steni.gr
Ήρωες δεν είναι μόνο αυτοί που γράφονται στα βιβλία και τους καταθέτουν στεφάνια.
Ο ηρωισμός, δεν αποτελεί μόνιμο χαρακτήρα ενός ανθρώπου. Είναι δυνατόν οι κρίσιμες περιστάσεις να δημιουργήσουν ήρωες.
Στις κρίσιμες στιγμές του έθνους μας, άνθρωποι απλοί έδωσαν και τη ζωή τους για την πατρίδα. μας. κι όσοι δεν σκοτώθηκαν, γύρισαν πίσω στο σπιτάκι τους, στη φτώχεια τους, στην καθημερινή τους μιζέρια.
Γύρισαν στα χωράφια τους, στα πρόβατά τους, στην εργασία ή στην ανεργία τους, στα ξυπόλητα παιδιά τους και στις γυναίκες τους.
Και δε ζήτησαν τίποτα, γιατί γι αυτούς, αυτό που έκαναν ήταν το αυτονόητο, το καθήκον.
Βέβαια αυτή η αντιμετώπιση ήταν αποτέλεσμα παιδείας. Μιας παιδείας διαμορφωμένης μέσα από την ιστορία και την παράδοση, ρουφηγμένη σταλιά-σταλιά, σαν τη δρόσο των φύλλων, σαν τις σταλαματιές των κεραμιδιών μετά το τέλος της βροχής, μέσα από την κοινωνική ατμόσφαιρα της εποχής, τις λειτουργίες και τις διδασκαλίες, τα σχολεία και τις εκκλησίες και τους απαράβατους άγραφους θεσμούς.
-Τρεις Στενιώτες έλαβαν μέρος στη μάχη στις» Καρούτες», κοντά στην Άμφισσα το 1944 στις 5 Ιουλίου.
Κατά τη μάχη αυτή σκοτώθηκαν 300 Γερμανοί στρατιώτες.
Οι Στενιώτες που πολέμησαν ήταν:
Ο Γιώργος Τζίνης του Σταύρου (Ερμής)
Ο Δημήτρης Σουλτάνης του Αναστασίου (Κριεζώτης)
Ο Σπύρος Ντούρμας του Χαραλάμπου (Ατρόμητος), ό οποίος έπεσε ηρωικά κατά τη διάρκεια της μάχης.
Ένα ανέκδοτο κείμενο της δασκάλας Ανθής Κανάρη, που μας εστάλη από τον Καθ. Παν. Πειραιώς κύριο Χρήστο Δουληγέρη, τον οποίο και ευχαριστούμε πολύ.
----------
Ὅλες οἱ μητέρες τοῦ χωριοῦ πού εἶχαν παιδιά στό σχολεῖο μέ ἀγάπησαν. Αὐτό τό ἀντιλαμβανόμουν ἀπό τόν τρόπο πού μέ χαιρετοῦσαν, ἀπό τόν τρόπο πού λέγαμε τήν καλημέρα καί τίς εὐχές μας στό σχόλασμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τόν τρόπο πού μέ προσκαλοῦσαν στά σπίτια τους. Μέ συγκίνηση θά θυμᾶμαι τήν Μορφούλα Κατσανοῦ, τή Ζωή Ἠλία Ρωμάντζα, τή Γιούλα Καρατζᾶ-Πιτσούνη, τήν Τασούλα Λιάρου-Ρέπα. Μαζί τους στή ὕπαιθρο, στήν ἐθνική μας ὕπαιθρο μαζί μέ τ’ ἀγριο-λούλουδα καί τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ. Μαζί μέ τήν κυρα Κωνσταντίνα Περδίκη, τήν κυρά Βασίλω
Μαστραγγελῆ, τήν Χρόνη Σωτηρία (Κουτσογιώργαινα) τήν κουμπά-ρα μου Κων/να Γιαλοῦ, πού βάφτισα τό Βασιλάκη, τήν πρεσβυτέρα τοῦ παπα-Χαράλαμπου Μπασούκου, τήν Ταβαγγέλαινα, τήν Τσουνή (Μπελέκη), τήν Τσιριμώκου Κατερίνα, τήν κυρά Σταυρούλα Ἰ. Ἠλία, τήν Μαρία Μιχελή-Σούτσου, τήν Κατερίνα Κ. Μιχελή (Χαρτζέλαινα), τήν Ἑλένη Μιχελή, μητέρα τῆς Γιαννούλας παπαπέτρου Ἀντωνίου, τίς Κατερίνα καί Τασία Καρατζᾶ, τήν Στρωπωνιάτισσα τήν Πανώργια καί τήν Καραντάκη, τήν Βοργιά Σούτου τήν Ἑλένη Γαρεφάλλου καί τήν ἀγαπημένη κυρά Παγώνα Ν. Βοργιά.
Περισσότερο ἀπό ὅλες μέ ἀγάπησε ἡ κυρά Παγώνα. Μέ φιλοξένησε πολλά χρόνια στό σπίτι της καί μέ φρόντιζε πάντα μέ ἀληθινή ἀγάπη καί στοργή - ὅταν μοῦ πρόσ-φερε τήν ἀχνιστή φασολάδα, τή μυρωδάτη χορτόπιτα καί τά χορταστικά τηγανόψω-μα. Ἀπό μένα δέν περίμενε τίποτα, ὅμως ἦταν εὐτυχισμένη, γιατί εἶχα στό θρανίο τόν Κωστάκη της πού μάθαινε γράμματα ἀπό μένα καί πανέξυπνη ὅπως ἦταν ἔλεγε πάντα ὅτι κάνω καλό σχολεῖο καί αὐτό τό ἐκτιμοῦσε ἡ χριστιανική της καρδιά. Τό μεγάλο της παιδί ὁ Ἀντώνης μέ περνοῦσε ἀπό τό πλημμυρισμένο ποτάμι μέ τό γαϊδουράκι, γιά νά πάρω ἀπό τό διπλανό χωριό τό λεωφορεῖο τῆς συγκοινωνίας, γιά νά κατέβω στή Χαλκίδα γιά τίς διάφορες ὑποχρεώσεις μου.
Δέν θά ξεχάσω τίς μητέρες πού, ὅταν περνούσαμε ὅλα τά παιδιά τοῦ σχολείου γιά κάποιο διδακτικό περίπατο, σταματοῦσαν τό ὄργωμα, σταματοῦσαν τό θέρο καί τό ξεφύλλισμα στ’ ἀμπέλια, γιά νά μᾶς δοῦν, νά μᾶς χαροῦν καί νά μᾶς καμαρώσουν φωνάζοντας περνάει τό σχολεῖο, κάπου τά πάει ἡ δασκάλα τά παιδιά σήμερα. Ναί κάπου τά πήγαινα τά παιδιά, σ’ ἕνα ἄλλο σχολεῖο μέ διαφορετική στέγη, τό γαλάζιο θόλο τ’ οὐρανοῦ, νά νοιώσουν μέσα στή φύση τή θεϊκή δύναμη, νά δοῦν πῶς τά γερά-κια κυνηγοῦν τά μικρά πουλιά καί πῶς οἱ ἐργατικές μέλισσες μᾶς προσφέρουν τό-νους μέλι. Τά ὑπαίθρια μαθήματα τά κάναμε τακτικά, γιατί ὅλα τά παδιά μάθαιναν καλύτερα.
Ἀλήθεια πόσο θά ἤθελα νά βρισκόμουν ξανά σ’ αὐτό τό χωριό καί νά ζήσω ἀνά-μεσα σέ ἁπλούς ἀνθρώπους, σέ σεβαστούς καί σοφούς γέροντες καί σέ τίμιους καί ἀκούραστους ἀγρότες. Ἤθελα ξανά ν’ ἀκούσω τή φωνή τῆς κουκουβάγιας, τό κλά-μα τοῦ γκιώνη, ἀλλά καί τή συναυλία τοῦ γρύλλου μέ τά βατράχια στό ρέμα τοῦ Τσατσέλη.
Τώρα πληροφοροῦμαι ἀπό Ἀμφιθεάτες (Γιδιῶτες) ὅτι στό χωριό μας ἔγινε ὡραῖο πολιτιστικό κέντρο μέ πρωτοβουλία καί δωρεά ἀπό τόν κ. Ἀντώνιο Εὐαγγέλου Ἀντωνίου-Ἀρβανίτη καί περιλαμβάνει αἴθουσα διαλέξεων, αἴθουσα δεξιώσεων, Λαο-γραφικό Μουσεῖο, αἴθουσες χειροτεχνίας καί ἄλλα. Ἐπίσης ἀνακατασκευάσθηκε ὁ ἱερός ναός τῆς Ἁγίας Τριάδος συνδρομή Ἀμφιθεατῶν καί ἄλλων εὐσεβῶν χριστια-νῶν.
Ὅμως τό σχολεῖο, πού ἄλλοτε ἦταν γεμάτο παιδιά, γεμάτο τραγούδια, βιβλία καί τετράδια, ἔκλεισε καί ἔγινε γιά ὅλους μας μιά μελαγχολική ἀνάμνηση. Πολλές φορές μέ κυκλώνει ὁ φόβος τοῦ θανάτου. Τότε θέλω νά βρίσκομαι σέ ἕνα μέρος πού νά μοιάζει μέ τό χωριό μας. Νά ἔχει πολλές ἐλιές, πολλές ἀμυγδαλιές ἀνθισμένες, πλαγιά μέ πολλές ἀνεμῶνες καί νά μοῦ φέρνουν τά παιδιά μυρωδᾶτες ἀγραμπελιές, μυρωδᾶτες ροδοδάφνες καί καταπληκτικά μανιτάρια ὅπως τότε στίς ἐκδρομές καί, ἀφοῦ προσκυνήσουμε τούς ἁγίους στά ξωκκλήσια, νά ἐπιστρέψωμε εὐτυχισμένοι στό σπίτι μας.
ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΑΜΦΙΘΕΑ
Η οικονομική κατάσταση σε όλο το Χωριό ήταν σχεδόν η ίδια, αν και υπήρχαν εξαιρέσεις. Τα μετρητά ήταν σχεδόν ανύπαρκτα. Ορισμένες όμως εποχές ήταν περισσότερο παραγωγικές και αποδοτικές. Μερικές οικογένειες είχαν πλεόνασμα σιταριού, κριθαριού, ρεβιθιών και άλλων καρπών και με την πώλησή του πλεονάσματος εισέπρατταν χρήματα. Τα κύρια έσοδα προέρχονταν από την πώληση σταφυλιών, κρασιού, σιταριού, λαδιού, αχλαδιών και άλλων. Η γη της Αμφιθέας ήταν πολύ εύφορη, σε τέτοιο βαθμό που ενέπνευσε το ρητό: “Εδώ και Πεθαμένο να χώσεις θα φυτρώσει”.
ΤΑ ΑΧΛΑΔΙΑ
Το Χωριό κατά τη δεκαετία εκείνη είχε υπερπαραγωγή αχλαδιού εύγεστου και ευώδους της ποικιλίας «κοντούλα» ή «μοσχάτο» όπως το έλεγαν, επειδή μοσχοβολούσε. Τον Ιούλιο και για έναν περίπου μήνα οι αχλαδιές ήταν κατάφορτες. Την ημέρα είχαν την συγκομιδή – το μάζεμα. Το βράδυ γινόταν η διαλογή, η τακτοποίηση προσεκτικά στα ‘Ταρπιά’ (μεγάλα καλαμένια καλάθια) χωρητικότητας 30 οκάδων περίπου έκαστο. Όταν ήταν να κατέβουν στην Χαλκίδα για να πουλήσουν, συνεννοούνταν αποβραδίς ποιοι θα συνταξιδέψουν. Το ταξίδι γινόταν με τα πόδια. Έτσι πριν φορτώσουν τα ζώα τους αλληλοειδοποιούνταν. Τα μεσάνυχτα φόρτωναν στα ζώα τους – γύρω στις 60 οκάδες στο καθένα – και ξεκινούσαν για την πρωτεύουσα. Έσμιγαν έξω από το Χωριό, έδεναν χαλαρά το καπίστρι (σχοινί – χαλινάρι) του ζώου στο μπροστινό δεξιό κολιτσάκι του σαμαριού του, το έβαζαν μπροστά και ακολουθούσαν το ένα κατόπιν του άλλου, κατά τον ίδιο τρόπο, σαν είδος καραβανιού. Πίσω από κάθε δύο ή τρία ζώα περπατούσε το αφεντικό τους. Τα πιο δύσκολα-ατίθασα ζώα, άλογα ή φοράδες, τα κρατούσαν σφιχτά από το καπίστρι τους, συνεχώς προπορευόμενοι του ζώου τους. Είχαν μαζί τους και σιδερένιο γυάλινο κλειστό φαναράκι που μέσα είχε το ποτήρι με το λάδι και το φελλό με το φιτίλι. Όταν ήταν ‘χασοφεγγιά’ (ασέληνη νύκτα), άναβαν το φαναράκι με τα σπίρτα, που είχαν πάντοτε στην τσέπη τους, για να ελέγξουν αν τα σαμάρια των ζώων βρίσκονταν στη σωστή θέση ή μήπως κυλούσαν δεξιά ή αριστερά, οπότε θα είχαν σοβαρά προβλήματα με τυχόν ανατροπή του σαμαριού. Αν γινόταν αυτό, θα έπεφταν στο δρόμο και θα κτυπιόνταν τα αχλάδια τους. Η ζημιά θα ήταν μεγάλη κι επομένως ο έλεγχος ήταν συχνός και προσεκτικός. Στην πεντάωρη οδοιπορία που γινόταν μέσα στο σκοτάδι σχεδόν και όλο το ταξίδι τελούταν σιωπηλά, αφού ο καθένας πρόσεχε τα φορτωμένα ζώα του. Εντούτοις, συχνές ήταν οι αναφωνήσεις όπως «άιντε-ντέε σίιιι» και απαραίτητο το υπόκωφο κροτάλισμα των ποδιών των ζώων. Όπου ο δρόμος είχε παχύ χώμα έμοιαζε σαν αλεύρι από τα ασταμάτητα μερόνυχτα περάσματα. Αυτό καθιστούσαν δύσκολο το βάδισμα, εφ’ όσον τα πόδια των ταξιδιωτών μισοχώνονταν στη βαθιά σκόνη. Αντίθετα όπου ο τόπος ήταν σκληρός ή πετρώδης, το κροτάλισμα των πετάλων ηχούσε έντονα. Κάπου κάπου, οι ταξιδιώτες μαζεύονταν για να συμφωνήσουν και να επιβεβαιώσουν ότι πορεύονται καλά. Μετά από πεντάωρη νυχτερινή πεζοπορία και παρέες των 3 ή των 5, οι συγχωριανοί της Αμφιθέας – τότε Γίδες – έφθαναν στη Χαλκίδα και πωλούσαν τα προϊόντα τους στους μανάβηδες της πόλης, σε μεγαλέμπορους Αθηναίους που τους περίμεναν ή στις Λαϊκές Αγορές λιανικά. Ελάβαιναν το αντίτιμο σε χρήμα, αγόραζαν τα απαραίτητα για τις Οικογένειές τους και επέστρεφαν το βράδυ με τον οβολό τους. Αυτό γινότανε δύο και τρεις φορές την εβδομάδα. Η διαδρομή ήταν η εξής: Έξοδος από Αμφιθέα νοτιοδυτικά περνούσαν από Έρμα (Έρημα) Πολυτήρα, παράλληλα του ποταμιού Λήλα – Χάνια – Πέι – Ταψή Βρύση – Χαλκίδα. Την διαδρομή αυτή ακολουθούσαν και όλα τα βορείως της Αμφιθέας Χωριά, όπως η πολύκοσμη τότε Στενή, τα Καμπιά, οι Στρόπωνες, η Λάμαρη, ο Κούτουρλας και το Μετόχι. Εκείνοι όμως κατέβαιναν περισσότερο για την εξασφάλιση επικοινωνίας με όλα τα χωριά νότια της ‘Δίρφυς’ αλλά και με την Χαλκίδα, την Αρτάκη, τα Ψαχνά, τα Αμπέλια και το Βασιλικό.
ΑΜΠΕΛΙΑ – ΣΤΑΦΥΛΙΑ – ΜΟΥΣΤΟΣ – ΚΡΑΣΙΑ
Ανάλογη περίπου με τα αχλάδια εργασία γινόταν κατά το μήνα Σεπτέμβριο με την πώληση των σταφυλιών. Κυρίαρχη ποικιλία ήταν ο Ροδίτης, που έλαμπε σαν κεχριμπάρι. Πολλά και καλά ξερικά αμπέλια δουλεύονταν από δυνατά και εξασκημένα χέρια. Μερικές οικογένειες όπως οι Μπασουκαίοι (Παπαχαράλαμπος, Γρηγόρης, Θανάσης), ο Βαγγέλης Αρβανίτης, ο Τσίμπος, οι Μιχελίδες, οι Κανατσελαίοι, οι Καραντακαίοι, οι Πνευματικοί (Νίκος και Γιώργος) είχαν εξαιρετικά και πολλά αμπέλια. Οι ίδιοι πωλούσαν σταφύλια και μούστο. Ορισμένοι έφθαναν και τις δύο έως τρεις χιλιάδες μπότσες μούστο. Η μπότσα ισούται με 2 οκάδες. Η οκά περιείχε 1,5 λίτρο περίπου, 1.280 γραμμάρια. Επίσης, έβγαζαν και κρασί από Ροδίτες και Κοντούρες (Σαββατιάτικα) κρασοστάφυλα. Στις αποθήκες τους (Κατώγεια) είχαν 2 έως 5 βαρέλια από καστανιά, χωρητικότητας κυμαινόμενης από 300 έως και 1000 μπότσες.
ΤΡΥΓΟΣ – ΤΡΥΓΗΤΟΣ
Ο Τρύγος ήταν δύσκολη και κουραστική εργασία. Χρειάζονταν δέκα με είκοσι εργάτες για μια-δυο ημέρες για έναν μόνο νοικοκύρη. Γι’ αυτόν τον σκοπό σχηματίζονταν τα κολληγιά. Προ του τρύγου γινόταν η απαραίτητη προετοιμασία. Έβγαζαν έξω τα ξύλινα βαρέλια για δύο με δέκα ημέρες. Τα έπλεναν πολλές φορές μέσα-έξω, για να είναι τόσο καθαρά ώστε να μην έχουν καθόλου μυρωδιά. Την τελευταία ώρα πριν τα τοποθετήσουν πάλι στην Αποθήκη τα στειβάριζαν (τα απολύμαιναν – τα στέγνωναν με στείβη). Η στείβη ήταν αφέψημα από πολλά είδη φύλλων. Περιείχε φύλλα ή κορυφές-βλαστούς, καρυδιάς, σκίνου, μυρτιάς, δενδρολίβανα, βάγια και τα έβραζαν σε μεγάλο, μεταλλικό καζάνι εωσότου κοχλάσει καλά. Έπειτα στράγγιζαν το αφέψημα σε ένα άλλο δοχείο και αφού κρύωνε τόσο ώστε να είναι ελάχιστα χλιαρό το έριχναν στα βαρέλια και τα ανακάτευαν καλά, να περάσει από όλο το εσωτερικό. Ήταν αποτελεσματικότατος τρόπος απολύμανση και συγχρόνως άφηνε στο βαρέλι μια θαυμάσια ευωδία. Αμέσως μετά έβαζαν τα βαρέλια στην οριστική τους θέση μέσα στην αποθήκη τους, έτοιμα να υποδεχτούν το μούστο. Ο Τρύγος άρχιζε πρωί-πρωί. Δέκα-δέκα πέντε άνθρωποι – γυναίκες και άνδρες τρυγούσαν στο αμπέλι. Δύο τρεις μετέφεραν με ζώα τα σταφύλια από το αμπέλι στο πατητήρι. Το πατητήρι ήταν μια τσιμεντένια υδατοστεγανή δεξαμενή, συνήθως τετράγωνη, χωρητικότητας τριών έως δέκα τόνων. Στο κατώτερο μέρος του πυθμένα είχε κάνουλα με προεξοχή εξωτερική για να τραβούν εύκολα τον μούστο. Επάνω και κάτω από την επιφάνεια (20-40 εκ.) στηρίζονταν καθαρές, χοντρές και γερές σανίδες και απείχαν μεταξύ τους 2-3 εκατοστά για να πέφτει μέσα στη δεξαμενή ο μούστος – όχι όμως και ρώγες. Έριχναν επάνω στις σανίδες τα σταφύλια και εκεί οι ‘πατητές’ (3-5 γεροδεμένοι άνδρες) πατούσαν τα σταφύλια. Έμεναν τα τσαμπιά με τις άδειες ρώγες επάνω στις σανίδες και ο μούστος έπεφτε μέσα στο πατητήρι. Άλλοι τόσοι άνδρες ήταν από κάτω, δίπλα στο πατητήρι, οι οποίοι έπαιρναν τα πατημένα σταφύλια (στέμφυλα – στέφυλα) και τα έστυβαν χειρονακτικά με μανιβέλα, στον στίφτη. Από το πατητήρι μεταφερόταν ο μούστος στον προορισμό του, στα βαρέλια ή στον αγοραστή. Οι πατητές δεν έπρεπε να πίνουν νερό όταν ήταν επάνω στο πατητήρι “για να μη χαλάσει το νέο κρασί”, ενώ μπορούσαν να πιούνε κρασί πάνω στο πατητήρι. Σ’ αυτό το κοπιαστικό πανηγύρι γινόταν και μεγάλος σαματάς και γλέντι. Στα αμπέλια οι τρυγητές επιδίδονταν σε κουβέντα, κουτσομπολιά και αστεία. Στο πατητήρι, οι πατητές δεν μπορούσαν να κουβεντιάζουν πολύ, γιατί ήταν μονίμως λαχανιασμένοι από το συνεχές πάτημα, όμως δεν έλειπαν τα σχόλια – είτε άδολα είτε πειραχτικά – κι αστειεύονταν μεταξύ τους. Η ΠΩΛΗΣΗ ΤΟΥ ΜΟΥΣΤΟΥ Η πώληση του μούστου ήταν μπερδεμένη υπόθεση. Οι «μεγαλοπαραγωγοί» που έπρεπε να πωλήσουν το περίσσευμα του μούστου – μισό έως και πέντε τόνους. Κανόνιζαν με τον αγοραστή προ του τρύγου την τιμή και την ποσότητα. Το συνηθισμένο ήταν να παίρνουν πρώτα το μούστο και στο τέλος ‘ξεκόβεται’ η τιμή, μετά τον τρύγο. Πολλές φορές η τιμή καθοριζόταν από τον Οργανισμό Οινοποιίας Χαλκίδας. Άλλοτε οι τιμές ήταν εξευτελιστικές. Το έτος 1939, είχε έλθει στις Γίδες, ένας ταβερνιάρης από την Χαλκίδα για να κλείσει αγορά μούστου. Ο ταβερνιάρης ξεκίνησε παζάρι με το νοικοκύρη για την τιμή της μπότσας από τα 80 λεπτά. Ο νοικοκύρης ήταν αρκετά διαλλακτικός στις προσφορές του, όμως ο ταβερνιάρης έμενε στην αρχική, χαμηλή τιμή που είχε θέσει, στα 80 λεπτά. Στο τέλος ο νοικοκύρης του είπε: «Προτιμώ ν’ ανοίξω τις κάνουλες από τα βαρέλια και το πατητήρι, να χύνεται ο μούστος στο δρόμο και να κάνω γούστο, παρά να το πουλήσω 80 λεπτά την μπότσα.»
ΑΜΦΙΘΕΑ – ΜΑΘΗΤΕΣ – ΑΓΡΟΤΟΠΑΙΔΑ – ΒΟΣΚΟΙ
Γράφει ο Αντώνης Αντωνίου
Τους τρεις μήνες του καλοκαιριού που τα Σχολεία ήταν κλειστά, οι μαθητές καταπιάνονταν με δουλειές που τους ανέθετε η οικογένεια. Κύρια εργασία τους ήταν τα οικόσιτα ζώα, όπως γίδες, προβατίνες, γαϊδούρια, άλογα, φοράδες, βόδια και αγελάδες. Το καλοκαίρι, πήγαιναν τα γιδοπρόβατα και τα γελάδια για βοσκή στις καλαμιές που είχαν μείνει από το θερισμό. Τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, η βοσκή ήταν αρκετά πλούσια, όμως τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο ήταν λειψή στα εξωχώραφα. Τον χειμώνα τα έβοσκαν στα δικά τους κτήματα και τα τάιζαν με σανό, βίκο, κριθάρι, βρωμάρι, άχυρο και καρπούς, όπως κουκιά, ρεβίθια και καλαμπόκι. Καθημερινή τους ασχολία ήταν να λύσουν τα ζώα από το στάβλο και να τα ποτίσουν στη Βρύση, στο Πηγάδι ή στο ποτάμι. Η δουλειά αυτή δεν ήταν εύκολη και χρειαζόταν ικανότητα, δύναμη και προσοχή. Τα ζώα δεν χόρταιναν και τα παιδιά φρόντιζαν να βρουν τόπους κατάλληλους για να βοσκήσουν τα κοπάδια. Συνήθως τα παιδιά σχημάτιζαν παρέες – αγόρια και κορίτσια – όταν πήγαιναν για βοσκή κι έσμιγαν τα ζώα τους σε κοπαδάκια και Βουκολιό. Πολλές φορές, οι μαθητές του δημοτικού μελετούσαν κατά τη διάρκεια της βοσκής ή – αν ήταν κορίτσια – έφερναν τα κεντήματά τους ή τη ρόκα τους κι έτσι εκμεταλλεύονταν τον όποιο λίγο ελεύθερο χρόνο. Σκορπίζονταν σε διάφορα σημεία, ανά ένα παιδί, για να περιορίζουν τα ζώα από φυγή και ζημιές. Οι φωνές αντιλαλούσαν σε πλαγιές και ρεματιές, συχνά από τραγούδια ή τροπάρια των αγοριών. Ο τόπος ήταν καλλιεργήσιμος για σιτηρά και άλλα ψυχανθή, αν και υπήρχαν ελάχιστα δέντρα. Οι περιοχές, στις οποίες σήμερα επικρατούν τα ελαιόδεντρα, εκείνη την εποχή ήταν βοσκοτόπια, γιατί πλεόναζαν τα οικόσιτα ζώα. Στο χωριό επέστρεφαν το βράδυ. Με τη δύση του ηλίου έφερναν τα ζώα στα σπίτια τους. Άλλα έμπαιναν στο χωριό από το δρόμο του Ανεμόμυλου, άλλα από τον Κάμπο, άλλα από τη Βρύση Κανάλη, άλλα από το Σταυρό, άλλα από τη Βαθιά-λάκα, άλλα από τη Ψηλή Ελιά και Κόκκινα, άλλα από τη Φραγκαλίνα, άλλα από τη Μπλαμάτση κι άλλα από τον Κατακλιδάρη. Με επίκεντρο το χωριό, υπήρχαν ακτινοειδείς αγροτόδρομοι. Πολλές φορές τα σταματούσανε στις εισόδους του Χωριού για να μην συναντηθούν όλα μαζί και συνωστιστούν
ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
Εορτάζει στις 6 Δεκεμβρίου. Βρίσκεται σχεδόν ανατολικά του χωριού, απ’ όπου απέχει περίπου ένα χιλιόμετρο. Υπάρχει αγροτικός χωματόδρομος βατός και με αυτοκίνητο. Ακριβώς στην άκρη της Πλατείας του Χωριού στο Κάθετο σταυροδρόμι που διασχίζει τον Ασφαλτόδρομο Στενής – Αμφιθέας Πισώνα – Χαλκίδας. Ανατολικά μετά το Εκκλησάκι Αγίων Κων/νου και Ελένης και τα τρία σπίτια των Αντωνίου ή Αρβανίτη περνάει από τη Βρύση «Κουνέλι» και φθάνει στον Αη Νικόλα αριστερά του χωματόδρομου. Έχει κατεδαφισθεί το παλαιό και κτίσθηκε νέο με δαπάνες του τέως Προέδρου Εφέτου Διοικητικών Δικαστηρίων Νικολάου Χαραλ. Μπασούκου. Έχει επίσης γίνει προσθήκη εξώστου, για να προφυλάσσεται από τη βροχή, εφ’ όσον γιορτάζει τον χειμώνα. Το Εκκλησάκι σχεδόν σκεπάζεται από πανύψηλα Δέντρα – Πουρνάρια. Έχει φτιαχτεί και γεφυράκι καθώς και χώρος για στάθμευση αυτοκινήτων. Βρίσκεται στην Καναλιά του Κουνέλη και ο χωματόδρομος συνεχίζει προς Φραγκαλίνα, Δέντρα, Θυμάρια, Αναστάσα, Ζωοδόχο Πηγή, ανατολικά και προς Καμινάκια και Ηλιά τον Μύλο (Τσατσέλη) Ηλία, Ηλία νότια. Σημειώνεται ότι, από την περιοχή αυτή περνάει το ποτάμι Λήλας – που πηγάζει από τη Δίρφυ και διέρχεται από Άνω και Κάτω Στενή, αριστερά του χωριού Βούνοι, συνέχεια και αριστερά του χωριού Αμφιθέα, Πολυτήρα Πεισσώνα και εκβάλλει στην περιοχή ΦΥΛΛΑ στον Ευβοϊκό. Πρέπει να αναφερθεί ότι η περιοχή του Χωριού ΑΜΦΙΘΕΑ έχει ίσως την μεγαλύτερη έκταση καλλιεργησίμου Γης, από όλα τα γύρω Χωριά. Ήτοι Καθενοί, Πισώνα, Πούρνο, Βούνοι και Άνω και Κάτω Στενή. Στην περιοχή της υπάρχουν διάσπαρτα και μερικά κτήματα των γύρω αυτών χωριών.
Γράφει ο ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΝΤΩΝΗΣ
ΟΙ ΝΕΡΟΜΥΛΟΙ
Στην περιοχή ΑΜΦΙΘΕΑΣ και στην Κοινότητά της υπάγονται και οι τέσσερις (4), τότε Υδρόμυλοι, οι αναφερόμενοι εκ των άνω προς τα κάτω με τη σειρά: Α)Ντόλια ή Ντόλη Β)«Καλαμπάκα» - Τζιγιάννη, στη θέση «ΜΠΛΑΜΑΤΣΗ» που ανήκε στους Κων/νου Τζιγιάννη κατά 2/4, Ευάγγελο Αρβανίτη ή Αντωνίου και Χαράλαμπο Μπασούκο Ιερέα κατά ¼ έκαστος (προίκα των Συζύγων των) Βασιλικής και Αικατερίνης το γένος Νικολάου Κουτσούκου Ιερέως Α. Στενής. Γ)«Σταχτά» (Γριάς Σταχτούς) Αθ. Ηλία στη, θέση ‘ΦΡΑΓΚΑΛΙΝΑ’ κοντά στον Αη Νικόλα και Δ)«ΤΣΑΤΣΕΛΗ» Ηλία Ηλία κάτω από τη θέση ‘ΚΑΜΙΝΑΚΙΑ’. Οι 4 αυτοί Μύλοι (Υδρόμυλοι), υπάγονται στην Κοινότητα ΑΜΦΙΘΕΑΣ. Όλη η δεξιά κατά μήκος όχθη του Ποταμού ισώματα ή πλαγιές, ήσαν ποτιστικά περιβόλια από το ποτάμι Λήλας, που εποτίζονταν με το νερό του με «αμπολές» ‘καταπότες’, δύο φορές την εβδομάδα το καλοκαίρι Τετάρτη και Κυριακή. Όποτε αργούσαν σταματούσαν οι Μύλοι.
ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
Η απόσταση από το Μονοπάτι είναι 1,5 χιλιόμετρο περίπου, με τα πόδια ή με ζώο. Υπάρχουν πολλές ανηφόρες και κατηφόρες. Βρίσκεται πλησίον του ασφαλτοδρόμου Στενής, Βούνων κι Αμφιθέας κατεβαίνοντας αριστερά περνώντας τους Βούνους στη στροφή. Μέχρι το Εξωκκλήσι υπάρχει ομαλή άσφαλτος για περίπου 500 μέτρα και η θέα είναι πανοραμική. Βρίσκεται πιο κάτω από το χωριό Βούνοι, στην περιοχή της ΑΜΦΙΘΕΑΣ, στην τοποθεσία Πετριάδες. Υπάρχει ολόκληρη η λοφοσειρά από την Κάτω Στενή ως τους Βούνους. Από τον Άγιο Ιωάννη και μέχρι τα: Σταχτά, Φραγκαλίνα και Μύλο, έχει πολλές πέτρες, μέχρι και σε βάθος 50 εκατοστών έως 1 μέτρο. Προέρχονται από χαλάσματα – ερείπια Αρχαίων Οικισμών. Το Εξωκκλήσι ήταν παλαιότατο. Οι νεοέλληνες το κατεδάφισαν και το ανακαίνισαν. Ανατολικά του και 100 περίπου μέτρα κατήφορος, είναι τα ερείπια του νερόμυλου Καλαμπάκα (Μερίδια 2/4 Κ. Τζιγιάννη, ¼ Βασιλικής Ευαγγ. Αρβανίτη ή Αντωνίου και ¼ Αικατερίνης Χαρ. Μπασούκου (Πρεσβυτέρας) το γένος (θυγατέρες) αμφότερες Νικολάου Κουτσούκου Ιερέως, Α. Στενής). Βόρεια μισοϋψώνεται μισογκρεμισμένος ο Πύργος, σε απόσταση περίπου 30 μέτρων. Το παλαιό Εκκλησάκι ήταν αρχαιότερο του Πύργου, όπως έλεγαν οι γέροντες της εποχής του 1930-40. Στην αυλή του Αη Γιάννη είναι ένα ωραιότατο πουρνάρι ηλικίας πολλών εκατοντάδων ετών, στογγυλόσχημο που εξυπηρετούσε ως «σκίαστρο» για τους κουρασμένους διαβάτες ή τους παλιούς θεριστές του καλοκαιριού. Αν το παρατηρήσει κάποιος δίνει την εντύπωση ότι κλαδεύεται από έμπειρο χέρι Κλαδευτή. Το κλαδεύει ο Αη Γιάννης, λένε. Εφ’ όσον εκεί ψηλά, νερό δεν υπήρχε, ο Σύλλογος Αμφιθεατών Ευβοίας αγόρασε, το 1983, υδροσιδηροσωλήνες μήκους 1200 μέτρων, κι έφερε νερό από τη Στενή. ‘Εκτοτε, εκτός από τη σκιά του πουναριού, ο προσκυνητής απολαμβάνει και το τρεχούμενο νερό της Βρύσης του Αγίου.
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΑΗ ΓΙΑΝΝΗ
Η Εικόνα ήτο έργο του Μπαλάκα από Στρώπονες, γύρω στο 1890, καμωμένη με ξύλο πάχους 3 εκατοστών κατά προσέγγιση, ατόφιο και σκισμένο περίπου στη μέση από επάνω έως κάτω και μαυρισμένο από το χρόνο. Αυτό ήταν γνωστό σε όλους από πολλά χρόνια πριν και φαινόταν από μακριά και από την μπροστινή όψη της εικόνας. Όλοι γνώριζαν πώς είχε σκιστεί η Εικόνα. Κάποιος κυνηγούσε έναν να τον σκοτώσει. Ο κυνηγημένος εισήλθε στο Ναό, μπήκε στο Ιερό πίσω από την εικόνα του Τέμπλου του Αγίου Ιωάννου. Ο διώκτης του τον πυροβόλησε απ΄ έξω και η σφαίρα χτύπησε τον Άγιο Θεολόγο, άφησε σημάδι, έπεσε η Εικόνα στο δάπεδο και σκίστηκε σχεδόν στα δύο. Ο κυνηγημένος γλίτωσε κι ο άλλος συνελήφθη. Το γεγονός αυτό είχε συμβεί πολλά χρόνια προ του 1940, και ο κόσμος πίστευε ότι ο Άγιος έσωσε τον κυνηγημένο. Εκείνη την εποχή συνέβη κάτι άλλο. Το έτος 1940, ήμουν μαθητής του Γυμνασίου. Είχα πάει ν’ ανάψω τα καντήλια του Αη Γιάννη κι εκεί είδα τον Άγιο στην εικόνα να χύνει χονδρά δάκρυα από τα μάτια Του. Κάθε λίγο, ξεκινούσαν δύο χονδρά δάκρυα από τα μάτια και έφθαναν ως την άκρη του σαγονιού του Αγίου και εκεί σε λίγο στέγνωναν. Αμέσως άρχιζαν άλλα δύο κυλώντας αργά στο πρόσωπο και κατέληγαν στο ίδιο σημείο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Όταν το ανέφερα στον πατέρα μου, έβγαλε το πόρισμα ότι κάτι πολύ κακό θα συμβεί, γιατί ο Άγιος κλαίει. Τα δάκρυα συνέχισαν να κυλούν, μέχρι και αρχές Αυγούστου 1940. Έγιναν λιτανείες και παρακλήσεις απ΄ όλο το χωριό. Από της Παναγίας, 15 Αυγούστου και μετά, σταμάτησε. Κι έπειτα ακούσθηκε η βύθιση του επίλεκτου πλοίου του Ελληνικού Στόλου Καταδρομικού ΕΛΛΗ, στη Τήνο.
Η ΠΑΝΗΓΥΡΗ
Η γιορτή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στις 8 Μαΐου ήτο το μεγάλο πανηγύρι του χωριού. Συγκέντρωνε όλο το χωριό, αλλά και πολύ κόσμο από τα γύρω χωριά: Βούνους, Στενή, Καμπιά, Λούτσα, Καθενούς και Πούρνο. Επίσης, έρχονταν και από Χαλκίδα συγγενείς και φίλοι. Μετά τη Θεία Λειτουργία, άρχιζε στο Εξωκλήσι ο χορός με τα κλασσικά όργανα ως το μεσημέρι. Από το απόγευμα το γλέντι φούντωνε στην πλατεία του χωριού. Μερικές χρονιές δύο τρία μαγαζιά, καφενεία και παντοπωλεία όπως του Νικ. Πνευματικού, του Κωστή Μιχελή (Χαρτζέλη) του Ιωάννη Σαλή και του Κώστα Αντωνίου παραμπερίζονταν (συναγωνίζονταν) πιο θα είχε τα καλύτερα όργανα – κι όταν λέμε όργανα, εννοούμε και τους ανθρώπους που τα παίζουν. Μερικά απ΄ αυτά ήταν: Ο Αραπάκης κι ο Αθαν. Λάππας που έπαιζαν κλαρίνο, ο αδελφός του δεύτερου, Χρήστος (Χριστόδουλος) που έπαιζε λαούτο, ο Γιώργος Μιχελής κλαρίνο, ο αδελφός του Θανάσης λαούτο, ο Ηλίας Κατσαρής ο Γύφτος βιολί και διάφοροι άλλοι. Αυτό το πανηγύρι είχε τριήμερη διάρκεια μερικές χρονιές. Οι κοπέλες φορούσαν τα πιο καλά φουστάνια και τα φανταχτερά στολίδια τους, γιατί έρχονταν παλικάρια και από άλλα μέρη. Στις μέρες μας το 2006, εξακολουθεί το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο ΑΜΦΙΘΕΑΣ και ο Σύλλογος ΑΜΦΙΘΕΑΤΩΝ, να προσφέρουν φαγητό νοστιμότατο δωρεάν. Επίσης, κρασί παρατίθεται στην τράπεζα σε όλο γενικώς το Εκκλησίασμα.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
Η ΑΜΦΙΘΕΑ ΚΑΠΟΤΕ
Πρωτοδιορισμός στο Δημοτικό Σχολείο Αμφιθέας τότε Γίδες (1944 -1957)
της Δασκάλας ΄Ανθης Κανάρη του Σταματίου
Για το πέρασμά μου από το χωριό Γίδες.
Στη ζωή μας παρουσιάζεται μια φωτεινή και ζωντανή φυσιογνωμία: Η φυσιογνωμία της Ιστορίας. Η ιστορία του Πλανήτη Γη και η Ιστορία καθενός μας χωριστά. Έτσι και η δική μου ιστορία μου δίνει το δυνατό συναίσθημα ότι για μένα αρχίζει μια νέα εποχή, τότε που το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μου αναθέτει ν΄ ανοίξω το Δημοτικό Σχολείο Γιδών, για να μάθω τα Ελληνόπουλα του χωριού Γράμματα.
. Έτσι με συνοδοιπόρο τον πατέρα μου το Μάρτιο του 1949, ανηφορίζαμε το δρομάκι που βγαίνει στο χωριό. Κουραστική η ανηφόρα, μα κάπου κάπου ξεκουραζόμαστε παρατηρώντας την διαδρομή που αλλού είχε σχίνα, αλλού πουρνάρια και αλλού σπερδούκλια και ανεμώνες. Φτάσαμε στο χωριό. Απόμερο χωριό με λιγοστά σπιτάκια και πιο λιγοστή κίνηση. Εκεί μας περίμενε και μας υποδέχτηκε ο Ιερέας του χωριού Παπαχαράλαμπος Μπασούκος που μας φιλοξένησε στη φιλόξενη στέγη του. Αφού πληροφορήθηκα πως ούτε σχολικό κτίριο υπήρχε ούτε αρχείο του Σχολείου υπήρχε, ομολογώ ότι δείλιασα. Όμως δεν οπισθοχώρησα, Τώρα έπρεπε να ριχτώ σε μία μάχη όπως ακριβώς το επέβαλλε η αποστολή μου. Στην αποστολή μου αυτή με βοήθησαν ορισμένοι γονείς. Ο Αιδεσιμότατος Παπαχαράλαμπος, Χρήστος Πνευματικός (Θανασαρής), Κωνσταντίνος Μιχελής, ο Χαράλαμπος Ακριώτης (Μάγκας). Οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν και η ωραία λειτουργία του Σχολείο ξεκίνησε με κανονικό ωράριο, με εγκεκριμένο πρόγραμμα και με πρωινή και απογευματινή εργασία. Στην Εθνική εορτή του Ευαγγελισμού έγινε η πρώτη εμφάνιση του Σχολείου ύστερα από χρόνια. Πηγαίναμε όλοι μαζί στο ξωκλήσι της Ευαγγελιστρίας για τον εορτασμό της Μεγάλης Ημέρας. Μπροστά ο Σημαιοφόρος με την Γαλανόλευκη, ακολουθούσαν οι μαθηταί τραγουδώντας με ενθουσιασμό πατριωτικά τραγούδια και ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι σε αυτήν την φυσική Άνοιξη που μας έφερνε και την πνευματική Άνοιξη: με τον Ευαγγελισμό, τους χαιρετισμούς, την Μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση. Το απόγευμα γινόταν η Σχολική Εορτή στη Σημαιοστολισμένη αυλή της Εκκλησίας με ποιήματα τραγούδια και χορούς και τελείωνε με τον εθνικό Ύμνο. Συνέχιζαν τους χορούς οι μεγάλοι με τα όργανα και έτσι άρχιζε το μεγάλο Πανηγύρι που κράταγε τρεις μέρες. Πιστοί στις παραδόσεις οι κάτοικοι με τις εορτές, την ημέρα αυτή του Ευαγγελισμού οι εορτάζοντες έστρωναν τραπέζι στο σπίτι τους με καλεσμένους φίλους, συγγενείς και γείτονες για να συνεορτάσουν. Έτσι και ‘γω την ημέρα αυτή γνώρισα την αρχόντισσα Βασίλω Ευαγγέλου Αντωνίου Αρβανίτη που με είχε προσκαλέσει στην εορτή του συζύγου της. Στο επάνω πάτωμα του σπιτιού ήταν στρωμένο πλούσιο τραπέζι με τον παραδοσιακό μπακαλιάρο, το ζυμωτό φρέσκο ψωμί, το κρασί και άλλα νηστίσιμα φαγητά. Οι καλεσμένοι είχαν πάρει τη θέση τους και ο ιερέας έβαλε Ευλογητός. Η εορτή τελείωσε με τις ευχές όλων για χρόνια πολλά και για να είναι πάντα άξιος να προσφέρει στο Ναό γιατί ο εορτάζων ήταν και Επίτροπος της Εκκλησίας. Το αρχοντόσπιτο του Αρβανίτη ήταν γεμάτο από πολλά αγαθά και εύρισκαν βοήθεια όσοι είχαν ανάγκη τόσο σε αγαθά όσο και σε ζωοτροφές κυρίως στους κρύους μήνες του χειμώνα. Έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως, μεγάλου σεβασμού και αποδοχής. Η ζωή και η συμπεριφορά των κατοίκων της Αμφιθέας –Γίδες. Ήθη και έθιμα. Η ζωή του χωριού ξεκίναγε με τις αγροτικές εργασίες των κατοίκων και η δική μου ξεκίναγε με την μεγάλη ευθύνη που είχα για τόσα παιδιά, που έπρεπε να τα κρατάω, να τα μορφώνω και να τα κάνω κάθε μέρα και καλύτερα. Πολλές φορές τα απογεύματα περνούσε από το Σχολείο ο ιερέας και μου έλεγε: «΄Αντε Ανθίτσα μου πάμε στην εκκλησία να κάνωμε τον Εσπερινό». Σε λίγο ο Εσπερινός γινόταν και για να τον αναφέρω, μου έφερνε μια πνευματική αναγέννηση που γι΄ αυτήν η ψυχή μου ήταν πάντα διψασμένη. (έγραψα αυτούς τους λίγους στίχους) : «Στης Άνοιξης το όργιο, σαν γύριζαν τα βράδια αγρότες με τα σύνεργα, βοσκοί με τα κοπάδια, Εσπερινό εκάναμε, με τον Παπαχαράλαμπο εις την Αγία Τριάδα. Κι ύστερα η νύχτα έπεφτε με όλα της τα σκοτάδια». Στη συνέχεια με φιλοξενούσε η πρεσβυτέρα. Την άλλη μέρα ο κύκλος της ζωής επαναλαμβανόταν σε όλο του το μεγαλείο: Με τις γιδιώτισσες τις γριές να γνέθουν το μαλλί στη ρόκα, τις νιες να υφαίνουν τα ωραία υφαντά ενδύματα και στρωσίδια και τους άντρες να εργάζονται ακούραστα στους ελαιώνες και αμπελώνες». Έτσι αν εγώ έδινα μαθήματα στο Σχολείο, έπαιρνα και μαθήματα από πολλούς, κυρίως από την εργατικότητά τους και την φιλοξενία τους. Αξέχαστος θα μου μείνει ο φιλόξενος χαιρετισμός της Ελένης Γαρέφαλλου, μητέρας του Κώστα Γαρέφαλλου, που όσο μακριά και αν με έβλεπε, σταματούσε να με χαιρετήσει, να με χαϊδέψει στο πρόσωπο και να μου προσφέρει φιλιάτικα από την φουσκωμένη ποδιά της. Αλλά και πώς να ξεχάσω την ανεπανάληπτη φιλοξενία της Κουτσογιώργαινας στο πεντακάθαρο κονάκι της με τις καινούργιες κουρελούδες στρωμένες μπροστά στο ασβεστωμένο τζάκι που έκαιγε αλογάριαστα τα μεγάλα κούτσουρα, τις ζεστές βελέντζες καθώς και το κρύο νερό μέσα στις στάμνες φυλαγμένες στη γωνιά με σίγουρα στηρίγματα τις αστουφιές. O σοφράς ήταν στρωμένος με φρέσκο ζυμωτό ψωμί, κρασί και φτιαχτά μακαρόνια με μπόλικη μυτζήθρα και μυρωδάτο λάδι. Με τα φτιαχτά μακαρόνια το σοφρά, μου ερχόταν στη σκέψη η ελληνιστική παράδοση που λέει πως μετά την καταστροφή της Τροίας στον Τρωικό πόλεμο πολλοί Έλληνες κατέφυγαν στη Νότια Ιταλία και εκεί ίδρυσαν σπουδαία αποικία και κέντρα (Συρακούσες, Κατάνη, Μεσσήνη Κύμη, Κρότωνα) κ.α. (Μεγάλη Ελλάδα) και εκεί μετέφεραν τα ήθη και τα έθιμά τους. Ένα από τα έθιμά τους ήταν, μετά την κηδεία προσφιλών προσώπων να στρώνουν τραπέζι με ένα πρόχειρο φαγητό, φτιαγμένο με προζύμι (φτιαγμένο) εκείνη την ώρα. Έτσι έπλαθαν το ζυμάρι σαν μεγάλες κλωστές, το έβραζαν και έτρωγαν οι λυπημένοι. Το φαγητό αυτό επειδή το έφτιαχναν για τον μακαρίτη, το ονόμαζαν μακαρόνια. Γκαχ –Γκούχ –Γκάχ –Γκούχ κατηφόριζε βήχοντας η γριά Σταχτού, στηριζόμενη πάντα στο χοντρό ραβδί της. Τι γιορτή είναι αύριο Θειά Σταχτού και χτυπούν απόψε οι καμπάνες; Τη ρωτούσαν αδιάκριτα μερικά μεγάλα παιδιά. Αύριο είναι το Ζήτω, απαντούσε εκείνη. Πάει η δασκάλα με τα παιδιά στην εκκλησία, βγάζει λόγον, ύστερα φωνάζει μαζί με τα παιδιά, Ζήτω. Ζήτω φωνάζει και ο παπάς μαζί με ούλο το χωριό. Ύστερα έρχεται ο Κλαριτζής ( Γιώργος Μιχελής) με το κλαρίνο και αρχινάνε το χορό! Πολλές φορές καθισμένη στο πλατύσκαλο του σπιτιού της η γριά Σταχτού, διαρκώς ματζούλιζε βγάζοντας από τον παραφουσκωμένο κόρφο της σύκα λιασμένα, μουστοκούλουρα και κόλυβα. Μονίμως από το πλατύσκαλο έδινε και έπαιρνε πληροφορίες. Ήταν κάτι σαν τα σημερινά διόδια. Η θρησκευτική και πολιτιστική ομορφιά του χωριού μας ήταν μεγάλη. Αυτό φαινόταν από την προετοιμασία που γινόταν περιμένοντας τις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Τότε πηγαίνουν οι μεγάλες κοπέλες στο πόταμο για να πλύνουν, να κοπανίσουν τα χονδρά ρούχα με τον κόπανο και να βάλουν τις μπουγάδες στο μπουγαδοκόφινο. Έπαιρνα και εγώ τα παιδιά του Σχολείου και πηγαίναμε όλοι μαζί στον πόταμο. Αλλά τι θαύμα ήταν εκείνο που βλέπαμε. Ο νερόμυλος του Γέρου –Τσατσέλη! (Ηλία –Ηλία). Πόση φαντασία είχε εδώ ο πρωτόγονος ακόμη άνθρωπος να φτιάξη τη φτερωτή που με την δύναμη του νερού που θα πέφτει από ψηλά να κινεί τη μυλόπετρα που και που θα κάνη το σιτάρι αλεύρι! Ξεγνοιασιά, τραγούδια, χαρές και η χαρά του πόταμου αφού όλοι λουστήκαμε πλύναμε τα πόδια μας και παίξαμε διάφορα παιχνίδια στα κατακάθαρα νερά του. Άστραψαν οι απλωταριές και οι φράχτες από τις κατακάθαρες μπουγάδες μαζί και τα δικά μου ενδύματα που μου είχαν πλύνει στον πόταμο οι ευγενικές μου γειτονοπούλες Κατερίνα Κανατσέλου, Μαρία Δημητρίου (Τσουμαρού) και Μαρία Ακριώτου (Σώγαμπρου). Γάμος στην Αμφιθέα –Γίδες Σήμερα προσπαθούν να ζωντανέψουν τον Παραδοσιακό γάμο μέσα από την τηλεόραση. Μα ο ωραίος παραδοσιακός γάμος, γινόταν στο χωριό Γίδες. (Αμφιθέα) Νυφικά φορέματα –προικιά σε στολισμένους γιούκους, πίτες, ολοκέντητες που με καλούσαν να κεντήσω κι εγώ, ωραία υφαντά ενδύματα για το γαμπρό, δώρα για τα πεθερικά και τους συμπεθέρους. Μανάρια καλοθρεμμένα για να σφαχτούν την παραμονή του γάμου. Όλα μέσα σε μια θύελλα από τραγούδια και χαρές που όλοι συμμετείχαν, αφού πολλές φορές, οι γάμοι γίνονταν μεταξύ των νέων του ίδιου χωριού. Πολύ ωραία η προετοιμασία αλλά πολύ ωραία και τα τραγούδια του γάμου. «Νύφη μ΄ όταν γεννήθηκες ήταν η μέρα σχόλη και λειτουργούσε ο Χριστός κι οι Δώδεκα Αποστόλοι», «Με γεια νύφη μ΄ το φόρεμα με γεια τον αρραβώνα, με γεια τα χρυσοστέφανα που θα φορέσεις τώρα». Μια μέρα πρόβαλλε στο παράθυρα του Σχολείου μια χιονισμένη κεφαλή. Να, πάρε κυρία αχλάδες, είναι από τις αχλαδιές που φύτεψα εγώ ο ίδιος. Πάρε και ματσούκες να ρίχνεις και από καμιά σε όσους δεν διαβάζουν και πιο πολύ στον άγγονά μου το Στέλιο. Γιατί εγώ τον φωνάζω και αυτός λακάει, μου είπε ο παππούς, ο μπάρμπα Λευτέρης. Ήθελε πολύ την συνομιλία μου, γι΄ αυτό πολλές φορές περίμενε το σχόλασμα, να με ρωτήσει για τα εγγόνια του. Η Εργασία στο Σχολείο Μετά το απογευματινό Σχολείο, άρχιζε το νυχτερινό. Στο νυχτερινό Σχολείο παρακολουθούσαν μεγάλα παιδιά που την ημέρα ήταν στις αγροτικές δουλειές και την νύχτα έρχονταν Σχολείο. Η Κοινότης μας είχε αγοράσει μία μεγάλη λάμπα, γιατί δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Είχαμε καλό φωτισμό και έτσι βλέπαμε να γράφομε και να διαβάζομε. Με αυτό τον τρόπο πολλά παιδιά πήραν το απολυτήριο του Δημ. Σχολείου και το χρησιμοποίησαν στις επαγγελματικές τους ανάγκες. Οι μέρες περνούσαν γεμάτες και φορτωμένες από πολλά μαθήματα, μα όλο το βάρος ήταν στο πρωινό και απογευματινό Σχολείο που το παρακολουθούσαν με όρεξη και αγάπη όλα τα παιδιά του χωριού. Χωρίς ν΄ απουσιάζουν και τα αγαπημένα μου γυφτόπουλα. Ανεπιτήρητα και παραμελημένα, δεν έλειπαν από το Σχολείο και πάντα επέμενα να μάθουν προπαίδεια, γραφή και ανάγνωση. Δεν κάθονταν κοντά στα άλλα παιδιά γιατί στο κεφαλάκι τους είχαν μικρά ζωύφια και υπήρχε φόβος να γεμίσει όλο το Σχολείο. Έτσι όταν μια μέρα είδα στον τοίχο να περπατούν ψείρες, αγόρασα μία κουρευτική μηχανή και έβαζα ένα μεγάλο παιδί να κουρεύει ταχτικά όλα τ΄ αγόρια. Η λειτουργία του Σχολείου ήταν, πραγματικό λειτούργημα με τον σεβασμό, την υπακοή, την προθυμία, την ευγένεια, την εργατικότητα που παρουσίαζαν τα παιδιά στο «Σχολείο Εργασίας» που εφαρμόζαμε, όσο και στις πρακτικές και χειρονακτικές εργασίες. Αλλά και οι μεγάλοι έδειχναν σεβασμό στα γράμματα, καθώς και στο πρόσωπο του δασκάλου, που πρόσφεραν γνώσεις στα παιδιά τους και το απεδείκνυαν με το ενδιαφέρον τους όταν είχαμε αποκλεισμό από τα χιόνια, με τις προσφορές τους σε τρόφιμα, νερό και ξύλα για θέρμανση. Οι Γιδιώτες σέβονταν και τιμούσαν το δάσκαλο και τον πρόσεχαν. Από μικρά, μάθαιναν τα παιδιά να εκκλησιάζονται γι’ αυτό κάναμε ομαδικό εκκλησιασμό τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές. Τα μεγαλύτερα παιδιά μάλιστα αγόρια ή κορίτσια στη μέση του Ναού έλεγαν το «Πιστεύω» κι τό «Πάτερ Ημών». Μαθητές και Μαθήτριες του Σχολείου Αμφιθέας Μια μέρα μπερδεύτηκα! Έβλεπα τα ξανθά κεφαλάκια των παιδιών σκυμμένα πάνω στα βιβλία και στα τετράδια στα θρανία νόμιζα ότι έβλεπα τα ξανθά στάχυα στο απέναντι χωράφι. Μπα! Τι ομοιότητα είπα. Πολλά ξανθά κεφαλάκια. Πολλά ξανθά στάχυα! Ναι μα αυτά είναι ώριμα και γυαλίζουν και γέρνουν με το φύσημα του αέρα. Τούτα τα παιδιά είναι μικρά και ανώριμα. Μα θα ωριμάσουν μου ψιθύρισε μια μυστική και ρομαντική φωνή και πράγματι, αυτά τα παιδιά μεγάλωσαν και ωρίμασαν και στάθηκαν με τα καλύτερα ονόματα απ΄ όπου κι αν πέρασαν. Είναι οι ωραίες και αξέχαστες μαθήτριες μου Βασιλική (Κουλίτσα) Αθανασίου Μιχελή, Βασιλική και Ευαγγελία Χρόνη, Μαρίτσα, Τασούλα και Γεωργία Καραντάκη. Οι αγαπημένες μου μαθήτριες Σοφία και Αγγελική Βοργιά. Η Ματούλα του Παπαχαράλαμπου – Μπασούκου – Η Σταυρούλα Καραντάκη. Η Γιώτα Καρατζά, η Γιαννούλα Γρ. Μπασούκου, η Αικατερίνη Λιάρου, η Ειρήνη Γυαλού, η Γιαννούλα Μιχελή (Σούτσου), η Μαργαρίτα Σακκή (Μαργαράκη). Η Καλλιοπίτσα Τσουνή, η Βασιλική Τσουνή (Κεραμιδούς), η Αικατερίνη και Μαρία Παναγιώτου (Μαστραγγελή) και η Μαρία Καραντάκη. Έλα εδώ Μαρίτσα! Χθες δεν ήρθες Σχολείο. Ούτε προχθές. Έχεις κάνει και άλλες απουσίες. Γιατί Μαρίτσα; Κυρία με κρατάει η μάννα μου στο σπίτι να φυλάω το μωρό και να πήξω και το τυρί, γιατί εκείνη πηγαίνει στο χωράφι με τον άντρα της, να οργώσουν και να σπείρουν. Καλά Μαρίτσα. Πες στη μητέρα σου αύριο να έρθη στο τελευταίο διάλειμμα στο Σχολείο. Θέλω να της μιλήσω. Την άλλη ημέρα ήρθε η μητέρα της, κάτι μου είπε κάτι της είπα εκείνη μου υποσχέθηκε ότι η Μαρίτσα δεν θα κάνη πολλές απουσίες. Στις εθνικές εορτές όταν έλεγε η Μαρίτσα το ποίημα της έκλαιγε η παπαδιά, έκλαιγε ο Παπάς και κλαίγοντας όλο το χωριό μαζί, γιατί η Μαρίτσα ήταν θύμα του Αλβανικού Πολέμου. Ο πατέρας της είχε μείνει για πάντα στα Αλβανικά βουνά, για να φιλάει την ελευθερία της πατρίδας μας. Όταν έβλεπα την αγαπημένη μου μαθήτρια Μαρία Καραντάκη με κυρίευε ένα δέος, μαζί με μία αβάσταχτη λύπη. Συγχρόνως όμως με αγκάλιαζε και μία χαρά γιατί η Μαρίτσα ήταν το παιδί ενός ήρωα! Νύχτα του Μαΐου ολόφωτη. Ένα φεγγάρι γεμάτο. Πανσέληνος. Με όλο που φοβάμαι τη νύχτα ν΄ ανοίξω το σπίτι μου και να βγω έξω, θα το επιχειρήσω. Το φεγγάρι φώτιζε όλη την περιοχή μου, περισσότερο την κορυφή της Δίρφυς, γιατί γυάλιζαν τα χιόνια, που δεν είχαν ακόμη λιώσει. Μαγευτική η Μαγιάτικη νύχτα. Μοναδικά τα Μαγιάτικα αρώματα, από μένα όμως ο ύπνος είχε φύγει μακριά. Τι να κάνω; Πώς να περάσει η υπόλοιπη νύχτα. Α! ναι! Το ηύρα θα γράψω! Θα περάσω τη βαθμολογία στο Γενικό Έλεγχο. Επειδή όμως δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα και για να μην κάνω λάθη στο γράψιμο, να βλέπω καλά, άναψα μία λάμπα πετρελαίου που είχα, άναψα το λυχνάρι της κυρά –Βασίλως, άναψα μία λάμπα που είχα για φιγούρα, καθώς και το τζάκι και έριξα και λίγα δαδιά να φωτίζουν κι εκείνα περισσότερο. Θα περάσω πρώτα τη βαθμολογία στα αγόρια είπα. Σ΄ αυτά τα αγόρια, που άλλο είναι σήμερα αστυνομικός, Σπύρος Παναγιώτου. Άλλος ηλεκτρονικός, Σωτηράκης Ηλίας, άλλος τεχνικός ΟΤΕ, Κωστάκης Κατσανάς. Επιχειρηματίας Γεώργιος Τζιγιάννης, Βαγγελάκης Σακκής υπάλλ. ΚΤΕΛ. Σιδηρουργός Γεώργιος Καραντάκης. OTE Δημήτριος Παναγιώτου, Στέλιος και Γιάννης, Πανόργια Οικοδόμοι. Επιχειρηματίας Δημήτριος Κανατσέλος. Τραπεζικός υπάλληλος Βασίλειος Καρατζάς. ΟΤΕ Παναγιώτης Ηλίας. Μιχάλης Αθανασίου Μιχελής Πρόεδρος Κοινότητος. Βαγγελάκης Περδίκης, επιχειρηματίας. Δημήτριος Μπασούκος υπάλληλος Νομαρχίας και Κοινοτάρχης και πολλά παιδιά που, άλλα είναι κτηνοτρόφοι, αγρότες και εισοδηματίες. Μετά το νυχτερινό γράψιμο, την άλλη ημέρα δεν υπήρχε και πολλή όρεξη για μάθημα Μικρή εκδρομούλα Αφού κάναμε τις δύο πρώτες ώρες μάθημα, βάλαμε και αντιγραφή, ξεκινήσαμε για ένα διδακτικό περίπατο. Ματούλα που είναι σήμερα ο πατέρας σου; Κυρία είναι στ’ αμπέλι. Εμπρός παιδιά! Έν δυο, γραμμή κατά του παπά τ΄ αμπέλι. Τα παιδιά ήξεραν που είναι του παπά τ΄ αμπέλι, και όταν μας είδε ο ιερέας από μακριά καταχάρηκε και μας περίμενε. Βούιξαν οι ράχες οι ρεματιές από τα τραγούδια, τα παιχνίδια, τα γέλια. Φύγαμε, αφού κάναμε ένα ωραίο πατριδογνωστικό μάθημα. Και ήταν πραγματικά ένα από τα ωραιότερα μαθήματα, όπου μέσα σε αυτήν την εθνική ύπαιθρο και με την παρουσία του Ιερέα. Το κελάηδημα των πουλιών, το θρόισμα των φύλλων, το άρωμα των λουλουδιών, και το κελάρισμα της βρύσης, όλα και όλη η φύση τραγουδούσε τον περίφημο ψαλμό «Ως εμεγαλύνθη τα έργα Σου Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς Ύμνον των θαμασίων Σου» Ήμουν στα πρώτα χρόνια της νιότης μου. Χρόνια ρομαντικά και χρόνια γεμάτα δημιουργία. Διακριτικά έκρυβα τις σκέψεις μου και τα συναισθήματά μου, χωρίς αυτό να με εμποδίζει να είμαι ο Άγνωστος Στρατιώτης και ο Τίμιος εργάτης της Κοινωνίας. «Την πίστην τετήρηκα τον δρόμο τετέλεκα». Χρόνια περασμένα και νοσταλγικά, γεμάτα αναμνήσεις μέσα σε ελάχιστα στίγματα της απέραντης αιωνιότητας. Έλα Κουτσογιώργαινα, να ξαναστρώσεις το σοφρά με τα φτιαχτά σου μακαρόνια και τα καταπληκτικά σου τηγανοψώματα. Έλα να μου ξαναπείς «Να λείψουν τα πιπέρια μου να ιδώ τη μαγεργιά σου». Έλα με την περήφανη κορμοστασιά σου να μου θυμίσεις μια εποχή που έφυγε για πάντα.
Το 1963 όταν δεν είχε έρθει ακόμα ηλεκτρισμός στη Στενή, ο Γιάννης Κυράνας ο οποίος είχε παντοπωλείο και καφενείο στο ίδιο σημείο που είναι και σήμερα το παντοπωλείο του εγγονού του Κώστα Κυράνα, εκμεταλλεύτηκε τον καταρράχτη του Αγίου Στεφάνου και έφερε ηλεκτρικό ρεύμα στο μαγαζί του.
Ο Γιάννης Κυράνας ήταν ένας άνθρωπος πολύ μπροστά από την εποχή του και είχε δημιουργήσει πολλά πράγματα με δικές του πατέντες. Όπως από ξυλόσομπα έβγαζε ατμό τον οποίο χρησιμοποιούσε σαν φούρνο.
Το 1963 τοποθέτησε τη φτερωτή στον Άγιο Στέφανο ενώ πρώτα είχε κατασκευάσει δέση για να μαζεύεται το νερό.
Αρκετά κοντά έχτισε ένα δωματιάκι που είχε μέσα τον υπόλοιπο εξοπλισμό και την γεννήτρια. Με καλώδιο μετέφερε τον ηλεκτρισμό στο μαγαζί του γύρω στα 300 μέτρα και δούλευαν κάθε βράδυ 3 με 4 λάμπες.
Η Παρασκευή Κυράνα θυμάται ότι κάθε σούρουπο πήγαιναν τρέχοντας να ανοίξουν το σίδερο που είχε τοποθετηθεί για να "ανοίξουν" το νερό.
Το πρωί πήγαιναν πάλι για να ξαναβάλουν το σίδερο στη θέση του για να μην πέφτει το νερό στη φτερωτή.
Αυτό το σύστημα λειτούργησε για δυο χρόνια έως το 1965 ώσπου η ΔΕΗ έφερε τον ηλεκτρισμό στη Στενή.
Ο Ε.Ο.Σ. Χαλκίδας έχει ιστορία από το 1937 και από τότε κύριος στόχος και όνειρο των μελών του, ήταν η ανέγερση ορειβατικού καταφυγίου στη Δίρφη.
Για το σκοπό αυτό είχαν συγκεντρώσει προπολεμικά το ποσόν των 22.000 δραχμών. Όμως η κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου ανέκοψε αυτή την προσπάθειά τους και τα χρήματα που είχαν συγκεντρώσει (22.000 δραχμές) τα δώρισαν στην οργάνωση της «Φανέλας του στρατιώτη».
Ύστερα από χρόνια, στις 20-3-1960 έγινε γενική συνέλευση των μελών που ουσιαστικά ήταν το «πράσινο φως» για την ουσιαστική αναδιοργάνωση και δράση του Ε.Ο.Σ. Χαλκίδας.
Κατά τη συνέλευση αυτή ανακοινώθηκε ότι ήδη το Κοινοτικό Συμβούλιο Στενής έχει παραχωρήσει 5 στρέμματα στον Ε.Ο.Σ. για την ανέγερση καταφυγίου του στη θέση «Λειρί» του όρους Δίρφυς και απομένει η τυπική έγκριση της Νομαρχίας.
Ο προϋπολογισμός του έργου (κατά την εκτίμηση των μελών του Δ.Σ) ανήρχετο στο ποσό των 150.000 δραχμών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συνδρομή των μελών ήταν 5 (πέντε) δραχμές και ο οικονομικός απολογισμός μέχρι 31-12-1959 είχε ως εξής.
Έσοδα 530 δραχμές
Έξοδα 516 δραχμές
Υπόλοιπο 14 δραχμές
-Στη Γ.Σ της 15-1-1961, βλέπουμε ότι οι εργασίες στο καταφύγιο έχουν αρχίσει και το πρώτο στάδιο των εργασιών έχει τελειώσει, με κόστος 49.105, 85 δραχμές μέχρι στιγμής, με χρήματα που εξευρέθησαν από «ίδιους πόρους» αλλά και από τη συγκινητική προσφορά παλιών μελών του συνδέσμου που διέμεναν στον Παναμά και ανήρχετο στο ποσό των 1.000 δολαρίων, που για να συγκεντρωθεί πρωτοστάτησε το παλιό ιδρυτικό μέλος του Ε.Ο.Σ. που διέμενε στον Παναμά, Νικηφόρος Κωνσταντάκης.
Αυτά τα λίγα και…ηρωικά θα έλεγα από τα πρώτα βήματα του συνδέσμου, που ιδρύθηκε και ανδρώθηκε από κάποιους ρομαντικούς, οραματιστές και πεισματάρηδες εραστές του βουνού και της φύσης γενικότερα και που συνεχίζει και θα συνεχίζει να υπάρχει γιατί πλαισιώνεται και (συνεχώς) εμπλουτίζεται (απ΄ότι ξέρω) από άτομα με αγάπη για τη φύση και τη φυσική ζωή, θέληση για σωματική άσκηση, ανησυχία για την οικολογική αλλοτρίωση και διακατέχονται από τη λογική της συνεργασίας, το ομαδικό πνεύμα και αμοιβαίους δεσμούς φιλίας.
Γιάννης Γιαννούκος
(Τα στοιχεία που αναφέρουμε είναι από τα αρχεία του ΕΟΣ Χαλκίδας)
Αυτό που διαβάσατε δεν είναι υπερβολή. Η Στενιώτισσα των τριών αιώνων, είναι η Μαρία (Μαριώ ή Μαϊώ), σύζυγος Χριστόδουλου Κορώνη, που είναι πιο γνωστή σαν «Η Μαριώ τ΄κστόδουλ΄, τ΄ Κουτουρλού».
Η Μαριώ με το νέο έτος 2000 και την έναρξη του 21ου αιώνα, έγινε 104 ετών. Συνεπώς με την έναρξη του 19ου αιώνα ήταν 4 χρονών, που φαίνεται ότι όχι μόνον είχε γεννηθεί αλλά είχε «αγρικήσει» και τον 19ο αιώνα.
Όπως μας πληροφόρησε ο ανιψιός και θετός γιος της, Θανάσης Μπεληγιάννης, είναι πολύ καλά στην υγεία της, έχει πολύ καλή μνήμη και τα μυαλά της τα έχει «τετρακόσια».
Και λίγα λόγια για το γενεαλογικό δένδρο και το συγγενολόι της.
Η Μαϊώ ήταν το γένος Αθανασίου και Σταμάτως Μακρή και ήταν
έξι αδελφάδες και ένας αδελφός.
Αδελφό είχαν το Θεόδωρο Μακρή (Θοδωράνα) και οι αδελφές κατά σειρά ηλικίας ήταν οι εξής.
-α) Δέσποινα (Δέσπω), σύζυγος Κώστα Κοντούλη (Λόμπα).
-β) Παναγιού (Γιούλα), σύζυγος Βασίλη Σιμιτζή (φούρναρη).
-γ) Μαρία (Μαϊώ), σύζυγος Χριστόδουλου Κορώνη (Κουτουρλού).
-δ) Ελένη, σύζυγος Αγγελή Μπεληγιάννη (τ΄Αγγελή, τ΄Παναϊώτα)
-ε) Κατερίνα (Ρίνα), σύζυγος Γιάννη Θωμά (Τ΄ Γιαννάκ΄, τ΄ Όθωνα)
-στ) Αλεξάνδρα (Αλέκω), σύζυγος Νίκου Μπεληγιάννη (Μπάμπαλου).
Το πατρικό τους σπίτι ήταν ανάμεσα στην καφετέρια του Σπυριδάκη και στο σπίτι του Γιώργου Τσουτσαίου (Μουσιφού) και είχε περιέλθει στον αδελφό τους Θεόδωρο (Θοδωράνα). Σήμερα είναι κληρονομιά του γιου του, Θανάση Μακρή, που το κατεδάφισε και έχτισε καινούριο.
Παππού και γιαγιά (Μανίτσα) από τον πατέρα τους είχαν το Μακρή (Γκούστρα) και τη Δέσπω, το γένος Γιαννούκου και από τη μάνα τους, τον Κοκονό και τη Μορφούλα, το γένος Γερακίνη.
Το όνομα της Μανίτσας τους Δέσπως, το κληρονόμησε η μεγαλύτερη αδελφή, ενώ της Μορφούλας πολλές δισέγγονες.
Η μάνα τους η Μάτω ήταν διπλά άτυχη. Είχε μείνει μικρή ορφανή από πατέρα και όταν παντρεύτηκε έμεινε νέα χήρα.
Ήταν όμως πολύ δυναμική, δούλεψε σκληρά για να μεγαλώσει τα επτά παιδιά της και κατάφερε να προικίσει και να καλοπαντρέψει όλες τις κοπέλες.
Τις προίκισε όμως και με ηθικές αρχές. Ήταν όλες τίμιες και εργατικές και το μεγαλύτερο προσόν που είχαν, ήταν η νοικοκυροσύνη που κληρονόμησαν και στις κοπέλες τους.
Αυτό διαπιστώνεται και από την καθαριότητα και την εκλεκτή κουζίνα που χαρακτηρίζει τα δύο ξενοδοχεία «ΔΙΡΦΥΣ» και «ΣΤΕΝΗ» που οφείλεται στις δύο εξαδέλφες, τη Μορφούλα (κόρη της Ελένης) και Αργυρούλα (κόρη της Ρίνας).
Από τα επτά αδέλφια δε ζούνε σήμερα ο Θοδωράνας και οι δύο μεγαλύτερες αδελφές, Δέσπω και Γιούλα και το περασμένο καλοκαίρι, πέθανε και η Ρίνα, που είχε γεννηθεί το 1905 σε ηλικία 94 χρονών.
Σήμερα, εκτός από τη Μαιώ, ζούνε, η Ελένη που είχε γεννηθεί το 1902 και μπήκε στα 98 και η μικρότερη αδελφή Αλέκω, που έχει περάσει τα 90.
Ευχόμαστε να ζήσουν ακόμα πολλά χρόνια με υγεία και στα παιδιά τους να κληρονομήσουν τη μακροζωία τους.
Κώστας Γιαννούκος.
Σ.Σ, Το κείμενο αυτό έχει γραφτεί το 2000.