steni.gr
Του Θεόδωρου Σκούρα
Τα Καμπιά είναι ένα μικρό γραφικό, ορεινό χωριό χωρισμένο σε δύο συνοικισμούς, τα Άνω και τα Κάτω Καμπιά. Βρίσκεται σε υψόμετρο 490 μ. και απέχει από τη Χαλκίδα 27 χιλ. και από τη Στενή μόνο 2.700 μ.
Στα 1500 μ. περίπου μετά τη στροφή από Στενή προς Καμπιά, μια πινακίδα μας δείχνει το δρόμο για την εκκλησιά της Αγίας Κυριακής. Μέσα σε μια καταπράσινη ρεματιά με πολλά πλατάνια και πολλά τρεχούμενα νερά, μόλις περάσουμε το μικρό γεφυράκι, βλέπουμε δεξιά μας τη σημερινή ανακαινισμένη εκκλησία, στη ρίζα του ανατολικού αντερείσματος της ρεματιάς. Εδώ το υψόμετρο είναι 290 μ.
Απλή παρατήρηση μας βεβαιώνει για την ύπαρξη εκεί μεγάλης σπηλιάς, η οποία, άγνωστο πριν πόσα χρόνια, γκρεμίστηκε. Έτσι έμεινε μόνο ο Α. τοίχος γεμάτος σταλαχτίτες, που τώρα είναι στο ύπαιθρο. Στη βάση όλου αυτού του σταλαχτιτικού παραπετάσματος, που έχει μήκος 35 μ. και ύψος από 3 μ. ως 6,50 μ., υπάρχουνε χαμηλά μικρές κοιλότητες απ' τις οποίες περνάει νερό όλο το χρόνο. Εκτός από τους υπαίθριους σταλαχτίτες, το γκρέμισμα της σπηλιάς μας το βεβαιώνουνε και οι μεγάλοι βράχοι, που πάνω τους υπάρχει σταλαχτιτικό υλικό και που είναι πεσμένοι στη γύρω περιοχή, εκεί που φυσιολογικά θα κατευθύνονταν τα γκρεμίσματα.
Περισσότερα: Αγία Κυριακή ΚαμπιώνΣ' όλη την Μεταβυζαντινή περίοδο (15ος αιώνας και εξής) η Χριστιανική Τέχνη ακολουθεί την Βυζαντινή Παράδοση. Η Εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική δεν έχει να παρουσιάσει τόσα πολλά αξιόλογα έργα, όσα στις προηγούμενες περιόδους. Συνεχίζει όμως, παρά τις δύσκολες ιστορικές και οικονομικές συνθήκες, την ένδοξη Βυζαντινή Παράδοση και κυρίως την Παλαιολόγεια, η οποία αποτελεί και την τελευταία αναγέννηση της Βυζαντινή Τέχνης κατά τον Steven Runsiman.
Γεγονός είναι ότι οι περισσότεροι ναοί της Μεταβυζαντινής ή Νεοβυζαντινής εποχής είναι «σιωπηλοί» - απλοί και λιτοί - με μικρές διαστάσεις, φτωχικό διάκοσμο αλλά με ωραιότατες Βυζαντινές τοιχογραφίες. Παρά τις δύσκολες ώρες της τουρκοκρατίας, τότε που «όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» είναι άξιο προσοχής και θαυμασμού ότι κτίζονται πολλοί ναοί, κυρίως στους νησιωτικούς χώρους, επηρεασμένοι συχνά από χαρακτηριστικά και στοιχεία που προέρχονται από την Δυτική Τέχνη και Αρχιτεκτονική. Η Εύβοια είναι από τα λίγα ελληνικά νησιά με τόσα πολλά δείγματα Μεταβυζαντινής ναοδομίας.
Περισσότερα: Αγία Παρασκευή ΛούτσαςΙερεύς Εμμανουήλ Βιολάκης
Ναός Αγίων Αποστόλων, Πέτρου και Παύλου, Βούνων
Η εγκάρσια καμάρα είναι ελαφρά, οξυκόρυφος, ο νάρθηκας ήταν κεραμοσκεπής, ενώ, σήμερα η καμάρα αυτή έχει καταπέσει. Πρέπει να είναι των ίδιων χρόνων με τον Ναό Μεταμορφώσεως. Και αυτός ο Ναός, είναι Βυζαντινής εποχής.
Οι εξωτερικές διαστάσεις του παλιού ακέραιου Ναού, κατά την Ευβοϊκή Εγκυκλοπαίδεια, ήταν 9,90 5,30, ο νάρθηκας, 5,50 μέτρα πλάτος. Ο νάρθηκας, είναι σε ερείπια, κεραμοσκέπαστος, όπως είπαμε, με δύο εισόδους. Πρέπει να είχε φιάλη (κατά την παράδοση), η οποία δεν ευρέθη. Δεν έχει διακονικό, η Αγία Τράπεζα, είναι κτιστή και ξέχωρη. Κτητορική επιγραφή δεν υπάρχει, γιατί μεγάλο μέρος του Ναού, είναι ασβεστωμένο. Η τοιχοδομία είναι από ακανόνιστους αργούς λίθους, με κεραμίδια και ασβέστη.
Περισσότερα: Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά ΒούνωνΣημείωμα του ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΥΛΟΥ
Η έρευνα της μεταβυζαντινής τέχνης δεν έχει κλείσει ούτε έναν αιώνα ζωής στον τόπο μας, μάλιστα για κάποιους κλάδους της βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα. Κι όπως σημειώνει ο Δημ. Τριανταφυλλόπουλος «αν όμως το μέχρι σήμερα γνωστό υλικό -απειροελάχιστο σε σχέση με το αδημοσίευτο- δεν μας παραπλανά, μπορούμε (...) να χρησιμοποιήσουμε την ευαγγελική παρομοίωση και τον συνοπτικό ορισμό του Nicolai Jorga [χαρακτηρίζοντας τη μετά την Άλωση εποχή ως "Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο" (Byzance après Byzance ), εννοούσε ότι η μεταβυζαντινή εποχή φέρει έκτυπη τη σφραγίδα του Βυζαντίου, είναι ο άμεσος της απόγονος], διότι, πράγματι παράδοση και ανανέωση, μορφή και περιεχόμενο, βρίσκονται αδιάκοπα σε μία διαλεκτική σχέση μεταξύ τους, με καθοριστικό στίγμα τη βαριά κληρονομιά του ελληνορθόδοξου Βυζαντίου.
Και τούτο είναι ίσως το πιο σαγηνευτικό γνώρισμα μιας τέχνης, ταπεινής μεν, αλλά με ύφος.» (Από το Βυζάντιο στο Μετά Βυζάντιο: Οίνος παλαιός εις ασκούς καινούς - και αντίστροφα, Αθήνα (Ίδρυμα Γουλανδρή – Χόρν) 1993, σ. 26-27).
Περισσότερα: Η Παλαιοπαναγιά της ΣτενήςΟ Εκπολιτιστικός Σύλλογος των Απανταχού Λαμαριωτών, ιδρύθηκε το έτος 1983 και το καταστατικό του εγκρίθηκε με την υπ΄ αριθμόν 214/83 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας. Ένας από τους σκοπούς του συλλόγου ήταν η ίδρυση Λαογραφικού Μουσείου, στο οποίο θα συγκεντρωθούν και εκτεθούν λαογραφικό υλικό, κυρίως παλαιά αντικείμενα-εργαλεία τα οποία χρησιμοποιούσαν οι πρόγονοί μας ως εργαλεία στην καθημερινή τους ζωή.
Υλοποιώντας το σκοπό αυτό, ο σύλλογος προέβη στην αγορά οικοπέδου μέσα στο χωριό και στη συνέχεια προέβη στην ανέγερση διώροφου κτιρίου. Στο ισόγειο στεγάζονται τα γραφεία του συλλόγου, βιβλιοθήκη και ιδιαίτερος χώρος όπου φιλοξενείται το Αγροτικό Ιατρείο.
Ο όροφος διαμορφώθηκε ανάλογα και έχει υποδεχθεί το λαογραφικό υλικό το οποίο τοποθετημένο σε βιτρίνες και προθήκες κοσμεί το μουσείο. Το υλικό αυτό αριθμεί πάνω από 500 εκθέματα και αποτελείται από.
Α) Αντικείμενα-εργαλεία της καθημερινής ζωής των κατοίκων του χωριού.
Β) Γεωργικά εργαλεία, εργαλεία παλαιάς οικιακής χρήσεως, απαραίτητα και χρήσιμα για την τότε δύσκολη καθημερινή ζωή.
Γ) Συλλογή κερμάτων και χαρτονομισμάτων παλαιάς εποχής από το 1802 μέχρι σήμερα.
Χρειάστηκαν 3 χρόνια συνεχούς αγώνα για να στηθεί το αξιόλογο αυτό έργο. Από το 1993 όταν άρχισαν οι εργασίες, μέχρι της 23-9-1996, οπότε έγιναν τα εγκαίνια με κάθε επισημότητα, παρουσία των κατοίκων του χωριού και των αρχών του Νομού. Από τότε, πολλοί είναι οι επισκέπτες του μουσείου και κολακευτικά τα σχόλια που αναγράφονται στο βιβλίο επισκεπτών. Οραματιστής, ιδρυτής και περαιωτής του έργου αυτού, είναι ο επί δεκαετία διατελέσας πρόεδρος του συλλόγου κ. Δημήτριος Κοκονός. Η προσπάθεια και ο αγώνας του οποίου πρέπει να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση. Για την ποικιλότροπη προσφορά του δημόσια τον ευχαριστούμε. Μέσα από το κείμενο αυτό, καλούμε όλους τους φίλους οι οποίοι επισκέπτονται την πανέμορφη «ΧΙΛΙΑΔΟΥ», να αφιερώσουν λίγο χρόνο για να επισκεφθούν το Λαογραφικό Μουσείο του χωριού Λάμαρη, διαβεβαιώνοντάς τους ότι ο χρόνος αυτός δε θα πάει χαμένος, να επισκεφτούν το μουσείο, ένα χώρο που θυμούνται οι παλιοί, μαθαίνουν και διδάσκονται οι νέοι οι οποίοι οφείλουν να περάσουν τα βιώματά τους στους νεότερους για τη διατήρηση της ιστορίας και την διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς μας.