Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024

Η ΣΤΕΝΗ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η ΟΡΕΙΝΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΡΦΥΩΝ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ

Μαρούσα η Στροπωνιάτισσα

Marousa i stroponiatissa

Το 1886 εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Νικόλαο Αντωνόπουλο το μυθιστόρημα «Μαρούσα η Στροπωνιάτισσα».

Στον επίλογό του ο συγγραφέας αναφέρει ότι έγραψε το μυθιστόρημα από σημειώσεις που είχε κρατήσει Γάλλος περιηγητής, ο οποίος έξι χρόνια μετά τα γεγονότα που περιγράφονται, σταμάτησε στου Δεσπότη την βρύση ανάμεσα στα χωριά Στενή και Στρόπωνες, για να ξεκουραστεί. Σε μια στιγμή άκουσε μοιρολόγια. Κοιτάζει και βλέπει έναν άνδρα και μια γυναίκα μπροστά σε δυο ξύλινους σταυρούς να θρηνούν.

Φωνάζει τον διερμηνέα και μέσω αυτού ρωτάει γιατί κλαίνε. Ήταν δυο από τους ήρωες του μυθιστορήματος ο Τάσος και η Γιαννούλα, οι οποίοι του διηγήθηκαν με ζωηρότητα και ακρίβεια την ιστορία του Γιάννου και της Μαρούσας. Ο ξένος έμεινε εμβρόντητος. Έγραψε την ιστορία, αλλά ατυχώς πνίγηκε σε κάποιο ταξίδι του «και έλαχεν, γράφει ο Αντωνόπουλος, ο κλήρος εις ημάς τους αδαείς να γράψωμεν αυτήν προς ζημίαν προφανώς των ηρώων μας».
Στο μυθιστόρημα αυτό, που αποτελείται από 132 σελίδες, ο Νικόλαος Αντωνόπουλος (σημειώνουμε περιληπτικότατα) αναφέρεται στο ειδύλλιον που αναπτύχθηκε κατά τις αρχές του 1821, του Στενιώτη νεαρού ποιμένα Γιάννου και της Στροπωνιάτισσας νεαρής Μαρούσας, στη βρύση του Κοντοδεσπότη ή Δεσπότη όπως λέγεται σήμερα που βρίσκεται μεταξύ των χωριών Στενής και Στροπώνων και το οποίον (ειδύλλιον) διέκοψε ο Μουράτ Εφέντης τον Απρίλη του 1821, όταν διερχόμενος από τη βρύση αυτή με τη συνοδεία του, διέταξε και έδεσαν το Γιάννο, τη δε Μαρούσα την άρπαξε και την έκλεισε στο χαρέμι του στη Χαλκίδα. 
Το γεγονός αυτό, όπλισε με μεγαλύτερο μίσος τον Γιάννο κατά του Μουράτ και όλων των Τούρκων και με συντρόφους τους Στενιώτες Μπαρμπαμήτρον, Τάσιον, Γιώργον, Σπύρον, Γιαννούλαν και άλλους, μετέσχε κατά την διάρκεια της επαναστάσεως, σε αγώνες εναντίον του Μουράτ στην Εύβοια και αλλού.
Όταν το Σεπτέμβριο του 1825, η Μαρούσα, η οποία είχε παραφρονήσει, λόγω του εγκλεισμού της στο χαρέμι, είχε αφεθεί ελεύθερη, περιφερόταν στη Χαλκίδα και επιζητούσε να μεταβεί στου Κοντοδεσπότη τη βρύση, να συναντήσει το Γιάννο της. Συνοδός της στην πορεία αυτή προς τη βρύση ήταν ο ίδιος ο Γιάννος, ο οποίος παρά τους αγώνες που διεξήγαγε, δεν έπαυε να σκέπτεται την αγαπημένη του, ριψοκινδυνεύων για την Μαρούσα.
Η Μαρούσα λόγω της παραφροσύνης της, δεν τον αναγνώρισε. Και όταν πλέον έφτασαν στη βρύση, η Μαρούσα ανέκραξε. Γιάννο μου!! και τότε τον αναγνώρισε και ιαθείσα από την παραφροσύνη της αγκαλιάστηκαν. 
Αλλά αλίμονο, από τη μεγάλη συγκίνηση, εντός ολίγου η Μαρούσα έπεσε νεκρή στην αγκαλιά του Γιάννου και αυτός απ’ την απελπισία του, έβγαλε το μαχαίρι του και ψιθυρίζων «Κοντά σου θάρθω Μαρούσα μου», το έμπηξε στην καρδιά του.

ΤΑ ΣΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ

ΚΑΤΣΑΝΑΣ

ΚΙΡΚΙΛΗΣ

ΚΟΝΤΟΣ

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΑΡΧΕΙΑ

Επικοινωνήστε μαζί μας

Αναζήτηση αρχείου