steni.gr
Αν κάποιος επισκεφθεί για πρώτη φορά τους Βούνους, το πρώτο πράγμα που θα του κάνει εντύπωση είναι ο μεγάλος αριθμός «άσπρων» μουριών. Πριν από 20 χρόνια και πριν το τεχνικό μετάξι επικρατήσει πλήρως του φυσικού, υπήρχε ακόμα η καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα. Πράγμα πολύ περίεργο, αν αναλογιστούμε πως ήταν το μόνο χωριό σε μια μεγάλη ακτίνα που ασχολιόταν με την παραγωγή του μεταξιού.
Μία παράδοση ίσως και αιώνων, άγνωστο πότε ξεκίνησε, με κάποιους τολμηρούς να μιλούν για τα βυζαντινά χρόνια, ίσως από την εποχή που οι πονηροί καλόγεροι απεσταλμένοι του Ιουστινιανού έφεραν το σπόρο από την Κίνα μέσα στα καλαμένια μπαστούνια τους. Το σημαντικότερο επιχείρημα για αυτή την άποψη είναι ότι το χωριό ήταν μεγάλο βυζαντινό κέντρο. Δεν μπορούμε να πάρουμε θέση για αυτό το θέμα, όσο κι αν επιμένει η παράδοση. Το σίγουρο είναι ότι οι Βούνοι, απ’ όσο μπορούν να θυμηθούν οι μεγαλύτεροι και από όσα είχαν ακούσει όταν ήταν μικροί από τους παλιότερους, ήταν μεταξοχώρι. Οι τελευταίοι παραγωγοί των Βούνων αγόραζαν το σπόρο έτοιμο από τον έμπορο, ο οποίος αναλάμβανε να τους πάρει και το μετάξι. Το κάθε κουτί με σπόρο που αγόραζαν περιείχε γύρω στις 33.000 αυγά. Με τις πρώτες ζέστες της άνοιξης σκορπίζανε το σπόρο σε καλαμένια τελάρα. Μετά από λίγες ημέρες έβγαιναν από τα αυγά οι κάμπιες που είχαν μέγεθος περίπου 3 χιλιοστά. Ακολουθεί η πρώτη ηλικία, και οι κάμπιες φθάνουν τα 8 χιλιοστά. Ταΐζονται 10 φορές το 24ωρο με 2,5 κιλά τρυφερά φύλλα μουριάς ή φύλλα βάτων τα οποία είναι επίσης τρυφερά. Ο καθένας είχε τις δικές του μουριές, αλλά υπήρχαν και οι μουριές της εκκλησίας για τις οποίες γινόταν δημοπρασία.
Περισσότερα: Οι Σηροτρόφοι των ΒούνωνΑπό την δεκαετία του 1960 και μετά γίνεται μια συστηματική προσπάθεια διάλυσης του κοινωνικού και οικονομικού ιστού της υπαίθρου. Από την μια πλευρά η πολιτεία και από την άλλη η «πολιτιστική» επίθεση και ο νέος «λάιφ-στάιλ» τρόπος ζωής που προβάλλεται με μανία από όλα τα ΜΜΕ. Η επίθεση είναι πολύπλευρη, συνεχής και ύπουλη. Τα αποτελέσματα αυτά είναι ορατά πλέον και πιο καταστροφικά μετά την αποβιομηχάνιση και την συνεχώς διογκούμενη ανεργία. Κατ’ αρχάς η πολιτεία. Υποκριτική η πολιτική της μιας κι άλλα δηλώνονται κάθε φορά προεκλογικά για ψηφοθηρικούς λόγους και άλλα γίνονται στην πράξη. Πολιτικά φωτογραφίζονται επάνω σε τρακτέρ, κάνουν δηλώσεις για τα δίκαια αιτήματα των αγροτών, αλλά μετά τις εκλογές όλα αυτά ξεχνιούνται. Παιδεία, υγεία, απομόνωση, κόστος ζωής, όσο και στις μεγαλουπόλεις είναι οι ανασταλτικότεροι παράγοντες για τους ανθρώπους της υπαίθρου, που τους κάνουν το βίο αβίωτο. Οικονομικά η δανειοληπτική πολιτική για τους αγρότες πάντα ήταν άδικη και ληστρική. Ο παλιός εκμεταλλευτής τοκογλύφος - τσιφλικάς αντικαταστάθηκε «επάξια» από τα πανωτόκια κι από το 41% από τους τόκους και τους τόκους υπερημερίας που αναγκάζονταν να καταβάλλουν στις τράπεζες πριν κάποια χρόνια.
Μια καταστροφή από καιρικές συνθήκες ή μια χαμηλή τιμή προϊόντος ήταν ικανή να σπρώξει τους αγρότες στην οριστική καθυστέρηση από την τράπεζα, στην απόγνωση και στους πλειστηριασμούς και τις κατασχέσεις. Οι άνθρωποι της υπαίθρου κουρασμένοι και απηυδισμένοι από τον σκληρό τρόπο ζωής, την παντελή έλλειψη στοιχειωδών υποδομών που θα έκαναν τη ζωή τους πιο ανθρώπινη, παράταγαν το χωριό τους, κατέβαιναν στις πόλεις και αναζητούσαν την «σιγουριά» του ανειδίκευτου εργάτη. Ποιος δεν θυμάται το γνωστό απόφθεγμα «βρέξει, χιονίσει η καραβάνα γεμίζει»;
Η άλλη πλευρά τώρα. Η «υποτιθέμενη πολιτιστική» επίθεση. Από τη δεκαετία του 1960 ο κατά τα άλλα συμπαθής Χατζηχρήστος στον ρόλο του βλάχου ήταν αντικείμενο σάτιρας και υποτίμησης. Ο τρόπος ζωής της υπαίθρου, των κτηνοτρόφων, των γεωργών, ο τρόπος ομιλίας, ο τρόπος διασκέδασης έγιναν νούμερα επιθεώρησης. Και να φανταστεί κάποιος ότι και μερικοί αφελείς παράταγαν τα χωριά τους για να κάνουν τη «μεγάλη ζωή» που τους παρουσίαζε η εικονική πραγματικότητα η οποία τους κατέκλυζε και τους παραπλανούσε.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες έπαιξαν τον ρόλο τους ώστε να ερημώσει η ύπαιθρος και να φθάσουμε στο τραγικό σημερινό επίπεδο να έχουμε μεγάλα αστικά κέντρα γεμάτα ανέργους. Όταν χαλάει η ισορροπία της ισομερούς ανάπτυξης και η συγκέντρωση όλων των πόρων γίνεται μονόπλευρα, νομοτελειακά ζημιώνονται οι πάντες. Χωρίς δυνατή ύπαιθρο δεν μπορούν να ζήσουν τα μεγάλα αστικά κέντρα. Η ανισότητα φέρνει στρεβλώσεις και οι ζημιές από ένα σημείο και μετά είναι μη αναστρέψιμες. Πώς φθάσαμε ως εδώ; Σκοπιμότητα ή βλακεία;
Σκοπιμότητα για ποιο λόγο; Ο μόνος λόγος που φαίνεται λογικός είναι τα φθηνά εργατικά χέρια. Βέβαια κι εδώ άλλαξαν τα δεδομένα, μιας και τώρα το αιμοβόρο και αδηφάγο κεφάλαιο ζητάει φτηνό εργατικό δυναμικό από τους οικονομικούς μετανάστες.
Βλακεία; Ναι μαζί με κομπλεξισμό. Την σκοπιμότητα κάποιες φορές μπορείς να την νικήσεις. Την βλακεία ποτέ. Δυστυχώς είναι ο μόνος αήττητος εχθρός.
Γιάννης Μητάκης
Από «ψιλό κόσκινο» έχουν περάσει κατά καιρούς την Εύβοια οι «κυνηγοί θησαυρών». Φήμες και ιστορίες για άτομα που έχουν βρει κρυμμένους θησαυρούς και όχι μόνο, υπάρχουν πολλές. Αρχαία, ρωμαϊκά, βυζαντινά, κατοχικά, είναι το όνειρο πολλών. Ακόμα και οι πρόσφατες ιστορίες έχουν γίνει θρύλος και φυσικά, από στόμα σε στόμα γίνονται ακόμα πιο τραβηγμένες.
Μέσα από όλες αυτές τις ιστορίες όμως, κάπου υπάρχει και αλήθεια. Η ζημιά που έχει γίνει για την ιστορία και την κληρονομιά της περιοχής είναι τεράστια. Πολλές φορές όμως, για τη ζημιά δε φταίνε μόνο οι αρχαιοκάπηλοι. Και θα αναφέρουμε ένα παράδειγμα: Όταν φτιαχνόταν ο κεντρικός οδικός άξονας, σε πολλές περιπτώσεις (π.χ. Κρασάς) τα μηχανήματα έπεσαν επάνω σε νεολιθικούς οικισμούς. Προχώρησαν
κανονικά σαν να μην έγινε τίποτα και εάν δεν υπήρχε η έρευνα του καθηγητή Αδαμάντιου Σάμψων, δεν θα γνωρίζαμε τίποτε. Σε μια άλλη περίπτωση που η ιστορία της περιοχής «στάθηκε» τυχερή, ήταν η περίπτωση των δύο χρυσών πρωτοελλαδικών αγγείων, τα οποία φυλάσσονται στο μουσείο Μπενάκη. Κάποτε, άνθρωποι του «Μπενάκη» γύριζαν την Ελλάδα για να διασώσουν ότι μπορούσαν και να κοσμήσουν το μουσείο. Στον Πάλιουρα στάθηκαν τυχεροί. Βρήκαν τα δύο αγγεία, τα οποία χρησιμοποιούσαν για να ποτίζουν τις κότες. Έμαθαν ότι τα αγγεία είχαν βρεθεί στην περιοχή Χάρμπιζα ή Χαλκούσα του Αγίου Αθανασίου. Από τα συγκεκριμένα ευρήματα έβγαλαν πολύτιμα συμπεράσματα για την ιστορία της περιοχής και το ρόλο που έπαιξε η «Πόλη» στην Γλυφάδα για τη σύνδεση της Μ. Ασίας με την κυρίως Ελλάδα. Είναι τεράστια η σημασία έστω και ενός ευρήματος. Αυτό που δεν γνωρίζουμε είναι το μέγεθος της ζημιάς που έχει γίνει. Πόσες περιπτώσεις έχουν ξεφύγει από την Αστυνομία και τα ευρήματα έχουν πουληθεί στο εξωτερικό;
Όλα αυτά τα γράφουμε σε απάντηση κάποιου που αναρωτιέται για ποιο λόγο δεν υπάρχουν πολλά εκθέματα από την περιοχή της Δίρφης σε μουσεία.
Γ.ΜΥΤΑΚΗΣ
Μυθολογικός Δίρφυος ήρωας, γιος του Υριέα και της νύμφης Κλονίης, εγγονός της Πληάδας Αλκυώνης και του Ποσειδώνα, αδελφός του Νυκτιέα. Δεν αναφέρεται πουθενά ποιο ακριβώς μέρος της Δίρφυς ήταν πατρίδα του Λύκου.
Από την ονομασία της τοποθεσίας Υέρια ή Έρια από τον πατέρα του Υριέα είναι ο πιθανότερος τόπος καταγωγής του. Μαζί με τον αδερφό του σκότωσαν τον Φλεγύα, γιο του Άρη. Μετά τον φόνο οι δύο φυγάδες βρήκαν καταφύγιο στην Θήβα, όπου πολιτογραφήθηκαν από τον Πενθία ο οποίος ονόμασε τον Λύκο «πολέμαρχο», αρχηγό του στρατού. Μετά τον θάνατο του Πενθία βασίλεψε για είκοσι χρόνια. Στα χρόνια της βασιλείας του, η κόρη του αδελφού του απέκτησε γιο από τον Δία. Φοβούμενη όμως την οργή του θείου της και του πατέρα της, κατέφυγε στη Σιφώνα και παντρεύτηκε τον Επωπέα. Ο Λύκος βρήκε εντολή από τον αδελφό του Ναυκτιέα που είχε αυτοκτονήσει να τιμωρήσει τον Επωπέα. Εκστράτευσε εναντίον της Σικυώνας σκότωσε τον Επωπέα και πήρε αιχμάλωτη την ανηψιά του Αντιόπη. Όταν επέστρεψε στην Θήβα φονεύθηκε με την γυναίκα του Δίρκη από τον Αμφίωνα και τον Ζήθο. Ο Ευριπίδης στην τραγωδία του «Ηρακλής Μαινόμενος» παρουσιάζει διαφορετικά τον μύθο. Ο λύκος της Δίρφυς κατέλαβε τον θρόνο των Θηβών όταν ο Ηρακλής βρισκόταν στον Άδη για να φέρει τον Κέρβερο. Σκοτώθηκε όμως όταν ο Ηρακλής επέστρεψε από τον Άδη.
Σημ:Επίσης Ευριπίδης, τραγωδία Ηρακλής ("Δίρφυν τ' ἐρωτῶν ἥ σ' ἔθρεψ' Ἀβαντίδα" στ. 185).
ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΟΣ
G.M
Το τραγούδι του Μπατσακούτσα λεγόταν σε πολλά χωριά της περιοχής μας. Το όνομα Μπατσακούτσας απαντάται και σήμερα στο Πήλι και σύμφωνα με την παράδοση της οικογένειας, κατάγονται από Βερβερίνους πειρατές.
Σύμφωνα με την Στενιώτικη εκδοχή της ιστορίας, η Βασιλική ήταν μια πολύ όμορφη Στενιώτισσα που ερωτεύτηκε ο λήσταρχος Αντώνης Μπατσακούτσας. Τον αγάπησε κι αυτή όμως, μιας και ήταν όμορφος και λεβέντης. Ένας νέος από τις πιο ισχυρές και πλούσιες οικογένειες της Στενής, ο Παπής ζήτησε από τους δικούς της την Βασιλική σε γάμο. Αυτοί χωρίς να γνωρίζουν τον έρωτα της Βασιλικής έδωσαν τον λόγο τους. Ο Μπατσακούτσας και τα δυο αδέρφια του έκλεψαν τη Βασιλική. Τους καταδίωξε ο προσβεβλημένος γαμπρός με το σόι του και με την βοήθεια της χωροφυλακής σκότωσαν τον Μπατσακούτσα. Ο Παπής σκότωσε και την Βασιλική όταν του είπε ότι αγαπάει τον Μπατσακούτσα.
Η πραγματική ιστορία βέβαια πρέπει να είναι αρκετά διαφορετική. Οι αφηγητές όμως της εποχής, έκαναν την ιστορία όπως ήθελαν για να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των ακροατών. Ο Μπατσακούτσας δεν ήταν λήσταρχος απλώς ένας ερωτοχτυπημένος νεαρός που έκλεψε την κοπέλα που αγαπούσε. Και ο Παπής είναι ένα όνομα ή παρατσούκλι που δεν συναντάται στη Στενή. Οι Παπήδες είναι το παρατσούκλι που είχαν οι Κορδώνηδες από την Αγιά Σοφιά. Επίσης το τραγούδι που διασώθηκε αναφέρει φυλάκιση του Αντώνη Μπατσακούτσα και όχι θάνατο.
Οι Μπατσακτσαίοι βαλαν βουλή,
να πάρουν τη Βασιλική.
Περπατά, Κούλα µ’, γλήγουρα
για θα µας πιάσουν σήµερα.
Δε µπουρ’ Αντώνη µ’ να περπατήσου,
λιώσανι τα παπούτσια
µου έλιωσι κι η πατούσα µου.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΑΚΗΣ