθε μέρα.
Η προσπάθεια κι ο πόθος του μικρού αυτού χωριού να πάρει θέση στο τουριστικό ενδιαφέρον του τόπου μας, είναι στ΄αλήθεια αξιοθαύμαστες. Ένα δείγμα των παραπάνω είναι η εισήγηση του Γεν. Γραμματέα κ Βασ. Μπαρμπούρη και του προέδρου της Στενής εις το Κοινοτικόν Συμβούλιον κ. Ταξιάρχη Μπεληγιάννη, να εγκρίνουν την δωρεάν διάθεση γης του δάσους εις την «Περιηγητική Λέσχη Χαλκίδας» και σ΄όποιον ακόμα επιθυμεί να χτίσει παραθεριστικήν κατοικία στα δροσόλουστα μέρη του χωριού, η πρόταση του κ. Μπαρμπούρη που δείχνει άνθρωπο με προοδευτικές αντιλήψεις και στέρεο ενδιαφέρον για τον τόπο τους έγινε – ευτυχώς – δεκτή.
Είναι λοιπόν να μην καμαρώνει κι επαινεί κανείς ένα τέτοιο χωριό που μ΄όλες τις ομορφιές του προσφέρει ακόμα σ΄όποιον θέλει γη, πέτρα και νερό εντελώς δωρεάν!
Αν ενδιαφέρεστε…
Η μεγάλη ιδέα σε νέα σχήματα: Επεκτατική πορεία της χώρας μέσα στην ίδια τη χώρα. Μια μεγαλοϊδεατική πολιτική που να είναι ικανή να διπλασιάσει και να τριπλασιάσει την Ελλάδα, αν αξιοποιήσει αυτή την ίδια την Ελλάδα. Εύρεση των πηγών χωρίς να βγούμε από τη μεθόριό μας. Για ιδανικά ψάχνει η ηγεσία. Το ιδανικό όμως είναι έτοιμο και μας περιμένει. Ποιο ιδανικό καλύτερο απ΄ το να γνωρίζουμε τον τόπο μας και ν΄αρμέξουμε από τους μαστούς του; Έχει τόσες ανεκμετάλλευτες φλέβες… Δεν είναι ευνοϊκότερες οι συνθήκες για τους Ελβετούς, που ξέρουν όμως αυτοί να βγάζουν ζουμί από το βράχο.
Σκέψεις που κάνω κάτω από τους πλάτανους της Άνω Στενής. Που να την ξέρετε; Ελάτε, να κάνουμε μαζί τις ασκήσεις μας στο μάθημα της τουριστικής γεωγραφίας.
Καινούρια κατάκτηση. Μια κουκίδα ακόμη στο χάρτη μας. Τι ωφελούσε που υπήρχε και πρώτα, όταν δεν ήταν γνωστή παρά μόνο στο θεό και σε μια χούφτα κατοίκους; Τώρα πάει να γίνει απόκτημα πανελλήνιο. Και να την έχουνε μέσα στα πόδια μας… Ανακάλυψη της τελευταίας εξαετίας. Δοξασμένο το όνομα του Κυρίου, η σκαπάνη του αρχαιολόγου δεν πρόκειται να φέρει στην επιφάνεια μαρμάρινους θησαυρούς. Μας φτάνουν αυτοί που έχουμε. Ας υπάρχουν και μερικά σημεία που η ιστορία δεν βγαίνει από το μακρινό παρελθόν, αλλά είναι το νωπό ρωμέικο.
Σε απόσταση τριών ωρών από την Αθήνα, ακόμα και όταν δε διαθέτετε δική σας κούρσα. Κάθε ώρα και λεωφορείο. Πυκνή η συγκοινωνία και με το σιδηρόδρομο που, καθώς απέκτησε διπλή γραμμή ως τη Χαλκίδα, καλύπτει σε μιάμιση ώρα την απόσταση για την οποία πριν από λίγους μήνες ήθελες τρεις. Προσθέστε και μία ώρα το πολύ για τα τριάντα δύο χιλιόμετρα από τη Χαλκίδα στη Στενή και βρίσκεσθε στην πλαγιά της Δίρφυς.
Πράσινος κόσμος. Όταν δε μιλούμε για πράσινο, δεν εννοούμε το πεύκο, πυρακτωμένη βελόνα, που είναι παρωδία δέντρου. Εδώ είστε στην επικράτεια του πλάτανου. Κοντά σ΄ αυτόν το πεύκο μικραίνει, ταπεινώνεται, όσο δε ανεβαίνετε προς τα ύψη του βουνού παραδίνει σιγά σιγά τη θέση στο έλατο και εκμηδενίζεται.
Πριν όμως φτάσετε στα υψηλά στρώματα του όρους με την απόλυτη επικράτηση τω ν ελάτων, θα μείνετε στην πράσινη πολιτεία που επέτυχε ότι δεν κατόρθωσαν να επιτύχουν οι ανθρώπινες κοινωνίες: τη συνύπαρξη. Όχι απλώς ανοχή, αλλά και περίπτυξη. Η ζούγκλα όπου τα κλαδιά των δένδρων αγκαλιάζουν το ένα το άλλο και όλα μαζί αποτελούν το σκιερό και αδιαπέραστο σύνολο.
Δεν υπάρχει δέντρο που ν΄απουσιάζει από τη διαρκή έκθεση. Ευωδιάζουν οι αρωματικοί θάμνοι. Πλήθος τα οπωροφόρα. Απλώνετε το χέρι και κόβετε βύσσινα, χτυπάτε με το ραβδί σας και λούζεσθε με μούρα, κορόμηλα, βερίκοκα, κεράσια. Δάση από καστανιές, καρυδιές, μηλιές. Κυρίαρχος όμως ο πλάτανος. Πηγή δροσιάς και τόσο δεμένος με τη σύγχρονη ιστορία. Γύρω σε πλατάνους τα πανηγύρια. Στα κλωνάρια των πλατάνων οι απαγχονισμοί των αγωνιστών του έθνους. Στον πλάτανο του χωριού οι τοιχοκολλήσεις. Ο αγαπημένος του χωριού. Αφού του στέλνουν χαιρετισμούς οι ξενιτεμένοι: «Χαιρέτα μου τον πλάτανο».
Πλάτανοι που κρύβουν τον ουρανό στη Στενή.
Το νερό που κυλά στο ρέμα το μάννα τους. Ένα ρέμα που δεν ξέρει περιόδους ξηρασίας. Δεν ξέρει τι θα πει «ενός λεπτού σιγή». Μερόνυχτα, χειμώνα καλοκαίρι, η υγρή του κιθάρα με τις υδάτινες χορδές αποτελεί την υπόκρουση του ύπνου και του ξύπνου των Στενιωτών.
Βιάζεστε να φύγετε; Που θα βρείτε καλύτερα; Μείνετε καμιά μέρα ακόμα, να χορτάσετε αυτά που δεν χορταίνονται: Πράσινο, δροσιά, άρωμα και γαλήνη.
Π. ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
ΤΟ ΒΗΜΑ
ΤΡΙΤΗ 27 ΙΟΥΝΙΟΥ 1967